The End (Ζήνων ο Ιερομνήμων)
Άδεια καρδιά, ψυχή παγωμένη.
Οκνηρία και ακηδία, ούτε σκίρτημα.
Κουρασμένο σύμπαν.
Βούρκος. Τέλμα.
Φως παντού αλλά σκοτάδι στο βάθος.
Γιατί;
Οι ώρες κυλάνε χωρίς νόημα.
Φωνές τριγύρω για το τίποτα. Φωνές για τις φωνές.
Θόρυβοι χωρίς κάποια τάξη, δίχως μελωδία.
Οι ήχοι του κόσμου φραγγέλια στην πλάτη κενών και άδειων υπάρξεων. Κενών… από κάτι.
Γιατί όμως το κάτι αυτό είναι καλά κρυμμένο και κανείς δεν το αφουγκράζεται;
Πολύς ο κόσμος. Άκοσμος. Σαν το τέλος να πέρασε. Ήρθε; Ποιο τέλος όμως; Λες;
Μια γάτα στο ασανσέρ (Ανθή Θεοχάρη)
Έχω ανάψει τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια
Τρώω ένα μπαγιάτικο κουλούρι
Μυρίζει μούχλα αλλά εγώ πεινάω
Μόνη μου
Οι άνδρες
Μια παγίδα στα λόγια τους
Απόσταση
Εγώ μόνη μου
Αιμομιξία
Μετράω τα χάδια
Χάδια… χάπια ήθελα και να πω
1.. 2… 3….
Τρώω φθηνά πατάκια
Όλους τους άνδρες τους δαγκώνω στο στόμα και φτύνω ένα κομμάτι από την γλώσσα γεμάτη από πεθαμένες ορέξεις
Καλύτερα
Θα τους γλύφω το βλέμμα∙
Σακατευόμαστε μεταξύ μας
Ο θάνατος σαν ασανσέρ θα μας πλακώσει
Προς τι η συντήρηση τους;
Απώλεια (Φώντας Φ.)
Δεν έφυγες πολύ νωρίς
δεν έφυγες πολύ αργά
μα σίγουρα δεν έφυγες
όταν “έπρεπε”.
Όταν
ήρθες σε αυτόν τον κόσμο
δεν ήξερες τι είναι
το πιο φρικιστιακό
να μην καταλαβαίνεις
τι συμβαίνει
ή να ξέρεις ακριβώς
πως έχουν τα πράγματα.
Πέρασες κι απ’ τα δύο
και τα δύο έσπρωχναν
προς το μέρος σου
την ίδια νοσηρή
δυσφορία
που σα πυρετό σε τσάκιζε
και σε έριχνε στη μεγάλη
καρέκλα του σαλονιού.
Τα δοκίμασες όλα:
την καταπίεση
την ελευθερία.
Την απώλεια.
Δοκίμασες το διαλεκτικό υλισμό
αλλά και ένα καλά
επιλεγμένο αμοιβαίο κεφάλαιο.
Δοκίμασες το τσιγάρο, το αλκοόλ
την πεζοπορία, την οικογένεια
το χωρισμό, τη λιποθυμία
μπροστά σε μια όμορφη δεσποινίδα,
την οικογένεια, την αποταμίεση,
ένα εξοχικό με κήπο και ένα ψαροντούφεκο
που πάντα σημάδευε
ανθρώπους.
Δοκίμασες τη γυμναστική, το φαί, ξανάρχισες
το τσιγάρο
δοκίμασες το διάβασμα
κι όταν απέτυχε αυτό
προσπάθησες να αγαπήσεις μια γάτα.
Μην ανησυχείς σε αγάπησε και αυτή.
Δοκίμασες τα πάντα, στο τέλος
τέλος, δοκίμασες να ελπίσεις
σε εμάς. Αλλά αλίμονο
δεν καταλάβαινες τον πλανήτη
και συνέχιζες να νευριάζεις
για την κατάσταση του
μα κι αν καταλάβαινες
τίποτα δε θα γινόταν καλύτερο.
Δοκίμασες τον καφέ, τα σοκολατάκια
και το νερό. Σου έφερα μια καρέκλα με
ροδάκια και σε τράβηξα να σηκώσουμε
μερικά βάρη. Πανηγύριζες για τέτοια πράγματα
μια επιτυχημένη προπόνηση
και ένα χορτάτο σκύλο. Σε ρώτησα.
Σε ρώτησα για τον πόλεμο
και μου είπες
πως έχεις ήδη διαλέξει πλευρά. Αλλά ο πόλεμος
αυτός που τόσο σου άρεσε
τραβούσε πολύ
κι ακόμα δεν έχουμε δει το τέλος του.
Δοκίμασες τη μοναξιά
την κατάθλιψη
και τη μανία
δοκίμασες τα χειρουργεία
και τις ακτινοβολίες
κάθε λογής ψυχίατρο
και 15
χαλασμένα πλέον
ακουστικά βαρυκοίας.
Τα δοκίμασες όλα
και σε δοκίμασαν κι αυτά
κι αφήσατε καλή εντύπωση
το ένα στο άλλο.
Τα δοκίμασες όλα
μα δεν πρόλαβες να τα καταλάβεις.
Εγώ ακόμα δε τα δοκίμασα όλα,
μα κάποια νομίζω πως τα έμαθα.
Κι είμαι περίπου σαν εσένα
τριγύριζω στον κόσμο
και σφίγγομαι απ’ την αηδία
που νίωθω μέσα του
κι αν κάποτε, ίσως μπορούσαν να μας
θεραπεύσουν
τώρα δεν ξέρω αν μπορούν ή αν θέλω
ή αν με ενδιαφέρει καν αυτή η συζήτηση.
Μας έλειπαν πάντα τα όπλα και η πειθαρχεία
Και τώρα μας λείπεις και εσύ
αντίο σύντροφε
σε χαιρετάμε σκορπίζοντας μαύρα πέταλα
στα στενά αυτού του κόσμου.
Άσκηση εμπιστοσύνης (Τρία Έπσιλον)
με κλειστά μάτια αντιλαμβάνεσαι ότι
πιο εύκολα τρέχεις προς τον ήχο παρά σε σπρώχνουν προς το φως
κινούμαστε σε ημίτυφλα ζευγάρια εκτελώντας κινήσεις σαν σπείρες
κάτω απ’ τον ήλιο μοιάζουμε με ηττημένες μύγες
που προσπαθούν να επιστρέψουν στο παράθυρο
κι είναι η άκρη της πλατείας περβάζι από μάρμαρο
γιγαντιαία χέρια κροταλιζουν πίσω από τις πλάτες μας
ο αέρας γύρω μας πηχτός σαν φάρμακο απεντομωτικό
κι η τελευταία ελπίδα μας με φόρα σκάει στο τζάμι
όπως μου λες πως κανείς
πλέον κανείς
ολόκληρες
δε μας βγάζει από εδώ
Φράουλες απ’ το Τσέρνομπιλ (Άλεξ Κοάν)
Υπάρχει ένα κενό στα ανθρώπινα πράγματα,
μια χρονική καθυστέρηση απ’ το τώρα ως το πάντα
ή αλλιώς ένα ανεπαίσθητο πάγωμα
στη διαδρομή ενός μετρονόμου το δείχτη.
Είναι αλήθεια τεράστια η απόσταση
απ’ το μηδέν ως το ένα
κι αντίστροφα,
είναι ρωγμή σε μια θάλασσα βρώμικη λίγο
ή αλλιώς μια ξέρα, μια πέτρα
που απάνω της εσύ μου μαθαίνεις κολύμπι
κι εγώ οριακά επιπλέω.
Σε στροφές
οδηγάμε
μα πια και να θες
δε μπορείς να κρατάς το τιμόνι,
κι έχω μέσα μου πάντα αυτό το ανθρώπινο,
ιερό και σπασμένο,
κάτι σαν άγγιγμα -ίσως-
που το μέσα μου άγρια δαγκώνει.
Υπάρχουν σημεία ακίνητα
στο χρόνο που συνέχεια προτρέχει,
πραγμάτων ορίζοντας -σημείο που τείνει, δεν είναι-
στιγμές οριακές, ανεπαίσθητες
σαν ανούσιος καβγάς ή σα χτύπημα πλάτης,
στιγμές που υπάρχουν για μένα, για σένα υπήρξανε,
μα για τους γύρω μας είναι αέρας
-λιγότερο:
κενό μεταξύ του αέρα.
Διπλώνεις τα χέρια σου πίσω απ’ την πλάτη σου
σε μια αέναη ροή που πλέον στερείται
το σφύριγμά σου,
το νευρικό των ποδιών σου κροτάλισμα
στο λαβύρινθο που διασχίζει το χολ,
την κουζίνα, το σαλόνι, το μπάνιο.
Γελάς μ’ ένα αστείο που ποτέ δεν κατάλαβα,
κι εγώ, θυμωμένος, να σου εξηγώ
κάτι που δε θα μπορέσεις ποτέ να γνωρίσεις.
Κρύβεσαι
σε μια καμπαρτίνα
γαλλική
και γω σε χάνω
για πάντα.
Είναι καιρός, πολύς καιρός,
μεγάλη, θεόρατη η λίστα
εγγράφων ανύπαρκτων, χαρτιά και δηλώσεις,
στα συρτάρια της μνήμης που έψαχνες,
στις πόλεις που άφησες πίσω,
στο λευκό αυτοκίνητο που μείνε
σ’ ένα πάρκινγκ ακίνητο πάντα,
στα σταυρόλεξα που άφησες άλυτα
με κάτι άσπρα κουτιά σα διαόλια,
και με γράμματα ξέμπαρκα, μόνα τους
στο πλαστικό το χαρτί το φτηνιάρικο
που γυαλίζει όταν βρίσκεται κάτω απ’ τη λάμπα,
που τσάντιστηκα όταν δεν έβγαλα
τι σημαίνουν οι λέξεις που γράφεις,
τα κλειδιά σου, τα σήματα, οι φάκελοι,
οι κασέτες που χες γράψει για μένα,
το γραφείο που άψογα οργάνωνες,,
τα βιβλία σου που χες όλα αριθμήσει,
κι όλα όσα τέλοσπάντων δεν έβρισκες
μα κι όμως πολύ αμυδρά τα θυμόσουν.
Υπάρχει ένα αόρατο σύνορο στην άκρη του κόσμου
που ξεχωρίζει εμάς
απ’ την πλευρά των απέναντι
κι ένα φυλάκιο στην άκρη του συνόρου
όπου ο αέρας μυρίζει σα χώμα,
κι όταν, σαν τώρα, θα πηγαίνω πάλι
που και που
για να φυλάω σκοπιά
και θα κρατώ στα ρουθούνια μου χώμα,
τότε
ξανά
θα είσαι εκεί
να σου κραταώ το χέρι.
Ο χαμός πορεύεται με σπασμένο μεγεθυντικό φακό (Σίλουαν Κ.)
Και το ποτάμι παίρνει τις βαλίτσες μας
Και η βροχή αμβλύνει τις γωνιές των δρόμων
Και ο σκύλος μας παρατηρεί στοχαστικά
Και μεις κλαίμε ή ακούμε ή βλέπουμε
τα θρύψαλα των πραγμάτων
σε σμίκρυνση: τόση όση και η κραυγή μου
καθώς περνάς απέναντι
διάφανη πια
και παραλαμβάνεις τα βαφτιστικά μου ρούχα.
Και τα σπίτια ξεριζώνουν τα ύψη τους:
ας μη ματώνουμε τα χέρια μας
οι σκιές ας κατακτήσουν τους χάρτες μας, τα τετράδια μας, τα λόγια μας
ας ετοιμαζόμαστε
χωρίς λεξικά, χωρίς τεχνητές νοημοσύνες
χωρίς καν ποίηση:
ας μη σκίζουμε άλλα σύννεφα.
Ας περιμένουμε σιωπηλά / πίσω απ’ τις φυλλωσιές
ας περιμένουμε
συλλέγοντας χαλίκια:
ά γ ρ υ π ν ο ι
στο διάζωμα
ενός
δρόμου
που ολοένα
και
στενεύει.
Πίσω απ’ τα κάγκελα (Νίκος Λευκαδίτης)
Αποσύρεσαι μέσα σου
και γίνεσαι φίλος με το κακό
τα χέρια σου
και τα πόδια μου
είναι η αίσθηση των τοίχων
μόλις δένομαι
κυκλοφορούν νεράιδες
στο σπίτι
Να μη θυμάσαι (Σκοτάδι Άγνωστο)
Χώμα κόκκινο
και ξεραμένο
Οι ενοχές
Σ’ ένα λειβάδι άσπαρτο για χρόνια
Σκέψεις,
σαν να σκάβουν βράχια
με τα νύχια.
Από παιδί θυμάμαι τη μοναξιά
Πιο καλά κι από σένα
Έτσι έμαθα να επιβιώνω
ακόμα και σε κάτι λούκια, καταραμένα
Μιλάω γι αυτά
που κρύβετε πίσω απ’ τα τζάμια της βιτρίνας
Γι’ αυτά που δεν ακούγονται
Ιστορίες
για το καθημερινό σφυροκόπημα
Στα κεφάλια Εκείνων
που κάθε φορά
αντιλαμβάνονται την ύπαρξη του χάους.
Μετέωρα βήματα
προς κάθε κατεύθυνση
Λες κι έχει νόημα η πυξίδα
άμα τύχει και χαθείς
Αν τύχει και μονάχος
σε απέραντη έρημο μπορεί να βρεθείς
Να μη θυμάσαι τίποτα
Αν θες ένα δρόμο να βρεις
Πέρα απ τα νεκροταφεία των αναμνήσεων
Μακριά απ τις νεκρές φωνές
Πεθαμένων ιδεών
εικόνων και φωτογραφιών
Τίποτα…
Μονάχα το τσακισμένο μυαλό
Φλογισμένη ψυχή
Και τα φθαρμένα παπούτσια
Έχουμε λιώσει τους δρόμους
πάνω κάτω
Ίσως κάποτε βρεθούμε.
Ο Κόσμος (Φώντας Φ.)
Καθώς ξεφλουδίζεται ο κόσμος
και όλα παίρνουν
τώρα την αυθεντική
και πιο πλήρη τους μορφή: την πρώτη κι έσχατη//
καθώς ξεφλουδίζεται ο κόσμος
και γίνεται ορατή η αλήθεια κι η ασχήμια
του. Νιώθω
πιο γενναίος, πιο μάταιος και πιο
χαμογελαστός από ποτέ
μπροστά σε αυτό το υβρίδιο
φρίκης
και αγαλλίασης, παραδείσου
και αρχέγονου τέρατος. Τα πλοκάμια
της ύπαρξης
δένουν το λαιμό μου
αλλά και εσύ
συνήθιζες με δύναμη να τον πνίγεις
η μυρωδιά της υφηλίου
είναι πετρέλαιο κι έρωτας
και καλώδια hdmi
αλλά και εσύ
ήσουν μια πετρελοκοιλίδα
έρωτα
στο πέλαγος της
άθλιας αναμετάδοσης του εαυτού μου:
αυτός ο κόσμος
τώρα υπάρχει
κι αύριο έτσι απλά
με ένα μικρό “τσαφ” δεν θα υπάρχει
όπως κι εσύ
χθες υπήρχες και σήμερα τίποτα. Καθώς
ξεφλουδίζεται λοιπόν ο κόσμος
λέω στους στρατούς, στα πολιτικά προγράμματα, στην πείνα των φτωχών
και την ευαισθησία των χορτάτων
να χαλαρώσουν λίγο: η ύπαρξη σου, σκέφτομαι
με προετοίμασε καλύτερα
και πιο νωρίς, για τον πόλεμο.
Το μεσημέρι που συνάντησα έναν σπουδαίο ποιητή που ‘χει πεθάνει (Σίλουαν Κ.)
Σ’ ένα πεδίο όπου αλώβητοι μένουν μονάχα
οι σερνάμενοι τελάληδες της ερήμου
όσοι δηλαδή έχουν χαθεί πια
και οι φωνές τους ξέχασαν να εγκαταλείψουν
σ’ ένα πεδίο όπου αλώβητη μένει μονάχα η σκόνη
μαζεμένη στα μαλλιά της νέας εκείνης
που προσπερνάμε
κλαίγοντας
αλώβητος και ’γω όπως το όνομα μου – ένα αλώβητο όνομα
από χάλυβα ή τσιμέντο
προχωράω με το πρόσωπο μου άκαμπτο
στο σκληρό έδαφος που βρέθηκα φωνάζοντας: που χάθηκε άραγε
εκείνη η συμφωνική ορχήστρα των δαχτύλων μου;
Με τον ιδρώτα να στάζει και την καρδιά να τρέχει
βαστώντας μια άγνωστη σημαία
σ’ ένα μπαλκόνι υπό γκρέμιση, αλάνθαστος –
αλάνθαστος παρεκκλίνω της πορείας μου
όταν από μακριά αντικρίζω – όχι έναν ακόμη τελάλη της ερήμου
όχι μια ακόμη ξεχασμένη φωνή
απ’ αυτές που πλέον προσκρούουν σε κτίρια άδεια
και έπειτα γυρίζουν: σκυλιά χαμένα δίχως ούτε ένα χέρι να τα υποδεχτεί,
όχι λοιπόν μια φωνή που χτυπάει την πόρτα μας
το μεσημέρι μιας κόλασης καταδικαστικής, όχι,
μια τέτοια φωνή θα ήταν ίσως τελειωτική για ΄μένα
σ’ αυτό το πεδίο όπου μονάχα οι τελάληδες βρίσκονται:
κεφάλια που ανεβοκατεβαίνουν στον ορίζοντα…
Συνεχώς προχωρώντας λοιπόν
μη έχοντας τίποτα πέρα από δυο πόδια ακούραστα
και έναν αυχένα δυνατό να με στηρίζει
σε κείνο το πεδίο όπου τώρα σφίγγονται οι πόροι της αθανασίας
και δε περνάει το νερό στο αχανές σώμα
μιας νύχτας που δε καταφτάνει δεν έρχεται
δεν καλωσορίζει: σκάμματα
και παρατημένες μπουλντόζες, στο πεδίο που λειώνει
στις φεγγοβολές μιας χιλιετίας που δε γνωρίζουμε και ούτε θα μάθουμε…
Ένα άμορφο πεδίο της ποιητικής παραίσθησης –
17 χρόνων ανυδρία–
μ’ ασπιρίνες στην τρύπια τσέπη μου: ώσπου αντικρίζω
έναν γέροντα χωρίς μαλλιά, ένα κρέας φαγωμένο σ’ όλες τις όχθες
όπου πάτησε ο Άνθρωπος, κρέας
καμένο στις βλεφαρίδες του ήλιου που βαδίζει
μ’ ένα μπαστούνι από ελιά
διακρίνω τα πλευρά του: καχεκτικό κήτος πια που βρυχάται
ερειπωμένο να περιπλανιέται στο Πεδίο και όταν το χαιρετάω
ανυπόμονα
τα μάτια του πήζουν: «έχω υπάρξει πολύ μονός» λέει, και έπειτα πάλι : «δεν υπάρχει ο ουρανός για μένα
ούτε φωτιά στα δάχτυλα, το ξέρεις;» Και ‘γω μη μπορώντας να του απαντήσω
του ζητάω να μου δείξει τον τρόπο που επιβιώνει
του λέω πως υπήρξε ένας σπουδαίος ποιητής
τον ρωτάω: πώς είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς σε τέτοιο μέρος ;
είναι στ’ αλήθεια αδύνατον; οι φωνές μας πλέον παν’ αγύριστες
δεν υπάρχουν άνθρωποι, του λέω; Και εκείνος τότε μου απαντά
ότι o βιολόγος κάηκε
– τον έκαψε –
ο μουσικός αόμματος – τον τύφλωσε
ο ασκητής αλώβητος – χωρίς το όνομα του…! Και τότε πάλι
στέκεται στην άκρη μιας πολυκατοικίας
και ΄γω νιώθω πια έτοιμος αποκοιμηθώ απ’ την ζέστη
όταν εκείνος ο γέροντας με τα κόκαλα του να συστρέφονται
με τον ήχο τους να αντηχεί σε όλο το Πεδίο
χτυπάει με το μπαστούνι το τσιμέντο τρεις φορές
χτυπάει μ’ όλη του δύναμη και εγώ του λέω, τι κούφιος ο ήχος γαμώτο, έπρεπε να το περιμένουμε
και τότε ο γέρος δακρύζει και λέει ψόφησαν τα πουλιά
τίποτα δε πετάει
Λίγα Δευτερόλεπτα (Νεφέλη Παπαδημητροπούλου)
Η πάχνη και τα βρύα έχουν καλύψει το λερωμένο γκρίζο τοίχο
Της πολυκατοικίας και τα φυτά των μπαλκονιών,
Ταλαιπωρημένα από την βασανιστική υγρασία και το Δεκεμβριανό χιονιά
Πράσινο φόντο σε μια βουβή γειτονιά που’χει το χρώμα της σκουριάς
Θυμάμαι παλιά κάποια μου χε πει ότι μυρίζουν σα σπέρμα.
Η εγώ το χα σκεφτεί? Τότε που δεν ήξερα πως μυρίζει το σπέρμα
Και απλά φανταζόμουν. Δεν είναι δα κι απίθανο να το κατέβασε
Το παιδικό μυαλό μου κάποια στιγμή. Αλλά νομίζω κάποια μου το χε πει
Ας είναι. Καλύτερα να μαζέψω τις σκέψεις μου,
ο χρόνος θα εξαφανιστεί άξαφνα – δε θα μείνει και πολύς
Για να πω όσα θέλω ή όσα χρειάζεται σε λίγες αράδες
Ανακατεμένων στίχων που ίσως κανείς να μη διαβάσει ποτέ
Για ν’ αγαπήσω λίγο ακόμα όσους με πληγώνουν
Κι όσες θα φύγουν χωρίς αντίο η μια τελευταία αγκαλιά
Κι ακόμα, για να μισήσω τις μέρες που έρχονται, το κόσμο που έρχεται
Που θα μου στερήσει την ελπίδα και τη ξεγνοιασιά
Ίσως δε μείνει χρόνος ούτε για να συμμαζέψω το αχούρι στο δωμάτιο
Που κάνει τη μάνα μου να ξεφυσά βαριά σα να βγάζει από μέσα
Μια ζωή ολόκληρη, σα να με ξαναγεννά –μα είναι αυτό λόγος να απελπίζεσαι?
Να με σιχαίνεσαι? Αυτές οι μικρές αταξίες είναι σα τη νύχτα.
Παροδικές, προϋποθέτουν το φωτεινό αντίθετο τους
Μα καθημερινές κι αβάσταχτες, πάντα στην ώρα τους στο ραντεβού τους με τη θλίψη.
Τουλάχιστον έτσι τις βιώνει εκείνη.
Εκείνη που έζησε τόσα χρόνια στην υποτίμηση και το κέρατο
Περιτριγυρισμένη από ένα σωρό αμίλητα, άψυχα λαμπερά αντικείμενα
Εκείνη που τη σημάδευαν με τ’ όπλο από παιδί
Που έφτασε μέχρι τη στρατόσφαιρα ο καπνός που κατέβασε
Που θα πέθαινε αβοήθητη σ’ ένα ξένο κρεβάτι αν δεν ήταν τα προνόμιά της
Αυτά που δε διάλεξε και δε της δόθηκαν απλόχερα ή από την αρχή
Που έπρεπε να περάσει τόσο καιρό στη στέρηση για να βρεθούν στο δρόμο της
Όχι από τύχη μα από ευτυχία. Την ευτυχία των εξεγερμένων φοιτητικών της χρόνων και των φίλων της
Που της γνώρισαν έναν άντρα. Αυτό, έναν άντρα. Δεν ήταν ποτέ τίποτα παραπάνω
μα και τίποτα λιγότερο. Και τον αγάπησε κι αυτόν όπως τους άλλους γιατί έτσι είχε μάθει,
να προσφέρει το μέσα της στο χορό μιας αχόρταγης καταστροφικής συνύπαρξης
που τελικά τη κατάπιε.
Τέλος χρόνου. Το ανελέητο, κατάψυχρο υγρό στοιχείο
ενός τροπικού χειμώνα κατάφαγε τα λουλούδια.
Τέλος χρόνου. Το ηλεκτρονικό μελάνι αδειάζει σιγά-σιγά. Η έμπνευση με εκδικείται.
Τέλος χρόνου. Πρέπει να συνεχίσω να λατρεύω με αυταπάρνηση,
και ν’ απεχθάνομαι με βία. Ν’ αποδομήσω τα αντίθετα.
Τέλος χρόνου. Πρέπει να μαζέψω το δωμάτιο.
Αναγκαία Σωματική Λειτουργία (Κιριλος)
Ξύπνησα ξαφνικά.
Στο νου μου, ένας ήχος που έμοιαζε με τρίξιμο.
Τα αυτιά μου δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν από που προέρχεται. Δεν είναι δυνατός σε ένταση αλλά
παραμένει ενοχλητικός και επίμονος, παρεμβάλει και πατάει πάνω από κάθε άλλη σκέψη, σαν ενοχλητικό
πετραδάκι στο παπούτσι.
Με σώμα ασήκωτο, ένα μάτι προσπαθώ να ανοίξω για να δω προς το παράθυρο.
Θρυμματίζεται το βλέφαρο και πέφτουν οι βλεφαρίδες, κάθετα σαν μπάρες σε κελί.
Ότι κοιτάζω, πλέον εγκλωβισμένο.
Εντούτοις με κόκκινο φόντο φωτός, πίσω από βαριές κουρτίνες, θωρώ μια υπόνοια ηλίου. Αρκετή για να νιώσω
ασφάλεια και καθυστερημένα να σνιφάρω λίγο αέρα για ανάσα.
Δεν είχε σημασία η ώρα αλλά επιτακτικά η καρδιά απαιτούσε να την μάθει. Αυτή ορίζει πως η άλλη θα χτυπάει:
αντιστρόφως ανάλογα από τους δείκτες του ρολογιού.
Μικρές ώρες – μεγάλοι παλμοί.
Δεν θα έπρεπε να λειτουργεί έτσι.
Αχρείαστο το αίμα άμα ξυπνάς μόνος στο κρεβάτι τέτοιες ώρες, μικρές.
Πεντέμιση.
Πες σχεδόν ξημέρωμα και ακριβώς ξενέρωμα.
«Σβήσε ξανά! Είναι ανούσιο!», θυμάμαι να σκέφτομαι, η σκέψη αυτή όμως έμοιαζε σαν να αντηχεί με τον πιο
νωχελικό τόνο από φωνή γυναίκας.
Κάνω ότι δεν την αναγνωρίζω αλλά στου μυαλού μου τα σπλάχνα ξέρω ότι πλέον γεννάει μόνο μια μάνα –
σταθερή αφετηρία. Καρτεσιανή.
Πιάνω το πρόσωπο μου.
Ένας γδούπος ξεφεύγει στο άγγιγμα και ξεκινάει να πάλλεται άρρυθμα η γλώσσα.
Από το σαγόνι προέρχεται ο μυστηριώδης ενοχλητικός ήχος.
Ανήμπορο να ανοίξει αλλά και να σφραγίσει εντελώς, χαλασμένο παντζούρι θυμίζει, κι όντως είναι.
Έκφρασης φως φέγγει ανάμεσα από τα δόντια κι αφού είμαι κάτοικος τόσα χρόνια ώστε να με πονάνε και
φρονιμίτες, λιγότερο απ’ όσο πρέπει, φέγγει πλέον.
Κατεβάζοντας με τα δάχτυλα το πηγούνι, μαριονέτα σπασμένη.
Βογκητό ξεπροβάλει που με με ανατριχιάζει.
Χορδές δεν παράγουν τέτοιο ήχο.
Αυτός πηγάζει από τα πνευμόνια, με γεύση φλέματος και στον λάρυγγα κολλάει πριν βγει.
Μπορεί η φωνή υλική υπόσταση να μην έχει, κουβαλάει όμως πάνω της τα ανείπωτα λόγια που μέσα στο μυαλό
λαθραία, και αυτά χώρο πιάνουν. Το κατακάθι της ανθρώπινης επαφής είναι εκεί μέσα.
Πρέπει να βγει και πρέπει να τα πετάξει έξω. Δεν στοιβάζονται σε γωνίες, σαν κούτες σε διάδρομο μετά την
μετακόμιση είναι, πάντα μπροστά στα πόδια σου όταν προσπαθείς να προχωρήσεις.
Ένα φωνήεν, το πρώτο, πιο βαρύ κι από σύμφωνο ανεβαίνει και σκαλώνει πάνω στην γλώσσα, αρχίζει να
σέρνεται καθώς αυτή κουνιέται και γραμμές από κάρβουνο αφήνει εκεί που τελειώνει η ανάμνηση που το ξέρασε.
Κι έτσι αρχίζει.
Όταν έρθει σε επαφή με την ατμόσφαιρα γίνεται η ώσμωση.
Σιχαμένη αλλά αναγκαία σωματική λειτουργία.
Μια ακόμα.
Αδειάζει.
Όση περισσότερη ώρα περνά τόσο πιο πολύ μεγαλώνει η ροή.
Με αντίθετη βαρύτητα, όλα καταλήγουν στο ταβάνι.
Πόσες ρωγμές έχει κι αυτό; Ανάμεσα τους κομμάτια του παρελθόντος.
Τα λάθη συνήθως κολλάνε εκεί, στάζουν από πάνω και λερώνουν καθημερινά την δήθεν καθαρή σου κορυφή.
Δύο τόνους ελαφρύτερος, αιωρούμαι πλέον πάνω από το κρεβάτι. Για να σφραγίσει, προσωρινά, δαγκώνω τα
χείλη μέχρι να ματώσουν.
Κλείνω το ξυπνητήρι πριν χτυπήσει και νιώθω σαν να πατάω στο πάτωμα ξανά για πρώτη φορά.
Τώρα χωράω να περάσω από την πόρτα. Τώρα έχω χώρο και μια ανοιχτή πόρτα για να περάσουν νέα.
Μπρούμυτα (Τρία Έπσιλον)
ξέρω να μηδενίσω όλες τις διαφορές από αρμενοβίλ σε μωσαϊκό
αθροίζω πέτρες τις πετώ στο τσιμέντο, σφηνώνω αμύγδαλα στα κενά τους
στον ύπνο μου φαινομενικά ανώδυνοι άνδρες εκτελούν μαγικά κόλπα στροβιλισμού μέσα σε
τούρκικες τουαλέτες -η πίεση είναι αυξημένη, νιώθω να βρέχεται το δεξί μου μπούτι
ζητάω από το παιδί να μου μάθει πώς να ρίχνω τους βόλους
ο μέσος απ το δεξί μου χέρι έχει μελανιάσει, το φως στη μπίλια διαθλάται και διαχέεται από τις γρίλιες στα μάτια σου
μαστίχα χίου, δέντρα που πλήγωσα και αγόρια που στεγνώνουν ντοματάκια στον ΄ήλιο:
η αγγελική με ρωτάει αν φοβάμαι τον έρωτα και γι αυτό εκτελώ τις συνταγές πάντα λάθος
της απαντώ μ’ ενοχλεί το φως από και προς το κρεβάτι -κι ίσως μ αρέσει να κοιμάμαι
περισσότερο μόνη
με ξηλωμένους φακούς επαφής, ανάσκελα ξεχασμένη στις εννιά το πρωί, θυμίζω παγωτό που
δεν ξέρει να λιώνει
σίγουρα ξέρεις πώς πάει μετά
Συμπτώσεις (Άλεξ Κοάν)
Είναι και κάτι σα συμπτώσεις
όταν το φεγγάρι είναι κόκκινο
και οι περσείδες καμπυλωμένες,
είναι κάτι σαν κάποιο παρελθόν
να μοιράζει αρμονία στις νότες
που βγάζουν οι μύγες κι οι μέλισσες.
Μου λες για ένα άνθος στο κέντρο της γλώσσας σου
και μένα στα χέρια μου δουλεύουν ζωύφια,
μυρμήγκια -ξέρω πως είναι κλώνοι
μα μου αρέσουν-
και στις πατούσες μου ψηλώνουν οι πέτρες
τόσο πολύ που με κάνουν και βλέπω στην άκρη του πέλαγου
μια νέα και άγνωστη χώρα
κι εκεί ένα αίθριο
μ’ ένα τραπέζι άδειο, πένθιμο και στρωμένο.
Είναι έξω από μένα οι ζωές των ανθρώπων,
ακόμα το γέλιο σου ακούγεται χιονισμένο
και ζορίζομαι όταν ψάχνω μια λέξη όπως τη λέξη «αγάπη»
ή τη λέξη «ανάγκη»
ή τη λέξη «κυκλώνας ενός γερανιού που κράτησε δυο πέταλα ολόκληρο το χειμώνα»
(κι ας μην είναι λέξη, το ξέρω),
ή όταν η ανάσα σου στ’ ακουστικό φουσκώνει
τους γαλαξίες που με κλείνουν.
Ψάχνω ακόμα στο χώμα το χρόνο,
κι αυτά που δεν είπα τα ψάχνω,
και βρίσκω στα χείλη σου, πολύ μακριά,
αυτή τη θερμή μάζα αέρα
που κρατά τα σώματα σε τροχιά
το ένα γύρω απ’ το άλλο.
Η ζωή μετά το σύντροφο Στάλιν (Φώντας Φ.)
Όταν χάθηκε
ο σύντροφος Στάλιν
απέμεινε
η Ρωσία
να αναπνέει
μονάχα με τα πνευμόνια
των ποιητών της
κι αυτά τα σιχαμένα
σκουπίδια
συνηθισμένα
στο ψητό κρέας
και στην πατάτα
συνηθισμένα στον καφέ της κούπας
στο άδειο τέμενος
και στο μπολ με τα φιστίκια
που τέλειωσαν
και τώρα σερβίρεται με ποπ κορν:
οι ποιητές
μείναν
με το κούτελο τους πεσμένο
στο τραπέζι του μπαρ
με τη μύτη
τους σπασμένη να
τρέχει το αίμα τους
σαν ασθενοφόρο
με αναμμένο το φάρο
πάνω στο λευκό χιόνι
κι εκείνοι
να μη θέλουν
να μη μπορούν
να μη μιλάνε
να μην καταλαβαίνουν.
Επένδυσαν οι ποιητές
μετά τον Στάλιν
στα βιβλία
που πλέον είναι μέσα σε θήκη
με τζάμι
και κλειδαριά
για να βλέπεις τους τίτλους
χωρίς να αγγίζεις
επένδυσαν οι ποιητές
στις υπαίθριες αγορές βινυλίου
στις άθλιες πανάκριβες
μπύρες
που μας σερβίρουν τα κωλομάγαζα
του καθεστώτος.
Και στις δημόσιες εκθέσειςερωτικών βοηθήματων
πού δεν είναι ούτε
ερωτικά
ούτε βοηθήματα
αλλά τέχνη, βεβαιώνουν
πως όλα αυτά
γίνονται για την τέχνη.
Μετά το σύντροφο Στάλιν
είμαστε όλοι δειλοί, τιποτένιοι
και έχουμε επενδύσει τα πάντα
στη ίδια πληκτική
βασανιστική
οριακή
επαναλαμβανόμενη
πράξη που
αποκαλούμε ζωή.
Όπως κι εγώ (Ιώ. Τ.)
Απ’ όταν ένιωσα
Πρώτη φορά στη ζωή μου
Σα στυμμένη λεμονόκουπα
-Δεν πάει πολύς καιρός-
Έκοψα τελείως το στυμμένο λεμόνι
Εγώ που χωρίς λεμόνι δεν έπινα το ποτό μου
Που το αγαπημένο μου γλυκό ήταν η λεμονόπιτα
Που σε όλα τα φαγητά πάντα το παράκανα
Ποιά εγώ πλέον να νιώθω απέχθεια
Και όχι μόνο αυτό αλλά
Τόση αηδία και αποστροφή νιώθω προς τα στυμμένα λεμόνια
Που δεν μπορώ ούτε και να σερβίρω ποτά με στυμμένο λεμόνι ή φαγητά με λεμόνι
Έτσι οι πελάτες μου πίνουν με το ζόρι
Τα ποτά τους σκέτα
Και τρώνε τη μπριζόλα στεγνή
Όπως κι εγώ
Που από ξυνή έγινα σκέτη
Άδεια
Μα ακόμα και στις στυμμένες λεμονόκουπες
Τα κουκούτσια παραμένουν στη θέση τους
Πρόσεχε λοιπόν
Μη σου κάτσουν
Στο λαιμό
Αποσπάσματα part 2 (Χαριτίνη)
Βότσαλο
Υπάρχουν φορές που θέλω να δέσεις ένα βότσαλο στον λαιμό σου
Υπάρχουν φορές που θέλω να στο δέσω εγώ
Κι ύστερα σκέφτομαι
Πόσο μάταια πρέπει να ένιωθε ο Ξέρξης
Μαστιγώνοντας τη θάλασσα για να την τιμωρήσει
Ορφέας
Όταν επαναλαμβάνεις ένα όνομα ξανά και ξανά
Του δίνεις θεϊκή υπόσταση
Το μετατρέπεις σε ξόρκι
Προσευχή
Επίκκληση
Κι είναι πολύ πιθανόν τελικά
Ειλικρίμα (Φίλιππος Παλατιανός)
Σε κάποια προαύλια περιπλανιέται κάποιος και χτυπάει τις πόρτες των τάξεων όταν τα παιδιά δεν έχουν πάει ακόμη για μάθημα
Είναι έξι το πρωί
και το σκουπιδιάρικο καθαρίζει τα χθεσινά που μοιάζουν κουρασμένα και κατουρημενα και η υγρασία τα συντρίβει
όπως συντρίβει και εμάς
Φεύγει βιαστικά και είναι πολύ προσεκτικός, δεν κάνει καν να δει τα πράσινα χειροκροτήματα
κανείς δεν πρέπει να τον δει.
Δεν έπρεπε να δουν ότι ψάχνει για παρέα
Ότι ψάχνει για κάτι που να του έδινε ενέργεια
Ούτε αναμνήσεις και πρόσκαιρη χαρά
Φεύγει πολύ νωρίς από το σπίτι το πρωί
πριν ξυπνήσει η υπόλοιπη οικογένεια
και μάθουν τη φρίκη
του να μην υπάρχει γυρισμός μετά τις πράξεις σου
Φροντίζει να έχει γυρίσει μέχρι που θα ξυπνήσουν τα παιδιά
Για να τους παραπλανήσει
Να μην καταλάβουν ότι κάποιος έλειπε
Ότι κάτι έλειπε
Ότι έλιωσε
Σαν πέτρινη μουσούδα που πλέον δεν την χαϊδεύει κανείς
Δυο ποιήματα (Άννα Ντακ)
εξιμέροση
Εγώ ας πούμε σήμερα,
ξύπνησα θλυπημένη.
Ένιωσα θλύπη, λείπη, λίψη
Κι ύστερα με κατέβαλε
μία μελιγχολία, που έγιν΄ ελαγχολία
κι αν με ρωτάτε τώρα που βραδιάζει
νιώθω μια απέραντη απέραντη γλύπη.
voice mail
Μα πρέπει κάποιος να της πει
πως όταν λέει λέξεις
όπως «κονιάκ» και «σε», «φιλώ»
όταν εκφέρει πληθυ-
ντικούς σποραδικούς,
γυρίζει ο χρόνος πίσω
κι όλ΄οι γραφιάδες
πού’γραψαν
γι’άνοιξες και γυναίκες
στέκουνε σούζα
αγναντεύοντας
τις παύσεις της.
μεσόγειος (Σίλουαν Κ.)
Στην αρχή σκέφτηκα πως η μεσόγειος
δε σημαίνει τίποτα για μένα:
ήμουν στο κρεβάτι και κάπνιζα
και πραγματικά δε σήμαινε τίποτα. Σκέφτηκα προς στιγμήν
τον οδυσσέα
ίσως την κίρκη ή το νησί του ήλιου,
και έπειτα πάλι την μεσόγειο,
τίποτα απολύτως. Ήμουν ξαπλωμένος
έπινα χυμό πορτοκάλι
και κάπνιζα
ένιωσα πως απλώς θέλω να μετανοήσω
για την ασχήμια μου: σαν
ναυαγός
που το αεροπλάνο του συντρίφθηκε σ’ενα
ξερονήσι.
Ακόμα όμως δε σήμαιναν τίποτα όλα αυτά
και η μεσόγειος
τίποτα
και η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική.
Να γίνουμε πιο ωραίοι σκέφτηκα έπειτα
με κάποιον θαυμαστό τρόπο να ομορφύνουμε :
ήταν νύχτα και νύσταζα
άρχισα να’χω ναυτία. H μεσόγειος πάντως δε σήμαινε τίποτα
ακόμη
ενώ έβγαινα απ’την τουαλέτα και ξάπλωνα
και έπειτα θυμήθηκα
πως ο Μπολάνιο ζήτησε
να σκορπίσουν τις στάχτες του σε ‘κείνη
και έπειτα φαντάστηκα
ένα σκυλόψαρο να τρώει κάποιον ναυαγό
που το αεροπλάνο του τυλίχθηκε στις φλόγες
σ’ένα ξερονήσι.
Τίποτα το σημαντικό και πάλι όμως
η μεσόγειος
απ’οτι δείχνουν όλα
είναι απολύτως ανύπαρκτη για ‘μένα.
Να γίνουμε πιο ωραίοι, σκέφτηκα πριν κοιμηθώ
να πάψουμε να αμαρτάνουμε
τόσο αβίαστα
Αποσπάσματα part 1 (Χαριτίνη)
λήμματα
απόψε η αναζήτηση μου θα έχει αποτελέσματα
167 φορές η λέξη χέρια
23 φορές η λέξη ασφαλής
251 φορές η λέξη αγκαλιά
Κι όλο αναρωτιέμαι αν τα μάτια μου κατέληξαν στα σκουπίδια
Κι αν φοράς με ευκολία άλλο ζευγάρι τώρα
«τι σημαίνει στα αλήθεια όταν δεν μπορείς να το συγκρίνεις με τίποτα άλλο;»
(βρες την απάντηση, μην με κρατάς σε αγωνία)
Closesque
-Άλλος;
-Ποιος;
Κανείς δεν ξέρει να απαντήσει
Οι παλιές συνήθειες πεθαίνουν γρήγορα
Κι όποιος πει το αντίθετο απλώς συντηρεί πτώματα στο ψυγείο του
Πίσω από άσπρες πόρτες
Προσδοκίες
Δυστοπική μικρασία (Φώντας Φ.)
Η καρδιά μου τρεμοπαίζει
η πόλη απλώνει στις πλάτες μου
τα ηλεκτρικά της κυκλώματα, το ζόφο, τΤτΤ
τα λεηλατημένα καταστήματα,
τα βιασμένα κορμιά
μες τα δωμάτια πανικού
με ρωτάνε που έχασα την ελπίδα μου κι απαντώ
πως χάθηκε μεταξύ ορθογραφίας και θρησκείας
μεταξύ μαρξισμού
και κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης
μεταξύ σώματος
και δημοκρατίας.
Αλλά δεν ήταν ποτέ σημαντική η δική
μου η ελπίδα
κι αυτό το ξέρω
πως μες το σκουπιδοντενεκέ
της ασημαντότητας
δε βρήκα τίποτα να με προσβάλει
αλλά εργαλεία διάρρηξεων, ένα κομποσκοίνι,
ένα ρολόι που πηγαίνει αντίστροφα
κι ένα πουκάμισο που κρέμεται απ’ το έντερο μου.
Να σκουπίσω τον ιδρώτα ή να απαλύνω τον πόνο δε λέει
με τα σπασμένα τζάμια κόβουν το πρόσωπο τους οι μοίρες
και με το αίμα σχεδιάζουν την τύχη μας.
η καρδιά μου τρεμοπαίζει
σαν προσφυγάκι
στο διχτυ
του κλόουν
-εβραικές μου ρίζες
-τουρκικά μου κλαδιά
-ελληνικοί μου καρποί
πως να σας κάνω μέλι να σας αλείψω στον άρτο μου
όταν με τσιμπάνε τόσο οι μέλισσες.
Αγέλη (Τρία Έπσιλον)
αν και δεν φαίνεσαι να με πιστεύεις, τα σημάδια στο χέρι μου τα έκανε γάτα
δεν έχω μέσα μου πόνο μόνο αναμονή και ένα χαλίκι
αυτό τριβελίζω στη γλώσσα μου για να λέω το ρω και να μένω ξύπνια
πάνε δυο μήνες που με παίρνει ο ύπνος όρθια εκτός απ’ όταν με βλέπουν οι φίλες μου
τότε είναι που πίνω δίπλα σε άνδρες αμφιβόλου ποιότητος που ποτέ δεν κοιτάζω
στα μάτια μας μεγάλες μαύρες σακούλες έτοιμες να χωρέσουν μέσα τα νεκρά μας σώματα
αναδίπλωση του χωροχρόνου όποτε σκύβω στο μέρος σου φαντάζεις ένα νούμερο και δείχνεις απόλυτα έτοιμος να χωρέσω σε κάτι που θα μοιάζει σε ποίημα
τίποτα απ’ ό,τι κινείται δεν με αφορά, τώρα στέκεσαι
μα πάντα έτσι είναι οι άνθρωποι πριν τους αγγίξεις τα δάκτυλα και των δύο χεριών ένα ένα δέκα
τα βράδια δεν στέλνω πλέον μηνύματα ούτε ήχους σε κανέναν μου έρωτα
τελειώσαν αυτά
τώρα απαγγέλω ιστορικά γεγονότα του χάρτη ενώ αλυχτάω στις φίλες μου
απαιτώ να γυρίσουνε πίσω
και γελάω όσο μου εξηγεί
πως απόψε δεν δέχονται κάρτα
Δυσάρεστη (Φοξ)
Εγώ είμαι αυτή η δυσάρεστη
η ενοχλητική και υπερβολική
που κάτι πάει λάθος, έλεγα
μ’ εμένα, μ’ αυτή
μα τώρα λέω αυτό που δεν πρέπει να πω κι είναι τόσο ωραίο
όταν δεν είμαι καλά αλλά βρίσκω τη δύναμη
όταν φωνάζω όπως δεν τόλμησα παλιά
θέλω
να είμαι αυτή που μου αρέσει
θέλω να είμαι η κακιασμένη και ξινή που μιλάει πολύ και γκρινιάζει πολύ
κοροιδεύει τους γκόμενους τσακώνεται με τους φίλους
ξεμαλλιάζει τη ζωή, την κλωτσάει ενώ είναι κάτω πεσμένη κουλουριασμένη σα ζώο
δε γεννήθηκα για να είμαι τίποτα λιγότερο
ούτε για να τα μασάω ούτε για να κρύβω λόγια ούτε για να μη χύσω ένα ποτό στο κεφάλι ενός μαλάκα
δεν είναι αργά για να φτύσω ό,τι δηλητήριο κράτησα μέσα
ο αδερφός σου είναι ηλίθιος και η αγαπημένη σου ταινία δυόμιση ώρες βασανιστήριο
και δεν παίρνω τίποτα πίσω
απ’ όσα είπα
παίρνω πίσω αυτά που έχασα και μου ανήκουν και η ζωή μου χρωστάει
θέλω να κάνω ό,τι γουστάρω όπως εσύ
να βρίσω να σε τρομάξω όπως εσύ
αγριεύοντας το έξω μου να ηρεμήσω κάτι εντός μου
κουράστηκα με τα λυπητερά
το κλάμα την κακομοιριά το ότι επέτρεψα να με υποτιμήσεις παραπάνω από μία φορά
όχι δε θέλω να το αφήσω να πέσει κάτω
δε βάζω νερό στο κρασί μου
τελειώσαν οι συμβιβασμοί
έμαθα για τα ελεφαντάκια που γεννιούνται χωρίς χαυλιόδοντες εκείνο το πρωί
που ξύπνησα κι αποφάσισα πως κόντρα στους νόμους της φύσης
δε θέλω να είμαι
ποτέ ξανά
ευχάριστη.
Οι σαύρες που δεν αλλάζουν δέρμα (Άλεξ Κοάν)
Ο κώδικας του ανθρώπου,
μια ρωγμή σ’ έναν τοίχο,
ένα πυρηνικό μανιτάρι
μες στο δωμάτιο μου,
στο κρεβάτι μου, στο μαξιλάρι,
στον αριστερό μου πνεύμονα.
Δεν προσδοκώ τίποτα παραπάνω
από μια μάζα νεκρών και ακρωτηριασμένων
σε κάποια άγνωστη εξοχή,
περιφραγμένη
και στείρα,
και δεν ελπίζω στην ηθική τάξη των πραγμάτων
γιατί τα πράγματα είναι πέτρες,
ακανόνιστες, γεμάτες αιχμηράδα,
στέκουν όσο στέκουν μα στο τέλος
διαβρώνονται και σπάνε.
Δεν πιστεύω
στις αξίες που καρφώνονται σαν πάσσαλοι
στα πτώματα των βρυκολάκων
και στην τιμή των ταφικών μαρμάρων
δεν πιστεύω
και στην ορμή του αλόγου
και στα σημάδια που αφήνουνε τα πέταλα στο χώμα
δεν αποθέτω το ξίφος, το ξίφος που δεν έχω,
και δεν ορκίζομαι
στο θάνατο δεν δίνω πίστη γιατί δεν την αξίζει
-μόνο την ανάγκη μας μπορεί να κλέψει-
και δεν εκλιπαρώ για έλεος
ή για δικαίωση ή εξιλέωση ή κάτι τέτοιο
απλά λέω,
αφήστε τις γάτες να τις φάνε
αφού αυτό κάνουνε οι γάτες
μα σας παρακαλώ
μη σκοτώνετε τις σαύρες.
ten cut up poems part 2 (OCD)
6.
Είναι τ’ Αγίου Σεβαστιανού
είμαστε μαζί
τα χείλη σου φιλησανε τα χείλη μου
και τα χέρια σου
με μαστίγωσαν
με φιμωσαν
τα χέρια σου άφησαν τη σάρκα μου γυμνή
στο ασύλληπτο του πόνου
σαν παιδί ορφανό από μητέρα
7.
Μαζεύω πληγές
αγγίζοντας σε με την άκρη των δακτύλων
το κορμί μου γέμισε ρωγμές
μάζεψα όσες πιο πολλές μπορούσα
Η ανάγκη εν τέλει είναι πιο ισοπεδωτική
από τη θέληση
8.
Ο δεσμός του με το χαμό
γίνηκε χάσμα βαθύ
κι εκείνος
στο σκοτάδι έσβησε σιωπηλά
9.
Χτες ελπίδα
Σήμερα σιωπή
Αύριο στάχτες
10.
Χαμηλώνει το βλέμμα του
το βήμα σέρνει
Μεγαλώνει
Έτσι μεγαλώνει
Πέτρινος
Ένα δευτερόλεπτο στο κεφάλι μου (Celine Kuyumdzhu)
θέλω να ακούσω τη πιο θλιβερή μελωδία του κόσμου
εκείνη που νιώθεις πως μια παλάμη με γυάλινα δάχτυλα μπαίνει μέσα σου και στύβει την ψυχή σου
νιώθεις σαν πλυντήριο
με κάθε κομμάτι φθηνού ρουχισμού να αντιπροσωπεύει και όλες εκείνες τις στιγμές που οι αισθήσεις σου σαν να οξύνθηκαν
να άκουσες εκείνη τη φασαρία των ανθρώπων λίγο πιο δυνατά
να άγγιξες επιφάνειες τραχιές,που γδέρνουν κάπως τα μικρά σου δάχτυλα
να εισέπνευσες εκείνον τον ιδρώτα λίγο πιο βαθειά,να σου άρεσε κι όλας
στιγμές που είδες τον κόσμο από μια οπτική ανάποδη
όχι γιατί όλα φαντάζουν πως αναποδογύρισαν
μα γιατί ό,τι πάει ανάποδα μονάχα σε μπερδεύει
αμφιταλαντεύεσαι ανάμεσα στο «ήδη ξέρω» και στο «ακόμη μαθαίνω».
Βάλτο λοιπόν στον οικονομικό.
Μήπως επιτέλους ως ύπαρξη πάψεις να μολύνεις την γη που σε φιλοξενεί, μήπως συνεισφέρεις κάπως πιο εναλλακτικά.
Είναι της μόδας βλέπεις.
Ακούγονται γρανάζια μέσα στο κεφάλι μου,θέλουν λάδωμα τα αναθεματισμένα
σκουριασμένες σκέψεις και κάπου από πίσω ένα γέλιο που θυμίζει το δικό σου
μα δεν ξέρω άμα όντως είναι αυτό
γιατί μέσα από τα καλώδια η φωνή σου γεμίζει παράσιτα
ωθώντας με να θέλω να τα αφανίσω όλα ένα ένα
παρόλο που σου είχα πει εξ αρχής πως εγώ δεν σκοπεύω να σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι για πάρτη σου
αλλά τώρα βλέπω τη παλάμη μου πάνω στο μάγουλο σου
και λίγο βραχυκυκλώνω.
Θέλω να ακούσω την πιο θλιβερή μελωδία του κόσμου,
ύστερα να κλάψω ώσπου να μεταμορφωθώ σε σεντόνι
να με απλώσω σαν μπουγάδα,εμένα και τα ληγμένα μου συναισθήματα
πάνω σε ένα σχοινί
και με κάθε πέρασμα του ανέμου
να στεγνώνω
ώσπου να αξίζω να απλωθώ
σε κάποιο στρώμα ξένο
να με πλακώσει ένα ζεύγος από εκείνα τα ερωτευμένα
ώσπου να λερωθώ ξανά
μα πλέον γεμάτη με ηδονή
να με βάλουν πάλι μέσα στο πλυντήριο
να τα ξεχάσω όλα,
μαζί κι εσένα,
μαζί κι αυτούς,
μαζί κι εμένα.
Θέλω να ακούσω την πιο θλιβερή μελωδία του κόσμου,
εκείνη που είναι ικανή να εκτελέσει όλα τα μου στοιχειώδη
ξεκινώντας από τα γόνατα,τα οποία κάπως σαν να μικραίνουν
να λυγίζουν
να αγγίζουν έναν δρόμο άδειο
μα με τόση φασαρία συνάμα
να αναγκαστώ να τον αγγίζω με τις μικρές μου,ανούσιες παλάμες
να αισθανθώ την επιφάνεια την τραχιά
να γείρω νωχελικά στο πλάι
με μάτια αλμυρά να δω τον κόσμο ανάποδα,θολά και ξανά από την αρχή
να ακούσω τα βήματα του καθώς με ποδοπατούν,με παρασύρουν,με συνθλίβουν με τόση ευκολία
και ύστερα,
ύστερα να αφήσω το κεφάλι μου να πλαγιάσει μαζί μου
εισπνοή
να ευχηθώ να βρισκόταν ο ιδρώτας σου μέσα στα ρουθούνια μου
να ευχηθώ να απλωνόμουν στο δικό σου κρεβάτι
υποσχέσου μου μόνο,
στο όνομα ενός θεού που δεν πιστεύεις
πως θα βάλεις την πιο θλιβερή μελωδία του κόσμου
όσο θα ασχολούμαι με το ξαναγεννηθώ.
Κυνήγι Πιθανοτήτων (Διονύσης Αντωνάτος)
Η απελπισία είναι ο μόνος λόγος να θυμάσαι ότι πρέπει να ελπίζεις
Η ελπίδα είναι ο μόνος τρόπος για να απελπιστείς
(Τι μπορεί να περιμένει η μύγα μπλεγμένη στον ιστό
Ένω βλέπει την αράχνη να πλησιάζει;
Τι μπορεί να περιμένει αυτός που φωνάζουν το όνομα του για εκτέλεση;)
Στο μάταιο κυνήγι των πιθανοτήτων
Απόψε ξενυχτήσα πίνοντας
Σχεδιάσα προσεκτικά κάθε μου βήμα
Για να πονέσω πιο πολύ
Όταν το τσιγάρο κάψει τα σχέδια μου
Κι άλλοι χαρούν με την χαρά μου
Εγώ θα πνίξω το εγώ μου
Θα το κρύψω στα βάθη των ονείρων μου
Για να χει λόγο να με ταλαιπωρεί κάνα περίεργο βράδυ
Που θα λείπεις
Εγω θα έχω πιει
Και θα πρέπει πάλι να ξυπνήσω για δουλειά
Αν κάνεις 20 χρόνια την ίδια ευχή
Είσαι ή ρομαντικός ή ηλίθιος
Οπότε τα όρια της προσδοκίας μου για κάτι καλύτερο
Ισοφαρίζονται μόνο από την πραγματικότητα που ζω
Αλλά μεταξύ μας όπως έλεγε και το πρώτο κουρέλι
«Και ποιος δε ζει άλλωστε;»
Ρουτίνα (Σκοτάδι Άγνωστο)
Δε γράφω για να πάρω το βραβείο ή κάποιο έπαθλο.
Ακόμα κι αν το άξιζα δε θα μου το δίνανε.
Να ‘σαι σίγουρο γι’ αυτό.
Γράφω μήπως κατά τύχη δεις πουθενά κανένα στίχο μου κι ακούσεις το παράπονο μου.
Γράφω για να υπάρχει κάτι για να βρεις, αν ποτέ αποφασίσεις να με ψάξεις.
Γράφω για να τρώει το κτήνος, μην αρχίσει πάλι να μασάει την ψυχή μου.
Γράφω για να πω όλα εκείνα που κατάπια από ντροπή ή απο θυμό. το ίδιο κάνει.
Γράφω για σένα/ για μένα.
Γράφω για την Αθήνα.
Γράφω για τ’ αδέρφια μου.
Για όλα τα αδέρφια μου.
Αυτά που φύγανε/ αυτά που μείνανε..
Γράφω για την αθωότητα μας πριν ακόμα την ενοχοποιήσουνε -έτσι- να υπάρχει μια φωνή στο σύμπαν κάπου που να την υποστηρίζει.
Γράφω για να σε υποστηρίξω.
Γράφω για να μάθω με πολλούς τρόπους ν’ αγαπάω.
Γράφω επειδή δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω.
onoffuckoff (Ιώ. Τ.)
On-off
Φλέρτ δίχως τέλος
μα με το γάντι
“Τι όμορφη που είσαι”
“Είσαι κι εσύ τι όμορφος”
“Σεξουαλικότητα στο φουλ”
“Τι γυναικάρα που ‘σαι”
Καλοριφέρ το καλοκαίρι
Αιρκοντίσιον στο κρύο, χειμώνα με -2 βαθμούς Κελσίου
Μου στρίβεις τσιγάρο
Που ‘σαι
βγάζω απ’ την τσέπη
Σπιρτόκουτο
Να πάρουμε επιτέλους φόκο εδώ μέσα
Ανάβω
Ότι κι αν πεις
έτσι κι αλλιώς
Θα πω το αντίθετο
Οπότε
Έλα να το χορέψουμε κι αυτό το τραγούδι
Δικό μας είναι γαμώ το Χριστό μου
Λες μ’ αγαπάς, κι εγώ
“σ’ αγαπάω”
Και για να μη με πληγώσεις
Δεν θες να πονάω
“Ας μείνουμε φίλοι”
“Σε εκτιμάω πολύ”
“Δεν θέλω να πάθεις ότι και με τον άλλον”
“Δε μπορώ να στο κάνω αυτό”
Άντε μου και γαμήσου
Και αλλά κλισέ
Πλήγωσε με
Λέει πως μέσα μου ξέρω
Ότι δεν θέλω να μπορέσω
Μπορεί
Μα δεν γαμιέται
Ζήστο πρώτα και μετά ας μην το θέλεις
Γάμησέ με
Δεν είμαι λούτρινο να σκιστούν οι ραφές μου
Σκίσε με
Δεν είμαι καν πορσελάνη να σπάσω
Σπάσε με
Τα δάκρυα πίσω απ’ τα μάτια
Πονούν πιο πολύ
απ’ όταν τρέχουν στα μάγουλα
Κλάψε
μαζί μου, νερά να κυλήσουν
ποτάμια
Οι κόρες μου σχίζονται μες στις δικές σου
Σκίσε με -αυτό στο ξανάπα
Αυτό δεν είναι ακόμα ένα ποίημα
Που ‘σαι
Εστίασε εδώ
σου μιλάω
Αυτό ρε τσογλάνι θα στο ραπάρω
Fuck off
Αγρυπνία (Sofia Dee)
Το κορμί ζητάει ανάπαυση,
μα το μυαλό αλληλογεί.
Νυχτερινές πτήσεις
με ακουστικά και τσιγάρα.
Πάντα θεωρούσα προνόμιο
το να μπορώ να ατενίζω
μικρά ψήγματα του Σύμπαντος,
μακρινές λαμπερές προβολές.
Μαζί κι αυτό το τόσο χτυπημένο θηλυκό σώμα,
που ανοίγει και κλείνει τους κύκλους
του άφθαρτου Χρόνου.
Η μουσική μας εξακολουθεί να παίζει,
για πάντα και μόνο,
στη μέγιστη δυνατή ένταση.
Ενεργειακή μάνα
μεγαλώνει παιδιά της ψυχής.
Γιατί χωρίς Εκείνη,
Απλώς δεν μπορούμε να υπάρχουμε.
Και να που
μέσα στο πηχτό σκοτάδι
αρχίζουν να διαφαίνονται
όλα τα όμορφα!
μελίγκρα η άτροπος (Τρία Έπσιλον)
τα παιδιά αγνοούν με τι είναι σπαρμένα τα νεκροταφεία και πηδούν από πλάκα σε πλάκα σε πλάκα: κάνουν πως το πάτωμα είναι λάβα. στο μεταξύ, σημειώνω να μην το ξεχάσω, οι φωτογραφίες στα νεκροταφεία φανερώνουν πολλά περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε κανείς να ξέρεις. δυο γερασμένα ταίρια που βρέθηκαν με φώτοσοπ στην ίδια εικόνα, η κυρία με τον σφιχτό κότσο και το κέρινο δέρμα, το ασπρόμαυρο ζεύγος με τις γερμανικές επιγραφές και τα λευκά αγαλματίδια ήταν σίγουρα γερμανοί μετανάστες στον ύστατο κι οριστικό τους επαναπατρισμό.
κεντρομόλος των μνημάτων ο κύριος με τα γυαλιά ηλίου που χαμογελά σαρδόνια στον φακό σε μια λήψη εμφανώς παρμένη σε νυχτερινό κέντρο- θυμίζει κάτι από φτηνή σαμπάνια με φράουλα τριών ημερών, ενώ πάνω στο μνήμα του έχει ανθίσει μια γιγαντιαία τριανταφυλλιά με δεκάδες κλώνους και πολλαπλάσια άνθη: λερναία ύδρα θανάτου έχει φάει το μνήμα, γνέθεις ένα κουβάρι κι άλλα τρία πεθαίνουν, Κλωθώ βασίλισσα της φθοράς, τα άνθη κόκκινος λεκές στη λευκή μαρμάρινη κηλίδα του πράσινου δάσους.
αυτό το σώμα πολύ θ’ αγάπησε για ν’ άνθισε έτσι, λέω και του κλείνω το μάτι
Στο σημείο (Έμμα)
Στο σημείο που όλα κωλλύονται και εκολλάπτεται το μοναδικό ένα, εκεί βρίσκομαι.
Κατάλαβα πως το ταξίδι μου δεν είχε απαραίτητα κάποιο προορισμό όταν μου είπαν πως δεν υπάρχει πιλότος.
Έτσι για καιρό περιφερομουν από δω κι από κει, γνώρισα κόσμους και είδα την ψυχή μου να ευδοκιμεί και να σαπίζει αμέσως μετά.
Οι μέλισσες έρχονταν για λίγο μα μολις καταλάβαιναν πως σιγά σιγά έβγαιναν σκουλίκια έδιναν τη σκυτάλη στις μύγες, που τελικά έμεναν για καιρό.
Αποφάσισα να πάρω το τιμόνι και να πάω εγώ εκεί που θέλω.
Κατευθύνθηκα προς το φεγγάρι.
Εκεί είδα τον μικρό πρίγκιπα, μια αλεπού και έκλεψα ένα τριαντάφυλλο.
Μετά, πέρασα απ’τον Άρη, όπου και έμεινα με τον Bowie και προσπαθούσε να με πείσει πως όντως, υπάρχει ζωή στον Άρη. Συμφώνησα κι εγώ μετά την τρίτη γραμμή.
Σηκώθηκα από τον θρόνο μου και μπήκα πάλι στο αεροπλάνο.
Επόμενη στάση: οπουδήποτε εκτός από τη γη.
Ίσως να έμπαινα στο βυθό, είπα στον εαυτό μου.
Μα δεν θα μπορώ να αναπνεύσω, απάντησα.
Δεν με ένοιαζε και πολύ.
Ήξερα πως είχα δει αρκετά γι’αυτό παραδέχτηκα πως δεν ξέρω να κουμαντάρω αεροπλάνο οπότε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα με είδα να βρίσκομαι πλάι στο κράκεν.
Αν είχες υπομονή, μου λέει, αυτό θα το είχες αποφύγει.
Δεν πειράζει, απαντάω.
Πάλι καλά που η μοιρα διάλεξε τρόπο να πεθάνω κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου.
Μάλλον αυτός ήταν ο προορισμός λοιπόν.
Θα έλεγε κανείς πως αν δεν έπαιρνα το αεροπλάνο, και άφηνα τον χρόνο να μου χαρίσει τα δώρα του, θα ήμουν καλά τώρα.
Και δίπλα στο τέρας όμως , έτοιμη να γίνω τροφή, βρίσκω όμορφια στα πλοκάμια που θα με πνίξουν στο τέλος.
Στο σημείο που όλα αρχίζουν και τελειώνουν, στο Α και το Ω, έλα και ίσως να με προλάβεις.
Πως κοιτάνε προς τα πάνω οι άνθρωποι (Άλεξ Κοάν)
Έχουνε κοιμηθεί πια οι λύκοι.
Οι βελόνες των αστεριών
είναι οι δείκτες που μετρούν την απόσταση,
αυτή που χωρίζει εμένα
απ’ τον κόσμο.
Υπάρχει ένας καθρέφτης
στον πυθμένα του διαμερίσματος
κι όταν τον κοιτάω
βλέπω στα μάτια μου ένα καράβι
ή έναν ηλιόσπορο
ή τα ερείπια κάποιας αρχαίας χώρας
κι όταν λείπω ή έχω κλειστές τις κουρτίνες μου
ο καθρέφτης είναι σπασμένα γυαλιά
που κουβαλούν τα μυρμήγκια
για να θρέψουν τη βασίλισσα,
να γεννά νύμφες στην άβυσσο.
Όταν κρυώνω τα πόδια των τραπεζιών
είναι σαν χαραμάδες που ραγίζουν τις πτυχές
ενός αποφυλλίτη -δεν τρέχει αίμα.
Κοιμάται η βάρκα
και φαντάζομαι ένα ποτάμι με πυρετό
ή φαντάζομαι ένα κάρβουνο
να χτυπάει στο μέτωπο κάποιον που ήξερα
μα δε θυμάμαι πια το πρόσωπό του
ή φαντάζομαι μια διάσειση
σ’ ένα μεταλλικό δοκάρι
που στήριζε ένα μανεκέν σε μια βιτρίνα
κι όταν τα φαντάζομαι όλα αυτά
υπάρχει μια σκοτεινή φιγούρα που σέρνεται
και κλαίει στα πλακάκια διψασμένη.
Μην ξεχάσω: η νύχτα δεν έχει φεγγάρι
γιατί αποφάσισα να το βγάλω
και να το καταπιώ.
Μα έχουνε κοιμηθεί πια οι λύκοι
κι η γειτονιά έχει ησυχία,
ένα μακρινό βουητό μόνο
μου θυμίζει να ξεριζώνω τις σανίδες απ’ το πάτωμα
και να σκίζω τα μήλα σε χίλια κομμάτια
να γεμίζω μ’ αυτά σαν χαλίκια στο δρόμο
το κενό
που χωρίζει εμένα
απ’ τον κόσμο.
Πύργοι (Φώντας Φ.)
ξέρω
πως στον τόπο σου είχατε συνηθίσει
όταν βλέπετε κοράκια να στήνετε σκιάχτρο, ξερω
μα εδώ
όταν βλέπουμε το μαύρο φτερό να έρχεται προς το μέρος μας
ξαπλώνουμε στο χώμα
και του φωνάζουμε: Αν ήρθες για το συκώτι μου ξένε, έλα, έλα
αν ήρθες για τα σπλάχνα μου, παραδίδομαι στα δόντια σου τα
πεινασμένα.
Ξέρω
στον τόπο σου
είχατε συνηθίσει
το κεφάλι βαρύ απ’ τα χάπια, το κεφάλι βαρύ απ’ τα υγρά
των μυρμηγκοφάγων
κι ο τσέπες πάντα άδειες
απ τα πλαστικά σπαθιά
που σας πουλούσανε οι γύφτοι και οι μπαλαμοί στα πανηγύρια
αλλά εδώ
δε θα ξοδέψεις ούτε φράγκο σε βλακείες
τίποτα δε θα ξεχάσεις, μόνο θα σέβεσαι, θα φοβάσαι, θα μισείς
το μαχαίρι που βγαίνει απ’ τη θήκη του με λαιμαργία.
Ξέρω εδώ
δεν έχουμε
πλάκες χρυσού
ούτε κλαδιά για να σε κάψουμε
εδώ δεν έχει συνωμοσίες
τις κλειδώσαμε σε ένα σκοτεινό υπόγειο και πιάσαμε το τραγούδι
και χορεύουμε αγκαλιά με τις φλόγες, σαν αδέρφια
που επιτέλους βρέθηκαν.
και μες τα χαρακώματα με τα μαραμένα πέταλα της ζωή
απαγορεύσαμε την μονοτονία
και επιβάλαμε το απαισιόδοξο ο ένας στον άλλο.
Ξέρω υπάρχουν και άλλα μέρη
μα
για εμάς είναι εδώ
και
κάτω απ’ τους πύργους του μπρούκλην
διαβάζουμε dugin.
ten cutup poems part 1 (OCD)
1.
Τράβηξε για τη βάρδια του
μ’ ένα γιαπωνέζικο χαϊκού στα χείλη
και στη σκέψη εκείνο το σπουργίτι
που κάθε νύχτα πίνει νερό απ’ τη
χούφτα του
το βήμα του το δίχως χνάρια
ηχεί στο βάθος
2.
Θρόισμα
οι φυλλωσιές απλώνονται
κελαρυστά ποτάμια
ο κύκνος στη λίμνη
τ’αηδονιου το φτερούγισμα κι η λαλιά
παίξε αέρα
με τα φύλλα
το ρόδο
το αηδόνι
με τα βέλη που ένα τους
τρυπά το ελάφι
γαλήνη
γαλήνη
3.
Αισθάνομαι πληρότητα
ξέροντας πως η αγωνία
θα με περιμένει να την ξεδιψάσω
κάθε που το στομάχι μου χύνεται
πάνω από τη λεκάνη
4.
Άλικος ανθός η γλώσσα σου
κι η φωνή σου το όνομα μου όταν προφέρεις
το βάφει ρόδινο
5.
Νιώθει να φέγγει το πρώτο φως
πάνω στο άγριο πρόσωπο του
ατενίζει για μια στιγμή τον
έρημο τόπο
τα μάτια του όμοια με μάτια ερωτευμένου
διψασμένα για δάκρυα και φαρμάκι
το σύνθημα ήχησε σήκωσε τα σπασμένα πόδια του
και πήρε το δρόμο προς το φυλάκιο
ήταν η ώρα του για σκοπιά
έφυγε σφυρίζοντας μια πένθιμη μελωδία
γλίστρησε σε μια αχτίδα και πέφτει
δεν τον θάψανε μνήμα
του το φως
Εχτές μαχαίρωσα τον dj στην καρδιά (Χαριτίνη)
Εχτές μαχαίρωσα τον dj στην καρδιά
(δεν είμαι σίγουρη αν χτύπησα ακριβώς καρδιά αλλά έστω)
Ο καριόλης έπαιξε ακριβώς στην αλλαγή της ώρας
Το «Σε αγάπησα» της Πλάτωνος
Πήγα με ηρεμία να του ζητήσω τον λόγο
-Κλείσ’το του είπα, είσαι σοβαρός;
-Έχουμε άρρωστο κόσμο εδώ μέσα μωρό μου
-Βλέπεις κανέναν να χορεύει ρε μαλάκα;
«Λίγα κομμάτια σε κίτρινο χρυσό έχουν μείνει, τώρα είναι ευκαιρία να τα αποκτήσετε»
-Άλλαξε κομμάτι, αλλιώς θα σου κάνω αυτό που περιγράφει ο Morrissey στο Panic
-Κάτσε αυτός δεν είναι φασίστας;
-ΕΛΑ ΚΛΕΙΣ’ΤΟ ΕΙΠΑ
«Γέρασες, γέρασα»
Τελοσπάντων, να μην στα πολυλογώ
Όταν μπήκε το αγαπημένο μου σημείο, εκεί που πέφτει το μπάσο αρμονικά
Τράβηξα την φαλτσέτα που σου έχει λείψει και του έκοψα τον λαιμό
Επειδή όμως φώναζε άουτς συνέχεια
Και δεν τα μπορώ αυτά
Με ένα αριστοτεχνικό χτύπημα black mamba του κάρφωσα την καρδιά
Την έβγαλα-την ξεκόλλησα
Και την έφαγα μαζί με τα πατατάκια του ποτού μου
Τα υπολείμματα τα έκανα κραγιόν
Πάμε να φύγουμε ρε μαλάκες, νέκρα είναι εδώ μέσα
«You are my last hope»
Εξ ευωνύμων (Σίλουαν Κ.)
Πορεύεσαι με την αρρώστια σου και γω με την δική μου –
η δική σου είναι μακρινή,
την διακρίνω από κάποιον καθρέπτη, η τη φιγούρα ενός
ακροβάτη
ή μια έκλειψη του φεγγαριού
ένας άσκοπος ρυθμός που σε καταδιώκει:
μια αγέλη με πουλιά του ζόφου (ομίχλη κλπ)
και ίσως βλέπω ή ονειρεύομαι ή αγγίζω
έναν σκελετό πίσω απ’ το σώμα σου
έναν σκελετό σα μαριονέτα
μια τέλεια αρρώστια η δική σου, σ’ αναγκάζει να την υποστείς.
Ωστόσο η δική μου αρρώστια
δική μου σαν το χέρι μου ή σαν τα γόνατα μου,
είναι μια αρρώστια που όταν την σκέφτομαι
νιώθω ένα βαρύ ροζ σύννεφο στο σβέρκο
ένα ροζ σύννεφο γεμάτο με κάτι ανεξήγητο και αναπόφευκτο
ένα ροζ σύννεφο ή μια πάθηση,
μια φοβερή
και σπάνια πάθηση
που από μικρή ηλικία ποτίζει τα κόκαλα μου.
Στο τέλος πάντα γίνεται ένας βάλτος
και εκεί το μυαλό μου
ολοένα πέφτει
και εκεί η ψυχή μου
ολοένα πέφτει
ολοένα πέφτει – γίνεται μια σούπα του τρόμου
στην όποια ανακατώνεται
το παρελθόν
με το παρόν και καμία φορά με το μέλλον.
Δεν την αντιμετωπίζω, είναι μάταιο πλέον,
απλά εισχωρώ: σ’ έναν πολτό
αναμνήσεων και προοπτικών, και τότε, εκεί,
βυθισμένος
ως το λαιμό όπως είμαι
γνωρίζω ή παραληρώ ή
διαισθάνομαι, πως η θεραπεία υπάρχει
και είναι το χιόνι, ακούγεται παρανοϊκό, όμως η θεραπεία είναι
υπό μια έννοια η βραδύτητα και το χιόνι·
λέω τότε πάλι:
η θεραπεία είναι η απομάκρυνση και η σιωπή,
η θεραπεία είναι δηλαδή το γλυκό σκοτάδι,
όμως εκείνη
μια αρρώστια σαν ύαινα και σαν εμετός
επανέρχεται πιο δυνατά
και η καρδιά μου σφίγγεται
και με ζώνουν οι τύψεις·
αν έστω είχα την διάθεση, λέω τότε, να μετανοήσω
να αλλάξω λίγο την θέση μου
να κάνω μια πειστική πόζα
να πάρω το κοινό με το μέρος μου, ίσως λέω,
αν είχα έστω την διάθεση,
ν’ αναγνωρίσω πως έχω ευθύνη για την αρρώστια μου…
Και όταν τελειώνω αυτά τα λόγια
βλέπω ή ονειρεύομαι έναν σκίουρο να τρέχει
και τρέχει σ’ ένα κρυστάλλινο δάσος
λέω ο σκίουρος είναι η υγεία
με ρωτάς για τα δέντρα
και γω λέω ξανά πως ο σκίουρος
είναι μάλλον η ανθρωπινή αδυναμία
μια εμφάνιση της δειλίας που τρέχει σαν το φως,
κβάντα του φόβου που στροβιλίζονται
στο δάσος και στα κλαδιά των δέντρων,
ενώ τώρα βρισκόμαστε στο αιώνιο δειλινό
αυτό δηλαδή που οι άνθρωποι λένε αιώνιο δειλινό
αν όντως το λένε,
και πάντως τα δέντρα είναι ο χρόνος
και ο σκίουρος είναι ίσως η ποίηση σκέφτομαι ξανά
όχι η υγεία πάντως, ούτε το άγχος,
η ποίηση, το πέρασμα, η σταύρωση:
σαν τρελαμένος έφηβος που κυλίεται στις μαργαρίτες
ενώ ο ήλιος πέφτει
η ανάπαυση λέω τότε,
σαν την ανάπαυση φυσικά,
την ξ ε κ ο ύ ρ α σ η,
και το τρένο περνάει, κυλιέται κάτω απ’ το φως
της ομορφιάς
και της αγνότητας.
Πορεύεσαι ωστόσο, σε βλέπω
με την αρρώστια σου παραμάσχαλα
και γω με την δική μου
μια αρρώστια που την φαντάζομαι πιστή
όπως φαντάζομαι έναν σκύλο
να ακολουθάει τον αφέντη του ή τις σκιές δυο κυνηγημένων
στο δρόμο
στη γέφυρα
στα κίτρινα φανάρια μιας έρημης πλατείας, αρρώστιες
που τρέφονται
απ’ την αδυναμία μας να πεθάνουμε ή τουλάχιστον
να ζήσουμε.
Συμβαίνει όμως και ο ουρανός κάποτε ανοίγει στα δυο: συμβαίνει
είτε από τύχη είτε από ατυχία
στη μέση κάποιας κακοκαιρίας
εκεί που νιώθεις μόνος και παραιτημένος,
λες και κακοκαιρία
θα πει μοναξιά ή θα πει απελπισία,
πάντως κάποτε συμβαίνει με το τρόπο
που υπάρχει η αγάπη ή διαβάζεις έναν πονεμένο στίχο
συμβαίνει και προς στιγμήν, ο ουρανός ανοίγει στα δύο,
και τότε
άρρωστοι δεν υπάρχουν, παρά μόνο αρρώστιες,
και εγκαταλελειμμένος
είναι μοναχά όποιος δε μετανοεί· όποιος αφήνεται στη βροχή
ελπίζοντας πως οι δρόμοι
πλημμυρισμένοι
θα παρασύρουν εκείνον και το σταυρό του, σε κάποια γη της επαγγελίας
σε κάποιο ηλιακό περιβόλι
ή σ’ ένα γαλήνιο αστρικό δείπνο :
και βλέπω δεκάδες νέους πνιγμένους
και βλέπω τα δάκρυα τους για το τίποτα
στο τίποτα
στο μαύρο κενό,
και βλέπω δεκάδες σάπια ξύλα
να βουλώνουν τα φρεάτια…
Εν μέσω αστραπών
στυλώνω τον δικό μου σταυρό
μες την λάσπη
και σκαρφαλώνω.
Αράχνη (Οδυσσέας Διαμάντης)
Στη γωνιά του κρύου τοίχου
καθισμένη στο ταβάνι
μια αράχνη με κοιτάζει όλο νόημα.
Βάφει τα νύχια των ποδιών της
στα χρώματα της θάλασσας
και σκέφτεται πότε θα χτίσει
ένα κρυστάλλινο παλάτι
στον ουρανό.
Καταβροχθίζει τις σκόνες
που σκεπάσανε τους τοίχους
δαγκώνει τον αιμάσσοντα αέρα
και πλέκει τον ιστό της
με την επιμέλεια του γλύπτη.
Όμως, όταν ανοίξει κάποια πόρτα
ή φυσήξει άνεμος απ’ τα παράθυρα
σαν τον ληστή
όσα έφτιαξε με κόπο κι αγάπη
καταρρέουν και χάνονται.
Μα εκείνη επιμένει στ’ όνειρο
επιμένει στα κρυστάλλινα παλάτια
χωρίς ποτέ ν’ αλλάζει τα υλικά της ζωής της.
Ενεός μένω να κοιτάζω την αράχνη
που βάφτηκε σήμερα στα χρώματα της θλίψης
Λογικά θα ετοιμάζεται να γιορτάσει
τα νέα δίχτυα που θα σπάσουν
μαζί με το ηθικό της
γεγονός σύνηθες τους μονούς μήνες
στις πρόβες θανάτου.
Αλλά ποιος είμαι να κρίνω:
σε τελική ανάλυση
στο ταβάνι κάθεται
απλώς μια αράχνη που με κοιτάζει όλο νόημα.
Μετέωρο (Κιριλος)
Μετέωρο.
Φαινόμενο, συνήθως φωτεινό, που σβήνει απότομα.
Αποτέλεσμα εισβολής βραχώδους αντικειμένου στην ατμόσφαιρα.
Μεταφορικά: κάτι αβέβαιο ή σε αναμονή.
Μετέωρο αίσθημα.
Το αποτέλεσμα της νοητής σύγκρουσης των προαναφερθέντων εννοιών, μέσα σε ένα κεφάλι.
Ένα συναισθητικό ψυχοσωματικό φαινόμενο, αστρονομικών
διαστάσεων/αποστάσεων/αντιστάσεων/ά-σεων.
Κυριολεκτικά: Απραξία ή/και δράση παρακινούμενη από ανεπεξέργαστα εξωτερικά ερεθίσματα
και παρακινούμενη/ενισχυμένη από γρήγορα εναλλασσόμενες αλλά ταυτόχρονα, πάντα,
δυσανάλογες ποσότητες αλκοόλης και αυτοπεποίθησης.
Εκτυφλωτικό. Προσκρούει, τρυπάει, δημιουργεί κρατήρα. Θραύσματα γυαλιστερά παντού,
εξαπατούν. Πέτρες είναι. Όσο μένουν εκεί προσθέτουν περιττό βάρος και έτσι σκληρές σε κάθε
κίνηση σου, τις νιώθεις. Αμφιβολία στάζει από τον πυρήνα ανέλεγκτα στους νευρώνες που την
αβεβαιότητα μεταφέρουν ακούσια σε όλο το σύστημα. Εκρήγνυνται.
Με κάθε παλμό της η καρδιά διοχετεύει περίπου 70 χιλιοστόλιτρα αίματος στις αρτηρίες.
Με αυτό τα ρινίσματα καταλήγουν στα άκρα.
Ή για γάγγραινα πας από την απραγία ή με σπαστικές άγαρμπες κινήσεις καταλήγεις να
ακουμπάς και να κόβεις γόνατα προταγμένα.
Μέρες κενές και ξάστερες (malavita)
Η άγνοια χτυπά τα τζάμια.
Η μουσική στην διαπασών.
Λογία μπλεγμένα σε στίχους.
Βλέμματα τριγύρω ανάκατα.
Προσμονή, λαχτάρα,
μπορεί ακόμη και βαρεμάρα.
Στα σκαλιά εκείνος
και ‘μεις.
Με τα μέσα του τρώγεται.
Μυρμηγκιά οι ανασφάλειες
που βγήκαν βόλτα στα χεριά μας επάνω.
Μα η ώρα πέρασε και κείνος
έκανε μια γκριμάτσα, τάχα πως γέλασε.
Από την άλλη εγώ.
Μέσα σ’ ἐνα τετράγωνο,
προσπαθώ να συντονίσω εαυτό και πραγματικότητα.
Τριγυρνώ και ψάχνω τα θέλω μου σε καπνούς.
Ξεγλιστράς στα υπόγεια,
και γυρνάς τον εαυτό σου σε τσιγάρα.
Το ημερολόγιο γράφει:
«Χαμένοι στην μελωδική χασούρα, δέκα βήματα πριν την πτώση σας.»
Μα δεν βαριέσαι.
Φωτά τριγύρω.
Φωτά μέσα μου.
Φωτά με έντονα χρώματα και σκούρα μαζί.
Μαύρο και κόκκινο.
Πάντως όχι άσπρο.
Άσπρο χρώμα έχουν τα υφάσματα
που δένουν τους συντρόφους μας
στα αυθαίρετα ψυχοκελια τους.
Άσπρο χρώμα έχει η μηχανή
που μεταφέρει το άκαρδο ερπετό
με το γκλοπ και την λυσσά.
Άσπρο χρώμα έχει η απάθεια
που γατζωνεται στα ματιά του
τα σκόρπια πρωινά.
Άσπρο χρώμα έχει η ένταση
που μου χτυπάει τα μηνίγγια
εκείνες τις ώρες της αιχμής.
Εγώ και οι άλλοι (Sonder)
Έψαξα τον πληθυσμό της γης
Και ήταν 7,674 δισεκατομμύρια
Έψαξα τον μέσο όρο κιλών του ανθρώπου
Είναι 60 κιλά στην αφρική και στην ινδία
Και 80 στην Αμερική
Άρα ας πούμε 70.
Λοιπόν
Αν τα μαθηματικά μου είναι σωστά
Πρέπει να αυξήσω τα βάρη στο γυμναστήριο
Καθώς
Έχω
537,18 δισεκατομμύρια τόνους
Πόνου
Και μαλακίας
Να κουβαλήσω
Στην πλάτη μου.
Έχω σθεναρά χαθεί (Φίλιππος Παλατιανός)
Πολλές βλέψεις χάθηκαν
στα συγυρισμένα δωμάτια και τους καλλωπισμένους φοίνικες
στις αυλές των ξενοδοχείων
που έχουν εστιατόρια με κουζίνα από όλο τον κόσμο
Που οι υπάλληλοι μαθαίνουν να μιλάνε ευγενικά και με φόβο σε κάθε πελάτη
Πολλές βλέψεις χάθηκαν
εκείνη τη στιγμή που η κυρία Μόσχα που έχει τα δωμάτια
χτυπάει την πόρτα για να καθαρίσει και να φέρει καινούργιες πετσέτες
Πολλές βλέψεις χάνονται
όταν κοιτάζεις τα φουγάρα του πλοίου να τα μαλακώνει
ο ήλιος που τα κοιτάει
Πολλές υποσχέσεις εξαφανίζονται
όταν σταματάνε να έρχονται
αυτοί που τις τραγουδάνε
Το αμάξι δεν έχει ποτέ βενζίνη
γιατί του την κατάπιε όλη
αυτή η βρεγμένη
από τον καύσωνα άσφαλτος
και κάθε φορά που προσπαθείς να επιστρέψεις
Είναι όλο και πιο δύσκολο
Ένα καλτ Αθηναϊκό πλάνο (Σκοτάδι Άγνωστο)
Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε τίποτα μπροστά μου
που να δείχνει έστω και λίγη δράση.
Τα αμάξια παρκαρισμένα το ένα πάνω απ’ το άλλο,
Τα προποτζίδικα γεμάτα από φιλόδοξους μπαρμπάδες
και στερημένους πιτσιρικάδες,
τυποποιημένα ποιήματα σε φέιγ βολάν με κορδέλες,
αγκαλιές και χάχανα έξω από μεγάλα εστιατόρια,
μέσα άχνα…
Τα περίπτερα δε δίνουν παρά μόνο εισιτήρια και τσίχλες.
Σταματήστε να βιντεοσκοπείτε το κενό που έχετε μέσα σας!
φώναξα στον αέρα…
δεν ακούστηκε τίποτα κι έτσι όλα καλά.
Βαρέθηκα.. πάω να πιω τίποτα.
Σ’ ένα αθηναϊκό μπαρ μέσα
τσιγάρα δεν έχω
η μπύρα ζεστή και τα φυστίκια μπαγιατέψανε.
Όλα στη θέση τους μοιάζουνε να είναι.
Επιλόχεια (Τρία Έπσιλον)
το κοράκι κάνει γαρ\γαρ, ο ήχος μοιάζει με το πώς θα γάβγιζε ένας ιπτάμενος σκύλος, σαν αυτόν που ισχυρίστηκε πως είδε ένας από τους κλέφτες διδύμους και ζήτησε αμύθητα λεφτά από τον βασιλιά, στη χώρα που φύτρωσες λες είναι διάσημος εκείνος ο μύθος. κι εγώ σε πιστεύω.
υπήρξες κάποτε μωρό, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. ο θηλασμός μοιάζει φρικτός, όπως το τεράστιο πλάσμα κρέμεται με δόντια δαγκάνες απ’ τη ρώγα σου- σε πέντε χρόνια θα έχω υιοθετήσει τα μισά αδέσποτα της πόλης, τρία με τέσσερα παιδιά και έναν κάδο σκουπιδιών. το τελευταίο θα ισχυρίζομαι πως δεν έχω ιδέα πώς προέκυψε, αν και πολύ καλά θα ξέρω πως η ιδέα αυτή άρχισε να κυοφορείται τη μέρα που έριξα μέσα στον τεράστιο μαύρο κάδο τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου. αν λοιπόν στ’ αλήθεια κάθε πράξη μας φέρει ένα νόημα, η ιστορία αυτή αξίζει να τελειώσει τη στιγμή που το τεράστιο μαύρο πετούμενο αψηφά τις αναθυμιάσεις του μετάλλου και αρπάζει το μπρελόκ με το ράμφος του, τινάζει τα φτερά του με λύσσα- το νερό σ’ αυτά τα μέρη δεν είναι τρεχούμενο, αργεί τον ιούλη να στεγνώσει η πίσσα.
η μετάφραση δεν είν’ το ζητούμενο. σου θυμίζω κοράκι σε ληστεύω σαν κίσσα.
Μεταθανάτιο (Morley)
Βρίσκονται θαμμένοι στο κέντρο του δάσους
δύο μάγοι που έκλεψαν με ξόρκια το φως.
ο πόνος στην τελευταία φιλόξενη άκρη του σεληνόφωτος
περπατάει σκυφτός σαν αιωνόβιος γέρος.
Φθαρμένο, γκρίζο σακάκι, ασθενικός βηματισμός, τσιγάρο.
Μέσα στα μάτια του φυτρώνουν δύο σαραβαλιασμένες πόλεις.
Δέκα τάφοι, ένας νεκρός αδερφός, ένας σκύλος κουτσός
Πέντε πνοές και είμαστε ψηλά στις νεφέλες, πέρα από την μαραμένη πολιτεία.
Στα παλιά της μηχανουργεία οραματίζονται το μέλλον
και φοράνε κατσαρόλες στο κεφάλια.
Με σπάνιες πολεμικές μηχανές και όπλα φτιαγμένα από μάγια
στήνουν τον επόμενο μυστικό πόλεμο.
Φωνάζουν, σκοτώνουν, γιορτάζουν και ένα αιωρούμενο φασματικό
χάδι, χαρακώνει τα μάγουλα των αθανάτων.
Σαν τα τσακάλια που αλυχτάνε στον Άδη, τη δόξα με τόξα
ορμούν και αρπάζουν και φεύγουν μαζί στο σκοτάδι.
Ο μάντης Τειρεσίας κουμπώνει δύο ασπιρίνες, ο πονοκέφαλος
δε συγχωρεί. Φουντώνουν οι μνήμες σαν λάβαρα καρφωμένα σε
σκελετωμένα κορμιά. Αγαπημένε μου φίλε και αδερφέ σε
καλωσορίζουμε στην αυλή του Ερέβους.
αγάπη με «α» στερητικό (±)
ξέρω ότι με αγαπάς
απλά
δεν με αγαπάς με τον τρόπο που σε αγαπώ εγώ
ή ίσως
με τον τρόπο που θα ήθελα
και αυτό
αυτή η απόσταση
κάνει
την αγάπη αιχμηρή
Ο Τίγρης της Ζανζιβάρης (Λένα Χαϊμαντά)
Νεκρική σπείρα κάτω απ’ τα πέλματα
σαλεύω και περιστρέφομαι
ποια κατεύθυνση έχουν οι φλόγες; Υπήρξα παιδί
που έτρεχε στα έσω κοιμητήρια
αλιευμένος μάντης δεινών
διέσωζα το παρών σε πειραματικά βαδίσματα
ρωτούσα
ποια κατεύθυνση έχουν οι παγετώνες
και τα πουλιά του ιουλίου
στεκόμουν στην προβλήτα των δεινών
περίμενα
το ακροφύσημα του κόνδορα: σαλεύω και περιστρέφομαι
νεκρική σπείρα
στο μέλλον μιας ανάστασης
που όλο ξεθυμαίνει
ξεθυμαίνει
ξεθυμαίνει
μέχρι που γίνεται ιαχή
άδειου γηπέδου
και μαγνητοφωνημένος οργασμός
ακούρδιστης συμφωνικής συνουσίας
και σύκο
από κανένα δέντρο της γνώσης, μα δέντρου άγνωστου
σκληρού και ξενικού,
που δεν έχουμε ποτέ ξαναδεί στην έρημη ήπειρό μας.
Τούτη η νότα δεν τράφηκε ποτέ
απ’ τους ξανθούς βάλτους
της μεσονύχτιας φρίκης, μα μόνο απ’ τις φωνές
της ακατανόητης χρήσης
του γυάλινου και λίγο ραγισμένου ηχείου -ω χω χα!
Kαι έπλεαν ακροβάτες πια
στις στάχτες του πολέμου – σχημάτιζαν σύννεφα
και ίριδες που φυσούσαν
άκουγες μια φωνή να λέει
άνεμοι των καιρών γιατί μας αντιμάχεστε;
Όμως μας ξέφευγαν
όπως τα δάκρυα οι στιγμές
και καμία πολιτεία δεν ήταν αρκετή για μας
οι ακροβάτες έπλεαν
γυρνούσαν οι καταπέλτες
και οι ακροβάτες έστεκαν: ζωή υπό το πρίσμα του Αναπόφευκτου
κάτω απ’ τον ιδρώτα που κρυστάλλωνε τις απόπειρες μας
την αγωνία μας
τα άλματά μας
την πίστη μας για βροχές και βροχές αιώνων.
Κατέφθανε ο μέγας τίγρης της Ζανζιβάρης.
-και
μας
έπνιγε
στο
ξύπνημα
του
τελευταίου
ονείρου.
Ο έλεγχος του κειμένου (Φώντας Φ.)
Ελέγχω το κείμενο
σημαίνει
πως θαρραλέα βαδίζω
πάνω στους καυτερούς κόκκους
της άμμου
μιας θάλασσας
χαμένης
από τα πειρατικά
και τα πλοία
του στέμματος
ελέγχω το κείμενο σημαίνει
πενθώ κάθε βράδυ
για τα καρότα
που φύτεψα το πρωί στα γυαλιά σου
σημαίνει:
1 =//= 1
2 =//= 2
3 =//= 3
αλλά αυτό δεν με απασχολεί. Ή με απασχολεί λίγο. Ή με απασχολεί τόσο πολύ που
μετά το ξεχνάω, δοσμένος καθώς είμαι στον έρωτα σου
που κι αυτός είναι
στην πραγματικότητα
ένα σκιάχτρο
που κι αυτό πενθεί
για τα καρότα
που φύτεψα το πρωί στα γυαλιά σου.
Ελέγχω ένα κείμενο σημαίνει.
– Φυλακίζω το πνεύμα του χάρτη της Ανατολής.
– Φυλακίζω τα συναισθήματα μου για σένα.
– Φυλακίζω τους άθλιους μεταφραστές των αρχαίων ελληνικών κειμένων.
Και έπειτα, για να το κάνω ακόμα πιο ξεκάθαρο. Μιλάω για το ποτάμι που είχε ανάμεσα στα πόδια της μα στέρεψε. Και έπειτα μιλάω για την κακή μάγισσα, που αποδείχθηκε όμως πολύ καλύτερη απ’ τις καλές. Και έπειτα με θυμάμαι
να σε σέρνω
πρεζομένη
στην πλατεία
και να ορκίζομαι
πως ναι βέβαια
θα σου αγοράσω μια μπύρα.
Το κείμενο είναι ο τρόμος. Είναι μια θλιμμένη λεσβία που προχωράει πάνω στα ερείπια της
γαλλικής ακαδημιας και νομίζει πως έτσι έμαθε γαλλικά.
Αλλά δεν έμαθε γαλλικά, ούτε και
θα πάρει ποτέ την ιθαγένεια
κι ας ορκίστηκε να μισεί όσο τίποτα
άλλο τις μητέρες του Αλγερίου. // κάπου εδώ //
πρέπει να ειπωθεί
πως είναι δύσκολο να μιλάς στη γλώσσα μου για το Αλγέρι.
Αλλά είναι απαραίτητο
αν πρόκειται να ελεγχθεί το κείμενο.
Γιατί ελέγχω το κείμενο σημαίνει
κάνω το μεγάλο βήμα προς το Θεό
και τον σκοτώνω και έπειτα
διορίζω τον εαυτό μου Θεό για να
τον σκοτώσω ξανά
και ελπίζω στις ουράνιες μεταλλάξεις να βρουν την άκρη, να δώσουν μια λύση στο φτωχό λαό
κι αν δεν μπορούν να δώσουν τότε τουλάχιστον:
ας βάψει ροζ τα μαλλιά του ο λαός
κι ας μάθει να φοράει τακούνια
ή ας τα βάψει μαύρα κι ας πάει
να ενωθεί με τους λεγεωνάριους του Σιοράν, του Κανελλή, του Μπουκόφσκι.
Ή ας μην κάνει τίποτα
ας κάτσει να χαθεί
μέσα στην άμμο
όπως χάνομαι εγώ
όταν με φιλάς
στο μάγουλο
ή κι ακόμα
όταν βλέπω τον αδερφό μου
να με χαιρετάει απ’ το βάθος του πλήθους
κρατώντας στο χέρι
ένα σακούλι ψυχεδελικά μανιτάρια.
Ε x Λ x Ε x Γ x Χ x Ο x Σ
του κειμένου
φοβάμαι
πως δεν μπορεί
να υπάρξει
κι ωστόσο
είμαι βέβαιος
πως αν υπήρχε
θα τον έκανα
εγώ.
Στο Πάρκο (Σίλουαν Κ.)
Στο πάρκο κοιτώνας ένα πεύκο
με κλίση 60º
διαβάζοντας
κάποιες κακές μεταφράσεις του κάμμινγκς
ενώ ακούγεται μια φωνή
«έι παιδιά, σε πόση ώρα θα ρθει το ρεύμα;»
ενώ το δέντρο
κλίση 60º δηλαδή
ψυχρή
εκτέλεση
του κάμμινγκς στην καρωτίδα
αφού όχι αγκαλιά, ούτε ζύγωμα
ούτε καν φιλί
«παιδιά είπα!
αργεί
το
ρεύμα;»
και πάλι ούτε δέντρο προσευχόμενο
μήτε πεύκο
ερωτευμένο
μονάχα 60 κωλο º
απλώς
πιο κοντά στο έδαφος
πιο κοντά
στους εργάτες
60 του θανάτου º
κοντύτερα στα
ζωύφια
και τον θάνατο του πολιτισμού.
Το Καρναβάλι (Άλεξ Κοάν)
Α.
Λευκές πολύ λευκές τρελόμπαλες
λαστιχένιες όλες σαν σκουμπριά μιας χρυσής θάλασσας
ανηφορίζουν πάνω κάτω σε μια άμορφη μάζα
χωρίς ψυχή, χωρίς φαντασία μα μόνο πάνε
είναι οι λόξυγκες σαν τις γραμμές στις λωρίδες στους δρόμους
είναι τα γκρίζα πουλιά μιας πόλης
προς κατεδάφιση.
Ο ουρανός ένα μάτι
με πτερύγια
και σκόνη – φεγγαρόσκονη
χτενίζει δυο ξανθά φύκια
που φυτρώσαν σε κάποια εφημερίδα
που ξεχάστηκε στην άμμο
και το χειμώνα την καβάλησε το κύμα.
Β.
Σαν η οροφή
να γελάει σε κάποιο διάβολο
όχι με κακία
μα με περιφρόνηση.
Σαν το ξημέρωμα να είναι ήδη πολύ αργά
μα όχι και τόσο.
Γ.
Παρέλαση –
σέρνουνε σεληνιασμένοι
σε χορό τα σπασμένα
κι ατελή κορμιά τους
-τρέμουνε
χάντρινες πραγματικότητες
στην ξεφαντωμένη φαντασία!
Κι όταν ένας, κάποιος
σταμάτησε ακριανός, ξεγύμνωτος
μπροστά σ’ ένα πρατήριο με βενζίνη
γέλασε,
έφτυσε ένα φθαρμένο ζάρι
και σήκωσε το ένα πόδι του
να δέσει το κορδόνι – όλοι όλοι όλοι χειροκρότησαν! Τι τρομερό! Σπουδαίο!
Χαχα! Φωνάχτε φωνάχτε ΤΣΙΡΙΞΤΕ!
Διασκεδάστε το όσο προλαβαίνετε ακόμα
γιατί
σύντομα
Ξημερώνει
με το άρμα
το αρχέγονο άνθος
κάτασπρο
πάνω σ’ ένα θάμνο
στη Μεσογείων
-κι εκεί
εκεί
εκεί τελειώνει η πορεία
της γιορτής μας.
Δ.
Σκαρφαλώνει ένας μικρός νάνος
σε κάποιον πήλινο στύλο,
μια κολόνα σαν αυτές της δεη
μιας όμως άλλης, πολύ άλλης
πολιτείας.
Εκεί
το καρναβάλι δε σταματά
κι εκεί στην επιφάνεια
λίγο κάτω απ’ το γρασίδι
το χωμάτινο
υπάρχει κρυμμένο
ένα αρχαίο, πολύ αρχαίο
μυστικό.
Και
ίσως
-αν κι αυτό είναι μονάχα φήμη-
λίγο πιο βαθιά
υπάρχει ένα δωμάτιο, ένα σκούρο μωβ
δωμάτιο
που μαζεύονται μέσα
και στοιχηματίζουν στο μέλλον,
το μέλλον μας,
κάτι τρελοί, πολύ τρελοί
αγγέλοι.
Ε.
Γιατί εδώ
ή ίσως και λίγο παραπέρα
δεν πατάμε σε πλάκες
μα σε πλήκτρα
-ω ναι! δεν το ακούσατε;-
μουσική παίζουμε τόση ώρα!
Στ.
Γεμίζω τις γιρλάντες
με σπρέι σε χρώματος πορφύρας
και τα σαλιγκάρια, σπειροειδή,
κάποια πιο τρελά κι άλλα λιγότερο,
σφυρίζουν με τα σάλια τους
και κυνηγούν τον ήλιο.
Καρναβαλιστές-ποιητές
πιάνουν τις εικόνες
και τις καταπίνουνε
κι έπειτα,
στο σημείο της ρωγμής του δρόμου,
βουτάνε
όπως στα Θεοφάνια
και ψάχνουνε Τον Στίχο!
Ζ.
Τα άλογα
σα σκοινιά που φυσά ο αέρας
κι ο σκύλος
που κάνει τη γλώσσα του φτυάρι
και σκάβει ένα λάκκο,
μια τρύπα στην άσφαλτο,
κι από κει
βγαίνει ένα χέλι,
το παλαβό χέλι της άνοιξης,
το λαχανί χέλι της μοίρας.
Κι εκεί ίσως κολλάνε,
για λίγο όμως μονάχα,
δυο ή τρία άρματα
που έχουν στα πανιά τους σύμβολο
κάποιον χρυσό ξιφία.
Όταν ξημερώσει
θα έχουνε φύγει τα πουλιά
μα πάλι
θα έρχονται καινούρια
και όταν ξημερώσει
κι αν ο λάκκος δεν έχει κλειστεί
και πάλι θα τον μπαλώσει
μια ροζ αγέλη
από μικρά, τόσο μικρά
μυρμήγκια.
Η.
Αν ακολουθήσεις
την υγρή γραμμή του αλκοόλ στο δάπεδο
κι αν κολλήσεις
την ξερή σου μύτη στο πατημένο χώμα
και φτάσεις κάποια στιγμή
στη χυμένη σερπαντίνα -σα διάρροια-
της αϋπνίας
και της βιασμένης λαγνείας
-ετούτη η σερπαντίνα της φρίκης
και της ηδονής-
εκεί, εκεί θα βρεις
το προτελευταίο άρμα της παρέλασης
τσακισμένο
και με τις ρόδες σπασμένες
και τους μουσαμάδες σκισμένους
στον αέρα
να σέρνονται
σα λάβαρα ηττημένων
-μα μη σε πτοεί
μη σε πτοεί
γιατί κι εσύ στρατιώτης ήσουνα
κι έχεις μάθει, με τα χρόνια το μαθες
πως να θάβεις χωρίς τρόμο ή οργή,
κι ίσως μ’ ένα μικρό μειδίαμα
ακόμα,
τα κουφάρια των νεκρών σου.
Θ.
Σφουγγίστε γρήγορα τα ζουμιά
του μανιταρένιου ανθρώπου
και κάντε όλοι στην άκρη
-περνά το τελευταίο άρμα!
Ι.
Κι εμφανίζονται τώρα
στο χρυσό φεγγαροδιάδρομο με τα ψάρια
και τους βάτραχους
που στροβιλίζουνε τα υγρά κομμάτια,
ακροβατώντας σε μια ρίζα
-κεδρόριζα-
και σανδάλια αμμούδινα
και πέλματα κλαδιασμένα
και με τα πράσινα μάτια της ελιάς
οι καλλικαντζαράνθρωποι!
Με τα ραβδιά και τις μαγκούρες τους
και τον ουρανό στα καπέλα
και τις άκρες των νυχιών τους
-είναι σύμβολα, είναι ροές
οι στιγμές που ενώνουνε τ’ αστέρια
μεταξύ τους
και με τα φίδια-σύννεφα
που τρέχουν μ’ ανοιχτό το στόμα.
Τα χέρια τους
έχουνε γίνει ένα χέρι
που απλώνεται ν’ αρπάξει στον ορίζοντα ένα φράκταλο
μα κείνο χάνεται
για πάντα
στον αέρα
σα φύκι
ή
σαν κοραλόβραχος
που χει μια πέτρα σαν μάτι του
και είναι του Ιαπετού το μάτι.
Ακολουθούν τα σημεία με προσοχή
οι καλλικαντζαράνθρωποι,
πατάνε γερά μ’ ένα κουπί κι ένα κατάρτι,
δαγκώνουν με τα βλέφαρα
μια σφήκα σφηνωμένη σε μια φλοίδα καρπούζι,
μαζί μ’ έναν τρίχινο φύλακα δίπλα τους,
και ο δρόμος
είναι πλέον χωμάτινος
και ο ήλιος
καίει και βγαίνει απ’ τον πάτο της άμμου
και οι ρίζες
έχουνε σπάσει κάθε ίχνος τσιμέντου
κι ίσως στο διάβα τους τσαλαπατούν
πολύ μικρά και πονηρά, χρωματιστά θαμνοπαιδάκια
που δεν προλάβαν να κρυφτούνε
κι ούτε φτερά να βγάλουνε
για να πετάξουν.
Κι ύστερα φτάνουνε οι σύντροφοι,
του ψυχοάρματος οι τελικοί επιβάτες,
με τη μαγκούρα τους στο χέρι
και με το μαύρο θόλο του ουρανού μέσα στην κόρη του ματιού τους,
φτάνουν σε μια κάμαρα,
μυστική και κρυμμένη στην άκρη ενός κήπου,
με μια ξύλινη πόρτα που κλείνει απ’ το ρεύμα
κι εκεί
υπάρχει ένα πλακάκι
που είναι όμως
όλος ο κόσμος
κι εκεί, μέσα,
βουτά η συντροφιά του τελευταίου άρματος
και χάνεται παντοτινά
σε μια δίνη που όλο στροβιλίζεται,
μες στο πλακάκι, τον κόσμο ολόκληρο,
εκεί χάνεται
το καρναβάλι.
Αποστάσεις (Χαρά Γιαννούλα)
Εκείνη η νοητή γραμμή που ενώνει δύο σημεία ονομάζεται απόσταση.
Η ίδια η γραμμή, αυτή
που εξ’ ορισμού τα χωρίζει.
Εκεί ανάμεσα χωρούν όλης της γης τα πάθια και τα μάταια.
Εκείνη η εικονική γραμμή που χωρίζει δύο σημεία, ονομάζεται κόλαση.
Την ίδια τη γραμμή, αυτή,
θα την φωνάζω προβολή,
και θα αντανακλούν όλα όσα με πλήγωσαν ποτέ μου σε επανάληψη,
μέχρι να μεγαλώσω.
Αυτή η νοητή γραμμή είναι συρματοπλέγματα που ράφτηκαν σφιχτά πάνω σε κάθε ανάσα ικανοποίησης που θα έρθει.
Από το ένα σημείο ως το άλλο και πάλι πίσω.
Μια να ξέρεις τι ήσουνα και μια τι πας να γίνεις.
Μα αυτό που με τρομάζει περισσότερο είναι η αντοχή μου.
Σε τόσα πήγαινε-έλα, δεν με άκουσα ποτέ να ξεστομίζω φτάνει.
Εικόνες ενός επιπλέοντος κόσμου (Mardou Fox)
Το γαμήσι μας ήταν ιαπωνική σούνγκα
το λευκό ζυμάρι, μαζεμένο,
φούσκωνε απότομα και τύλιγε σφιχτά
το φλεβώδες κεντρί
με τη λευκή πίσσα του στην άκρη.
Ήταν μια ατελείωτη πράξη, όταν το σάλιο σα νερό,
κυλούσε από τα στόματα.
Ένα άδοξο τελετουργικό
που μούλιαζε πρόσωπα και χρόνο.
Έριξα τα κέρματα στη σχισμή του μηχανήματος-
δυσωδία γύρω
μερικές ομπρέλες κλείνουν
άλλες, απ’ την αρχή κλειστές.
Μια χούφτα κέρματα
που πήγε χαμένη γιατί
όλες οι σχισμές καταπίνουν τα πάντα.
Ενδέχεται να μην ενδιαφέρεται κανείς
γι’ αυτό που έπειτα επιστρέφεται
απ’ το μίζερο μηχάνημα.
Ο θάνατος του πατέρα μου (Ολίβια Β.)
ξημέρωσε με δέκα παιδικά δάχτυλα σταυρωμένα σε καρφιά·
διάλεξαν με επιμέλεια μαύρα ιερά ρούχα και στολίστηκαν
για την υπνηλία εκείνου που την αυγή θα πεθάνει και το ξέρει
σάλευε το ισχνό κορμί σου ανάμεσα σε λυμφατικά σεντόνια
και πίσω από το παραπέτασμα γελούσε η νοσοκόμα
βιαστικά σ΄ εναπόθεσαν στο φέρετρό σου
ζώντας ο καθένας τον δικό του φτηνό θάνατο
πάνω από τον τάφο σου
είδα την ξαδέλφη μου να κλαίει
πιο πολύ από εμένα
καθώς μου έδινε τα γυαλιά της δήθεν να κρύψω
τα κουκουλωμένα από σιωπή μάτια μου
ενώ κυλούσαν σε στρεβλωμένες τριανταφυλλιές
νεκρά ποντίκια και κανιβάλων βλέννες
δίχως να βγάζουν τα καπέλα τους
ακούμπησαν την κυρτωμένη ράχη τους στην ταφόπλακά σου
με θρησκευτικά οράματα κι αργότερα
ζούμε ανάμεσά του (Ραγκ)
εκτός κάδρου
η μοναχική φωτογραφία
της έρπουσας γυναίκας
να πλησιάζει ικετευτικά
σαν ημίαιμο γκριφόν
που κατάπιε
μια μπάλα γυαλιά
μα ντρέπεται
να ξεράσει μπροστά σε τόσο κόσμο
εκτός κάδρου
η προσφάτως εγκατεστημένη σαραντάρα
που προκαλεί γενικευμένη ταραχή
και υπεραντίδραση
καλύπτοντας και τους δυο πόλους της
ικανοποιητικά
εκτός κάδρου
οι οδοντωτές λεπίδες
που κεντρίζουν τα περιστέρια
στον τεράστιο χώρο υποδοχής
εκτός κάδρου
ένας κόσμος που πάλλεται
ΖΟΥΜΕ ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥ
Τατουάζ (Διονύσης Αντωνάτος)
Έχω χαράξει πάνω στο δέρμα μου
Ό,τι θυμίζει πως έκανα τη βόλτα μου σ’ αυτόν τον πλανήτη
Γράμματα πρόσωπα και σχέδια
Σκιές περιγράμματα και λεπτομέρειες
Που σου δίνουν μια εντύπωση για το ποιος είμαι
(Κάτι σαν τον λογαριασμό μου
στα σόσιαλ μίντια)
Μην τα πιστέψεις λοιπόν γιατί δεν είμαι αυτό
Κι όμως τα έκανα όλα με την ψυχή μου
Έσκασα λεφτά για να με αποτυπώσω πάνω τους
Κόπηκα μάτωσα και έγινα κομμάτια
Για να έχω ζωγραφισμένες στο κορμί μου
Αυτές τις μικρές νησίδες από μελάνι
Που πολλές φορές έχουν περισσότερο νόημα
Από πράγματα της καθημερινότητας
Όπως
Η ημιαπασχόληση
Οι κεραίες του 5g
Η μεταγραφική περίοδος
Η πληθώρα των μπάτσων
Ή
Το πόσο γκόμενος είναι ο κυριάκος
Υπό την (κατ)αιγίδα (Χαριτίνη)
όταν βρέχει λιμοκτονώ
και τάζω στον εαυτό μου
ότι αυτή είναι η τελευταία φορά
που μιμούμαι την καταιγίδα
φοβάμαι μην αντιστραφούν οι ρόλοι
και αντί να με ακούς
αρχίσεις να με διαβάζεις
ξεχνώντας ότι γράφω μόνο κατοπτρική
/
μου μίλησε ο εαυτός μου χτες
μα δεν τον άκουσα
ήμουν πολύ απασχολημένη να ακούω φωνές από το διπλανό δωμάτιο
θα ήθελα να μπορούσα να μιλάω πιο καθαρά
θα ήθελα να μην με θυμάται κανένας
να μην γονατίζω αντανακλαστικά επειδή πονάω ακόμη από την τελευταία φορά
δεν είμαι εγώ για ανθρώπους και δεν είναι εκείνοι για εμένα
γι’ αυτό μιλάω μόνο επί πληρωμή
και ακούω παρά την θέλησή μου
εχτές μόνο έβαλα εκείνον τον δίσκο που σ’ άρεσε
και βγήκα απ’ το δωμάτιο να τον θαυμάσουν οι τοίχοι
εξάλλου έχουν καλύτερη ακοή από εμένα
Λίγο (Γωγώ Λιανού)
Κατάλαβα.
Ήρθες για λίγο.
Δεν είναι ανάγκη να το πεις, φαίνεται.
Απ’ τον τρόπο που με φιλάς, που με κρατάς.
Το άτιμο το “για λίγο”, βγάζει μάτι.
Όμως πες μου.
Πώς να δοθώ στη στιγμή ολόκληρος;
Πώς να αισθανθώ, αφού θα φύγεις;
Τι να σου δείξω, πώς να σ’ αγγίξω;
Το δικό σου “λίγο” με το δικό μου,
έχουν διαφορετική χρονική διάρκεια.
Κατάλαβα.
Δεν επιμένω.
Όμως πες μου,
αφού φύγεις,
ποιον θεό να προσκυνήσω που σ’ έπλασε;
Η μπουγάδα (Τρία Έπσιλον)
α.
προσπαθώ να ισορροπήσω ενώ έχω μπουκώσει ένα εσώρουχο στο στόμα [δεν τα είχα φανταστεί έτσι τα πράματα] ανοιγοκλείνω πλαστικές δαγκάνες, καβούρια στα δάκτυλα των ποδιών μου, σκοινιά στους καρπούς μου- ανάποδα κρεμασμένη η πέτσα μου στον ήλιο μέχρι να σκληρύνω επαρκώς και να μη μπορείς να περάσεις
δερματικές παθήσεις και αλλεργιογόνα, καρκίνοι και αλογόνα- δάκρυ και φτάρνισμα, ή μήπως είναι με έψιλον; δες στις παλάμες μου έχω πληγές μα δεν ήταν καρφιά- αν θες πιάσε, αλλά έχω χαλαρώσει αρκετά επειδή δεν κινούμαι και τόσο- αυτές τις μέρες κυρίως στατικά χαμογελάω και αποτυπώνομαι σε φίλτρα υψηλής έκθεσης στον ήλιο, κοίτα με – δες με έχω όμορφο πρόσωπο. κοίτα με είπα
πλέον βάζω ανενόχλητη τα ρούχα για πλύσιμο, προσπαθώ να ισορροπήσω στην άκρη του σκοινιού, κρεμιέμαι από λάθος- και παρά την αφόρητη του τόπου υγρασία, λίγο-λίγο από τα χρόνια που με έβρεξες στραγγίζω
Τα απαλά ονόματα της γλώσσας (Phantasmatrix)
η Ηδονή της γλώσσας δεν έχει ενηλικιωθεί.
οργασμοί και
φωνήεντα αναλύονται σε πύργους ελέγχου
.
Η εξάλειψη της κίνησης ετεροκανονικού σπέρματος στη βλεννογόνο της γλώσσας έχει ξεκινήσει .
3
2
1
(πληθυντικός οργασμός,
ηλεκτροσόκ υγραμένων χρωμο.σωματων.
Παύση.
Ανασαίνει για δυο,
για τρεις,
.
αισθάνεται σαν να πηδιέται στο Ηρώδειο πάνω στα
συγκινημένα πρόσωπα banal παρελθοντολάγνων.
)
τα στήθη
ακτίνες
στον άξονα
του απείρου.
.
η Ηδονή της
γλώσσας δεν έχει ενηλικιωθεί. Ακόμα.
Το σώμα της ιερο/γλειφικό για λαούς σε στύση προστακτική.
Μερικά βράδια
καυλώνει
σε γλώσσα υπερ.νοηματική.
(χυυυυυυυυνω)
*
θέλω να ενωθώ στις γλώσσες σου.
Στενές
κατηφορικές.
πες μου
σε μισώ.
Πιο
δ υ ν α τ α.
πιο
δ
υ
ν
α
τ
α.
Σ
τ
ο
π
.
μη διαβάζεις μπατλερ, ξεκαυλώνω.
Γλώσσα υπερ.νοηματική.
Στίχοι κατρακυλάνε στο λαιμό σου.
Γραντζουνάνε όλες σου οι γλώσσες τη ραχοκοκαλιά μου.
Αφυδατώνομαι.
*
βουτά στο στόμα της.
Το σάλιο της, τζιν τονικ.
Τη κατάπινε για ώρες
Η αφυδάτωση χυυυυυυυυνει
σε
3
2
1
.
ς
τ
ο
π
.
[το παρόν αποτελεί προϊόν γλωσσο//μοντάζ.]
S t e p a n o v a
Θλιμμένες Μισέλ (Morley)
Σε κατάπιε η βαρύτητα μιας μυστικής πόλης.
Ένα μπουκάλι μπίρας προσγειώνεται κατακόρυφα πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι, ένα τραπέζι κυκλικό που περιστρέφεται σαν αφηρημένος πίνακας ζωγραφικής.
Ένα λευκό δωμάτιο, φωτισμένο με την ενέργεια εννέα αυτόφωτων φεγγαριών κολυμπάει σαν πληροφορία αθανασίας στους νεκρούς ιστούς ενός πεθαμένου σύμπαντος.
Σε ταρακούνησε πολύ η ιδέα ενός αρχαίου θεού που βάζει φλόγες στα λιβάδια της ασετιλίνης.
Τότε όλοι ζούσαμε σε ένα φωσφορίζοντα παράδεισο που έρρεε από τα μάτια σου.
Τα καλοκαίρια πάντοτε ήταν κόκκινα. Ένας καταστροφικός πίδακας νερού αναβλύζει από το κέντρο της Γης, στοχεύει και παίρνει το κεφάλι ενός μεθυσμένου φοιτητή.
Η δόξα είναι το ακέφαλο κουφάρι κάποιου ποιητή που βουλιάζει στην άμμο καταμεσής της Σαχάρα.
Τα καλοκαίρια πάντοτε ήτανε ζεστά, οι μπαλάντες πάντοτε ήτανε ροκ. Θλιμμένες Μισέλ στήνουν άφθαρτους, φρικτούς χορούς γύρω απ’ τα νερά της Στύγας, ενώ οι δειλοί γείτονες, οι πιτζαμοφορούντες, μαχαιρώνουν με μανία τις θυγατέρες τους. Στα ντουλάπια έχει χάπια, στα βιβλία έχει τις προσευχές των Σοφών, ενώ δάχτυλα – σάρκινα και ανθρώπινα δάχτυλα – γίνονται δορυφόροι ψυχών που τοποθετούνται σε γυάλινα βάζα και εκτοξεύονται στα άστρα για να μπούνε σε τροχιά γύρω απ’ την ξεχασμένη, πυρακτωμένη σφαίρα του Μπράχμαν.
Εγώ προσεύχομαι, οι χλωμές Μισέλ αποκοιμιούνται στην αγκαλιά της Ηούς, τα πουλιά πετώντας ανταλλάζουν συνθήματα με τις ανάσες και τον θάνατο.
Οι ποιητές σκέφτονται, τα πάρκα πενθούν, οι επερχόμενες δολοφονίες είναι καλά κρυμμένες στα ρεβόλβερ των γκάνγκστερς. Εγώ ερωτεύομαι, τα πλουσιόπαιδα βρωμάν αλκοόλ και ρεύονται, εκείνη χορεύει στην ερημιά ενός ακατοίκητου πλανήτη.
Εγώ χαζεύω. Ένα διαστημόπλοιο που φέρει τη σχιζοφρένεια προσκρούει σε έναν εγκέφαλο.
Γυρίζει η σκέψη μου στο τραπέζι που στριφογυρίζει, μια έκρηξη αποθηκεύτηκε στο μπουκάλι, η φλόγα της μεταδίδει θέρμη στα αποβλακωμένα κεφάλια των νέων ποιητών.
Η τελευταία Μισέλ καταβροχθίζει την καρδιά που πετσόκοψε με τις ακτίνες του Ήλιου.
Βυσσινί (Πλανητεία)
Κι έχω αν είχα ποτέ
Αυτή τη περίφημη βυσσινί μαρμελάδα
Σε κάποιους είναι αίμα από μέσα τους
Την απλώνω σε όλη την έρημο που ξέρω
Αν ποτέ ήμουν εκεί
Φυσούσε στάχυα και μέσα σε τρίγωνα που η άκρη τους δείχνει τη γαλήνη και κάτι που μοιάζει με νύχτα
Θα έλεγα αν ήμουν εκεί
Διανέμω τη μαρμελάδα σε όλο το μπισκότο της ερήμου
Τα κίτρινα φώτα με πιέζουν για ανάμνηση
Αλλά έχω μία προς το μέλλον
Δείχνει το βυσσινί να κυλάει καλά σε όσους ξέρουν
Αλλά νύχτωσε τα στάχυα είναι μία στοιβάδα τώρα
Ξεκινάει από την άκρη της φύσης που δεν της έχω μιλήσει
Ο τρόπος που σωπαίνει μου αρέσει
Το βυσσινί το σκέφτομαι πάνω στα πράγματα
Άλλη είναι η ώρα
Κάποτε είμαι δέντρο που ανοίγει την καρδιά του
Απόψε και ποια άλλη ώρα
Φάλουν ντάφα στο πάρκο Ελευθερίας (Οδυσσέας Διαμάντης)
Με μια βαλίτσα να κόβει τα δάκτυλα
Σταθερά και με βήμα βαρύ πορεύομαι
Γεμάτος έξεις κι ένστικτα ανικανοποίητα
Δίπλα εσύ, γιομάτη με μύρια παράπονα.
Σε ρωτώ για το πώς θα βαθμολογούσες
Την εμπειρία στο σπίτι με τα φαντάσματα
«Βάζω ένα επτά, αυτό ταιριάζει. Εσύ τι λες»;
«Έξι, για τις φρούδες ελπίδες και τα νεύρα».
Πεινασμένοι, σταματάμε και κοντοστεκόμαστε
Στο Πάρκο Ελευθερίας
οι ταμπέλες δείχνουν ίσια στο Λυκαβηττό
Στο μαγεμένο λόφο που ακόμη δεν έχω πατήσει
Και ο Βενιζέλος δείχνει βλοσυρός το Αρεταίειο με ύφος σκληρό.
Έρχεται η φίλη σου, ομολογώ τη ζηλεύω λίγο
Γιατί έχεις καιρό πολύ να με προσέξεις τόσο
Μια ομάδα πέντε νοματαίων στο βάθος
Ασκεί την τέχνη του Φάλουν ντάφα
Γίνονται ένα με το φύσημα τ’ αγέρα
Με αργές διατάσεις και βαθιές αναπνοές
Που δεν ξέρω σε τι ακριβώς αποσκοπούνε
Ξέρω όμως σίγουρα πως στην Κίνα θα ήταν φυλακισμένοι.
Στο Πάρκο Ελευθερίας, είμαστε καθισμένοι στα γρασίδια
Κοιτώ τα φύλλα και τα μαλλιά σου να τα θωπεύει ο άνεμος
Σκεπτόμενος ότι τελικά, όλα είναι παραδόξως όμορφα.
Αλλά φεύγω, μη φοβάσαι, να χαρείς μόνη τη φίλη σου.
Μεγάλη Τετάρτη (Ιώ. Τ.)
Οι παλιές αγάπες πάνε στην κόλαση
μωρό μου
λέει μια φίλη
πως είσαι ο διάβολος κι είμαι ο Θεός
λέει ένας φίλος πως είμαι ένα αστέρι που λάμπει
Οι φίλοι πάντα λένε κλισέ
Κλίνω
στις αντιφάσεις μου
μαζί σου
πέφτω
στις λάσπες
δε μπορώ να δω
τον ουρανό, τ αστέρια, το φως
μόνο δυο χέρια να σφίγγουν
πέλματα γυμνά να σέρνονται σε χαλίκια
δάκρυα να τρέχουν σε διεσταλμένα από αντίχειρες μάγουλα
κι ανίκανη να ξεστομίσω το «απεταξάμην»
γίνομαι σώμα σε σταυρό
διακορευμένο από καρφιά
ταινία του Παζολίνι
η αυτοτιμωρία μου
άγγελος
που θέλησε να κατέβει στα έγκατα της γης
βαθιά
να ξεπλυθούν οι αμαρτίες
να ελευθερωθούν οι δούλοι
να βγουν απ’ τα καζάνια οι κολασμένοι
μα δεν τα κατάφερα
ν’ αντισταθώ
υποτάσσομαι
στην αμαρτία
στην δουλεία
στην ενοχή μου
κι έτσι σε κάθε επ-ανάληψη
τρέμω σαν το ψάρι
που εν αφθονία τάισε τόσους πτωχούς
προσέρχομαι, πόρνη,
Μεγάλη Τετάρτη,
με μύρα και δάκρυα στα πόδια σου
τα πλένω
σαν άλλοτε,
ερωμένη
σε βλέπω αναστημένο
μα σε άρση
και δεν αναστενάζω πια
δεν είσαι Μεσσίας
δεν είμαι έρμαιο
ερήμην να με καθαιρέσεις
δεν είμαι είλωτας
ούτε κι αμνός για θυσία
αν πρέπει να μπει κάποιου το κεφάλι στην αγχόνη
ας μπει το δικό σου
κάνω εμετό
Κι αίρομαι μόνη
Πραγματικότητα 1.0 (Χαριτίνη)
κάνε μου μια χάρη
την άλλη φορά που θα έρθεις από εδώ
μην αλλάξεις θέση στα πράγματά μου
δεν θα τα αναγνωρίζω μετά
και ήδη με έχουν αρνηθεί τα περισσότερα από εκεί
ο πιο ζωντανός είναι ο τοίχος και δεν μιλάει ούτε καν αυτός πια
μην
βλέπεις άλλοι αλλάζουν σεντόνια λόγω ανθρώπων κι άλλοι επειδή δεν αντέχουν να κοιμούνται σ’ αυτά
άλλοι πιο ήρεμοι, λιγότερο σκεπτικοί, δεν τους πειράζει που το κρεβάτι σου είναι χαλασμένο
ή που η πόρτα του δωματίου σου τρίζει ελαφρά
απλά ίσως εκείνοι να αγγίζουν υπερβολικά
και κάπως αδέξια αφήνουν αποτυπώματα εκεί
και εμείς μετά δεν είμαστε σίγουροι
αν είναι δικό μας δωμάτιο πια
(μέχρι να τους συγχωρήσουμε-να τους ξαναβάλουμε δηλαδή στον χώρο)
Σωρός στον περίβολο (Δημήτρης Στενός)
Πρησμένα τα χέρια μου από νυχτερινά όνειρα
ο νυχτερινός ουρανός
είχε μπουκώσει από νυχτερίδες
οι ζωντανοί κάπνιζαν
όλη νύχτα στο μπαλκόνι
θεόρατα βράχια κατρακυλούσαν
από το ναυάγιο των πολυκατοικιών.
03:03 (Χαρά Γιαννούλα)
Έχω για δεδομένα τα χέρια και τα πόδια μου.
Τη σκέψη μου, τα μάτια μου και την αναπνοή μου.
Κατάκτηση αρκετή για το γνώθι σαυτόν.
Γεννήματα ελεύθερα, εαυτού αποκαμένου.
Γελούνε με τα μάταια σαν βρεθούν με απαντήσεις.
Πρώην ανυπεράσπιστοι με πετρωμένα χέρια.
Δεν συμφωνείς απόλυτα, μα νιώθεις τα αδρανή.
Παγίδα έκλαμψης η κάθε μία παύση.
Στη μάθανε για φόβο την μονή σου εκδοχή.
Κι ειν η εξάρτηση ανθρώπινη, νόθο παιδί του εγώ.
Λες και δεν ζήλεψε κάνεις της ευτυχίας τα γρήγορα.
Αναζητώ λίγη σιωπή στων υπάρξεων τα βλέμματα.
Δεν πιστεύω σε τίποτα που φοβάται τα τέλματα.
Σημειώσεις για την εκλογική νίκη του Τραμπ (Φώντας Φ.)
Η οδός
πηγμένη
με φύλλα λευκά
και μπλε
έντομα
που λαμπυρίζουν.
να, λοιπόν η μαγική καφετέρια
που σερβίρει την τελευταία κούπα
φαρμάκι
σε μια γριά 99 ετών
Οθόνες / βρεγμένες πετσέτες
φετιχοποίηση
και οπτικοποίηση
ζωή που καίγεται
στο τζάκι
Ο Θεός σχηματίζει
τον κώλο
της με δύο σύννεφα. Και 10 καλά οπλισμένα
μέλη μιας οργάνωσης
παιδεραστών
με διασυνδέσεις στην
κυβέρνηση
μου κλείνει το δρόμο.
μα
να
απ’ την άλλη μεριά
του Ατλαντικού
ηχούν τα νέα
και ο ταπεινός
οδοκαθαριστής
βγάζει
για λίγο
τα ακουστικά του
και με βουρκωμένα
μάτια
μονολογεί:
Ζήτω ο Πρόεδρος
Ζήτω η Νίκη.
Ζήτω η Πατρίδα.
Και με ελπίδα ο κόσμος
γεμίζει
ξανά.
Ο έρωτας στα χρόνια της αποδόμησης (D’ Lr[i]um)
Σ’ αγαπώ
Μα όχι όπως αγαπάνε
Κάθε φορά που μου συστήνεσαι
Κάνω ψέματα
Πως -δεν- σε ξέρω
Σου δίνω το χέρι
Πολύ ρομαντισμό
Μια ιδέα μεταμοντερνισμό
Κι έναν έρπη
(όποιον θες εσύ)
Κάποια βράδια
Εκεί που ριζώνουμε
Βγαίνει ένας ήλιος
(Πράγμα ά-γνωστο σ’ αυτήν την πόλη)
Και μας καίει τα μάτια
Δικός μας είναι (;)
Βάζω τα γυαλιά μου
Και δεν ρωτάω
Μερικά πράγματα καλύτερα να μην τα ξέρεις!
Είμαι φυλλοβόλο
Άμεσα αναλώσιμη
Έρημη
κι ακούνητη
Θα φύγω από δω!
Εσύ πατάς γερά στη γη
Κι οι ρίζες σου επαναφορτιζόμενες
Πολυταξιδεμένος
Έριξα μια ευχή στον πάτο του πηγαδιού
Κατά το έθιμο
Εις τους αιώνας των αιώνων θα σπαμάρουμε
Όχι με λέξεις όμως
Εσύ ξέρεις από γλώσσες
Η δικιά μου μάλλιασε
Και δεν αρθρώνει καλά
Δεν βρίσκω και την εγγύηση
(Τι να πεις;)
Να κυνηγιόμαστε από πλατεία σε πλατεία
Από πόλη σε πόλη
Από story σε story
Κι η απόσταση μεταξύ μας
1 εκατοστό αιωνιότητας
«Α.Ε.» (Τρία Έπσιλον)
κοιτάω τα χέρια μου νομίζω δεν τα 'χω ξαναδεί
ένα τέλειο ζευγάρι αχρησιμοποίητα χέρια με δέρμα περασμένο προσεκτικά γύρω απ' τα κόκκαλα σαν γάντι χειρουργικό/ με μίσχους φλέβες πράσινες που κυλάν σαν ποτάμια. χέρια κτήματα ποτιστικά. έχω κισσούς στα χέρια μου: όταν ξυπνάω ακούω να μεγαλώνει κάτω απ' το δέρμα μου δέρμα καινούριο- εχέγγυο ηλικίας οι καφέ του κηλίδες που μοιάζουν λες και το ποτήρι πάλι μου χύθηκε. όσο κι αν αλείφω με δείκτη προστασίας εκατό ο ήλιος επιμένει να με θρέφει. έχω αλλάξει χρώμα, ηλικία και όψη [κάτι ήξερε το ελάφι της Λιοτήρως] το δέρμα μου σκόνη πούδρας κάτω απ' τα μάτια μου με απλώνω- στη σκιά απ' το δέντρο που έσπειρα θάβομαι. φυσά αέρας και η κάμερα με σκορπίζει σε ξέθωρα πίξελ: εκπέμπω σε όλα τα μέρη που δε θέλω να βρίσκομαι, είμαι μακριά και σας δίνω τα λόγια μου αποκλειστικά εξ’ αποστάσεως. μαθαίνω πώς να αναπνέω με ένα μεγάλο πλάκωμα σαν πέτρα που κυλάει και παρασέρνει στο διάβα της τους ανθρώπους. όπως κυλάει τρίβομαι, λειαίνομαι, δεν γνωρίζω πια πρόσωπο και χέρια. δεν μας έχω ποτέ έτσι ξανά ξαναδεί: σκονισμένους κι ανήλιαγους. ίσως να φταίει το σήμα. ίσως να βρέξει λάσπη και να χρειαστεί πάλι να τα ζήσουμε όλα ξανά απ’ την αρχή. μια αέναη επανάληψη του πρώτου καταγεγραμμένου αμαρτήματος. ανυπακοή
στους αιώνας των αιώνων
ας μην
Μπλακ Άουτ (Διονύσης Αντωνάτος)
Αν βγάλεις τον κόσμο μας από την πρίζα
Έχει τελειώσει το παραμύθι του ανθρώπινου γένους
Απορημένα δίποδα θα κατοικούν την γη
Και θα πρέπει να αποκτήσουν επαφή μαζί της
Πιο στενή από δέκα μέρες κάμπινγκ στην Ικαρία
Με φορητό ηχείο και πάουερ μπάνκ.
Οι εκφράσεις του προσώπου θα ξαναμαθευτούν
Σε αυτιστικούς χόμο σάπιενς σάπιενς
Ίσως χρειαστεί να ανακαλυφθεί πάλι η φωτιά
Μπας και πάρει διαφορετική ρότα από την αρχή η ανθρωπότητα
Τι κρίμα που και τότε θα πρέπει να δουλεύεις
Εφιάλτης για τη διαστροφή των φωνών μας (Πάνος Κουτούλιας)
Διεγείρεις τη φορά της άρνησής μου
και σπας την πλάκα σου με τις κουρασμένες μου εγκεφαλικές συνάψεις.
Δοκιμάζεις το βελούδινο μπορντώ φόρεμα,
που δε σου αγόρασα ποτέ·
μετά σου λέω στωικά: «Άσε να πάμε απροσχημάτιστα,
με τις ιδέες άκαρπες
δια της ατόπου θλίψης.
Προ πάντων άσε
να κοκαλώσουν τα λόγια·
τη ζωή να πλατιάσει αφόρητα,
παντού
τα φέιγ βολάν του μέλλοντος.
Να πάμε με την κρίση των πολλών, με τις ανάγκες και τα εγγυημένα συστήματα·
να πάμ’ αδιάβλητοι, με τα ηλίθια ανοίγματα
και τα μακρόσυρτα mental breakdowns.
Ανάκατοι, στα πρόθυρα της έκφρασης·
περιχαρακωμένες γνώσεις και χαζά μνημονικά.
Με τη βιωσιμότητα των άκρων σου, λοιπόν· έτσι να πάμε.»
Μετά διορθώνεις τις φωνές μας με auto-tune, λογικό,
να συνοψίσεις
κάπως βάσιμα
τις ώρες που ο ένας
έκλαιγε
την άλλη.
art will survive, I won’t (Έμμα)
η τέχνη θα επιβιώσει, εγώ όχι.
όμως μην ακούσω πάλι μαλακίες,
ότι αφού ζω μέσω της τέχνης θα επιβιώσουμε και οι δύο..
αυτό είναι άτοπο.
γιατί πάντα στα τροχαία,
τον μεγαλύτερο κίνδυνο τον διατρέχει ένας.
και συνήθως,
αυτός που την πατάει,
είναι ο συνοδηγός.
Άλφα του Κάππα (Ραγκ)
είναι τυχαίο που με βλέπεις Κυριακές;
είναι τυχαίο που με βλέπεις στο σκοτάδι;
το ψαλίδι κόβει τα περιττά
για αυτό καλό είναι να σε κουρεύει πάντοτε φίλος
το πιο γελοίο είναι να το παίζω πια άνετος
απέναντι στην αθωότητα
ενώ η αόρατη φλέβα του μετώπου μου
είναι έτοιμη να εκραγεί
οι φίλοι μου παίζουν έξω αριστερά
και εγώ απλά τους φέρνω τα νερά
χωρίς να καταλαβαίνω και πολλά
απ’ όσα λένε
και ακόμη λιγότερα από όσα δεν λένε.
ένας άγριος αμανές ξεκινάει
από το Άλφα του Κένταυρου
φτάνει στο Κομπανί και την Ροχάβα
και εγώ ακόμα προσπαθώ να μάθω
πως επιβιώνουν τα κλεφτρόνια.
Δε γράφεται (Σίλουαν Κ.)
Δε γράφεται με κρύα τα χέρια – με την ακουστική του θανάτου στο προσκήνιο δε γράφεται φωνάζοντας στα αυτιά των ξεπεσμένων ή σφίγγοντας το χέρι ενός φίλου που πια είναι λεπρός ή άοσμος ή παρελθόν, δε γράφεται στην πύλη κάποιου αεροδρομίου αποχωρισμών, ή με την σκέψη για το αν εν τέλει η νιότη είναι μια απάτη που σταμάτησε να αποδίδει, δε γράφεται στους πρόποδες της ευδαιμονίας και στην κήρυξη του χωμάτινου ευαγγελίου, δε γράφεται στην πόλη που αδειάζει τις σφαίρες της στους ώμους της ιστορίας – όμως είναι εν τελεί μια καλοστημένη απάτη και είναι ένα σύννεφο γεμάτο δάκρυα ή θέληση, δε γράφεται στα κιτάπια των συγγραφέων ή στην χαμένη ψυχή τους, δε γράφεται στις στάχτες που σκορπίζονται στη μεσόγειο ή με το όραμα για μια τέχνη των διαστημικών εξορμήσεων, δε γράφεται στο χαλασμένο συκώτι της αγάπης και δε γράφεται στην πραγματικότητα τίποτα και ποτέ που να μην πεθαίνει μαζί σου, δε γράφεται στα υπόγεια της παιδικής ηλικίας, δε γράφεται μητέρα και δε λογίζεται μητέρα, δε γράφεται κι όμως δεν είναι τρέλα, ούτε ασθένεια ούτε αδυναμία, αν και είναι κυρίως αδυναμία λένε κάποιοι, δε γράφεται σε κλινικές ή σε πεζοδρομία της τριακοστής εξόντωσης, δε γράφεται στο προσκεφάλι του αρρώστου ούτε αναπτύσσεται ούτε σχεδιάζεται ούτε καν π α ρ α σ τ α ί ν ε ι, δε γράφεται με συντροφιά την μοίρα ή το πεπρωμένο γιατί ο δρόμος πάντα οδηγεί στα αγκάθια ή στο κέλυφος ενός γιγάντιου ζώου ή στην κοιλιά ενός κρατήρα ή στην αίθουσα αναγνωστηρίου μια ιπτάμενης λύπης, δε γράφεται στο πάρκο και στη θάλασσα δε γράφεται στην βροχή που σαπίζει τα πρωινά και στα μορφινούχα χελιδόνια της – όμως δε γράφεται, δε γράφεται υπό τους ήχους της απώλειας και υπό τα όργανα του κέρδους, είναι ο τελευταίος σταθμός απ’ όπου ξεκινάει το μη γράψιμο γιατί δε γράφεται στο λέω, δε γράφεται ενώ εσύ έχεις ξεχάσει πια, έχεις αφήσει πίσω σου λέξεις όπως ανώφελο, όπως υπέρβαση, όπως κουράγιο, δε γράφεται απ’ την ατυχία και απ’ την ιλαρότητα που αφήνει η συνεχής καταστροφή, δε γράφεται
όπως το τηλεσκόπιο που μας κατασκοπεύει είναι ασύμφορο να γυρνάς
και να γυρνάς
και να γυρνάς
και να γυρνάς
δε γράφεται στο αίμα μας ούτε στα εγκαύματα που αφήνουν οι εποχές, είναι ο πρόγονος της τελευταίας πρότασης που λέγεται ΑΦΙΛΟΞΕΝΟΣ
που λέγεται ΑΝΕΦΕΛΟΣ ΥΠΝΟΣ
που λέγεται ΡΟΗ
και δε γράφεται παρά μόνο απελπίζει και δε γράφεται παρά μόνο σιωπά
και δε γράφεται παρά μόνο
σ’ ε γ κ α τ α λ ε ί π ε ι.
Ο κόσμος μας είναι το συλλογικό ψυχωτικό επεισόδιο των ηρώων του Κωνσταντίνου και Ελένης (Φώντας Φ.)
Κλαίω, είμαι δαρμένο σκυλί
έχω φυτέψει καρότα παντού
στον κόσμο και περιμένω να
ανθίσουν
για να τα καμαρώσω // το θέλε
η μοίρα
όλα τα παιδιά μου
να γεννιόνται κάτω απ’ τη γη.
Άντρες πρεζάκηδες
το άγριο δάσος παραμερίζει στα βήματα σας
φοράω τα καλά μου, ναι-ναι-ναι
ξέρω καλά
πως βρωμάω καφέ
σκλαβιά
και πως δεν έχω κορδέλα
να δέσω γύρω απ’ το λαιμό μου
για να με παρουσιάσω
σα δώρο σε εσάς.
Και έτσι δεν έρχομαι σαν δώρο. έφτιαξα
ένα ζευγάρι γάντια
κόβοντας με ψαλίδι
τις κάλτσες που μου δώσανε
στο στρατό
και κυκλοφορώ
γυμνός τις νύχτες
μαζί τους
από ταράτσα
σε ταράτσα
σαν βοηθός
υπερήρωα
που σκοτώθηκε στο καθήκον.
Βουτάω
με περιέργεια
τα δάχτυλα μου
στο πετρέλαιο
της κατσαρίδας
κι ονειρεύομαι
κι ονειρεύομαι
κι ονειρεύομαι
πραξικοπήματα.
Μόνο δικό μου (Γωγώ Λιανού)
Ξεκινώ ψηλαφίζοντας, πάντα ψηλαφίζοντας.
Το ‘χω σκορπίσει αυτό το σώμα, αμέτρητες φορές.
Σε τυχαίες συναντήσεις, σε ζευγαρώματα θλίψης.
Το ‘χω μοιραστεί άσκοπα με έρωτες της μιας βραδιάς, ή και όχι μόνο μιας.
Ξέρω σε ποια σημεία πονάει,
σε ποια ανατριχιάζει,
σε ποια αγαλλιάζει,
μ’ ακόμη κι έτσι, φαντάζει ξένο σώμα.
Λες και δεν μου ανήκει.
Λες και δεν ήταν δικό μου ποτέ.
Μα ήταν; -ποιος ξέρει-
Αξίζει αγάπη.
Καμιά φορά, αυτό είναι πιο δύσκολο να το πεις.
Αξίζει να τ’ αγαπήσουν το κορμί αυτό.
Ήταν αλλιώς μαθημένο.
Γι’ αυτό, καμιά φορά, το πιο δύσκολο είναι ν’ αγαπήσεις.
Η αγάπη προϋποθέτει συγκατάβαση.
Και η συγκατάβαση προϋποθέτει αγκαλιά,
πιάσιμο του χεριού, φιλί στο μάγουλο.
Ψηλαφίζω.
Πάντα ψηλαφίζω.
Είναι αλλιώς μαθημένο αυτό το σώμα, μα Θεέ μου, του αξίζει η αγάπη!
Του αξίζει, αν όχι σήμερα,
κάποια μέρα, ίσως,
όσο κι αν το ‘χω σπαταλήσει,
ν’ ανήκει κάπου.
THANK YOU MARIO! BUT YOUR PRINCESS IS IN ANOTHER CASTLE (Χαριτίνη)
1.
Οι τοίχοι
-εν αντιθέσει με την κοινή γνώμη
Έχουν δύο υπέρογκα χέρια
Τα οποία τις περισσότερες φορές
Αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν συνθήκες επίπλαστης ασφυξίας
Ειδικά εάν κάποιος ανασαίνει πολύ και βαθιά
2.
Σε εκείνα τα μέρη που ειδικά ρούχα φοράνε τον κόσμο
Και καταναλώνονται ειδικές ουσίες δια στόματος
Κι άλλες καταλήγουν στο συκώτι
Κι άλλες στο λάρυγγα και στους πνεύμονες
Κι άλλες απλά στο πάτωμα
Εκεί έμαθα να χτυπάω την ευτυχία μου ενδοφλέβια
Ώστε να κρατήσει και μετά το πέρας 2 ωρών
3.
Δεν με πειράζει η έλλειψη προσπάθειας
Με πειράζει που κυκλοφορούν άνθρωποι εκεί έξω
Και εδώ, μέσα
Που μιλούν και βαδίζουν σαν εσένα
Και καμιά φορά μπερδεύομαι
Και γυρνάω στο δικό σου όνομα
Και όταν συμβαίνει αυτό
Ξεχνάω λίγο
Για λίγο
4.
Η αλήθεια είναι, ότι δεν θέλω να πω την αλήθεια
5.
Σύντομη αγγελία:
Κάπου, κάπως, χάθηκαν
Εάν βρεθούν, να επιστραφούν
Σε αυτόν που θα λείψουν περισσότερο
Αγαπημένη από τα στόματα νεκρών παιδιών (Morley)
Γλυκιά μου είμαι ένας ιεραπόστολος που σέρνει το κουφάρι του ελαφιού της σκοτεινής φύσης.
Κατηφορίζω το δρόμο της Κολάσεως με το απαλό άγγιγμα μιας Θεάς στην πλάτη του.
Οι εικόνες γεμίζουν στενά φιαλίδια
οι σκέψεις σπρώχνονται καθώς φυτεύονται και καταλαμβάνουν θέσεις κάτω απ’ τα τσιμεντένια δέντρα των σκουπιδότοπων.
Γλυκιά μου εσύ και αγαπημένη
φοράς στεφάνι λουλουδιασμένο στα μαλλιά
θυμίζεις Μαγιάτικο Άσμα.
Ολόγυρά σου ο χημικός πόλεμος.
Οι κατάρες των πεθαμένων και μια ενοχλητική μύγα
στριφογυρνούν γύρω από τα κρανία της αμφιβολίας.
Στα λαβωμένα χώματα φυτεύω πνοές, Ήλιους και φώτα.
Στα απάνεμα δάση προσφέρω πόνους φρικτούς και βασανιστικούς.
Στο ηλιοβασίλεμα,
το λιωμένο κερί που καίει τα χέρια μας – ένα απρόσωπο αρπαχτικό παραμονεύει στις σκιές μας.
Για τη μανία που καραδοκεί στα δόντια του δράκου,
για την αποχαύνωση και τη στεναχώρια που πλησιάζουν και είναι σαν σύγκρουση δύο ασθενοφόρων μετωπική στην εθνική οδό.
Οι κόκκινες σειρήνες απογειώνουν την μορφή του αίματος
ενώ ένας κερατοφόρος δαίμονας θεριστής παγιδεύει έναν δρυοκολάπτη στο ξύλινο κουτάκι του.
Το βάζει στην τσέπη του και χάνεται.
Γλυκιά μου ο δρόμος που επιλέξαμε οδηγεί με ακρίβεια στην ζαλάδα ενός σαββατιάτικου ξημερώματος
ή σε ατέλειωτες μουσικές γιορτές
ή δεν ξέρω στις θανατηφόρες εκρήξεις ενός κρύου καταχείμωνου.
Τυχαίε διαβάτη και Αυγερινέ,
εσύ που με μια ανάσα παίρνεις το φως των αστεριών και το κάνεις καρδερίνες και φωνές και τραγούδια,
φύλαξε με την ζωή σου τούτους εδώ τους στίχους.
φάνκυ φαλάφελ της σιωπής (Άλεξ Κοάν)
Φάνκυ φαλάφελ της σιωπής
τρελό τρελό ρεβύθι
φιλήδονο, κλειδώνεσαι
στης πάπιας το κουτί
-που πας; που πας
μικρό τρελό φαλάφελ;-
κι έξω ο κόσμος ήσυχος
στολίζει τα άνευρα μπαλκόνια
ω! φαλάφελ φάνκυ!
γιατί χορεύεις μοναχό σου;
Πόσες χορδές χωρούν στην πίτα σου,
πόσα κουκούλια κάμπιας
μέσα στη σως από ταχίνι
πότε θα έρθει η άνοιξη,
θεοπάλαβο φαλάφελ;
Έχεις όλα τα φόντα, όλα τα φώτα,
οι προβολείς στραμμένοι πάνω σου,
η νύχτα σου ανήκει, οι νότες,
η φωτιά των πλήκτρων στη σάρκα σου
το πράσινο στριπτίζ
-έχεις χαμένο το μυαλό,
τρελό φάνκυ φαλάφελ-
έχεις την οσμή στ’ αυτί,
τον ήχο στο ρουθούνι σου,
ζαλίζεσαι -γιατί ζαλίζεσαι;
γιατί όλο προτρέχεις
χωρίς καν να φοράς τη ζώνη σου
ε; μουρλό φαλάφελ;
Σε ποιο δόντι, ποια μασέλα
ποιο ούλο ροζ
απάνω θα κολλήσεις;
Φάνκυ φαλάφελ της σιωπής
γιατί δεν παίζεις και με μένα,
γιατί γιατί
δε σβήνεις αυτό το τύμπανο
γιατί δεν είσαι γόμα;
Είσαι ζουρλό φαλάφελ μου!
Μου φαίνεται τα χεις χάσει!
Ω! Ω φαλάφελ τρελό!
Πες μου
με ειλικρίνεια
ορκίσου στο ρεβύθι
ξέρεις
ξέρεις αλήθεια
που είναι το μυαλό σου;
Το όνομά μου (Atano Gotsev)
Το όνομά μου γράφει τη φρίκη
και την αρρώστια
εκατοντάδων χρόνων τώρα
Τα εμβρυακά μου ερεθίσματα
ηλεκτροσόκ και αγωνία
Κατούρησα στην κολυμπήθρα μέσα
κι από τότε μόνο οξύ πίνω
Τα εφηβικά άγχη, οι έρωτες κι οι
απορίες…
Καπνισμένη κάνη, μπαρούτι και θολούρα
Ψημένοι εγκέφαλοι, τρύπια στομάχια,
ξεραμένο στόμα
κι η διαστροφή μας που επιμένει την
ηδονή να μη θέλει.
Να μη με θέλεις,
είναι ο εφιάλτης που με κρατάει
ξύπνιο
Ίσως κάποτε να κοιμηθούμε ξανά.
Η Φωνή (Εύα Καραναστάση)
Ένα λαστιχένιο κορδόνι τεντώνει και τεντώνει.
Η Αγάπη πονάει στο στήθος, ανακατεύεται το στομάχι της κι όλα γυρίζουν. Τεντώνει και τεντώνει ώσπου δεν αντέχει άλλο. Θέλει να ουρλιάξει, να χτυπήσει δυνατά, να σπάσει. Περιμένει την αφορμή αλλά δεν το ξέρει, κοντεύει να σκάσει.
Τελικά μια μέλισσα μπαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Της τη σπάει. Την παίρνει κυνήγι, θέλει να τη διώξει. Η μέλισσα την τσιμπάει.
Λες κι άνοιξε μια βαθιά σπηλιά πόνου, τα ουρλιαχτά της ακούγονται στα πέρατα του κόσμου. Καταριέται τη μελισσα, απειλεί να την εξαφανίσει. Ξεχνάει πως έτσι κι αλλιώς χωρίς το κεντρί της θα πετάξει πίσω στο σύμπαν, μακριά απ’ την εκδίκηση της και το λάστιχο…
ξαφνικά φαίνεται τόσο χαλαρο και σιωπηλό. Νιώθει ένα κενό, εκεί στο στήθος, το στομάχι της μαύρη τρύπα, ρουφάει το κεφάλι της. Τι υπάρχει εκεί; Τι θέλει;
Ένα λαστιχένιο κορδόνι τεντώνει και τεντώνει. Η Αγάπη πονάει στο στήθος, ανακατεύεται το στομάχι της κι όλα γυρίζουν. Δεν μπορεί ν’ ανασανει, θέλει να κλάψει, να εξαφανιστεί. Τεντώνει και τεντώνει ώσπου δεν αντέχει άλλο.
Κι η Φωνή λέει: «Είσαι η Αγάπη. Αν για πολύ καιρό δεν άκουγαν τη φωνή σου, αν το φως σου ήταν αόρατο σε μάτια που κοιτούν χωρίς να βλέπουν δεν εφταιξες εσύ. Κάποιες φορές κοιτώντας μέσα απ’ τα μάτια του υπνοβάτη λες και μεταμορφώνεσαι κι εσύ σε σκιά. Τα χρώματα σου μοιάζουν να ξεφτιζουν».
«Λένε πως δεν κάνει να ξυπνάς αυτούς που υπνοβατουν. Όταν το κρύο σε καταπίνει είσαι χαμένη για πάντα.»
«Ξέχασες την καρδιά και τα χέρια σου. Βλέπουν αλλιώς κι είναι ζεστά σα φωτιά. Έχεις δει ποτέ μια αρκούδα να κάνει αγκαλιές; Έτσι αγκάλιασε κι εσένα σφιχτά και θ’ακουσεις καλά τη φωνή «είμαι εδώ, είμαι μαζί σου, πάντα ήμουν». Μπορεί να μη δεις αμέσως το φως, μα θα το νιώσεις. Είσαι η Αγάπη.»
Πρώτη γεννήθηκε απ’την κοιλιά του Χάους κι όταν όλα χαθούν παλι αυτή θα τα φέρει στη ζωή, όπως πρώτα. Εμείς πάλι είμαστε εδώ για να μάθουμε να τη βλέπουμε, να μας βλέπουμε. Κι οι πληγές μας φωνάζουν, κάτι ξέχασες, όσα ζητας και όσα ακόμα μισεις είναι μέσα σου, περιμένουν να τα δεχτεις, να σε δεις, είναι ο θησαυρός σου. Το ταξίδι σου. Γαλήνη.
Ανάσκελα στη βοηθητική λωρίδα (Σίλουαν Κ.)
Ό,τι τρυπάει το πνεύμα θάνατος
ο φτωχός γεροχασίκλας
που με δάκρυα στα μάτια προσεύχεται ντιεγκίτο ο θεός να μας συγχωρεί
σε έναν βωμό καθημερινό
και έπειτα στη λάσπη
στο κύλισμα της μαργαρίτας
των λουλουδιών ο απερχόμενος
και ο αγρός μου ματωμένος, πόσες ώρες για το τέλος την ψύχρα το μούδιασμα;
να σου πω το όνομα μου
η μικρή αναπόδραστη πεταλούδα, και ο φτωχός γεροχασίκλας
ντιεγκίτο ο θεός να μας λυπάται
να σου πω το μυστικό μου
η ταχύτητα της φυλάκισης
ό,τι τρυπάει το πνεύμα είναι ο θάνατος
ό,τι προσμένει ο θάνατος
είναι το ταξίδι, αυτοκινητόδρομος 310
ήλιος καίει τα μέταλλα
και το ατσάλι
ποιο ωτοστόπ να σταματήσει τους καβαλάρηδες του θεού;
η συχνότητα που επέρχεται
απόσταγμα της πίκρας
απόσταγμα ενός καπνού απ’ τα μαλλιά μας
ανάκατα να πυρπολούν τις ντίσκο του αιώνα: να σου πω τα σημάδια μου
να σβήσει τις προσδοκίες του ανθρώπου
ή να σταυρωθεί εκ νέου
αρχαίο πνεύμα της ερήμου
που ορέγεται τον πόνο; Να σου πω τις πληγές μου
ανακατεύοντας τα φάρμακα
με την ψυχοτρόπο
γέννηση μου,
μάνα, μάνα, ο χρόνος είναι το έσχατο δηλητήριο.
Και τα σύννεφα να αλλοτριώνουν δεκαετίες,
πολέμαρχοι να γίνονται ταξιτζήδες
τοξότες υπάλληλοι βενζινάδικων
αυτοκινητόδρομος 310 στις εκβολές της αθανασίας
ο ταμίας στα διόδια
χορεύει τα προγονικά βήματα του μίσους
φτώχια να γίνεσαι
ο πυρανθός
ενός
μετέπειτα
κοκάκια:
που κλεισμένος στη τουαλέτα χτίζει νέους βωμούς – μούδιασμα
της απανταχού σκληρότητας, μούδιασμα καταφτάνεις
ο χιτώνας σου είναι λευκός
η φωτιά ζεσταίνει τις φυλές σου – δείτε τον αλχημιστή της ημέρας
πως καταλήγει
έσχατος νταβατζής της νύχτας.
Εγώ είπα, χιλιετίες της ασθένειας που έρχονται και παρέρχονται, πόσο κοστίζει η σύγχρονη αμαρτία;
εγώ είπα ότι το να χορεύεις στις πλάτες
της παρακμής
είναι η αρχή της λύτρωσης
εγώ είδα τον καφέ μας νερωμένο και άναψα τσιγάρο στις όχθες
των σύγχρονων ποταμών ( γουαδαλκιβίρ & ριο γκράντε)
εγώ είπα ντιεγκίτο ο θεός να μας ευλογεί
οι ποιητές να περιμένουν με τα χέρια στις τσέπες
και τα κούτελα αδειανά
οι ποιητές με το αίμα που τρεκλίζει
με το αίμα από αναμονή και θειάφι
είμαι η ενσαρκωμένη παραίσθηση της ποίησης
και η έρημος που εκτείνεται,
ποιο πεγιότ ντιεγκίτο να μας αναπαύσει;
Με τις καρδιές τρυπημένες
απ’ το πλαστικό
και την λάσπη κάθε Αζτέκου τραπεζίτη που θα με αμφισβητήσει.
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ:
o φτωχός γεροχασίκλας θα κοιμηθεί με τα χέρια στο χώμα.
τα σύννεφα τώρα θα δρέψουν τους καρπούς της απώλειας.
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ:
Είμαστε γιοι της βροχής.
τα δάκρυα είναι οι φωνές των αγίων.
σαρώνουμε τον αυτοκινητόδρομο της τρέλας και της αγάπης.
Τρία ( Χαρά Γιαννούλα )
Ο κρότος.
Εύρημα της φύσης μέγα.
Ικανό γέννημα να επιβληθεί της σκέψης.
Η παύσις.
Απόγονος του κρότου,
της ευτυχίας συνώνυμο, της γήινης ύπαρξης απρόσιτη κατάσταση να διαρκέσει.
Στο πολύγωνο σύμπαν, εδώ, κάθε όν στον κρότο κάτι οφείλει.
Εξ’ αυτού έμεινες άλαλος, βουβός και γεύτηκες τη δύναμη που δίνει το παρόν.
Άφησε χώρο η σκέψις να γευτείς τη νηνεμία.
Η σκέψις.
Υπό εξερεύνηση αστέρας, που αποζητά λίγο σου φως.
Με το δικό της ρυθμό περιστροφής σε κυβερνά, και γύρω σου περνούν οι εποχές σαν μαύρες τρύπες στο δίπλωμα του χρόνου.
Η φύσις.
Δύναμη μητρική, άγει και φέρει τα καθέκαστα… τα φυγείν αδύνατα,
τα πάντα σοφά ποιημένα.
Και έτσι μια μέρα Θεός, έφτιαξε τον κρότο.
Εκταφή (Δημήτρης Στενός)
Νυχτόβιο δάκρυ από χαραγμένο μάτι
η προγονική λύπη
Μια σαθρή βρύση που αναβλύζει πράσινο αίμα
Μια δύσκολη νύχτα νιφάδες γαλάζιες πάνω στο τζάμι των νεκρών
Μια δύσκολη νύχτα στο περιθώριο της ύπαρξης
πολτός με αίμα μου διαρρηγνύει τον ύπνο
Άκανθα βελούδινα που
ανεμίζουν στο πετρωμένο βάραθρο.
Εκ βάθους έβλεπε ένα καταγδαρμένο φως
σε κάθε οπή του κορμιού του.
Ήτανε πολύ αργά
αμέριμνος ερωδιός μέσα στο τάφο.
O πάνθηρας (αθηνά αθηνά)
και κουνιέται η αντιλόπη
δε σταματά ποτέ να τρέχει
έχω μέσα μου ένα δάσος
που τα καλοκαίρια καίγεται
μα τους χειμώνες ξεκινά από την αρχή
παρακαλώ μη
μου χαλάτε το δάσος
και δαγκώνει ο πάνθηρας
την αντιλόπη που τρέχει
στο λαιμό βαθιά
ειμαι η αντιλόπη που τρέχει
μέσα μου μέσα
στο δάσος μου
είμαι και ο πάνθηρας.
Βιομηχανική Τελετή (Πλανητεία)
Είναι χλωρό ακόμα και το τσιμεντένιο πάτωμα
Στην διαδικασία τής στέψης, απόψε,
δύο σίδερα κρούονται
Αυτό το μηδενικής φόρμας διακοσμητικό της σκέψης
με το μεταλλικό κεφάλι του άρχοντος
Το μόνο πού κάνει έναν διαπεραστικό ήχο
Είναι στο σκοτάδι που στέκονται οι αφανείς της πόλης
Όταν συγκρούονται οι ηλεκτροφόρες κόρες των ματιών τους
Yellow Birds (Φώντας Φ.)
Είκοσι
δυο
μικρά
καναρίνια
πετούν
ελεύθερα.
Καθένα
τους
είναι
ολόκληρος
κόσμος.
Στις φτερούγες του καναρινιού
ένας πολιτισμός έχει
επιτέλους ανθίσει
ένας άγριος
σκληρός πολιτισμός
πλάσματα
που ζούνε μέσα
σε παγερούς
χειμώνες
πλάσματα
που ορμάνε
και εξοντώνουν
τα πιο
πελώρια θηρία
για να πάνε
τροφή
στη φωλιά τους
μετά τη μάχη
ρουφάνε το
αίμα
σα να ήταν κρασί
κι αναπαράγονται
μεθυσμένα, πρόστυχα
και τόσο συχνά
ώστε σε 10.000
χρόνια
να ανακαλύψουν
την τεχνητή νοημοσύνη.
Σφίγγω τη χούφτα μου
και λιώνω ανάμεσα
στα δάχτυλά μου
το καναρίνι.
Προάγγελος θανάτου (Γωγώ Λιανού)
Κι αν δε καταφέρω τα βλέφαρα μου ν’ ανοίξω, να δω την άλλη μέρα,
κι αν η σκιά αυτή, που τα βράδια ξαπλώνει στο παράθυρο μου,
με πάρει μαζί της,
πες ότι αγάπησα.
Πες ότι ήμουν ικανή.
Ότι τσάμπα μου είχε βγει όνομα.
Ότι ήταν όλα ένα γινάτι.
Κι αν ακόμη
η σκιά δεν ξεροσταλιάζει για μένα,
και με τυφλώσει το πρωί το φως του ηλίου,
θα κατεβώ μονή μου, εκεί που οι αδύναμοι πηγαίνουν.
Καβάλα σε χάπια μωβ και λευκά και πολύχρωμα.
Πες ότι δεν αγάπησα.
Ότι δεν ήμουν ικανή.
Ότι καλά έκανε τ’ όνομα και μου βγήκε.
Να τους το κάνεις πιο εύκολο να με μισήσουν.
Και πες τους ότι ο θάνατος μύριζε πιο όμορφα απ’ τη ζωή.
Ότι είδα, αχρείους, να γλύφουν ακόμη και το πιάτο τους,
ενώ αρνιόντουσαν να δώσουν μια δεκάρα.
Πες τους μια δεκάρα, κι αυτοί αρνιόντουσαν, κι εγώ πως να τ’ αντέξω!
Κι αν όμως αντέξω τους αχρείους,
τον πόλεμο
τον σκοτωμό
τα σύνορα σε ανθρώπους, λέξεις, συναισθήματα,
αν, παρόλα αυτά αντέξω,
τον γεμιστήρα θα φροντίσω,
να ‘ναι έτοιμη η κάννη σε σένα να την στρέψω,
που μπόρεσες και μ’ άφησες με όλα αυτά να ζήσω.
Και θα τους πω ότι δεν ήξερες.
Δεν γνώριζες αγάπη τι θα πει.
Και θα τους πείσω, και θα πω ‘’ελαφρύ το χώμα που σας σκεπάζει’’.
Όμως ξέρω,
σχεδόν σίγουρα πια,
ότι η σκιά ήρθε εμένα για να πάρει.
Γιατί σας λέω αγαπούσα, φωνάζω, αγαπούσα.
Έχει την τάση ο άνθρωπος την υπενθύμιση ζωής να τη σκοτώνει.
Όταν διασπάστηκε το άτομο (Άλεξ Κοάν)
Βόμβες στις πλατείες μας,
κλονίζουν τα σημειωματάρια μας.
Α!
Αυτό δεν είναι λογοτεχνία!
Αυτό είναι μια ανασκαφή
του παρελθόντος!
Γκαρίζετε μα δεν καταλαβαίνετε ότι ο μόνος λόγος που οικονομικά δεν έχει καταρρεύσει ακόμα η Αίγυπτος είναι κάτι θεόρατα, τρίγωνα κτίσματα που χτίστηκαν με μόνο σκοπό να θαφτεί μέσα τους κάποιος πανάρχαιος, αποτυχημένος Φαραώ της χώρας.
Αυτή είναι η αγνοημένη αλήθεια –
ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας
είναι η ιστορία η ίδια.
Το αρχέγονο μηδέν που περικλείει τα πάντα.
Ω
ναι!
Οι τάφοι είναι η κληρονομιά των προγόνων μας, οι τάφοι είναι η κληρονομιά που θ’ αφήσουμε στους γιους μας και στις κόρες.
Κι αυτοί που δεν τους σκάλισαν,
με νύχια βρώμικα και φτυάρια και αξίνες,
είναι οι ίδιοι που δε μπόρεσαν
να ονειρευτούν το μέλλοντα τον κόσμο.
Ο μέλλοντας κόσμος! Ο σπουδαίος! Ο άφθαρτος! Ο νέος!
Τραγούδα μαζί μου, αναγνώστη!
Είμαι ο ουροβόρος της γραμμικής πορείας.
Όταν πεθάνω θα ταυτιστώ με το Θεό!
Θα βάζω θαυμαστικό σε κάθε πρότασή μου!
Μα μέχρι τότε σιωπηλώς
παρατηρώ την άσπλαχνη και τρομερή
ροπή των όλων, των πραγμάτων.
Σύννεφα μην τρομάζετε, σας ξέρω από τότε που ήσασταν νεράκι ακόμα.
Σας ήπια και γεννηθήκατε ξανά μέσα στα εντόσθια μου,
σας ξέρασα και γίνατε μπόρα και βοριάς μέσα στους τοίχους της τουαλέτας.
Εδώ ξυπνάει η άνοιξη,
εδώ και ο χειμώνας.
Μέσα στο μπάνιο, μέσα μου, κι έξω που όλο βρέχει.
Εδώ πεθαίνει ο ντουνιάς, εδώ γεννιέται πάλι, κλαίει σα να ναι μωρό, κλωτσάει σαν έμβρυο μες στη μήτρα, σκοτώνεται σαν παλικάρι σ’ έναν ανούσιο πόλεμο, θάβεται μέσα στη γη, γίνεται γεύμα ζεστό σαν μοσχαρίσιο ψαχνό με αρακά γι’ αμέτρητα σκουλήκια.
Κι αυτό είναι όλο το μέσα μου.
Νεκροταφείο για τους παλιούς.
Μαιευτήριο για τους καινούριους.
Πεδίο μάχης για τους σύγχρονους.
ΜΠΟΥΜ ΜΠΟΥΜ ΜΠΟΥΜ!
Χωρίς γλώσσα (Ραγκ)
ο αλγόριθμος του θανάτου
έχει σάρκα και οστά
πετά από σβουνιά σε σβουνιά
τρίβει
τα βρωμερά του δάχτυλα
διπλά στα αφράτα κύματα του νευρωνικού δικτύου.
εχθές κούρνιασε δίπλα στον περίεργο συνάδελφο
με τα καροτί δόντια
προχτές μάρανε την ουρολόγο σου
μαζί με την κόρη της
και πριν εφτά χρόνια
έπεσε στο γάλα ενός Γεωργιανού πρώην μυστικού
αχ! να είχε γλώσσα να το γευτεί!
δεν κάνει ο πανουκλιασμένος διακρίσεις
γελάδια
κοριτσάκια
ψευδοπροφήτες
ισπανίδες
αγρότες
ουτοπιστές
ορφανά
CEO
ότι πονάει κάτω από τον ήλιο
αχ! να είχε γλώσσα να τα γευτεί!
Θεωρίες Συνωμοσίας (Σίλουαν Κ.)
Tα ξεραμένα χείλη μιας εργασίας
χωρίς νόημα και σκοπό,
αφυδατωμένες μηχανές να παρασταίνουν
το ξεδίψασμα ιερέων και βεδουίνων
κάτω απ’ το σκοτάδι μονάχα η σιωπή
και οι παρέες των αδιάφορων
να εισχωρούν στις οθόνες:
όπως απ’ το παραλήρημα
προκύπτουν φατρίες ιθαγενών- αχ αλιγάτορες της νύχτας
μεγαλοαφεντικά πυρακτώσεως
ύπνος του χρόνου που παρέρχεται
και παρέρχεται
και σε παίρνει μακριά μου –
μας εξετάζουν κάτω απ’ το φως
αιωρούμενα μικροσκόπια στις θηλές
μιας αποκάλυψης- τι επιχειρώ;
περιφερόμενος στα κλειστά ψυγεία ενός νεκροτομείου
τι επιχειρώ στις όχθες μιας παραίσθησης και μιας μελλοντικής θλίψης
αναρωτιέμαι
τι επιχειρώ στα δοκάρια της φιλίας μας
και της ανυπόκριτης θέλησης μας
για διάβαση;
Εξετάζω το δέρμα μου που λεπταίνει
διάφανη φυλακή σ’ ακούω να λες
εξετάζω την λιπαρότητα της θνητότητας
που λέγεται Ανέφελο Ταξίδι
που λέγεται Μπονσάι
που λέγεται Μητρότητα των Απελπισμένων και εξετάζω τους εφιάλτες μου
που καθαρογραφούν ένα ποίημα: το ξετρύπωσα στα χωράφια της επαρχίας
έδυες μαζί με τον ήλιο
βυθιζόσουν στο διαμέρισμα της ενηλικίωσης
ή στον καναπέ ενός αυτόχειρα εχθρού μας
συνέδεες την προσομοίωση με την αγάπη
και την μοναξιά με το λογισμικό της τρέλας
ήσουν ο εκλεκτικός διαβάτης…
– στο βάθος, αγελάδες
ακούνητα αγάλματα της παιδικής ηλικίας μας
συλλάβιζαν την λογοτεχνία του μέλλοντος: απ’ το ξυλωμένο πάτωμα
ενός ποιητή
φυσούσε στα στόματα μας η ευκρασία
απ’ τα διαζώματα του μέλλοντος
έρεε η λύπη
έρεε ο ερωτάς
έρεες έρεες Υδράργυρε –
πως να αντιπαλέψω το ξεσκέπασμα; Έρημε αδερφέ που είδες
και αφέθηκες να αγνοήσεις
που προχώρησες ζαλισμένος στις παγίδες της ιστορίας
που σκάλισες τα μικροσύμβολα της καρδιάς
που έγνεψες στον ρεπόρτερ της κάμαρας – είδες τον τυφλό
να τρέφεται απ’ το αίμα μας; Είδες τους κυνηγούς να μας σημαδεύουν
είδες την ανάβαση μας στον κρατήρα ενός ηφαίστειου
είδες το ηφαίστειο
και εντός του ηφαίστειου το Τίποτα ή την φυλή των Τίποτα; Είδες μια λογοτεχνία
ή ένα πείραμα ή έναν παράλυτο φαρσέρ;
Εγώ επιστρέφω στο τάφο σου
μ’ ένα τσιγάρο άστρο των λύκων
επιστρέφω και αρδεύω τις επιθυμίες σου – καθαρογραφώ τις ενδόμυχες
υποψίες σου
τόσο ενδόμυχες σαν νεογνό συννέφου:
1) Απ’ τα κόκκαλά μου ξεκλήρισες
τα χωριά Τάρα και Μάλεχ
είπες ότι οι απατεώνες σταυρώνονται στους τοίχους
2) Γυναίκες απ’τα χωριά Τάρα και Μάλεχ
επισκεφτήκαν το σπίτι σου να σε ικετεύσουν: κρατούσαν μαύρα τριαντάφυλλα
3) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ υπέκυψαν στους εφιάλτες μας
είπες ότι τρεις μέρες που κράτησε η σφαγή
δεν άκουγες ήχους – δεν έβλεπες χρώματα
4) Στο κέντρο της πλατείας υψώθηκε ένας καθρέπτης και ένα δρεπάνι
5) Ανακάλυψες κοιτάσματα φωσφόρου στα δάκρυα τους
6) Κάθε νέος των χωρίων Τάρα και Μάλεχ σημαδεύτηκε από ένα μαύρο άνθος
κάθε νέα διέσχισε μια γέφυρα με τα ματιά δεμένα
7) Επανέλαβες τα ονόματα μας στην έξοδο σου απ’τα χωριά Τάρα και Μάλεχ.
Έβρεχε.
Και δεν ήταν αποχαιρετισμός φαντάστηκα
δεμένος στην πλώρη
μιας φαντασίας που θα μας βούλιαζε νομοτελειακά
ήταν η αντιμετάθεση της παρουσίας
μ’ ένα φάντασμα
με μια οπτασία που ξεγλιστράει απ’ τα σεντόνια
και τρέχει την καθημερινή άπατη
είμαι μόνος
δεν υπάρχει για μένα μια ταφόπλακα
ζεστή
είμαι μόνος αδερφέ
εγώ υπήρξα θυμιατό στις ανέσεις: Οι περαστικοί
βλέπουν τώρα στην οθόνη έναν πλανήτη
και την αυγή σ’ εκείνον τον πλανήτη
και εμένα τον περαστικό – πίσω απ’ την οθόνη
μόνος στις όχθες ενός οικείου σκοταδιού
η σκιά μου εγκυμονεί τα σύννεφα εκείνου του πλανήτη
και εγκυμονεί τις αποχρώσεις τους
και τα σχήματα τους. Είμαστε στην αίθουσα αναμονής
ενός πρωτόγονου οράματος.
Οι περαστικοί αφήνουν τον πλανήτη
να θρυμματισθεί στις όχθες της Νύχτας και του Πεπρωμένου
εγώ για τελευταία φορά καθαρογραφώ
όσα θες να μου πεις:
1) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ δεν υπήρξαν ποτέ
2) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ είναι ανόητα
3) Τα χωριά Τάρα και Μάλεχ είναι η μοναδική αλήθεια
ακολούθως
4) Το σκότωμα των χελιδονιών
θα επιβληθεί απ’ τα παγκόσμια κέντρα εξουσίας
&
5) Το τελευταίο ποίημα της ανθρωπότητας
έχει αρχίσει να γράφεται.
Υποσημειώσεις (Ιώ. Τ.)
Κάθε μήνυμα έχει τουλάχιστον έναν πομπό1
και έχει για προορισμό του, τουλάχιστον έναν δέκτη2.
Κάθε μήνυμα φτάνει στον προορισμό3 του
ακόμα κι αν ο πομπός άλλαξε γνώμη
ή αν ο δέκτης άλλαξε πομπό.
Άσε εμένα, να κρατώ το
«δέκτρια 2.4.5.»,
να πιστεύω πως, και ο κάθε προορισμός φτάνει στους ταξιδιώτες του,
και πως αυτή είναι μια σιωπηρή συμφωνία4.
Γράφω εγώ λοιπόν τις υποσημειώσεις,
κι αφήνω σε εσένα τις συντομογραφίες
που -σαφώς- τις γνωρίζεις καλύτερα!
[Με τον πομπό να σημαίνει: πηγή που εκπέμπει σε οποιαδήποτε μορφή ένα μήνυμα με προορισμό έναν δέκτη ή (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) ότι παράγει μήνυμα, σήμα, πληροφορία.
Με τον δέκτη να σημαίνει: (στο θηλυκό: δέκτρια), αυτός που δέχεται, λαμβάνει κάτι: 1.(τεχνικός όρος) συσκευή που λαμβάνει ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά σήματα, όπως το ραδιόφωνο, ο ραδιοενισχυτής, η τηλεόραση, ή 2 (γλωσσολογία) που προσλαμβάνει και κατανοεί ένα γλωσσικό ή άλλου είδους μήνυμα, ή 3 (ιατρική) αυτός που δέχεται όργανο για μεταμόσχευση, ή 4 (ανατομία) υποδοχέας στο νευρικό σύστημα, ή 5 (τηλεπικοινωνίες ,δίκτυο υπολογιστών) ότι δέχεται και επεξεργάζεται σήμα, μήνυμα, πληροφορία, δεδομένα, κλπ.
Με τον προορισμό να σημαίνει: ο τόπος για τον οποίο προορίζεται ένας ταξιδιώτης ή ο τελικός σκοπός για τον οποίο υπάρχει ένας άνθρωπος ή ένα αντικείμενο
Με τη συμφωνία να σημαίνει: την κοινή απόφαση, γραπτή ή προφορική, μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, για να τηρήσουν ορισμένους κανόνες
ή όπως στην φυσική την διατήρηση μεταξύ κυμάτων, σταθερής διαφοράς φάσης]
Μες την τόση βοή των ημερών (malavita)
Ξυπνητήρια αδιάκοπα στριγκλίζουν.
Οι ώρες, γριές που περπατούν αργά
και στοιβάζονται στα έρημα παγκάκια της πλατείας.
Μες την τόση βοή των ημερών
να δεις που μπέρδεψα την βροχή
με τα μάτια σου.
Ψάχνουμε λίγο κενό στο δάπεδο
μην τυχόν και γλιστρήσουμε στους φόβους μας.
Μες την τόση βοή των ημερών
να δεις που οι δρόμοι
μας διώχνουνε.
Εμάς. Που σημαδέψαμε τα πεζοδρόμια
και οι φωνές μας,
συντρόφεψαν την άσφαλτο.
Εμάς. Που αδειάζουμε τασάκια
μπας και γεμίσουμε τα μέσα μας.
Εμάς. Που διασχίζουμε το μαύρο.
Μέρες τώρα, μετράει αδικίες
και σβήνει την αποχαύνωση.
Πόσα μερόνυχτα να φύγουν ακόμα
από τα χέρια μας μέσα ;
Πόσα να πνίξω/ πόσα να ουρλιάξεις,
πόσα να στριμώξω/ πόσα να ρημάξεις.
Πόσα να αδειάσω/ μέχρι να ξοφλήσεις.
Μες την τόση βοή των ημερών
τα είναι μας προσάναμμα
ανάμεσα στην πόλη και τις κεραίες της.
Bat Blues (D’ Lr[i]um)
Και να τα αποτελέσματα
Είμαι ένας μπλε μπάτμαν
Περπατώ
Σύρριζα στην άκρη του δρόμου
Παίζω με την τύχη μου
Στα δάχτυλα
Που και που σταματώ
Αλλάζω πόδια
Και φτου κι απ’ την αρχή
Καμιά φορά
γεμίζω πολλές φουσκάλες
Σκάνε όλες μαζί
Και μου παίρνουν τα αυτιά!
Όλο λένε θα τα γυρίσουν
Μα έχω χαλάσει τόσα ζευγάρια
Κι ακόμη να φανούν
Πλέον τα αγοράζω ντουζίνες
Από την άλλη καλύτερα
Τα αυτιά χαλάνε εύκολα
Και με όλα αυτά που μου λες
Και με όλα αυτά που δεν μου λες
Με κούφανες
Α! Ξέχασα
Στα βραβεία Αισιοδοξίας
Βγήκε πρώτη η Εξωτερική Στιβάδα
«Μέγας πουτανιάρης»
Το είπες και μ’ άρεσε
Σκληρό το δέρμα
Τα χείλη πάλι, άστο
Τρομοκρατία σκέτη
Ξέφυγα
Σήμερα -δε- θα σου πω πολλά
Ανοίχτηκα στα χρώματα
Και έχω κάπως μουτζουρωθεί
Λίγο ακόμη
Θα ισορροπήσω
Στην άκρη του δρόμου
Πολύχρωμη
Χωρίς αυτιά
Και χωρίς πόδια
Να πετάω βόμβες από το στόμα
Κάποια μέρα όμως
Ίσως
Αλλάξω μπλε
Κανάλι
Και ταυτότητα
Μέχρι τότε
Ρίξε μια βουτιά και για μένα!
Ξανανακαλύπτοντας τον Θεό (Ε. Κάτη)
Κοιτάζω τα δάχτυλα του ποδιού μου
Τα έχει καταπιεί το σεντόνι με τα λουλούδια
Το σεντόνι με τα λουλούδια
Το σεντόνι με τα λουλούδια
Έχει ξεκινήσει να φυτρώνει στον λαιμό μου
Ο λαιμός μου
Θυμάται κάθε δαγκωνιά που βιώσε
Κάθε δαγκωνιά
Μου θυμίζει
Έμαθα να αγαπώ πεσμένη στα τέσσερα
Πεσμένη στα τέσσερα έμαθα
να φιλάω τα ξύλα με επιμονή να αναπνεύσουν
Θα αναπνεύσουν
Κλέβοντας μια μια τις κόκκινες τριχες
Τις κόκκινες τρίχες
Υποσχέθηκα να τις φυλάω και έκανα τάμα
έκανα τάμα πεσμένη στα τέσσερα στο ξωκλήσι του χωριού
Θεέ μου κάνε να μην καραφλιάσω
Θεέ μου
Αν υπάρχεις
Κάνε τα ξύλα να μιλήσουνε
Θεέ μου
Κάνε τα ξύλα να αναπνεύσουν
Να αφήσουν τα μαλλιά μου ήσυχα
Θεέ μου
Κάνε να βρέξει να φυτρώσουν τα λουλούδια να αναπνεύσει η πόλη
Θεέ μου
Κάνε να βρέξει να φυτρώσουν τα μαλλιά μου να αναπνεύσω επιτέλους
Θεέ μου
εσύ μου έμαθες την πρώτη αγάπη
την μοναδική, την μονοδιάστατη, την θεόσταλτη
την λουσμένη με μύρο, την πλυμένη με θειάφι
την ματωμένη από καρφιά και από αγκάθια
την εσταυρωμένη
την αναστημένη
την ριγμένη στην γη
την ανυψωμένη στους ουρανούς
την πανταχού παρούσα
την πεσμένη στα γόνατα
την προσευχόμενη
την μαυροφορούσα
την σε λατρεία
μετατρεπόμενη
αγάπη
πώς η Κλαρίσε Λισπέκτορ διέσχισε τη λίμνη (Γεωργία Διάκου)
χρυσό είναι
είπε
το χωράφι και ο δρόμος προς τη Λοντρίνα
ένα ακατοίκητο φως γεμάτο ψάρια
τα ψάρια κρύβονται μέσα στη φυλή
που ράβει τσέπες
για να χωρέσει την κληρονομιά του ανατολικού
ζυγωματικά και ολυμπιακά μετάλλια στην ενόργανη
στο βλέμμα της επιφάνειας
η απόχρωση φαίνεται πράσινη
μία λίμνη ευρωπαϊκής εποπτείας
όνειρο του κολυμβητή Ντιμίτρι
και του βαρκάρη Ταντέο
η Κλαρίσε με τα πόδια στο νερό
και τα παπούτσια σε άλλη χώρα
θυμήθηκε πως ο Καρλομάγνος
λεγόταν Κάρολος
υποθέτοντας πως η λέξη
«καριόκα»
σημαίνει κάτι άλλο στα ελληνικά
ένα αστέρι με χίλιες ακτίνες
έβγαλε από το στόμα της
για νόμισμα
ο υπεύθυνος για τη μεταφορά
το δέχτηκε απρόθυμα
σκάβοντας ενάμισι αντί για δύο μέτρα
όταν μπήκε μέσα μύρισε
το δέρμα απ’ τα ψάρια
και τα ούρα των παλιών της φίλων
η Κλαρίσε απέκτησε μία κοιλιά γεμάτη λίμνη
ο εαυτός της πέρασε τα σύνορα
καταγράφοντας τις λεπτομέρειες
μίας παγκόσμιας εμπειρίας
Αύγουστος (Morley)
Ο Ήλιος κρέμεται στο κενό από τους λαμπερούς γιους της Σελήνης σε μια ταράτσα των Αθηνών. Τσακίζεται στην άσφαλτο και έτσι ξεκινάει το καλοκαίρι, κάθε χρονιά, κάθε φορά.
Περπατάω σε αυτές τις γειτονιές απορημένος
έχοντας στο νου μου τις γυναικείες μορφές που εμφανίζονται στους τοίχους μου.
Ένα βράδυ είδα τον Χρόνο, ήτανε χρυσαφένιο φως, κυλούσε στον αέρα μέσα σε έναν διαφανή αγωγό. Τον κουβαλούσε ένας κινέζικος δράκος. Πέταξε μακριά μου και χάθηκε.
Μας το ψιθυρίζουνε καθημερινά οι γυναικείες φωνές.
Περπατάμε απορημένοι σε αυτές τις γειτονιές τρακάροντας το πτώμα του καλοκαιριού στην άσφαλτο.
Σε έναν αιωνόβιο γέρο στεκούμενο στο κέντρο της πλατείας έχουν φυτρώσει Ηλίανθοι, Γαρύφαλλα και Λομπέλιες στο κρανίο και στην πέτσα. Σκίζουν το μπλε πουκάμισο ενώ γύρω τους περιφέρονται μέλισσες.
Παίζει κομπολόι και καπνίζει ο αθάνατος Αύγουστος που κοχλάζει στις πλατείες. Στο κεφάλι του στέκονται περιστέρια και διψασμένοι δαίμονες.
Τα αστικά μεταφέρουν ιδρωμένους έφηβους και τον καύσωνα στην πόλη. Το μυαλό μου τινάχτηκε και μέσω μιας μεταφυσικής ροζ πύλης προσγειώθηκε σε μια καταπράσινη πεδιάδα.
Ο αέρας που φύσαγε βύθισε το χέρι και το ποτήρι μου μέσα στο μπαρ. Τελευταία φορά που αγάπησα θυμάμαι πως αφέθηκα ολόκληρος, την άφησα να μου καρφώσει τον εγκέφαλο με έναν σωλήνα που έρρεε ουίσκι.
Τα μάτια αναποδογυρισμένα από το θάνατο ρίχνουν γροθιές στο πάτωμα. Υπάρχει μια γέφυρα που οδηγεί από το ανακατεμένο στομάχι μου σε ένα εκκλησάκι κάτω από τη Γη.
Προσεύχονται για μένα όσο οι ανεμιστήρες χορεύουνε για μένα.
Τα μάτια αναποδογυρισμένα από το θάνατο ρίχνουν γροθιές στο πάτωμα.
Το σπιν, τα ταυτοτικά σωματίδια, τρεις νάνοι σε ένα παράξενο μπαρ, το μπόουλινγκ στον γαλαξία της Ανδρομέδας,
οι λεβέντες με τα σπίρτα στην κατάψυξη ενός βυθισμένου υποβρυχίου.
Υπάρχουν ναυαγισμένα υποβρύχια;
Αντί τίτλου (Χαρά Γιανούλα)
Σκεπάσματα σκοπών με φυλάνε,
τις ώρες που δεν δέχομαι πως είναι όλα τύχη.
Κι η ράτσα μου, ως τέλος θα πείθεται για του μάταιου τα αντί.
Θα ‘ναι ένστικτο αρχαίο να υπάρχει πάντα λόγος.
Και εμείς αδέρφια από πατέρα, με όνομα ενδοιασμό και επώνυμο το φόβο.
Μεγαλωμένοι με στανιό, ντε και καλά για ύπαρξη.
Μετρώντας πιο συχνά τα απόντα -από φτιαξιά- σαν να μην θέλουμε ποτέ αποδοχή του μαύρου.
Υπερασπίζομαι τα σκούρα γιατί ποτέ μου δεν τα πίστεψα.
Ήταν μονάχα λερωμένα μας λευκά,
σε χέρια κουρασμένα.
Είναι η ώρα της παραίσθησης, πως έχω επιλογές.
Κι αυτές, σαν πόρτες δώδεκα, που μπαίνουν στο ίδιο σπίτι.
Είναι ο πληθυντικός απάντηση σε γρίφους ενικούς.
Και η αλήθεια δάσος, που δεν θα είχε υπόσταση αν ήταν δέντρο μόνο.
Απόψε εγώ θα συμφωνώ πως όλα είναι τυχαία.
Απόψε εγώ θα συμφωνώ πως όλα έχουν σκοπό.
Στο διάκενο αυτό, υποφέρει ένα τίποτα.
Η μόνη λέξη, ανθρώπινη, που γεννιέται ένα κάτι.
Άτιτλο (Κρέμας)
Άγχος, χαρά, λύπη, χαρμολύπη.
Σκέφτεσαι και περιγράφεις ένα μουνί,
περιγραφή μουνιού.
Ένα κοχύλι με γλάσο φράουλας.
Μακράν η καλύτερη περιγραφή μουνιού
που έχεις ακούσει.
Σε παρομοίασαν κάποτε με τον Δον Κιχώτη
του Θερβάντες.
Πρόσεξε! σου είπα.
Η τροχιά του ανεμόμυλου μπορεί
να σε πετάξει στην λάσπη.
Πιθανών, υπάρχει ωστόσο περίπτωση
να ακολουθήσει αντίθετη πορεία
και να με στείλει στα άστρα
να λάμπω αιώνια.
Ασυναρτησία και ανεξαρτησία.
Υπαρκτός σουρεαλισμός, αυτόματη γραφή,
καταραμένοι ποιητές
έμπνευση εκ του υποσυνείδητου.
Βρίσκεις καταφύγιο στην γραφή
στην ποίηση στην διαλεκτική.
Όχι, όχι, ναι, LSD.
Δύναμη αντίδραση αδράνεια
κρέμα και αποφασιστικότητα.
Αναζητώ λίγη ηρεμία.
Τραγούδι οδοστρωτήρα (Πλανητεία)
Η χαρά μου μετά από εξέταση αίματος
η υγεία του τέρατος
σε ξέφωτο της γης τρέχουνε
μια παρτίδα ακόμα, κάτω απ’ το χώμα
να μην ξεχάσω
τέλειο φως όταν φτάνει εκείνη η μέρα
σε μια γιορτή όλα ακούγονται σαν γράμματα
στρωμένο τραπέζι για το τέλος κι όλοι κοιτούν τα μαύρα καθαρά καθώς και ράβομαι
Τι γενέθλια κηδεία είναι αυτή;
Όλοι συναντιούνται στην κατάφαση
Τι κηδευμένο αναστάσιμο πιάτο;
για να δω μέσα το σχήμα της τυχαίας αγάπης
Ήταν ψαρόσουπα
Και καθώς βγαίνω στο κάτω της ευτυχίας
Η πρώτη κουταλιά
τώρα που δεν έχω σώμα // σημεία σήψης (Ντενίσα Σαχίνι)
τώρα που δεν έχω σώμα
ίσως γίνω ένα με τη σάρκα
γράφω μέσα απ’ το τραύμα ένα τραύμα
είναι ένας τάφος
ή μια μήτρα [ τελεία ]
ένα τέλειο τέλος μια ακατάπαυστη παύση ανάπαυση πτώση στην αδράνεια
― δεν σου ‘χα πει ψέματα τότε
δεν σου ‘πα ψέματα ποτέ
άνθρωποι μεταφέρουν ανθρώπους
άνθρωποι παραδίδουν ανθρώπους
άνθρωποι ανταλλάσσουν ανθρώπους καρφιτσώνουν ανθρώπους
τελειώνουν ανθρώπους τελειοποιούν
την τέχνη της μίμησης
και την τέχνη
ή την κατέχεις ή σε κατέχει
και πάει πολύς καιρός που αναρωτιέμαι·
ο καθρέφτης είναι εγώ
ή εγώ αυτός [ ερωτηματικό κανονικά αλλά η ερώτηση είναι τόσο ρητορική
που απλώς τελεία ]
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα τατουάζ (Αλέξανδρος Τιχομίρ)
στην Λιάνα
Στο κωλομάγουλο αυτός της ζωγράφισε μιαν άγκυρα
ύστερα
άνοιξε το φερμουάρ και ξεχύθηκαν
ονόματα τού έρωτα
πάνω στην τρυφερότητα του μάγουλού της,
όπως πλοία βουτούν στην θάλασσα για πρώτη φορά.
Στους ώμους του αυτή
χάραξε μικρά φτερά
για να ‘χει ανάγκη πάντοτε την αγκαλιά της,
ύστερα του έδωσε το στήθος της
κι επέμενε στα χάδια
όπως το νερό θυμάται τις πρώτες μας λέξεις.
Αυτός κι αυτή
όχι βράχος και θάλασσα σ’ αυτό το ποίημα
μόνο έρωτας
μόνο ανάγκη ν’ αναπνεύσουμε από το στόμα του άλλου
κι επιθυμία βαθιά
ν’ αγκαλιάσουμε τον γκρεμό μας
και να τον συγχωρέσουμε
για την πτώση.
Pozar (Σίλουαν Κ.)
Οι εκδορές μας είναι πλαστές και οι ώρες μας
ανυπόφορα άδειες
συμβαίνει να προσκυνάς έναν βωμό
και ένα πηγάδι εμφανίζεται
ή να κατασκοπεύεις πίσω απ’ τις γρίλιες με θανάσιμη λαχτάρα
το
αθώο
πέταγμα
των σπουργιτιών. Είμαστε απελπισμένοι που ζούμε:
με τα μεσημέρια μας απλωτά
με τα τσιγάρα μας φουσκωμένα
με τα τραγούδια μας να αργοπίνουν τη ζωή: εικοσάρηδες και αποκαΐδια
καφές που χύθηκε στο πλακάκι
γυναίκα που μάτωσε από αστείο
παιδί που πνίγηκε
τα μάτια μου καίνε πυρωμένες πεταλούδες και εφιάλτη
ενσαρκωμένη σκιά
να περιφέρεται σε κουζίνες. Και είναι η μάνα μου που λ ε ι ώ ν ε ι…
Οι εκδορές μας είναι ψεύτικες και φενάκες λαδωμένες
γυάλισμα & αναπνοή
στη συσσώρευση του σκοταδιού
μες
στις
κοιλίες
του
Ηλίου, άκου τώρα όπως ο σκώληκας τους διάλογους των ξένων
«πόνεσες όταν αποχωρίστηκες το σώμα σου;»
«ξύπνησα απ’ την σιέστα μου τρομαγμένος»
«αγάπη μου, επέστρεψες; έχουν τελειώσει τα ναρκωτικά για μας ««« ήταν οι εκδορές που άνοιγαν
σα μαύρα περιβόλια της καταστροφής
και επέμεναν
σε φαντασιοπληξίες
λευκές ποδιές ενέσεις παραμάσχαλα και ύπνος
ένστικτο με σφιγμένα δάχτυλα
στα κυκλικά ερείπια των νευρικών συστημάτων
εκδορές πλαστές που κράδαιναν μετεγχειρητικό στρες ή οράματα
πολέμου
αδιάκοπων καταδιώξεων σε ερήμους
δηλητηρίαση σε τρένα
προσκύνημα
πηγάδι
σε
βω
μό
και οι μέρες γίνονταν ολογράμματα συμβάντων
και οι ώρες μας ήταν
εκείνη η γυναίκα που έθαβε κάθε πρωί τον γιο της.
Μεσημέριασε. Είναι πάλι το φτιαχτό ψέμα που στηλώνει χάη στους τοίχους
επιληπτικά αγριοκάτσικα
κραιπάλης
λιαζόμαστε στις σκιές
με δίψα για συμφορές·
και συ πυρπολάς στα χέρια σου έναν Μάη ξεραμένο.
Το άλλο μέσα στο ίδιο (Σύλβια 8)
Θέλω να σκοτώσω τον εαυτό μου, είπες
και εγώ σου απάντησα
πως δε θα τα καταφέρεις ποτέ.
Καθώς με κοιτάς
ένα πλάσμα γεννιέται απ’ τα κομμάτι που σκοπεύεις να τινάξεις στον αέρα
κι είσαι εσύ το πλάσμα
αλλά εκείνο είναι κάτι άλλο
γιατί εσύ είσαι óμορφος κι αυτó άσχημο
γιατί εσύ είσαι καλοντυμένος κι αυτó φοράει κουρέλια
γιατί εσύ είσαι χαμογελαστóς κι αυτó κλαίει
αφήνοντας να φανούν τα στραβά του δóντια.
Καίω την παράδοση κι ας μην καίγεται
Καίω τα βιβλία κι ας μην καίγονται
Καίω εσένα κι ας μη μπορείς να καείς
Και φωτίζω τον κóσμο.
Ησυχία
και έπειτα
Ο νυχτερινóς μου παρείσακτος βάζει τις φωνές.
Θέλω να σκοτώσω τον εαυτó μου, είπες
και εγώ σου απάντησα
πως δε θα τα καταφέρεις ποτέ.
Ο εραστής (Αθηνά Αθηνά)
έχω έναν εραστή
που δεν μου κάνει έρωτα
μονάχα κοιτά έξω από το παράθυρο
χαζεύει τα περιστέρια
τα αυτοκίνητα να μουγγρίζουν
και μερικές φορές
δαγκώνει τα χείλια του
αν δει κάποιον να πέφτει
ή αν θυμηθεί
κάποιο από τα τρομερά του λάθη
μερικές φορές
νομίζει πως θα τρελαθεί
και τότε εγώ πιστεύω
πως θα μου ξανακάνει έρωτα
για να ξεχάσει
τα προβλήματα του
μα το μυαλό του πάντα
είναι έξω από το παράθυρο
όσα σκέρτσα κιόσα νάζια
έχω έναν εραστή
που όλον τον έρωτα του κόσμου
να του ζητήσω
δε μου τον δίνει γιατί
αυτός κοιτά πάντα
προς τα σύννεφα
που μεταφέρονται από βορρά σε νότο
και από νότο σε βορρά
μαζί με τα χελιδόνια.
Ίσως πρέπει να αφιερώσω κάπου τη ζωή μου (Διονύσης Αντωνάτος)
Ίσως πρέπει να αφιερώσω κάπου τη ζωή μου
Ή τουλάχιστον να αξιοποιήσω
το χρόνο που έχω αφιερώσει
ολοκληρώνοντας κάτι.
Βολικός υποστηρικτής
της θεωρίας του χάους.
Περιμένω να κουνήσει τα φτερά της
αυτή η ρουφιάνα η πεταλούδα
μπας και με σηκώσει κανένας ανεμοστρόβιλος.
Μέχρι τότε λέω πιο πολλά στον εαυτό μου
απ’ ότι στους γύρω μου
και κάνω πιο λίγα από ότι τους λέω.
Δεν ξέρω που πάει αυτό το ποίημα
έτσι κι αλλιώς οι Τρύπες
διαλύθηκαν πριν τις δω ζωντανά,
η Σκεπαστή γκρεμίστηκε
και ο Παύλος πέθανε κάνα μήνα αφού είχα γεννηθεί.
Μου λείπει η ένταση
των ημερών που δεν έζησα.
Μου λείπει η ένταση
των ημερών που έζησα. Μου λείπει ύπνος.
Και ένα σημάδι
ότι όλα θα πάνε καλά.
Όπως και να χει
εγώ θα συνεχίσω να γράφω
γιατί καθένας
έχει δικαίωμα
να διηγηθεί την ιστορία του
και κανείς
δεν έχει ξοφλήσει όσο έχει ακόμα μια ιστορία να πει.
Κι από ιστορίες έχω πολλές
Για θανάτους, για ναρκωτικά, για σεξ.
Αλλά ας τα αφήσω
αυτά για το μυθιστόρημα στον Ψυχογιό.
Οβερντοουζ (Δορίαιχμος)
Ζούσε μέσα σε μια μπουρμπουλήθρα
σε ένα κόσμο
γεμάτο καρφίτσες και πινέζες
είχε όλους τους λόγους του κόσμου
να σιωπήσει
αλλά η σιωπή τη βάραινε
το σπίτι έπεφτε
και εκείνη φώναζε
οι φωνές έκαναν τα τοιχώματα ιριδίζοντα
το σπίτι μεγάλωνε
και απογειωνόταν
ξέφυγε από τις καρφίτσες
αλλά κατέληξε στο διάστημα
η μπουρμπουλήθρα έσκασε τελικά
και όταν με έκπληξη συνειδητοποίησε
τη μυτερή της μύτη
αποφάσισε πως είναι βελόνα
και καθώς οι σύριγγες πάντα την απωθούσαν
ξεκίνησε το ταξίδι της
για την Κοιλάδα Των Κλωστών.
Είχε όλους τους λόγους του κόσμου
να τρυπήσει
αλλά οι τρύπες την φόβιζαν
παρ’όλο που είχε μια τρύπα για κεφάλι
Έτσι μόνη και άστεγη πια
έβαλε σκοπό να συμμαχήσει με τα νήματα
να ράψει το κεφάλι της
να κλείσει η τρύπα
όχι για να γίνει καρφίτσα
αλλά για να σταματήσει να σκέφτεται
αγνοώντας την ειρωνεία του πράγματος
μέχρι που μια μέρα στο δύσβατο δρόμο της
ξέσπασε μπόρα και άνεμος βαρύς
φύσηξε μέσα στο κεφάλι της βοριάς
και εκείνη γέννησε ένα σπίτι.
Είχε όλους τους λόγους του κόσμου
να το σκάσει
μα εκείνη το άφησε να πετάξει
γιατί ούτως ή άλλως
ο κόσμος ήταν καρφίτσες και πινέζες
“θα το σκάσουν αυτοί για μένα” σκέφτηκε
και συνέχισε το δρόμο της
προς την Κοιλάδα των Κλωστών
μα τι έκπληξη;
Η μπόρα πέρασε,
βγήκε και ουράνιο τόξο
και σαν κοίταξε ψηλά
είδε μπουρμπουλήθρες πολλές
και ιριδίζουσες
μα ούτε μια φωνή
δεν ακουγόταν τριγύρω
και είχε όλους τους λόγους του κόσμου
να είναι χαρούμενη.
μα εκείνη έκλαψε
και έκλαψα
και έκλαψε
και άδειασε μέσα της τόσο
που έγινε αγωγός για κραυγές αγωνίας
σε φλέβες
με σκόνες και υπερβολικές δόσεις
σε ένα κόσμο
γεμάτο καρφίτσες και πινέζες
βρήκε τη θέση της πλάι σε αυτές
σε ένα πίνακα ανακοινώσεων
στην είσοδο της πολυκατοικίας:
“Παρακαλούνται οι ένοικοι
της πολυκατοικίας
να σουτάρουν την παραμύθα τους στον φωταγωγό
γιατί στην είσοδο τρομάζουν οι καρφίτσες”
Δεν ξανάκουσε κανείς για αυτήν
μονάχα όποτε βρέχει
ακούγονται κάτι κραυγές
όχι ιριδίζουσες
μα μαύρες.
Φήμες λένε ότι είναι πένθος
απ’την Κοιλάδα Των Κλωστών.
Οι μπουρπουλήθρες έγιναν δαχτυλήθρες
και ράβουν και ξηλώνουν
στο όνομά της.
ένας κόσμος γεμάτος καρφίτσες και πινέζες
που είχε όλους τους λόγους του κόσμου
να την κάνει να σωπάσει.
Άλογα (Ε. Κάτη)
Τρεις χιλιάδες πράσινα άλογα
με ρωτάνε που είναι το αγόρι σου
εγώ αυτή τη λέξη δεν την έμαθα ποτέ
Μαθαίνω να μην τους απαντάω
Μαθαίνουν να τρώνε τα μαλλιά μου αντί για άχυρα
Τα τέσσερα αστέρια που θάφτηκαν στον λόφο την ημέρα με τα κόκκινα
φαντάσματα
επερωτούνε την σιωπή μου
Ρίχνω κι άλλο χώμα πάνω τους
ενώ κρατώ γερά το στέρνο μου
να μην χυθεί το γκριζωπό υγρό
Και μπει στον κόλπο μου
Δίπλα μου κάποια κρύβει ντρόγκια στον δικό της
Η καθεμία μας επιβιώνει όπως μπορεί
μου λέει και ξεριζώνει το γκαζόν
Ελευθερώνει τα αστέρια
Κραυγάζω
«Ο Άδης μου έδωσε καλύτερο αστρολογικό χάρτη από τον ουρανό
Ο Άδης κόβει τις πούτσες από όλους τους άντρες που αγάπησα»
«Που είναι το αγόρι σου;» με ρωτάνε τρεις χιλιάδες πράσινα άλογα
Ρουφάω σταγόνα σταγόνα το γκαζόν και τον κρύβω στα μπούτια μου
«Εγώ αυτήν λέξη δεν την έμαθα ποτέ»
Οικειότητα (Ιώ. Τ.)
Στο μυαλό μου
η οικειότητα
έχει μυρωδιά κι αμηχανία
είναι οξεία
δεν είναι δημόσια
και σίγουρα δεν είναι καθώς πρέπει
δεν έχει καθαριότητα αλλά έχει βρωμιά
κι έχει μια άγρια ομορφιά
σαν να περπάτησε ξυπόλητη
την λεωφόρο
από την μία άκρη της πόλης ως την άλλη
θέλω να διασχίσω αυτόν τον δρόμο
να καούν τα πέλματά μου
να μπορώ να είμαι εγώ
ακόμα και με εσένα χωρίς
κι όταν σου λέω «ρε»
ή όταν σε βρίζω
ή όταν σε προσβάλλω με το γάντι
κι αντιδράς από μακριά
με μια συγκατάβαση πια
και με μεγάλη δόση μαύρου χιούμορ
κι όταν με βάζεις στην θέση μου
κι όταν καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω με έναν στίχο του Άσιμου
ή του Καρβέλα
κι αυτό ρε μαλάκα
οικειότητα είναι
Αναρωτιούνται πως θα σωθούμε (Σύλβια 8)
Αναρωτιούνται, σπάνε τα κεφάλια τους
σπάνε τα κεφάλια μας
πως θα σωθούμε
πως θα γλυτώσουμε
μετά τη μεγάλη έκρηξη
μετά την κόκκινη θάλασσα
μετά τη γέννηση των βουνών που θα στραφούν εναντίον μας.
Λέω, είναι προφήτες ψεύτικοι
που διαβάζουν και μιλάνε μόνο στη δική τους γλώσσα.
Λέω, είναι προφήτες ψεύτικοι
που τρώνε και πίνουν μόνο τα δικά τους φαγητά.
Κι οι αδερφές μου, που είναι όλες τους γεννημένες
με ένα δερμάτινο γάντι και με μια πυρηνική βόμβα
μες στο μουνί τους. Οι αδερφές μου, που είναι όλες τους πεθαμένες
με μια φυσαρμόνικα ανάμεσα στα δόντια τους
με τα χέρια τους αιωνίως να επισκευάζουν το παλιό ρολόι
κι οι αδερφές μου
που γνώρισαν μόνο φτώχεια, οδύνη και χίλια χρόνια ανησυχίας
δεν έχουν ανάγκη να σωθούν
γιατί έχουν ήδη σωθεί
δεν έχουν ανάγκη να σωθούν
γιατί έχουν ήδη σωθεί
δεν έχουν ανάγκη να σωθούν
γιατί έχουν ήδη σωθεί.
Σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους.
Κακόβουλο λογισμικό (Ιβάν η Τρομαγμένη)
Μυριάδες αυγά ηχούν κρακ
στον ύπνο μου
και κάνουν ποπ άουτ
υποθαλάσσια ταξίδια
στη Χονγκ Κονγκ και ύποπτα chat rooms
«maresei na xunw krufa sth soupa sou»
«thelw na me gamas enw kanw
scuba dive ston iordanh potamo».
Μεγένθυνση πέους μ’αλοιφή
ώριμου γκουαρανά και εχκύλισμα
κατεψυγμένου πορνοστάρ,
λέιζερ εξόντωσης ραγάδων στο
εσωτερικό της καρδιακής κοιλίας.
Χειμαρρικό κλικμπείτ
δυνητικότητας λανσαρισμένης
σα φίλτρα cyber μαγείας.
Ξόρκια ιερέων-χάκερ
που στροβιλίζουν σε GIFάκια
με δερμάτινα ράσα και butt plugs
βουτηγμένα στον αγιασμό.
Δεύτε λάβετε φως μόνο
με ένα κλικ.
Είμαι γεμάτη από μυριάδες
αυγουλάκια κίντερ έκπληξη,
εκκολαπτόμενες ομελέτες
στο ψηφιακό μου
τηγάνι – τηγανιτές ημικρανίες που
τεντώνουν τα μηνίγγια μου
σα λαστιχάκια έτοιμα να σπάσουν
στα μούτρα του λοχ-νεςς της ηδονής.
Εκρήγνυμαι σαν αστρικός νάνος
σε μια ασέξουαλ σουπερνόβα
αφήνοντας πίσω
τα ρομαντικά μου σάλια
να στάζουν ενοχικά
στον ανώνυμο περιηγητή μου
Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου… (Άλεξ Κοάν)
Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου
είναι σαν να προσπαθείς να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δόντια. *
Κανένας πια δε μου μεινε.
Σίγουρος και προετοιμασμένος για την ήττα μου,
πατώ γερά στους βρώμικους δρόμους της μητρόπολης,
οδεύω προς τα κει που θα πρεπε να είμαι.
Χωρίς ελπίδα,
χαζεύω τα είδωλα των περασμένων εαυτών μου,
τους άνισους κλώνους μου,
τους κόβω σαν χάρτινους στη μέση,
τους κάνω γιρλάντες
να στολίσουν τ’ άδειο, έρημο σπίτι μου.
Από τα πεύκα ως και την ακτή
μια συννεφιά καλύπτει το φως πάνω απ’ τα μάτια μου,
κι εγώ, γυμνός, νέο άγαλμα της αρχαίας ψυχής μου,
στέκομαι στη μέση του μονοπατιού
– μα δεν είμαι χαμένος.
Παίξε, πιάνο, και για μένα,
παίξε και μην ακούς τι λέω,
κι αν τελικά ποτέ νυστάξω
και τραβήξω τα σκαλιά προς το κρεβάτι μου,
εσύ σπάσε τα πλήκτρα σου
και πέτα τα στον κάδο των εγκαταλελειμμένων κόσμων,
μαζί με τις εικόνες των παγανιστών, τις λάμψεις μας,
τα τσίγκινα κουτάκια μπύρας
και τις αμέτρητες φορές που έψαχνα να βρω ποιος είμαι.
Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου
είναι σαν να προσπαθείς να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δόντια.
Πόλη γεμάτη ρεύμα ηλεκτρικό,
κι όμως παντού έχει βάλτους και ομίχλες,
είναι δάσος κι είναι τρέλα
κι είναι φωτιά που λιώνει το τσιμέντο.
Αναζητώ το σημείο βρασμού.
Αναζητώ το κομμένο νύχι,
το κουρασμένο μάτι της νύχτας.
Εσένα αναζητώ, εσένα,
που δεν ξέρω αν ξέρεις πως υπάρχω.
Πρέπει να σπάσω τον κώδικα,
την πόρτα πρέπει να σπάσω,
κι αν τίποτα να σπάσω δε μπορώ,
ίσως μπορώ να σπάσω το κεφάλι μου στα δυο
σαν όστρακο, σα σπείρα.
Μα πέρα απ’ το φράχτη, πέρα απ’ την άγονη γη
σε είδα κάτω να κάθεσαι
και να πλένεις με χώμα τα μαλλιά σου,
και να μπλέκεις τα δάχτυλα σου μες στην άμμο.
Και πια δεν ήξερα
τι κάνω
– μα δεν ήμουν χαμένος.
Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου
είναι σαν να προσπαθείς να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δόντια.
Κουβαλάω το φορτίο στους ώμους μου,
σα σαλιγκάρι με τα πρωτοβρόχια,
κι είναι μια τσάντα με φτερά και γυάλινα ποτήρια,
κι είναι τόσο συγκεκριμένη και μικρή
όσο κι αόριστη και αιώνια.
Έκπληκτος, όρθιος, με τα χέρια στο κεφάλι
σα να με σημαδεύουν,
κοιτάω το χωριό στο βάθος του γκρεμού,
κοιτάω την περασμένη χώρα,
τους γερασμένους γιους των ιπποτών,
τις άσχημες τους κόρες.
Τίποτα πια δε μου μεινε.
Τίποτα κι όμως στις γραμμές που χαράζουν την παλάμη μου
βλέπω και πάλι κάτι να γεννιέται
και να χύνεται
σα ρέμα
στον αέρα.
Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου
είναι σαν να προσπαθείς να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δόντια.
Ήλιε τεράστιε, Ήλιε σωτήρα,
γιατί άραγε αφήνεις τη σελήνη
στη θέση σου να φέγγει;
Δεν τη ζηλεύεις, δεν σκιάζεσαι
μήπως το βασίλειο σου του φωτός
έρθει μια μέρα και στο κλέψει;
Το να προσπαθείς να προσδιορίσεις τον εαυτό σου
είναι σαν να προσπαθείς να δαγκώσεις τα ίδια σου τα δόντια.
Μπρος στους καπνούς απ’ το βαρύ τσιγάρο μου,
παρατηρώ ένα γυμνοσάλιαγκα
που σέρνεται μες στα υγρά τριφύλλια.
Η γλιτσερή του ράχη
τρέμει και σπάζεται
κι αφήνει πίσω του ένα σάλιο,
σα φτύσιμο παλιού καιρού, σα σπέρμα εικασίας.
Πάντα γυρνά επάνω στο ξερό και κρύο πλακάκι,
πάντοτε γλιστράει
και χαίρεται.
Μπρος στους καπνούς απ’ το τσιγάρο μου,
μπρος στους καπνούς που κλείνω μόνος στο θώρακά μου
εκεί γεννιέται, εκεί πεθαίνει
ο γυμνοσάλιαγκας.
Κι ίσως να ξέρει προς τα που ειν ο δρόμος
με τα λαμπρά, ολόλαμπρα φανάρια γύρω-γύρω.
*Alan Watts
Άτιτλο (Σκοτάδι Άγνωστο)
Βρόμικα ρούχα, ρετάλια
κρεμασμένα σε σκελετούς πάνω
που περιφέρονται σε τάφους
από κρύσταλλο και νέον.
Τα μάτια δε βλέπουν. Μόνο κοιτάνε.
Στεγνώσανε πια.
Μόνο το στόμα παραμένει υγρό. Γεμάτο σάλια.
Φτύσε. Γλύψε. Κατάπιε.
Επανέλαβε.
Ο κόσμος είναι δικός τους
Αφού για μας δε γυρνάει
Μόνο εμείς γυρίζουμε σ’ αυτόν.
Ζαλάδα, ημικρανίες
αυνανισμός και υστερία.
Μη φωνάζεις μόνο κι όλα καλά θα πάνε.
Τα βράδια με σιωπηλά γαμήσια
εκτονώνουν την πίκρα.
Πνιχτά βογγητά με τα μάτια ανοιχτά
Τα χέρια βουλώνουν το στόμα
κι οι μεντεσέδες βροντάνε στο ρυθμό του θανάτου.
Τελειωμένη υπόθεση. Στο πλάι θα κλαίνε
Κι εγώ να γελάω. Υστερικά να γελάω
ώσπου να μου ρθει εμετός.
Σκάω στα γέλια με την ψυχή στο στόμα.
Φριχτή αποστολή (Φώντας Φ.)
Στέκω σα μπλε συννεφάκι
μπροστά απ’ τους στρατώνες που μου ανέθεσε η πατρίδα
και προσμένω ένα γαλαξία ολόκληρο
για να κερδίσω τα οτοστόπ που μου στέρησαν.
Κατάρα!
Σαφέντες από άλλους πλανήτες
επιτέλους το ομολογώ
με πιάνω συχνά να χύνω κρασί στο χώμα
στη μνήμη όσων καθηγητών
διδάσκουν μαθηματικά
για να πληρώνουν premium
συνδρομές σε τσοντοσάιτ.
φίλοι μη φοβάστε
τα πιο σκοτεινά σας μυστικά
είναι ασφαλή μαζί μου
αφού και εγώ
παίζω μαζί σας
σε αυτό το κυνήγι θησαυρού
με στόχο
να βρω τα κομμάτια
να βρω τα κομμάτια απ’ το σώμα του Θεού
πριν απ’ τους εξωγήινους που τα κυνηγούν.
Φριχτός πλανήτης.
Φριχτή αποστολή. Επανεμφανίζεται κάθε χίλια χρόνια
κι ο γρίφος
επιζητεί κάθε φορά ακριβώς την ίδια λύση.
Γραμμένη σε άλλη γλώσσα,
άλλη γραμματική,
άλλο συντακτικό.
Προφανώς (Μαρίνα Πεβερέλλη)
Πόσοι ελέφαντες για να γεμίσουν ένα δωμάτιο
αν δεν τους βλέπει κανείς;
Εμείς γελάμε
υπνωτισμένοι, απελπισμένοι
Γέμισα πάλι αγκάθια,
δε θα ξανατρέξω στη βροχή
-και πώς να πάω σπίτι;
στο κρεβάτι μου, εδώ και μήνες
έχει κουλουριαστεί
ένας τεράστιος
λύκος
Σημειώσεις από τα παρασκήνια (Ε. Κάτη)
Η σκηνή με καταπίνει με το που τολμάω να μιλήσω
και εγώ καταπίνω χύσια σε στάσεις αστικών λεωφορείων
Τα εν άστει Διονύσια δικαιολογούν
την αστική παράνοια.
Μωρό μου ευχαριστώ για την τυρόπιτα
αλλά αν ήθελες να μου πεις πως με βλέπεις σαν πρεζάκι
αρκούσε το βλέμμα σου.
Τρεις φορές την ημέρα
αναρωτιέμαι αν βουίζει η τηλεόραση
ή αν εγώ αποτρελάθηκα
γράφω ποίηση στα διαλλείματα από το κρίμιναλ μάιντς
και η τεχνολογία με ειρωνεύεται.
Αγάπη μου
ευχαρίστησες σήμερα τον θεό που γεννήθηκες με αρχίδια
και μπορείς να είσαι ελεύθερα μαλάκας;
Θέλω να ξέρεις
Κυρίως σ’αγαπώ γιατί το εννοείς
όταν λες πως θα με αντάλλαζες
με την πρώτη σοσιαλιστική σεξ ντολ
κι εγώ το ίδιο.
Έχω γδάρει το κεφάλι μου χίλιες φορές
Και ακόμα να καταλάβω αν έχω εγκέφαλο
ή αν πρόλαβα κιόλας να τον κάψω από τα ντρόγκια
τις οχτάωρες απλήρωτες πρόβες
τις ανασφάλειες
και την προσπάθεια μου να διαβάσω Τζούντιθ Μπάτλερ.
Το να είσαι καλλιτέχνης σημαίνει
αναμφίβολα
πως πουλάς την υπεραξία σου σε τιμή ευκαιρίας
και την ψυχή σου στο διάολο για μια θέση στα σκατά.
Με ηθικό πλεονέκτημα πάντα.
Τον επόμενο αιώνα
θα έρθει ο κομμουνισμός
η πρέζα θα είναι νόμιμη
θα πωλείται στα περίπτερα
σε ροζ πακετάκια
και ως προειδοποίηση
θα έχει ποιήματα μου
όπως τα πακέτα των τσιγάρων
έχουν τώρα σάπιους πνεύμονες.
Ιώβ (Χημεία)
μέσα στο λεωφορείο
τα μήκη μου κινούνται με κιλοβατώρες – όσο πιο κοντά στις λέξεις, τόσο μακριά από εκείνη που με αμέθυστους με έθρεψε.
εκείνη τη στιγμή που φεύγω μια σκηνή χορεύει στα μαλλιά μου
ήμασταν εγώ κι εσύ – πριν ακόμα δω φως – και επιπλέαμε στην θάλασσα για χρόνια, αλλάζοντας μέρες σαν ρούχα βρώμικα, οι σημαίες δεν μας έλεγαν τίποτα
ήμασταν εγώ κι εσύ και οι μέδουσες έκαιγαν στα γόνατά μου – γόνατα στο πάτωμα και μέση που γυρίζει – πάντα με κιλοβατώρες που μετράει εκείνη που με γάλα με έθρεψε
μέσα στο λεωφορείο, ο ήλιος καίει και όλοι ξαπλώνουν προς τα πίσω – όλοι σκέφτονται με κιλοβατώρες και γραμμές λέξεων
πάντα όταν φεύγω έχω αυτές τις εικόνες – είμαστε εγώ κι εσύ, περνάμε τα λιοντάρια και με σηκώνεις ψηλά, δεν σκέφτομαι
όταν έφτασα εδώ, οι ώρες χαμήλωσαν και η άμμος έγινε φόρμουλα
τα χέρια δεν είναι παρά βιολογία – η θερμοκρασία μηχανισμός άμυνας
έφτασες εσύ και ρωτάς γιατί το πλοίο δεν κινείται
ξημέρωσε πάλι
κι εγώ σε είδα να χορεύεις στήθη και πλάτες
κι όλοι σε είδαν να χορεύεις – ο χρόνος δεν έφτασε
αυτό το μέρος είναι όμορφο και σε αυτό το μέρος όλα μου πέθαναν
οι γυναίκες της ζωής μου είχαν πάντοτε μαύρα μαλλιά – αυτές που με έθρεψαν με γυάλινους κυνόδοντες – ο χρόνος δεν φτάνει
αρκεί που έκανες λίγο χώρο για εμένα απολαμβάνοντας τον ήλιο – όλοι ήρθαν για να δουν το μέρος να πεθαίνει στα σκέλια του
ήρθα περιμένοντας να δω όσα είχα εδώ να πεθαίνουν
και το μόνο που μπόρεσα να δω
ήσουν εσύ, να χορεύεις.
Ένα βράδυ σ’ ένα αμάξι στην Αγίου Μελετίου-παρκαρισμένο (Ιώ. Τ.)
Οδηγώ προς το σπίτι με τρίχες στο στόμα
και μύξες υγρές
και απολαμβάνω αυτήν την αηδία μου
που μυρίζει αλκοόλ αλλά από τα βάθη του στόματός σου
Είναι πια μέρα
Πριν λίγο – το βράδυ
βρισκόμουν σ’ ένα αμάξι στην Αγίου Μελετίου -παρκαρισμένο
Στο αμάξι μου
Οι περαστικοί περνούσαν απ’ έξω ενώ, εσύ έγλειφες τον λαιμό μου
(Ίσως να ήταν αυτοί οι Ρώσοι που παίζουν πιο πάνω την ρουλέτα)
ωστόσο πριν το χαρακτηρίσει κάποιος σοφτ πορν
εγώ οφείλω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου
Αύριο θα ‘χω για ‘σενα λίγα δάκρυα στα μάτια
και δυο λάμες στα χέρια να στις καρφώσω με όλη μου την δύναμη στην πλάτη
αλλά μόνο αν το ζητήσεις
θα ορμήσω επάνω σου και θα δαγκώσω αυτά τα δάχτυλα
και το τέλος σου θα μοιάζει με δυστοπία,
αλλά στο μυαλό του Χάνιμπαλ Λέκτερ
Ξέρεις εγώ έχω κοιμηθεί με το τέρας
έχω πατήσει ξυπόλυτη πάνω σε αυτά τα κάθετα καρφιά
έχω πλύνει με τα χέρια μου τις αμαρτίες μια πουτάνας
έχω καρφώσει ένα γυαλί στην καρδιά ενός λουλουδιού κι είδα να στάζει γαλάζιο το αίμα του κάποτε ήπια από το Άγιο Δισκοπότηρο το σώμα Μου
κι από ένα χάρτινο ποτήρι αυτά που οι άλλοι πετούν
κι έτσι έμαθα τα μυστικά όλου του κόσμου
πλύθηκα μέσα στη λάσπη ενός ρέματος
και τάισα το αίμα μου σε κάποιον που το καταβρόχθισε λαίμαργα
με μια από τις φίλες μου σκοτώσαμε
και γι’ αυτήν την ιστορία οι δημοσιογράφοι πια, θα πλήρωναν αδρά
Εγώ
έχω βάλει ένα όπλο σε έναν κρόταφο
σε ένα χαντάκι πεταμένη παραλίγο να με φάνε οι λύκοι
όμως πρόλαβα και τους έφαγα εγώ πρώτη
κι έχω κάνει κι άλλα πραγματικά επικίνδυνα πράγματα
έτσι απλά και χωρίς άγχος
σαν να πρόκειται για μια ευτυχισμένη στιγμή σε κάποια ρομαντική κομεντί
Ξέρεις σαν αυτές στα μυαλά των πραγματικά αθώων κοριτσιών
με τα γοβάκια και τις τουτού φούστες,
τις ηρωίδες στα μιούζικαλ που το πιο κακό τους όνειρο
είναι ένας πρίγκηπας για πάντα κλεισμένος εκεί μέσα
Αυτό το σενάριο αντέχεται !
Όμως για σπλάτερ αμφιβάλλω αν το ‘χες
ένα βράδυ σ’ ένα αμάξι στην Αγίου Μελετίου – παρκαρισμένο
με το τραγούδι να λέει «Πρέπει να υπάρχει ένας διάβολος ανάμεσά μας»
(που μ’ αυτό ένας τυφλός προσπάθησε κάποτε να με σοδομίσει μα εγώ του έφαγα τα αυτιά)
και με τους περαστικούς να περνάνε απ’ έξω
καθώς εσύ θα ικετεύεις για την καρωτίδα σου!
Ζήτω η φωτιά (Γωγώ Λιανού)
Ας ξαναχτίσουμε ανθρώπους στα θεμέλια
μαύρων και κόκκινων καπνών
Στις γειτονιές της παρακμής, παρέα με το πιο
άσχημο κομμάτι του εαυτού μας.
Κόντρα σε κάθε νόμο κι αρχή, σε κάθε δεδομένο
Σε κάθε σιχαμένο εκεί έξω που λέει πως δεν
μπορούμε.
Ας φτύσουμε στα θεμέλια αίμα και σάλια, κι ότι
πιο βάρβαρο, πιο βλαβερό.
Κάτι σαν δηλητήριο.
Να ‘ρθει να ριζώσει.
Ζήτω στη φωτιά!
Ζήτω στα παιδιά που οργώνουν τους δρόμους.
Στις ψυχές που δεν κρύβουν οίκτο.
Ας ξαναχτίσουμε ανθρώπους.
Οι μαύροι κι οι κόκκινοι καπνοί δεν είναι
φαντασία.
Είναι μπροστά μου κι όλας
Δες!
Δεν είναι φαντασία.
Στη ζωή μου, σιχαμένα να γυρνώ έχω μάθει.
Με παράσιτο όμοιος.
Είσαι απ’ αυτούς.
Απ’ αυτούς που είπαν «δε μπορείς».
Μπορώ καριόληδες.
Σήμερα δε θα γίνει το δικό σας.
Σήμερα μπορώ!
Ζήτω η φωτιά!
cult of flora [ASPHODEL] (Ολίβια Β.)
όταν κρεμάσω στους θυσιαστικούς πασσάλους
και το τελευταίο μου κρανίο,
οι μύγες θα παρατήσουν το κρεβάτι
το μπηγμένο καρφί στη γλώσσα μου τις καλεί
και μπαίνουν από τα παράθυρα
στο δωμάτιο,
στο στόμα μου
η αιματένια φτερωτή θύελλα
-που βρήκε πάλι τρόπο και εισχωρεί στα φράγματα-
ποτίζει τις ορχιδέες, τα όστρακα
μέχρι τα φαγωμένα βλέφαρά μου
να δουν το ακρογιάλι άδειο
τι ημέρα κι αυτή να αντικρύσω την παλίρροια·
σαν ψίθυρος θεατρικού υποβολέα
το κύμα παρασέρνει την καρέκλα σου
πριν βυθιστεί ολόκληρη στην άμμο
δεν είναι τέχνη η κρυφή γραφή,
προσπαθεί πάντα μόνη της να φτιάξει το φεγγάρι,
πέφτει στο παχύ γρασίδι
και ψοφά
άσε μου τουλάχιστον το δέρμα μου,
τελείωσε η νύχτα
Οι μάγισσες (Φώντας Φ.)
Ι
(Συμμαχούν με τις παλιές δυνάμεις)
Οι μάγισσες περπατάνε προς τη λίμνη με το πράσινο αίμα
τσαλαβουτάν στον μαγικό καθρέφτη
και ελπίζουν να ‘χουν κέρδος έναν ολόκληρο ωκεανό.
Αλίμονο
μέσα στη μάχη ο άνεμος σκορπίζει
την ελπίδα της νίκης.
Θαυμάστε λοιπόν αδερφές μου καθώς μπαίνετε στην πρωτεύουσα:
οι παπάδες κρεμαστήκανε απ’ τα φίδια τους
και
πήραν στον τάφο
το μυστικό της αθανασίας.
Τα όπλα των εχθρών δεν μας τρομάζουν!
Τα όπλα των εχθρών δεν μας φοβίζουν!
Γιατί λοιπόν είναι πανικόβλητη η ωραία μας Θεά;
Θαυμάστε λοιπόν αδερφές μου καθώς μπαίνετε στην πρωτεύουσα:
την όψη
των πτωμάτων που αποσυντίθενται
και αφήνουν πίσω
ένα λαμπρό χαμόγελο σχηματισμένο από οστά.
ΙΙ
(Φυλακισμένες)
Κλεισμένη στον πύργο περιμένεις το θάνατο
ενώ πνεύματα κακά παζαρεύουν την τιμή
για να φλογίσουν τις αλυσίδες σου.
Συμφωνείς για ένα τεράστιο ποσό
ξεφεύγεις
μα ενώ πλήρωσες τα πάντα για να σωθείς
οι γιοι των παπάδων
σε κρεμάνε σε μια πλατεία.
Ποτέ ξανά συμφωνίες με πνεύματα, ορκίζεσαι
για την επόμενη φορά
που θα ξανάρθεις στον κόσμο.
ΙΙΙ
(Χάνουν προσωρινά τη μάχη)
Δέρμα φαγωμένο από σκοτάδι και μυρμήγκια.
Χωρίς ελπίδα περπατάμε όλες στο φως.
Πρώτα σαπίζει το πτώμα του άνδρα και έπειτα πεθαίνει.
Αρχόντισσα μου
όσο οι ευνοούμενες σου
κερδίζουν χρόνο για σένα πεθαίνοντας
πολεμώντας εκατομμύρια εχθρικά έντομα
με πηχτό κόκκινο αίμα
δες, εξατμίζεται το πρόσωπο σου
αρχόντισσα, δες το να λιώνει
μες τα υπόγεια της πρώτης μας πατρίδας.
Μπορώ και τη ζωή μου να δώσω για μια χαμένη μάχη
Μπορώ και τη ζωή μου να δώσω για σένα
Μα όταν χαθούμε και οι δύο
Ποιο απ’ τα νέα καθεστώτα θα υμνήσει
Το δαίμονα με τα μπουκλωτά μαλλιά
που σε συνόδευσε ως το τέλος;
Περιτριγυρισμένη από το θάνατο
αρχίζεις να πιστεύεις για πρώτη φορά στη ζωή.
Οι ιερείς που τώρα καίνε την όμορφη μας πόλη
σε δυο αιώνες
θα ψελλίζουν
τα ξόρκια μας για να σωθούν από την πείνα.
Ανακαίνιση: Ο Μαύρος Κύκνος (Σίλουαν Κ.)
Φθινοπώριασε! – Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο;
Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου φωτός
Aρθούρος Ρεμπώ
Ήξερες πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά – ήξερες πως ένα σαρκοφάγο φυτό άπλωνε
τις ρίζες του στις καρδιές των ανθρώπων
και του έδωσες Όνομα
και του έδωσες Πνοή
και είπες Χωρίς Αίμα Θα Πεθάνει –
τα ήξερες όλα αυτά… : αργά και ανοργάνωτα,
όπως ο ύπνος που υπαινίσσεται κάτι για τον θάνατο
και έπειτα αποχωρεί για να αστράψει τ’ όνειρο – αρχαίος σταλαγμίτης
χωρίς νόημα και σκοπό –
τα ήξερες όλα αυτά:
προάγγελος ενός σαλεμένου Παραδείσου,
μεθούσες απ’ τους κυκεώνες παράνοιας και παραισθήσεων –
Και εγκαθιστούσες ηλεκτρικά φανάρια
πάνω σε παγετώνες
και ήξερες να περιμένεις: εμείς θα ταξιδεύαμε με τα μάτια δεμένα //
Ήξερες πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
και πως υπήρχε φωτιά
έξω απ’ το παράθυρο μας
και πόσο ζεστή, στ’ αλήθεια ζεστή, ήταν η Πρώτη Αυγή
φορτωμένη με το αλύχτισμα
και τον πόνο
για μετάβαση:
η Πραγματικότητα διάφανη να εισχωρεί στο διάπυρο όριο
να πυρακτώνεται στην μέση απόσταση,
εσύ, στο έλεος ενός βορείου σέλας
που ασελγεί στον ουρανό
να ρωτάς για την μοίρα και για το πεπρωμένο, ενώ ξαφνικά
μυρίζει δυόσμο και βροχή
ενώ ξαφνικά μεταμορφώνεσαι στον Οικείο Άνθρωπο και κρυφακούς :
τον κάθε ηλιακό άνεμο
να καταστρώνει ένα σχέδιο δολοφονίας,
τον κάθε αστερισμό να εφοδιάζει κανόνια·
ωστόσο, το ήξερες και αυτό:
με το πρόσωπο γυάλινο απ’ τον φόβο
στεκόμασταν στο σκοτάδι
και ο έρωτας
μας θύμιζε την Πτώση του ονείρου στα εγκόσμια
και η ποίηση
το βήμα ενός μετανιωμένου. Και δεν χρειαζόταν πλέον ο διάλογος
ούτε οι χειρονομίες
ούτε καν η σκέψη – κ α τ α γ κ ρ ε μ ν ι ζ ό τ α ν
το κεντρί της ύπαρξης
στο έλκηθρο της σιωπής, στο έλκηθρο που πήγαινε πέρα απ’ την Πόλη πέρα απ’τους Λόφους και τα Ποτάμια
και έφερνε βόλτες βόλτες στην ράχη της ύπαρξης μας
Και είπες:
Σε μια πνοή τόσες δεκαετίες φρίκης
σε μια πνοή τόση φωτορυθμική ανία
τόσο όπιο της ψυχής
που πλέον αποκοιμήθηκαν οι ελεύθεροι αλπινιστές,
που πλέον σαρώθηκαν οι δέσμιοι των κορυφών :
και μοναδική ευλογία ήταν
το σκοτάδι να απλώνεται παρέα με τα γαβγίσματα των σκύλων.
Ήξερες όμως πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
καθόσουν και έγραφες ένα γράμμα αυτοκτονίας
και το έσερνες κάτω απ’ τις πόρτες
ένα δόλωμα για καθημερινούς καρχαρίες και φαντασιακές αντιλόπες
ένα μαύρο αστείο για να σου σπαράξει η καρδιά·
απορούσαμε με την επιπολαιότητα της πράξης σου
με την πρόφαση εργασίας
πάνω στα έντομα
πάνω στα σύννεφα
πάνω στα μαχαίρια που αστράφτουν κάτω απ’ τις λάμπες της εποχής.
Και τα σύννεφα ήταν ο ηλεκτρισμένος όλεθρος
και τα έντομα, εγώ τα είχα δει πάνω στα χείλια μας
να κουβαλάνε κάθε λέξη απ’την Άλλη Πλευρά
και τα μαχαίρια καθρέπτιζαν τα δόντια ενός τραυματισμένου:
και συ γνώριζες πως ένα κεφάλι με τα μάτια ορθάνοιχτα είναι ο τέλειος εφιάλτης αφαιρούσε την κατάρα απ’ τις καμινάδες
τον πόνο απ’ τα κρεβάτια
την δυστυχία απ’ τα ποιήματα. Και ήμασταν τροφή,
νυχτερινή ησυχία της εξοχής
μια πόρτα ανοίγει απότομα
κοιταζόμαστε
και έπειτα κλείνει: η διαδοχή ήταν ο φόβος.
Ήξερες λοιπόν πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
και έπειτα έγραφες μια πρόσκληση στο ύστατο κοιμητήριο : το γρασίδι ήταν παρθένο
η νύχτα εύφορη λάμψεων
και εσύ ήξερες πως να ερεθίσεις το κάθε τι
συντόνιζες τις χορδές των βλεμμάτων
τους θάμνους των κινήσεων
τον εναγκαλισμό των άστρων – άνοιγες την ασύνειδη πύλη και κοίταζες εκστατικά
το δημιουργικό έρεβος των απολαύσεων:
ένα παιδί έβλεπες που υψώνεται στον δεσποτικό κύωνα
και αισθάνεται πως επιλέχτηκε γι’ αυτό
και αισθάνεται πως επαληθεύει τις προφητείες της ερήμου
την κραυγή ενός φλεγόμενου Αζτέκου ιερέα
καθώς γυμνώνεται
και η άμμος βυθίζει το σώμα του στην ανυπαρξία – Όμως εσύ ήξερες
πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά –
και οι περαστικοί γινόντουσαν μαρμάρινοι πίδακες ενoχών
η φωνή τεντωνόταν για να αρπάξει ό,τι της ανήκει, παραμόρφωνε τον χώρο και τον χρόνο
έ π λ ε ε
στους κροτάφους των περαστικών
στον λαβύρινθο των οπτασιών
στα κάτεργα των αυτοκτόνων :
ένα ψιθύρισμα της στάχτης και της απώλειας
σκαλισμένο στην βάση κάθε συνείδησης :
– περαστικέ γιατί πεθαίνεις μακρυά μου ;
– περαστικέ
έχεις άραγε δει
τα φεγγάρια της Ανατολής ;
Στα μάτια του παιδιού
και στην καρδιά των δεκάδων προβολών του
o κόσμος έπαυε να εκτείνεται μέσα του
ήταν ο φυσικός ρυθμός της διάλυσης, η μόνη δυνατότητα αναγέννησης
τόσο που πλέον στύλωνε το βλέμμα καταπρόσωπα:
και δεν το συγκλόνιζε τ ί π ο τ α·
σήκωνε το κεφάλι του στην ακατοίκητη άβυσσο των δορυφόρων
και απορούσε με την δύναμη στα χέρια του
με την γαλακτερή οδό των αισθήσεων του
και θαύμαζε την σταθερότητα των ποδιών του
και περηφανευόταν για το βάθος του στήθους του
και τότε καταλάβαινε
πως εδώ στην τέλεια μοναξιά
δε του ‘μενε άλλο
απ’ το φωτεινό
παράλογο.
Και το παιδί έμενε ανίκανο να ξεπαγιάζει και να πεισμώνει,
για ποιο λόγο άλλωστε του δόθηκε αυτή η τιμή;
Άλλα εσύ το γνώριζες
πως μόνο με το πείσμα δε θα πηγαίναμε μακρυά
ένα κανό διέσχιζε το άζωτο των αντιλήψεων μας, και μεις συνωστιζόμασταν σε βαγόνια
για τα δυτικά
πυρακτωμένοι λαμπτήρες αποκαλύψεως,
μέσα σε μεταλλικά κιβώτια ζάλης
ταξιδεύαμε μέσα στις αγροικίες του αγνώστου
μπορούσαμε να ακινητοποιήσουμε τις μέρες
και τους μήνες
σε λευκούς τοίχους νοσοκομείων
σε παράδοξα δωμάτια ξενοδοχείων
σε σπήλαια απογοητεύσεων:
αδιάσπαστα σημειώναμε την πρόοδο μας
με το αίμα
και τα δάκρυα.
Και έπειτα να λειώνουμε απ’ την αγωνία- θυμήσου, θυμήσου
εμείς ταξιδεύουμε με τα μάτια δεμένα!
* * *
Το νερό είναι ήρεμο – οι πέτρες καθαρές-
καθώς τα χέρια σου βυθίζονται για να βγάλουν
ένα σιωπηλό παιδί απ’ τον βυθό.
Οι άνθρωποι που δεν πάνε σινεμά (Άλεξ Κοάν)
Μ’ ένα χαζό χαμόγελο στη μούρη,
μιλούν για άγνωστα πράγματα,
όπως η ταχύτητα της διαστολής του σύμπαντος
και το πόσα μακαρόνια μπορούν να κρεμαστούν
απ’ το μεγάλο νύχι του ποδιού τους.
Ατμίζουν ηλεκτρονικό
έξω απ’ την τεράστια φωτεινή επιγραφή
που γράφει “ΦΛΕΓΟΜΑΙ”
συμπαραγωγή Σερβίας-Βόρειας Κορέας.
Μια τρικυμία συντελείται μες τις φόρμες τους
και τις στυλάτες τους ζακέτες,
κι ενόσω η καρδιά μου κλωτσάει
και βάζει φωνές,
ο προβολέας παίρνει μπρος,
μα δεν είναι κανείς στην αίθουσα
για να τον καταλάβει
και να κλείσει το κινητό του.
Η τελική αντίληψη του φωτός
είναι ένα γύφτικο τζαζ
σε βρώμικες καρέκλες,
και μετά δεν είναι
παρά ένα “παρακαλώ κάντε ησυχία”
καθώς τα τάγματα της πλήξης τους
εφορμούν στα γρατζουνισμένα γυαλιά μου.
Και κάπου εκεί,
ενώ αυτοί χαζεύουνε τον κόκκινο ουρανό απ’ έξω,
πέφτει στους σβηστούς λαμπτήρες
σαν υπόκλιση
το μέγα “ΤΕΛΟΣ”.
Έχω να πω δυο λόγια (Πυθαγόρας Κ.)
Έχω να πω δυο λόγια
για την αθώα περιστερά
αυτή με τα περιδέραια και τα
σκουριασμένα ξυράφια την ακίνητη
την όντως πλαστή – την όντως πλασμένη
την ανισόρροπη την ωμή την μάλλον
επίτηδες μάλλον έτσι θέλω την μήπως αστράφτει
Την φανερωμένη με τον αργαλειό
που επιμένει-υπομένει-περιμένει
(ίσως ξυπνήσει ίσως την ξύπνησα
ίσως θα έπρεπε να ξυπνήσει)
Την γεμάτη γάλα φθορά γιασεμί αντικόκκινο
την μαραμένο ιπτάμενο κύμα σαλεύει το βράδυ
την υποκείμενη έπειτα
Την σημαντική
την ξεχειλωμένη
την σημαντικά ξεχειλωμένη
που σπρώχνει το ταβάνι
Την πολυέλαιη πέρδικα νεκρή
που σκούζει να την κοιμήσω
Την στόμα στο στόμα την
γηραιά γυρτή γόπα στο στόμα
στο στόμα την βρωμερή εισπνοή
βρωμερότερη ανάσα
Την ψυχή πρεσβίωπα
ευκάλλυπτη καδραρισμένη
με το «έτσι θέλω εγώ τώρα θα τα κάνω όλα μπάχαλο» την
αντικείμενη τοποθετημένη μπροστά από το «Εγώ είμαι» και το «κάποιος άλλος
είναι, κάποια άλλη είναι»
Την αιοσφόρα την πανάσθενη
την ζώνη ζώσα που σφίγγει με
την δάφνη στο στόμα
Την εντελώς τελειωμένη
Την παραλήγουσα
την κακτώδη υφή
την τσουκνίδα την
όμορφη λάβα την
θαλπορή την
αγκαλιά ιθάκη την
την στροφ-
ορμή
την ζαλισμένη μικρό ηλιοβασίλεμα
την σίγμα δέλτα λύση
την ψυχή τρεμάμενη
την σπασμένη ασπάζουσα σπαρακτική
μαύρη θάλασσα κρύα λίμνη
Την μελαμψότατη την
παραγκωνισμένη-παραγεμισμένη μα ξεφούσκωτη
τη στάλα-στάλα κοιμωμένη που σκάβει το λάκο της
Την υπάνθρωπη-απάνθρωπη-υπεράνθρωπη ταυτοχρόνως ολοταχώς
πάντα
Την ξέρω τόσα γι αυτή μα δε ξέρω για την
Την κιόλας παρελθόν
την κάπως αντίκα θρυλική απ’αυτές που χάθηκαν και δε θα τις γνωρίσουμε-
αγγίξουμε-θαυμάσουμε ποτέ
Την σαρκοφάγο την σαρκοφάγα
την όσο πάει πράγματι
την απ’ότι φαίνεται την μίλησά την περισσότερο απ’ότι την ήθελα την
Γιορτή (Ραγκ)
η κάθοδος στην Εγνατία
μαρτυρική
μετά βαΐων και σκλάβων
χορεύει το αίμα πάνω στο στάχυ
95 λεπτά μάχης
και σιωπή
οι Θεοί τιμωρούν τους γείτονες
οι γείτονες τιμωρούν τους Θεούς
με την αγριότητα των τελευταίων ασπασμών
ο θάλαμος και το γυμνό ντιβάνι
δεν τους κράτα μακριά
απ’το φορτίο της οντολογικής ήττας
ΜΗΝ ΕΙΣΤΕ ΑΠΑΘΕΙΣ παρακαλώ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΕΘΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ
Κάτσε γράψε (Διονύσης Αντωνάτος)
Κάτσε γράψε
Κάνε κάτι ρε μαλάκα
Μην κοιτάς άλλο την οθόνη σου
Μην κοιτάς άλλο την οθόνη σου
Δεν θα δεις τίποτα εκεί
Πίξελ είναι μόνο κάτι ηλεκτρονικές μαλακίες που αναβοσβήνουν
Μαζέψου σπίτι σου
Διάβασε κάτι
Ξεκούρασε τα μάτια σου
Γράψε τίποτα ρε μαλάκα
Όλα έχουν νόημα όταν τους δώσεις
Τόσο γαμημένα απλό είναι
Ακόμα και το να ανοίξεις το χερούλι της πόρτας έχει νόημα αν του το δώσεις
Σε τρώει η σημασία
Σε τρώει η αποδοχή
Σε τρώει η αδιαφορία
Όταν σου λεγα ότι όλοι λατρεύουν τα ψυχολογικά τους είχα δίκιο βλέπεις λοιπόν;
Το πάμε όμως αυτό ρε μαλάκα
Πάμε παρακάτω
Στο επόμενο τραγούδι
Στον επόμενο στίχο
Γαμάει η μπύρα
Γαμάνε οι φίλοι σου
Το ουίσκι είναι θεϊκό
Αυτό πίναν οι θεοί στον Όλυμπο
Απόλαυσε το λοιπόν
Έχει καιρό να πεθάνει κανείς και ξεχνιέσαι ε;
Βούτηξες μέσα στο κεφάλι σου
Και δεν σε ψήνει να βγεις
Γυρνάς τις νύχτες σπίτι σου
Τις περισσότερες φορές δεν παραπατάς
Όταν παραπατάς κοιμάσαι τουλάχιστον
Αλλιώς μένεις ξύπνιος
Το φως της οθόνης πάλι σε κουράζει
Σαν τη μύγα πας στη λάμπα
Γύρω γύρω γύρω γύρω
Ενώ ξέρεις πως δεν υπάρχει τίποτα εκεί
Ίσως κι η μύγα να το ξέρει αυτό μόνο που εκείνη δεν νιώθει ματαιότητα
Κάτι νέο
Κάτι καλό
Πόσο καιρό έχεις να ανασάνεις;
Ούτε θυμάσαι
Κανείς δεν έχει όρεξη για τις μαλακίες σου όμως
Κι εσύ δεν έχεις για των άλλων
Δίχως νόημα
Δίχως νόημα
Πραγματικά όλοι οι στίχοι σου πρέπει να λένε τα ίδια τόσα χρόνια
Πραγματικά όλοι οι στίχοι πρέπει να λένε τα ίδια τόσα χρόνια
Κι όμως ακούνε
Κι όμως γράφουνε
Η δημιουργία είναι ζωή
Η τέχνη αντίδοτο στο θάνατο
Και το μουνί πάντα γλυκό
Μα όχι φάρμακο
Ωπ τι έγινε ρε μαλάκα τώρα;
Έγραψες;
Δημιούργησες ε;
Μαλάκα πρέπει να είσαι ο καλύτερος σίγουρα στον κόσμο
Απορώ γιατί γυρνάς σπίτι με το λεωφορείο
Απορώ γιατί δε σε περιμένει κανείς
Πνίγεσαι ε;
Το θέμα είναι ότι δεν πειράζει που γυρνάς σπίτι με το λεωφορείο
Δεν πειράζει που δεν σε περιμένει κανείς
Γιατί όλα έχουν το νόημα που θα τους δώσεις
Όλα είναι ψευδαίσθηση
Οπότε κούλαρε και γράψε
Στην οθόνη θα το διαβάσω.
Άτιτλο (Χημεία)
περίγραψε μου
πώς την ευλογία του όλου παράτησες
με πόση αγωνία αναλήφθηκες στους ουρανούς
τον ιβίσκο που φωτίζει τα βράδια την ολονυχτία
χωρίς να μιλάς περιφρονητικά για το παιδί που άφησες μόνο του
ανοίγοντας μια μικρή φλέβα
ο πρώιμος θυμός έγινε φυτίλι στο στήθος εκείνων που ξεχνάνε
γιατί ξεχνάνε;
είναι παράξενες οι χρονιές που τις περνάς σε καναπέ
μα όσο κι αν κακοποιείς λέξεις πάλι δεν θα φτάσουν για να πουν
πως ο κακός της υπόθεσης είσαι εσύ
που δεν κινητοποιείσαι και δεν βγαίνεις στο δρόμο να φωνάξεις και γιατί όχι;
να αγαπήσεις κάποιον ξένο που θα στρίβει στην Εμ. Μπενάκη για να πάρει τον καφέ του
ν’ αγαπήσεις εμένα και όλα τα παιδιά που μιλάνε στο κινητό
που κανονίζουν που θα βρεθούν για να πεθάνουν ελαφρά
πάμε! προς τα πού πάμε; εγώ δεν ξέρω να ζω έξω από τα κύμβαλα
με δικαιολογούν όλοι
γιατί το επέτρεψα
θέλω να πω
πώς είτε σ’ ακούω
είτε κάνω πως σ’ ακούω
εσύ θα μιλάς
και το κρύο νερό ανάμεσα στα πόδια μου
θα συνεχίσει να λυμαίνει τις πολλαπλές σου πραγματικότητες
για όσο το επιτρέψεις
Κάποιος Θεός ακούει (Αλεξάνδρα Επίθετη)
κάποιος Θεός
ακούει κι εμένα.
κι ας μην είναι ο ίδιος
που άκουγε τον Τσαρλς,
ή τον Άλλεν, ή την Άνν.
κι ας είναι αυτός που
πίνει την φθηνότερη
και μεγαλύτερη μπύρα στο μπαρ,
ακριβώς όπως ο πιστός του.
κι ας είναι κι αυτός που
οι ώρες του ύπνου βγαίνουν πάντα
υπερβολικά λίγες,
και τα ποτά της μέρας βγαίνουν πάντα
υπερβολικά πολλά.
όταν όμως είμαι στο αμάξι,
το ένα χέρι έξω
να κρατάει το τσιγάρο,
και νιώθω μέσα στην χειρότερη ζέστη
έναν αέρα,
φτιαγμένο μόνο για μένα,
να χαϊδεύει το πρόσωπο,
όταν παίζω μπρος πίσω
με την καρέκλα του μπαρ,
και χίλια ξένα χέρια
απλώνονται στην πλάτη μου,
και με σώζουν από βέβαιο θάνατο,
τότε ξέρω
πως ένας μικρός,
τρελός Θεός
μια φορά με άκουσε.
κι ίσως να γέλασε μαζί μου,
αλλά έστω
μια φορά
με άκουσε.
ίσως πάλι τα ποτά της μέρας
να με τρελαίνουν στο τέλος της.
κι ίσως έτσι να μου ‘ρχεται
να μιλήσω γι΄ αυτόν,
και να σκέφτομαι
πως ίσως και να μοιάζουμε.
να καπνίζει κι αυτός σα φουγάρο
κι η κοιλιά του
να μην έχει πάτο για τις μπύρες.
μπορεί όμως έτσι
αυτός ο περίεργος,
να θέλει να μου αποδείξει πως υπάρχει
κι αρά
υπάρχω κι εγώ μαζί του.
και με βάζει να σκέφτομαι τώρα
πως περπατάμε τους δρόμους μαζί,
πιασμένοι από τα μπράτσα,
και σφυρίζουμε σαν τους τρελούς
στα άδεια στενά.
πως γυρνάμε την πόλη
κι οι δρόμοι γεμίζουν,
και ξένες παλάμες ακουμπάνε τις πλάτες μας
και μας λένε ‘φχαριστώ’.
μπορεί έτσι
αυτός ο τρελός,
να θέλει απλά να με κάνει
να φωνάξω 3 ζήτω για την ύπαρξη,
3 ζήτω για εμάς που ταΐσαμε και ζήσαμε
ο ένας τον άλλο,
3 ζήτω για τον μικρό αυτόν Θεό,
που είναι απόψε εδώ μαζί μου.
Μωάμεθ (Φώντας Φ.)
μέσα
σε αγριόχορτα
πέτρες
και χώματα
χωμένοι
καταδικασμένοι
να διασχίζουμε
το αιώνιο φαρμακείο
της νύχτας
και να ανακαλύπτουμε
κάθε φορά
πως τα μαγικά τετράδια
που μας υποσχέθηκαν
είναι μια απάτη
καλοστημένη
για να μας κάνει να κουβαλάμε
ξανά και ξανά
καμένα δάχτυλα
και μαύρα χέρια
και μαύρους λαιμούς
και μαύρα όπλα.
Μόνη ελπίδα διαφυγής: Να σε ξαναδώ
προτού οι γλάροι κράξουν τρεις φορές στα γερμανέζικα
προτού τα αεροπλάνα του εχθρού φτιάξουν φωλιές
πάνω από τα κρεβάτια των πιο ηλίθιων απ’ τους αδερφούς μου.
μέσα σε αγριόχορτα
και πέτρες και χώματα
χωμένοι
καταδικασμένοι
πρώτα να χωριστούμε και έπειτα
να γνωριστούμε απ’ την αρχή.
δύο χιλιάδες ώρες
νύχτα και διπλά ουίσκι
στην υγειά του Στάλιν και του Μωάμεθ.
Το φως απ’ τις λάμπες
αρκετά λιγοστό
για να θυμίζει
πως δεν ξέρω τι κάνω εδώ
και πως μου λείπεις.
Καούρα (Ανδρέας Παπάζογλου
Στο κάτω-κάτω
Κανείς δεν μας έταξε τίποτα
Κι ούτε διαλέξαμε απο βίτσιο
Να σπάνε στα κεφάλια μας
Κομμάτια πυρωμένων ουρανών
Κάθε που βγαίνουμε απ’ το σπίτι
Κι αν δε μας πιάνουν τα Simeco
Είναι που χάψαμε έτσι αμάσητα
Την καλοσύνη τόσων ξένων
Τα στραγγισμένα σύννεφα
Τα κόκκινα σεντόνια
Και τη σκουριά των πεθαμένων ήλιων
Ξάπλα στις κεραμοσκεπές
Ορφέως κι Αμφιπόλεως γωνία
(ορθή, νεανική και θνησιλάγνα)
Μέρα τη μέρα
Γιορτή τη γιορτή
Ζωή τη ζωή
Γεράσαμε
Πρηστήκαμε
Χαθήκαμε
Κι εγώ
Πρέπει να καταλάβεις
Δε προλαβαίνω πια
Να σε παρηγορώ
Έχω έναν κόσμο να μισώ
Πνίγομαι αδιαλείπτως
Φτύνω καθρέφτες
Τραβάω καζανάκια
Ανοιγοκλείνω πατζούρια
Κλειδώνω συρτάρια
Γεμίζω παγοκύστες
Συντάσσω επικήδειους
Λόγους ευχαριστήριους
Λίστες αξιολογικές
Σπουδαίων κατορθωμάτων
Φρικτών μεταμορφώσεων
Μειλίχιων σφαγών
Φάλτσων νανουρισμάτων
Ενώ οι νύχτες
Γριές ερωτευμένες
Τάχα, ξανά, περαστικές
Ψοφάνε στοιβαγμένες στο μπαλκόνι
Ασημοστάλες μελιχρές για τις πρωινές μύγες
Ας πρόσεχα
Απόσταση (Σίλουαν Κ.)
Υπάρχει ένα φωτεινό κενό ανάμεσα σε σένα και τα πράματα
και ένα βαθύ κενό
ανάμεσα σε σένα και τις λέξεις. Είπα: μια σκιά στη μέση μιας άλλης σκιάς.
Είπες: κάμπιες, σαρανταποδαρούσες, αράχνες, ψαλίδες.
Ωστόσο ο δρόμος παραμένει χωρισμένος στα δυο
και ωστόσο
ο ήλιος πατάει ακόμα στα ματιά μας.
Είναι η άνοιξη που μας αλείφει με λάσπη
και που μας συνθέτει
με την τρυφερή απάθεια
κοιμισμένων κοριτσιών.
Στην άλλη πλευρά
ο γύψινος άνθρωπος
που τεντώνεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας
αστράφτει τώρα
στις μύτες των περαστικών.
Αντικείμενα (Ιώ. Τ.)
Το αφρόλουτρο μυρίζει σύκο
θα ξεκινήσω να τρώω
απ’ το πόδι,
χιλιάδες πόδια απόσταση
φτιάχνουν ουτοπίες
για ‘σενα και για ‘μενα,
πάντα κάτι χάνεις σε κάθε ταξίδι,
απλώς σε κάποια άλλη εκδοχή
είναι τραίνο ή πλοίο,
άλλοτε το ίδιο το ταξίδι
μα
αυτήν τη φορά
ολόκληρο αυτό το σύμπαν: εμείς,
θα μείνει στο συρτάρι
τώρα γνωρίζεις ότι όλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον σου -εγώ δεν στο κρύβω-
κι έχω χάσει ήδη χρόνια, λεφτά, την καλή μου διάθεση
κατούρησα πριν φύγω τρεις φορές
μια στη λεκάνη
μια στο κρεβάτι
μια πάνω μου
πήρα μαζί μου έναν δίσκο,
ένα δικό μου βιβλίο
κι ένα καινούριο κινητό:
έσπασα 4 μέσα σε 3 χρόνια,
καλά το δικό σου -τι ωραίο το χέρι σου-
καλά τα δικά μου -κι οι κλείδες μου από κάτω-
του ξένου ανθρώπου τι μου ‘φταίγε;
με τι να το παρομοιάσω να μην ντρέπομαι;
ωστόσο, οτιδήποτε δικό σου ζωντανό θέλω να το πειράξω -δεν στο κρύβω-
τα παιδιά σου, την μάνα σου, τα παιδικά σου χρόνια,
τις Κυριακές σου, το πάρκο σου,
κάθε φορά που μπαίνει το κτελ στην Αθήνα
έφτασε πάλι η ώρα να φύγω
κι είναι το αναπάντεχο που με ταράζει
εντούτοις ξέρω πολύ καλή ορθογραφία
το αναμμένο γράφεται με δύο μι και όμικρον αναμένω μ’ ένα μι και ωμέγα -και διόρθωσέ με αν κάνω λάθος-
σου αφιερώνω αυτούς τους στίχους
κι αυτό το λογοπαίγνιο
ελπίζω να ‘χεις ο,τι θες από υλικά αγαθά
αφρόλουτρο, κινητό, ουροσυλλέκτη
τα αντικείμενα -γνώμη μου-
είναι ανώτερα των εννοιών που τα περιβάλλουν
Ευλογημένη Ύαινα (Morley)
Και ένιωσες αυτή την αλάνθαστη αλλά άγνωστη βοή.
Δονήθηκε συθέμελα η φανταστική αντίληψη πως
ο θεός Πάνας ζει , δοξάζεται και καραδοκεί κάτω από τη μύτη σου.
Οι εμβοές σου μαρτύρησαν πως
μαθήτευσες πιστά στα αμφιθέατρα της παντοδύναμης Αγίας
αλλά δίστασες, αναστατώθηκες και τρόμαξες μπροστά
στο πάτημα από το Θεριό της Αποκάλυψης.
Όπως μετέφερε γλυκά στο μουχλιασμένο
από τις ανοησίες αυτί σου εκείνη εκεί
η παμπόνηρη Θεούσα με τα χρυσά δόντια
μασούσε το λουκούμι της ειλικρίνειας επαναλαμβάνοντας:
«Θα πεθάνεις σαν ευλογημένη ύαινα.»
Μονή στο βαλτό, με την τελευταία σφαίρα ψυχραιμίας
στη θαλάμη
χωμένη στο πιο βρώμικο λιμάνι
εκεί που ο φάρος τυλίχτηκε και κατέρρευσε
από το θαλάσσιο κήτος ενός παραμυθιού
μπροστά στις φευγαλέες ματιές των ταπεινωμένων.
Δε φωτίζει τίποτε πια
και η βολή σου είναι καταδικασμένη σε μοναδικό στόχο
να πετύχει το κεφάλι της ριμάδας της ανυποταξίας
ή έναν τυχαίο περαστικό.
Δε φωτίζει τίποτε πια
όμως η οκτάχρονη κόρη σου τα μεσάνυχτα σε παρακαλά:
«Μη σβήσεις το φως.»
Άνθισε στο πάρκο ένα αλλόκοτο δέντρο
με καρπούς πορφυρένιους λαμπερούς
και γύρω του έστησαν πάμφτωχο τραπέζι
και άτσαλο χορό οι άντρες οι λινάτσες
με τα βρωμερά τα χεριά, τις ταυτότητες μαϊμού
τα άσχημα τατουάζ και τις βροντερές καραμπίνες.
Ζήλεψαν την υπερηφάνεια του όμως
ζήλεψαν και το ξερίζωσαν
κι εσύ όφειλες σαν την Ηρωίδα που βολτάρει
στους δρόμους του σεληνόφωτος
να προστατέψεις την πιο αγνή ομορφιά
με τη τελευταία σου υστερική βολή.
Tρόμαξες, ταράχτηκες, τραβήχτηκες, φώναζες:
«Δε θα πεθάνω σαν ευλογημένη ύαινα»
κι εκείνος σου απάντησε «καλώς».
Έγινες ο πιο βρωμερός υπόνομος
όλες οι μυρωδιές της σαββατιάτικης μέθης
ο πόνος στο λαιμό μετά το ξερατό
και το μολυσμένο σάλιο τριτοκοσμικής υπόστασης.
Γλέντησες μέχρι θανάτου στο καρναβάλι των απλών περαστικών
για χειμώνες και καλοκαιριά
οι κόρες σου μεγάλωσαν και βραχυκύκλωσαν
πέθαναν σα σπασμένα πιάτα
στην απομόνωση κάποιου σκουριασμένου κάδου
στο φτυμένο στενό, στη γαμημένη Αδιέξοδο
πίσω από το κινέζικο ρεστοράν.
Κι όλοι τώρα εμείς εδώ στο μεγάλο φαγοπότι
περιμένοντας και τρέμοντας σαν πεινασμένα κουτάβια
την τελευταία διαδρομή της αόρατης βόμβας
το «θα πεθάνω σαν ευλογημένη ύαινα»
ταΐζουμε μεταξοσκώληκες βουτηγμένους στην αλκοόλη
τον δευτερότοκο γιο της Ζυγού
το σύντροφό σου.
τόποι εξαρχείων | μέρες αυγούστου του 19 (Μαρίνα Κ.Χ.)
στο σκαλοπάτι
ένα ζευγάρι, που εμφανώς
έχει μόλις κάνει χρήση οπιούχου αναλγητικού
του κρατάει το χέρι
και εκείνος
με το άλλο το ελεύθερο
χαϊδεύει τον πήχη της
με συγκινητική αργοπορία στην κίνησή του
τα μάτια της
προσπαθούν να εντοπίσουν αστέρια
τα μάτια του
συγκεντρωμένα στα χέρια
σαν να ναι το δέρμα της
αχαρτογράφητος γειτονικός πλανήτης
κοιτάζω τον άγνωστο άντρα που διασχίζει
μαζί μου τον δρόμο
κλαίει
ποιος από τους δύο μας
να ξεκίνησε πρώτος
οι μισοί μου φίλοι
λείπουν επίσκεψη στη θάλασσα
η γειτονία είναι άδεια
γεμάτη τροχοκίνητες βαλίτσες
και στο πάρκο
παίζει ένα προσφυγόπουλο
με τους γονείς του
περασμένες δώδεκα το βράδυ
έχω μόλις σχολάσει
ο πυρετός σημαίνει
χρειάζομαι ζακέτα στο σαραντάρι
πηγαινοέρχονται μηνύματα
θέλεις να περάσω, μπορείς μόνη σου
θέλω ζεστό φαγητό
και μια ταινία
την ησυχία
του άδειου σπιτιού
ακούγονται
τζιτζίκια
μακάριος ήχος
του καλοκαιριού
Με τα λόγια ξεκινάει κανείς τα πάντα (Πυθαγόρας Κ.)
Πετυχαίνω το σχήμα μου
με δυο άκαμπτα σήμαντρα
φεγγοβολώ
Απόψε σμιλεύω τα δάχτυλά μου
μ’ ένα δρεπάνι
μικρά-μικρά ξυράφια
μινιατούρες για τις μινιατούρες
Με όλες τις δυνάμεις μου κράτησα την ησυχία. Εκείνη την ησυχία που είναι οικεία. Την ησυχία που με κάνει ακόμη να κυκλοφορώ όσο κοιμάσαι στο σπίτι μου. (δις)
Στην προσοχή μου
ολοκληρώσου
Στο βλέμμα μου
ολοκλήρωσε
Στα κατάρτια μου
Απόψε πετυχαίνω το σχήμα σου και βάζω στοίχημα μ’ένα σαλιγκάρι
εκπληκτικό εκρηκτικό που πλησιάζει
(συνοδεία με βόμβο)
έχει
Δύο άκαμπτα σχήματα
και φάρο και βράχια
και βάρος
και το δέρμα σου
προμήθειες
Σήμερα περιλούζω τα δυο μου χέρια καυτό χρυσάφι
μικρά-μικρά μινιατούρες για τις μινιατούρες
Εκείνη η ησυχία που με κάνει ακόμη να κυκλοφορώ όσο κοιμάμαι στο σπίτι μου. Εκείνη η ησυχία που είναι οικεία.
Με τα λόγια ξεκινάει κανείς τα π ά ν τ α
ακόμη και τα διυλιστήρια
Του αντίο τα φιλιά (Γωγώ Λιανού)
Καμιά φορά, τα δάκρυα αρκούν για να με πνίξουν.
Και το οξυγόνο, δε νομίζεις πως είναι αρκετό για να σκάσουν τα πνευμόνια μου;
Και το παρελθόν, δε μοιάζει πια με χέρια;
Συμβιβασμούς.
Ανούσιες κουβέντες στις 5 το πρωί.
Στο τραπέζι υπάρχει ένα ξυπνητήρι.
Ρυθμισμένο να χτυπά την ίδια ώρα κάθε φορά.
Περιμένω να ‘ρθεις, κι ανοίγω την πόρτα.
Κανείς.
Και δε πιστεύεις πως ζούμε σε χώρους, που δεν έχουν άλλο χώρο;
Πόσα φιλιά ανταλλάξαμε;
Ποιο απ’ αυτά να ήταν το τελευταίο;
Ποιο ήταν το αντίο;
Τι χρώμα είχε, τι φορούσε;
Από ποια πόρτα έφυγε, και γιατί δεν το είδα;
Αγγίγματα.
Χάδια.
Αγκαλιές στενές.
Φαρδιά “αγαπώ”.
Άνθρωποι.
Ζιζάνια στην πιο όμορφη σοδειά.
Καλύτερα που έφυγες.
Έχω ένα σώμα να πνίξω.
Χτύπα το χτικιό μέχρι να το ξεράσω μόνη (Χημεία)
χτύπα το χτικιό μέχρι να το ξεράσω μόνη
χτύπα με στο λαιμό μου
είμαστε μια αυτοεκπληρούμενη γυναικοκτονία
αν επιλέξω τον θάνατο μειώνω τα σκαλιά της εκκλησίας
αν επιλέξω τη ζωή ξεχνάω αυτούς που γεννήθηκαν πεθαίνοντας
*εμείς εδώ. σκοτώνουμε τους γερανούς για να μην γεράσουμε
αν είσαι 20 χρόνια μεγαλύτερος από μένα και με φιλήσεις ξαφνικά
ή θα με γεράσεις ή θα σε λειάνω
αλλά είμαι ήδη νεκρή και αν δεν ήσουν τραχύς δεν θα ήσουν καν εδώ.
χτύπα με στον καρπό
κάνε μια στροφή – αρρωσταίνω και μόνο που περπατάω.
το νερό σταμάτησε να τρέχει στο σπίτι αυτό
τα χέρια μου θα μολυνθούν από τα τάλιρα
οι τρίχες μου δεν σταματούν να μεγαλώνουν
κάθε φορά που την βλέπω και την γνωρίζω με χτυπάει κατευθείαν
στην καρδιά. κάνε την στροφή και χτύπα με ώσπου να μην μπορώ να περπατήσω.
*υπάρχουν και κάποιοι ποιητές τόσο καλοί, δεν γράφουν για πόνο και αίμα
που δεν γεννάνε βία
που απορώ γιατί δεν βγήκαμε να τους σκοτώσουμε.
Το κορίτσι που έτρωγε μοσχοσάπουνα (Ραγκ)
μπουτάρει κάθε πρωί ανασφαλής
μπουκάρει κάθε πρωί ανασφαλής
καφές, οδύνη, αγκύλωση.
πρώτος πελάτης από νωρίς
τώρα άντε να του σηκωθεί
ο τύπος περπατούσε με τους στεγόσαυρους.
το δεύτερο καμάρι
έχει αφήσει το πέλμα του
να στριφογυρίζει σαν πουρές
στις κυλιόμενες ενός εμπορικού,
θα σου πει για οπαδικά.
-κύριε Θεοδωρίδη
προσέχετε που μπαίνετε
και που αναπνέετε κυρίως.
-θέλετε και φωτογραφία;
-μήπως είστε εικονολήπτης;
ο Κ. δεν ήταν άνθρωπος κοινωνικός
και της είχε πει πως για αυτόν
η όλη φάση ήταν ψυχοθεραπευτική
και ας έχυνε 2 νταμιτζάνες χύσι.
στο τέλος της ημέρας,
έτρωγε ένα μοσχοσάπουνο από την αηδία.
ο μωβ έρπης στα χείλια της
είναι πληγή στο σώμα της πραγματικότητας
όμως είναι όμορφος όσο και εκείνη
-μετά από 37 πελάτες-.
Χώματα (Ε. Κάτη)
Γέμισα χώματα το στόμα μου
Και με το σάλιο μου έφτιαξα λάσπη
Την έφτυσα κάτω και έστησα ένα ομοίωμα σου
Χάραξα γραμμές στα μάγουλα, την πλάτη και το λαιμό σου
Έπεσα στα τέσσερα και το έγλυψα
Να είμαι προετοιμασμένη την επόμενη φορά που θα σε συναντήσω
Το στόμα μου γέμισε χώματα
Τα ξέρασα πάνω στο ομοίωμα σου και σε μεγάλωσα
Δίνοντας σου την δυνατότητα
Κάθε πρωί να σου μιλάω
Σε μεγάλωσα
Δίνοντας σου την δυνατότητα
Κάθε βράδυ να μαθαίνω πως σ’ αρέσει να κοιμάσαι
Σε μεγάλωσα
Δίνοντας σου την δυνατότητα
Να σε χαϊδεύω και να σε γλύφω
Να φτύνω χώματα πάνω σου
Κι εσύ να μεγαλώνεις
Τις λέξεις που σου λέω και να ψαρεύεις
Μέσα από τα χώματα τα κέρματα που κρύβω
Όλα χρυσά και ασημένια, όλα μπρούτζινα
Να μεγαλώνεις
Τα χέρια μου για να χωρέσεις μέσα
Να μεγαλώνεις
Τόσο πολύ που δεν χωράς σε κανένα ποίημα
Και το ομοίωμα σου έφτασε ως ουρανό
Θέλω ανεμόσκαλα να φτάσω στο κεφάλι σου
Αντ’ αυτού κουλουριάζομαι ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού σου
Γλύφω χώμα και φτύνω λάσπη
Να μεγαλώσεις κι άλλο
Τόσο που δεν θα μπορείς ούτε εσύ πια να αντέξεις το βάρος σου
Πάντα ήθελα έναν χειροποίητο τάφο
Αποσπάσματα (Σίλουαν Κ.)
Διανύουμε το τελευταίο πέρασμα – θα αναλυθούμε στο κόκκινο φως
μιας ανεμογεννήτριας
στο σκοτάδι – διανύουμε το τελευταίο πέρασμα – με τα ποδιά κομμένα
στο Τούνελ της Ποίησης που θα μας έσωζε – διανύουμε το τελευταίο πέρασμα –
θα αναλυθούμε στις φωνές ενός πρεζάκια τα χαράματα –
νύσταξες; μου ΄χουν μείνει 6 ευρώ για φαγητό και κόκα κόλα –
Διανύουμε το τελευταίο περασμα – κινέζικες διαφημίσεις περνάν πάνω απ’τα κεφάλια μας –
θα αναλυθούμε στο εργαστήριο ενός ερωτευμένου χημικού
σχεδόν αποκοιμισμένοι.
*
Ξέβαψες την σκιά: η καρδιά του Φωτός έπεσε στα μεσημεριανά νουντλς
και ο, τι γυάλιζε ήταν ουρανός
και ένας μικρός αχινός
για να κάνουμε ισορροπία.
*
Τώρα κοιτάζαμε υπνωτισμένοι: η πτώση του ψαρά στην άμμο
εισήγαγε στη ζωή
παράξενα αντικείμενα για να μελετηθούν: η εφεύρεση ενός ψυχασθενή ή ενός πεθαμένου.
Τώρα κοιτάζαμε υπνωτισμένοι – στις μέρες που ερχόντουσαν –
τον Θάνατο των Συμβόλων.
Ήπια ένα μπάφο έξω απ’ το πατρικό του Λόρκα (Άλεξ Κοάν)
Δεκέμβρης μήνας, σκοτείνιαζε το πάρκο από νωρίς,
στη Γρανάδα που χόρταινες με δυο μόλις μπύρες
και τα καρφιά του φεγγαριού
πάνω στη μέση, τους γοφούς μου,
ανοίγανε τρύπες αρχαίες, βιβλικές
να βγει στο χώρο το φως το άσπρο, το αιώνιο.
Τη στιγμή που ο καπνός σκαρφάλωνε ψηλά,
στην ανακαινισμένη στέγη,
δυο τσιγγάνοι πήγαν να ψειρίσουν τα ψιλά μου,
μα τους την έσκασα
σα μεθυσμένος ελεγκτής των τραίνων
που το σκόπευτρο τον σημαδεύει
με κείνη την άθλια κοκκινωπή κουκκίδα
και το τελευταίο δευτερόλεπτο, το κλάσμα του δευτερολέπτου
η σφαίρα περνά δίπλα του, ξυστά
και σπάει το ενισχυμένο τζάμι.
Τρικυμία
κι ο ξυλοκόπος σερβίρει σανγκριά
με πορτοκάλια Ανδαλουσίας.
Εδώ, Δεκέμβρη μήνα, τα φύλλα ακόμα δεν πέσανε,
και τα ποτάμια κυλάνε ζεστά
σαν αστικά λεωφορεία
στα υψώματα, στις σκεπές, στην άβυσσο,
στα κλαδιά
του πανανθρώπινου εγκεφάλου,
στις ζάρες του
επάνω.
Φεντερίκο Γκαρθία,
βίβες!
Λίγα λόγια για το γύρο του κόσμου (Δερβίσης)
Το πριόνι είναι ξεπερασμένο
το ξεπέρασμα πριονίζει τα σωθικά μου τα σάββατα
τα σάββατα, τα σωθικά γεμίζουν κίνητρα
τα κίνητρα γεμίζουν τις κάλτσες με οσμές
οι οσμές είναι οι κάλτσες της ύπαρξης.
Το τραπέζι δεν έχει μουσαμά
ο μουσαμάς τραπεζώνει τις νοσταλγικές μας ορέξεις
η όρεξη της νοσταλγίας είναι η κόρη
η κόρη είναι το ίδιο με τη μητέρα
μητέρα και κόρη δεν ορίζονται σαν στιγμές.
Το σταφύλι είναι η πρώτη εικόνα
η εικόνα, πρώτη γελάει με τον φενακίστικο ναρκισσισμό της
ο ναρκισσισμός δεν είναι φενακισμός εφόσον υπάρχει το μέλλον
το μέλλον υπάρχει εφόσον γελάει το κατευόδιο
το κατευόδιο γελά και τις δύο πλευρές πάντα.
Κρέμονται σημασίες στα αφηγήματα
τα αφηγήματα σημαίνουν καλύτερες μέρες
οι καλύτερες μέρες σημαίνουν μια κακή παρένθεση
η παρένθεση είναι μια κακή παράσταση των ηττημένων
η ήττα της παράστασης, η ουσία της αναπαράστασης.
Ο Μάθιου (Κρέμας)
Φήμες θέλουν τον Μάθιου να είναι κάτοικος
Νέας Σμύρνης.
Μάθιου όπως θύμα, κακομοιριά.
Ο Μάθιου είναι ένα θύμα, θύμα με την
γενική έννοια του όρου.
Ο Μάθιου κάνει πόλεμο με Θύτες παλικάρια.
Μάθιου είσαι Μάθιου.
Οι πολιτικές του πεποιθήσεις ποικίλουν.
Θα μπορούσε να είναι ριζοσπάστης δεξιός.
Ανανεωτικός αριστερός.
Εθνικοσοσιαλιστής ή φασίστας.
Κοινωνικός ή φιλελεύθερος αναρχικός.
Ο Μάθιου ωστόσο ιδεολογικοποιείται αποστασιοποιημένος
από την πολιτική σκέψη.
Αν είχε καταγωγή ή πατρίδα θα μπορούσε
να είναι Καλαματιανός.
Βολιώτης ή Κρητικός.
Η ύπαρξη του Μάθιου και ο Μάθιου
της ύπαρξης.
Ο Μάθιου μέσα μας.
Ερμή Υδράργυρε (Morley)
Ω ΕΡΜΗ ΣΚΑΤΟΨΥΧΗ ΤΣΟΝΤΟΤΑΙΝΙΑ ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΥΛΩΝΕΙΣ;
Η Kiki Deu Bouazieu παίρνει ένα μεγαλοπρεπέστατο τσιμπούκι στον Γέρο – Ήλιο.
Χώνει με μαεστρία το καυλί του στο στόμα της, όπως ένας σπερματολουσμένος κουβάς βουτάει
στο πηγάδι-νεκροταφείο με τα γυαλιά από όλα τα πιωμένα μπουκάλια μπίρας του Παρισιού.
Τα σπάει, τα σακατεύει, τα κάνει περισσότερο θρύψαλα.
Τη σπάει, τη σακατεύει, την κάνει περισσότερο θρύψαλα.
Τώρα το κεφάλι της έγινε πυρκαγιά, το πρόσωπο της εγκαύματα ηλιακού βαθμού.
Τώρα το καλύπτει από ντροπή και πόνο με τις κιτρινιάρικες γάζες των λεπρών νοσοκομείων.
Ήταν όμορφη κάποτε και νέα, ήταν μεθυσμένη και ηλίθια.
Ήταν μεθυσμένη και ηλίθια στην πόλη του Φωτός.
Ω ΕΡΜΗ ΥΔΡΑΡΓΥΡΕ ΠΑΓΩΜΕΝΕ ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΑΙ ΓΕΛΑΣ;
Η Emily Hardnosed με την σκληρή τη μύτη.
Ο Άρης ο θεός του Πολέμου, ολίγον τι πιο μπετόβλακας
από ένα ζευγάρι κάλτσες.
Μέθυσε, μαστούρωσε βαριά και έκανε έρωτα στον πιο όμορφο
και εκλεκτό βράχο που μαστίγωσαν ποτέ τα κύματα του Dover.
Γεννήθηκε η Emily με την πέτρινη τη μύτη.
Μεγάλωσε και έζησε η Emily Hardnosed
σαν αλκοολικός τερμίτης, ανώμαλος και άστεγος.
Και γω γουστάρω να βλέπω να της τρέχουν οι μύξες χείμαρρος
από τους λυγμούς όταν τη δουλεύουν οι χολερικοί μεθύστακες
στο μπαρ.
Γουστάρω, γελάω και βρικολακιάζω με την παλαβομάρα του κόσμου
στο μπαρ.
Και την γελοία της τη μύτη φυσικά.
Είναι 3:05 μετά τα μεσάνυχτα, νύχτα βροχερή αν μη τι άλλο.
Κάπου στο Λονδίνο.
Ερμή λεχρίτικη πανούκλα τι βλέπεις και ματώνεις;
Ο πενηντάρης κύριος Στέφανος τα συγκέντρωσε στο κρεβάτι του.
Κάμαρα με άπειρες αφίσες και έρευνες.
Τους πήρε πίτσα και τα ρουθούνια της μάτωσαν από φόβο.
Τους πήρε αναψυκτικά και το κορμί της κοκάλωσε από τα φαντάσματα του.
Όταν ένα ζευγάρι εφήβων κάνει έρωτα στα σκοτάδια των 80’s.
Παιδικά κορμιά πετσοκόβονται και τσακίζονται στις κλίνες των γερόντων του 16.
Ήσασταν δώδεκα χρονών και δώδεκα μείνατε παντοτινά.
Κρυφοκοιτάζοντας από τις τρύπες στο τοίχο τις άλλες σκιές, τα άλλα δωμάτια.
Το φαινόμενο της πεταλούδας κάτω από τα πόδια μου.
«Κεχριμπαρένιο Κεραυνό, αθανασίας φυλακτό
απ’ τον πάτερα σου το Δια και τη μάνα σου τη Μαία
σου κρέμασαν μ’ αλυσίδα στον αθάνατο λαιμό.
Μα εγώ θα στο ξεριζώσω μαζί με το λαρύγγι για να μάθεις να αισθάνεσαι..»
cult of flora, [FEVERFEW] (Ολίβια Β.)
η μέρα ξεκίνησε παράδοξα
-διαμελισμός-
η πένα έχει στομώσει,
απολαμβάνει τα υγρά σύμφωνα
και η φόρμα με εκδικείται
τα γκρίζα σύννεφα
σκέπασαν τη σελήνη,
πληθώρα σκέψεων
συνωστίζονται στο νου,
καμία για την αποδέσμευση
η νύχτα στάζει
κοχύλια απ’τα αστέρια,
χωρίς να ψάχνει,
χωρίς τον μίτο
σε κάποιο τέρμα
η ριπή της πλησμονής
λευκή σελίδα,
χρώμα και ρήμα
κατηφορίζουν σκάλες κυλιόμενες,
καθώς πετρώνει η ώρα
ενύπνιο
τα απομεινάρια μιας εκστατικής παλινδρόμησης
προς τα παιδικά μου χρόνια,
ίδια με εκείνη απ’τις χορδές
στις κορυφαίες στιγμές τους
θυμός και λύπη
σαρκάζουν στίχους και πινέλα,
ώσπου να δω με βλέμμα καθαρμένο
πηχτό αίμα να κυλά απ’το φεγγάρι,
και το πλάνο κλείνει
τη φαντασία θρέφει η έλλειψη,
ποιά τεχνητή εικόνα μου όμως
ν’αναμετρηθεί με τη νεκρή πραγματικότητα
και πώς να ξεφύγω;
Ποιος έκοψε την ουρά του Γρανάζη; (Ραγκ)
η ουρά μου φέτος
μικρότερη από πέρσι
και δεν ισορροπώ όπως παλιά
ρε καρντάση
φύτεψε μου μια ουρά
να μείνω
λίγο ακόμα
επαίτης χωρίς λουρί
νιαου, μιαου, πουρ, γκόχιρεφιλε
τριχόμπαλα
κολλημένη στον λαιμό
ψυχορραγώ από την δυσπεψία
προτιμώ να κατουρήσω
στην αλμυρή αυλή σου
και όχι
στην χρυσαφένια άμμο μου
είμαι ευαίσθητο γατί ρε
καθόλου χορτοφάγο
και μου αρέσει η κοινή χρήση
σε ασφαλές περιβάλλον
τα πίξελς σου δεν αρκούν
για να με ψηφιοποιήσεις
-καλά ίσως και να αρκούν-
αλλά μην το κανείς πλιζ
φερτέ μου μια κουρτίνα
ή σχοινί να κρεμαστώ
χρειάζομαι την ουρά μου γαμώ
γράψε ένα τραγούδι για αυτό
γιατί μας κούρασες με τους έρωτες και τις μοναξιές σου
x3 (Ιώ. Τ.)
Με χειρουργικά γάντια
κυκλοφορώ ένδοιά-μεσα
καθαρίζω
τασάκια, πάτωμα, ποτήρια
πλένω
λάσπη, σκατά, και βλέννη
μαζεύω οτιδήποτε πετιέται
κωλόχαρτο, καπότες, σωληνάκια
απ’ την τελευταία γραμμή
ως την γραμμή για το σπίτι
τρεις φορές πάντα
να πλυθώ
να ντυθώ
και να φύγω
ξεκινώ από μένα
για να καταλήξω σ’ εκείνον
το φρικιό
τον αντικανονικό
τον πεθαμένο
μ’ ένα ταξί που πληρώνω
με λεφτά που μου χρωστάνε
ξεκινώ από μένα
για να καταλήξω σ’ εκείνον
με τα μαύρα μάτια
την άσπρη καρδιά
το διάφανο αίμα
μα δεν αξίζουν
οι φθηνές μου εικόνες
σε έναν ακριβό άνθρωπο
επί τρία.
Η εποχή των Κριών (Ε. Κάτη)
διασταύρωση Αγίων πάντων και Συγγρού
εννιά του Μάρτη
κρύβονται τρεις ρινόκεροι στην τσάντα μου
βαραίνουνε την πλάτη μου
καθιστάν αδύνατο να κινηθώ
μια πεταλούδα με απελευθερώνει φωνάζοντας
η Συγγρού μυρίζει αγριοκέρασο
φράουλα, βύσσινο
ο ήλιος στέκεται ψηλά
/θέλω να σε δαγκώσω/
ο ήλιος χαμηλώνει
/θέλω να μπω μέσα σου/
ο οδηγός του λεωφορείου σχολιάζει την πιάτσα
/θέλω να κόψω ένα ένα τα οπτικά σου νεύρα/
η τρίτη στην σειρά με την ξανθιά περούκα μου κλείνει το μάτι
/θέλω να κουλουριαστώ στον φάρυγγα σου/
με ρωτάει αν θυμάμαι πώς να πάω σπίτι
/θέλω να ρίξω οξύ στον εγκέφαλο σου/
με κερνάει ένα τσιγάρο
/θέλω να τρυπήσω τους πνεύμονες σου/
στρίβω στην Δημητρακοπούλου
/θέλω να με ξεράσεις/
στην γωνία δύο νταβατζήδες
/κι έπειτα
νεκρή και αποστεωμένη
να ξαπλώσω δίπλα σου
τιμώντας
την Εποχή των Κριών που έρχεται/
Somnium (Γωγώ Λιανού)
Πάντα είχα μια ασυνήθιστη σχέση με το χρόνο.
Όταν πέρασες απ’ το σπίτι μου κι άκουσες γέλια,
ήμουν εγώ που του λεγα αστεία.
Κι όταν μοσχομύριζε ο δρόμος,
του έφτιαχνα ότι πιο νόστιμο.
Κι εκείνη τη φορά που μ’ άκουσες να βρίζω,
εγώ ήμουν, που προσπαθούσα να κυριαρχήσω.
Πάντα είχα μια ασυνήθιστη σχέση με το χρόνο.
Τον στήνω στα τέσσερα και του βιάζω τα τικ – τακ.
Γιατί τον νίκησα!
Μ’ ακούς;
Τον ξέσκισα.
Εκείνο το βράδυ που ήρθε να με πάρει Εκείνος,
εγώ γύρισα πίσω.
Τον νίκησα.
Δεν τον καλοπιάνω πια.
Δεν του μιλώ για σένα.
Δεν έχω την ανάγκη κανενός.
Είστε όλοι δείκτες.
Όλοι αριθμοί του ίδιου ρολογιού.
Αυτή είναι αγάπη μου η σχέση μου με το χρόνο.
Βλέποντας και κάνοντας (Διονύσης Αντωνάτος)
Αν το χω όλα καλά
Τι γίνεται όμως αν δεν το χω;
Αν βουλιάξω ανάμεσα σε απειλητικούς δείκτες ρολογιού
Σε καρτέλες ενσήμων και βιβλιάρια εργασίας
Σε αρβύλες που χτυπάνε τα πόδια στο πέλμα
Σε καθημερινά μανιασμένα δρομολόγια τρένων ίσως και λεωφορείων
Σε σημειώσεις για φάρμακα και παραισθησιογόνα
Σε απαιτητικούς πελάτες
Σε απαιτητικές γκόμενες
Στο πατρικό μου
Στα καφενεία που μπεκροπίνω
Στα μπαρ που χύνομαι πάνω στις μπάρες χτυπώντας το ποτήρι μου πάνω τους πριν πιω
Σε κανα νοσοκομείο άρρωστος και στο περίπου μόνος
Τι να πω το χω δεν το χω τα πράγματα έρχονται κάπως για όλους
Το στομάχι θέλει φαγητό
Το μυαλό ύπνο
Και το σώμα ρούχα
Αυτά είναι τα βασικά
Από κει και πέρα
Βλέποντας και κάνοντας
Αδελφέ μου (Πυθαγόρας Κ.)
Έχεις αδελφέ μου εσύ
εσύ που σε βλέπω από μακριά
μέσα απ’το πυρακτωμένο μου κούτελο
και τα στεγνά μου μάτια
μια τάση ν’απαντάς σε όλα τ’αδιάφορα κι ανίερα
σ’ όλα όσα εύκολα φαίνεται να έχουν σκονιστεί
παρά την υπηρέτρια και τα βρώμικα της γόνατα
παρά τις εκπομπές του ραδιοφώνου
τις βελόνες τα τζάμια τις κουρτίνες
τα γυαλιά και τα καρφιά
Έχεις αδελφέ μου στο λέω στα ίσια
ένα σκυλί σε σχήμα σφαίρας
φρακαρισμένο στον οισοφάγο σου
μια γλώσσα λευκό σεντόνι
ο ουρανίσκος σου τρούλος χτιστός
με λόγια χαρακωμένος σε βλέπω
σε βλέπω και σ’ακούω να τραυλίζεις
Είχαμε συναντηθεί κάποια από τις δεκαετίες
που ‘χουν σφραγίσει αυτοί με τα γυαλιά
και τις τανάλιες τους τροχούς
και τα ποτήρια
είχαμε συναντηθεί και το θυμάμαι
ίσως εσύ να μην μα τώρα
σου φαίνεται αλήθεια ο ερχομός μου
και πιο αλήθεια ο κορμός μου
που φαίνεται να γέρνει μα δε γέρνει
ήταν απλή διάγνωση κουτσομπολιό κακοφημία
η λάθος μου γωνία
Άφησε κάτω αδερφέ μου το μάτι σου
φαίνεσαι ταραγμένος και λίγο μένει για να σπάσει
άφησε κάτω το τόξο σου
δε θα σου χρειαστεί στην έρημο
ούτε γραμμή θανάτου
ούτε τετράγωνο νοητό να κρύψεις τον εαυτό σου
ούτε μαλλί κυκλώνας λευκός
του γέρου βοσκού ή του αμνού
εδώ όλα φαίνονται
κι εγώ σε βλέπω
σε βλέπω να πλάθεις κουλούρες
τις ζάρες του προσώπου σου
ν’ανοίγεις φύλλο
τις ουλές π’όλο θυμίζουνε
σε βλέπω κι είσαι πράγματι παιδί ενός μύθου
μα μονάχα στο τετραγωνικό ετούτο και το ξέρεις
Σε βλέπω γνωριζόμαστε
θα με φιλήσεις
εικόνα χρυσαφιά μάτια
σταφύλια κάστανα έχεις
όταν σωπαίνεις
Χλωμή Μισέλ (Ραγκ)
η πατρίδα μας το Τζόουνσταουν αγαπητέ
αν και δεν γουστάρουμε Kool Aid
μες το υδροκυάνιο μας
είμαστε τα κλεφτρόνια
των καλοκαιρινών σου διακοπών
και τα εγκαύματα στο μπούτι της Σπυριδούλας
άναψε ένα κερί
για μας
και την πουτάνα
την μνήμη που σε απατά
αλίμονο, δεν υπήρξαμε ποτέ ανθρώπινα όντα
αυτά πεθαίνουν
και βαριούνται
και ζηλεύουν
και πίνουν κρασί
και συνθέτουν ηλίθια παζλ
και τηλεφωνούν
και κλαίνε
και ζορίζονται
και φορούν αποσμητικά και κολόνιες
τα ερείπια δεν μιλάνε
δεν πειράζουν
δεν νοιάζονται για εισαγωγές
δεν κλείνονται σε αχυρώνες
δεν παρακολουθούν
δεν τρέχουν
δεν έχουν όμορφα νύχια
ούτε τα φωνάζουν Μισέλ
αλίμονο, μας εξαπάτησαν
και θα μείνουμε για πάντα
στο κατάστρωμα του χλωμού σκάφους
να μας χώνουν στις αγγαρείες
Χορεύοντας και τραγουδώντας θα πάμε στην κόλαση (Σκοτάδι Άγνωστο)
Μετά από ένα γερό πιώμα
θα μαζέψω όλες μου τις ενοχές και τα ψέματά μου
έτσι κοφτερά που είναι
και θα ξεσκίσω τη σάρκα μου,
έτσι σκέφτηκα όταν ξύπνησα
ύστερα από έναν κουραστικό ύπνο.
Πόσες ώρες να κοιμόμουνα άραγε…
λες να’ γινε τίποτα συνταρακτικό όσο έλειπα στον λήθαργο;
Μπα! τα συνηθισμένα, αυτή η ίδια βαρεμάρα
που μοιάζει με έρημο.
Ανοίγω το παράθυρο.
Μποτιλιάρισμα κόρνες πανικός κι αδιαφορία,
πόσο ανυπόφορη μπορεί να γίνει η πραγματικότητα…
προτιμώ να ζω στην κοσμάρα μου
και να με αποκαλούν αντικοινωνικό εγωιστικό παράσιτο,
παρά να’ μαι σαν ένας απ’ τους εκατομμύρια εκεί έξω
να γελάω σα χάνος, να υποκρίνομαι, να κάνω πως με νοιάζει
για να έχω μια θέση στη γαμημένη σας εταιρία
που φτιάξατε για κοινωνία.
Όχι, εγώ και το σινάφι μου
είμαστε αποκομμένοι απ’ τους ελεεινούς σας ψυχαναγκασμούς,
έχουμε τους δικούς μας, έχουμε κι άλλα όμως δε μπορώ να τα πω στη γλώσσα σας
Περπατάμε στην πόλη τη νύχτα
γιατί τη μέρα είναι λίγο επικίνδυνα… μπορεί να χτυπήσει κανείς.
Ζούμε όπως και όποτε θέλουμε
μονάχα καμιά φορά πεθαίνουμε…
αλλά ντάξει κι ο θάνατος μες στη ζωή είναι
Αν δεν παραδώθηκες ποτέ στο πάθος
αν δεν ένιωσες τη φωτιά μέσα σου να σου καίει τα σωθικά
είσαι απλά ένας ξένος.
Ο δρόμος μας έχει καταπιεί και μας έχει πετάξει αμέτρητες φορές.
Μας έχει αγκαλιάσει και κατασπαράξει άλλες τόσες,
μα εμείς εκεί να προχωράμε τσακισμένοι, ερωτευμένοι, ονειροπόλοι
γεμάτοι φωτιά και πάθη
χορεύοντας και τραγουδώντας προς την κόλαση.
Βάλε να πιούμε… έχουμε δρόμο ακόμα
Θεραπεία (Σίλουαν Κ.)
Καίμε τα μάτια μας πάνω απ’ το ποίημα – ψυχανάλυση
καθώς οδεύουμε σ’ ένα βενζινάδικο
στη μέση της Κακοκαιρίας:
και το παρελθόν είναι το φορτηγό των τυφλών
και οδεύουμε στον χειμώνα
με την υποσυνείδητη αιχμή της λεπίδας να αιμορραγεί·
5 χρόνια
στη μέση του χειμώνα.
Καίμε τα μάτια μας πάνω απ’ το ψυχοποίημα
καθώς αποσπάμε την προσοχή
του μοναχικού διαβάτη
– διαβάτη που βαδίζεις κάτω απ’ το χιόνι
ζωγράφισε την μνήμη σαν γάγγραινα
διαβάτη,
είσαι έτοιμος να γίνεις ζόμπι; –
Σπάμε το ρολόι του υπνωτισμού
εμείς που αφεθήκαμε στο εγκάρδιο παραλήρημα
κοιτώντας τις στροφές που αλλάζουν:
έχω βδομάδες να γράψω δυο στίχους χωρίς διάλειμμα
έχω αιώνες να κρατήσω την προσοχή μου στην περιοδικότητα μιας ταλάντευσης
οι τελευταίες ώρες ήταν σπερματικές
και ξένες.
Τώρα μεταφράζω μια εκούσια παραίσθηση
όπου υαλοκαθαριστήρες
θα πει σιωπή
όπου το επερχόμενο τροχαίο
θα πει αισιοδοξία:
καθώς τυφλοί
οδεύουμε
σ’ ένα βενζινάδικο
στη μέση της Κακοκαιρίας.
Και αυτό το ποίημα μας γδέρνει τους οφθαλμούς.
Υγρή Θεολογία (Φώντας Φ.)
Κοντά στο νησί των ψαράδων
γεννημένοι κάτω απ’ την τηγανισμένη θάλασσα
γεννημένοι μέσα σε νερά
που μετατρέπουν τους νεκρούς αμφιπρίονες
σε ζωντανά φωτιστικά σαλονιού
οι αξιαγάπητοι γονείς.
Πατεράδες χωρίς πλοκάμια
Μανάδες που δεν υπήρξαν ποτέ θηλαστικά.
Το αποτέλεσμα:
Διάβολοι που μοιάζουν με μπρελόκ για κλειδιά
Άγιοι που κλέβουν πίσσα για να φτιάξουν το μέικ-απ τους.
Θεοί δειλοί, κρυμμένοι βαθιά στα πιο απομακρυσμένα όστρακα.
Και οι απόγονοι;
νευρογλοιακοί μισθοφόροι
με χαραγμένο πάνω τους
το «Όμικρον» απ’ το Κακό
και το «Λάμδα» απ’ το Καλό
Πάντα πρόθυμοι να ξεχάσουν ανοιχτή μια βρύση που στάζει ραδιενέργεια στον Ωκεανό.
Αλλά κάθετα εναντίον
Σε κάθε υπόνοια δολοφονίας
ένδοξων ψαράδων
και ξεπεσμένων πωλητών
φωτιστικών
και αναπτήρων.
Τα Συντρίμμια (Πυθαγόρας Κ.)
Ερείπια αγγίζω με το δάχτυλο
να δοκιμάσω την υφή τη γεύση
το κουράγιο μου
είναι τα κόκαλα των ανθρώπων μου
φτιαγμένα για να ισιώνουνε τη στάση τους
Ένας ανάπηρος σέρνεται με τα χέρια
στα χώματα ευτυχισμένος
να φτάσει ποθεί ένα λουλούδι
διψασμένος στα χώματα
να ρουφήξει άρωμα ποθεί
Τρία πουλιά μονάχα απόμειναν
όλα τους είναι άρρωστα μα αληθινά
κι αληθινά είν’ πεινασμένα
Χθές έλαμπαν τα κάρβουνα
στα στήθη των γεμάτων φεγγαριών
τρία τρία φεγγάρια άρρωστα
μ’αληθινά σφίγγουν το βάρος τους με το στομάχι
κι ειν’ η βαρύτητα
ο πρώτος θάνατος που βαφτίζει
τα συντρίμμια
Καλοκαίρι στον Καύκασο (Λένα Χαϊμαντά)
Τα πρωινά μας είναι μια γενοκτονία,
άντε να γίνει κάνας πόλεμος
να γίνει κάνα τζέρτζελο
αναζητάμε νοήμονες μορφές θανάτου
στο διάστημα
αφού τα ηλεκτρονικά τσιγάρα ήταν μια απογοήτευση
και το καλοκαίρι στον Καύκασο δεν τελειώνει
με τσεμπέρια με καρφιά οι γιαγιάδες που φουμάρουν
πνίγουνε γουρούνια στο Μοσκβά
βραχυκυκλώνουν το νερό με φορτιστές ηλεκτρισμένους
απ’ τα καλώδια των τρόλλει
εθελοντικά διασχίζωντας τις ράγες
και το καλοκαίρι στον Καύκασο δεν τελειώνει
Tη φρίκη εδώ τη γνώρισα, κι όλα είναι στερεμένα,
κι΄ ανθρώπους φίδια συναντώ – καταραμένα ξένα.
Νάταν να ξαναγύριζα, κει στα παλιά μου μέρη
εκεί που ξέρω τα βουνά, τα δέντρα και τη φτέρη
ατάραχη ανατολή
όλοι οι δολοφόνοι θέλουν παιχνίδια μαζί σου
εμείς
ένα σακί καλό χώμα από φυτώριο
πλαστικό τρέμουλο στα χέρια
και το φως της Κουζίνας ανοιχτό!
Ξεθάβω με τα νύχια
ένα-ένα τα πτώματα.
Και το καλοκαίρι στον Καύκασο δεν τελειώνει.
Αυτοσχεδιασμοί (Άλεξ Κοάν)
1.
H μουσική κυλά σα το νερό της βρύσης
απ’ τη στενή οπή του ηχείου
έξω στο κουτί μου και αντηχεί
και βγάζει νότες και σπίθες από μέσα της,
οσμές και χρώματα και γεύσεις,
τρέχει μες στο χώρο μόνη της
χωρίς αντίπαλο,
και ποτέ δε φτάνει στο τερματισμό
και ξύνει τους τοίχους στο δωμάτιο,
τους χαράζει και αφήνει πάνω τους ρωγμές,
όπου μέσα ζουν ζουζούνια
με φτερά και πόδια και προβοσκίδες μικροσκοπικές,
και το φως τα ξυπνά και ζωηρεύουνε
και βγαίνουν να χορέψουνε μαζί μου.
Έπειτα το ουίσκι τελειώνει,
μα το τσιγάρο είναι μοναχά καπνισμένο ως τη μέση,
και δημιουργείται ένα πρόβλημα
που δε μπορεί να λύσει αυτό το πλαστικό σαξόφωνο
μήτε και το τραχύ και τετραγωνισμένο πιάνο,
ούτε και κανένα όργανο του κόσμου για να μαι ακριβής,
κι έξω τα ποδήλατα περνάνε όπως πάντα
και οι ποδηλάτες με τα γάντια τους κρυώνουνε
και βιάζονται να προσπεράσουνε τ’ αμάξια
και οι πεζοί εκνευρίζονται,
φωνάζουν, πηδάνε, γαβγίζουν
και μ’ έναν τρόπο μεταφυσικό κι ακραία μεθυσμένο
εξαφανίζονται απ’ το οπτικό πεδίο
και γίνονται κύματα ατμού
που μαζί με τη μουσική και τα ζουζούνια μου
πλανιούνται στον αέρα.
Μια λάμπα κι ένα αποτσίγαρο
το σκηνικό μου για το βραδινό μου έργο
που θα παιχτεί άνευ κοινού και ηθοποιών
μα που και που απ’ τα χοντρά παράθυρα στα διαμερίσματα
θα φαίνονται οι ενοικιαστές που θα κρυφοκοιτάνε
και θα κρατάν στα περίεργα χέρια τους
ποτήρια με κρασί ή και νερό
που όταν θα πέφτουν δε θα σπάνε.
Χεχεχε!
Παίξτε μουσική, πιο δυνατά,
παίξτε το αιώνιο θέατρο στο δρόμο,
παίξτε και πιείτε και μη βγάλετε ούτε κιχ,
και στο τέλος, αν σας άρεσε,
κοιτάχτε ψηλά στον γεμάτο σύννεφα ουρανό
κι υποκλιθείτε.
2.
Ένα σωρός γεμάτος τζαζ και σπίρτα
χωρίς φωτιά να καίει
λουσμένος με νερό και οίνο
μα ξαφνικά φλέγεται μόνος του
λες κι ανάβει απ’ τον αέρα
σα τη βάτο του Μωυσή
κι έπειτα, αφού δεν υπάρχει
και κανείς να βλέπει τ’ όλο γεγονός
ή έστω να πανικοβληθεί,
βάζει εμπρός
και κυλάει στην ψυχρή το βράδι έρημο
με αστέρια και φεγγάρι
δίχως σύννεφα καθόλου επάνω
και κατευθύνεται άγρια
να κάψει όλη την πόλη
των ανθρώπων και των αμαξιών
και των περίεργων ονείρων.
Το τσιμέντο σκάει
και γίνεται υγρό απ’ τη θερμότητα
και πετάγεται σα συντριβάνι
και πέφτει στα ποντίκια που γυρνούν στην πόλη
κι έπειτα το νερό πετρώνει και παγώνει
μες στις βρύσες τους
και η φωτιά γυρνάει στα υπνοδωμάτια
και καίει τα σεντόνια
και βάζουν όλοι τις φωνές
και τρέχουν έξω,
μακριά και ψηλά,
στην ηρεμία των άγριων λόφων
από χώμα και άμμο και κρασί,
με πέτρες και χορτάρι,
και κοιτούν εδώ, κοιτούν κι εκεί
κι απ’ τη μια η πόλις φλέγεται
κι απ’ την άλλη φέγγει το φεγγάρι.
Ευθείες Καμπύλες (Ιώ. Τ.)
Παράλληλες ευθείες γραμμές
Τις νύχτες μόνο
κώδικες στο σύστημα του εγκεφάλου:
Με λέει «οξυδερκή»
Τον λέω «τσακάλι»
Κανένας μας δεν είναι απλώς ευφυής
και την πατήσαμε
-πάλι δεν το ζήσαμε-
έψαξα στον πέμπτο
ένα αυτός, εκατό εγώ, εκατό αυτός; εγώ
κανένα
κλειδί, ευτυχώς δεν υπάρχει
δεν θα πάμε με πτώση
πέσαμε μια φορά
έξω
Εγώ νόμισα ήταν για μένα
Αυτός νόμισε ήταν γι’ άλλον
Δίνω δυο μέρες
Δίνει δυο μήνες
Γράφει βρώμικους ήχους για ρίμες
Γράφω σάπια ποίηση – με ψευδώνυμο
Μα είναι το ουίσκι ακριβό
η εποχή μας φθηνή
το σπίτι μου γκαρσονιέρα
Είναι Δευτέρα
κι έχω τόσο κουραστεί
που πέθανα και περιμένω
τις νάρκες του πάρκου να σκάσουν
αυτή η σπίθα να γίνει φωτιά
αυτό είναι timing
το κέντρο μικρό
εμείς λίγοι
κι ο ένας για τον άλλον
Κι αναμετάξυ μας
στην ίδια «φάση»
Τρίτη απόγευμα μόνο
Και σκέψου πόσους αντέχει μια πλατεία
Που και οι ευθείες μας καμπυλώθηκαν
Μα και δε θα συναντηθούμε ποτέ
Χρόνος υπάρχει
Σωστό ή λάθος
Σίγουρα πάντως δεν θέλω
Να βρίσκομαι άλλο
Σ’ αυτήν την θέση.
χωρίς τσιτάτα (Ραγκ)
τον κάλεσαν σε απολογία
στο παραθαλάσσιο θέρετρο
στην Χαλκιδική
απέκλινε από την γραμμή
εδώ και μερικούς μήνες
και αυτό είναι ασθένεια
όταν έφτασε κατάπινε ένα χωνάκι
σαν να κρινόταν από αυτό
η σωτηρία του
ένα παλτό παράγοντα τοπικού
κρεμόταν στους ώμους του
έτοιμο να πέσει
από μακριά η φάση μύριζε απάλευτη
για αυτό και είχε προνοήσει
να μην φτάσει νηφάλιος
το δίλημμα έπαιζε
-όπως πάντα-
ανάμεσα σε κήρυγμα και νουθεσία
εκείνοι δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν
τον άνθρωπο
που θύμιζε τον σύντροφο τους
αυτός δεν είχε έρθει στην έξοχη
για να λογοδοτήσει
μόνο αυτό καταλάβαινε πλήρως
για μια στιγμή τα πράγματα
ήταν όπως δεν θα ξαναγίνουν
χωρίς τσιτάτα
τσιμπάνε όλοι από το ίδιο τάπερ
απλά τσιμπάνε
και το στιφάδο δεν κατεβαίνει με τίποτα
όταν τους εξομολογείτε τα πάντα
ο Ψηλός πάει μια βόλτα από την αποθήκη
χωρίς να είναι σίγουρος
γυρνάει φορτωμένος
άκουσε αυτό που δεν ήθελε
και ακούμπησε το Κόλτ στο τραπεζάκι του καφέ
η άμμος ξεκαθάρισε επιτέλους
και εκείνος κάτω από το βάρος της ιστορίας
και το όπλο του Τσέχωφ,
πήρε μια ανάσα που φύλαγε στην τσέπη
έβαλε τα ακουστικά του
ούρλιαξε μαζί με τον Μάικλ Στάιπ
και έφυγε για την παραλία.
Ο Ψηλός ακολούθησε λίγο αργότερα.
Ονειρεύτηκα τον Άρθουρ Κραβάν (Σίλουαν Κ.)
1
Θα κυριεύσει. Ο απόηχος των πραγμάτων
που υφέρπει
στη καρδιά μου, σαν ένα ορυχείο στον ουρανό. Θα κυριεύσει
και η αδιάκοπη μεταφορά
των σωμάτων μας στον θεό
το βύθισμα
σ’ ένα ραδιενεργό χώμα, ανθεκτικοί γεωπόνοι
βρωμίζουμε
τα πρόσωπα μας. Η κακότροπη βάρδια ξημερώνει·
στο τέλος
μένει μονάχα η κούραση. Και ‘συ
ο αλάνθαστος σκοπευτής.
2
Ορίζοντα πικραίνεις, επιδιώκεις ακόμα το νόημα
πέφτεις αφυδατωμένος
στη ημερησία σαχάρα
θάβοντας τον θησαυρό σου. Θα κυριεύσει.
Εσένα τυχοδιώκτη συννέφων
που αναφέρεις σαν κατάδικος
μια τελευταία ευχή: επιδιώκεις ακόμα το νόημα, ανατιναγμένε
δε γνωρίζουμε
πως σε ανατινάξαμε.
3
Και πεζολογώ όταν παρατηρώ
πως το δωμάτιό μου έχει τελευταία μεταφυσικές ανησυχίες
– ορίζοντα που σκάβεις αδιάκοπα –
η Κίρα είναι η σωσίας της Κίρα
και ο καθρέπτης μου πύλη, είναι στ’ αλήθεια μια πύλη;
πλέον δε μπορώ να αφεθώ
σ’ ένα αδιάσπαστο
συνειδητό όνειρο: ξυπνάω στη μέση μιας εκταφής
υφέρπουσα ζωή από βελανίδι
προβάλεις την βολική υποψία, προσκολλήσου στα εμφανή.
Θα κυριεύσει όμως.
4
Αυτοεκπληρούμενη προφητεία
η αναγγελία του Δύστυχου Πυγμάχου
καθώς πηδάει
απ’το ψυχικό μπαλκόνι
στα ερείπια μιας κυκλωνικής δύσης,
είναι αυτό το ενσταντανέ του τρόμου;
και ο ήλιος της συμφοράς
και η ζεστασιά της ήττας
απόσταγμα πικρής μαριχουάνας
η σημερινή θάλασσα
και ο αχαλίνωτος χρωματισμός:
έλκει το ζωικό βασίλειο
στους απογευματινούς δρόμους ενός μπρονξ
έλκει τα κύτταρα της Αβύσσου
που οργανώθηκε
στα σπλάχνα μας.
Και η ονειρώδης ριπή
έλκει την γραφή
έλκει την παιδική ηλικία ενός μετέπειτα φονιά,
κυριευμένος.
5
Η πίσω όψη μιας προσδοκίας
ο εκφρασμένος πυροβολισμός
και ο παρακάτω στίχος: και ο θάνατος ως κέρδος.
Φανερωμένος στην ηχώ της σκέψης μου
στο περπάτημα σου
στο φρύδι που σηκώνεται σε μια αποβάθρα. Σουρεαλιστικό παιχνίδι και γελάς:
δεν υπάρχει απειλή
όταν υπάρχουν μονάχα λέξεις. Και μια δυνατότητα – αιώνιο ασανσέρ
που όλο απασχολείται
Κεραυνός (Φώντας Φ.)
Είναι βράδυ
και στο κρεβάτι
επικυρώνουμε μαζί
μια σπάνια, μεγάλη νίκη.
Ένας κεραυνός που πέφτει
μαυρίζει για τα καλά
τη μέση του σεντονιού μας.
Με ρωτάς αν είμαι έτοιμος για κάτι τέτοιο
υποθέτω δε θα ‘μαι ποτέ
μα χιλιάδες γαλάζιες γαρίδες κομμένες στη μέση
από ψαλίδι αγνώστου πατρός
με σπρώχνουν να ψιθυρίσω το ναι
δέχομαι έτσι να μου βγάλεις τα μάτια
και να τα αλλάξεις
με δύο οικολογικές λάμπες τελευταίας τεχνολογίας.
Τριγυρίζω τυφλότατος μακριά σου
σε διατεταγμένη υπηρεσία
και χαρίζω φως
σε παρακμιακές συνοικίες με ζεστό νερό στους σωλήνες.
Μεθυσμένα κωλόπαιδα
μου τη στήνουν σε μια γωνία
πετάνε πέτρες με τις σφεντόνες τους
και σπάνε τις πηγές του φωτός μου.
Χάνω το φως, τις λάμπες, εσένα
και ξεμένω με μια πέτρα που βρωμάει κρασί και μπύρα
τη σφίγγω στο χέρι μου
νιώθω ευγνωμοσύνη που μπορώ να μυρίσω τη βρώμα της
κι ας απλώνεται στα ρούχα μου ήδη.
αναστενάζω
ελευθερώνω απ’ το ψαλίδι
μια μικρή γαλάζια γαρίδα
και προσεύχομαι να ‘χουμε μαξιλάρια κι όχι βροχές.
Μέρες Σαράντα (Πυθαγόρας Κ.)
Με το μετάξι που υφαίνει
το σάλιο της μοίρας
δένω με μια άγαρμπη κίνηση
στη γλώσσα μου τον κορσέ
που μου δωρίσαν νυχτερίδες
Μια άγια μυρωδιά έχει κατακλίσει βροχερή
το στόμα και τα μαλλιά μου
κι είναι οι ολονυχτίες μου γεμάτες θολούρα
μπαρούτι και νερό
Να οι παλάμες μου
με μαύρο ζωγραφισμένες
γλιστερές και λαδωμένες
σφίγγουν ένα σπαθί
Ένα γήινο αξιοθέατο
χώμα πέτρες
κι ένας παλιός ξύλινος φούρνος
που μου θυμίζει τη μητέρα μου
Βρώμικες χούφτες κρύβουνε τα μάτια μου
ρωτούν
τι καιρό θα κάνει στο μέλλον
μέρες σαράντα
Πώς να επιβιώσετε στην Αθήνα χωρίς λεφτά (Ε. Κάτη)
Αρχικά πρέπει να μικρύνεις πολύ
να μαζέψεις το σώμα σου κι απ’τις τέσσερις γωνίες του
να το διπλώσεις καλά και προσεκτικά
να χωρέσει να γλιστρήσει κάτω από τις σταματημένες κυλιόμενες στο μετρό της Ομόνοιας
να μπει σε όλα τα ραγίσματα της Σταδίου και να ψάχνει για νομίσματα γλύφοντας τις ρίζες των δέντρων
κάτω από το πεζοδρόμιο
θα βρεθούν πολλά σπίτια να σε φιλοξενήσουν
για αυτό πρέπει να είσαι μικρή να χωράς
στο κενό ανάμεσα στην κάσα του κρεβατιού
και στο στρώμα
να μην πιάνεις πολύ χώρο
το πρωί να τρυπώσεις κάτω από την χαραμάδα και να φύγεις
διπλώνοντας πρώτα την κουβέρτα
όσο καλά δίπλωσες τον εαυτό σου για να χωρέσεις στις τσέπες των ανθρώπων και να βρεις ψίχουλα
αν πεινάσεις μην ψάξεις εκεί
κινδυνεύεις έτσι τσαλακωμένη να σε περάσουν για χαρτομάντηλο
καλύτερα δίπλωσε το σώμα σου στα δύο σε εμβρυακή στάση
χώσε το κεφάλι σου μέσα στο αιδοίο σου και φάε
τα εσωτερικά σου όργανα μέχρι να χορτάσεις.
Αν δεν έχεις αιδοίο δοκίμασε τον πρωκτό
σίγουρα πιο άβολο, μα κάνει την δουλειά του
WASD&G (Χρίστος Σικ)
“Pas d’amour qui ne soit exercice de dépersonnalisation sur un corps sans organes à former”
Deleuze & Guattari, Capitalisme et Schizophrénie: Mille Plateax
W
A S D
Περπάτημα
Το ποντίκι για τον έλεγχο της κάμερας
Μια ματιά στα βενζινάδικα
Τα ψιλικατζίδικα
Ανάμεσα στα φώτα
Και τις άγνωστες γλώσσες των μεταναστών
Press Q to talk
Baltika 1l
4 βαθμοί πάνω από τον υπολογιζόμενο βαθμό πτυχίου
W
A S D
Περπάτημα
Ανάμεσα στα φώτα
Που τα φαντάζεται neon
Γιατί δεν ξεπέρασε ποτέ το Bladerunner
Press Q to collect the note
“Αποπροσωποποίηση
Η Ψυχίατρος
(Υπογραφή δυσανάγνωστη)”
Μαλακίες
Ήταν απλά ερωτευμένος
W
A S D
Περπάτημα
Το ποντίκι για τον έλεγχο της κάμερας
P̸̣̣͉̬͕̤̊ǎ̶̪̻͚̯̳̳̼͊̂̏̇̃̋̒͆̅͛͠s̴̺̦̤͉͖̩̥̠͋̔̌̃̚ ̶̨̨̥͉̙͓͕̲͒͆̎͝d̵̢͕̺͇̱̠̣̦̯͇̹̽͗̄̂͑́̋̚’̶̗̻̺̹̱͇̫̯̃̈́͆͑̂̍̽̅̓͂̀̇̅ͅa̴̠͇̽̈́͛̓̕m̷̱̮̐́̃̐́͛̎́ơ̵̛̭͔͔̋̐́̎͊̽̒̑̒̓͆u̴͔͚̫̤̯̮̍͋͋́͋̀̑͘ͅͅr̸̡̛͇̪̲̬͎͖͔̙͇̣̥͒̽̓̇̀̕͜͝͝ͅ ̶͙̦̗̪̘̺̙͚͎̼̰́̉̀̑̀͒̒́̎̎͘͝͝ͅq̶̨̡̠̣̩̳̦̹̳̭̲̓̃̾̀̍͆û̶̧̜̜͎̯͎̭͚̪̤̣̼̝͍̞̆͌̍̊̽̂́̍̑̉͒ï̷̪̘͕̥̠̗̼ ̶̛̺͚̺͈͓̥͖̠͛̓̄͐͑́́̐͜͜ņ̵̛̘͉̝̺̞̩̰̓͂͗̊̆̑̽̓̐̿͑͠ͅê̷̡͕͌ ̵̧̣̠̺̥̤͙͗͋̓̕s̴͔̠̩͎͕̀̊̐̎̄̏̔͂̾̂̾͊͛̒̚ȯ̵̢̭͓̰͙̝̩̫̺͗̂͊͜i̶̧̛̛̲̺͗͜͝t̷͕̝͔̿̉͊̓̅̏̒ ̵̰͈͚͙̺͛̀͋̓͛̓̽̈͐̅̃̚ę̵̙̼͑x̵̻͕̹̔́͑́̈́ę̷̻̲͓̖̣͆̎̊̈́r̴̛̖̩̬̳̪̙̬̖̖͉̮̪͚̈́̅͗̏ċ̷̡̢͇̮̯̻̪̺̪̼̱͔ͅĭ̶͖̫̥͈̝̻̗͍̩̘̟̤̝̘̾͋̐̋c̵̢̙͙̆̏̉̄̈́́̈̎́̂͑̕͝ͅę̷̜̰̣̘̫̠͙͓̠͇͓̼̰͌̒̆͒̽ ̷̨͈̰̝̊̈́͠d̴̢̡̨̬͉̩̞̮̣̪̰̉̈̌͜͠e̵̢̨̛̜̹͍̠̘̫͙̬͇̎͜͜ ̸̼̠̭̝̟̭͛̿͆̂̌̕d̸̢̛̖̼̼͓̯̏̃́͋́̒̾̅͝é̴͈͙̰̳̼͉́͂p̸̧̛̜̬̘̫̫͚͙͙̺̺̯̰̰̉̈́͊̊̆̓̑͝ͅe̵͍͓͉̖͓͈̟̙̤͔̙͔̘̦͐̆̏̒́̏̓͂͊̌͝ͅŗ̴̭̰͕̫͈̲̘̣̰͇͉̹͍͈͊͒̓̀s̸̭̱̠̟͍͖̟̼͉̜̩͕͕̤̓̓̂̏̇̋̇̎̈́͆̈̕͜o̸̧̮͎͗͛̋̐͒̂̋̆̉̈͐̚n̴̠͇̰̥̝̟̦̹͇͎̈̾͊̐͊̊͆̓n̵̢̛͎̣̮̬͔̟̬͔͓̬̅̅̍̇̈́̄͆͛̽͗̇̐́͝ȃ̶̡̢͕̺̣̃͐̋̀̇́̉͝l̴̟̗̎̾͘ͅĭ̵͎̞̦̀̈́̇͒̌̊̈́̕͝͝s̷͔̯͓̻̪̟̞̣͖̗̫̿̅̐̀͆̍̈́̇̂̑͌̕͝͠͝ͅa̶͙͇͈̟̭̝͎̪͉̼̱̖̪̍̃̽̑̈͂͐̃͐̕͘͜t̷͕̝̤̳̻̉͜ḯ̶̛͍͛̐͌̋̓͆̎̀̒̔̿̚͝ò̸̩̄́̄͘͝ņ̸͓̮͇̖̼͎̻͍̤̰̘̽͗̀̆͛̄͐̏̑͒̋͠͝ ̶̮̲͍͚͈͔̝̎̍͌̉̐̾̏s̶̢̡̙̣̦͉͈̖̥̖̖͙̼̎̒͋̐̂͜͝ų̸̢͕̲̰͉̪̯̳̤̀̿̔̏̿͐̉̌̕͠͝r̸̡̤͉͉̜͙̲̱͂̕ ̵̛̝͓̭̟̬̭̲̰͇̰̺͎̞́̓͌̒͛̓̏͐͜u̴͎̥͎͆̔̃̔̃͌̊̑́͊̌͆̿̕ͅṋ̴̢͎̩̜̮̱̠͍̲̃̊̔͆͋̎͊͛͘ ̵̼̜͓̖͕̝̣̈̍̅͌͛ͅċ̵̢͚̲͎͓̠̹̣͎̦͉̥̖̂͊̚o̴̢̱̱̒͌̄͒̈̕r̷̮̰̣̙̹̞͙͙͚̼̟̙̽̽́̍̀͂̀̓̿́̔̇̌̄͠p̴͔̯̪̪͉͔̺̜̻̥͊͜s̶̢̛̬̳̥͕̈́̓̈́̍̌ͅ ̴͕̍̓͗̚s̵̛̞̗̻̓̒̀̉̈́͂̄̑́͋̕̕ā̸̡̩̻̭͔̥͍͒̌̀̊͋̽̈́̏̏͆̕͝n̵̰̟͎͔̖̘̒̎͊̃̀̀̿͝ṣ̸̡͉͙̻̙̫̖̮͚͓͚͈͂͑̃̍ͅ ̴̧̢̻͍̩͙̹̝̪̗̠̮͇͉̪̆̈́́̔͂̾͝ò̸͉͈̣̓̀̓͝ȑ̷̰̘̺̖̱g̵͓̺̑̎͗̆̈́̇̂̀̚͘͘͝ą̸̨̙͉͔̦̹̩̣̲̱͙̜̈́̍̾̉̀̕n̸̰̭̺̤̞͇̤͇̤̘̄̒̒̈́̽̍͗͗̽͊̀̉͊̕͠ͅę̸̢̫͖̤͈̩̲̳̥͚͙̺͆̓̾͜͝s̴̩̘̬͚͈͍̘͍͙̈́ ̶̳̈́̐̾̉̃̌̔̆͂͊͐̒͘͝͠ḁ̵͎̲̘̙͈̠̻̀̌̄͌̅͛̃͒̚ͅ ̷̛̞̼͈͉̗̌̋̏̽̋̅͛͐̓̀̇͝f̶̝̼̥̱͖͙͕͛̎̾̑͑̽̍͊̚͠o̵̧̳̠̩͆̋̒̆̽͝r̴̭̼̠̯̾́̅̀͑̊̋͛̇͘m̷̛̘̔͂͛̕e̶̗̋̓̃̽ȓ̴̻̮̠̺̥͎̭̪̥͕̘͕͓̥͕̋
A problem has been detected and Windows has been shut down to prevent damage to your computer.
The problem seems to be caused by the following file: SPCMDCON.SYS
PAGE_FAULT_IN_NONPAGED_AREA
If this is the first time you’ve seen this stop error screen, restart your computer. If this screen appears again, follow these steps:
Check to make sure any new hardware or software is properly installed.
If this is a new installation, ask your hardware or software manufacturer for any Windows updates you might need.
If problems continue, disable or remove any newly installed hardware or software. Disable BIOS memory options such as caching or shadowing. If you need to use Safe Mode to remove or disable components, restart your computer, press F8 to select Advanced Startup Options, and then select Safe Mode.
Technical information:
*** STOP: 0x00000050 (0xFD3094C2,0x00000001,0xFBFE7617,0x00000000)
*** SPCMDCON.SYS – Address FBFE7617 base at FBFE5000, DateStamp 3d6dd67c
Σήματα Καπνού (Διονύσης Αντωνάτος)
Στέλνω σήματα καπνού
Με το τσιγάρο μου
Από το κλασσικό δωμάτιο εφημερίας
Εδώ υπάρχουν όλα
Τηλεόραση
Κινητό
Κλιματιστικό
Άνετος καναπές
Κρεβάτι (ψιλοβρώμικο είναι η αλήθεια)
Σχεδόν ό,τι θέλω για να επικοινωνήσω μαζί σου
Κι όμως εγώ
Στέλνω σήματα καπνού με το τσιγάρο μου
Που δεν θα φτάσουν ποτέ σε σένα
Γιατί έχεις βάλει αυτή τη γαμημένη σίτα μπροστά
Που διαλύει τα σύννεφα
Κάτι ξέρω εγώ λοιπόν που δεν έχω σίτα στο σπίτι μου
Μ έχουν τσακίσει τα κωλοκούνουπα βλέπεις
Αλλά δεν με πολυνοιάζει
Η ιατρική έχει προχωρήσει
Υπάρχουν φάρμακα σχεδόν για τα πάντα
Η επικοινωνία είναι το θέμα
Στον άνθρωπο (Γωγώ Λιανού)
Σέρνω την ψυχή μου σ’ ένα κόσμο που
αναστενάζει απ’ την οδύνη.
Την οδύνη που του χάρισαν τα σκυλιά
με τις γραβάτες.
Κοίτα με.
Παίρνω τις γραβάτες τους και φτιάχνω θηλιές.
Σέρνω την ψυχή μου με φασαρία, μήπως σας
ξυπνήσω.
Φοβάμαι πως θα τα καταφέρω.
Ψιθυρίζω μοιρολόγια για τα παιδιά στις
φυλακές.
Για εκείνα που τα βράδια κλαίνε.
Εκείνα τα παιδιά που ορκίζονται για το αύριο.
Ψιθυρίζω για μένα μοιρολόγια.
Γι α τον έρωτα που ‘χει γίνει πόρνη.
Την κερνάω ποτά να την πλανέψω.
Κοίτα τι ωραία που κόβω το λαιμό μου.
Πάρε το αίμα να πλυθείς.
Να γίνουν όλα κόκκινα να γλυτώσουμε.
Θα γλυτώσουμε ποτέ;
Και το βάρος στους ώμους;
Ο πόνος στην πλάτη;
Θα φύγουν ποτέ;
Όλα θα τα γιατρέψει η φωτιά.
Σώπασε.
Κλαίνε τα παιδιά στις φυλακές.
Άκου.
Η μέρα πλησιάζει.
7 μαχαιρώματα (Morley)
Ο μεθυσμένος λάτρης της Μπουρζουαζίας.
Δούκας και προστάτης των όμορφων παιδιών με τα γυμνά μπούτια
και των αγγέλων που βουτάν στη θάλασσα σαν κυνηγημένοι Βιαστικοί
από κάποιο άγνωστο κακό που βρωμάει και ανασαίνει πίσω στα στενά του λιμανιού.
Προγραμματισμένος έτσι ώστε να κάνει διαλόγους με το κάδρο του νεκρού πατέρα του.
Περήφανος μαφιόζος και ο πιο δυνατός χαζός στο λιμάνι.
Για κάθε πνιγμένο κορμί κρύβει στην παλάμη του ένα πνιχτό γέλιο ανισσοροπίας, γέννημα
κάποιας σπάνιας βλάβης στο κεφάλι και ξεστομίζει ένα μπινελίκι δώρο στον εαυτό του.
Μιλάει με σφαίρες και χάχανα, μπουκέτα και μαχαιρώματα.
Τρέχει σα σημαδεμένος αλητόγατος τα ξημερώματα , σημαδεμένος από τα κανόνια της οργής της.
Μιας οργής σπάνιας και ασυγχώρητης. Τελευταία φορά την είδε στη μέση ενός σκοτεινού μπαρ.
Τα πόδια της κολλημένα στα γυαλιστερά πλακάκια και στο χώρο ανάμεσα τους η ηλεκτρική καρέκλα
που έφτυσε με τις κατάρες της. Μια ηλεκτρική καρέκλα φτιαγμένη για το τομάρι του.
Για το τέλος του.
Από τότε περιφέρεται κυνηγημένος αίλουρος.
Από τους στίχους του Μαργαρίτη και τα βρωμερά καμπαρέ
μέχρι τους σκοτεινούς ήχους των Βοy Harsher στα εφηβικά υπόγεια.
Δεν περιμένει. Βιάζεται και τρέχει.
Πόνος
Ελιξίριο
Πόνος
Ελιξίριο
Πόνος
Ελιξίριο
Τον είδα να τσαμπουκαλεύεται με μια παρέα νεαρών πανκ αλητών και να τους σαπίζει στο ξύλο.
Τον είδα στο τμήμα μετά τη σύλληψη του για τη δολοφονία ενός φτηνιάρη γκόμενου κοκάκια.
Σε παραδίπλα δωμάτιο μια μητέρα θρηνούσε και χτυπιόνταν με μανία.
Στην καρδιά πίσσα, στο μυαλό αλυσίδες και σκουριές, αλλά όταν οι εικόνες αποκτούν επιτέλους μια εγκεφαλική συμμετρία, αυτές τις σπάνιες στιγμές μπορεί κάποιος να διακρίνει εάν παρατηρήσει καλά ένα απαλό γαλήνιο φως στο βλέμμα του.
Ω διάολε, τέσσερα σπασμένα πλευρά και δυο μύτες θρύψαλα, εγκεφαλικά κατάγματα και ένα στήθος κεντημένο με δέκα μαχαιρώματα.
Ω διάολε, όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της οργής της.
Jusqu’ ici tout va bien (Φοξ)
αν τυφλωθώ
δε θα μπορώ
να βρω
το σπίτι μου
όμως χρειάζομαι
μόνο ένα μάτι
για να σε δω
και κανένα για να
σε αγαπήσω
λες πως
δεν το ‘χεις σκεφτεί
και φεύγεις
κι εγώ
αν έχανα
τα πόδια μου
θα πετούσα σαν χαρταετός
ξωπίσω από
την πλάτη σου
γιατί χρειάζομαι
μόνο την πλάτη σου
για να ακουμπώ
κι ένα μαχαίρι για να
την ξεσκίζω
το αλάτι λιώνει στο νερό τα αμάξια στρίβουν στη γωνία
ο ήλιος πέφτει οι σφαίρες κινούνται σε μια τέλεια ευθεία
κι όλα θα πάνε καλά όλα θα πάνε καλά όλα θα πάνε καλά γιατί
αν τυφλωθώ
δε θα μπορώ να δω
ότι εσύ
σχεδόν ποτέ
δε με κοιτάζεις.
Ιστορία για ένα έντομο κι ένα πτηνό (Ιώ. Τ.)
Το καλοκαίρι νιώθω σαν κατσαρίδα
που οσφραίνεται με δυσκολία,
για να βρει το φαγητό της, να τραφεί και να ζήσει
και δε ξέρω καν
αν η κατσαρίδα έχει όσφρηση
μόνο την βλέπω ν’ ακολουθεί για ώρα αυτήν τη γραμμή
που για την ίδια, μπορεί και να μην υπάρχει καν, κι εγώ να είμαι εκείνη που της την όρισα
επειδή εκεί
για ‘μένα -με την ανθρώπινη όσφρησή μου- μυρίζει κάτι σαν σάπια ντομάτα.
Ωστόσο, η δική μου γραμμή
που αυτή σίγουρα δεν υπάρχει
και ακόμα πιο σίγουρα την όρισα -από- μόνη μου,
μυρίζει νύχτα σε ημιαστικό τοπίο, με λίγα δέντρα και ίσως υγρασία.
Εκεί είναι που τώρα εγώ, οσφραίνομαι με την ίδια δυσκολία
για να βρω το φαγητό μου, να τραφώ και να ζήσω
-όμως με την ανθρώπινη όσφρησή μου.
Τώρα της μοιάζω
κι εσύ με φοβάσαι
όμως να ξέρεις
υπάρχουν μεγαλύτερα πλάσματα,
πιο άσχημα και πιο επικίνδυνα από ‘μενα κι εκείνη που
μόλις
έγινε το φαγητό ενός πτηνού, μπρος στα μάτια μου
κι αυτό είναι ένας σπαραγμός μες στον σπαραγμό
ακριβώς σαν τον δικό μας.
Τα πτηνά
είστε πιο μεγάλα, πιο άσχημα και πιο επικίνδυνα από κάθε έντομο σαν εκείνη
κι εμένα
που νόμισα πως επειδή με φοβάσαι
θα σε φάω ολόκληρο
και να που τελικά, πιάστηκα στην παγίδα μου,
κι έγινα εγώ το φαγητό σου
κι ούτε καν για να χορτάσεις- σιγά το γεύμα!
για λίγες ώρες μόνο
για το ποιος υπερισχύει στα παιχνίδια της φύσης
και για το τι τελικά, ορίζεται.
Μα
το αστείο είναι
που ενώ με κατάπιες
με φοβάσαι ακόμα.
Κι αλήθεια αναρρωτιέμαι
αν θα κάτσεις ν’ αναλύσεις αυτήν την ιστορία, γι’ αυτό το έντομο κι αυτό το πτηνό
Ή αν όλα όσα γράφτηκαν από πριν,
ματαιώνονται κι αυτά
τώρα που δεν θα ξαναγράψω για σένα
Ορίστε το μνήμα μου (Πυθαγόρας Κ.)
Βρίσκομαι ανάπηρος και μικροσκοπικός
πάνω σε μια γιγάντια καρέκλα
τριγύρω όλες οι γυναίκες φαντάζονται το μνήμα
μου πένθιμο μα καρποφόρο
ταυτόχρονα
ένας φονιάς με τα δόντια του
συζητά για το μέλλον
με κοιτά και με σκιτσάρει
πότε με χρώμα γκρί
πότε μ ‘απαισιόδοξο
ταιράξαν φαίνεται του νού του καλλιτέχνη
τα βεγγαλικά τα ξώγαμα τα μπάσταρδα
με τις ζάρες και τις ζαριές
σαν οιωνοί της εξολόθρευσης
κοιτούν για χάρη μου
τον ένστολο σαχλό
ορίστε το μνήμα μου
μια ξανθιά ανταύγεια της Σαχάρας
ένα σαχλοπήδημα του Πάνα
μία ασήμαντη πομπή
ο αγγελιαφόρος κλαίει
ανακοινώθηκαν τα βαφτίσια μου
κανείς δεν ήθελε να ονομαστώ
τώρα ορίστε
χρυσά πιρούνια χρυσό πιάτο
κι ένα έλατο στη γωνία
προσπαθεί να γίνει εμπόδιο
στον αγώνα της ανεξαρτησίας μου
Πλευριτωμένος (Αλεξάνδρα Επίθετη)
στοιχηματίζω στο τσούρμο
που έχει μαζευτεί
στην πιλωτή της πολυκατοικίας.
στοιχηματίζω στον πιο δυνατό
τον πιο καυλιάρη
τον πιο φωνακλά:
σπάστους ρε παλικάρι,
γάμα τους τη μάνα.
κι οι άλλοι συνεχίζουν
να σπρώχνονται και να ουρλιάζουν
σα κτήνη σε κλουβιά.
όποιος προλάβει σήμερα
να σπάσει την πόρτα
του διαμερίσματος,
θα είμαι για πάντα δικός του.
για μια παντοτινή θέση
στην καρδιά μου ρε καριόληδες
τους φωνάζω από τον 6ο,
και αυτοί
τρελαίνονται ακόμη περισσότερο.
κι εγώ
χαίρομαι να τους βλέπω
έτσι τρελαμένους
και καυλωμένους
που είναι έτοιμοι να δαγκώσουν
την καρωτίδα του διπλανού τους
και να λουστούν στα αίματα.
και έτσι όπως φτιάχνομαι
και τους πετάω 20ευρα για τα στοιχήματα
με πιάνει η καρδιά μου ξανά
με πιάνει ένας κόμπος
και το άσθμα μου
κι ιδρώνω από τα μαλλιά
μέχρι τα νύχια.
κλείνω τα παντζούρια
και συνεχίζω να κρυφακούω
τον όχλο μου, τον όχλο
που έρχεται για μένα.
για μια περιζήτητη θέση
στην πιο νεκρή καρδιά της πόλης.
σωριάζομαι ξανά
στο κρεβάτι,
έχει 35 βαθμούς αλλά εγώ
σκεπάζομαι μέχρι τ’ αυτιά.
το σεντόνι είναι άκαμπτο σχεδόν
από τον χρόνο,
έχει στεγνώσει πάνω του
το αίμα
και το πύον
από τα εγκαύματα.
έχω περάσει τόσους μήνες εδώ
στην ίδια στάση
και στα παϊδια απ’ τα δεξιά,
την μασχάλη
και τον αστράγαλο
μου έχει φύγει η πέτσα.
τελειώσαν αυτά τώρα,
μην κλαις,
σήμερα κάποιος έρχεται
για να με πάρει.
στην τηλεόραση
παίζει η διαφήμιση:
διεκδικείστε μια premium class θέση
στην πιο σάπια καρδιά
που υπήρξε.
ξέχασα για λίγο
το τσούρμο
τους τρελούς,
που ήρθαν να με πάρουν,
να με κάνουν επιτέλους
δικό τους.
δεν τους ακούω τώρα.
σιωπή.
δεν ακούω άχνα,
μόνο το γουργουρητό
της τηλεόρασης.
για λίγο, φοβάμαι
πως με ξαναφήσανε μόνο
πως κάπως θα ξαναπρέπει
να βάζω στοιχήματα
να διαφημίζω την καρδιά μου,
να ξεπουλήσω κάθε ίχνος αξιοπρέπειας.
συνεχίζω να περιμένω στοϊκά
σε περιμένω,
στην ίδια στάση
στην ίδια θέση
αγκυλωμένος
σε περιμένω
να έρθεις να με βρεις.
κι από το πουθενά ακούω
την πόρτα μου να τρίζει
και 2 χέρια να χτυπάνε
κι έπειτα τα χέρια γίνονται 4
και γίνονται 6, και 8
και είναι πολλά περισσότερα
απ’ όσα μπορώ να μετρήσω.
ακούω την πόρτα
που ξεκολλάει από τους μεντεσέδες,
πέφτει κάτω στον διάδρομο
κι ακούω ποδοπατήματα,
αλλά τα βήματα είναι συγκροτημένα
και επιφυλακτικά.
κρυφοκοιτάω κάτω από το σεντόνι
και βλέπω τον όχλο
να στέκεται στην πόρτα του δωματίου,
σε μια περίεργη σιωπή
με τα παραξενεμένα βλεμματά τους,
όλα καρφωμένα πάνω μου.
τραβάω το σεντόνι ίσα με τα μάτια.
δεν είμαι αυτό που νομίζατε;
τι κάνετε εκεί καρφωμένοι, μπείτε μέσα,
μπορεί κάποιος επιτέλους να γίνει
δικός μου;
τα ψελλίζω όλα αυτά
με έναν λυγμό
που προσπαθώ να κρατήσω στο λαιμό μου.
αυτοί απλά κοιτιούνται μεταξύ τους.
οι 2 πιο γραμμωμένοι
μαντραχαλάδες
μπαίνουν μέσα και οι
υπόλοιποι σκορπάνε σα κατσαρίδες
μέσα στο σπίτι.
ο ένας πιάνει τα πόδια,
ο άλλος τα χέρια μου.
οχι, μη εκεί.
εκεί πονάει.
παντού πονάει, χάιδεψε με τουλάχιστον
ψιθυρίζω.
κοιτάζουν κι οι δύο το πάτωμα.
βλέπω τους άλλους
στον διάδρομο
να παίρνουν ότι βρίσκουν μπροστά τους
και να το βγάζουν έξω.
οι 2 γραμμωμένοι με σηκώνουν μαζί με το στρώμα
και αλλοι 4 παίρνουν τον σκελετό
του κρεβατιού.
με ακουμπάνε
άφωνο
μαζί με το στρώμα,
το μοναδικό αντικείμενο
που απέμεινε στο σπίτι μου.
κάποιος έξω
σφύριζει
και τα χέρια τους στο σώμα μου
χαλαρώνουν και κάνουν να φύγουν.
μπορείς να κάτσεις αν θέλεις
λέω στον έναν
και με κοιτάει βαθιά στα μάτια
με μια θλίψη,
σχεδόν σιχαμάρα.
μπορείς να κάτσεις;
είναι ερώτηση, απλά ρωτάω ξέρεις
αν θέλεις θα μπορούσες δηλαδή,
πάλεψες για ‘μενα
ήσουν κάτω, σε είδα που πάλευες με τους τρελούς
για ‘μένα.
κι γυρνάει και μου δίνει
ένα φιλί στο στόμα και λέει:
πίστεψες πως
ήμασταν εδώ για εσένα;
και ο λυγμός που ακόμη
δεν κατάπια
ανεβαίνει
και το στόμα μου
που ανοίγει
χωρίς να βγαίνει άχνα.
και το αρχίδι μου χαμογελάει
με μια λύπηση,
σχεδόν σα να ζητάει συγγνώμη
και φεύγει.
κι από τότε τον περιμένω
στην ίδια θέση,
στην ίδια στάση
να μπει από την σπασμένη πόρτα.
να μου χαμογελάσει με λύπηση,
και να διεκδίσει το τρόπαιο του.
μολίς τον δω
θα του πω επιτέλους
πόσο χαίρομαι που βρήκα κι εγώ,
επιτέλους,
τον ανθρωπό μου,
που τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή
και πως κέρδισε
με την αξία του
για πάντα
την πρώτη θέση
στην ασθενική
καρδιά μου.
Ενδοσκόπηση (Κρέμας)
Αποτέλεσμα ανίας.
Νιαουρίζω άρα υπάρχω.
Παίζω πιάνο με τα πλευρά μου.
Όχι, δεν είμαι γκραν γκινιόλ
απλά είμαι αδύνατος.
Και στερούμαι γνώσεις οργανοπαιξίας.
Δημιουργώ-ή φτιάχνω- ένα edit
εξωπραγματικό και απόκοσμο.
Είναι αποτέλεσμα ανίας.
Ανία. Ένα γλυκόπικρο σύνδρομο.
Νιαουρίζω από ανία, σαν περσόνα
ας έχω τη γάτα.
Η αποστέωση, και αυτή
αποτέλεσμα ανίας.
Ακόμα και το διάβασμα καθίσταται
αποτέλεσμα ανίας κ’ όχι έξοδος.
Ταυτότητα.
Μαύρο τζιν σωλήνα, ελαφρώς φθαρμένο
από την χρήση,
με σκισμένες τσέπες απ’ την κρίση.
Μαύρα ολ σταρ, είμαι χούλιγκαν,
είμαι γάτα, είμαι κρέμα.
Τα τελευταία 100 βόδια είναι αυτά στο κεφάλι μας (Σίλουαν Κ.)
Πως θα γλυτώσω απ’αυτήν την αυτοκτονία
πως θα διώξω το φθινόπωρο απ’τα μαλλιά του νεκρού;
Ποτέ θα σταματήσει ο ανεμιστήρας οροφής να γεννάει οράματα,
ποτέ θα σκοτώσω τον τσαρλατάνο που με παρακολουθεί;
Κάποτε με ποδοποτησαν άλογα σε ‘κεινο το χωράφι:
είναι το 1920 και ο επαναστατημένος θάνατος
ιππεύει
ιππεύει
ιππεύει και ο ήλιος καίγεται απ’το ήλιο
και ‘γω αναφωνώ
μαύρη τρυφερότητα!
Πως θα ξεφύγω από αυτήν την αυτοκτονία λοιπόν,
που θα κρύψω τον νεκρό απ’την βροχή;
Η ποίηση μου ήταν διαβασμένη
απ’τις χήρες και απ’τα ορφανά
ήρθε μέσα σ’ενα φέρετρο που βούλιαξε στην λίμνη: και ήταν αστροφεγγιά,
και ήταν μεσημέρι
και ήταν η Γη της Επαγγελίας ποτισμένη στο αίμα:
και ήταν τα ματιά της νύχτας πάνω στα δικά μου ματιά.
Πως θα ξεφύγω απ’το βροχερό παρόν, λοιπόν, ρωτάω,
εγώ που κρύφτηκα σαν δειλός στην μήτρα της ανάμνησης:
κίτρινο δέντρο – απογευματινό αεράκι – η αδερφή μου κοιμάται στο γρασίδι – Νοέμβριος – η μητέρα μου περπατάει στην αμμουδιά μιας παραλίας-
έρχεται η σύγκρουση, αγάπες μου
ο διαχωρισμός εκατοντάδων χιλιάδων
οι ικεσίες
η κοιλάδα που χάθηκε στα μνήματα
πατροκτόνοι
μαύροι
εξαντλημένοι!
Λοιπόν, είναι θάρρος ή είναι λιγοψυχία, όταν πρέπει να ουρλιάζω σαν τρελός.
έτοιμος να χάσω το κεφάλι μου
απ΄τους δήμιους που φιλοξενώ στο σπίτι μου,
οταν πρέπει να γλυτώσω απ’αυτην την αυτοκτονία
που γράφει αυτές τις λέξεις,
είναι ο αποχαιρετισμός στην αποβάθρα και το τρένο για τα δυτικά
που αναχωρεί γεμάτο τρόμο;
ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΤΕ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΜΑΣ – ΔΩΣΤΕ ΦΙΛΙΑ ΣΤΑ ΜΕΤΩΠΑ ΤΟΥΣ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΜΑΣ ΔΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕ
σαλοου μι (Άννα Ντακ)
Αν μ’αφήσεις, θα καταπιώ
μία μία τις νύχτες που σ’αφησα
στην εξώπορτα-πώς γίνεται πάντα
έτσι απλά
να σ’αφήνω να φύγεις;
Ή που θα πάω σπίτι να γράψω
καυλωμένες ρίμες
ή θα μ’αφήσεις
Υπόσχομαι πως μετά από τόσες
υγρές έρη(ι)μες, ρηχότητες
….. …………………
[συμπλήρωσε ώστε να είναι
ομοιοκατάληκτο με το «αφήσεις»‘]
Άτιτλο (Γωγώ Λιανού)
Είναι πρόκληση η ταράτσα χωρίς κάγκελα.
Είναι πρόκληση οι μνήμες σε κάθε γωνιά
κι αυτή η μια που κουβαλώ πάντα μαζί μου.
Είναι πρόκληση τα ποτήρια με τ’ αλκοόλ
και σε σκορπάς μέσα σ’ αυτά
και γύρω-γύρω σ’ όλους.
Να ξεδιψάσουν.
Και να τραβιέσαι εδώ κι εκεί
σα να είσαι από λάστιχο φτιαγμένος.
Είναι πρόκληση να τεντώνεις.
Να δεις πόσο αντέχεις για να σπάσεις.
Είναι πρόκληση το τραίνο που δεν πήρα.
Κι οι εικόνες στο δρόμο, πρόκληση κι αυτές.
Και όλα προκλήσεις και παντού
και πάνω-κάτω, πάνω-κάτω,
νυχτερινά δρομολόγια
με τις φωνές παρέα
χωρίς άνθρωπο γύρω να σου βάλει όριο
και εσύ να ευχαριστείς.
Όχι τον Θεό.
Μα εκείνον που δεν ήρθε.
Γιατί ήταν πρόκληση να θέλει
κι εσύ ν’ αρνείσαι το κενό που σου προσφέρει.
Είναι πρόκληση οι φίλοι που αλλάζουν,
που αλλάζεις μαζί τους κι εσύ
κι αυτοί που σου είπαν ‘’έτσι μείνε’’.
Είναι πρόκληση να μη βγάλεις όπλο στ’ αφεντικό,
να σκύψεις να γλύψεις ξανά και ξανά
-και θα πω-
ξανά και ξανά
να σκύψεις να γλύψεις, είναι πρόκληση.
Να κάνεις υπομονή
κι απ’ την αρχή υπομονή,
τα χέρια σου γερνάνε και το σκοινί χαλάρωσε.
Και οι νύχτες ούρλιαζαν
σα πεινασμένες σκύλες στ’ αφτιά σου,
που τα έκοψες με το μαχαίρι και τους τα πέταξες,
να φάνε, να χορτάσουν.
Είναι πρόκληση ποτέ σου να μη φτάνεις
ενώ πηγαίνεις τρέχοντας
μα ξέχασες πια που κατεβαίνεις.
Πρόκληση είναι οι σκιές
που σου ζητάνε να χορέψεις
και είναι όμορφες και περιποιημένες
κι εσύ φοβάσαι γιατί σου μοιάζουν
και γυρίζεις την πλάτη και σε ξεσκίζουν.
Είναι πρόκληση, που ‘χεις χέρια και δε με κράτησες
μη πέσω κι άλλο, να μην αλλάξω.
Που ‘χεις χέρια και δεν με ταρακούνησες δυνατά
κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο
μήπως ξυπνήσω, γιατί όνειρο είναι κι εφιάλτης.
Είναι πρόκληση να πεις ‘’αντέχω’’,
ενώ σε χτυπάνε από παντού
με τουφέκια και πέτρες και ότι άλλο έχουν
και δε φροντίζουν τις πληγές και προχωράει η μόλυνση,
μέσα ως μέσα και σαπίζεις
και τα σκουλήκια σου θα τρώνε καλά και μεγαλώνουν,
γίνονται ίσα με ‘σένα κι έχεις τώρα κι άλλη παρέα.
Κι η ώρα περνάει κι ο χρόνος κυλάει,
κρίμα για ‘σένα που ‘σαι μόνος.
Κρίμα για ‘μένα που στην ταράτσα ζω.
Σαν τώρα ποτέ δεν φοβήθηκα.
Κι είναι πρόκληση στις μέρες μας να ζεις ευτυχισμένος.
Σε καιρούς πολέμου (Φοξ)
Η θάλασσα είναι πλέον
νερό και πολλή άμμος
το φεγγάρι δανεικό φως
τα σπίτια ένα μέρος να κρυφτείς
απ’ τη θλίψη των άλλων
κι ένα μέρος να κρύψεις
τη δική σου θλίψη
τα φιλιά και τα τσιγάρα
απλά μια κακή συνήθεια.
Ήμασταν συνεργοί κι αντίπαλοι
και καταδότες και προστάτες
περήφανοι, βρωμεροί αντιήρωες
ενίοτε λιποτάκτες
μα πάντοτε αδίστακτοι
πατήσαμε επί πτωμάτων
και σβήσαμε τα χνάρια μας.
Λένε πως κανείς δε ζει
με τόσο πόνο στην καρδιά
κι όμως, είμαστε οι μόνοι επιζώντες
κι οι νύχτες είναι πλέον
σκοτάδι και ησυχία.
Τώρα, πιο τυχεροί είναι οι νεκροί
όπως και πάντα, σε καιρούς πολέμου
μιας και κανείς δε θα ‘θελε να δει
ανθρώπους σκυφτούς
που γίναν μοναχά
δυο σώματα γυμνά και
φριχτά ηττημένα.
Seras Victoria (Morley)
Και πάλι χάνεται σαν αφηνιασμένη Πηνελόπη κυνηγημένη από σχιζοειδής Οδυσσέες
μετά το φονικό των μνηστήρων.
Σπασμένη γνάθος χαμογελαστή και δύο παλάμες ακουμπάνε τα λευκά γόνατα.
Σέρας Βικτορία ώρα σου καλή και όμορφη.
Στα νησιά τα ζωντανά των Λαιστρυγόνων βουλιάζουν τα μίζερα καράβια.
Σέρας Βικτορία ώρα σου καλή και όμορφη.
Δέκα δολάρια το τελευταίο μεθύσι, πριν βρεθεί ο νεαρός χλωμός στα χώματα με δύο σφαίρες καρφωμένες στην πλάτη από μπάτσου διαβολική καραμπίνα.
Δέκα ευρώ το τελευταίο του μεθύσι, πριν γεμίσει ο χλωμιάρης, χτικιάρης τενεκές με σκατά και σάλια
την πλατεία Συντάγματος και τα σώβρακα του.
Δέκα φράγκα το τελευταίο του μεθύσι, κρεβάτι τενεκές, σκατένιο σκουπίδι και κάβουρες σπάνε τα ποδοδάχτυλα με τις βρεγμένες τους δαγκάνες έτσι για το ποιητικό μούδιασμα.
“Παλιοσαβούρες επιστρέψαμε στην Κόλαση με το κουτάλι του Παραδείσου χωμένο βαθιά στο λαρύγγι.”
Άλλοι βεβαίως επαγγελματικότεροι από μένα μπορούν να το πουν ξεμούδιασμα.
Και γω θα τους πω: “Παλιολινάτσες δυστυχώς δεν τα κατάφερα και είπα πάλι να κατέβω εδώ μαζί σας.”
Όλο αυτό το ποίημα είναι μια πρόποση.
Μια πρόποση: “Σε μένα και στα βρωμερά μου παντελόνια.”
Αλλά να μη φεύγω από το θέμα.
Σέρας Βικτορία ώρα σου καλή και όμορφη.
Είσαι τόσο περίεργη σαν την ταυτόχρονη εισβολή Ναζί και Καθολικών σταυροφόρων στο Λονδίνο.
Αν μπορούσε να γίνει ποτέ κάτι τόσο περίεργο… κάτι τόσο περίεργο είσαι και εσύ.
Σέρας Βικτορία είσαι τόσο περίεργο κορίτσι όσο ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος στο μυαλό μου
και στα ιαπωνικά μάτια.
Σέρας Βικτορία ώρα σου καλή και όμορφη.
Και για να μη φεύγω πάλι από το ποιητικό λογισμό του επαγγελματικού φιλολογισμού.
Σου γράφω αυτό:“Αναιμικός, το αδύναμο κορμί του δεν είχε διάθεση για οτιδήποτε και ας φανταζόταν αυτός τον Ήλιο και τα χρώματα του Ουρανού. Κατέληξε ξαπλωμένος σε ένα χλωμό πάρκο να περιμένει το ξέσπασμα της χαρούμενης οργής.”
Προφανώς και το τελευταίο του μεθύσι κόστισε δέκα ευρώ πάνω κάτω θα πω εγώ.
Ο ήχος των βημάτων σ’ ένα άδειο μετρό (Σίλουαν Κ.)
Περπατούσαμε για ώρες.
Την 3η μέρα ο Τζον χρησιμοποίησε μια κοινότυπη φράση. Είπε:
μας καταπίνει το σκοτάδι.
*
Του αφηγήθηκα δυο ή τρία όνειρα:
Είχε μεσημεριάσει στον ναό. Βγήκαμε κρατώντας τριαντάφυλλα και χρυσές αλυσίδες.
Το παιδί με τις εφημερίδες έπεσε απ’ το ποδήλατο. Του κλέψαμε δυο φύλλα και φύγαμε τρέχοντας: ήταν κάτασπρα.
Η Αθήνα είχε υποταχθεί σε ενδότερα σχήματα: Τρίγωνο της μεταφυσικής Τετράγωνο της πλήξης Κύκλος της απελπισίας.
Ήμασταν σ’ έναν λόφο. Ένας ιπτάμενος δίσκος μας παρακολουθούσε, χωρίς να θέλει να μας κάνει κακό. Ήθελε απλώς να μας κοιτάξει. Μας φάνηκε μοχθηρό και αρχίσαμε να του πετάμε πέτρες.
*
Ωστόσο περπατούσαμε για ώρες.
Την 3η μέρα ο Τζον χρησιμοποίησε μια κοινότυπη φράση. Είπε:
μας καταπίνει το σκοτάδι.
*
Το τελευταίο βαγόνι που πέρασε ήταν γεμάτο φαντάσματα.
Εμείς είδαμε μονάχα τους επιβάτες που μιλούσαν ακατάπαυστα. Ο Τζον είπε: ποιος ξέρει τι θα γίνει αν σωπάσουν. Εκείνοι συνέχισαν να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους.
Εγώ είπα: στοιχειωμένοι.
*
Μιλήσαμε μ’ έναν εργάτη. Η δουλειά στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν σκατά, όμως πλήρωνε καλά. Έπιασε λίγο χώμα απ’ το έδαφος και μας άλειψε τα πρόσωπα.
*
Στην απέναντι πλευρά εμφανίστηκε ένας γνωστός ποιητής. ‘Η το ολόγραμμα του.
Μας φώναξε πως το ηλεκτρικό ρεύμα είναι μια ψευδαίσθηση: τα εγκαύματα είναι υποσχέσεις. Μέτα εξαφανίστηκε.
*
Παρ’ όλα αυτά περπατούσαμε για ώρες.
Την 3η μέρα ο Τζον χρησιμοποίησε μια κοινότυπη φράση. Είπε:
μας καταπίνει το σκοτάδι
*
Συναντήσαμε έναν έφηβο. Έτρεχε χαρούμενος να βρει τους φίλους του. Ο Παναθηναϊκός είχε πάρει το πρωτάθλημα, κάτι σήμαινε αυτό, έτσι δεν είναι; Σκέφτηκα να του πω τίποτα, αλλά σώπασα.
Ο Τζον είχε ξεραθεί στα γέλια.
*
Είχαμε καιρό να συζητήσουμε για το βιβλίο των αντιφάσεων. Μιλήσαμε για συμφιλίωση. Μιλήσαμε για φιλοδοξία και υπέρβαση.
Είπαμε: ηλιθιότητα.
Το πέρασμα ή θα το φτιάχναμε ή θα το διασχίζαμε.
*
Μια γυναίκα είχε καθίσει στο έδαφος και έπαιζε με τα δάχτυλα της:
ψαράκια, κουτάλια, αναπτήρες.
Καθίσαμε δίπλα της και αρχίσαμε να την αντιγράφουμε. Το βλέμμα της μας προσπέρασε.
Ήμασταν αόρατοι, σαν πεθαμένοι.
Ξαπλώσαμε στα πόδια της.
*
Και συνεχίσαμε να περπατάμε.
Την 3η μέρα ο Τζον χρησιμοποίησε μια κοινότυπη φράση.
Έπειτα σχεδίασε στον τοίχο έναν σαλτιμπάγκο,έπειτα μια γυάλινη σφαίρα και έπειτα μια πυραμίδα.
Του είπα να κόψει τις αηδίες, αν δε μπορούσε να μιλήσει ξεκάθαρα, καλά θα έκανε να το βουλώσει.
Σχεδίασε μια σκάλα.
Να Εξαπολύσουμε Καμήλες Ενάντια Στους Εχθρούς Μας (Φώντας Φ.)
Τι θα γίνει σε 48 δευτερόλεπτα; Μα φυσικά θα περάσεις
απέναντι το δρόμο.
Βλακείες
Αν ήσουν μάγκας θα είχες ήδη σαπίσει στο ξύλο
Τον ηλίθιο, κακομαθημένο, μικροαστό που ξεφυσάει ανυπόμονος δίπλα σου γιατί έχει αργήσει να πάει στο διάολο και του φαίνεται τρομερή υπόθεση
να κυκλοφορεί στην ίδια πόλη μαζί σου.
-Κάποια μέρα θα τους δείξεις εσύ. Εντάξει ξέρω. Κι ο σύντροφος Μάο άλλωστε έλεγε,
πως αν δεν βρεις γκόμενα μπορείς να φτιάξεις ένα ρομπότ
για να ταξιδέψεις μαζί του όλο τον κόσμο-
Πώς γίνεται μια βιβλιοθήκη να βάζει φως μόνο απ’ το ¼ των παραθύρων της; Ε καλά, άλλωστε, σε ¼ του αιώνα από τώρα οι μισοί από εμάς, που δεν έχουν καλές συνήθειες, καλά γονίδια ή καλή τύχη δε θα υπάρχουν ή θα υπάρχουν σε μηχανική υποστήριξη. Γι’ αυτό ξοδεύω τα λεφτά μου σε βρωμοπλύματα που ονομάζονται “καφέδες’” αντί να τα κρατήσω και να μάθω μια ξένη γλώσσα, γι’ αυτό υποφέρω αφάνταστα κάθε φορά που μια ωραία κοπέλα δεν κάθεται να της τσιμπήσω τη μύτη.
Αν Ήμουν Θεός Για Μία Μέρα Θα Δημιουργούσα Ένα Παιχνίδι Που Θα Συνδύαζε Το Τάβλι Και Το Σκάκι Μαζί. Υποψήφιοι Επενδυτές Ας Επικοινωνήσουν Μαζί Μου Μετά Το Ποίημα.
Φυσικά το να φτιάξεις ένα ρομπότ και να το έχεις για γκόμενα ή γκόμενο –ακόμα καλύτερα μιας και τώρα τελευταία κυκλοφορούν μερικά πολύ χοτ αγοράκια εκεί έξω- έχει πολλά πλεονεκτήματα. Πρώτα απ’ όλα δεν έχεις ανάγκη κανέναν και μπαίνεις και στη μύτη [ΑΧ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΜΥΤΕΣ] όλων αυτών που έχουν προνομιακή θέση στην παγκόσμια αγορά του σεξ. Γιατί τσιρίζουν τόσο πολύ αυτοί οι διαμαντάνθρωποι μας την ιδέα μιας
ΓΑ-ΜΗ-ΣΟ-ΜΗ-ΧΑ-ΝΗΣ ΠΟΥ ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΝΟΧΛΕΙ;;;
Αλλά βέβαια για να είμαι ειλικρινής
μετά το σκέφτομαι καλύτερα το θέμα
ο έρωτας είναι ένα τίποτα, να χώνει κάποιος τα χέρια του στα μάτια σου και να ψάχνει τα άντερα σου, χωρίς να σε ξέρει,
ένα εμπόρευμα για μαλάκες ψυχοπαθείς.
η συμπάθεια όμως
αξίζει όσο αυτό το χρησιμοποιημένο κωλόχαρτο
με το οποίο θα σκουπίσουμε τους νεκρούς εργάτες των διαστημικών προγραμμάτων του ΝΑΤΟ και της Σοβιετικής Ένωσης.
όχι άλλα λεφτά για δορυφόρους
όχι άλλα λεφτά για αποικίες στο διάστημα
όχι άλλα λεφτά για σεξ ρομποτς
αφού έτσι κι αλλιώς δε θα κερδίσουμε ποτέ τον πόλεμο ενάντια στις ωραίες μύτες
όταν οι εχθροί μας πλησιάσουν
θα τους κόψουμε κομματάκια και θα τους ταΐσουμε στις καμήλες μας.
Βροχή Σε Ειρήνη (Άλεξ Κοάν)
Περίεργο είναι
πως η κάθε γλώσσα σου
θυμίζει τον πιο σπουδαίο
και πιο αιώνιο τρομπετίστα,
τον σπάνιο εκείνο μουσικό
που παίζει μονάχα χάραμα, πρωί
και ποτέ δεν έχει μάθει θεωρία και νότες.
Το ξημέρωμα κείνης της άχρονης στιγμής,
γαλάζιο φως από τα μάτια μου
που φτάνει στο παντζούρι.
Μια άτονη κραυγή,
ένα βλέμμα από χαλάζι,
χαμογελάς στο διάδρομο αμυδρά,
τα δόντια σου φράουλες σ’ άγονη γη,
σε ξερή εξοχή και άμμο,
έρημο πλημμυρισμένη σε μαύρη πληγή Αράβων,
κόκκινη σαν κρασί φτιαγμένο σ’ ένα κάστρο,
με ήλιο και βλέφαρα χωμάτινα,
και μια θνητή κι αδύναμη ψυχή
κάποιου σχεδόν αγγέλου ψηλά, πάνω.
Η θάλασσα
στα πόδια σου
σε γλείφει
γυμνή
μ’ αλάτι
κι όστρακα
που λαμπυρίζουν
και κάτι κοχύλια μικρά
που φέγγουν
μόνα
σα φωτιά
σα στάχτη
σε φυτά, ελιές και κέδρους.
Δεν ακούς;
Είναι ένα κλάμα ευτυχίας,
μια γαλήνη απόγνωσης,
μια φλόγα στο βωμό
του παγανιστικού κι αδιάφορου θεού
που από πάντα σπινθηρίζει.
Γελάει.
Εκείνος ο θεός κι εσύ μαζί του.
Σπουργίτι που χτίζει τη φωλιά του,
νόστιμο αυτάκι και γλυκό,
τα χρυσαφένια σπίτια,
νερό, νερό να πιω, να κλείσω
τούτη τη γκρίζα καγκελόπορτα,
να σπάσω όλα τα σίδερα που τη στηρίζουν,
να πνίξω τον κάθε δείκτη ρολογιού,
για να περάσεις μέσα.
Στους στάβλους του Αυγεία
θα μπω να καθαρίσω
να μη σου μυρίσει η κοπριά,
ν’ ακουμπήσεις πάνω στ’ άλογα
τα κεραμιδένια δάχτυλα σου –
μα να προσέχεις μη σου σπάσουνε,
ακούς;
Μες σ’ έναν άτακτο ρυθμό,
μια προσευχής της πείνας,
μια σπιθαμή στο διάστημα,
σπιθαμή ξανθή σαν τα μαλλιά σου,
στάσου μέχρι να βγει
η πρώτη ακτίδα ηλίου,
από τον λόφο πίσω
κι ας μη μιλήσω ποτέ ξανά
στην κοφτερή σου ανάσα.
Δεν πειράζει.
Μαθαίνουμε κι οι δυο.
Κι ας είναι όλα τόσο απλά,
και τόσο χάρτινα σα φίδια,
σαν άγαρμπα και φτερωτά πουλιά
που ακόμα δεν ξέρουν να πετάξουν.
Κι ας είναι.
Μα κι όμως,
περίεργο είναι,
πως κάθε λάμψη μέσα σου
φτάνει τόσο πολύ να με φωτίζει.
Τα καλοκαίρια μας (Διονύσης Αντωνάτος)
Τα καλοκαίρια μας μυρίζουν γυναικείο ιδρώτα και αποτσίγαρα
Έχουν τη γεύση της αλμύρας του κορμιού σου και το άγγιγμα του βυθού
Στριμώχνονται σε βαγόνια και κοιμούνται σε καταστρώματα
Σε ταξιδεύουν με μικρά τετράγωνα χαρτιά
Και σε τσακίζουν στα βράχια
Άμμος και πέτρα
Ήλιος και τσιμέντο
Φως κι αέρας
Η πόλη αποχαιρετά τα μπάσταρδα παιδιά της με ψεύτικα δάκρυα
Βουλιάζει στα κλιματιστικά και τους ανεμιστήρες όσων ξεμένουν δίχως καβάντζα
Μα δε λυπάται για αυτά
Άλλωστε η μάνα πάντα κερδίζει στο τέλος
Όσοι φεύγουν όμως…
Περιπλανιόνται σε όνειρα θερινής νυκτός που φαντάζουν πιο ρεαλιστικά από ποτέ
Κυνηγάνε το τώρα μπας και κερδίσουν κάτι για πάντα
Αρχίζουν να κοιτάν ηλιοβασιλέματα κι ανατολές λες και δεν τα χουν ξαναδεί
Τρέχουν πίνουν καπνίζουν και χορεύουν
Ερωτεύονται τις στιγμές γυμνοί
Μέχρι να χτυπήσει το καμπανάκι
Μετά…
Τι μετά;
Αφού στο πα ρε συ, η μάνα πάντα κερδίζει στο τέλος
Άτιτλο (Γωγώ Λιανού)
Θα έρθουν να με πάρουν,δεν μπορεί!
Αφού μου το είπαν.
Αν όμως λείπω;
Αν έρθουν και δεν είμαι εδώ;
Και φαντάσου πως άλλαξα τα καλύμματα του καναπέ,
έβαλα λουλούδια στα βάζα,σκούπισα,
μέχρι και το πρόσωπό μου έπλυνα για να είναι όλα ωραία και καθαρά.
Το αποφάσισα!
Δεν θα πάω πουθενά.
Ούτε για ύπνο δεν θα πέσω.
Και φαντάσου πως έχει περάσει καιρός και ακόμη να φανούν.
Λες να μου είπανε ψέματα;
Λες να μην έρθουν;
Θα σου πω κάτι.
Θα κοιμηθώ για λίγο.
Χρόνια είμαι άυπνη και ακούω φωνές.
Και αν την πόρτα μου τελικά χτυπήσουν,πες πως λείπω.
Μην τους πεις ότι περίμενα.
Θα το πάρουν πάνω τους.
Μη με παρεξηγείς μωρέ.
Απλά κουράστηκα λιγάκι.
Κοίτα πως τελειώνουν οι προσδοκίες μιας ζωής!
Με έναν ύπνο χάνονται.
Κρεμοποίηση (Κρέμας)
Την κρέμα συλλογίζομαι χλωμή, κιτρινισμένη
με κανέλα ραντισμένη
ζαχαροπλαστικής.
Την σαντιγί κοιτάζω την χιλιοχτυπημένη.
Κρέμα αγαπημένη
της καφεδοκοπτικής.
Την Φιλαδέλφεια φαντάζομαι εντέχνως αλειμμένη
σε σάρκα ξαναμμένη
ηλιακής οργής.
Και μια κρεμούλα της νυχτός τα πάντα υπομένει
για μια διατηρημένη
κυρία περιωπής.
Κι ακόμη συλλογίζομαι μια αλλιώτικη κρέμα,
με υπεριστορική έννοια
και άχρονη διαδρομή.
Μια κρέμα της αργκό, βγαλμένη από το αίμα
που στης ζωής το ρέμα
εισάγει μια αλλαγή.
Σινεμάς ο Παράδεισος (Παράταιρος)
«Ένα αποχαιρετιστήριο πράγμα καθώς ανάσαινε,
κατέβαινε στο χωλ»
Τσαρλς Μπουκόβσκυ
Εγώ από την άλλη
Πέρασα την μέρα μου
κλεισμένος στον φωταγωγό
M’ένα σκοτάδι πυχτό τόσο
που ένιωσα το χρώμα που ‘χουνε οι κόρες μου
Ύστερα βγήκα περιχαρείς στους δρόμους
και το αχέρωχο βήμα μου
προέδιδε την βασιλική μου καταγωγή
Στο ξεπεσμένο μου βασίλειο
κατοικούνε μυριάδες καρέ φιλμ
πάντα της ίδιας γωνίας λήψης
Το υλικό τους εύφλεκτο
και για να κρατήσω ζωντανή την μνήμη
χίλιους αιώνες τώρα γυρνάω με τα χέρια μου την μηχανή
σε δημόσιες υπαίθριες προβολές
Μετά τους τίτλους τέλους
απλώνω την τραγιάσκα μου στους περαστικούς
Μα όταν ξεχνιέμαι πότε πότε
πάντα στο ίδιο καρέ
Τα βλέπω όλα αυτά που με κόπο γέννησαν οι θύμησες
να λαμπαδιάζονται
Κι αφού δεν υπάρχει τίποτα άλλο
να καεί σε μια άδεια πλατεία από πέτρα
το πυρομάνι εικόνων κυνηγάει να κάψει εμένα τον ίδιο
Κάθε καλοκαίρι όμως όταν ο ήλιος πέφτει
στην ψάθινη τρύπια καρέκλα μου
Συνειδητοποιώ ότι οι μόνες ειπλογές μου
κινούνται ανάμεσα σε στάχτες και ένα μυαλό Σίσυφο
20 τσιγάρα μετά
Δεν έχει καμία σημασία
Αφού ξέρω
«Η Αγάπη είναι ένας σκύλος απ ΄την κόλαση»
Αμερική (Άλεξ Κοάν)
1.
Λεωφόρος με τέσσερις λωρίδες
και στην άκρη δεξιά μια στάμπα σάλτσας μπάρμπεκιου
απ’ το απέναντι φαστ-φουντ.
Ένα δολάριο και δεκαοχτώ σεντς,
κομματάκια από μυαλό χυμένα εδώ κι εκεί στην άσφαλτο
και γύρω γύρω οι μπάτσοι,
κι ένα σταματημένο SUV με τον οδηγό δεμένο
να ξερνάει από αλκοόλ και αηδία·
εμετός φτιαγμένος από κόλα και ουίσκι
κι άνοστα νουντλς από βιετναμέζικο.
Λεωφορείο Greyhound στον Ι 90
με προορισμό την Τσαϊνατάουν της Νέας Υόρκης,
κι ένα φτηνό, συνοικιακό μπαράκι
για δυο σφηνάκια τζιν,
μια παγωμένη λάγκερ,
και δυο κλεφτές ματιές στην κοριτσοπαρέα
που γελάει δυνατά στο γωνιακό τραπέζι.
Ο μπάρμαν με κοιτά και με κερνά άλλο ένα,
κι έπειτα επιβάλλεται και τον κερναώ κι εγώ.
Στο σταθμό ένας μαύρος ζητιανεύει,
κι ένας άλλος τσακώνεται με έναν γκρίζο τοίχο.
Δυο δολάρια να σου πω την ιστορία μου:
Είμαι ο Μάλκολμ Χ, ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ,
η Ρόζα Πάρκερ, ο Χιούι Νιούτον,
ο γιός των σκλάβων, ο απόγονος των συλλεκτών καλαμποκιού,
αυτός που μάτωσε τα ούλα του και τις γροθιές του,
που έφαγε ξύλο από ένστολους λευκούς,
που του ρίξαν στην καρδιά με μολυβένια βόλια,
που τον έστειλαν να βομβαρδίσει ξένους κόσμους,
και που τον βάλαν φυλακή επειδή έκλεψε να φάει.
Είμαι αυτός που κρέμασαν πάνω σε μια βελανιδιά
κάποιοι που τα πρόσωπα τους κρύβονταν
μέσα σε κάτασπρες και μυτερές κουκούλες,
και που στις φυτείες της Λουιζιάνα και της Νότιας Καρολίνας
μάτωσε τα χέρια του στ’ άγρια αγκάθια
που βγαίναν μέσα απ’ τα μπαμπάκια,
και που στο Λος Άντζελες όρμηξε σα μανιακός
για να τους κάψει όλους,
κι είδε τ’ αδέρφια του να πέφτουνε στο δρόμο,
πληγωμένα από πυρά δαιμόνων δίχως φάτσες,
και που ύψωσε την γεμάτη αίματα μπουνιά του
στον κατάμαυρο ουρανό της νύχτας
για να διώξει τα φαντάσματα της μέρας,
και γύρω του οι καπνοί πνίγανε τους ουρανοξύστες
και τα ήσυχα, ξύλινα σπίτια των ανιαρών προαστίων.
Κι είμαι κι αυτός που παιζε το σαξόφωνο
στη Νέα Ορλεάνη και το Μπάτον Ρουζ,
κι ο κόσμος χειροκρόταγε και χόρευε σε τζaζι μελωδίες,
κι αυτός που δε σηκώθηκε απ’ τη θέση του στο λεωφορείο,
και που πλήρωσε για κάθε του έγκλημα με την ίδια του τη σάρκα
και τα κόκαλα,
αυτός που δεν πλήρωσε τις αμαρτίες του πατέρα του,
μα τις αμαρτίες του ιδιοκτήτη του,
αυτός που βρίσανε και περιγελάσαν,
και που έπρεπε να τρέχει σα θεριό της ζούγκλας
για να μην προλάβουν να τον ρίξουν κάτω,
που τρεφόταν για αιώνες με φασόλια και μπαγιάτικο ψωμί,
που στην πλάτη του είχε κόκκινες ουλές απ’ το μαστίγιο του αφέντη,
και που είδε με μάτια πρησμένα και ανήμπορα
– τα ίδια μάτια που κοίταξαν μέσα στην κάνη του ριβόλβερ –
να πουλάνε τις ίδιες του τις κόρες για μια χούφτα δολάρια
στα μπουρδέλα της Νεβάδα και της Αριζόνας,
να χτυπάνε με μένος τα αποστεωμένα τους μάγουλα
οι νταβάδες με τα καουμπόικα καπέλα
και τις μπότες από δέρμα αλιγάτορα και κροταλία.
Είμαι αυτός που του δώσαν ξιφολόγχη στον εμφύλιο,
μα δεν τον μάθανε να τραβάει σκανδάλη,
και που τον ονόμασαν κτήνος και άγριο
επειδή έσκισε τα κορμιά των στρατιωτών με τα ίδια του τα νύχια.
Είμαι αυτός που γεννήθηκε από τις στάχτες των νεκρών
κι απ’ την τέφρα του πολέμου και του μίσους,
αυτούς που αρνήθηκε να στραφεί κατά των αδερφών του,
μα στάθηκε πάντα όρθιος στο πλευρό τους,
κι αυτός που έσπειρε τη σοδειά του σε χωράφια που ανήκαν σε ληστές
και καταπατητές των ξένων κόσμων.
Είμαι αυτός ο κατά τρία πέμπτα άνθρωπος
και κατά δυο πέμπτα ζώο,
αυτός ο νέγρος,
αυτός που αγωνίστηκε μέχρι το τέλος
και ηττήθηκε περήφανος κι ελεύθερος
κι έμεινε το πτώμα του εκεί, στο χώμα, για να θυμίζει σ’ όλους
τη φρίκη και τον τρόμο που τανε η μάνα κι ο πατέρας
αυτής της διαολεμένης γης μας.
2.
Ακούγεται απ’ έξω το κουδούνισμα ενός παγωτατζή.
Απ’ το Νορθ Στέισιον το σφύριγμα των τραίνων,
απ’ το Φένγουεϊ Παρκ οι ιαχές των οπαδών,
απ’ το Κούινσι Μάρκετ τα βήματα των καταναλωτών,
κι απ’ τα μπαρς του Όλστον τα ουρλιαχτά των μεθυσμένων φοιτητών.
Ένα τσίζμπεργκερ κι ένα αναψυκτικό,
ένα κομμάτι πίτσα με τυρί με των ενάμισι,
ένας πλανώδιος μουσικός με μια ξεκούρδιστη κιθάρα
που παίζει τα μπλουζ φάλτσα.
Δυο κονσέρβες τόνου κι ένα τυποποιημένο σάντουιτς
απ’ τα Seven and Eleven.
Οι ράγες έχουν καλυφθεί από την παγωμένη πάχνη της αυγής.
Στη λιμνούλα και στον Τσάρλς γόπες από βιομηχανικά τσιγάρα
και χάρτινες σακούλες απ’ τις κάβες
που κάποτε είχαν μέσα τους μπουκάλια με φτηνό, λευκό κρασί.
Οι καθεδρικοί γεμάτοι κάθε Κυριακή με τους πιστούς
να ψέλνουν ύμνους σε ρυθμούς της γκόσπελ.
Φορτηγά σερβίρουν τάκος και μπουρίτος
έξω απ’ την εβραϊκή συναγωγή,
κι οι Μεξικάνοι λαντζέρηδες απ’ τα ακριβά εστιατόρια
σταματάνε να τσιμπήσουν πριν γυρίσουνε στη φτωχογειτονιά,
για να πλύνουν τα παιδιά τους και να τα βάλουνε για ύπνο,
κι οι παλάμες τους μυρίζουνε σαπούνι και αστακό,
κι οι ποδιές τους είναι βρώμικες από κέτσαπ και από λάδια.
Στα κόκκινα τούβλα των βικτωριανών κτιρίων
κάποιος έχει γράψει τ’ όνομα του μ’ ένα μαρκαδόρο,
και στα προαύλια των νεογοτθικών ναών
πιτσιρικάδες κάνουν κόλπα με τα σκέητμπορντς,
κι ένας άντρας με παλιά φεντόρα Στέτσον
και μαύρη καμπαρντίνα μάλλινη, ξεθωριασμένη,
περπατάει βιαστικά και μουρμουρίζει ένα τραγούδι κάουντρι,
και το τσιγάρο στο χέρι του καίει χωρίς να το καπνίζει.
Ένας ζωγράφος στην πλατεία του Χάρβαρντ
ρίχνει με σπρέι κόκκινο επάνω στον καμβά της αστερόεσσας
και τριγύρω χαζεύει μια παρέα νεανική με γυαλιά χοντρά, κοκάλινα,
πετά στο πλαστικό ποτήρι του δυο κουόρτερς
κι έπειτα συνεχίζει τη βόλτα της στο μαγαζί με το ταμπάκο
και στο βιβλιοπωλείο.
Οι ταξιτζήδες πιάνουν την κουβέντα έξω απ’ το Προυντένσιαλ,
και οι περαστικοί στο Κόμμον δένουν τα κασκόλ τους στο λαιμό γερά
γιατί έχει αρχίσει και χιονίζει,
κι όλα τα δέντρα γέρνουνε λοξά και μελαγχολικά
για ν’ αποφύγουν την οργή του αέρα.
Στην Πανεπιστημιούπολη τζιβάνες
κι απ’ τα κλειστά παράθυρα των εστιών
ακούγονται συρτά
ηλεκτρικές κιθάρες ροκ και μπιτς χιπ χοπ λατίνων,
κι ο ήχος από τσίγκινα κουτάκια μπύρας που τσουγκρίζουν,
κι από τον δρόμο το τρίξιμο απ’ τα λάστιχα του τελευταίου λεωφορείου
που πάει στην πλατεία της Κένμορ,
όπου κάτω απ’ τα φώτα μιας αρχέγονης ταμπέλας βενζινάδικου
ένας άστεγος κοιμάται σε χαρτόνι,
εκεί ακριβώς που κάποτε κοιμόταν ένας άλλος άστεγος
που πλέον δεν υπάρχει.
Στην Κόπλεϊ έχουν βγει τα τεθωρακισμένα
κι έχει κλείσει τους δρόμους ο στρατός,
και δεν αφήνει τα πιτσιρίκια με τα μαυρισμένα μάτια να περάσουν,
και τέλος,
οι γλάροι από τον Ωκεανό
που πετούν και κρώζουνε ψηλά,
πέρα απ’ τα φανάρια αυτής της πόλης,
και κουτσουλάνε τα πανάκριβα μπουφάν
των υπέροχων, κατάξανθων και κάτασπρων, γλυκών υπάρξεων
με τα ψηλά τακούνια τους και τις κοντές τους φούστες,
με τα γαλατένια μπούτια τους και τα σιέλ τους μάτια.
3.
Στην πίσω τσέπη του μπλουτζίν έχω το εισιτήριο μου,
και την ταυτότητα στο μάρσιπο του τζάκετ.
Ένας άνεμος φυσά απ’ το Βορρά, απ’ το Σικάγο ,
απ’ το Ντετρόιτ, το Κλίβελαντ και τις μεγάλες λίμνες,
και τράβα μαζί του το τραίνο με το βαγόνι των κατακτητών,
παράλληλα στον ποταμό Μισσισσιππή,
ως την Ατλάντα και τον ξαγρυπνισμένο Νότο.
Μια Buick LaCrosse κόκκινη και νοικιασμένη τρέχει
στους δρόμους που διέσχισαν ο Κέρουακ,
ο Κάσσαντυ κι ο Γκίνσμπεργκ,
και πέφτει και διαλύεται πάνω σ’ ένα σταματημένο Ford,
κι ο οδηγός της εκτοξεύεται πενήντα μίλια πιο μπροστά
και ξεψυχάει.
Το πιάνο παίζει ένα θλιμμένο ρέκβιεμ,
κι όσοι πήγαν στην κηδεία τώρα κλαίνε και κατεβάζουνε γουλιές κονιάκ,
κι η ασφαλιστική δεν έχει κανέναν να μηνύσει,
να βγάλει κατιτίς απ’ την καταστροφή στ’ αμάξι.
Κι έπειτα, στο λεωφορείο των εντεκάμισι ωρών,
με μια στάση μοναχά στα σύνορα Αλαμπάμας-Τενεσσί,
για δυο αυγά τηγανητά, ένα λουκάνικο, έναν μαύρο καφέ
και μερικά τσιγάρα,
κι έξω απ’ το τζάμι να βγαίνει κόκκινος ο ήλιος της Ανατολής,
να ρίχνει φως επάνω στην απέραντη λεωφόρο για τη Δύση,
ως το Σρίβπορτ της Λουιζιάνα,
για δυο γάρα χοντρά και μια μυτιά κοκό
στην τουαλέτα που μοιράζονται μια στριπτιτζού και δυο κράκχεντς,
κι έξω απ’ το παλιόσπιτο με τα χαρτόνια αντί για τζάμια
βρωμάει βενζίνη και ψοφίμι και φωτιά,
και τα πιτμπούλ με τα κομμένα αυτιά σέρνουν με τα δόντια τους σακούλες σκουπιδιών,
και γεμίζουνε τις χωμάτινες αυλές με απορρίμματα και νάιλον μαύρα,
με κουτάκια και κονσέρβες, ζελατίνες, τσόφλια από αυγά, κωλόχαρτα, καπότες, αποτσίγαρα
κι όλον τον σύγχρονο πολιτισμό του πλαστικού και της σαβούρας,
και σε κάθε τους γάβγισμα γυρνάει πίσω ένας αντίλαλος,
που τρομάζει τους κρυμμένους πίσω απ’ τις κουρτίνες γείτονες της περιοχής,
κι εκείνοι κλείνουνε τα φώτα.
4.
(Ένα παλιό και σκονισμένο αγροτικό τσουλά ως το κέντρο της πόλης.
Παρκάρει κι ο οδηγός βγαίνει και γύρω του δεν κυκλοφορεί ψυχή.
Παίρνει ένα πακέτο τσιγάρα των τριών δολαρίων.
Βγάζει ένα και το καπνίζει.
Έπειτα μπαίνει στο καζίνο, παίζει τρεις παρτίδες πόκερ και τα χάνει όλα.
Έχει όμως καβάτζα ένα εικοσάρικο, για δυο-τρία ποτά στο μαγαζί.
Μπαίνει μέσα, βγάζει τα γάντια, κάθεται σ’ ένα ψηλό σκαμπό στη μπάρα.
Ο μπάρμαν τον ρωτάει τι έπαθαν τα χέρια του και έχουν κοκκινίσει.
Απαντάει πως δεν είναι τίποτα, απλά κόπηκε και πάει στο μπάνιο να πλυθεί.
Έπειτα γυρνά και παίρνει ένα διπλό ουίσκι.
Ο μπάρμαν τον ρωτάει αν ενδιαφέρεται απόψε για μια απ’ τις κοπελιές.
Του απαντάει όχι, δεν έχει όρεξη απόψε.
Ο μπάρμαν ρωτάει τα συνηθισμένα, μα για κάποιο λόγο σήμερα φαίνεται παράξενος.
Πίνει βιαστικά το ποτό του, πληρώνει χωρίς να χαιρετήσει και γυρνάει στο αυτοκίνητο.
Στο πίσω κάθισμα τα ψώνια από τη Γουόλμαρτ.
Στο πορτμπαγκάζ η γυναίκα του νεκρή.
Τα παιδιά στο σπίτι, λογικά κοιμούνται, ή βλέπουνε τηλεόραση.
Ποιος ξέρει;
Βάζει μπρος και ξεκινάει.
Έχει δουλειά.)
5.
Στους φωτισμένους αυτοκινητόδρομους του Τέξας με τις αμέτρητες λωρίδες
κατεβαίνει σιωπηλά ένα μεταμεσονύχτιο λεωφορείο,
και μαζί με τα μπαγκάζια κάτω βρίσκεται μια μπόμπα,
μα ο οδηγός μας βεβαιώνει πως δε θα σκάσει πριν να φτάσουμε στο Χιούστον,
και γυρνάμε όλοι ήρεμοι στα βιβλία μας και στον ύπνο.
Μια στάση για χέσιμο σ’ ένα βενζινάδικο στη μέση του πουθενά,
κι έπειτα ξανά στη διαδρομή μας.
Το ολόγιομο και κάτασπρο φεγγάρι του καλοκαιριού βυθίζεται πίσω από το Μεξικό.
Χαράζει. Γλυκοχαράζει.
Η ζέστη κι η υγρασία αφήνουν στάμπες από ιδρώτα
στις μασχάλες και τα στήθη των περαστικών.
Τα κούτελα τους κατακόκκινα, ηλιοκαμένα.
Σ’ έναν θάλαμο για ένα τηλεφώνημα με 75 σεντς – μα βγάζει κατειλημμένο.
Τριγυρνώ σε δρόμους που δεν τριγύρισε ποτέ κανείς σπουδαίος.
Ένας χαλέος πιτσιρικάς μου πιάνει την κουβέντα και μου προσφέρει pcp,
ευχαριστώ, δε θέλω, βιάζομαι και φεύγω,
μόνο μήπως έχεις αναπτήρα;
Οι άδειοι δρόμοι των προαστίων,
μια τριανταφυλλιά σ’ έναν καλοκουρεμένο κήπο με πράσινο γκαζόν,
ένα κόκκινο φανάρι μα δεν περιμένει κάτω του κανένας,
ένα σάντουιτς με ζαμπόν και αμερικάνικο τυρί και πίκλες
και μια σακούλα τσιπς,
σε κάποιο μικρό εμπορικό
που μοιάζει πιο πολύ με γιγαντιαίο πάρκινγκ,
κι έχει γύρω γύρω μαγαζιά,
κι έπειτα τσιγάρο και μια μπύρα lone star,
μια βόλτα στο μουσείο για χάζεμα ευρημάτων προκολομβιανών·
χρυσαφένιες μάσκες των Αζτέκων με μάτια από φωτιά
και αρχαία σκουλαρίκια σα βαρίδια στα αυτιά και τα ρουθούνια,
πλάκες πέτρινες απ’ την κορφή των Άνδεων σκαλισμένες με τετράγωνες μορφές
που στους ώμους τους σηκώνουνε όλα τα μυστικά του αρχαίου κόσμου,
ξεχασμένοι θεοί του παρελθόντος με στολίδια στα κορμιά τους,
καφεκόκκινα κεραμικά των Ίνκας με ρωγμές που ψιθυρίζουν,
και διάφορα σπασμένα αγγεία των Μάγιας που στέκουνε βουβά,
δίσκοι χαραγμένοι με σύμβολα που ακόμα και τώρα κανείς δεν ξέρει τι σημαίνουν,
ζώα που εξαφανίστηκαν,
όντα περίεργα και τρομερά φτιαγμένα από πηλό,
βέλη των Απάτσι,
δόρια των Ναβάχο,
τόξα των Τσερόκι,
πολύτιμα πετράδια και κοσμήματα απ’ το αιώνιο Ελ Ντοράντο,
κλοπιμαία των γενναίων κονκισταδόρων,
τα λάφυρα των νικητών –
κι όταν πια βραδιάσει και κατέβει απ’ τα βόρεια η δροσιά,
με ωτοστόπ έξω απ’ τα όρια της απέραντης ετούτης πόλης
για ένα χοτ ντογκ φτηνό,
και ύπνο πέντε ωρών σ’ ένα μικρό μοτέλ φτιαγμένο για γαμήσια και φυγάδες.
6.
Στην αρένα
οι μαχητές όλοι βαριούνται,
μα το ξέρουνε καλά πως στ’ όνομα του Καίσαρα
πρέπει ή να σκοτώσουνε ή να πεθάνουν.
7.
Κύκλοι ραδιενέργειας σε κολεγιακό πάρτι.
Φούντα και βόντκα και κουβέντες με άγνωστους, γυμνούς ανθρώπους,
και τα τασάκια ξεχειλίζουνε,
κι όταν τελειώνουν τα τσιγάρα
– σχεδόν πάντα τελειώνουν τα τσιγάρα –
λιγάκι απελπιζόμαστε.
Παγάκια γίνονται στο δάπεδο νερό,
στο δάπεδο που φλέγεται απ’ τα παπούτσια όλων των καλεσμένων,
που χορεύουν απροσάρμοστα και δίχως αίσθηση ρυθμού,
και στα πεταμένα πλαστικά και κόκκινα ποτήρια στο τραπέζι
έχει υπολείμματα αναψυκτικού ή μπορεί και ξερατά να είναι.
Στο μπαλκόνι για μια τράκα,
κι ύστερα στον καναπέ,
με φωνές και μουσικές κακές και δυνατές μ’ άνοστους στίχους,
και κάποιος ξενερωμένος με ρωτά αν παίζει καθόλου κοκαΐνη,
μα κάνω πως δεν τον ακούω (παίζει).
Κι έπειτα τη βρίσκω μοναχή της,
να σιγοπίνει με μικρές γουλιές τη μπύρα
– είναι σίγουρα ήδη μεθυσμένη –
της χαμογελώ και μου χαμογελά και πλησιάζω ντροπαλά
και τη ρωτάω πως περνάει απόψε και μου λέει όλα καλά,
κι οι καφέ ίριδες μέσα στα σχιστά της μάτια γίνονται υγρές,
οι κόρες μεγαλώνουν,
κι όσο μου μιλά αόριστα και γενικά
και μου εξηγεί τη σημασία του φωτός στις τέχνες,
παίζει ασυναίσθητα με μια τούφα απ’ τα μακριά μαλλιά της,
και την προσκαλώ στο δωμάτιο που έχει ησυχία,
και ξαπλώνει στο κρεβάτι μου ανάσκελα,
κι απ’ το κορμί της αναδύονται αρώματα της Άπω Ανατολής,
λιβάνι και ξύλο κερασιάς και σόγια,
και δίχως να βγάλει τη λουλουδένια, από μετάξι φούστα της,
κατεβάζει και πετάει το βρακί της μακριά,
πιο έτοιμη από ποτέ για μια νυχτερινή ξεπέτα,
και μου ζητά να κλείσω το φως που την τυφλώνει
και το κλείνω κι ανεβαίνω στο μικρό της σώμα,
το μυρίζω και το γεύομαι
κι έχει γεύση αλκοόλ και ζάλης και ηδονής και πίκρας,
και το περιδέραιο στο λαιμό της τρέμει,
το στήθος της επίσης,
κι απ’ τα χείλια της οι ανάσες βγαίνουνε βαριές, ανάμικτες με δαγκωμένα βογκητά,
τα σκληρά και καστανά μαλλιά της χαϊδεύουνε το πρόσωπό μου,
τα κάτασπρα, λεπτά της μπούτια ανοιχτά μόνο για μένα,
και μέσα της το αιώνιο μυστήριο,
η λειτουργία της δημιουργίας και της ζωής και της απόλαυσης,
και κάποια στιγμή τα ηχεία ησυχάζουνε κι οι νότες σταμάτανε,
κι η μουσική τελειώνει και κανείς δε βάζει άλλο τραγούδι,
κι εκείνη λέει ανακατεύεται και φεύγει για την τουαλέτα να ξεράσει,
κι εγώ στο σκοτεινό μου υπνοδωμάτιο
κλέβω από την τσάντα της το τελευταίο τσιγάρο,
το καπνίζω και χαζεύω τις δερμάτινες τις μαύρες μπότες της,
πλάι στο πεταμένο μαξιλάρι.
8.
Σ’ ένα δρομολόγιο πρωινό
πάνω στις παλιές και ξύλινες ράγες της Amtrak,
κι οι απέραντες πεδιάδες του Βορρά είναι κάτασπρες και χιονισμένες και επίπεδες,
και μόνο που και που προβάλλει απ’ το βάθος κάποιο κυπαρίσσι
σ’ έναν θλιμμένο λόφο,
κι ο καφές στο χάρτινο ποτήρι ζεματάει,
και μουδιάζει ο ουρανίσκος,
και τα γκρίζα σύννεφα στον ουρανό ρίχνουν συνεχώς χοντρές νιφάδες,
και μετά στο άδειο κέντρο του Μπάφαλο της Νέας Υόρκης,
με τα πολύχρωμα σπιτάκια,
τα τατουατζίδικα των χίπστερς,
τα πεταμένα ποδήλατα στο χιόνι με τις αλυσίδες τους σπασμένες,
και το μικρό καφενεδάκι με τα μπέιγκελς με την κρέμα από τυρί,
και το wifi δωρεάν,
κι οι λιγοστοί θαμώνες του έχουνε μπει μέσα στα λάπτοπς,
και μ’ ένα φίλο παλιό πάμε μια βόλτα ως το παρκάκι για ένα μπάφο,
κι έπειτα με το αμάξι του, το τζιπ, μέχρι το Ρότσεστερ το βράδι,
στο ξεχασμένο σινέμα με τις κόκκινες κουρτίνες για ένα μοντέρνο γουέστερν
όπου πάντα στο τέλος θα κερδίζει ο καλός,
κι ας έχει και το πιο αργό ριβόλβερ,
και τέλος μες στον αχυρώνα με το χρώμα των κεραμιδιών
και τα ζεστά τοιχώματα και τα παράθυρα κλειστά,
για τσιγάρα, ουίσκι, χαρτιά και ζάρια.
Κι όταν έρθει το πρωί και βγει επιτέλους ο τεράστιος ήλιος
και ποτίσει με το φως του τα παγωμένα δέντρα και σπαρτά
και μετατρέψει το χιόνι σε νερό,
τότε γεμίζει ο δρόμος της επιστροφής με άνθη και φυτά,
και άγριους ταράνδους λαβωμένους που ψάχνουνε να φάνε,
και σταματάμε λίγο πιο έξω απ’ το καζίνο στη Μπατάβια,
σ’ ένα μαγαζάκι στα σύνορα της Tonawanda,
για μια κούτα αφορολόγητα τσιγάρα
κι ένα τυποποιημένο πρωινό,
κι εγώ έχω ακόμα λόξυγκα από χθες,
το κεφάλι μου το νιώθω σα να βράζει απ’ το χανγκόβερ,
μα ο πωλητής έχει όρεξη και πιάνει την κουβέντα:
Είμαι ο Τζερόνιμο, ο Σίτινγκ Μπουλ,
ο Βέρνον Μπελεκούρτ κι ο Κλάιντ,
ο γιός του ανέμου και της γης αυτής της ιερής
που γεννηθήκαν και πεθάνανε όλοι οι πρόγονοι μου,
αυτός που του κλεψαν το σπίτι και τα ζώα,
που του σκοτώσαν τον πατέρα και τη μάνα τη βιάσαν,
και που στείλανε τους γιους του να πεθάνουν σε πόλεμο αλλονών,
και τις κόρες του σ’ αρχοντικά πλούσιων ευρωπαίων,
αυτός που πάλεψε να μην εξαλειφθεί,
παρέα με τους βούβαλους της άγριας Δύσης,
αυτός που του αλλάξαν με το ζόρι τη γλώσσα του και τη μιλιά,
τη θρησκεία και την κατοικία,
που του άρπαξαν απ’ τα χέρια ότι είχε πιο πολύτιμο και ιερό
και γι’ αντάλλαγμα του δώσαν χάντρες και καθρέφτες,
αυτός που πολεμήσανε με μένος
κι αυτός που τους πολέμησε επίσης,
που του πήρανε την πίπα και του αφήσανε μονάχα τον καπνό,
και μια στοίβα κούτσουρα υγρά για μια μικρή φωτιά τα κρύα βράδια,
που βάλαν στ’ άλογα του σέλες για να μπορέσουν να τα καβαλήσουν,
που ξεθάψαν τα οστά των παππούδων του απ’ το χώμα για να τα μελετήσουν,
αυτή η καρικατούρα
με το δέρμα το κόκκινο και τα φτερά γύρω από τα αυτιά του.
Αυτός που τον αφήσανε γυμνό
και κάνανε τα ρούχα του σουβενίρ για τους τουρίστες,
που προσβάλλαν τους θεούς του και γελάσαν με το πρόσωπό του,
και τ’ όνομα του το αλλάξανε γιατί δε μπορούσανε να το προφέρουν,
αυτός που είπαν άγριο κι απολίτιστο και βάρβαρο,
και του συμπεριφέρθηκαν σα να ταν κάποιο ζώο,
αυτός που τους πολέμησε και μερικούς τους σκότωσε,
μερικούς απ’ τους λευκούς αυτούς διαβόλους,
στα μεγάλα υψίπεδα, στη Ντακότα και στο Γουαϊόμινγκ,
στο ποτάμι του Γουομπάς και του Λιτλ Μπίγκχορν της Μοντάνα,
στις πεδιάδες της Γιούτα και στα βουνά του Κολοράντο,
στο Τέξας και στη σφαγή του Σαντ Κρικ.
Αυτός που του πήρανε τη γη,
που τον οδηγήσανε στην πείνα, τη φτώχεια, το λιμό,
που τον κολλήσανε ξένες ασθένειες και τον αφήσαν να πεθάνει,
αυτός που επέζησε της ατελείωτης γενοκτονίας
και που αντιστάθηκε,
και πάλεψε με νύχια και με δόντια να κρατήσει αυτά που του ανήκαν,
αυτός που πρόδωσαν πολλοί
και λίγοι μείνανε στ’ αλήθεια φίλοι,
που του κόψαν τα τοτέμς και τα ξύλα που κρατούσαν τη σκηνή του όρθια
για να τα ρίξουν στην πυρά τους,
αυτός που κάποιοι ηλίθιοι ονόμασαν Ινδιάνο,
πιστεύοντας πως βρίσκονται στα βάθη της Ασίας,
πρώην περήφανο μέλος των Σενέκα,
που τώρα βγάζει το ψωμί του κλέβοντας από κατεστραμμένους τζογαδόρους στα καζίνα
και πουλώντας τους φτηνά τσιγάρα και αλκοόλ.
9.
(Μετά τα γεγονότα του μαραθωνίου)
Βόμβες μες στα αυτιά μου!
Βόμβες στην πλατεία Κένμορ!
“Είναι τα τζιχάντια.”
“Είναι τα κομμούνια.”
“Είναι οι αδερφές.”
“Ίσως τελικά και να ναι απλά το αλκοόλ…”
Ναι, αγάπη μου, το ξέρω,
μα σου πα τι έκανα εγώ;
Εγώ που λες έσυρα με κόπο το κορμί μου ως την Κόπλεϊ,
ελπίζοντας να βρω στο πεζοδρόμιο κάποιο χέρι
ή κάποιο πόδι,
κι αντ’ αυτού
βρήκα μονάχα καμιά εκατοστή χοντρόκωλα μπατσάκια,
κάμποσα τεθωρακισμένα του στρατού
και μπόλικους στρατιώτες με τα κεφάλια ξυρισμένα
να με κοιτάνε στραβωμένοι
και να μου ζητάν να δούνε ID.
Ναι, οκέι, εντάξει,
τίποτα το συνταρακτικό…
Εξάλλου το ξέρεις και μου το χες κιόλας ξαναπεί
πως είμαι βαρετός άνθρωπος,
και πως θα πρεπε να μιλάω περισσότερο,
ν’ ανοίγομαι στους άλλους,
να τους λέω αυτό που αλήθεια σκέφτομαι,
να φωνάζω αν νιώθω ότι έχω δίκιο,
να μην το κρατάω μέσα μου, μονάχα για τον εαυτό μου.
Μα κοίτα,
κοίτα έξω απ’ το παράθυρο,
κοίτα τ’ αστέρια του ουρανού, το φεγγάρι, τα μαύρα συννεφάκια που περνάν σποραδικά,
κοίτα τα,
είναι πιο όμορφα στους νέους τούτους τόπους,
πιο καινούρια,
πιο ζωηρά,
να λοιπόν, κοίτα τα,
και δες πως κι αυτά, όπως κι εγώ,
δεν έχουν λόγο να φωνάξουν,
τίποτα σπουδαίο να πουν.
Όμορφα, δεν είναι;
10.
Το τελευταίο μου ταξίδι, αγάπη μου,
το άφησα για σένα φυλαγμένο,
σαν εισιτήριο για το τελευταίο λεωφορείο της νύχτας,
ένα μικρό δωράκι για να με θυμάσαι
μέσα στον ψυχρό αγέρα του Μαρτίου
και την πράσινη παρέλαση στη νότια μεριά της πόλης,
με τα ημίψηλα καπέλα, τα τριφύλλια και τις μπύρες,
προς τιμήν του Άγιου Πάτρικ.
Εγώ εδώ τελείωσα.
Εγώ εδώ θα φύγω.
Και μέσα από το στόμα μου θα βγαίνουνε πνιχτοί,
όπως θα γυρνώ μονάχος σπίτι,
οι στίχοι και οι νότες του Τομ Γουέιτς
κι όλων των αιώνιων ποιητών της άγριας Δύσης.
Εγώ, ο παρατηρητής, ο ξένος,
αυτός που ήρθε κι είδε και δε θέλησε να κατακτήσει
μα μονάχα να γευτεί το υγρό χώμα απ’ τους ψηλούς καρπούς,
να ξεδιψάσει, να γνωρίσει και να μάθει.
Αντίο λοιπόν.
Ήρθε η ώρα μου να χαιρετήσω.
Να κλείσω τις κουρτίνες πίσω μου.
Εγώ εδώ τελείωσα.
Εγώ εδώ θα φύγω.
Κομπαρσικόπημα (Φοξ)
αφότου σε γνώρισα, συμπέρανα ότι
αυτοί που είναι καλοί ηθοποιοί όλη μέρα, κάθε μέρα,
επί σκηνής δείχνουν χαμένοι και μικροί
τρεις ατάκες είχες όλες κι όλες στη ζωή μου
τη μία την άφησες να φύγει
καπνίζοντας με μανία, κοιτάζοντας με προσήλωση τον τοίχο
την ξέχασες και πέρασε η σειρά σου
την άλλη την ξόδεψες σε μια φιλοσοφία για τον κόσμο
βεβιασμένη και επιφανειακή
που παρ’ όλα αυτά με έκανε να κλάψω
η τρίτη ήταν η χειρότερη, γιατί την είχες
πιο πολύ απ’ όλες προβάρει
και χαρίσει απερίσκεπτα δεξιά κι αριστερά
οπότε δεν την πίστεψα, και δεν την ξανασκέφτηκα
όμως για μένα είσαι πρωταγωνιστής
κι εγώ, σαν καθώς πρέπει κομπάρσος,
χαμογελώ χωρίς να μιλάω
γνωρίζω, παραδόξως, καλύτερα από σένα,
πως τη μάχη εναντίον σου πάντα θα τη χάνω
σε χειροκροτώ λοιπόν δυνατά
για όσο υποκλίνεσαι
και σε λατρεύω κρυφά
αν και τα μάτια μου, όπως τα μάτια οποιουδήποτε κομπάρσου, προδίδουν
πως η αυλαία θα πέσει
την ίδια στιγμή
και για τους δυο μας.
Πρέπει να τον καταστρέψουμε πριν μας φάει! (Λένα Χαϊμαντά)
Μαλλιά από στάχυ. Ε;
Νύχια από ρόδες λεωφορείου που υποφέρει με όλους αυτούς τους βλάκες μέσα του.
Ρουθούνια από γυαλί και στάχτη.
συκώτι από μια υπόνοια ομοιοκαταληξίας.
Φρύδια από πετρογκάζι (ΕΚΡΗΚΤΙΚΑ!),
μέτωπο γεμάτο φακίρηδες
και κλειτορίδες φτιαγμένες από “ε βασικά είμαι παρθένος”.
Κάτι αρχίδια ΝΑ!
Λαιμός με ραγισμένες λάμπες,
ένα δοντάκι καλαμπόκια.
Στα αυτιά αντί για κερί έχει ολόκληρες λαμπάδες
κι ο σβέρκος του σαν άμαξα σέρνει γαϊδάρους.
Όταν κλαίνε τα μάτια του, βγαίνουν ΑΡΓΩσαρωνικοί,
αντί για βλεφαρίδες έχει οδοντικό νήμα.
Η γλώσσα του τυλίγεται γύρω από πορτοκάλια.
Ένα πάγκρεας ΝΑ!
Η καρδιά του είναι ξινή σαν πρώτος παγκόσμιος πόλεμος.
Τα πλεμόνια του ώριμοι χουρμάδες.
Στο στομάχι του χοροπηδάνε δυο σκυλίτσες,
στις φλέβες του κυλάει μια καστανή ουσία με επικριτικό βλέμμα.
Δάχτυλα από συνθετικό χλοοτάπητα με καουτσουκένια πετραδάκια.
Στην πλάτη του πετάνε ράμφη κορακιών
και υπάρχει μια παιδική χαρά κάτω απ’ τις μασχάλες του.
Ένας μυελός των οστών ΝΑ!
Γόνατα, σαν ψαροντούφεκο(ΑΕΡΟΒΟΛΟ!) από ξύλο,
μπούτια από σφαγμένους λύκους.
Το σάλιο του πηγή experience points σε ένα τελείως συνηθισμένο RPG,
πηγούνι μάνγκο-σαγκουίνι.
Μάγουλα τραβηγμένα σαν αιώρα,
χείλος-ρακούν που το αναγκάσανε να γίνει κατοικίδιο
και αγκώνες γεμάτοι λέπια σαν αφτερ-σέιβ.
Μια κωλάρα ΝΑ!
Είναι ο κουφός εργάτης.
Είναι μια βιντεοκασέτα σε ντι-βι-ντι πλέιερ.
Είναι ένας κηπουρός χωρίς επιμονή.
Είναι ο πυρετός του κολατσιού.
Είναι μία θεοπάλαβη και σιδερένια μύξα.
Είναι ο περσινός μου έρωτας.
ΕΙΝΑΙ Ο P.J.
(ΒΡΕΙΤΕ ΤΟΝ ΚΑΙ ΦΕΡΤΕ ΤΟΝ ΜΟΥ ΖΩΝΤΑΝΟ)
χου αμ αι κιντινγκ (Άννα Ντακ)
Ανάμεσα στο
«η ομορφιά σου με εξουθενώνει»
και στο «απόψε θα γαμηθώ
με τον τάδε»
υπάρχει
ένα κακοσερβιρισμένο
τζιν τόνικ γλυκερό
σαν ποίημα ερωτικό
με ομοιοκαταληξία και φεγγάρια
Δεν θέλω να δω το πρόσωπό σου
να το φωτίζουν τ’άστρα
Δεν θέλω να σ’αγαπάω τις Κυριακές
Δεν θέλω να σε ταΐσω πανκέικς στο κρεβάτι
Δεν θέλω να σε πάω στην εκκλησία καβάλα στο λευκό μου άτι
Θέλω το χρόνο να μετρή-
σουμε που μένει
με τις γλώσσες μας
και να τελειώνεις
απανωτά
μέχρι το στόμα σου
να μετατραπεί
σε επιφώνημα
Μια άβολη συνάντηση (Νόπη Φουντουκίδου)
Η μυρωδιά από ιδρωμένα ρούχα
δεν ήταν καλότυχη στο σπίτι της
Της ξετύλιξε την κόλαση
πάνω στο τραπέζι
Του πρόσφερε καφέ και δυσφορία
Του μίλησε για τον καιρό και την συνέπεια
Αυτός χώθηκε κάτω από το τραπέζι
Κουλουριάστηκε κι άρχισε να της πιπιλάει το μεγάλο δάχτυλο
του ποδιού μέχρι που το εξαφάνισε
Προχώρησε στο επόμενο
Του μιλούσε για την αδράνεια
καθώς ίδρωνε τις αμφιβολίες της στη χούφτα
Αυτός είχε φτάσει πάνω από το γόνατο
του χάιδευε το κεφάλι με τα ακροδάχτυλα
Μύριζε σχεδόν τις μνήμες του
Γευόταν την στιφάδα τους
Ένιωθε μουδιασμένη
Προσπάθησε να κουνήσει τα πόδια της αλλά αυτά δεν ήταν πια εκεί
Άρχισε να τραγουδάει
ένα νανούρισμα
Αυτός είχε φτάσει στο αιδοίο της
Πιπίλιζε ρουφούσε κατάπινε
εξαφάνιζε
ανέπνεε
θλιβόταν
συνέχιζε
Είχε φτάσει πια στον αφαλό της
Αυτή θυμήθηκε την μάνα της
Ένιωσε τα χέρια της να την σηκώνουν ψηλά
ένιωσε τον ίλιγγο
έκλαψε με την πτώση
«ω οι μάνες μας ήταν τόσο ψηλές
μα οι γιαγιάδες μας τόσο πλατιές»
Του ζήτησε να κάνουν ένα διάλειμμα
αυτός ήταν χωμένος μέσα στο στομάχι της
Δεν την άκουσε
Του μίλησε για την μεταμέλεια που
που κουρνιάζει στους λεπτοδείκτες
Του μίλησε για το μέλι και τα πάλσαρ
Ένιωθε κάπως νυσταγμένη
Η γλώσσα του σκληρή γεμάτη ακίδες σέρνονταν
στα πνευμόνια της άλλοτε αργά άλλοτε γρήγορα
Το στόμα του άφριζε από τον κόκκινο πολτό της
Στάλαζε τα παχύρρευστα υπολείμματα της πάνω στο χαλί
Αυτή έσκιζε παλιές φωτογραφίες
Προβληματιζόταν για το βραδινό
«τόσα ακίνητα χαμόγελα
περισσεύουν σ’ ένα σπίτι μ’ άδειες κατσαρόλες»
Μονολογούσε
«τα θλιμμένα μάτια είναι κλισέ τ’ απομεσήμερου»
Συνθηκολογούσε
«ο χρόνος δεν έφερε κανένα πεθαμένο πίσω»
Η ώρα περνούσε και αυτή δεν υπήρχε πια σχεδόν καθόλου
Ίσα που πρόλαβε να σιάξει τα μαλλιά της πριν
αυτός εξαφανίσει τα χέρια της
Είχε μείνει μόνο το κεφάλι της πεσμένο άτσαλα πάνω στην καρέκλα
Αυτός, υγρός κόκκινος γίγαντας
το πήρε στα χέρια του
γέμισε το στόμα της κατιφέδες.
Μετά της έραψε τα χείλη
Το κράτησε ψηλά κι έκλαψε σαν μικρο παιδί
Το τοποθέτησε με δέος μέσα στο ψυγείο.
Συμμάζεψε όλη την αναστάτωση
που είχε προκαλέσει
και την έχωσε στην τσέπη του.
Φόρεσε το σακάκι του και έφυγε από το σπίτι.
Ο άνθρωπος που δάκρυζε μυρμηκικό οξύ (Δορίαιχμος)
Μια πλανόδια αγορά
μέσα σε μια μυρμηγκοφωλιά.
Πολλά τα μυρμήγκια,αγοράζουν μεταλλαγμένα λαχανικά.
Ανοίγουν πορτοφόλι και κέρματα μετρούν,
ανθρώπων κεφάλια στοιβαγμένα σε πουγκιά.
Σήμερα ήταν μια καλή αγορά.
Ώρα για φαΐ.
Ό, τι βγει απ’ τη σακούλα μηρυκάζεται μπροστά στην τηλεόραση.
Αυτή εκπέμπει πάντα δίχως ρεύμα, αγέρωχη. Εξυμνεί, εξιστορεί και μεριμνεί για τον κανιβαλισμό.
Ύστερα ταυτόχρονα σχεδόν ψυχαναγκαστικά, όλα τα μυρμήγκια, ενήλικα μικρά
ξερνούν ανελέητα. Ξερνούν μέχρι να γίνει ρυάκι στα βασιλικά διαμερίσματα.
Μια τροφαντή βασίλισσα στο κέντρο της ντροπής, σφάζει, διατάζει, ευθυμεί και πλήττει.
Και ύστερα τρώει τα ξερατά τους λαίμαργα ώσπου να ξεράσει και αυτή. Μυρμηκικό οξύ, την πρώτη ύλη των σκοτωμένων ονείρων.
Δυο κλουβιά στο βάθος του δωματίου της, κοσμούν τα χώματα με ανθρώπους που δεν εξελίχτηκαν.
Ένας χόμο-σάπιενς πηδά από κλαρί σε κλαρί, πίνει αίμα απ΄ την ποτίστρα του
και τιτιβίζει ολημερίς και ολονυχτίς
«Φάτε Χριστό μαλάκες».
Ο άλλος κουτσουλάει συνεχώς
το ίδιο απόκομμα εφημερίδας χρόνια τώρα.
Τεύχος 7 «Εύπεπτη Ηθική»χρονολογίας 2054 μ.κ. (μετά καταστροφής).
Συλλεκτική φυλλάδα για τη βασίλισσα.
Αφορισμένη για την ανθρωπότητα. Αυτήν, που δεν εξελίχτηκε ποτέ.
Πότε πότε τα μυρμήγκια βγαίνουν απ΄ τις φωλιές τους και πηγαίνουν στα σπίτια των ανθρώπων.
Αυτών που δεν εξελίχτηκαν ποτέ.
Το ίδιο σκηνικό και εκεί και απορούν. Τόσα ερωτήματα για αυτά
«Αν ο ουρανός γυρίσει ανάποδα οι λεωφόροι θα γίνουν αυτοκόλλητα στα σύννεφα;»
«Τι περιμένουν και δεν κάνουν μετάγγιση με πετρέλαιο, αφού αυτό ζητά η καρδιά τους να αντλήσει;»
Να κυλά στις φλέβες του μαύρος χρυσός
να γεμίσουν οι ωκεανοί αιματοκηλίδες / οι καρχαρίες να πληθύνουν
και ύστερα να πεθάνουν
από μια άσπλαχνη απάτη.
Μια φορά στα δέκα χιλιάδες χρόνια
ένας άνθρωπος και ένα μυρμήγκι αλλάζουν σώματα.
Είναι ένα κβαντικό παιχνίδι της αντιδραστικής διάνοιας των μορίων νικητών.
Ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες που δεν μπορείς να καταλάβεις.
Μια φορά στα δέκα χιλιάδες χρόνια ο άνθρωπος που δεν εξελίχτηκε θα αποκοιμηθεί μια μια προσευχή.
«Ας χάσει την επόμενη φορά,
ας χάσει θεέ μου το μυρμήγκι τη σειρά του/
να διαιωνίσω το ψέμα μου/μια μόνο φορά/
αφού η αλήθεια που αντίκρισα στη μυρμηγκοφωλιά τους,
ήταν δυσβάσταχτη και τόσο ίδια»
Και τόσο ίδια…
Και τότε οι ουρανοί γυρνούν ανάποδα
ανοίγουν
και βρέχει χώμα
και βρέχει αίμα
και άσφαλτος φυτρώνει παντού.
Μέχρι να τους σιχαθείς (Φοξ)
σε φιλάω σε κάθε στόμα
κάθε τυχαίου και τυχερού κι ασήμαντου αγνώστου
σε χαϊδεύω, σε κάθε ευκαιρία
σου ζητώ τσιγάρο
όλο και κάποιος θα μου το προσφέρει
όταν καπνίσω, σου ζητώ και την αλήθεια
(εκεί τρομάζουν όλοι μη και μου σβήσει)
σου μιλώ όταν κανείς δε με προσέχει
όταν με παίρνουν αγκαλιά ή όταν με πνίγουν
σε ψάχνω σε όλα τα άδεια μπουκάλια
σε όλα τα άδεια βράδια
με τα μάτια κλειστά λέω πως είσαι
μέσα μου εσύ όπως κανένας
σε λατρεύω τόσο ολοκληρωτικά
όσο σιχαίνομαι όλους τους άλλους
κι ακούραστη περιμένω
να τους σιχαθείς κι εσύ
δεν υπάρχει αληθινό υποκατάστατο
θα ξημερώσει
θα σηκωθώ
θα διώξω αυτόν τον τύπο απ’ το κρεβάτι μου
θα έρθω να σε βρω
κανείς δε θα ‘ναι πιο ευτυχισμένος από μένα
που θα περνώ τα χέρια μου
μέσα απ’ τα μαλλιά σου
θα σου χαρίσω όση ψυχή και
ό,τι ποίημα μου έχει απομείνει
άμα τελειώσω αυτό το τσιγάρο.
Κτήνη 10000 (Morley)
Άνθρωποι βολεψάκηδες των μετρίων σκέψεων σκοτώστε λίγο ακόμα.
Είναι το μυστικό που το φτύνουν οι μπόμπιρες μέσα από τα τηλέφωνα.
Δέκα χιλιάδες κτήνη νευρικά με στόματα μπινελίκια σκουπίζουν τον ιδρώτα
με απαλά χάδια στο πρόσωπό μου.
Άνθρωποι βολεψάκηδες των μετρίων τραγουδιών φωνάχτε λίγο ακόμα.
Είναι το σαξόφωνο που τραντάζει τα τελευταία μου οστά και χτυπάει τα πνευμόνια.
Δέκα χιλιάδες συναυλίες ερχόμενες με ντόρο από το στενό γλείφουν με εκκωφαντικό
σάλιο τα ταραγμένα μου αυτιά.
Άνθρωποι βολεψάκηδες των μετρίων παραλογισμών δείχτε λίγο έλεος ακόμα.
Είναι εκείνος ο καταραμένος συνειρμός του «σα να πες σε όλα ναι» μπροστά
στο δαιμόνιο μαύρο ταύρο που καρφώνει σωθικά μανιωδώς. Τα σωθικά μου.
Δέκα χιλιάδες γυμνές γυναίκες ξαπλωμένες στη μέση της αρένας με το τελευταίο σημάδι
του θανάτου – λίγο αίμα στην κοιλιά.
Πεθαίνει, πάει κι έρχεται το τελευταίο κονσέρτο της αρχαίας λύρας.
Φουσκώνει, κοκκινίζει και ψοφώντας τραγουδά:
«Δέκα χιλιάδες κτήνη νευρικά, σε δέκα χιλιάδες συναυλίες ερχόμενες με ντόρο, ξάπλωσαν
με θάνατο βίαιο και βουβό δέκα χιλιάδες γυναίκες στη μέση της αρένας.»
Αλλά εγώ θα ήμουν εκεί για να μη σου συμβεί τίποτα.
Άνθρωποι βολεψάκηδες των μετρίων σκέψεων σκοτώστε λίγο ακόμα.
Εμείς (Γωγώ Λιανού)
Οι καιροί απαιτούν βία,
κι εμείς παίρνουμε μάτι απ’ το βάθος της ασφάλτου.
Σκυθρωποί.
Ανέλπιστα προδομένοι, μα χαρούμενοι.
Παράνομοι.
Κομμένοι στη μέση, μα πλήρεις.
Ζωντανοί.
Ξεδιάντροπα νέοι, μα ρυτιδιασμένοι ως τα νύχια.
Με καρκίνους μαύρους σα τη νύχτα
κι άγριους, σα τα κτήνη στα βουνά.
Και για μια στιγμή κρυώσαμε,
μα δε θυμάμαι αν έκανε κρύο
ή αν ήταν η απελπισία που μας σήκωνε την τρίχα.
Να λιώνουν τα μάτια μας απ’ τον πυρετό
και η θερμοκρασία σταθερή.
στους 36 κι 6.
Και να φωνάζουν τα καθίκια να τους δώσουμε κι άλλο.
Και είπα πριν,
προδομένοι μα χαρούμενοι.
Σβήσε το χαρούμενοι.
Προδομένοι, άσεμνοι,
καθόλου υπομονετικοί,
άπειρα επαναστατικοί.
Οι καιροί απαιτούν βία.
Κι είναι θλιβερό,
που άκουσα τη μάνα μου να μου λέει ‘’πρόσεχε’’
μετά, που έκλεισα την πόρτα.
Σαν οικογένεια (Φώντας Φ.)
Η κοινωνία δεν διαφέρει από εμάς, μας μοιάζει
όπως ο Θεός στον άνθρωπο.
Θυμίζει οικογένεια
μοιάζει με τον πατέρα της μάνας μου
δέρνει, βαράει, απατάει, κλέβει,
κρεμάει τα παιδιά του από ένα δέντρο γιατί έπεσαν στο παιχνίδι και χτύπησαν
πετάει κατεψυγμένα ψάρια στα κεφάλια
όσων δεσμεύτηκε να αγαπάει.
Θυμίζει οικογένεια η κοινωνία
μοιάζει με τη μητέρα σου
σε βάζει στο σπίτι από την πίσω πόρτα, σου δίνει το χαρτζιλίκι σε τσιγάρα και σε φαί,
μην τα ψωνίσεις πρέζα
και σε κλειδώνει στο δωμάτιο σου
γιατί φοβάται πως θα τις κλέψεις τα ασημικά.
Μιλάει συνεχώς για το τι απογίνεις όταν πεθάνει, μα ελπίζει να ζήσει για πάντα και να σου φέρνει λουλούδια.
Θυμίζει οικογένεια η κοινωνία
μοιάζει με τον πατέρα του πατέρα μου
πυροβολάει στον αέρα κι όποιον πάρει ο χάρος, στα 12 σου ανακοινώνει πως είναι καιρός να δουλέψεις, στα 71 του, σου ανακοινώνει πως είναι καιρός να τον φροντίσεις. Το κάνεις.
Θυμίζει οικογένεια η κοινωνία
μοιάζει με τη μάνα σου
εργάζεται ώρες κι ώρες για να γεμίζει το στομάχι και τη βιβλιοθήκη σου
εργάζεται ξανά για να ντυθείς όμορφα, για να έχεις μια ευκαιρία
στο τέλος σου χώνει μια μπουνιά στο μάτι γιατί δεν έπλυνες τα μάτια.
Να είσαι βέβαιη πως αν το μελλοντικό σου επάγγελμα είναι κατασκευαστής χημικών όπλων θα είναι περήφανη για σένα.
Θυμίζει οικογένεια η κοινωνία.
μοιάζει με τη μητέρα μου
τσαλαβουτά από βούρκο σε βούρκο, περπατάει μονάχη στη βροχή, κανένα αμάξι δεν κόβει ταχύτητα ποτέ για να τη βρέξει λίγο λιγότερο
στο τέλος της μέρας αναρωτιέται ποιός φταίει που είναι βρώμικα τα ρούχα της. Τα φαντάσματα του κόσμου την συμπαθούν και δεν της απαντάνε τίποτα.
Θυμίζει οικογένεια η κοινωνία
μοιάζει με τον πατέρα σου
γυρίζει χώμα τα βράδια σπίτι, μέρα παρά μέρα λιποθυμάει στα χέρια σου, σκέφτεσαι πως θα πεθάνει. Παλιά αναρωτιόσουν τι έκανες και το αξίζεις αυτό, τώρα ρωτάς «Γιατί το κάνει αυτό;». Κι αυτός πιθανότατα ρωτάει έναν φίλο του, που μπορεί και να είμαι εγώ «Γιατί της το κάνω αυτό;»
Θυμίζει οικογένεια η κοινωνία
μοιάζει με τη μάνα σου
σου φωνάζει πως σε σιχαίνεται απ’ την πρώτη μέρα που μαθαίνεις να διακρίνεις τη φωνή της απ’ τις άλλες. Αναρωτιέται πως φύτρωσε αυτός ο αηδιαστικός κάκτος σε τόσα όμορφα λουλούδια ανάμεσα.
Σου ζητάει να της φέρεις ένα ποτήρι νερό και βαριέσαι. Για τιμωρία δε σου αγοράζει τα χάπια που χρειάζεσαι για να ζήσεις.
Θυμίζει οικογένεια η κοινωνία
μοιάζει με τον πατέρα μου
έχει μια αρρώστια μέσα της
που δε γίνεται καλά ούτε αν κόψεις κομμάτια της
ούτε αν την κάψεις από πάνω ως κάτω
ούτε αν την πλακώσεις στις χημείες
έχει μια αρρώστια μέσα της
που όταν την σκοτώσει
το μόνο που θα βγάλει
δε θα είναι θάνατος
αλλά σκουλήκια.
Θυμίζει οικογένεια η κοινωνία
μοιάζει με τους πατεράδες και τις μητέρες των παιδιών που θα κάνουμε.
Ακαταστασίες (Άνευ Φθοράς)
Απόγνωση
κι από γνώση
τίποτα
Επίγνωση της απόγνωσης
και μια απεγνωσμένη προσπάθεια
για επίγνωση
των πάντων
Πάντων
τιποτένιων
που δεν διαρκούν για πάντα
αλλά για όσο το επιτρέπει η φθαρμένη
ύλη τους.
Τα πάντα είναι φθαρτά και μη υποφερτά
προ καθορισμένα από προ σχήματα
και μη καθορισμένα σχήματα
Σχηματίζουν ακαταστασίες στο άπειρο
ή καταστάσεις άνευ εμπειρισμού
κι όχι εμπειριών.
Κάθε υποκείμενο δημιουργεί μία αντικειμενικότητα
Αυτή με τη σειρά της καταστρέφει
κάθε υποκείμενο
κάθε κείμενο που στέκεται
υπό
μπροστά της
και γενικά κάθε αντί
που δεν κειμενοποιείται.
Θα μου πεις ότι το παράκανα πάλι
Άσε με να το παρακάνω
παρά
να μην κάνω τίποτα
Όταν σταματήσω να ΚΑΝΩ
θα αρχίσω να ΓΝΩΡΙΖΩ
μέχρι να καταλήξω
απλώς
να ΚΑΝΩ ΓΝΩΡΙΜΙΕΣ
κι αφού αναγνωρίσω ότι δεν υπάρχει
κατάληξη
θα ξεκινήσω από την ανυπαρξία κι όπου
καταλήξει
Πού λήγει;
Χρυσό Άλμπατρος (Σίλουαν Κ.)
Γυρίζοντας πίσω τώρα,
σκέφτηκα έναν μεγάλο καθρέπτη στην μέση ενός κατοικημένου δάσους
-πυραμίδες απ’τον ίδιο μέσα στον ίδιο; σκέφτηκα πως
θα αρκούσαν τα υδάτινα θρύψαλα (και ας ήταν θρύψαλα, ναι),
θα αρκούσαν, ήταν εκεί, μπροστά μου,
στ΄αλήθεια πάλευα να αφεθώ: θα αρκούσαν έλεγα, γιατί είμαστε χέρια
και πόδια ακούραστα
και περιπέτεια
και όνειρα και πράξεις ηρωικές. Και ένιωθα σίγουρος πως για χάρη τους
ίσως μπορούσα να κάνω στην άκρη,
να εξορίσω με 2 κλωτσιές
την αίσθηση του Χωρισμού των Χωρισμών: της καρδιάς απ’την καρδιά.
Και ο μεθυσμένος λαγός βάραινε με τις ιδέες μου
και συνέχιζε να λαχανιάζει.
Στο ίδιο μέρος (διαμέρισμα, λεωφορείο, οτιδήποτε)
στεκόταν μεταμορφωμένη η αρχέγονη οδύνη:
το ανολοκλήρωτο ελάφι πλέον κάλπαζε πάνω μου, πιστέψτε με,
τα είχα καταφέρει!
Ήταν στιγμές που έμοιαζε μ’ένα ενδότερο διαστημόπλοιο! Ναι,
οι ασχολίες μου ήταν γλυκές αλλά και δυναμικές,
η εφήμερη φλόγα
έβγαζε την μουσούδα της γεμάτη αισιοδοξία! Σε κάθε περίπτωση: με είχε κυριεύσει
η θέληση της εκστατικής όρασης,
της εκστατικής αφής,
της -δίχως άλλο- άμεσης κατάκτησης! Άγγιζα την βεβαιότητα!
Άλλοτε όμως, και όταν η σιωπή απομάκρυνε κάθε δυτικό μέτωπο,
μπορούσα να το αισθανθώ:
καλά κρυμμένος πίσω απ’τον παλλόμενο παροξυσμό
ήταν ξανά εκείνος ο καθρέπτης
ήταν ξανά η Πυραμιδική Αυτοκτονία: και η κορυφή της ήταν θάνατος σκέτος,
γιατί πάταγα στα δικά μου πτώματα,
και ήταν καταρράκτης σκοταδιού τα ποδοπατημένα μάτια μου,
και ήταν μούχλα του δάσους οι ποδοπατημένες μύτες μου
και ήταν θάνατος σκέτος λοιπόν,
εγώ μέσα σε εμένα: 1 τάφος αμετάκλητος
ο αιματηρός μηχανικός του εαυτού.
Και έπειτα άρχισε να ψιχαλίζει· θα ορκιζόμουν πως ήταν τυχαίο:
μερικές γουλιές έπεφταν στο εύφορο στήθος του απογεύματος,
όμως ακόμα
πάλευα να αγνοήσω το μάταιο της αποστολής μου; ναι,
παραμερίζοντας με στυλ
κάθε αμφιβολία,
θα επιζητούσα να συνεχιστούν οι έρευνες κάποιας πληρότητας,
θα γινόμουν ο παραισθητικός ντετέκτιβ
κάθε πιθανής διεξόδου. Η βροχή δυνάμωνε,
και παρ’οτι οι πόρτες ήταν ασφαλείας, άνοιξαν ευπρόσδεκτα:
και ήρθαν τα ζωτικά χρώματα και τα συνέλεξα
και τους έβγαλα καφέ και μπύρα και τσιγάρο.
Και παρ’ότι έξω βροντούσε, εδώ το γλέντι στ’αλήθεια είχε ανάψει·
στο τέλος, αυτό ήταν αρκετό
για να μου προξενήσει έναν αφόρητο πονοκέφαλο.
Τότε λοιπόν βγήκα από ‘κει μέσα και -προς έκπληξή μου-
με ακολούθησαν και ορισμένοι καλεσμένοι.
Ήξερα πλέον πως είχα αποτύχει,
οι έρευνες μου μόνο σύγχυση προκαλούσαν,
ο περίγυρος μου παρέμενε εκείνο το Ελάφι, εκείνος ο Καθρέπτης,
Εκείνος Εγώ.
Κιόμως! τώρα σαν κάτι να είχε αλλάξει· μέσα στο ανεπαρκές καρναβάλι που κατρακυλούσε απ’τους αγκώνες μου
και απ’την πλάτη μου, διαφαινόταν σαν σιωπηλό πανηγύρι
η Ουσία των Πραγμάτων,
που υπήρχε και ας ήταν κομμένη στην μέση,
που όντως, ναι, υπήρχε
και η αθέατη υπόσχεση της μ’ακολουθούσε. Και τότε επιτέλους ένιωσα
πως είναι δυνατόν
η πυραμίδα να χτιστεί ανάποδα,
και τότε επιτέλους ένιωσα
πως ένας Ερωτευμένος Συζητητής (για να με καλέσει να του απαντήσω),
μου πρόσφερε την άλλη όψη: και μαζί μ’όλο το οικοδόμημα
σηκωνόταν ένα βάρος
πολύ πιο πέρα απ’το αισθητό!
Έτσι λοιπόν συνέχισα να προχωράω, χωρίς να ξέρω ακόμη για που.
Γυρεύοντας ίσως τους λευκούς παπαγάλους,
προχώρησα.
Έφτασα ως το κέντρο της καταιγίδας
παρέα με κάποιους εναπομείναντες συντρόφους :
πλέον στον ορίζοντα
φαινόταν η λαμπερή άνοιξη ενός σταυρού.
γιου κειμ (Άννα Ντακ)
Ήξερα πως θα’ρθεις
γιατί τα μάγουλά μου καίγανε
ο λαιμός μου είχε στεγνώσει
και το κεφάλι μου έτριζε
μέχρι που το ξύλινο πάτωμα
άρχιζε να τρίζει κι αυτό
απ’τα βήματά σου
κι εσύ έρεες,
έρεες από τις κόχες των ματιών μου
-πύρινη, κοφτερή- στο λαιμό μου,
πιο κοφτερή απ’τα δόντια σου,
πιο ανεξίτηλη απ’τα σημάδια που αφήσαν
Όλες αυτές οι περιγραφές, περί κεκομμένων ανασών, αυξομείωσης των καρδιακών παλμών και
καυλο-βερμπαλισμών,
δεν χωράνε την απλή κατακόκκινη αλήθεια:
Σε θέλω, δεν έχω ξανανιώσει έτσι
και ακούγεσαι υπέροχα όταν λες «χυύνω».
Καινούριο Μέλος (Διονύσης Αντωνάτος)
Μια άσπρη μεταλλική πόρτα έσπρωχνες και έμπαινες στον προθάλαμο
Η υπάλληλος ήταν εκεί να σε καθοδηγήσει
Σου δινε το χαρτί
Έγραφες το ιστορικό σου
Βεβαίωνες ότι δεν είσαι τρελός
Και μια φαρδιά πλατιά υπογραφή στο τέλος
Η υπογραφή που θα σου λυνε όλα τα προβλήματα
Η υπογραφή που θα σου κανε τη ζωή λίγο, ελάχιστα καλύτερη
Την έβαζες
Έμπαινες στο θάλαμο
Και με χειρουργική ακρίβεια
Τυφλωνόσουν
Ο σύλλογος εθελοτυφλόντων αποκτούσε καινούργιο μέλος
Που είστε βρικόλακες; (Morley)
Για μια ωδή στα θλιβερά μάτια μιας τριανταοχτάχρονης πόρνης.
Σπάμε τα τζάμια της καθημερινότητας με την καραμπίνα της Κόλασης,
τους αιματηρούς θορύβους, τα μπικίνι,
τις Μπαχάμες και τα ερωτικά νησιά.
Τους αυστηρούς γείτονες,
τα σαπισμένα πρόσωπα στη λασπερή θηλιά της πρώτης ηλιαχτίδας,
τα ταξί που κινούνται στα γυαλιστερά διαμάντια,
τις κουτσουλιές και τα φλέγματα.
Tα παράσιτα που τρώνε μπιφτέκια στη μούχλα πράσινα,
τα χαμόγελα τα ξεπουλημένα για πενήντα λεπτά.
Ορίστε το πρωινό σας, ορίστε το διαιτολόγιό σας
τριανταπέντε τσιγάρα, τρεις καφέδες και δυο σουβλάκια.
Οι υπόνομοι που ζωντάνεψαν και αναπνέουν κάπνα
σα να γιορτάζουν με φωτιά και λάβα τα πλιατσικολογήματα στα μανάβικα.
Η μπόχα (που δεν πηδιέται στα φανερά μπροστά σε όλους, κρυμμένη πικρά ανάμεσα χωμένη στις σκιές).
ΔΕΣΤΕ ΤΗ, ΔΕΙΤΕ ΤΗ. Δείτε τη όταν ανταλλάζει καλημέρα.
Καλημέρα Μπόχα…
Γεννήθηκε η παλαβομάρα από το ξέχειλο μουνί της πιο παρηκμασμένης μητρόπολης του εγκεφάλου ενός νεαρού που γρονθοκοπείται με ηλεκτροπληξία στους δρόμους.
Ύψωσε το χέρι.
Χαιρέτα τον περαστικό.
Τέντωσε το χέρι τόσο όσο να μην μπορείς να υποφέρεις την ύπαρξη των μαστιγωμένων νεύρων και χτύπα το ταβάνι ή χτύπα το κενό που σε χωρίζει από το ταβάνι.
ΕΙΠΑ ΧΤΥΠΑ ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ ΜΕ ΚΛΩΤΣΙΕΣ ΚΑΙ ΜΠΟΥΝΙΕΣ.
Χτύπα το ταβάνι με την αναθεματισμένη σου την κούτρα για να σκάσει,
για να σωπάσει ή για να του ανοίξεις μια τρύπα να αναβλύσουν λέξεις και πίδακες εικόνες ή για να ανοίξεις μια τρύπα στο κεφάλι σου.
*
ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΣΤΕ ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ, ΠΑΡΗΚΜΑΣΜΕΝΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΛΙΩΜΕΝΑ ΣΚΑΤΟΜΟΥΤΡΑ ΤΩΝ ΒΡΩΜΙΚΩΝ ΚΑΖΙΝΟ, ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΚΟΚΚΑΛΟ ΚΟΝΤΟΠΟΥΣΤΗΔΕΣ;
Μα φυσικά στο επόμενο πένθιμο εμβατήριο της πιο αγέλαστης μπάντας τεμπέλικων τζιτζικιών.
Στην επόμενη Άνοιξη, στο επόμενο μπουκάλι.
*
Και φωνάζουν… εξεγείρονται:
“ΘΑΨΤΕ ΤΟΥΣ ΧΟΥΛΙΓΚΑΝΣ ΒΑΘΙΑ ΣΤΗ ΓΗ”.
“Υποφέρεις και πονάς γκάνγκστα;
Θες να πεθάνεις γκάνγκστα;”
Κλέψτε και φέρτε μου πίσω τα κλεμμένα πορτοφόλια,
τα πορτοφόλια που έκλεψαν οι αληταράδες οι πορτοφολάδες.
Aνοίχτε χώρο, υψώστε γέφυρα με τα πιο βαριά μέταλλα της βιομηχανίας
για να γκαζώσουν με τις πολύτιμες Chevrolet τους
μέχρι το βράχο του πρώτου Καιάδα και να σπάσουν.
*
Μας έδωσαν και παραλάβαμε με καμάρι μια ποίηση μέτρια και εύκολη
και μας είπαν να τη διαχειριστούμε και αφού τη βράσουμε να σας τη σερβίρουμε σε μαύρα φλιτζάνια.
Σαν τις λυγερόκορμες σερβιτόρες στα γαμώμανα και μαρμαρωμένα εστιατόρια των αμερικάνικων επαρχιών, που δεν πεθαίνουν μένουν παντοτινά σκαλωμένα και τοποθετημένα εκεί στο χρόνο.
Εγώ προσωπικά δεν ξέρω αν θα το έκανα για τα χαμόγελα των κοκκινολαίμηδων, χοντρολαίμηδων πελατών ή για τα tips.
Οι λέξεις δεν ανήκουν (Παράταιρος)
Μπήγουν τα νύχια τους στα ποδάρια τους
να στάξει αίμα
Αναβάλουν την καθαριότητα του σπιτιού
Για να κρατήσουν ενθύμιο ξένες τρίχες δίπλα στα μαξιλάρια
Αυτοεξόριστοι σε κατ ‘ οίκον περιορισμό
Λες και η φθορά επέρχεται από το γδάρσιμο του ανέμου
Γαντζώνονται και κρέμονται και αιωρούνται και πετάνε
Και μου θυμίζουν νεογνικά αντανακλαστικά
Ανακαλύπτουνε καινούριες λέξεις
Για να αποφύγουνε τις καθαγιασμένες
Οι λέξεις λένε ψέματα
Οι λέξεις δεν μας ανήκουν
Οι λέξεις μου δεν σου ανήκουν
Ακούω λέξεις που φοβάμαι
στον καθημερινό μου εφιάλτη
Με ξυπνάει η στιχομυθία με το υποσυνείδητο
Κοιμάμαι μόνος να μη ξυπνήσω και σένα
Όποιος δεν ξέρει κολύμπι
Ή πνίγεται στα ανοιχτά
Ή παίρνει στο λαιμό του
Παρακείμενους λουόμενους
Γιατί λοιπόν να χαλάσουμε τα καλοκαίρια μας
Όταν η υπόθεση εμπεριέχει ένα νεκρό το λιγότερο
?
Αναφιέρωτο (Ε. Κάτη)
Έχεις ένα ροδοπέταλο και ένα γιασεμί στον ώμο
Αγόρι.
Την ζωή μου κυβερνάς
και κυβερνιέσαι
απ’ τα πάθη μου.
Αγόρι.
Μόνο εσύ μόνο σκίζεις την πέτρα
και τον άνεμο
και τον ήλιο και μέσα του περνάς.
Αγόρι.
Δεν έχεις πρόσωπο.
Πετάς και χάνεσαι.
Φτερά αγγέλου
και μυρωδιά από γαρδένιες
στο διάβα σου.
Αγόρι.
Έρχεσαι και φεύγεις
μα την ζωή μου ποτέ
ποτέ ποτέ ποτέ
δεν επισκέπτεσαι.
Αγόρι.
Ακλόνητος οδηγός
περασμένων αναμνήσεων
στον δρόμο της λήθης.
(Κινείσαι και χάνεσαι)
Αγόρι.
Ροζ και πορφυρά
υφάσματα
καλύπτουν το πρόσωπο
το λαιμό
τα χέρια
και το σώμα σου.
Αγόρι.
Κάποιοι σε βλέπουν αλλιώς
μα εγώ ξέρω καλά
ποιος
και πως είσαι
Αγόρι.
Άτιτλο (Γωγώ Λιανού)
Ο έρωτας βρέθηκε κρεμασμένος στο δωμάτιο των ξένων,
φορώντας παπούτσια δυο νούμερα μεγαλύτερα.
Μεθυσμένος από κρασί,
λίγο κρασί
και λίγο κρασί ακόμη.
Ποτισμένος με καπνούς και ουσίες.
Με αφρούς να στάζουν απ ‘ το στόμα
στο πάτωμα λίγο-λίγο,
μας κάνανε όλους νευρικούς.
Με το ένα μάτι ανοιχτό
και το άλλο ραμμένο με μαύρη κλωστή.
Ο έρωτας βρέθηκε κρεμασμένος στο δωμάτιο των ξένων,
φορώντας παπούτσια δυο νούμερα μεγαλύτερα.
Ο έρωτας δεν δάκρυσε.
Χαρούμενοι χειροκροτήσαμε όλοι.
Πειραιώς (Άννα Ντακ)
Κορίτσι μου,
τ’ αστέρια κάποτε θα πέσουν στη γη
και θα’ναι χωμάτινα
Στις πελώριες τρύπες που θα σχηματιστούν
θα βουτάν’οι άνθρωποι
γιατί στην κορυφή του Έβερεστ
το έτος διαρκεί 15 μικροσεκόντ λιγότερο
απ’ότι στην επιφάνεια της θάλασσας
Kαμιά φορά περνάω από την Πειραιώς
κι η ύπαρξή μου χάνει το νόημά της στα φανάρια ∙
τόσο εύκολα
σκέφτομαι πως θα ‘ταν να ζωντάνευαν τα χέρια της τοιχογραφίας
πως θα’ταν λες να υπήρχαν δυο πελώρια χέρια που προσεύχονται σε μας
πέρα από κείνα της μητέρας μας;
Oι φίλοι μου σε μετράνε σε λεπτά
είσαι λένε τόσες το πλήθος λέξεις
Εγώ λένε σε μετράω σε ήττες
και σε μερίδες των εξήντα εμ ελ
Αθροίζω πρωινές πρώτες σκέψεις,
εφηβικές παρορμήσεις που αναδύονται
μουσκεμένες
απ’την παχιά ρευστή σκοτεινιά του
μελλοντικού μου μεσοβδόμαδου
εαυτού
Άρα αν τα βάλουμε κάτω
δεν επιτρέπεται να σε σκεφτώ μεσημέρι
Σαλτάρισμα (Αλεξάνδρα Επίθετη)
όλες οι φυλές της γης θρήνησαν,
ήταν αλήθεια,
όταν είδαν Εμένα,
Τον ίδιο,
που ήμουν Υιός και Πατέρας
και Μητέρα
κι Αδερφή
Του εαυτού μου.
Τον Υπάνθρωπο
Τον μέγιστο,
εκ τα βάθη της Κολάσεως,
να αναδύεται από
τις σωρούς
των σκουπιδιών του Ιουνίου.
να αναδεύει τις σακούλες
με τα σαπισμένα
κορμιά
και μέλη.
να κάνει τους γύρω Του
να λιποθυμούν
από τη δυσωδία.
κι έτσι,
ήταν αλήθεια,
έτσι
όπως ο άνθρωπος
δεν ξέρει
πότε θα μπει ένας κλέφτης στο σπίτι του,
έτσι,
γύρισα πίσω
από τους νεκρούς
που Με αφήσατε.
κι έτσι,
όπως πήγα
και θάφτηκα,
εις τους αιώνας των αιώνων,
στον πρώτο σκουπιδοτενεκέ
που βρήκα
στην Σωκράτους,
έτσι αναδύομαι σήμερα.
κι οι νεκροί,
κι οι ξεχασμένοι
ακούνε την φωνή Μου.
κι οι κατάμαυροι ουρανοί
σείονται,
κι όπως ανατέλλω
ξανά
στέλνω λαίλαπες
και τυφώνες
σε όποιον ζωντανό
κάποτε μ’ αγνόησε
που κάποτε του μίλησα
και γύρισε πλευρό
που τον αγάπησα
κι έφυγε με την ουρά στα σκέλια.
επικαλούμαι τώρα
τους νεκρούς Μου.
τους νεκρούς
και θαμμένους στα σκουπίδια
απ’ όλες
τις χωματερές του κόσμου.
στέλνω αγγελιαφόρους Μου
τα σκουλήκια
και τους δαίμονες,
που κλώσαγα και κλώσαγα
για χρόνια
μέχρι να εκκολαφθούν.
τους στέλνω,
όχι με σάλπιγγες,
δεμένους στις σάλπιγγες
που ξερίζωσαν
οι μανάδες
μοναχοκόρων και μοναχογιών
που χάθηκαν
σε φουσκωτές βάρκες,
σε σύγχρονα κυνήγια ευτυχίας,
σε εξοπλιστικά απευθείας φερμένα από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής,
σε βάρδιες 9 με 9
με μισθό
ένα ξεροκόμματο μιζέρια.
γιατί δεν χαίρεστε κύριοι;
που είναι το χαμόγελα σας κυρά μου;
που είναι
τώρα
η δικτατορία της χαράς σας;
που είναι
η εισπνοήεκπνοήμέτραμέχριτο10
οδηγόςαυτοβοήθειαςκαιαυτοβελτίωσης
μοναδικόDVDδιαλογισμού
μόνοισαςστοσπίτι!χωρίςχέριαμαμά!
ΣΚΕΨΟΥ
ΛΙΓΟ
ΠΙΟ
ΘΕΤΙΚΑ!
ΤΟ
ΣΥΜΠΑΝ
ΣΥΝΩΜΟΤΕΙ
ΓΙΑ
ΕΜΑΣ!
λες το σύμπαν
να συνωμοτεί
για 6 δισεκατομμύρια
καταδικασμένες
κλινικές περιπτώσεις;
σίγουρα!
απλά,
συνωμοτεί εναντίον μας.
οι άοπλοι ζητιάνοι
κόβουν τα χέρια τους.
οι ζητιάνοι του κόσμου
κόβουμε
τα χέρια μας
και οπλίζουμε.
κι οι αφέντες
του κόσμου
στέκονται
απέναντι μας
ΠΡΟ ΣΟ ΧΗ.
κλείσε το στόμα σου.
βούλωσε το.
κλείστο
και χαμογέλα.
και βάστα γερά
μην βγάζεις άχνα.
σφίξε τα δόντια,
ΜΗΝ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ.
σφίχτα γερά,
μέχρι να σπάσουν
κι αν τα σπάσεις
κατάπιε τα κομμάτια.
μόνο
ΜΗΝ-ΧΑΝΕΙΣ-ΤΟ-ΧΑΜΟΓΕΛΟ!
ξέρεις μόνο
ποιοι δεν χαμογελούν;
οι αρουραίοι των υπογείων,
οι κατσαρίδες τους,
τα φίδια στο γρασίδι
που τσιμπάνε μονάχα γι’ αυτοάμυνα.
είλωτες
κι αιχμάλωτοι,
ευνούχοι
και σκλάβοι
των ζωών σας,
οι παρίες και τα παράσιτα της πόλης
την έχουν λούσει
βενζίνη
όσο κοιμόσασταν με ανοιχτή την τηλεόραση.
κι Εγώ,
ο πιο τρομαγμένος
ο πιο βρώμικος
ο πιο μικρός απ’ όλους
ανάβω την τελευταία
σπίθα στην
πιο αρχαία
νεκρή πολή.
διότι υπέμεινα
τα πάθη,
κατανίκησα κι έκανα
Τον Θάνατο,
αδερφό.
αλήθεια σας λέω,
πως έρχεται
η ώρα.
και ήδη ήρθε.
Οι μουδιασμένοι το βούλωσαν (Morley)
Λοιπόν οι διαβολικοί έσκασαν.
Το βούλωσαν οι μουδιασμένοι.
Ώρες χαμηλοβλεπούσες κυλάτε με ήσυχα βαδίσματα προς το τέλος σας.
Μην ικετεύεις, μη χάνεσαι.
Πες μας μία σου επιθυμία ακόμα ή ησύχασε.
Ησύχασε σα να μην ακούς ή σα να μη μιλάνε.
Στη θέα της βαβούρας εκείνης και στο στόμα μέσα του θορύβου
χαρτογραφήθηκε και εκείνη η ποταπή νύχτα λες και την έφτυσαν
κάποιο θρασύδειλοι θεοί μαζί με αρχαία χαλάσματα.
Η μύτη ξέχασε τη μυρωδιά του αγαπημένου της πόνου.
Τα νομίσματα στριφογυρίζουν σαν κωλόπαιδα στην τσέπη.
Γνωρίζουν και βλέπουν.
Προδότες και αυτά δίνονται με αντάλλαγμα την επερχόμενη αφραγκία.
Πες μας μια όμορφη ευχή ή σώπασε.
Σώπασε σα να κλείσαμε όλοι τα αυτιά μας μπροστά σου.
Στη θέα της βαβούρας εκείνης και στο στόμα του θορύβου
έγιναν σκέψη, υπήρξαν και μπλέχτηκαν κορδόνια τα ψέματα
λες και κάποιος άγνωστος επισκέπτης να μπέρδεψε τα δάχτυλα του από τον τρομο.
Τα βλέμματα ζητιάνοι βασιλιάδες.
Παραδίδουν το θρόνο για λίγα ακόμα χρυσαφένια δευτερόλεπτα.
Πού γυρνάει απόψε ο λογισμός σου και τί σιχαίνεται να πει;
Μη βλαστημάς και χαμογέλασε.
Πες μου ποιό είναι το αγαπημένο σου φινάλε ή μην απαντάς.
Μην απαντάς σα να μην ακούστηκε ποτέ αυτή η ερώτηση.
Στη θέα της βαβούρας εκείνης και στο στόμα του θορύβου
έζησα κι εγώ, παρέα να κάνω στα ερωτηματικά.
Κόκκινη σκόνη (Σίλουαν Κ.)
Είσαι διάφανη ριγμένη
ανάσκελα στα μαξιλάρια της νύχτας, πως βρέθηκες εκεί κάτω;
πως βρέθηκες εκεί
κάτω;
Απέχουμε πλέον
μέρες
και σφαγμένα μήλα και ο χώρος είναι μια βουβή κραυγή,
πως βρέθηκες εκεί, κάτω;
Η φωνή του τενόρου αιματοκυλά τα χείλη σου
διασχίζουμε το νεκροταφείο
που σκαρφαλώνει στο σβέρκο μας, πες μου
πως βρέθηκες εκεί κάτω;
Χάνεσαι ή επιστρέφεις
επανέρχεσαι, επανέρχεσαι;
Χτυπάνε τον ωμό μου ψελίσματα απ’την ψυθιριστή σφαίρα
λειώνει το πρόσωπο των νεύρων
απ’την σιωπή σου,
πως βρέθηκες εκεί κάτω;
Tα ψημένα ρουθούνια της αποθήκης μας,
πως βρέθηκες εκεί κάτω,
ανέβηκα την σκάλα σαν να ‘μουν ο σκύλος σου
μαύρη κοκαΐνη
τα ρουθούνια τρέμουν απ’την απεγνωσμένη νύχτα σου:
μ’ακούς ή
πλέον είναι στ’αλήθεια αργά,
πως βρεθηκες εκεί κάτω;
Διάλεξα το πρώτο βαγόνι,
λευκή γούνα που χάνει το χρώμα της
ποδοπατιέται απ’τα δόντια μου, θυμάμαι ήσουν αναδυόμενη και σκοτεινή,
έτσι βρέθηκες εκεί κάτω;
Σπάραξα απαλά τα μαλλιά σου,
ήταν όταν ανασάνες ομίχλη: πιρούνια μασάνε το γυαλί
στα πληγωμένα ούλα μας.
Ο κύριος που χτυπάει την πόρτα
ανάποδα και κρεμασμένος, άδειος,
έτσι
βρέθηκες εκεί κάτω;
Και πέφτει η γυναίκα του ματιού απ’την γέφυρα,
δε ήθελα να τρέξω πάνω στην χορδή
απλά ακολούθησα,
ήσουν υποταγμένο δέρμα και μαύρο ράμφος φώτισε
την υγρή βελόνα. Στ΄αλήθεια
έτσι βρέθηκες εκεί κάτω;
Τα χέρια του σκλάβου στις μύτες μας
είναι γροθιές σ’ενα πεθαμένο κουνέλι
η ασφυξία αθώα σα νιαούρισμα βεντάλιας
και δεν έβλεπα εσένα πια
παρά μόνο
την άυπνη άμαξα που καλπάζει.
Έτσι βρέθηκες εκεί κάτω.
Στο δωμάτιο που θυσιάστηκε το βλέμμα σου
αλυχτάνε αποτυπώματα, η καρδιά υπάρχει
στην βραδύτητα,
θα μείνουμε για καιρό ξεχασμένοι
μα
πως βρέθηκες εκεί κάτω;
Ο Δρόμος (Παράταιρος)
Ο Δρόμος είναι μεγάλος.
Για τα δικά τους πόδια
και τα δικά μου.
Εκτελούνται έργα σ ‘ αυτόν
ενίοτε και εργάτες
σίγουρα όχι για τις κακοτεχνίες του Δρόμου.
Οι οδοιπόροι του κουτουλάνε δέντρα
στα στενεμένα πεζοδρόμια
των λεωφόρων του παρελθόντος
και μάλλον δεν χάρηκαν
την όποια ανάσα δροσιάς.
Οι αλήτες των παραδρόμων
κορδώνουνε την ολιγόωρη φυγή τους
χωρίς καν να έχουν καβαλήσει
έστω κι ένα βαγόνι τραίνου.
Η ποτοαπαγόρευση
και οι νόμοι περί αλητείας
δεν τους άγγιξαν ποτέ
όπως δεν συγκινούν κανένα
τα διπλώματα οδήγησης
και τα φθηνά κλεμμένα ποδήλατα.
Ετοιμάστηκα για την μεγάλη κατηφόρα του
με το χέρι μακριά από το φρένο.
Είδα την απουσία ασφάλτου
και αναγκάστηκα να σκονίσω
τα άσπρα παπούτσια που μου φόρεσαν
να ταιριάζω στην τελέτη παράδοσης του Δρόμου.
Κράτος και Eκκλησία λιβανίζουν την ανάπτυξη
και ραντίζουν τους πιστούς.
Ο πάτερ με συγχώρησε που παραμέρισα
και πίστεψε την δικαιολογία της πνευμονίας.
Υποσχέθηκα να προτιμήσω το δικό του μαγαζί
μόνο που θα πιω κούπα μονορούφι
απ’ το άγιο δισκοπότηρο
και θα ξαλαφρώσω την κύστη μου
στον ευκάλυπτο του προαυλίου.
Στις δηλώσεις υπουργών
η κάμερα μ’ έπιασε να κλέβω απ‘ το μπουφέ
που βασικά ήταν τσάμπα
απλά υπερέβαλλα στην δοσολογία.
Η παρουσία μου εκτιμήθηκε
και έλαβα την υπόσχεση
παραχώρησης κιοσκίου
στην μέση του πουθενά του Δρόμου
να πουλάω ψάθινα καλάθια
ή έστω φρούτα εποχής.
Το καλοσκέφτηκα.
Εν τέλει κατάλαβα
ότι δεν μου πάει και τόσο ο Δρόμος
που προτίμησα ένα κιόσκι σε ερημική παραλία
με κονκάρδες για τις Καρέτα–Καρέτα.
Αλλά κι εκεί ακόμα
για να πάω
έπρεπε πρώτα να περάσω
απ ‘το μεγάλο Δρόμο.
ΑΥΤΟ (Γωγώ Λιάνου)
Είναι πρόκληση η ταράτσα χωρίς κάγκελα.
Είναι πρόκληση οι μνήμες σε κάθε γωνιά
κι αυτή η μια που κουβαλώ πάντα μαζί μου.
Είναι πρόκληση τα ποτήρια με τ’ αλκοόλ
και σε σκορπάς μέσα σ’ αυτά
και γύρω-γύρω σ’ όλους.
Να ξεδιψάσουν.
Και να τραβιέσαι εδώ κι εκεί
σα να είσαι από λάστιχο φτιαγμένος.
Είναι πρόκληση να τεντώνεις.
Να δεις πόσο αντέχεις για να σπάσεις.
Είναι πρόκληση το τραίνο που δεν πήρα.
Κι οι εικόνες στο δρόμο, πρόκληση κι αυτές.
Και όλα προκλήσεις και παντού
και πάνω-κάτω, πάνω-κάτω,
νυχτερινά δρομολόγια
με τις φωνές παρέα
χωρίς άνθρωπο γύρω να σου βάλει όριο
και εσύ να ευχαριστείς.
Όχι τον Θεό.
Μα εκείνον που δεν ήρθε.
Γιατί ήταν πρόκληση να θέλει
κι εσύ ν’ αρνείσαι το κενό που σου προσφέρει.
Είναι πρόκληση οι φίλοι που αλλάζουν,
που αλλάζεις μαζί τους κι εσύ
κι αυτοί που σου είπαν ‘’έτσι μείνε’’.
Είναι πρόκληση να μη βγάλεις όπλο στ’ αφεντικό,
να σκύψεις να γλύψεις ξανά και ξανά
-και θα πω-
ξανά και ξανά
να σκύψεις να γλύψεις, είναι πρόκληση.
Να κάνεις υπομονή
κι απ’ την αρχή υπομονή,
τα χέρια σου γερνάνε και το σκοινί χαλάρωσε.
Και οι νύχτες ούρλιαζαν
σα πεινασμένες σκύλες στ’ αφτιά σου,
που τα έκοψες με το μαχαίρι και τους τα πέταξες,
να φάνε, να χορτάσουν.
Είναι πρόκληση ποτέ σου να μη φτάνεις
ενώ πηγαίνεις τρέχοντας
μα ξέχασες πια που κατεβαίνεις.
Πρόκληση είναι οι σκιές
που σου ζητάνε να χορέψεις
και είναι όμορφες και περιποιημένες
κι εσύ φοβάσαι γιατί σου μοιάζουν
και γυρίζεις την πλάτη και σε ξεσκίζουν.
Είναι πρόκληση, που ‘χεις χέρια και δε με κράτησες
μη πέσω κι άλλο, να μην αλλάξω.
Που ‘χεις χέρια και δεν με ταρακούνησες δυνατά
κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο
μήπως ξυπνήσω, γιατί όνειρο είναι κι εφιάλτης.
Είναι πρόκληση να πεις ‘’αντέχω’’,
ενώ σε χτυπάνε από παντού
με τουφέκια και πέτρες και ότι άλλο έχουν
και δε φροντίζουν τις πληγές και προχωράει η μόλυνση,
μέσα ως μέσα και σαπίζεις
και τα σκουλήκια σου θα τρώνε καλά και μεγαλώνουν,
γίνονται ίσα με ‘σένα κι έχεις τώρα κι άλλη παρέα.
Κι η ώρα περνάει κι ο χρόνος κυλάει,
κρίμα για ‘σένα που ‘σαι μόνος.
Κρίμα για ‘μένα που στην ταράτσα ζω.
Σαν τώρα ποτέ δεν φοβήθηκα.
Κι είναι πρόκληση στις μέρες μας να ζεις ευτυχισμένος.
Το πιο άρρωστο πράγμα του κόσμου (Διονύσης Αντωνάτος)
Το πιο άρρωστο πράγμα του κόσμου είναι η μητρική αγάπη
Αυτή που παραφυλάει για το καλό σου και σου τσακίζει τα φτερά
Κι όταν σου λείπει, έρμαιο περιφέρεσαι, άξιος της μοίρας σου θα λεγε ένας στωικός, και την αναζητάς σε μήτρες μητρομανών και σε αρχίδια ξένων
Κι όταν σου δίνεται κουρνιάζεις στη φωλιά
Παίρνεις τη σύνταξη μέχρι να πεθάνει
Και πίνεις κρυφά
Η μαμά σου ξέρει κοριτσάκι
Για αυτό σε σπρώχνει στην κατάλληλη κοινωνική ανέλιξη που τυχαίνει να έχει αντρικό όνομα
Για αυτό σου κάνει πλάτες όταν ξημερώνεσαι αλλού
Και χαίρεται όταν σε καμαρώνει όπως εκείνη ποθεί
Η μαμά σου ξέρει αντράκι
Όταν σου μαγειρεύει ως τα 30, περιμένοντας επιτέλους να ντυθείς γαμπρός και να δολοφονήσει τη νέα σου μαγείρισσα
Κι όταν γράφεις το γράμμα πριν το απόσπασμα
Τα πιο γλυκά φιλιά είναι για κείνη
Που θα πεθάνει απ τη ντουφεκιά που σε σκότωσε ή στην κρεμάλα σου πάνω.
Τα βιβλία μου λεν για πολλά άρρωστα πράγματα
Μα το πιο άρρωστο είναι η μητρική αγάπη
Εσένα (Άννα Ντακ)
Θέλω
να μου περιγράψεις
το πρωί της ημέρας που
αποφάσισες
πως η μαμά σου δεν είναι
ο αγαπημένος σου άνθρωπος στη γη
Θέλω να μάθω αν φοβάσαι,
πως όταν
μεθάς και ψευδίζεις,
λιγάκι,
σταματάς να είσαι εντυπωσιακή
Θέλω να με μάθεις να ερμηνεύω την στιγμιαία αμηχανία σου όταν με βλέπεις
Θέλω να μου διηγηθείς τη μέρα σου, ξεκουμπώνοντας τα κουμπιά
εκείνου του
πράσινου-πετρόλ
πουκαμίσου,
που τόσο σου πάει
Θέλω την πρώτη σου σκέψη όταν ξυπνάς,
τα κυριακάτικα μεσημέρια σου,
τα πρωινά που ξυπνάς με χανγκόβερ
[Θέλω να θέλεις την πρώτη μου σκέψη όταν ξυπνάω,
τα κυριακάτικα μεσημέρια μου,
τα πρωινά που ξυπνάω με χανγκόβερ]
Θέλω να σου αφιερώσω όλο τον γιώργο δομιανό
Θέλω να μάθω
ποιο είναι το αγαπημένο σου σημείο να σε χαϊδεύουν στην πλάτη
και αν
όταν τελειώνεις
θέλεις
να σε κοιτάζω
στα μάτια.
Mέχρι να διαβάσεις το ποίημα, το νερό θα’χει ζεσταθεί ( Σίλουαν Κ. )
Mέχρι να διαβάσεις το ποίημα, το νερό θα’χει ζεσταθεί
και η νεότητα μας σαν ένα τρελό κουτάβι
θα καταριέται την τρυφερότητα της νύχτας·
η νεότητα μας θα ρίχνει γροθιές ασθενικού μποξέρ
στον πρωινό τοίχο του καθήκοντος.
Για λίγο, τα πάντα αστράφτουν: είναι η όραση του ελαφιού
πάνω απ’τον λόφο του σκότους,
ενώ με κοιτάς και κοιτάμε
τον φίλο μας που κοιτάει σαν υπνωτισμένος
την νυχτερινή θάλασσα και λέει πως πρέπει να φύγουμε
από αυτό το γαμημένο μέρος πριν να’ναι πολύ αργά. Δε βλέπεις;
το τέλος έχει ήδη παιχτεί, τα φώτα ανάβουν με την πρώτη κραυγή,
τώρα τι θα κάνουμε;
Μέχρι λοιπόν να διαβάσεις το ποίημα, οι υδρατμοί θα μας σκεπάσουν
και θα πολτοποιήσουν το φάντασμα που μας καταβάλλει:
η ατμόσφαιρα με λιωμένο το κεφάλι είναι ένα τραύμα
που κουβαλάμε μέσα μας με περηφάνια
και οι αναμνήσεις που μόλις δημιουργήσαμε
είναι ασυγκράτητες και οπλισμένες ως τον λαιμό.
Η τρυπημένη σάρκα καίγεται κάτω απ’το ξεχασμένο πορτατίφ
και οι μπύρες μας που ζεστάθηκαν στάζουν στην μοκέτα
ενώ ξημερώνει η γλυκύτητα της ματωμένης γροθιάς
με τον σκονισμένο καφέ στο χέρι
και τα τσιγάρα που καίγονται
σε μια άδεια στάση λεωφορείου
στα δάχτυλα της Αθήνας.
Παρδαλογραφίες (Α. Κοάν)
I
Ωχ τι ταραχή, τι ταραχή,
τι ταραχή και κατουριέμαι!
Φιλόλογοι του γυμνασίου που δηλώνουν φροϋδιστές,
απαγγέλουνε με θέρμη
την Ιλιάδα του Ομήρου – ω!
ω μα τους θεούς του Ολύμπου!
Ας πέσουν κεραυνοί – ω Ζεύς! – και ας μας κάψουν όλους!
Έχετε διαβάσει ποτέ Ονορέ Ντε Μπαλζάκ;
Ναι, βεβαίως, αλλά δε με πολυβόλευε,
γιατί είχα ένα μεγάλο τόμο, δερματόδετο,
και με δυσκόλευε να τον κρατώ καθώς καθόμουνα στη χέστρα.
Σας αρέσει να υποθέσω ο Τσαϊκόφσκι;
Ναι, ντάξει, δε λέω, καλός ειν και του λόγου του,
αλλά πιο πολύ προτιμώ το Σαϊκόφσκι
να δίνει πόνο στα 180 μπι-πι-εμς.
Μη με ρωτήσετε για τον αγαπημένο σας το Σίγκμουντ,
σας παρακαλώ,
δε θα μπορέσω να τ’ αντέξω,
τουλάχιστον όχι μ’ άδειο στομάχι,
και πριν να πιω το δεύτερο φραπέ της μέρας.
Καλύτερα να συζητήσουμε για κάτι πιο σημαντικό,
κάτι λίγο πιο ενδιαφέρον,
όπως πχ τη χρήση παρασίτων ψυχεδελικών,
συλλεγμένα με φροντίδα και με προσοχή
από το Ράριο Πεδίον,
και σερβιρισμένα σε κύπελλο ειδικό
για να τα πιούνε με καμάρι οι πιστοί
σ’ ένα ναό στην Ελευσίνα –
πολλούς αιώνες πριν χτιστούν τα διυλιστήρια κι οι τσιμεντοβιομηχανίες.
Και κείνοι την ακούγανε για τα καλά,
γουρλώνανε τα μάτια
και βλέπανε την Περσεφόνη και τη Δήμητρα
να τους προσφέρουν θεία γνώση.
Τι, όχι; Δε σας αρέσει αυτό το θέμα;
Καλώς, εντάξει, γεια σας.
II
Έχετε δει ποτέ παλαιστή του σούμο
να παίζει κιθάρα ή πιάνο;
Ω μα είναι εξαίσιο, σας λέω!
Ο Γαλάζιος Δούναβης του Στράους κι η Μεγάλη Λειτουργία του Μπαχ
αποκτούνε νέο βάρος
καθώς τα πλήκτρα σπάνε από το πάχος των δακτύλων,
κι οι ισπανικές μπαλάντες και τ’ αργεντίνικα τανγκό
μοιάζουν με επένδυση ταινίας τρόμου
καθώς σκίζονται και τινάζονται εδώ κι εκεί οι χορδές του οργάνου.
Είναι ένα έργο βαθιά ντανταϊστικό,
μια μελωδία επαναστατική,
ένας ριζοσπαστικός ρυθμός,
μια μουσική πολέμου!
Στ’ αλήθεια casus belli!
Απ’ την άλλη δεν υπάρχει τίποτα πιο γκροτέσκο κι αποκρουστικό
από τζόκεϊ που προσπαθεί να παίξει άρπα.
Ω, είναι φρικτό, φρικτό, φρικτό!
Γυρνά τα δαχτυλάκια του τα μικροσκοπικά
πέρα δώθε πάνω στις χορδές τις επιβλητικές
κι αυτά μοιάζουν μ’ αλογόμυγες που πεταρίζουνε
πάνω απ’ την ουρά του αλόγου,
και ίσα ίσα που ακούγεται ένα βουητό,
βουητό ταπεινό και κακομοίρικο σαν και τον δημιουργό του,
που ίσα που ξύνει λίγο τα αυτιά,
μα σε καμία περίπτωση δεν καταφέρνει να τα κάνει να ματώσουν.
Ναι, σωστά παρατηρείτε,
όντως της μουσικής είμαι μεγάλος λάτρης!
Τι λέτε;
Μα όχι κύριε, σας είπα πως δεν παίρνω εγώ ναρκωτικά,
γιατί επιμένετε να αγοράσω;
Τι είπατε; Δεν είναι ναρκωτικά, είναι καραμελίτσες;
Α εντάξει τότε, για φέρτε μου να δω.
Χμμ, ναι, ναι,
νιώθω τη ζάχαρη στα δόντια και στα ούλα,
ναι, ναι,
τελικά είχατε δίκιο.
III
(για τους αθώους που κριθήκαν ένοχοι)
Βεβαίως και πρέπει να αποδείξετε ότι είστε αθώος, κύριε,
τι μήπως νομίζετε, ότι θα σας αφήσουμε χωρίς να μας δείξετε στοιχεία;
Τι; Πώς; Τι εννοείτε πως εμείς πρέπει να αποδείξουμε το ενάντιο,
που ακούστηκε ο κατηγορούμενος να ζητά να αποδειχθεί η ενοχή του;
Όχι κύριε, δεν πάει έτσι το σύστημα,
δε γίνεται έτσι η δουλειά,
εμείς σας φέραμε εδώ προληπτικά,
χωρίς καν να έχουμε υποψία ή να μας έχετε δώσει αφορμή,
κι είναι δικό σας θέμα να μας πείσετε ότι έχει γίνει λάθος.
Ναι βέβαια, γιατί όπως εσείς λέτε ότι είστε αθώος,
έτσι κι εμείς λέμε ότι είστε ένοχος –
αν είναι δηλαδή να παίξουμε έτσι το παιχνίδι.
Και γιατί να σας πιστέψουμε στην τελική, κύριε;
Εμείς σας κατηγορήσαμε αυθαίρετα
κι εσείς εξίσου αυθαίρετα μας λέτε πως δεν έχουμε δίκιο –
μα δε θα προχωρήσουμε έτσι.
Σας παρακαλώ, κύριε, μη σηκώνετε τον τόνο της φωνής σας,
ξέρετε πως φωνάζουν μόνο αυτοί που έχουν άδικο,
κι όσο περνά η ώρα η θέση σας χειροτερεύει.
Πώς είπατε; Ελέφαντας;
Και που ξέρουμε κύριε ότι δεν είστε;
Η δικαιοσύνη εξάλλου όπως λένε είναι τυφλή,
πώς να γνωρίζει αν έχετε μύτη ή προβοσκίδα;
Όχι απλά πρέπει να μας αποδείξετε ότι δεν είστε ελέφαντας,
αλλά επίσης πως δεν είστε κάποιο έτερο θηλαστικό,
κάποιο πτηνό, κάποιο ερπετό, κάποιο αμφίβιο ή έντομο,
κάποιο φυτό, κάποιο μαλάκιο ή και ψάρι.
Κι αφού μας τ’ αποδείξετε όλα αυτά
θα πρέπει να μας πείσετε και πως δεν ψωνίσατε το όπλο
που δε βρήκαμε στο σπίτι σας,
πως δεν πλαστογραφήσετε τόσο καλά το διαβατήριο
που πραγματικά δε μπορούμε να το ξεχωρίσουμε από τ’ αληθινά,
πως δε γνωρίσατε τα άτομα που ίσως να μη γνωρίσατε,
που μπορεί και να εμπλέκονται σε κύκλους τρομοκρατίας
ή βέβαια μπορεί και όχι,
και φυσικά πως δε βρεθήκανε δαχτυλικά αποτυπώματα,
που οι ειδικοί μας δε γνωρίζουνε με σιγουριά αν είναι τα δικά σας,
στον τόπο που μάλλον έγινε το έγκλημα,
αν υποθέσουμε σαφώς πως έγκλημα υπήρξε.
Τι; Πώς; Δε μπορείτε να τα αποδείξετε;
Καλώς κύριε, μην ανησυχείτε,
το δικαστήριο σας κρίνει για να ναι σίγουρο ένοχο
και σας διαολοστέλνει.
IV
Κυρίες και κύριοι,
καλωσήρθατε,
στο μαγευτικό μας τσίρκο!
Εδώ, στην καρδιά της μαυρισμένης απ’ τον ήλιο και τη ζέστη Αθήνας,
σας παρουσιάζουμε
για μια και μοναδική παράσταση,
τον εξαίσιο θίασο μας!
Ελάτε, κυρίες μου και κύριοι,
ελάτε, δείτε και θαυμάστε,
θαυμάστε
τον άνθρωπο με το μουνί στο μέτωπο,
τον άντρα που δε μπήκε ποτέ σε λεωφορείο του ΟΑΣΑ δίχως να χτυπήσει εισιτήριο,
το κτήνος που του αφαιρέσαν την καρδιά χειρουργικά,
τον ακέφαλο χειρούργο που το εγχείρησε,
το σκιάχτρο που κάποτε ζούσε και γαμούσε πότε τα κοράκια και πότε τα σπαρτά
και που πλέον σαπίζει δίπλα στο κουφάρι του αγρότη-κατασκευαστή του,
τη γυναίκα που γεννήθηκε με κάτι σαν αρχίδι,
το σαλτιμπάγκο που βουτά δίχως να παθαίνει γρατζουνιά
μες στο κενό απ’ το ψηλότερο μπαλκόνι της ασχημότερης της πόλης πολυκατοικίας,
το αγόρι με τα εικοσιδύο μάτια,
εκ των οποίων τα μισά βλέπουν κανονικά και τ’ άλλα μισά κοιτούν το κενό το μαύρο της αβύσσου,
τον αποστεωμένο εξωγήινο που βρίσκεται εδώ σε μυστική αποστολή
(περισσότερα δε μπορώ ν’ αποκαλύψω),
τον κουλό τυμπανιστή που αντί για χέρια έχει πιστόλια
(προσοχή!)
και βέβαια,
κυρίες και κύριοι,
τον έναν και μοναδικό οικοδεσπότη σας,
το δημιουργό της ξεραμένης τούτης λίμνης σπέρματος,
το Μέγα Αυνανιστή –
Εμένα!