Εξημέρωση (Δημοσθένης Παπαμάρκος)
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος είναι ένα όνομα πολύ γνωστό κι αναγνωρίσιμο τα τελευταία χρόνια στους λογοτεχνικούς κύκλους της χώρας, παρ’ όλα αυτά εγώ δεν είχε τύχει να διαβάσω τίποτα δικό του, ούτε καν το φημισμένο και βραβευμένο του Γκιακ. Τελικά έφτασε κι αυτή η ώρα, όταν έπεσε στα χέρια μου αυτό το πολύ μικρό βιβλιαράκι, με το όμορφο εξώφυλλο, τον τραβηχτικό στο μάτι τίτλο, Εξημέρωση, και τον ακόμα πιο τραβηχτικό υπότιτλο, Νεκρογραφία. Ξαναλέω, δεν έχω εικόνα απ’ τις άλλες δουλειές του συγγραφέα, οπότε η όλη μου παρουσίαση και κριτική δε θα έχει κανένα στοιχείο σύγκρισης μ’ αυτές.
Καταρχάς να σημειωθεί ότι το έργο αυτό θεωρείται θεατρικό (παρότι δεν έχει σχεδόν καθόλου διάλογο), και απ’ όσο κατάλαβα γράφτηκε κατά παραγγελία με σκοπό να παρουσιαστεί αρχικά σε ένα διεθνές φεστιβάλ θεάτρου, και έπειτα, μετά από αναθεώρηση, επέκταση και περαιτέρω επεξεργασία, για την κεντρική σκηνή του ιδρύματος Ωνάση. Αυτό το αναφέρω γιατί θέλω να το κρατήσω και να το αναγνωρίσω ως ελαφρυντικό. Διότι το βιβλίο, σε γενικές γραμμές, δεν είναι καλό. Είναι μπερδεμένο, θολό και περίεργο, με την κακή έννοια. Ακόμα κι η περιγραφή στο πίσω μέρος του, αν και βγάζει κάπως νόημα όταν έχεις διαβάσει το έργο, είναι μάλλον συγκεχυμένη:
Ως όρος, η «εξημέρωση» περιγράφει την επέμβαση σε έναν πληθυσμό ζώων ή φυτών με στόχο την ανάδειξη εκείνων των χαρακτηριστικών τους που θα τα καταστήσουν χρήσιμα για τον άνθρωπο και θα του επιτρέψουν να κυριαρχήσει στον πληθυσμό αυτό και να τον ελέγξει. Υποδηλώνει επίσης τη διαδικασία κατά την οποία κάποιος οικειοποιείται την αφήγηση μιας τραυματικής εμπειρίας ενός ατόμου ή μιας ομάδας με στόχο τη μεταποίησή της σε μια νέα αφήγηση. Η νέα αυτή αφήγηση επιτρέπει σε τρίτους που δεν έχουν βιώσει την εμπειρία την ψευδαίσθηση της συμμετοχής τους σε αυτή.
Οι ορισμοί αυτοί και ο καταλυτικός ρόλος που παίζει ο κυρίαρχος ανθρώπινος λόγος αποτελούν τους τρεις βασικούς άξονες του έργου, το οποίο διερευνά την εξημέρωση ως μία διαδικασία που παραμένει πάντοτε ατελής και πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπου να την πραγματώσει.
Το έργο αφηγείται σε πρώτο στάδιο, μέσω ενός παράξενου μάντη-αφηγητή, την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες, την ακόλουθη ερήμωσή της και την απάθεια των Συβαριτών απέναντι στους Μιλήσιους –παρά το γεγονός ότι η Μίλητος είχε συμπαρασταθεί στη Σύβαρη, όταν η τελευταία καταστράφηκε από τους Κροτωνιάτες.
Πρόκειται βέβαια για μια αλληγορία, μια παραβολή αν θέλετε πάνω στο προσφυγικό ζήτημα το οποίο έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια λόγω του εμφύλιου πολέμου στη Συρία, και που έχει οδηγήσει εκατοντάδες, ίσως και περισσότερες, ψυχές να πνιγούν στα βάθη του Αιγαίου.
Με αφορμή λοιπόν αυτό το βιβλίο περνάει σε δεύτερο στάδιο σε μια κάθοδο του αφηγητή στον τόπο των νεκρών, τον Άδη. Κι αυτό γιατί πιστεύει πως μόνο ως νεκρός θα μπορέσει πραγματικά να κατανοήσει τη φύση του θανάτου. Όμως ο θάνατος, ακόμα και για τους νεκρούς, είναι κάτι το απόμακρο, κάτι που δεν γνωρίζεται και δεν εξημερώνεται ποτέ –κι αυτό είναι το μόνο που μαθαίνει ο μάντης στην κάθοδό του.
Για τις κεράτινες πύλες του Κάτω Κόσμου απ’ όπου διάβηκα κι ανέβηκα, δε μπορώ να μιλήσω. Από τον κόσμο των νεκρών επέστρεψα νεκρός, γιατί δεν αντίκρισα είδωλο του θανάτου. Δεν υπάρχει αναπαράσταση του, μόνο αυτός ο ίδιος. Κι έτσι δεν φέρνω καμία σοφία, καμία μυστική γνώση. Δεν έχει απομείνει κανένας μάρτυρας της ζωής μου. Πολλοί μνημονεύουν τ’ όνομά μου, αλλά κανείς δεν ξέρει να πει πώς λέγαν το παιχνίδι εκείνο που μου άρεσε να παίζω παιδί με τη μάνα μου. Είμαι πια μόνο σκόρπιες κουβέντες. Είμαι νεκρός.
Εδώ έχω πάντως να παρατηρήσω κάτι που μου άρεσε, το ότι ο συγγραφέας μένει πιστός στην αρχαιοελληνική θεώρηση του θανάτου, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος όχι απλώς δεν εξιδανικεύεται ή δε θεωρείται πύλη για κάποια μέλλουσα ζωή, αλλά μειώνεται και παρουσιάζεται ως ένα άσχημο τέλος, μέσα στο οποίο οι νεκροί υπάρχουν μεν αλλά μόνο ως άδεια δοχεία, ως ένα τίποτα, ανίκανοι να κατανοήσουν, να γνωρίσουν, να κάνουν το οτιδήποτε, χωρίς βούληση ή επιθυμία, χωρίς απολύτως τίποτα.
Τέλος, σε τρίτο στάδιο, αν και το βλέπουμε και πριν την κάθοδο στον Άδη και μετά, γίνεται μια αναφορά στους Αθηναίους, που «ανάμεσα στους Ίωνες ήταν οι πιο σοφοί». Οι Αθηναίοι είναι τελικά οι μόνοι μεταξύ των Ελλήνων που πενθούν για τους Μιλήσιους, και μάλιστα αναθέτουν στον ποιητή Φρύνιχο να γράψει ένα έργο εις μνήμη τους, για την καταστροφή της πόλης τους.
Το πρόβλημα στην Εξημέρωση έχει να κάνει, σε πρώτη φάση, με τις ασάφειες που υπάρχουν στην πλοκή, όπως για παράδειγμα το ότι η Σύβαρις στην αρχή φαίνεται ότι θα παίξει κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, αλλά μετά από ένα σημείο χάνεται, ξεχνιέται, δεν αναφέρεται καθόλου. Το μόνο που μαθαίνουμε για τους Συβαρίτες είναι ότι αδιαφορούν για τους Μιλήσιους, παρόλο που οι Μιλήσιοι τους είχαν συμπαρασταθεί παλιότερα. Και μετά τίποτα, μετά κάπως έρχεται στο προσκήνιο η Αθήνα, που οκέι, βοηθά στο να περάσει κάποιες σκέψεις του και ιδέες ο συγγραφέας στον αναγνώστη, αλλά γενικά εισέρχεται στην ιστορία κάπως ξέμπαρκα. Ασάφειες συναντάμε και στο ταξίδι του αφηγητή στον κάτω κόσμο, όπου με κάποια συνδιαλέγεται, αλλά δεν μαθαίνουμε ποια είναι και ποιος ο ρόλος της εκεί. Γίνεται μια αναφορά στην Περσεφόνη βέβαια, αλλά δε μπορείς να είσαι σίγουρος αν είναι αυτή.
Το δεύτερο πρόβλημα υφίσταται στον τρόπο που χειρίζεται ο συγγραφέας τη γλώσσα. Είναι μια γλώσσα ιδιαίτερα ποιητική, αφηρημένη σε πολλά σημεία, που εκεί που πάει να πιάσει την ιστορία και να τη βάλει σε μια σειρά, πάλι χάνεται και περιπλανιέται πέρα-δώθε. Από την άλλη, αυτό μπορεί κάποιος να το θεωρήσει και ως το δυνατό σημείο του βιβλίου, αφού ο Παπαμάρκος είναι ένας πολύ καλός τεχνίτης της γλώσσας. Αν μιλούσαμε για ένα ποίημα, θα είχαμε ένα φοβερό ποίημα με πολύ έντονες και συναισθηματικά φορτισμένες εικόνες. Απλά αυτή η γραφή δε λειτουργεί καλά στον πεζό λόγο, πόσο μάλλον σ’ ένα θεατρικό έργο, όπου ο θεατής έχει στο μυαλό του πως θα δει μια παράσταση με πλοκή, με αρχή και μέση και τέλος, κι όχι μια αλλόκοτη κι αφηρημένη αφήγηση σαν κι αυτή, έναν τόσο δυσνόητο στοχασμό πάνω στο θάνατο.
Θέλω να μείνω λίγο ακόμα στο θέμα της γλώσσας, γιατί πραγματικά πιστεύω πως αν η Εξημέρωση παρουσιαζόταν σαν ποίημα και όχι σαν θεατρικό, τότε θα μου άρεσε πολύ περισσότερο και όλη η κριτική μου θα ήταν διαφορετική. Επιμένω πως ο Παπαμάρκος δημιουργεί κάποιες εξαιρετικές εικόνες:
Ο ίδιος ο θεός με ξεχώρισε για τη μανία που από παιδί αφρίζει τον νου μου, και με τα χρόνια έμαθα να πλέω σε αυτή την τρικυμία που ποτέ της δεν παύει, μόνο υψώνει μια στιγμή το κορμί της στον ουρανό κι ύστερα πάλι ορμάει στην άβυσσο που βαθαίνει με κάθε της χτύπημα. Κι έτσι όποιος θέλησε έστω και λίγο να σταθεί στις κορυφές της γκρεμίζεται μαζί με την επιθυμία του. Μα εγώ ξέρω να βαδίζω σ’ αυτούς τους ανήσυχους γκρεμούς, νήπιος στην απάτη της νηνεμίας, τα χείλη μου συντονισμένα με την ταραχή τους. Κι αν η βλέννα της μήτρας που με γέννησε στέγνωσε και δεν σκεπάζει πια το κορμί μου, η αρμύρα της θάλασσας γυαλίζει ακόμα πάνω μου υγρή και πάνω της καθρεφτίζεται η εικόνα των άστρων. Που άλλες φορές μιλάει για το αμετάβλητο και το απάνθρωπο, κι άλλες φορές για το χώμα που ζυμώνει τις ζωές των θνητών.
Μάλιστα, σε μια άλλη κριτική (για την παράσταση βέβαια και όχι για το βιβλίο καθαυτό) διάβασα πως ο λόγος του «ελυτίζει», ότι θυμίζει δηλαδή την ποίηση του Ελύτη. Αυτό διαφαίνεται όντως σε αρκετά σημεία, με τη διαφορά όμως πως, σε αντίθεση με το φωτεινό Αιγαίο του Ελύτη, εδώ έχουμε ένα πέλαγος μαύρο, πένθιμο, σκοτεινό, ένα πέλαγος που στον πάτο του στοιβάζονται μυριάδες οι νεκροί από τ’ αρχαία χρόνια έως και τώρα. Μου άρεσε αυτό, το βρήκα αρκετά έξυπνο, σαν να χουμε ένα αρνητικό φωτογραφίας που δείχνει τα αντίθετα χρώματα απ’ αυτά με τα οποία ζωγράφιζε ο Ελύτης.
Τέλοσπάντων, για να καταλήξω και κάπου, η Εξημέρωση συνεχίζει να μη μου αρέσει, να τη βρίσκω μπερδεμένη και θολή, κι ας της αναγνωρίζω αρκετά θετικά στοιχεία. Δύσκολα θα πρότεινα σε κάποιον να αγοράσει το βιβλίο, αλλά παρ’ όλα αυτά, αν τύχει κάπως και πέσει στα χέρια σας αξίζει να του ρίξετε ένα βλέφαρο, όλο και κάτι ενδιαφέρον θα βρείτε.
Μπράντι με πάγο (Στάμος Τσιτσώνης)
«Άσε να ακούσουμε τη μουσική», του ψιθύρισε. «Άλλωστε πού θα ξαναβρείς την ευκαιρία να είσαι παρών σε ένα θαύμα; Να έχεις να λες κάτι στα παιδιά και στα εγγόνια σου. Αν κάνεις τον κόπο να έρθεις πάλι αύριο, η μουσική θα έχει τελειώσει και μαζί μ’ αυτήν οι φόβοι και οι ανησυχίες σου».
Ένας ιδιόρρυθμος μαθηματικός, ένας ονειροπόλος διευθυντής τσίρκου, ένας συλλέκτης, ένας ηθοποιός που ψάχνει μια ευκαιρία, ένας συγγραφέας που αναζητάει την έμπνευση, ένας επιστήμονας που βρίσκεται στον κόσμο που ο ίδιος έπλασε με τη φαντασία του είναι μερικοί από τους ήρωες που ζωντανεύουν στα νέα διηγήματα του Στάμου Τσιτσώνη. Ο συγγραφέας σερβίρει μπράντι με πάγο, αναλαμβάνει ρόλο εξομολογητή και μεταφέρει όσα άκουσε, όσα φαντάστηκε ο ίδιος και οι συνομιλητές του μεταξύ νηφαλιότητας και ήπιας μέθης.
Ο σαρκασμός, η ευθυμία, η λύπη, οι θαμμένες επιστημονικές ανησυχίες και τα ξεθωριασμένα κατορθώματα των πρωταγωνιστών διαπλέκουν το καθημερινό με το παράδοξο, το χαμόγελο με τον προβληματισμό.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ωραία, αρχικά δεν ξέρω τι εντύπωση σου δημιουργεί εσένα, φίλε αναγνώστη, αυτή η περιγραφή, πάντως εγώ όταν τ’ αγόρασα νόμιζα πως επρόκειτο για μυθιστόρημα, στο οποίο οι ιστορίες διάφορων ανθρώπων μπλέκονταν μεταξύ τους όπως στο Pulp Fiction (περίπου τέλοσπάντων). Δεν ήταν έτσι, το βιβλίο είναι συλλογή διηγημάτων, αυτόνομων ιστοριών δίχως άμεση σύνδεση, χωρίς φυσικά αυτό να είναι αρνητικό ή να σημαίνει το οτιδήποτε -απλά το ξεκαθαρίζω γιατί εμένα με μπέρδεψε.
Το λοιπόν, το πρώτο διήγημα με τον τίτλο Βεραμάν αφηγείται την ιστορία ενός συνταξιούχου μαθηματικού που περνά τον ελεύθερο χρόνο του σχηματίζοντας (οριακά τρελές) θεωρίες αριθμολογίας, και αγοράζοντας (οριακά άχρηστα) αντικείμενα απ’ τα παζάρια και τα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι. Ένα απ’ αυτά είναι και το παλιό τρανζιστοράκι της Sanyo, χρώματος βεραμάν. Το τρανζιστοράκι αυτό είναι που τελικά θα κάνει παρέα στον μαθηματικό στην τελευταία του κατοικία, τον τάφο, και που με το σεισμό του 99 θ’ αρχίσει πάλι να παίζει μελωδίες κλασσικής μουσικής.
«…να, λες να είχε δίκιο ο πατέρας;»
«Για ποιο πράγμα;»
«Για το κενό που υπάρχει ανάμεσα σε οτιδήποτε, Τζούλια… Μήπως, λέω μήπως, εκείνο το πολύ έντονο, που θα ταρακουνούσε την αραχνιασμένη ακολουθία των λογικών συμβάντων, όπως έλεγε, ήταν αυτός ο σεισμός; Ο σεισμός που έφερε τις μπαταρίες σου σε επαφή;»
Η συγκεκριμένη ιστορία είναι απ’ τις ομορφότερες του βιβλίου. Η έννοια της συμμετρίας και της δυάδας που κρατάει το σύμπαν σε ισορροπία μπλέκονται με το “βαρύ” μοτίβο της απώλειας της πατρικής φιγούρας, κι όμως όλ’ αυτά είναι δοσμένα σε τόνο χιουμοριστικό και ταυτόχρονα συγκινητικό, τόνο βαθιά ανθρώπινο (και, βέβαια, μετά μουσικής).
Δυο ακόμα ιστορίες που ξεχώρισα ήταν ο Νώε και Η οδός Φέλιξ Κλάιν. Στην πρώτη έχουμε έναν Ιταλό πρώην υπάλληλο τσίρκου, νυν ιδιοκτήτη, τον Νώε, ο οποίος κάθεται σ’ ένα μπαρ παρέα με τον παπαγάλο του τον Κόνγκο, και διηγείται τις ιστορίες του, ιστορίες που κυμαίνονται στα θολά όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ο Νώε και το τσίρκο του λοιπόν τυγχάνει να βρίσκονται για παραστάσεις στην περιοχή της Μάνδρας την περίοδο της μεγάλης πλημμύρας, το 2017. Αναπόφευκτα, η πλημμύρα τα παρασέρνει όλα στο διάβα της, κι ο πρωταγωνιστής καταλήγει να επιπλέει στα ανοιχτά του Αιγαίου, πάνω στην εξέδρα, μαζί με όλα του τα άγρια ζώα, τίγρεις, καμηλοπαρδάλεις, πιθήκους κλπ. Είναι μια όμορφη, γλυκιά ιστορία που καταφέρνει να μπλέξει με έξυπνο τρόπο αυτά τα θολά όρια φαντασίας-πραγματικότητας μαζί με κοινωνική σάτιρα, η οποία εδώ είναι έμμεση και διακριτική (σε αντίθεση με κάποιες άλλες ιστορίες που είναι πιο άμεση και στοχευμένη και άρα κάπως το χάνει αφού καταλήγει να φαίνεται πιο πολύ σαν προπαγάνδα). Δε θέλω να spoilάρω το τέλος, απλά θα σημειώσω ότι είναι τόσο σουρεαλιστικό και παράξενο όσο και συγκινητικό.
Στην δεύτερη, ένας μαθηματικός (ο ίδιος ο συγγραφέας είναι μαθηματικός, γι’ αυτό και συναντάμε τόσο συχνά αυτή την ιδιότητα στους χαρακτήρες των διηγημάτων) κληρονομεί ένα σπίτι σε μια επαρχεία της Αγγλίας, στην οδό Φέλιξ Κλάιν 859,433. Στην περιοχή εκείνη όμως μοιάζει να παραμορφώνονται με τρόπο παράξενο οι έννοιες του χώρου και του χρόνου. Σε μια ιστορία που παραπέμπει ξεκάθαρα (δεν το κρύβει άλλωστε) κι έχει συνεχείς αναφορές στην Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, ο συγγραφέας εισάγει το γεωμετρικό παράδοξο της φιάλης Klein, του σχήματος δηλαδή που δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε το πάνω από το κάτω του και το μέσα από το έξω του. Η οδός Φέλιξ Κλάιν, η οποία είναι προσβάσιμη διαμέσου ενός τούνελ-λαγότρυπας, φαίνεται όντως να μην έχει ούτε αρχή, ούτε μέση, ούτε και τέλος -ταυτόχρονα να υπάρχει και να μην υπάρχει.
«Όπως θα έχετε διαπιστώσει, τυπικά δεν υπάρχουμε, αφού δεν εμφανιζόμαστε σε κανένα χάρτη. Λες και η πραγματικότητα σταματάει εκεί που αρχίζει η Λαγότρυπα. Λες και δεν θέλουν να πιστέψουν ότι υπάρχουμε. Θα τολμούσα να πω ότι φοβούνται να αντιμετωπίσουν κάτι που έχουν συναντήσει μόνο στα παραμύθια. Η σημερινή στείρα λογική αντιμετώπιση των πραγμάτων -πρόσθεσε με τα δάχτυλα της νοηματικά εισαγωγικά στη λέξη λογική- δεν τους επιτρέπει να αποδεχτούν την ύπαρξη ενός κόσμου σαν τον δικό μας. Η φαντασία έχει νικηθεί ολοκληρωτικά μέσα τους. Δεν μπορούν να σκεφτούν έξω από το κουτί!»
Είναι μια πραγματικά ιδιαίτερη και οριακά σουρεαλιστική ιστορία, που θα τη λάτρευε το δίχως άλλο όποιος ασχολείται με τα μαθηματικά και όχι μόνο. Σίγουρα απ’ τις καλύτερες του βιβλίου.
Αν και κάθε διήγημα είναι αυτόνομο και ανεξάρτητο, μπορούμε να διακρίνουμε μερικά σταθερά μοτίβα που επαναλαμβάνονται, όχι απαραίτητα σε όλες τις ιστορίες, αλλά έστω σε πολλές εξ’ αυτών. Το μοτίβο του θανάτου και της απώλειας (κυρίως της γυναικείας απώλειας) είναι πολύ συνηθισμένο, όπως επίσης και το μοτίβο των γηρατειών και της ζωής μετά τη σύνταξη (κυρίως απ’ τη σκοπιά του άντρα). Η ελληνική επαρχεία ακόμα συναντάται συχνά, χωρίς να εξιδανικεύεται, ούτε όμως και να υποτιμάται. Η σάτιρα στην επικρατούσα πολιτική και κοινωνική τάξη πραγμάτων της Ελλάδας είναι επίσης ένα στοιχείο που υπάρχει σε πολλές ιστορίες, άλλοτε πιο έμμεσα και εύστοχα, κι άλλοτε (κακώς, κατά τη γνώμη μου) πιο άμεσα. Και φυσικά, σύνηθες μοτίβο είναι και τα μαθηματικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και είναι και λογικό αφού πρόκειται για την ειδικότητα του συγγραφέα.
Η συλλογή βέβαια, αν και καλογραμμένη και ενδιαφέρουσα στο σύνολο της, έχει και τα σκαμπανεβάσματα της. Δεν είναι όλες οι ιστορίες στο ίδιο επίπεδο, η γραφή σε πολλά σημεία μπορεί να χαρακτηριστεί κάπως παλιακή, και λογικά σε πολλούς θα ξινίσουν λίγο τα περίεργα ονόματα των χαρακτήρων, που εντάξει, διαλέχθηκαν για να παραπέμψουν σε κάτι συγκεκριμένο, αλλά χτυπάει κάπως περίεργα το να συναντάς συνεχώς ονόματα τόσο σπάνια και ασυνήθιστα, όπως Φίλωνας, Αστέριος, Δαλιδά, Αντουανέτα, Λαοκοών και ούτω καθεξής. Δε νομίζω ότι θα έχαναν σε αξία οι ιστορίες αν υπήρχε και κανάς Γιάννης και καμιά Μαρία, αντιθέτως θα έδιναν έναν λίγο πιο ρεαλιστικό τόνο. Τουλάχιστον στο δικό μου το μάτι χτύπησαν κάπως άσχημα αυτά τα ονόματα.
Σε γενικές γραμμές, το Μπράντι με Πάγο του Στάμου Τσιτσώνη είναι ένα ευχάριστο, γλυκό ανάγνωσμα που αξίζει τον λίγο χρόνο που χρειάζεται για να διαβαστεί. Υπάρχουν ιστορίες καλύτερες και ιστορίες χειρότερες, αλλά καμία δεν απογοητεύει, καμία δε θα σε κάνει να θες να κλείσεις το βιβλίο και να το παρατήσεις. Αντιμετωπίζοντας τη ζωή και τις όποιες δύσκολες συνθήκες και καταστάσεις της με χιούμορ, ανθρωπιά και αισιοδοξία, το Μπράντι με πάγο είναι ένα βιβλίο που αξίζει τον κόπο.
Παριστάνοντας τον Μπουκόφσκι (Αντώνης Τζήμας)
Φρανκ δεν είσαι έτοιμος για κριτική βιβλίου.
Το πιο πιθανό, όταν πετύχεις ένα βιβλίο ή ένα ποίημα που στον τίτλο του αναφέρεται στον Μπουκόφσκι, είναι είτε να χαμογελάσεις, επειδή κι εσύ έχεις περάσει μπόλικο χρόνο (ξανα)διαβάζοντας τα έργα του γνωστού αμερικάνου συγγραφέα και ποιητή, είτε να ενοχληθείς για το ρόλο εμπορικού τρικ που ενδεχομένως παίζει αυτή η αναφορά.
Χρόνια πριν, είχα πετύχει σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας, την «Βρόμικη τριλογία της Αβάνας», του κουβανού Pedro Juan Gutierrez. Η έκδοση παρουσίαζε τον συγγραφέα ως εξής:
Ο κουβανός απόγονος του Τσαρλς Μπουκόφσκι
Να πω πως δε μου έκανε εντύπωση και μάλιστα αρνητική αυτό το πράγμα, θα πω ψέματα. Ένιωσα σαν να με εκβιάζουν να αγοράσω το βιβλίο απλά και μόνο επειδή παλιότερα είχα αγοράσει και διαβάσει κάποιο βιβλίο του Μπουκόφσκι. Κάπως σα να πρέπει να αγοράσεις το merchandise μιας ποδοσφαιρικής ομάδας απλά επειδή παλιότερα είδες έναν αγώνα της στον οποίο απόλαυσες καλή μπάλα.
Τελικώς η βρόμικη τριλογία της Αβάνας αποδείχθηκε, για μένα τουλάχιστον, ένα απολαυστικότατο βιβλίο που ενώ είχε επηρεαστεί απ’ το μπουκοφσκικό ύφος μπορούσε να σταθεί (τελείως) αυτόνομα από αυτό. Κι όμως η αναφορά που είχα δει στο εξώφυλλο του βιβλίου προκαλούσε διαρκώς το μυαλό μου να το συγκρίνει (ενίοτε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του) με το έργο του Μπουκόφσκι.
***
Κάτι παρόμοιο συνέβη κι όταν έπιασα το ΠΑΡΙΣΤΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ, του Αντώνη Τζήμα που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ. Σκέφτηκα πως θα ήταν πολύ πιθανώς μια αντιγραφή ή αντιγραφή-παρωδία του έργο ενός άλλου συγγραφέα με σκοπό την επιτυχία του. Ακόμα κι αν δεν είχε πολλά «δάνεια» αυτή η αναφορά στον τίτλο του με προβλημάτιζε.
Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή λοιπόν. Το βιβλίο αφηγείται μια σειρά από ιστορίες που τρέχουν παράλληλα, μια ιστορία ψυχιατρικής και μεταφυσικών εμπειριών, την ιστορία μιας κάμπιας που προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα και φυσικά τη ζωή του πρωταγωνιστή του βιβλίου, του Φρανκ Κάλερ.
Ο Φρανκ είναι συγγραφέας.
***
Τελείωσα και τη δεύτερη μπίρα. Πήρα κι άλλη. Άναψα κι άλλο τσιγάρο. Κάθισα στη γραφομηχανή. Ήθελα να γράψω. Για να σκοτώσω την ώρα μου. Μου ‘ρθε μια ιδέα. Άρχισα να βαράω τα πλήκτρα. Οι λέξεις δεν έβγαιναν. Βαρέθηκα και την ιστορία και τον ήρωα μου. Έβγαλα το χαρτί από τη γραφομηχανή. Το τσαλάκωσα και το πέταξα κάτω.
Ξεκίνησα να γράφω μια άλλη ιστορία. Σκέτη μαλακία.
***
Ο Φρανκ έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που συναντάει κανείς στις ιστορίες του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Είναι συγγραφέας, είναι μέθυσος, πορεύεται στην επαγγελματική και όχι μόνο ζωή του με το σύνθημα «Don’t try», είναι γυναικάς και ταυτόχρονα κατά βάθος ερωτευμένος με μια μονάχα. Έχει μια αρκετά γεμάτη σεξουαλική ζωή την οποία δε μπορεί να απολαύσει πάντα όσο θα ήθελε Άλλες φορές πάντως τα καταφέρνει.
***
Πάρε μου μια πίπα της είπα
τι είναι αυτά που λες
Κατέβασα το παντελόνι μου και τον πέταξα έξω
Σηκώθηκα και τον έβαλα κοντά στο πρόσωπο της.
Άφησε το ποτό της κι άρχισε να τον γλείφει. Έπινα το ποτό μου και κάπνιζα.
«Τι κάνεις, ρε μαλάκα; Τι κάνει αυτή η πουτάνα εδώ;», είπε εκείνη.
Τον πήρα από το στόμα της Σίλιας και τον έβαλα πάλι μες στο παντελόνι μου.
Την άρπαξα κι έχωσα τη γλώσσα μου μες το στόμα της. Της έβγαλα την κιλότα. Την πήρα στα όρθια. Έχυσα μέσα της. Όλη τη νύχτα πηδιόμασταν και πίναμε το μπουκάλι ουίσκι που είχε φέρει η Σίλια.
***
Ως συγγραφέας ο Φρανκ δεν απολαμβάνει ιδιαίτερη επιτυχία. Λογοτεχνικά περιοδικά μίζερων μικροαστών του ζητάνε να δουλέψει εθελοντικά, οι εκδοτικοί ζητάνε λεφτά για να τον εκδώσουν ή πολλές φορές τον απορρίπτουν εξαρχής. Ο Φρανκ είναι καταραμένος, πορεύεται και ζει περιθωριακά, αλλά δεν είναι ροκ σταρ. Δεν είναι «ο μεγαλύτερος συγγραφέας της εποχής μου», όπως αποκαλεί τον εαυτό του ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ούτε είναι βέβαιος για την –έστω μελλοντική- επιτυχία του. Δεν είναι τόσο μη-αναγνωρισμένος, όσο ανασφαλής και ολίγον αποτυχημένος συγγραφέας. Ακόμα κι όταν προκύπτουν ευκαιρίες, αυτοσαμποτάρεται.
***
«Φρανκ, το ΄χουμε! Είσαι το κακό παιδί της ποίησης. Ο αυτοεξόριστος. Μη διστάζεις να κάνεις τη φωνή σου ν’ ακουστεί».
«Άκου Ντέζι. Καταλαβαίνω πόσο πολύ καίγεσαι να σε γαμήσω. Καίγεσαι τόσο πολύ, που θέλεις να τυπώσεις σε χαρτί αυτήν τη σκατούλα»
«Φρανκ, σε παρακαλώ!» είπε ο Χένρι.
«Και ίσως, αν σε συναντούσα σε ένα μπαρ τύφλα, να σε γαμούσα. Αλλά δε θα το κάνω για να εκδώσεις αυτές τις πίπες».
***
Ο Φρανκ Κάλερ λοιπόν είναι ένας περιθωριακός συγγραφέας, διαρκώς άνεργος, αλκοολικός με μπλεγμένη προσωπική ζωή. Μπορεί να διαφέρει απ’ το ύφος του αντεργκράουντ σταρ που αποπνέει από πολύ νωρίς στο έργο του ο Μπουκόφσκι αλλά δεν παύει να είναι ένας μπουκοφσκικός ήρωας. Μεθάει πολύ, ερωτεύεται περισσότερο, κυριαρχείται σε κάθε του βήμα απ’ το death drive του. Αργότερα στο βιβλίο παιδιά της γειτονιάς του προσπαθούν να αναθρέψουν μια κάμπια με σκοπό να την κάνουν πεταλούδα. Κι ο Φρανκ που έχει επίγνωση πως κι ο ίδιος δεν είναι –ακόμα- πεταλούδα δείχνει μια τρομερή συγκίνηση για την τύχη της κάμπιας.
Είναι ένας χαρακτήρας που πάσχει από χολυγουντιανή ατυχία. Μπλέκει και μπλέκει πολύ:
«Τι κοιτάς, ρε», είπε ο άντρας.
«Το τατουάζ σου», είπα.
«Παλιοπουστάρα, τον πούτσο μου κοιτάς», είπε και κούμπωσε το παντελόνι του
μου έδωσε μια μπουνιά στο αυτί.
***
Σε κάθε περίπτωση είναι ένας χαρακτήρας συμπαθητικός, είναι μια πολύ πιο γήινη εκδοχή των ηρώων του Μπουκόφσκι, πιο κοντά ίσως στην πραγματική ζωή ενός failed artist. Αλλά αυτό το πραγματικό, το ρεαλιστικό στοιχείο που έχει στο βάθος του ο Φρανκ Κάλερ δεν τον εμποδίζει να μπλέξει σε περιπέτειες πέραν της απλής λογικής και του φυσιολογικού.
Αν πιστεύεις ότι σου έχω δείξει το βασίλειο μου είσαι γελασμένος, είπε
τι εννοείς, τον ρώτησα
ακόμα δεν έχεις δει ούτε τον προθάλαμο, είπε
που είμαι
στο πιο βαθύ σκοτάδι, απάντησε
Κι αν όλα τα ονόματα είναι ίδια; Αν όλα τα ονόματα είναι το όνομα εκείνης;, του φώναξα
Εκείνος γέλασε κι άρχισε να ξεθωριάζει λέγοντας:
Κι αν νομίζεις ότι η κόλαση σου έδειξε τα δόντια της είσαι οικτρά γελασμένος.
***
Η μεταφυσική περιπέτεια (ή μήπως κάτι άλλο), στην οποία μπλέκει ο ήρωας του Αντώνη Τζήμα είναι εντέλει αυτό που κατά τη γνώμη μου κάνει το βιβλίο να αφήνει στην άκρη τελείως την πιθανότητα να στιγματιστεί ως αντιγραφή/παρωδία. Ο Φρανκ Κάλερ ταξιδεύει στην κόλαση με έναν τρόπο πέραν του αλκοόλ, του σεξ, της αλλοτρίωσης. Αυτή η πέραν του λογικού περιπέτεια που βιώνει ο Φρανκ, τόσο ταιριαστή με τον χαρακτήρα του όπως μας τον δίνει η πένα (ή το πληκτρολόγιο) του Τζήμα. Οι ήρωες του Μπουκόφσκι στην πλειοψηφία τους ούτε να πεθάνουν θέλουν, ούτε τίποτα. Ίσως δεν υπερασπίζονται και με το μέγιστο δυνατό πάθος τη ζωή τους αλλά στο βάθος παρά τη ρουτίνα, τη δυστυχία και τη μιζέρια που τυχόν περιλαμβάνει, την αγαπούν. Ο Φρανκ Κάλερ δεν αγαπάει και τόσο τη ζωή του. Αν και μεθάει από αυτήν δεν μπορεί να κάνει κεφάλι με τίποτα.
Το αποτέλεσμα αυτού: ένας πραγματικός “διάλογος” με το θάνατο και ένα στα αλήθεια πολύ συγκινητικό τέλος. Ένα τέλος που κλείνει επαρκώς όλα τα ανοιχτά μέτωπα του βιβλίου. Ενός βιβλίου που ναι, βεβαίως είναι και ένας διάλογος (σατυρικός ή όχι) με το έργο του Μπουκόφσκι αλλά είναι πολύ παραπάνω από αυτό.
Τι τη θες την κάμπια
Θα τη φροντίζω
Την κάμπια;
Ναι
Γιατί;
Θα τη μεγαλώσω μέχρι να γίνει πεταλούδα
Λες να γίνει;
Ναι, είπε κι έσκασε ένα χαμόγελο από τη μία άκρη του προσώπου του ως την άλλη
Με χίλια μάτια θα σε δω, με χίλια στόματα θα σε καταβροχθίσω (Larry Cool)
«…..παραμονή Χριστουγέννων 2015.» Έτσι ξεκινάει το μυθιστόρημα του Larry Cool που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2018 και, σύμφωνα με την περιγραφή στο οπισθόφυλλο, τοποθετείται στο «όχι πολύ μακρινό μέλλον.» Μπερδεύτηκες; Ναι, κι εγώ λίγο. Μα χαλάρωσε, θα ξεμπερδευτούμε.
Ας μείνουμε λίγο ακόμα στην περιγραφή για να δώσουμε το γενικότερο context της πραγματικότητας που εξελίσσεται στο βιβλίο. Στην πραγματικότητα αυτή λοιπόν, ο πληθυσμός της γης, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και των πολλών, καταστροφικών πολέμων, έχει συγκεντρωθεί σε 20 μόλις mega-cities, οι οποίες φιλοξενούν εκατοντάδες εκατομμύρια κατοίκους η κάθε μία. Βρισκόμαστε στο Λονδίνο, την οικονομική μητρόπολη του πλανήτη, το οποίο έχει χωριστεί σε δυο μέρη, νότια και βόρεια του ποταμού Τάμεση. Το βόρειο κομμάτι κυριαρχείται από μια χούφτα ολιγαρχών του παγκόσμιου πλούτου. Στο νότιο κομμάτι επικρατεί η φτώχεια, η εξαθλίωση, η βία και η τρομοκρατία, με αποκορύφωμα την κατάληψη του από φανατικούς του χιπ-χοπ με αρχηγό έναν ανδρόγυνο DJ, τον Little John, και την ανακήρυξη του σε Ανεξάρτητη Τζαμαχιρία.
Ξεκινάω την ανάγνωση αφού πρώτα ρίξω μια ματιά στα περιεχόμενα, σύμφωνα με τα οποία το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ενότητες και η κάθε ενότητα σε τρεις με εφτά υποενότητες. Περίπου. Στην πράξη είναι ένα κατεβατό χωρίς παραγράφους και χωρίς καν κάτω τελείες – μόνο άνω τελείες κι αποσιωπητικά! – που σε κάποια σημεία κόβεται μ’ ένα κενό μεταξύ προτάσεων, κενό που συνήθως δηλώνει αλλαγή κεφαλαίου, ή και αλλαγή σκηνικού μέσα στο ίδιο κεφάλαιο. Κάθε τέτοια αλλαγή ξεκινά με τη μυστηριώδη φράση «Χώρος Είμαι,» γραμμένη με κεφαλαία αρχικά και σε πολυτονικό. Θα επιστρέψω αργότερα σ’ αυτή τη φράση γιατί είναι ζωτικής σημασίας, και για την εξέλιξη της ιστορίας και για την όλη φιλοσοφία που διέπει το μυθιστόρημα.
Τέλοσπάντων, όπως καταλαβαίνεις φίλε αναγνώστη, το βιβλίο μοιάζει μ’ ένα μεγάλο χάος, σαν το χάος που περιγράφεται να επικρατεί στο Λονδίνο. Μα μην τρομάζεις, η ιστορία κυλάει μια χαρά και δε θα χεις κανένα πρόβλημα να το συνηθίσεις μετά τις πρώτες σελίδες. (Στην τελική κι ο Χρόνης Μίσσιος κάπως έτσι δεν έγραφε; όχι ότι έχει καμία σχέση, απλά λέω.)
Στην πλοκή τώρα, κύριος πρωταγωνιστής είναι ο ταπεινός ιδιοκτήτης ενός μικρού εστιατορίου-κεμπαπτζίδικου, Soma. O Soma, μοναχικός και ήσυχος, είναι, εκτός των άλλων, και βασικός προμηθευτής φαγητού του Little John και του στενού του κύκλου. Θα βιώσει γρήγορα την απώλεια και τον πόνο, όταν σε μια βομβιστική επίθεση στο μαγαζί του θα σκοτωθεί η υπάλληλος του Pollyanna, για την οποία τρέφει ερωτικά αισθήματα. Ταυτόχρονα όμως θα γνωρίσει τη μικρούλα Laila, την οποία και θα πάρει υπό την προστασία του, θα αγαπήσει πραγματικά, και μαζί θα πορευτούν μέχρι το νέο κόσμο.
Παράλληλα εξελίσσεται η ιστορία της ανταγωνίστριας Kato, της νεαρής Γιαπωνέζας κόρης του Krampus, του τρομερού τραπεζίτη, κυρίαρχου της μητρόπολης, με τα φτερά νυχτερίδας και τη γλώσσα χαμαιλέοντα. Η Kato είναι αδίστακτη, φρικτή, ανίκανη να αγαπήσει, με μια ασίγαστη δίψα για εξουσία για την οποία θα κάνει τα πάντα, και με ένα τρομερό, παθολογικό μίσος για κάθε τι αρσενικό.
Οι δυο πρωταγωνιστές, Soma και Kato, συνδέονται μ’ έναν τρόπο υπερφυσικό, μια μεταφυσική ικανότητα που απέκτησε τυχαία ο πρώτος και του επιτρέπει να βλέπει μέσα από τα μάτια της δεύτερης, μα όχι το αντίστροφο. Αργότερα θα συνδεθούν και υλικά, μέσω ενός καθαρά σωματικού πάθους, το οποίο βέβαια δε θα κρατήσει και πολύ.
Σύντομα θα ξεσπάσει η πρώτη ένοπλη σύρραξη μεταξύ νότιας και βόρειας πλευράς, υποκινούμενη σε μεγάλο βαθμό από τον Krampus, που ως αποτέλεσμα θα έχει το θάνατο και την καταστροφή. Μόνο λίγοι θα καταφέρουν να σωθούν, περνώντας τον Τάμεση και φτάνοντας στο βόρειο κομμάτι που βρίσκεται σε αρκετά καλύτερη μοίρα. Μεταξύ τους ο Soma και η Laila, που θα βρουν καταφύγιο στο βιβλιοπωλείο του Έλληνα φίλου του Soma, του Larry.
Ο Larry, συνονόματος του συγγραφέα, είναι ίσως ο πιο ενδιαφέρων και ιδιαίτερος χαρακτήρας του μυθιστορήματος. Θα πω περισσότερα γι’ αυτόν αφού πρώτα αναφερθώ στον αφηγητή του παρόντος πονήματος.
Το λοιπόν, αφηγητής είναι ο Χώρος (με περισπωμένη όμως). Ο Χώρος μεταξύ των σωμάτων, το κενό που περικλείει τα πάντα και που μέσα του όλα του ανήκουν. Ο Χώρος που είναι και Νους και που εντός του συμβαίνουν όλα και δε συμβαίνει τίποτα, που χωρίς αυτόν σώματα δεν υπάρχουν και τίποτε δεν υπάρχει και συνάμα υπάρχουν όλα. Ο Χώρος που όποτε θέλει μετατρέπεται από κενότητα σε ον με σκέψη και με σώμα, που άλλοτε είναι τα πάντα και γράφει σε τρίτο πρόσωπο, κι άλλοτε γίνεται ο Soma, ή η Kato, ή και η Laila ακόμα, και αφηγείται πρωτοπρόσωπα. Θεωρώ ότι η επιλογή αυτή του Cool να βάλει ως αφηγητή το Χώρο λειτουργεί σε δυο επίπεδα. Το πρώτο είναι σατυρικό, είναι μια ειρωνεία στο concept του παντογνώστη αφηγητή που όλα τα ξέρει κι όλα τα βλέπει και θέση δεν παίρνει, και που τόσο χρησιμοποιείται και χρησιμοποιούταν πάντοτε στη λογοτεχνία. Το δεύτερο είναι δομικό και συμβαδίζει απόλυτα και με την πλοκή και με την κοσμοθεωρία που δημιουργείται ως αποτέλεσμα της πλοκής. Έχει να κάνει με την όλη φιλοσοφική αντίληψη των πραγμάτων από τον συγγραφέα, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος ενοποιεί τις αντιθέσεις του μέσω μιας πολεμικής διαλεκτικής. Ο κόσμος, μ’ άλλα λόγια, γεννά, επαναδημιουργεί τον ίδιο του τον εαυτό και ταυτόχρονα τον τρώει, τον εξαφανίζει, όπως το φίδι που δαγκώνει την ουρά του μέχρι να καταπιεί ολόκληρο το κορμί του. Ο κόσμος αυτός την ίδια στιγμή υπάρχει και δεν υπάρχει, είναι και δεν είναι, και όσα γεγονότα συμβαίνουν εντός του, όπως και όσα γεγονότα συμβαίνουν στο βιβλίο, παράλληλα δε συμβαίνουν κιόλας.
Για να μην το πολυκουράσω με τα φιλοσοφικά θα ξαναπιάσω τον Larry. Ο Larry θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σχεδόν μια μεσσιανική φιγούρα. Μπορεί να βγάζει τα προς το ζην πουλώντας παραλλαγμένα κλασσικά βιβλία (θα επανέρθω σ’ αυτό) και περιστασιακά το κορμί του σε εύπορες Λονδρέζες κυρίες, μπορεί να περνάει τη μισή του μέρα μεθυσμένος και την άλλη μισή κλασμένος, μα παρ’ όλα αυτά μοιάζει να κατέχει μια παράδοξη σοφία που δεν έχει κανένας άλλος χαρακτήρας στην ιστορία. Ο Larry είναι ο τρελός απ’ τον οποίο μαθαίνει κανείς την αλήθεια. Και μάλιστα, στο σημείο ειδικά που ο Larry παίρνει εντολή απ’ το Θεό να δημιουργήσει έναν καινούριο κόσμο, φαίνεται να ταυτίζεται με τον αφηγητή Χώρο που περικλείει τα πάντα, με τον συγγραφέα του τον Larry Cool και – γιατί όχι; – ακόμα και με το Θεό-δημιουργό του σύμπαντος. Τελικά ίσως ολόκληρος ο κόσμος του μυθιστορήματος να είναι απλά ένα αποκύημα της φαντασίας του Larry και τίποτα παραπάνω. Και αυτή η γνώση είναι που θα του δώσει τη δυνατότητα να αψηφίσει ακόμα και το θάνατο και, σαν άλλος Χώρος ή Βούδας, να πάρει όποια μορφή θέλει. Μπορεί να μεταμορφωθεί σε άστεγο, σε ψυχίατρο, ακόμα και σε ελάφι. Γνωρίζοντας την αλήθεια μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, και τη σοφία του αυτή θα τη διοχετεύσει βοηθώντας το φίλο του το Soma να επιβιώσει στα δύσκολα, και όχι μόνο.
Το βιβλίο πάντως λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και θα ήταν λάθος να σταθώ μόνο στο μεταφυσικό του κομμάτι, αγνοώντας έτσι το πολιτικό-κοινωνικό, το οποίο είναι εξίσου σημαντικό. Δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει ντε και καλά να το πάρουμε ως μια τραβηγμένη αλληγορία για τη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα του καπιταλισμού και της αστικοποίησης, μα σίγουρα μπορούμε να βρούμε μπόλικα κοινά, ακόμα κι αν οι πόλεις μας δεν απειλούνται άμεσα από βομβαρδισμούς. Η φρίκη, η τερατωδία, η βαρβαρότητα, η παράνοια, η βλακεία, ο πόλεμος, η βία, η πολιτισμική παρακμή, η δίψα για θάνατο και αίμα παρουσιάζονται σαν βασικά συστατικά κάθε είδους εξουσίας, πολιτικής και οικονομικής, μα και σαν αναπόφευκτες συνέπειες της. Και, αν και πολλές φορές ο Larry Cool μοιάζει να αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της καταστροφής που φέρει η εξουσία σαν τον αρνητικό πόλο του κόσμου, το μυθιστόρημα αυτό καταλήγει βαθιά αντιεξουσιαστικό. Ναι, είναι αναμφίβολα ένα αναρχικό μυθιστόρημα. Και στον αντίποδα της εξουσίας στέκει, ως ο θετικός πόλος, η αγάπη. Η αγάπη που μπορεί να ενσαρκώνεται και μέσω της συνουσίας (δεν είναι τυχαίο ότι στην κοινωνία αυτή το σεξ είναι σχεδόν ποινικό αδίκημα) μα ξεπερνάει κατά πολύ το απλό σωματικό πάθος. Η αγάπη που, όπως γράφει κι ο Δάντης, κινεί τον ήλιο και τα άλλα αστέρια. Κι αν ο υπότιτλος του βιβλίου το χαρακτηρίζει «μυθιστόρημα της εξουσίας,» εγώ θα το χαρακτήριζα «μυθιστόρημα της αγάπης,» που είναι η ισχυρότερη κινητήρια δύναμη του κόσμου.
Φυσικά υπάρχουν και κάποια σημεία που μπορεί να ξενίσουν λίγο τον αναγνώστη. Εμένα, πχ, με χάλασαν λίγο οι αναφορές στο χιπ-χοπ, όχι τόσο επειδή χρησιμοποιείται σαν σύμβολο της παρακμής, αλλά περισσότερο επειδή ένιωθα λες και μου μιλούσε για τη ραπ ο 50ρης μπάρμπας μου που χε ακούσει κάποτε έναν δίσκο των Ημισκουμπρίων και κάτι χιτάκια στο ραδιόφωνο. Κάποιον άλλον μπορεί να τον χαλάσει το γεγονός ότι όλοι οι πλούσιοι, με εξαίρεση λίγο την Kato, παρουσιάζονται τελείως σαν καρικατούρες. Εμένα αυτό δε με πείραξε καθόλου, γιατί νομίζω ότι ταιριάζει υπέροχα στο σύμπαν που χει χτίσει ο Larry, ένα σύμπαν φρίκης και παράνοιας, να περιγράφονται οι πλούσιοι, και κάποιοι άλλοι βέβαια χαρακτήρες, σαν στερεότυποι ρόλοι μιας commedia dell’ arte. Κολλάνε απόλυτα στο γενικότερο πλαίσιο της ιστορίας.
Να γράψω και δυο πράματα για το χρόνο του μυθιστορήματος και τις περίεργες αναφορές σε ημερομηνίες. Δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη. Εντάξει, γενικά όπως και ο χώρος, έτσι και ο χρόνος ταυτόχρονα υπάρχει και δεν υπάρχει. Σε κάποια στιγμή ο αφηγητής ξεκαθαρίζει εξάλλου ότι παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι ένα και το αυτό. Το δέχομαι. Αλλά τότε γιατί πηδάει από το 2015 στο 2017 και μετά στο 2016 και πάλι στο 2015; Δε βρήκα κάποια λογική σ’ αυτό, ίσως να εξυπηρετούσε καλύτερα το σκοπό αν δεν γραφόταν καμία χρονολογία, μα μονάχα γενικόλογες αναφορές σε ένα αόριστο, κοντινό μέλλον (ή παρόν ή παρελθόν έστω). Έχω πάντως μια θεωρία, που όμως, όταν την ξαναείδα πιο προσεκτικά, κατάλαβα πως είναι και παράλογη και δεν υποστηρίζεται από κανένα στοιχείο στο βιβλίο. Μα δε γαμιέται; Αφού δε σκέφτηκα κάτι καλύτερο θα την πω. Το λοιπόν, ο Larry, όσο ακόμα λειτουργεί το βιβλιοπωλείο του, παίρνει κλασσικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το Ρωμαίος και Ιουλιέτα πχ, και τα παραλλάσσει προσθέτοντας τους σκηνές πορνογραφίας δικής του έμπνευσης («η πορνογραφία είναι η μόνη επαναστατική πράξη σήμερα,» δηλώνει). Παρατήρησα ότι τις τρεις πρώτες φορές που αναφέρεται το έτος 2015, ακολουθεί στο ίδιο κεφάλαιο μια σκηνή σεξ (ή βιασμού, πορνογραφία είναι και τα δυο). Σκέφτηκα λοιπόν ότι μπορεί ο ίδιος ο Larry να πήρε το συγκεκριμένο βιβλίο του Larry Cool και να πρόσθεσε αυτός σε δεύτερο χρόνο τις συγκεκριμένες σκηνές σεξ, μα καθώς τις έγραφε ξεχάστηκε και έκανε λάθος στις ημερομηνίες, μπερδεύοντας το 2018 ή όποιο έτος τέλοσπάντων με το 2015. Ναι, εντάξει, το είπα ήδη, δε στέκει, αλλά αν έχεις κάποια καλύτερη ιδέα φίλε αναγνώστη να μου τη στείλεις σε email. Εμένα αυτό μου ρθε, αυτό λέω.
Σε γενικές γραμμές, ο Larry Cool καταφέρνει να μπλέξει την επιστημονική φαντασία με την πορνογραφία, τις ανατολικές θρησκείες με το χριστιανισμό, την Αποκάλυψη του Ιωάννη με το χιπ-χοπ, τη γραφειοκρατία με την τζιχάντ, το σουρεαλισμό με την αναρχία, το παράλογο με την κοινωνική κριτική, την καταστροφή με τη δημιουργία, τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο με το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και το Γ’ και ούτω καθεξής, κι όλα αυτά με μια έντονη αίσθηση του χιούμορ, άλλοτε πιο χοντροκομμένη κι άλλοτε πιο βρετανική, μοντυ-πυθονική καλύτερα. Φτιάχνει έτσι ένα πολύ ιδιαίτερο και ευχάριστο ανάγνωσμα το οποίο, παρά την κάπως χαοτική δομή του, τσουλάει πολύ άνετα και σου μένει.