Φαγούρα

0,5: Αύγουστος

fagura0-5.jpg
Το αμάξι έγινε κόκκινο – ήτανε άσπρο πριν λίγο καιρό –
κι αυτό γιατί βάφτηκε με αίμα.
Τίποτα περισσότερο από το καθιερωμένο,
καμιά τρελή ιδέα,
κανένα φως στο δροσερό και άδειο υπόγειο,
δόξα τω Θεώ ο ήλιος δεν το φτάνει.
Νεκρά περιστέρια πέφτουν απ’ τον γαλάζιο ουρανό,
οι φτερούγες λιώνουν λες και είναι από κερί,
τουλάχιστον ο Ίκαρος πέθανε μες στο Αιγαίο,
κι όχι σ’ αυτό το γαμημένο το τσιμέντο.
Άδειοι δρόμοι, άδεια μετρό, άδεια λεωφορεία,
άδεια σταχτοδοχεία στα μπαρ,
άδεια εφτά με δεκαέξι του μηνός,
άδεια τσέπη μετά από τρεις-τέσσερις μέρες,
άδειο ντεπόζιτο, άδειος αναπτήρας,
άδεια γκλάβα δε γεμίζει,
άδειο δάσος δεν παίρνει φωτιά,
άδεια φωτιά με νερό δε σβήνει.
Η γη τρέμει και σείεται,
η άσφαλτος ανοίγει,
από τα βάθη αναδύεται ο Εωσφόρος,
φορώντας γυαλιά ηλίου και μαγιό,
κρατώντας κοκτεϊλάκι με ξύλινη ομπρελίτσα.
Τι μαλακίες γράφω ρε γαμώτο;
Τέλοσπάντων,
έφτιαξα φραπέ
και κάνω υπομονή.

1: Πρεζάκυνθος

fagura2.jpg
Είχα μόλις γυρίσει από τη Ζάκυνθο και αισθανόμουν το χειρότερο κουρέλι του κόσμου χωρίς μάλιστα καν να τραγουδάω. Οι διακοπές ήταν ήδη πίσω μου και αντί να ξεκουραστώ κατάφερα να γυρίσω σχεδόν άρρωστος. Στο πλοίο αποφάσισαν να μη σβήσουν ποτέ τα φώτα ενώ παγιδευμένος όπως ήμουν ανάμεσα σε δυο παρέες από ομοφυλόφιλους και τσιγγάνους (ή ίσως και ομοφυλόφιλους τσιγγάνους) πήρα πρέφα πως δεν επρόκειτο να κοιμηθώ. Επόμενη κίνηση ήταν να πάρω τα πράγματα μου και να πάω στο κατάστρωμα του πλοίου, κάθισα δίπλα σε μια γυναίκα, κορίτσι πράγμα δηλαδή, που είχε λίγα παραπάνω κιλάκια, αλλά φορούσε μαύρα κοκάλινα γυαλιά και είχε μαγουλάκια. Το μόνο πράγμα που μ’ αρέσει περισσότερο από τα κοκάλινα γυαλιά σε αυτή τη ζωή είναι οι ριζογκοφρέτες, οι μύτες και τα μάγουλα.
«Θες να κάτσουμε μαζί για το υπόλοιπο ταξίδι; Κανείς μας δεν έχει παρέα έτσι κι αλλιώς».
«Ναι και δεν σκοπεύω να αποκτήσω τώρα».
«Έχεις αγόρι στην Αθήνα;».
«Έχω». (σιγά μην είχε)
«Τι θα έλεγες να εκμεταλλευτούμε το ότι είναι στην Αθήνα και όχι εδώ;».
«Με ψήνει λιγότερο κι απ’ την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο».
Καταλαβαίνοντας λοιπόν ότι είχα να κάνω με κομμουνίστρια μάζεψα διακριτικά τα πράγματα μου και πήγα και κάθισα πίσω στους τσιγγάνους και τις πουστάρες. «ΔΕ ΣΟΥ ΚΑΤΙΣΕ ΤΟ ΚΟΜΕΝΑΚΙ;» με ρώτησε ένας από δαύτους, του έδειξα το βιβλίο μου «Διηγήματα από το Άουσβιτς», το κοίταξε, αδιαφόρησε, μη γνωρίζοντας προφανώς γραφή ή ανάγνωση και συνέχισε να κάνει την ίδια φασαρία με πριν. Δεν κοιμήθηκα ποτέ όπως σας είπα.
Κατά τις οκτώ με εννιά το βραδάκι ήμουν πια στην Αθήνα, απίστευτα κουρασμένος και απογοητευμένος. Είδα το «κομενάκι» να κατευθύνεται προς ένα ταξί και προχώρησα και εγώ προς τη στάση του λεωφορείου. Ανυπομονούσα να κοιμηθώ.
Χτύπησε το τηλέφωνο.
«Έχει συναυλία θα ‘ρθεις;»
Ήταν ο Χρήστος. Ο Χρήστος ήταν πανκης από τα παιδικά του χρόνια ακόμα και είχα να τον δω από πριν φύγω διακοπές. Κάποτε είχαμε πει ότι θα γράφαμε ένα βιβλίο μαζί. Δε το κάναμε ποτέ γιατί άνηκε στα άτομα που αγαπούσα. Ίσως τον αγαπάω πιο πολύ απ’ ότι πρέπει.
«Παίζεις και εσύ;», τον ρώτησα.
«Ναι έλα».
Με βαριά καρδιά του το υποσχέθηκα. Έκλεισα το κινητό. Μπήκα στο λεωφορείο, χασμουρήθηκα και μισή ώρα αργότερα ήμουν στον προορισμό μου. Το λεωφορείο δεν είχε θέσεις και έτσι παραπατούσα όρθιος σε όλη τη διαδρομή.
Είδα το Χρήστο να με χαιρετάει από μακριά.
«Τι λέει ρε μαλάκα μου;», με ρώτησε.
«Αλητείες».
«Πώς τα πέρασες;».
«Δε γάμησα».
«Πώς τα κατάφερες;».
«Της είπα από πριν πόσο την έχω».
«Και φοβήθηκε μην πονέσει;».
«Φοβήθηκε μάλλον μην δε νιώσει τίποτα;».
«Καλά και δεν την καθησύχασες;».
«Της είπα πως ούτε εγώ νιώθω τίποτα γι’ αυτήν άρα είναι δίκαιο»
«Χαχαχα, τι μαλάκας που είσαι Διονύση, έλα να σε κεράσω μια μπύρα».
Έπινα τη μπύρα και παρακολουθούσα το λαιβ που άρχισε. Το κινητό μου ξαναχτύπησε. Μήνυμα.
«Γύρισες;»
Ήταν η Ερατώ. Η Ερατώ ήταν μια τύπισσα που κάναμε απαίσιο σεξ, όταν κάναμε φυσικά, αλλά για κάποιο λόγο την είχα καψουρευτεί αφάνταστα πολύ. Δεν με έβλεπε σοβαρά κάτι που δε με πείραζε ιδιαίτερα γιατί έτσι κι αλλιώς ούτε η πρώτη γυναίκα της ζωής μου, η μάνα μου, δε με έβλεπε σοβαρά.
«Γύρισα».
«Διάβασα την ιστορία που έγραψες».
«Την Πρεζάκυνθο;».
«Ναι».
«Σ’ άρεσε;».
«Ναι αλλά θέλω να μιλήσουμε».
«Σε μια ώρα στην πλατεία κάτω απ’ το σπίτι σου;».
«Οκ».
«Οκ».
Βεβαίως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι ακριβώς. Την ώρα που προσπαθούσα να διασχίσω το πλήθος κόσμου που συνέρεε στην πλατεία και να φύγω από τη συναυλία ακούστηκε ένα δυνατό ΜΠΑΜ!.
«Μολότωφ» είπε κάποιος.
Ήταν ξεκάθαρο. Κάποιος την είχε πέσει χοντρά στους διοργανωτές. Γύρισα το βλέμμα μου και είδα τον Χρήστο να αρπάζει ένα παλούκι και να τρέχει προς την είσοδο. Άρπαξα και εγώ την τσάντα μου και έφυγα προς την αντίθετη πλευρά. Σκαρφάλωσα κάτι κάγκελα και την έκανα τρέχοντας. Χασμουρήθηκα. Ακόμα δεν είχα κοιμηθεί.
Με τα πολλά έφτασα στον τόπο του ραντεβού μου. Είδα την Ερατώ να με πλησιάζει από μακριά. «Τι κάβλα που είναι ακόμα!», σκέφτηκα νιώθοντας μια ενόχληση στη βερμούδα που φόραγα. Και πράγματι ήταν. Μπορεί να μη γαμιόμασταν καλά αλλά έτσι όπως περπατούσε με τον αέρα του σου ρίχνω ένα κεφάλι μεν, αλλά είμαι και φουλ στα κόμπλεξ δεν μπορούσα να μην την ερωτευτώ.
«Γιατί χάλασες το μαλλί σου;» (ήξερα να μιλάω στις γυναίκες).
«Δε σ’ αρέσει που το σκούρυνα;».
«Καλό είναι αλλά καστανόξανθο μ’ άρεσε περισσότερο».
«Ναι και εσύ πάχυνες».
«…»
Συνεχίσαμε να μιλάμε. Αγοράσαμε μερικές μπύρες και καθισμένοι σε ένα παγκάκι λέγαμε για τον έρωτα, τη λογοτεχνία, το σεξ, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας και τους χειρότερους μας φόβους κι απωθημένα.
Νύσταζα.
Κοίταξα το ρολόι. Πέρασε η ώρα, της είπα. Ναι, μου απάντησε και αυτή. Πάμε να κοιμηθούμε; Πάμε.
Πήγαμε.
Στο δρόμο πήραμε ένα διπλό στρώμα από κάτι κάδους σκουπιδιών. Χωθήκαμε σε μια παρατημένη κατάληψη που ευτυχώς δεν είχε τρύπες στους τείχους. Άπλωσα κάτι μπλούζες μου πάνω στο στρώμα και γδύθηκα. Άρχισα να της κάνω μασάζ. Νύσταζα όλο και περισσότερο. Έκανε αφάνταστη ζέστη.
«Πάω να κάνω ένα μπάνιο», μου είπε.
«Θες να κάνουμε μαζί;».
«Όχι».
«Οι φίλοι το συνηθίζουν».
«Δε συνηθίζω να τσιμπουκώνω φίλους μου».
«Καλά βρε Ερατώ μου».
Πήγε έκανε το μπάνιο της και γύρισε να ξαπλώσει πλάι μου. Εγώ έσταζα απ’ τον ιδρώτα, εκείνη απ’ το νερό.
«Πιστεύεις ότι θα αλλάξει ο κόσμος;» με ρώτησε.
«Ναι», απάντησα. Γιατί να μη το πίστευα δηλαδή; Τόσα ισλαμικά κινήματα κέρδιζαν διαρκώς έδαφος. Κάποια μέρα ο σάπιος δυτικός πολιτισμός θα κατέρρεε και τότε…

Την κόλλησα πάνω μου και χάιδεψα τα μικρά της στήθη. Φιληθήκαμε. Νύσταζα. Έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της. Νύσταζα. Άφησε μια σιγανή κραυγούλα και εγώ προχώρησα μέσα από το στριγκάκι της.
«Όχι», μου είπε λιτά και μου γύρισε την πλάτη.
Κοίταξα το ταβάνι, με κοίταξε και αυτό ήταν.
«Νιώθω λίγο άσχημα», της είπα.
«Είναι φυσιολογικό», μου απάντησε και κοιμήθηκε.
Σηκώθηκα. Έκανε πολύ ζέστη για να την παλέψω. Βγήκα έξω, πήγα στο κοντινότερο χοντογκάδικο και παράγγειλα έναν καφέ. Ο ιδιοκτήτης με είδε αναμαλλιασμένο.
«Γάμησες;».
«Όχι».
«Κανείς δε γαμάει σε αυτά τα μέρη».
Πήρα τον καφέ και άφησα φιλοδώρημα 30 λεπτά. Κατηφόρισα προς το κοντινότερο μετρό, περίμενα υπομονετικά να ανοίξει. Μπήκα μέσα. Δεν κατάφερα να κοιμηθώ στη διαδρομή. Έφτασα τέλος πάντων στην στάση που πέρναγε το λεωφορείο για το σπίτι μου. Στάθηκα τυχερός και ήταν ήδη εκεί. Ανέβηκα. Βρήκα θέση. Λίγη ώρα μετά είχα αποκοιμηθεί.
Ένα χαστούκι με ξύπνησε. Ήταν η οδηγός του λεωφορείου.
«Δεν ξέρω τι έχεις πάρει αλλά μην πεθάνεις εδώ μέσα»
«Καλά», της απάντησα, «Θα προσπαθήσω».
Έφτασα σπίτι μου, έχωσα με κόπο τα κλειδιά στην πόρτα και ανέβηκα τις σκάλες, σωριάστηκα στο κρεβάτι. Χτύπησε το κουδούνι.
«Θα έφεραν Ριζοσπάστη» σκέφτηκα. Ο Ριζοσπάστης ήταν το επίσημο όργανο της κεντρικής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Τελικά ήταν η θεία μου.
«Άκου Διονύση, πωπω Θεούλη μου τι χάλια είναι αυτά που έχεις, ο Λόρδος ψόφησε και κάποιος πρέπει να τον πετάξει».
Ο Λόρδος ήταν η αγαπημένη μου γάτα απ’ αυτές που ταΐζαμε απ’ την γειτονιά. Χοντρός, γλυκούλης, κοκκινωπός και έξυπνος. Μόλις γάμησε τα πρώτα του θηλυκά στράφηκε συνειδητά στα μικρά αρσενικά γατάκια της γειτονιάς. Τον συμπαθούσα και η απώλεια του θα μου κόστιζε πολύ, ειδικά στο μέλλον.
«Εντάξει» είπα.
Κατέβηκα στον κήπο με το μποξεράκι, έπιασα το Λόρδο απ’ την ουρά και τον πέταξα στα σκουπίδια. Γύρισα στο κρεβάτι μου. «Ειρήνη ημίν!» σκέφτηκα και κοιμήθηκα.

2: Ρέκβιεμ φορ Παντελής Παντελίδης

fagura2.png
Ο Μανώλης ήρθε σπίτι μου κατά τις εννιά και μισή. Έμοιαζε πεινασμένος αλλά δεν είχα και τίποτα να τον κεράσω παρά κάτι παρατημένες κονσέρβες τόνου και μακαρόνια ολικής.
«Τι έγινε δεν έφαγες τίποτα στο δρόμο;»
«Tα ‘χουνε πάει δύο ευρώ τα διαολεμένα τα πιτόγυρα»
«Ας έπαιρνες φαλάφελ» του αντιγύρισα. Και πέταξα στη χύτρα τα μακαρόνια ξέροντας ότι ήταν μάταιος ο διάλογος. Ο Μανώλης, όπως και εγώ παλιότερα, δε θα καταδεχόταν ποτέ να φάει φαλάφελ. Το πρόβλημα δεν ήταν με το φαγητό αυτό καθ’ αυτό που ήταν νόστιμό, φθηνό και το πουλάγανε κάτι φουκαράδες μετανάστες κάνοντας έτσι την αγορά του ένα άτυπο είδος αλληλεγγύης και αλληλοκατανόησης, όσο το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα το φαλάφελ είχε καθιερωθεί ως το φαΐ των χορτοφάγων. Οι χορτοφάγοι δε στις μέρες μας και δε στα Εξάρχεια δεν είναι εκείνο το άκακο είδος περίεργων ανθρώπων που κλαίγονται για τα καημένα τα ζωάκια. Αντιθέτως το έχουν προχωρήσει πολύ το πράγματα, από το κλάμα πέρασαν στην οργανωμένη δράση και τσουπ! Η μισή Αθήνα έχει γεμίσει συνθήματα ενάντια στα φάρμακα, ενάντια στα εμβόλια, ενάντια στη βιομηχανία, ενάντια στα σπίτια, ενάντια στον πολιτισμό κλπ. Και έτσι περπατάς εσύ στην Πατησίων με τα χέρια στην τσέπη αγχωμένος αν θα προλάβεις την πιάτσα τσιγάρων στην Στουρνάρη ανοιχτή μπας και αγοράσεις κάνα τσιγάρο με 1,5Ε και στο μεταξύ τρως στη μάπα και ένα σύνθημα υπέρ της καταστροφής του πολιτισμού για να γουστάρεις. Ε που να φας φαλάφελ μετά. Γάμησε το, πιάσε μια χοιρινή με πατάτες μπας και πάνε κάτω τα φαρμάκια.

Έβαλα δυο μερίδες μακαρόνια με τόνο σε δυο πλαστικά πιάτα με πλαστικά πιρούνια και πλαστικά μαχαίρια, έδωσα το ένα στον Μανώλη και αράξαμε.

«Έλα πες το τι έγινε».
«Είναι αυτό το καθήκι».
«Ποιό απ’ όλα;».
«Ο Νίκος».

Ο Νίκος ήταν ο γκόμενος του εδώ και δυο χρόνια, ο Νίκος ήταν ένας βολεμένος χαζογκόμενος του κερατά, αλλά επειδή ο Μανώλης ήταν ένας ξεβολεμένος έξυπνος πρεζάκιας του κερατά ο Νίκος στην πορεία έκανε κάποια βήματα, όπως γίνεται συνήθως με τέτοια ζευγάρια, γκέι και στρέιτ.

«Τι σου έκανε πάλι;» ρώτησα. Δεν άκουγα άλλωστε πρώτη φορά παράπονα για το Νίκο.
«Είχαμε πάει να δούμε το «Σαίξπηρ και Ιουλιέτα» χθες σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη αλλά δεν μπορούσα να βρω το θέατρο και φυσικά δεν έφτασα στην ώρα μου. Στο μεταξύ, επειδή είχε πάρα πολύ κόσμο εκεί τριγύρω ένιωσα άσχημα και κάθισα σε μια γωνιά να ηρεμίσω, τον πήρα πάνω από δέκα τηλέφωνα να του πω ότι θα αργήσω, δεν το σήκωσε και δε με πήρε ποτέ, τελικά όταν τέλειωσε η παράσταση ήρθε και με βρήκε».

Έφαγα μια μπουκιά απ’ τον τόνο, τι θλιβερό ψάρι, η μιζέρια με πτερύγια στο πιάτο σας, ευτυχώς που έχει αρκετή πρωτεΐνη.

«Μετά τον ρώτησα γιατί δεν με πήρε τηλέφωνο, μου είπε για να μην ενοχλήσει τους ηθοποιούς και χαλάσει την παράσταση», συνέχισε ο φίλος μου.
«Αυτό έχει μια λογική ρε Μανώλη», είπα συγκαταβατικά.
«Σκατά λογική έχει, τον βρωμομπάσταρδο θα του γαμήσω την Παναγία όταν τον ξαναδώ» είπε ο φίλος μου και πέταξε το πιάτο με τον τόνο κάτω, 20g πρωτεΐνης χαμένα, δεν έδωσα άλλη σημασία όμως.
«Τι κάνατε έπειτα;» ρώτησα.
«Του είπα να πάμε σπίτι του να κοιμηθούμε γιατί ήμουν πτώμα, μου είπε ότι δεν με αντέχει και να πάω στο δικό μου. Αρνήθηκα, μου είπε ότι θα φωνάξει την αστυνομία αν δεν φύγω. Του απάντησα όμως…», είπε ο Μανώλης σοβαρά-σοβαρά, «Ότι μέχρι να έρθει η αστυνομία θα τον σαπίσω στο ξύλο γιατί είμαι ψυχοπαθής και πιο δυνατός από αυτόν και μπορώ να τον κάνω ό,τι θέλω»

Το σκέφτηκα λίγο πριν μιλήσω για να μην πω καμιά μαλακία.

«Αυτό που μ’ αρέσει σε εσάς τους πούστηδες Μανώλη είναι πως δεν έχετε να κάνετε με γυναίκες και λύνετε αντρίκια τα προβλήματα σας, έχεις θέμα πχ με ένα γκόμενο σου, παραδέχεσαι ανοιχτά ότι είσαι ψυχοπαθής και υπέρ της βίας και τον σαπίζεις στο ξύλο, αν έκανα εγώ το ίδιο σε κοπέλα…»
«Αν έκανες εσύ το ίδιο σε κοπέλα θα σε τιμωρούσαν για επίθεση σε ανήλικο».
Ξαναέβαλα μια μπουκιά απ’ τον τόνο στο στόμα μου, καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς.
«Τέλος πάντων» συνέχισε ο Μανώλης, «Δεν ξέρω αν η απειλή μου έφερε αποτέλεσμα πάντως ξεκινήσαμε για το σπίτι του, η αλήθεια είναι ότι δε μου μίλαγε πολύ στο δρόμο αλλά τουλάχιστον εξασφάλισα ότι δε θα γύριζα σε αυτό το σκατόσπιτο που μένω, φτάνουμε τέλος πάντων και αρχίζουμε να κουβεντιάζουμε, και εκεί ρε φίλε…»
«Τι;».
«Άρχισε να μου λέει ότι εγώ φταίω που δεν έχω λεφτά και αν έβρισκα μια δουλειά θα είχα και να παρατήσω την τέχνη κλπ».
«Κοινώς να γίνεις φυσιολογικός άνθρωπος».
«ΝΑΙ!», ούρλιαξε ο Μανώλης και κοπάνησε το χέρι του στο γραφείο μου, κάτι μέσα μου πέθανε λίγο, αλλά το θέμα με ενδιέφερε.
«Του εξήγησες ότι είναι αργά για ανθρώπους σαν εμάς να πετύχουν τέτοια πράγματα ρε Μάνο μου;».
«Ε ναι, του είπα ότι δεν είναι κακό να είσαι μικροαστός με καλή δουλειά, αλλά είναι θέμα τύχης την οποία δεν μπορείς να απαιτείς να έχουν όλοι, και αυτός μου απάντησε ότι δεν είναι καθόλου τύχη, ότι γαμιέται στη δουλειά και ότι και για το τελευταίο ευρώ προσπαθεί σκληρά», «Μετά», ο Μανώλης κοίταξε για λίγο το πάτωμα μελαγχολικά, «Με είπε σεξιστή».
«Α και μένα με λένε συνέχεια, εσένα γιατί;».
«Ε επειδή του είπα ότι αν ήταν να πεθάνει μια γυναίκα ή ένα όμορφο αγόρι θα προτιμούσα να πεθάνει μια γυναίκα».
«Α εμένα με λένε επειδή θεωρώ τις γυναίκες σιχαμένα καθάρματα».
«Ρε μαλάκα…»
«Καλά σκάω, όχι εντάξει κοίτα να δεις, απλά του είπες ότι θα προτιμούσες να σώσεις αυτόν που έχεις ερωτικό ενδιαφέρον απέναντι του, δεν είναι τραγικό, αλλά όπως και να το κάνουμε είναι λίγο αντικειμενοποίηση του άλλου έτσι;»
«Ναι αλλά δεν ήθελα να το συζητήσω εκείνη την ώρα ρε φίλε…»
«Το καταλαβαίνω» του είπα καθησυχαστικά. «Κοιμηθήκατε;»
«Του είπα πρώτα ότι θα σκότωνα οποιονδήποτε αθώο αν εξασφάλιζα έτσι λεφτά για την υπόλοιπη ζωή μου με είπε τέρας, καθήκι, απαίσιο κτήνος και άλλα τέτοια, πήρα 7 ζάναξ και μετά κοιμήθηκα».
«Ρε Μάνο… Αν είναι δυνατόν»
«Εντάξει… Είμαι απαράδεχτος το ξέρω»
«Όταν θα τελειώσει ο μήνας και δε θα έχεις τι θα κάνουμε από μένα θα ζητιανεύεις;»

Ο Μάνος δεν απάντησε. Φυσικά και θα έπαιρνε από μένα. Γαμημένοι πρεζάκηδες δεν μπορείς να κάνεις ούτε μία σωστή δουλειά με δαύτους. Κρίμα που είμαστε όλοι στο όριο να γίνουμε σαν και αυτούς άρα πρέπει να είμαστε πάντα σε επιφυλακή και να τα έχουμε καλά με αυτή την πλευρά της πόλης. Όσο για τη δολοφονία ενός αθώου για τα λεφτά δε δίνω δεκάρα πλέον. Τουλάχιστον αυτό βγάζει κάποιο νόημα. Πολλοί που δηλώνουν πίστη στις εξεγέρσεις που έρχονται σκοτώνουν ψυχικά και σε καθημερινή βάση πολύ περισσότερο κόσμο, χωρίς μάλιστα να βγάλουν ούτε ένα ευρώ, απλά έτσι, για την πρώτη άκυρη κάβλα ή ψυχοπάθεια που έχουν στο μυαλό τους. Τα λεφτά όμως είναι κάτι χρήσιμο. Στόχος μου είναι να μαζέψω αρκετά από αυτά, να βάλω σε ένα κλουβάκι τη γάτα μου και να φύγω μακριά από όλους τους με 50 γραμμάρια κόκας στην βαλίτσα. Μακριά από φοιτήτριες, αφεντικά, αναρχικούς, βίγκαν, νεκρούς τραγουδιστές, γκόμενες, γονείς, πανεπιστήμια, καφετέριες και φεμινιστικά στέκια. Όχι. Τα ‘χω ξεκάθαρα στο μυαλό μου κυρίες και κύριοι. Με ενδιαφέρουν μόνο οι γάτες, οι άσπρες γραμμές και κυρίως οι γραμμές των ποιημάτων στο χαρτί, όλα τα υπόλοιπα είναι μια θλιβερή απογοήτευση και να πάνε να γαμηθούν, get away or die trying.

«Όχι ρε θα τα βολέψω αλλιώς», είπε ο Μάνος.
«Κι αφού ξυπνήσατε τα βρήκατε ε;» τον ρώτησα
«Μπα», μου είπε «Του ζήτησα κάτι να φάω, μου έδωσε λίγο ψωμί και μετά με έκραξε που έφαγα πάρα πολύ, του είπα πάμε να σου πάρω άλλο ψωμί αλλά δεν ήθελε, ήθελε να πάμε για τζόκινγκ, αλλά εγώ ήμουν ζαβλακωμένος ακόμα από τα ζάναξ και δεν την πάλευα καθόλου. Άρχισε να με κράζει ότι είμαι πρεζάκιας. Ε δεν άντεξα, του είπα ότι είναι μικροαστός και τον βάρεσα, του έριξα μια γερή μπουνιά στη μούρη και άρχισα να του φωνάζω Ψόφα παλιοπούστη και τέτοια».
«Και ομοφοβικός λοιπόν».
«Ναι, τελικά του έριξα μια γερή κλωτσιά στα πλευρά, πήρα τη ζακέτα μου και έφυγα»
«Άρα χωρίσατε;».
«Μπα… Δε θέλω να χωρίσουμε».
«Καταλαβαίνω».
«Μήπως έχεις να μου δώσεις 50 λεπτά να του πάρω ένα ψωμί; Ξέρεις τι μαλάκας είναι τώρα».
«Ναι ρε Μανώλη», είπα και του έδωσα 50 λεπτά.
«Και ένα ευρώ ακόμα για μια σοκολάτα;», με παρακάλεσε.

Χαμογέλασα. Πρέπει να στηρίζεις πάντα τον έρωτα σε αυτή την πόλη. Είτε είναι έρωτας για κάποιον άνθρωπο είτε είναι έρωτας για την πρέζα, άλλωστε το ένα μετατρέπεται συχνά στο άλλο έτσι όπως κυλάνε οι ζωές εδώ πέρα. Αν δεν έχεις δώσει λεφτά σε έναν άνθρωπο που σου ζητάει για πρέζα στην Αθήνα, κι αν δεν έχεις ανάψει ένα κεράκι σε εκκλησία Κυριακή πρωί, κατά πάσα περίπτωση δεν έχεις ούτε τόση δα ψυχούλα μέσα σου. Του έδωσα ένα ευρώ.

Κι ο Μανώλης έκανε μια τζιβάνα απ’ το κουτί των ζάναξ του και έστριψε ένα μπάφο. Τον ήπιαμε. Έφυγε να προλάβει το μετρό και εγώ κάθισα να τελειώσω τον τόνο μου.
Είχα ακόμα, όπως το υπολόγιζα, περίπου 12 γραμμάρια πρωτεΐνης.

3: Αντωνάκης
fagura3.jpg

Το να βαριέσαι είναι μια τέχνη, όπως όλες οι άλλες, με την παλιά έννοια της τέχνης που ουσιαστικά έχει νόημα μόνο σε δύο φράσεις: «Να πάει το παιδί να μάθει καμιά τέχνη» και «Οι τέχνες είναι για τις αδερφές». Το να βαριέσαι δεν είναι –μόνο- για τις αδερφές, είναι δουλειά και μάλιστα πάρα πολύ δυσάρεστη, αν μπορείς να την αποφύγεις, πραγματικά go for it.
Ανάμεσα στους τρόπους να βαρεθείς υπάρχουν μερικές αλάνθαστες συνταγές. Ενθουσιάσου πχ πολύ με πράγματα καθημερινά χωρίς να αποδέχεσαι ότι είναι πράγματι καθημερινά. Χύσε τον καφέ σου σε δανεικά βιβλία. Ερωτεύσου, αλλά προσοχή! Κάντο με όρους ελληνικών σειρών και προσωρινής ναρκισσιστικής κατανάλωσης αλλιώς μπορεί να προκύψει και τίποτα ενδιαφέρον. Μην ερωτεύεσαι, γύρνα όλη μέρα κομμάτια πάνω κάτω την Αθήνα, μην πίνεις τίποτα, γύρνα το σε στρέιτ-ετζ, ανακάλυψε την ομορφιά του φυσικού κόσμου, σκέψου πόσο άδικο έχεις, μετά σκέψου πόσο άδικο έχουν οι υπόλοιποι και παρηγορήσου με αυτό.
Τέλος πάντων τα δοκίμασα όλα κι αφού απότυχα να ξεπεράσω τη βαρεμάρα και την κούραση που με καταβάλει στο να κάνω οτιδήποτε το αποδέχτηκα. Έπιασα το μέτωπο μου, έβραζα στον πυρετό. Είχα σηκωθεί 3-4 ώρες απ’ το κρεβάτι και είχα ήδη μεγάλη τάση παραίτησης. Το λεωφορείο έκανε στάση κάπου και μια τύπισσα με μπλε μαλλιά ανέβηκε. Όμορφη. Κοίταξα το πρόσωπο της, μετά το όνομα της στάσης, «Γυμνάσιο», έγραφε. «Άντε γεια, τα χεις χάσει τελείως μαλάκα» σκέφτηκα για τον εαυτό μου και δυνάμωσα τη μουσική.
Κατέβηκα Χαλάνδρι, πλατεία Δούρου και άρχισα να ψάχνω μια καφετέρια. Για κάποιο λόγο δεν καταφέρνω να προσανατολιστώ ποτέ καλά με το google maps, αλλά τουλάχιστον η στάση που κατέβηκα ήταν σωστή άρα αποκλείεται να είχα πέσει πολύ έξω. Έψαξα κάνα τέταρτο ακόμα και την ανακάλυψα. Ωραίο μέρος, κυριλέ, στο Χαλάνδρι ερχόμουν πιο μικρός αλλά σε τέτοιες καφετέριες ούτε απ’ έξω. Βασικά αυτό δε γίνεται, είναι μερικά μέρη του Χαλανδρίου που κατ’ ανάγκη θα περάσεις απ’ έξω από τέτοιες καφετέριες ίσως επειδή καλύπτουν το 99% της περιοχής (το άλλο 1% είναι η ψυχή). Τέλος πάντων μπήκα μέσα και ζήτησα έναν «Δημήτρη», τελικώς ο Δημήτρης ήταν ο μάγειρας εκεί και έπρεπε να τον περιμένω.
Κάθισα σε μια γωνιά λοιπόν και χάζευα τις σερβιτόρες. Τρία πολύ όμορφα νεαρά κορίτσια, η μία τους ίσως και μικρότερη μου. Δεν έμοιαζαν να μισούν τη δουλειά τους, αλλά και εγώ δεν μοιάζω να μισώ τη ζωή μου πάντα. Τελικά ο Δημήτρης ήρθε να με δει, ψηλός, μελαχρινός με μπούκλες και κοκάλινα γυαλιά, τα ψιλοζήλεψα αυτά τα γυαλιά. Με ρώτησε τι θέλω, του είπα ότι έχω ένα βιβλίο να του αφήσω. Του το άφησα «Οιδίπους τύραννος» λεγόταν, μου έδωσε 9ε.
«Ωραίο βιβλίο ε;», σχολίασε
«Η συνέχεια είναι καλύτερη», του απάντησα χαμογελαστά, χαιρέτησα και έφυγα. Ίσως αν γινόμουν λίγο κολλιτσίδα να με κερνούσαν κάνα χυμό, αλλά η ψυχολογία μου δεν άντεχε τέτοια παιχνίδια.
Με μια υποχρέωση λιγότερη στο κεφάλι μου συνέχισα τη μέρα μου, λεωφορείο, μετρό, άλλο λεωφορείο (βρήκα θέση σε όλα, κάτι που μου επέτρεψε να βγάλω πάνω από 50 σελίδες απ’ το βιβλίο που διάβαζα). Έφτασα τελικά στη σχολή.

Κοίταξα το ρολόι, είχα έρθει μιάμιση ώρα μπροστά. Τέλεια. Ήπια λίγο καφέ από ένα θερμός που κουβαλούσα μαζί μου για να γλυτώνω λεφτά, έδωσα τα λεφτά που γλύτωσα για μια μπάρα δημητριακών και συνέχισα να διαβάζω. Η ώρα του μαθήματος ήρθε. Διάλεξη. Μια ιταλίδα που είναι καθηγήτρια στη Γαλλία ήρθε να μας μιλήσει για τους τρόπους συμπεριφοράς των ευγενών στο μεσαίωνα και την αναγέννηση. Δεν ήταν βαρετό, στους περισσότερους άρεσε, πιθανότατα λόγω ταύτισης με το ρόλο του αυλικού.
Η διάλεξη κάποια στιγμή έφτασε στο τέλος της και ένα ζευγάρι φίλοι μου με άφησαν με το αμάξι τους στο μετρό. Ανέβηκα προς Εξάρχεια με σκοπό να συναντήσω τον Αβραάμ, φίλος, συγγραφέας, σταθερή 8ωρη δουλειά με καλά χρήματα. Είχαμε κάνει μαζί στην ΚΝΕ πριν κάτι χρόνια, ενώ μερικά βιβλία του θα προσπαθούσα να πουλήσω σε ένα παζάρι την επόμενη μέρα. Είναι δύσκολο να πουλάς βιβλία, πάντως πιο δύσκολο απ’ το να τα γράφεις σίγουρα… ή μήπως όχι;
Τα είπαμε λίγο, ήρθε και ένας άλλος φίλος του και προθυμοποιήθηκε να με κεράσει μια μπύρα «Μπα όχι ευχαριστώ», απάντησα «Δεν ε;», με ρώτησε. Οι φήμες ότι είχα κόψει το αλκοόλ επιτέλους διαδόθηκαν μετά από 6 μήνες συνειδητής αποχής, κάτι ήταν και αυτό. Όλο και κάποια φήμη πρέπει να παίζει για σένα. «Ναι-ναι δεν μου πάει πολύ», του είπα, όμως αυτός συνέχισε: «Αν πίνεις με μέτρο δεν υπάρχει θέμα». «Σωστά!», απάντησα. Χαζολογήσαμε έπειτα οι τρεις για τις παλιές καλές μέρες που ήμασταν μαζί παρεούλα στην Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας..
Τέλος πάντων πέρασε η ώρα και είχα να προλάβω ακόμα μετρό και λεωφορείο, περπατήσαμε μέχρι το Σύνταγμα, χαιρέτησα τους φίλους μου και μπήκα στον πρώτο συρμό. Βρήκα πάλι να κάτσω και συνέχισα να διαβάζω, είχα ξεπεράσει τις 100 σελίδες σήμερα. Δυνατός! Κατέβηκα στη στάση μου και περίμενα λεωφορείο, ήρθε αμέσως. Ένα τέταρτο μετά ήμουν απ’ έξω απ το σπίτι.
«Γεια σου Ερμιόνη!» χαιρέτησα τη γάτα της γειτόνισσας.
Η Ερμιόνη με κοίταξε με φοβισμένα μάτια και δεν απάντησε. Δεν πειράζει, είχε χάσει πρόσφατα τα παιδιά της στη γέννα δεν ήταν υποχρεωμένη να έχει όρεξη. Γενικώς οι γάτες δεν αισθάνονται υποχρεωμένες για τίποτα. Υπέροχα ζώα, αντί να διαβάσω το «Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του» του Στίρνερ θα μπορούσα να είχα αφήσει να με υιοθετήσει μια γάτα στο 2ο έτος. Αλλά δεν είχα μυαλό τότε.
Ανέβηκα βαριεστημένος –τι άλλο- τις σκάλες. Δεύτερη μέρα χωρίς χάπια, χωρίς ντρόγκια, χωρίς τίποτα, με τις υποχρεώσεις να πετάγονται από παντού και με κανέναν να σου δίνει χρόνο να κλάψεις για το οτιδήποτε. Έτσι πάει. Άνοιξα την πόρτα.
«Γειάααα», χαιρέτησα τη μάνα μου.
«Ωπ το παιδί μπήκε, έλα σε αφήνω τώρα θα σε πάρω μετά», είπε η μάνα μου στο τηλέφωνο, «Τι κάνεις αγόρι μου;».
«Χμφφ».
«Μα γιατί είσαι έτσι, τι προβλήματα έχεις, μια χαρά είσαι».
«Ναι ναι, εσείς τι γίνεστε;», τη ρώτησα.
«Έγινε κάτι…» μου είπε σκυθρωπά
«Ε άντε πες το», ανησύχησα λίγο είναι η αλήθεια.
«Δεν αφορά εμάς. Ε να τον ξέρεις τον Αντώνακη απέναντι το παλικαράκι που έχει μια κάποια νοητική καθυστέρηση ε;».
«Ναι λοιπόν;».
«Ε να είναι ένας παιδόφιλος που τον παρενοχλεί εκεί που πάνε σε μια καφετέρια και πίνουν καφέ, του ζήτησε το κινητό του».
«Δεν είναι κακό να σου ζητάει κάποιος το κινητό σου…».
«Μετά του έστελνε μηνύματα ότι θέλει να τον πηδήξει».
«Α».
«Ναι και τώρα είμαι στα τηλέφωνα με το δημοτικό μας σύμβουλο –η μάνα μου ήταν και είναι ΚΚΕ- μήπως κάνουμε κάτι γι’ αυτό το θέμα».
«Την αστυνομία την σκεφτήκατε;», ρώτησα.
«Όχι η αστυνομία είναι ικανή να συλλάβει τη μητέρα».
«Καλά», είπα και πήγα μέσα να φτιάξω κάτι να φάω. Οι περισσότεροι παιδόφιλοι μου ήταν συμπαθείς συνήθως, αλλά αυτός το γάμησε. Εντάξει δηλαδή δεν ήταν παιδόφιλος, ο Αντωνάκης ήταν τουλάχιστον 16. Αλλά και πάλι να εκμεταλλεύεσαι ένα παιδί με σύνδρομο έτσι; Καθηκιά τουλάχιστον. Απ’ την άλλη αν σε έχουν περιθωριοποιημένο και κινδυνεύεις να σε λυντσάρουν σε κάθε σου βήμα, αρχίζεις να βλέπεις τους άλλους ως θηράματα και τι καλύτερο από έναν άνθρωπο με πρόβλημα επικοινωνίας. Να γι’ αυτό δεν στηρίζω θανατικές καταδίκες και τέτοια, αν πιάσουμε τους περισσότερους ή έστω αρκετούς ανθρώπους, έχουν φάει τόση δυστυχία που φτάνει για δυο ζωές και σίγουρα φτάνει για να δικαιολογήσει πολλά αποτρόπαια πράγματα. Αλλά είναι κάποια πράγματα που δεν πρέπει να τα κάνεις όπως και να έχει, αλλιώς μερικά μέτρα σκοινί σου αξίζουν ή τουλάχιστον δεν αξίζει να σταματήσουμε αυτόν που θέλει να σε κρεμάσει.
Έφτιαξα δύο τοστ με πατατάκια, γάμησα τη δίαιτα και σήμερα, πήγα προς το δωμάτιο μου, η μάνα μου στο μεταξύ τα είχε βρει με τον δημοτικό σύμβουλο του ΚΚΕ και συζητάγανε αν η καφετέρια που δρα ο παιδόφιλος σπρώχνει ναρκωτικά.
«Νομίζω ότι έχει και γυναίκες να κάνουν τις πόρνες», είπε η μάνα μου στο τηλέφωνο.
Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να της μιλήσω για τον όρο sex worker. Άσε, έφαγε τη ζωή της στα εργοστάσια, ας πάω να φάω και εγώ κάνα τοστ. Κάθισα. Είχα ακόμα ένα ποτήρι καφέ να πιώ, χρώσταγα πάνω κάτω, όπως τα υπολόγιζα, έξι εργασίες στη σχολή.

Κι ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει.

3,5: ΑΑΑΑΑ

fagura3,5.png
Ο ντίλερ μου με έφαγε,
πανάκριβες οι σπίντες,
μα δεν τον κατηγοράω,
είναι καλό παιδί κι εξάλλου αυτές είναι οι τιμές του,
δεν ξύνω τις πληγές του –
έχει κι αυτός τα ζόρια του.
Αγόρια μες στην κόκα και το ξύδι
την πέφτουν σε προσφάτως ενηλικιωμένα κοριτσάκια
με γλυκούλια φούξια μαγουλάκια,
που την άκουσαν μ’ ένα ποτήρι ουίσκι –
κι εγώ τους το πα, βάλτε πάγο,
και λίγο Κολτρέιν να παίξει στο συστέμι,
να τη βρούμε κι εμείς οι στραβωμένοι.
Στις ξήγες πάντα τίμιος,
δεν παίζω πουστιές στους αδερφούς μου,
κι όταν κάποτε με χρειαστούν
εγώ πάντα θα μαι κει για κείνους,
κι ό,τι έχω πάνω μου θα το κερνώ
κι ό,τι δεν έχουν θα το βρίσκω –
ναι, θα έπαιρνα το ρίσκο,
στις αδύναμες μου πλάτες,
κι αν δεν έτρεφα αυταπάτες,
σίγουρα δε θα μουν ο εαυτός μου,
μα κάποιος ξένος και φρικαρισμένος τύπος
που κυκλοφορά χαράματα στους δρόμους.
Έτσι είμαι, έτσι είναι κι έτσι θα πάει το πράμα.
Εντάξει;

4: Ένας χωρισμός που έγινε

fagura4.png
Μου είχε τελειώσει το σπιντ μα μου είχαν μείνει τα κουσούρια της παρατεταμένης χρήσης του. Έτρεμα, δεν μπορούσα να ακούσω σε φωνές σε μεγαλύτερη ένταση από ψιθύρου γιατί φρίκαρα και φοβόμουν τους ανθρώπους ή έβγαζα τρελά νεύρα μαζί τους. Είχα νευρικά τικ και γενικώς ήμουν για πέταμα. Όταν υποχώρησαν αυτά τα συμπτώματα, έπεσα στο κρεβάτι και δε σηκωνόμουν για τίποτα. Διονύσης Ρακόπουλος. Γεννημένος το 1989 και συγγραφέας. Ότι πιο παραγωγικό και χρήσιμο έχετε γνωρίσει ποτέ μετά από έναν δονητή στη μέση της ερήμου.
Τέλος πάντων έμενα μόνος μου τότε παρέα με τη γάτα μου. Οι γονείς μου είχαν φύγει διακοπές. Κάθε πρωί σηκωνόμουν, πήγαινα μέχρι το φούρνο έπαιρνα ένα καρβέλι ψωμί, γύριζα σπίτι το έτρωγα και ξανακοιμόμουν. Όταν ξύπναγα παράγγελνα σουβλάκια τα έτρωγα και κοιμόμουν, και κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες μου.
Στα ενδιάμεσα όλων αυτών είχα στο νου μου το γατί μου. Η Λίμα ήταν ένα υπέροχο τριχρωμέ πλασματάκι που στην αρχή φιλοξενούσα δοκιμαστικά. Είχε ουρά και ψυχή διαβόλου, έχεζε έξω απ’ τη σκάφη της, έσκιζε τα κουτιά απ’ τα μακαρόνια και τα σκόρπαγε κάτω, κατουρούσε στο κρεβάτι μου και όταν είχα ακόμα σπιντ, μου είχε ρίξει δυο-τρεις γραμμές κάτω. Αφού δε τη σκότωσα τότε, αποφάσισα πως θα ήταν η δικιά μου γάτα και εγώ το αφεντικό της και έκτοτε της τα συγχωρούσα όλα, παίζαμε λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, την τάιζα και τα σχετικά. Και μπορεί να μην ήμουν ο καλύτερος ιδιοκτήτης, αλλά οι μόνες φορές που έβγαινα απ’ το σπίτι πλην των βασικών μου αναγκών ήταν για την τροφή και την άμμο της.
Πέρναγε ο καιρός λοιπόν, η παρακμή άπλωνε τα σκοτάδια της πάνω μου και εγώ δεν έδινα δεκάρα, ίσως ήμουν, είχα αρχίσει να το σκέφτομαι όντως, πάρα πολύ άρρωστος και έπρεπε να δω έναν γιατρό να μου γράψει τίποτα. Μα η ιδέα ότι θα έπρεπε να κόψω τα ναρκωτικά για πάντα με τρομοκρατούσε και δεν ήθελα να πάω σε γιατρό, έτσι το καθυστερούσα. Με τα πολλά, μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και όλως περιέργως το σήκωσα.
«Νιάου!», ακούστηκε η φωνή της Χριστίνας.
Η Χριστίνα ήταν, όχι γάτα αλλά κοπέλα. Ωστόσο ήταν, υποτίθεται, η δικιά μου κοπέλα. Τα είχαμε από απόσταση, αυτή έμενε σε ένα χωριό χωρίς ρεύμα και γάλα στη Μακεδονία και εγώ σε μια βλαχοπλούσια περιοχή της Αθήνας, στα βόρεια προάστια. Οι καταβολές μας αυτές μας είχαν ταιριάξει, βρεθήκαμε έγινε το κακό, άρχισαν οι έρωτες, οι γκρίνιες, οι αγάπες, οι ζήλιες, η ευτυχία και η φρίκη. Όλη αυτή η γνωστή ιστορία που ταλανίζει τον άνθρωπο από γεννησιμιού του σε αυτόν τον πλανήτη.
«Μιάου», νιαούρισα και εγώ «Τι κάνεις μωρό μου;»
«Καλά! Μάντεψε;»
«Μου αγόρασες…»
«Δεν έχει να κάνει με ναρκωτικά»
Απογοητεύτηκα. Δεν ήταν η πρώτη φορά σε αυτή τη σχέση.
«Μμμμ», έκανα τάχα ότι σκέφτομαι, είχα βαρεθεί ήδη.
«Έρχομαι να σε δωωωωωωωωω», τσίριξε η Χριστίνα.
«Α ωραία, πότε με το καλό;»
«Το Σάββατο, μα δε χαίρεσαι;»
«Ναι φυσικά και χαίρομ…»
«Το λες πολύ αδιάφορα»
«Εεε, μισό να βιντεοσκοπήσω τις τούμπες που κάνω και να στις στείλω στο skype»
«Καλά Διονύση, τα λέμε», είπε και το κλείσε.
Μάλλον θα ερχόταν.
Ξεκίνησα λοιπόν και εγώ να καθαρίζω το σπίτι. Δεν ήταν εύκολο. Παντού μακαρόνια, σκατά, τρίχες και κυρίως κατάθλιψη. Έχετε καθαρίσει ποτέ σπίτι με κατάθλιψη; Οι σχετικά φυσιολογικοί –και άρα οι πιο ψυχοπαθείς- άνθρωποι εκεί έξω δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να ζητάς από έναν καταθλιπτικό να καθαρίσει τα πιάτα. Η κατάθλιψη, η απόγνωση για τη ζωή, μετατρέπει απαραίτητα και ευχάριστα πράγματα σε αδιάφορα και μίζερα, άρα φανταστείτε τι κάνει στα πράγματα που είναι έτσι κι αλλιώς αδιάφορα και μίζερα.
Παρόλα αυτά μάζεψα λίγο, όπως-όπως βέβαια γιατί δεν ήμουν και για πολλά. Σκέφτηκα να μαγειρέψω κάτι να την περιμένει, μετά σκέφτηκα, άμα πεινάει θα παραγγείλουμε.
Έφτασε χαρούμενη βραδάκι Σαββάτου, εγώ που εκείνη τη στιγμή έβαζα ήχους για γάτες να παίζουν στον υπολογιστή για να τρομάξω τη Λίμα, διέκοψα με λύπη αυτή την ασχολία, που ήταν ότι πιο ευτυχισμένο είχα κάνει για μέρες για να της ανοίξω και να κουβαλήσω τις βαλίτσες της. Αγκαλιές και φιλάκια και όρκοι για αιώνια αγάπη. Αλλά για να είμαι δίκαιος είχε κωλάρα. «Θεέ μου τι κώλος είναι αυτός. Πάπαπαπα, μακάρι να με παντρευτεί κάποτε.» σκέφτηκα και παραλίγο να με πιάσουν τα νευτικά τικ του σπιντ πάλι. Εκείνο το βράδυ λοιπόν παίξαμε με τη γάτα και φάγαμε μπέργκερ, σεξ δεν κάναμε είχε περίοδο. Τι έκπληξη.
Πέσαμε στο κρεβάτι.
«Βρωμάει εδώ», μου είπε.
«Ναι», απάντησα.
«Θεέ μου, έχει κατουρήσει η γάτα!».
«Όχι», απάντησα πάλι.
«Τότε κατούρησες εσύ».
«Δε νομίζω».
«Εγώ εδώ δεν κοιμάμαι, να αλλάξεις σεντόνια και κουβέρτες».
Τι θα κάνατε στη θέση μου; Ότι έκανα και εγώ. Σηκώθηκα, άλλαξα σεντόνια και κουβέρτες και διάλεξα μια υπέροχη μικρή ροζ κουβερτούλα για μένα, ουδέν κακόν αμιγές καλού.
«Αυτοί οι λεκέδες στο μαξιλάρι;» με ρώτησε
«Ναι ξύπνησα ένα πρωί και νόμιζα ότι το γατί είχε ξεράσει, γιατί βρήκα εμετό και σε άλλα μέρη του σπιτιού»
«Αλλά δεν ήταν της γάτας;»
«Όχι ήταν δικά μου, δηλαδή μπορεί να μπήκε και κανένας ανώμαλος στο σπίτι και να ξέρναγε από πάνω μου, πάντως νομίζω πως είναι δικά μου»
«Τι θα πει νομίζω;»
«Θα πει ότι δε με θυμάμαι να ξερνάω ούτε να σηκώνομαι ούτε να πίνω αλκοόλ ούτε ναρκωτικά ούτε να τρώω μέχρι σκασμού ούτε να βάζω δάχτυλο» είπα με ταχύτητα.
«Είσαι με τα καλά σου;»
«Έλα άραξε έχει στεγνώσει» απάντησα.
Κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Είχε όντως στεγνώσει.
Την άλλη μέρα ξύπνησα, εκείνη κοιμόταν ακόμα.
«Μωρό μου θες πρωινό»
«Μμμμ», έκανε ευχαριστημένη
«Τέλεια, δώσε μου λεφτά να πάω να πάρω»
«Μμμμ», έκανε δυσαρεστημένη
Τελικά μου έδωσε.
Πήγα και ψώνισα γάλα, κουλούρια και μπόλικη αγάπη. Περίμενα ένα φιλί, μια αγκαλιά όταν μπήκα μέσα στο σπίτι. Άνοιξα την πόρτα και…
«ΒΡΩΜΑΕΙ ΓΑΤΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ»
«…»
«ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΜΑΖΕΨΕΙΣ ΤΑ ΣΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ ΣΟΥ ΤΩΡΑ»
«Ε, αυτό πάει πολύ» , σκέφτηκα «ΛΟΙΠΟΝ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΑΚΟΥ ΝΑ ΔΕΙΣ» άρχισα να φωνάζω και εγώ «ΠΩΣ ΤΗΝ ΕΧΕΙΣ ΔΕΙ; ΑΜΑ ΔΕ Σ’ΑΡΕΣΕΙ Η ΓΑΤΑ ΜΟΥ ΠΑΡΕ ΠΟΥΛΟ ΑΠΟ ΕΔΩ ΜΕΣΑ». Αναρωτιέμαι τώρα που τα γράφω αν έφταιγε η κατάχρηση σπιντ για όλα αυτά που είπα. Χμ. Και για τα δικά της τι φταίει;
«ΘΑ ΦΥΓΩ», μου απάντησε «ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΜΕ ΑΠΕΙΛΕΙΣ ΟΤΙ ΘΑ ΜΕ ΔΙΩΞΕΙΣ, ΘΑ ΦΥΓΩ, ΑΧΑΡΙΣΤΕ».
«ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΑΧΑΡΙΣΤΗ ΠΟΥ ΘΕΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΗΛΙΘΙΑ ΚΑΚΟΜΑΘΗΜΕΝΑ ΓΟΥΣΤΑ ΣΟΥ», αλλά δεν την είπα μικροαστή γιατί όντως, μέχρι τότε τουλάχιστον, δεν ήταν.
Αυτή κοντοστάθηκε και μου είπε ήρεμα. «Όταν τα φτιάξαμε δεν ήθελα να βλέπω ψίχουλο, και χθες κοιμήθηκα σε ένα μαξιλάρι με εμετό, εσύ όταν γνωριστήκαμε απλά βαριόσουν να κάνεις μπάνιο κάθε μέρα, τώρα έχεις ένα σπίτι αποθήκη και ένα μπάνιο υπόνομο»
Και έβαλε τα κλάματα.
«Είναι άρρωστο αυτό που σου συμβαίνει», μου είπε.
«Εντάξει», απάντησα ήρεμα και εγώ. «Μαζεύεις τα πράγματα σου και φεύγεις αν δεν σ’ αρέσει»
Τα μάζεψε και έφυγε. Πρόλαβε και μου αγόρασε φαγητό όμως. Για λίγο ήταν εντάξει. Μετά μια αφόρητη δυστυχία μπήκε απ’ το παράθυρο. Βρώμαγε πολύ η δυστυχία. Πήγα στο μπάνιο να κατουρήσω.
Η γάτα είχε χέσει πάνω στο πλυντήριο.
Τα μάζεψα, τα πέταξα, της άλλαξα άμμο, μπήκα στο δωμάτιο μου και έβαλα να παίξω κάνα παιχνίδι στον υπολογιστή. Μέσα μου παρακαλούσα να πάρει σύντομα τηλέφωνο να τα βρούμε.

5: Για μια καρτέλα Jadix

fagura5.jpg
Ούτε που είχα πουθενά να βασίσω την καλή μου διάθεση, μα παρόλα αυτά την είχα. Κατέβαινα τον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς μου κι αισθανόμουν ωραία, είχα την πλειοψηφία των χαμένων κιλών του χειμώνα, ακόμα χαμένα κι έτσι μπορούσα να φορέσω κάνα κοντομάνικο πουκάμισο της προκοπής. Ο κόσμος έβραζε στους 38 βαθμούς κελσίου και η κίνηση μου να το φορέσω ήταν το λιγότερο αυτοκτονική, αλλά ο κόσμος πάντα βράζει κάτι, σκόνες ή ανθρώπους, εγώ όμως δεν έχω πάντα την ευκαιρία να φορέσω πουκάμισο. Την εκμεταλλεύτηκα λοιπόν κι ας έσταζε απ’ την πρώτη στιγμή που άφησα την θαλπωρή του σπιτιού ο ιδρώτας απ’ το μέτωπο μου.
«Καλημέρα σας», είπα στην κυρία Μ. την 80χρονη γειτόνισσα μου. Δεν μου απάντησε. Μου κρατούσε μουτράκια ακόμα επειδή κάτι βδομάδες πριν, στα πλαίσια ενός αθώου αστείου, τέσσερεις φίλες μου φεύγοντας το πρωί απ’ το σπίτι μου της είπαν καλημέρα ταυτόχρονα με εμένα, μα αυτή, που δεν έβλεπε συχνά να φεύγουν γκρουπ κορασίδων απ’ το σπίτι μου, σχεδόν λιποθύμησε. Επέλεξα να κάνω υπομονή και να αφήσω το χρόνο να γιάνει τις πληγές της σχέσης μου με την κυρία Μ. Ήταν κι αυτή υπερβολική άλλωστε, στην πραγματικότητα πιο πολύ στεναχωρήθηκα εγώ που μονάχα στα πλαίσια αστείου θα μπορούσαν τέσσερεις γυναίκες να έρθουν σπίτι μου με πονηρούς σκοπούς παρά αυτή για την ηθική κατάπτωση της γειτονιάς.
Πρώτη στάση το τοπικό φαρμακείο. Η πρώτη δουλειά απ’ τις πολλές εκείνης της μέρας. Είχα να πάρω τα φάρμακα για την διπολική και την κατάθλιψη μου, ούτε που ήξερα αν με βοηθάγανε πια και έτσι τον προηγούμενο μήνα δεν πήγα ποτέ να εξαργυρώσω το μαγικό χαρτάκι του γιατρού μου. Μια απ’ τις πολλές κινήσεις για την εξοικονόμηση χρημάτων, αφού δε συγκατοικούσα πια με τους δικούς μου. Δεν γλύτωσα όμως παρά μονάχα είκοσι ευρώ και μου φάνηκε ανεύθυνο να ρισκάρω για ένα τέτοιο ποσό την υγεία μου. Επομένως τον επόμενο μήνα, Ιούλης στο όνομα, αντικατέστησα τα ψώνια του νοικοκυριού με μακαρόνια, μακαρόνια και μακαρόνια και αποφάσισα να αγοράσω κανονικά τα φάρμακα.
Καθώς πλήρωνα λοιπόν τα φάρμακα μου, Wellbutrin και Jadix, και έλεγα «Ευχαριστώ!» στον ιδιοκτήτη και υπάλληλο που με κοίταζε με ένα κάποιο ύφος λύπησης (ήμουν άνεργος, άφραγκος, άσχημος κι ο πατέρας μου είχε καρκίνο).
Σκεφτόμουν πως το φετινό καλοκαίρι είχε κάποιες προοπτικές, μα παρόλα αυτά ήταν ακόμα ένα πρεζοκαλόκαιρο. Τα τελευταία τρία καλοκαίρια δεν είχα σταυρώσει ούτε μια ήσυχη στιγμή, ούτε εγώ, ούτε οι παρέες μου. Χρήματα λίγα αλλά παρόλα αυτά πάντα τα βρίσκαμε για αλκοόλ και άλλα, πιο πονηρά πράγματα. Καβγάδες για τους πλέον ηλίθιους λόγους και αμήχανες σιωπές εκεί που όλα γύρω μας εκλιπαρούσαν για δράση. Είδα φίλους κι άτομα του ευρύτερου κύκλου να ξεκινάνε την πρέζα αυτά τα καλοκαίρια και να ορκίζονται πως θα πεθάνουν. Κι άλλους να κοπανάνε το κεφάλι τους στον τοίχο τελείως νηφάλιοι και να ορκίζονται πως τέλειωσε για αυτούς πάει ως εδώ ήταν.

«Γεια σας» έγνεψα στον φαρμακοποιό. «Γεια σου Διονύση» με αποχαιρέτησε κι αυτός που με ήξερε από μικρό παιδί, πλέον πλησίαζα επικίνδυνα στα τριάντα.
Αυτό το καλοκαίρι έμοιαζε να πηγαίνει όπως τα προηγούμενα.
Περίμενα στη στάση του λεωφορείου. Δεν άργησε να περάσει. Σύντομα θα ήμουν στη μπλε γραμμή. Κατευθυνόμουν προς Εξάρχεια. Είχα μια αγορά να κάνω σε ένα τοπικό κατάστημα.
Φέτος λοιπόν τα πράγματα είχαν ως εξής. Ήμουν και τυπικά αποτυχημένος συγγραφέας. Όχι απλά η νουβέλα που είχα γράψει με τίτλο, ΒΡΕ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ ΝΑ ΜΗ ΤΑ ΠΙΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ; είχε απορριφθεί από όλους τους εκδοτικούς που την είχα στείλει (αποσπώντας τα χείριστα σχόλια), αλλά επιπλέον είχα καταφέρει σύμφωνα με αξιόπιστους σχολιαστές-αναγνώστες να ερωτευτώ βαθιά μεν, πλατωνικά δε, ένα άτομο της νουβέλας ή μάλλον πιο σωστά ένα άτομο πάνω στο όποιο βασίστηκε μια χαρακτήρας της νουβέλας. Η ευκαιρία για να το εκφράσω δεν άργησε να βρεθεί, ένας καθηγητής απ’ το μεταπτυχιακό μου πρότεινε να του παραδώσω την εργασία που του χρώσταγα σε μια πόλη της επαρχίας όπου έκανε διακοπές. Κατά σύμπτωση εκεί παραθέριζε και το εν’ λόγω πρόσωπο. Με λίγη ενθάρρυνση από μια φίλη έφτιαξα τις βαλίτσες μου και πήγα. Τελικός απολογισμός: Δεν έγινε τίποτα, ο καθηγητής έχασε την εργασία και εγώ έχασα ένα σπάνιο, πανάκριβο βιβλίο στο ΚΤΕΛ.
Είχα παράλληλα τον αρσενικό μου γονιό με καρκίνο, να κάνει διακοπές μαζί με τον θηλυκό μακριά μου. Αυτό απ’ τη μία με γέμιζε τύψεις, απ’ την άλλη μου έδινε απόλυτη ελευθερία για μήνες. Το μόνο που ήθελα ήταν η οικονομική ανεξαρτησία για να απαλλαγώ απ’ τις πρώτες. Η ευκαιρία δεν άργησε να βρεθεί.
***
Ήμουν ο μοναδικός που περπατούσε στη Στουρνάρη όταν έφτασα. Ήταν πρωί ακόμα και οι Εξαρχειώτες δεν είχαν βγει να μολύνουν την γη με την ύπαρξη τους. Τους λάτρευα φυσικά, απλά μάλλον είναι στη μοίρα οποιοδήποτε περάσει πολλά χρόνια σαπίλας στα Εξάρχεια να αποκτήσει έντονη αντιδραστικότητα απέναντι τους.

Περπατούσα μόνος λοιπόν, η πρώην μου θα έλεγε πως κωλογούσταρα τη ζωή μου, πως κωλογουστάρω γενικά σε οτιδήποτε καταλήγω να το κάνω μόνος μου, πως έχω εμμονή με το να ξεχωρίζω. Φυσικά αυτό δεν ισχύει. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Έχω εμμονή με το να κρύβομαι αρκετά καλά μέσα στον κόσμο ώστε να μην ξεχωρίζω ούτε με την αρνητική ούτε με τη θετική έννοια. Όπως και να έχει, απ’ το μαγαζί στη Στουρνάρη αγόρασα τρία βιβλία που μέσα τους είχαν καλά κρυμμένα το καθένα από ένα μικρό χρηματοκιβώτιο και ένα φλασάκι.
Τι τα ήθελα; Πήρα την τσάντα στο χέρι και κατηφόρισα προς μετρό Ομόνοια με σκοπό να κατευθυνθώ προς Συγγρού Φιξ. Στόχος μου ήταν να παραγγείλω μερικά γραμμάρια MDMA μέσω internet από έναν παλαβό Κινέζο αντιφρονούντα, καπιταλιστικό γουρούνι δηλαδή που πάντως ήξερε από ντρόγκια, με τον οποίο επικοινωνούσα μέσω e-mail. Το είχαμε καταφέρει ήδη δύο φορές και με τα λεφτά που έβγαλα μπορούσα να κάνω τώρα μια καλύτερη παραγγελία. Έπαιρνα ένα ρίσκο ναι το ήξερα. Μα στη Συγγρού υπήρχε atm για bitcoin που μπορούσες να τα αγοράσεις ανώνυμα.
Κατέβαινα Συγγρού και έψαχνα το atm (που τελικά ήταν σε ένα μικρό δωματιάκι 1χ1) και θυμόμουν όλα τα ηλίθια σκηνικά που μας είχαν τύχει αυτά τα χρόνια με τα ναρκωτικά. Το πενήντα ευρώ που είχαν ψειρίσει εκείνα τα ζάκια απ’ τον Μανώλη, τις εκδρομές μας στο Πεδίον του Άρεως και στο Μενίδι, τα σύνδρομα σεροτονίνης που είχε πάθει από το έκστασυ ο Νομικός, την πρεζούλα που έπινε ο Χρήστος και τα σχετικά ποιήματα που είχαμε γράψει μαζί. Πόσες ιστορίες να διηγηθεί κανείς. Και μέσα σε αυτά, τον παραλίγο θάνατο μου από συνθετική κάνναβη τις προάλλες. Ό,τι πιο γελοίο. Αν τα γράψω όλα αυτά ποτέ σε ιστορίες οι οποίες ενσωματωθούν σε κάποια στήλη το συμπέρασμα θα είναι: Ποτέ συνθετική κάνναβη παιδιά. Προσπαθήστε να πείτε όχι σε όλα τα ναρκωτικά, αλλά αν αποτύχετε, τουλάχιστον πείτε όχι σε αυτό το διάολο. Δε σας λένε ψέματα ότι σκοτώνει. Σκοτώνει όντως.

Αγόρασα τα bitcoins και γύρισα χαρούμενος στο σταθμό έτοιμος να πάρω το δρόμο για το σπίτι και να κάνω την παραγγελία μου. Μπορεί να απέτυχα σα συγγραφέας αλλά θα πετύχαινα εκεί.
Ξάφνου όμως, διαπίστωσα πως κάτι έλειπε. «Σκατά!» σκέφτηκα, «Κουράδες!» ξαναείπα. Είχα ξεχάσει τα φάρμακα μου δίπλα στο ΑΤΜ. Δεν ήταν και πολύ μακριά. Με βαριά καρδιά αποφάσισα να γυρίσω πίσω μπας και τα βρω στη θέση τους. Σε δέκα λεπτά ήμουν εκεί και ΝΑΙ! Η σακούλα του φαρμακείου ήταν εκεί με τα φάρμακα στη θέση τους. Μόνο τα Jadix ήταν ανοιγμένα.
Κάποιος είχε βγάλει έξω το κουτί με τις οδηγίες και είχε ψάξει αν έχουν κάποια παρενέργεια που τον ενδιαφέρει. Προφανώς όμως απογοητεύτηκε και τα άφησε στη θέση τους. Παραήμουν φυσιολογικός ασθενής για τα γούστα του.
«Έντιμος» σχολίασα. Και το πίστευα. Εγώ θα τα βούταγα και θα έψαχνα στο μετρό αν τα χρειάζομαι ή όχι.
Άνοιξα τα Jadix, έκοψα μια καρτέλα και την άφησα δίπλα στο ΑΤΜ.
Προσπαθώντας πιθανότατα να σώσω ένα κάρμα
που πήγαινε σκατά, χρόνια τώρα.

5,5: Αθήνα μου, Αθήνα μου, σε σκάλισα στο μνήμα μου

fagura5,5.jpg
Απ’ τον ιδρώτα των περαστικών
φτιάξαμε ένα ρυάκι
μες στην πλατεία Ομονοίας,
και γύρω του, στην τσιμεντένια ακτή,
μαζεύτηκαν λουόμενοι
και κάναν μακροβούτια.
Χωνάκι παγωτό
ρέει κρεμώδες σ’ ένα τρίχινο πηγούνι,
κι ένα καβούρι απ’ το Σχινιά
τσιμπάει μανιωδώς
τα κωλομέρια των πρεζέων.
Αεράκι ζουμερό,
μαύρο απ’ τις εξατμίσεις,
φύσα λίγο γαμώτο σου,
φύσα μπας και φύγει η μπόχα από δω
και πάει σε καμιάν άλλη συνοικία.
-Φίλε, μήπως έχεις πέντε ευρώ
να πάρω έναν ανεμιστήρα;
-Όχι, φίλε, σόρρυ,
αλλά άμα θες έχω μισό τζικάκι.
Εργάτες ταΐζουνε με τούβλα και μπετό
τα μίζερα και άπληστα
στόματα αυτής της πόλης,
και στο Πεδίον κυκλοφορούνε τόπλες
και χαρμάνηδες οι μενζ,
κι αφού δεν έχουνε να πιούνε σταφ,
σπάνε και ρουφάν γραμμές
με σκόνη απ’ τη Σαχάρα.
Έλα, εντάξει, άραξε,
κάνε ένα κρύο μπάνιο,
ζήτα λίγο πάγο από την καφετέρια,
τρίψτον στο βρωμερό σου στέρνο
και στο ηλιοκαμένο κούτελο σου,
στρίψε κι όσο περιμένεις στη στάση το αστικό
ένα δροσιστικό τσιγαράκι του Αυγούστου,
και προπάντων θυμήσου, φίλε μου,
να φας τη γρανίτα σου πριν λιώσει.