Καμπάνα

zZz (Ψυχοναύτης)

Χθες αποφάσισα να δοκιμάσω το πιο κακόφημο και εθιστικό απ’ όλα τα ναρκωτικά: το final boss· αυτήν που πήρε το όνομα της από τους «ήρωες» στο Vietnam. Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας διηγηθώ αυτήν την περιπέτεια. Ήθελα καιρό να το κάνω, γιατί έτσι, ως καλός και τολμηρός ψυχοναύτης που είμαι, θα είχα διασχίσει αλώβητος και τα πιο επικίνδυνα και τρομακτικά νερά αυτής Ηπείρου που λέγεται ψυχοδραστικότητα· θα είχα ξεμπερδέψει με το πιο σκοτεινό μέρος αυτού του ταξιδιού, ώστε να το βγάλω από το bucket list μου και να πάω παρακάτω — στα ψυχεδελικά, που φοβάμαι ακόμη περισσότερο· τέλος, θα είχα κάνει ένα σημαντικό βήμα προς το να τερματίσω επιτέλους αυτό το ασυνήθιστο και ιντριγκαδόρικο — αν και συχνά κουραστικό και ψυχοφθόρο — game, αυτό το «narcogame» που αποφάσισα πριν μερικούς μήνες ότι θέλω να παίξω — δηλαδή να γίνω ένα κινητό Psychonaut Wiki1 — και που έχω αρχίσει να βιάζομαι όλο και περισσότερο να τερματίσω, για να βρω άλλο — πιο safe και χαλαρό, λιγότερο αυτοκαταστροφικό και επιβαρυντικό για τις σχέσεις μου — χόμπυ, και να προχωρήσω με την ζωή μου. Συναντήθηκα λοιπόν με έναν — δυστυχώς — έμπειρο σε αυτά φίλο και κάναμε προς Βικτώρια, το άντρο της Κολάσεως. Φτάνουμε εκεί πέρα σε κάτι κωλόστενα που βρωμάνε σήψη, παρακμή, εξαθλίωση, δυστυχία και κατρουλιό, και που δεν θες για κανέναν λόγο να πατήσεις, και βρίσκουμε έναν τύπο να κάθεται σε κάτι σκαλιά. Ο σένιος — συγκριτικά με τους υπόλοιπους της περιοχής — αυτός τύπος μπορούσε να μας βοηθήσει με το «quest» μας. Όσο καθόμαστε μαζί του στα σκαλάκια περνάει ένα αμάξι με Αλβανούς που μας φωνάζει να σηκωθούμε να φύγουμε. Ακούστηκαν απειλητικοί, κι εγώ τρόμαξα λίγο, γιατί νόμιζα ότι μας εκφοβίζουν επειδή κάνουμε νταλαβέρια στο σημείο τους, αλλά αναδρομικά κατάλαβα ότι απλά μας προειδοποιούσαν για το καλό μας. Σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τον δρόμο με τα μπουρδέλα, τους μελλοθάνατους και τα σκουπίδια. Άναψα τσιγάρο να αποφορτίσω την ένταση και την ανησυχία για την αβεβαιότητα του τι ακολουθεί. Ο φίλος μου χαλαρός· είναι βετεράνος. Είχε πιει και δύο ζάνια πριν. Δεν πρόκειται να μας πειράξει κανείς. Αυτή η σκέψη με καθησύχαζε. Άντε να τελειώνουμε. Τρία λεπτά περπάτημα και καθόμαστε λίγο πιο κάτω σε κάτι μαύρα σκαλάκια κάπως καβατζωτά, μία είσοδο ενός κτηρίου, μάλλον εγκαταλελειμμένου. Αρχίζει το νταλαβέρι. Βάζουν, βγάζουν, λεφτά, σακουλάκια, μαλακίες. Δεν ήθελα καν να κοιτάω, ήθελα απλά να τελειώνουμε να πάμε να φύγουμε, να πάμε σε μία νορμάλ γειτονιά. Όμως καθόμασταν παραπάνω απ’ όσο διαρκεί μία τυπική συναλλαγή, γιατί οι δύο τους ήταν κάτι σαν φιλαράκια, οπότε αποφάσισα να γίνω κι εγώ κοινωνικός για λόγους ευγένειας. Αρχίσαμε να ανταλλάζουμε χαμόγελα και να ψιλομιλάμε σε έναν συνδυασμό απλουστευμένων ελληνικών και αγγλικών. Έμαθα ότι είναι Ιρανός, έμαθε ότι σήμερα «ξεπαρθενιάζομαι». Ο φίλος μου μου δίνει λίγο πρέζα να τη νιώσω στο χέρι μου και μου λέει να την περιεργαστώ: μαύρη και σκληρή, σαν σκληρό τσόκο. Μαύρος Θάνατος, τρόμος και καύλα. Με ρωτάει αν με ενοχλεί να πιούμε εκεί επί τόπου, πάνω στο πεζούλι. Εγώ είχα περιέργεια και βιαζόμουν να δοκιμάσω, οπότε κανένα θέμα· το μόνο που με ένοιαζε είναι να φύγουμε γρήγορα γιατί φοβόμουν μην μας δουν μπάτσοι με αυτόν τον ύποπτο τύπο. Το ότι ήταν μετανάστης δεν βοηθούσε καθόλου. Αν μας έβλεπαν, δεν την γλιτώναμε. Επίσης, τι φάση, θα πιούμε πάνω σ’ αυτό το πεζούλι που έχει λουστεί από τα κάτουρα όλων των Αθηνών; Δεν γαμιέται; Το σπάει με την κάρτα και το κάνει δύο καφετιές γραμμές. Είναι πιο μεγάλες από αυτές που έχω συνηθίσει να βλέπω με άσπρο χρώμα και τον ρωτάω μην και πεθάνουμε. Γελάει. Χρειαζόμαστε καλαμάκι. Εγώ δεν βγάζω λεφτά μπροστά σε αυτόν τον έμπορα, οπότε σκίζουμε και τυλίγουμε το πιστοποιητικό εμβολιασμού του φίλου μου σαν καλαμάκι, και το πίνουμε μύτη. Νιώθω μία κάθαρση. Επιτέλους υπερέβην έναν ακόμη φόβο του Θανάτου, και έβγαλα κι αυτό το πράγμα από το bucket list του παχνιδιιού μου μου. Περιμένω 5 λεπτά να δράσει. Ο έμπορος πάει στην γωνία να κατουρήσει. Όσο εκείνος λείπει, λέω στο φίλο μου «τι καθόμαστε εδώ, αν περάσουν μπάτσοι θα έχουμε θέμα, γιατί δεν φεύγουμε;». Είναι η δεύτερη φορά που του το λέω. Καβατζώνει την πρέζα από πίσω μας και μου λέει «άραξε, εσύ δεν έχεις τίποτα πάνω σου». Αν σκάσουν, εγώ απλά κάνω τον Κινέζο. Στρίβουμε τσιγάρο. Μέχρι να τελειώσει το τσιγάρο μου τα έχει βάλει…. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί εθίζεται και καταστρέφεται τόσος κόσμος απ’ αυτό» Παίζει να το είπα αυτό και 5 φορές κατά την διάρκεια της νύχτας. «Αμάν» σκέφτομαι ξανά, «γιατί δεν φεύγουμε;» Πάμε γυρεύοντας. Μου λέει κάτσε να έρθει ο τύπος και την κάνουμε. Έρχεται. Δεν προλαβαίνει καλά καλά να κάτσει και περνάει αμάξι από μπροστά μας. «Μπάτσοι» λέει ο φίλος μου. «Φτου σου γαμώτο και το φοβόμουν!» Πόσες ήταν οι πιθανότητες; Αλλά σήμερα «καθάριζαν» την γειτονιά. Ο φίλος μου λέει ότι αυτό που συμβαίνει είναι ότι μάλλον τα νταλαβέρια χαλάνε την πιάτσα στα μπουρδέλα και οι μπάτσοι έχουν θέμα με τα λεφτά που τσεπώνουν από την προστασία. Μήπως όμως μετέφεραν εκεί την πιάτσα για να χτυπήσουν μια κατάληψη που στεγάζεται παραδίπλα; Μυστήρια πράγματα. Περνάνε αργά και χαμηλώνουν το παράθυρο. «Πίνουμε τίποτα;» Ρωτάει ο μεγαλύτερος σε ηλικία μπάτσος. Ο νεαρότερος δεν μιλάει καθόλου. Κάνουμε όλοι τους ανήξερους. Ανοίγουν την πόρτα και κατεβαίνουν κάτω. Εγώ παίρνω φάτσα βρεγμένης γάτας και βγάζω τον σκασμό γιατί φοβάμαι ότι αν μιλήσω θα πω μαλακία και θα μας κάψω. Αυτοί το παίρνουν χαμπάρι ότι είμαι άκυρος και αρχίζουν να ρωτάνε τον φίλο μου που κάθεται ανάμεσα σε εμένα και τον έμπορο, ένα σκαλάκι πιο ψηλά κι από τους δύο και είναι εντελώς ψύχραιμος. Ο μπάτσος φουλ αυστηρός και σοβαρός, δεν σηκώνει πολλά πολλά· είναι παλιός στο κουρμπέτι. Αρχίζει η ανάκριση. Εγώ έχω χεστεί πάνω μου στη σκέψη ότι θα πάω αυτόφωρο και θα μάθει η μάνα μου τι κάνει ο κανακάρης της όταν βγαίνει τις νύχτες και γυρνάει το χάραμα· αλλά είμαι ταυτόχρονα και χαλαρός από την πρέζα και νιώθω σα να μην τρέχει κάστανο. Νιώθω ηδονή, χαλάρωση, αλλά και ένταση και στρες. Είμαι μία αντίφαση. Νιώθω και υπέροχα και απαίσια. Δεν φαίνεται όμως ότι έχουμε πιει, είμαστε κυριλέ. Μας ρωτάει τι κάνουμε εδώ. Βόλτα στα μπουρδέλα, απαντάμε. Ρωτάει τον φίλο μου τι κάνουμε εδώ με τον μετανάστη. Ο δικός μου απαντάει ότι δεν τον ξέρουμε και ότι «εγώ βόλτα με τον φίλο μου ήρθα». «Ποιον κοροϊδεύουμε;» σκέφτομαι. Ο μπάτσος το έχει πάρει χαμπάρι ότι κάτι βρώμικο παίζει εδώ. Μας κάνει ερωτήσεις και απαντάμε σαν ηλίθιοι· ο Ιρανός το παίζει κακομοίρης που δεν ξέρει γρι ελληνικά. Μας λέει να πούμε αν έχουμε τίποτα πάνω μας πριν μας το βρουν. Δεν παραδεχόμαστε τίποτα. Ψάχνουν γύρω μας και βρίσκουν την ηρωίνη. «Τι βλέπω εδώ; Πρέζα;». Μας λένε να σηκωθούμε και μας κάνουν σωματικό έλεγχο. Εμένα με παίρνει ο νεαρός — μάλλον ήταν μαθητευόμενος ακόμη, ευγενικός και ήρεμος. Με ρωτάει τι κάνω εδώ. Του εξηγώ ότι ήρθα από εξωτερικό για Πάσχα και του δείχνω και το πάσο μου για να κερδίσω λίγο συμβολικό κεφάλαιο στα μάτια του, μπας και την βγάλω καθαρή. Μετά ψάχνει τον φίλο μου. Ο σοβαρός μπάτσος ψάχνει τον μετανάστη. Κάπου εκεί κατάλαβα ότι μάλλον δεν έχουν κάτι με εμάς, γιατί μάλλον μας έβλεπαν ως θύματα κι εκείνον ως τον θύτη· δύο Έλληνες 20ρηδες και ένας ξένος, άγνωστος 40ρης. Ήταν σχεδόν λογική η αντίδραση του μπάτσου; Άρχισα να ψυχανεμίζομαι ότι μάλλον θα την γλιτώσουμε, αλλά η αγωνία μου δεν είχε ακόμα σιγάσει. «Κι άλλη πρέζα» λέει όσο τον ψάχνει. Ντάξει λέω, την γάμησε για τα καλά. Μην τα πολυλογώ, του φοράει χειροπέδες μπροστά μας και λέει στον φίλο μου «Πάρε τον φίλο σου και φύγετε από εδώ. Και να κόψεις τις μαλακίες που πίνεις, ακούς;». «Μαλάκα πάμε γρήγορα να φύγουμε από αυτή τη κωλογειτονιά, φθηνά την γλιτώσαμε» του λέω με ανακούφιση και χαρά· ήμουν χαμογελαστός κι ας είχα φάει shock. Ανεβαίνουμε προς τον πολιτισμό. Νιώθω το σώμα μου σαν να έχω κάνει το καλύτερο σεξ, να έχω δεχθεί τα καλύτερα χάδια και να έχω αποκοιμηθεί και ξυπνήσει αγκαλίτσα, χωρίς ξυπνητήρι, το μεσημέρι. Γλύκα. Σχολιάζουμε πως παραλίγο να γαμηθούμε για τα καλά, αλλά δεν μας ένοιαζε και πολύ γιατί ήμασταν πολύ μαστουρωμένοι για ανησυχίες. Αυτά σου κάνει άραγε η ηρωίνη; Είσαι στο χείλος της καταστροφής και δεν σου καίγεται καρφί; Μου λέει πως σήμερα «γράφτηκε λογοτεχνία». Του λέω κρίμα για το «φιλαράκι» του, αλλά εκείνος δεν φάνηκε να ανησυχεί ιδιαίτερα. Μου είπε ότι ο τύπος μάλλον θα την γλιτώσει, αλλά εκείνος για την πρέζα λυπάται. Χάσαμε έτσι 10 ευρά. Δεν έμαθα το μάθημα μου. Του λέω «πάμε αλλού να ξαναπάρουμε» ένα τάλιρο αυτή τη φορά. Άλλο που δεν ήθελε κι αυτός, απλά περίμενε να το προτείνω εγώ. Πάμε προς Α.Τ Ομόνοιας. Βλέπουμε μια παρέα να κάθεται σε κάτι πεζούλια και ρωτάμε μία πρεζού αν ξέρει κανέναν· μας πάει 5 βήματα πιο κάτω σε έναν τύπο που σπρώχνει. Κάθεται με μια παρέα τεσσάρων αχρείων πάνω σε ένα χαρτόνι και κάτι κάνουν. Με κοιτάνε κάπως, παραήμουν καθαρός. Γίνεται τσακ μπαμ η δουλειά. Κάνουμε κυριολεκτικά πέντε βήματα πιο δίπλα και λέει «έλα να το πιούμε εδώ». Ήμασταν μπροστά στον δρόμο αλλά είχε σκοτάδι. Ήταν σαν ένα στερέωμα στο ύψος του στήθους μας που βόλευε. Του λέω να πάμε κάπου πιο κυριλέ καλύτερα· είχα φάει overload από τόση σήψη και παρακμή που έβλεπα. Ήθελα να νιώθω ότι δεν θα με ελέγξουν οι μπάτσοι μόνο και μόνο εξαιτίας της περιοχής στην οποία με πέτυχαν. Επιμένει λίγο ακόμη, και εφόσον βλέπω ότι θα το πιούμε όλο με την μία και θα τελειώνουμε, πείθομαι τελικά. Κάνει δύο μεγάλες και χοντρές γραμμές με όλο όσο μας είχαν βγάλει — με το πάσο μου το οποίο στη συνέχεια έγλειψα για να πάρω ο,τι είχε κολλήσει πάνω. Τις κοιτάω και τον ξαναρωτάω μην πεθάνουμε. Γελάει πάλι. Ρουφάμε και κάνουμε να γυρίσουμε προς τα πίσω. Η πρεζού μας ζητάει να της βγάλουμε λίγο ζ ως χατίρι που μας βοήθησε, αλλά ατύχησε, μόλις μας είχε τελειώσει. Του γκρινιάζει λίγο αλλά μας αφήνει. Τώρα είμαστε νόμιμοι, έφυγε ένα βάρος απ’ την πλάτη μου. Θέλω να πιω μπύρα και να κάνω ένα τσιγάρο, γιατί πάντα θέλω να κάνω ένα τσιγάρο με ο,τι δοκιμάζω, αλλά ακούγεται πως δεν είναι ασφαλές με πρέζα. Ο φίλος μου λέει δεν παίζει πρόβλημα και μου εξηγεί ότι το ένα εντείνει τις επιδράσεις του άλλου, οπότε, μαστουρωμένος καθώς ήμουν, αρχίζω να αλλάζω λίγο γνώμη· λέει δεν παίζει πρόβλημα με μία μόνο μπύρα γιατί έχει πολύ λίγο αλκοόλη. Φοβάμαι πάλι μην πεθάνω, οπότε το σκέφτομαι λίγο. Πείθομαι εύκολα. Παίρνουμε μια μπύρα από το περίπτερο και ανάβουμε τσιγάρο στο δρόμο. Κάνουμε να πάμε προς το Μουσείο δίπλα στο παλιό Πολυτεχνείο, οπού είχαμε ξεχάσει μία, πρεζοφίλη του, που είχε πιστέψει πως μπορεί να πάρει δάνειο online για να μπορεί να συνεχίσει να πίνει ντρόγκια, αφού έχασε την δουλειά της. Είχε να κοιμηθεί 2-3 μέρες απ’ το σίσα. Κρατούσε και ένα βρώμικο αδέσποτο σκυλί στην αγκαλιά της, ωστόσο πολύ γλυκό και χαριτωμένο πλάσμα. Εγώ θα προτιμούσα να είμαι μόνος μου με τον φίλο μου που είχα τόσο καιρό να δω, αλλά εκείνη ήταν τόσο χαμένη στον κόσμο της, όπου καμία φορά ήταν σαν να μην υπάρχει. Μέχρι να φτάσουμε στο Μουσείο να την συναντήσουμε με πιάνει ακραία αναγούλα. Το ήξερα ότι είναι συχνή παρενέργεια αλλά μέχρι τότε δεν είχα νιώσει τίποτα και νόμιζα ότι την είχα βγάλει καθαρή. Μάλλον το ‘χα παρακάνει για πρώτη φορά, ίσως έπρεπε να πιω λιγότερο. Φτάνουμε και καθόμαστε εκεί μπροστά. Βάζω την ζακέτα μου για μαξιλάρι και ξαπλώνω ανάσκελα στο πεζοδρόμιο χωρίς να με νοιάζει τίποτα, όσο εκείνοι κάθονται από πάνω στο σκαλάκι. Θέλω να ξεράσω αλλά δεν μπορώ. Μετά από κάνα δεκάλεπτο, επιτέλους ξερνάω. Η αναγούλα πήγαινε και ερχότανε ανά διαστήματα, οπότε ταλαντευόμουν μεταξύ έντονης ηδονής και έντονης δυσφορίας· αλλά δεν έφυγε ποτέ ανεπιστρεπτί από εκείνη την ώρα και μετά. Μέχρι την ώρα που με έπιασε αναγούλα, ήταν Παράδεισος, από εκείνη τη στιγμή και μετά μου το χάλασε τόσο, που είπα «δεν αξίζει τελικά όλο το πακέτο». Μου στέλνει η έτσι. Έχει ορεξούλες, γιατί τα χει πιει. Δεν θέλει *καθόλου* να κάνω ναρκωτικά. Είναι κάθετη σε αυτό. Τι να της πω; Να μας το χαλάσω; Γράφω για λίγο τον φίλο μου και καυλαντίζω με μηνύματα όσο ηδονίζομαι και αναγουλιάζω. Έχω άρση αναστολών, έχει κι εκείνη. Τέλεια χημεία, πολλή καύλα. Δεν θέλω να μας το χαλάσω. Συνειδητοποιώ ότι τα — απαράμιλλα — χάδια της μου προκαλούν παρόμοια αίσθηση στο σώμα, ίσως όχι τόσο έντονη, αλλά χωρίς κανένα αρνητικό τίμημα. Νιώθω τόσο τυχερός που την έχω στην ζωή μου. Κάπως συγκινούμαι. Αφήνω το κινητό γιατί νιώθω ενοχές που γράφω τον φίλο μου, όσο η φίλη του έχει πάει σε ένα ATM να δει αν δούλεψε το δάνειο — κάτι που φυσικά δε συνέβη. Η δεύτερη γραμμή μαζί με την μπύρα μου τα έχουν βάλει πλεον για τα καλά. Του λέω να σηκωθούμε να πάμε να βρούμε την φίλη του — της οποίας το κινητό είναι κλειστό από μπαταρία. Σκέφτηκα ότι ένας περίπατος θα μου έκανε καλό. Παρατηρώ ότι έχω αρχίσει και ψιλοφέρομαι κανονικά σαν να πάσχω από κάποια βαθιά άγνωστη, πνευματική αναπηρία.. Παραπατάω, μιλάω πιο αργά, περίεργα, συνειρμικά και χωρίς πολλή συνοχή. Του μιλάω για εκείνη. «Νομίζω έχω αρχίσει και ερωτεύομαι». Πάμε προς Σύνταγμα να σπάσουμε. Παίρνω κάτι να φάω — αναγουλιάζω ξανά επειδή έφαγα — και παίρνω το λεωφορείο. Ένας πιτσιρικάς με κοιτάει σαν κάτι να έχει καταλάβει. Το παίζω ότι είμαι κουρασμένος υιοθετώντας τη σχετική γλώσσα του σώματος. Αλλά δεν ήμουν κουρασμένος, ήμουν ναρκωμένος. Κατεβαίνω και μπαίνω σπίτι. Η μάνα μου ήταν ξύπνια, αλλά μπόρεσα να το παίξω για τα 5-10 δευτερόλεπτα που αλληλεπιδράσαμε. Λέω στην έτσι τι έχω πιει. Δε χαίρεται. Προσπαθώ πολύ, αλλά παραείμαι ζαμπόν και αναγουλιασμένος για να ανταποκριθώ και να το συνεχίσω. Ευτυχώς μου δείχνει κατανόηση. Πέφτω στο κρεβάτι φοβούμενος ότι δεν θα με πάρει ο ύπνος από την αναγούλα. Με παίρνει σε ένα λεπτό. Ξυπνάω την επόμενη μέρα και πάω στην θεία μου που μας κάνει το τραπέζι· κύριος σαν να μην τρέχει τίποτα. Το σώμα μου ένιωθε ακόμη μία κάποια ηδονή, αλλά ίσως να ήταν κι από τον ύπνο. Τέλος…. ; 1Ιντερνετική Εγκυκλοπαίδεια με θέμα της την ενημέρωση και ασφαλή χρήση ψυχοδραστικών ουσιών. επιμέλεια: Pantelis Krintz σημείωση επιμελητή: διαφωνώ κάθετα με τη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών και επίσης σιγά μην αγοράσατε πρέζα αγαπητοί φοιτητοπόζεροι.

Ο Δράκος (Άλεξ Κοάν)

Η ιστορία αυτή πρέπει να ξεκινήσει σε κάποια απομονωμένη γωνιά ενός μεγάλου κι αχανούς δάσους, σ’ ένα ξεχασμένο ξέφωτο χωρίς καθόλου δέντρα και μ’ ένα σπιτάκι, πέτρινο. Εκεί θα ζει ο δράκος. Ένας μόνο δράκος, μοναχός, χωρίς δράκαινα ή δρακόπουλα, δράκος χωρίς δρακογενιά. Και, παρ’ όλο που ναι μόνος του, αυτός ο δράκος δεν είναι λυπημένος. Όχι, αυτόν τον δράκο πρέπει να τον φανταζόμαστε χαρούμενο. Κάθε μέρα ξυπνάει με την αυγή, τρώει ένα ελαφρύ κοτόπουλο για πρωινό, βγαίνει χαμογελαστός στο ύπαιθρο για να μαζέψει τρόφιμα, νερό και ξύλα για το τζάκι.

Τόσο απλή πρέπει να είναι η ζωή του. Λίγες οι ανάγκες του, ελάχιστα και τ’ άγχη, ένας αυτάρκης δράκος που μπορεί να ναι παράδειγμα για όλους τους δράκους του πλανήτη, με την αφοσίωση, την καλοσύνη και την απλότητα του. Ποτέ δε ζήτησε κάτι που δε δικαιούταν, ποτέ δεν πήρε κάτι που δεν του άνηκε, κι ούτε ποτέ του ενόχλησε κανέναν. Ήταν ένας δράκος Κύριος με Κάπα κεφαλαίο, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανείς να του το αναγνωρίσει.

Μια μέρα λοιπόν, ο καλός ο δράκος, έχοντας βγει με σκοπό να πάει στο ποτάμι να πλυθεί, απομακρύνθηκε λίγο απ’ τη συνηθισμένη ζώνη του στο δάσος, κυνηγώντας ένα μικρό σκιουράκι για να το φωτογραφίσει. Βλέπετε, αυτό ήταν το χόμπι του. Να μαζεύει δηλαδή φωτογραφίες από τα πλάσματα που μαζί τους μοιραζότανε το δάσος. Μα έτσι, άθελά του, βρέθηκε σε περιοχή ανθρώπων, κι ήρθε μούρη με μούρη μ’ έναν ξυλοκόπο ταπεινό. Ο ξυλοκόπος σαν τον είδε τρόμαξε, πετάχτηκε μακριά κι έφερε το τσεκούρι του στο ύψος του προσώπου, έτοιμος να του επιτεθεί αν ήτανε ανάγκη. Ο δράκος όμως έκανε να τον καθησυχάσει.

«Ω, με συγχωρείτε, άνθρωπε, δεν το θελα να σας ταράξω. Εγώ να, τυχαία βρέθηκα εδώ, ένα σκιουράκι κυνηγούσα. Κακό δεν πρόκειται να κάνω, σας τ’ ορκίζομαι, δεν είμαι πονηρός, ούτε κι έχω όφελος κάποιον του είδους σας να φάω, εμένα το κοτόπουλο μ’ αρέσει μόνο, και λιγότερο το χοιρινό. Να, για ν’ αποδείξω τις προθέσεις μου τις αγαθές, αφήστε με να σας βοηθήσω. Βλέπετε κείνη τη βελανιδιά; Που ναι θεόρατη και ούτε δέκα άνθρωποι δε μπορούν να ρίξουν; Ε, εγώ με την μύτη της ουράς μου θα την κόψω και θα σας την παραδώσω σε κομμάτια χίλια – θα ναι αρκετή να βγάλετε σχεδόν όλο το χειμώνα».

Κι ο δράκος τότε όντως με τη μύτη της ουράς του έκοψε τη βελανιδιά και την τεμάχισε σε χίλια κομμάτια, κι ο ξυλοκόπος χάρηκε πολύ, τον ευχαρίστησε, και του υποσχέθηκε πως θα ερχόταν να τον βρει και να του φέρει πέντε κότες και είκοσι αυγά απ’ το μικρό του κοτέτσι.

«Χάρη με λένε,» ανακοίνωσε στο δράκο, «κι ό,τι υπόσχομαι πάντα όντως το κάνω».

Φόρτωσε τα ξύλα σε μια καρότσα μεγαλούτσικη, που τσίμα τσίμα τα χωρούσε όλα, και χαιρετήθηκαν οι δυο τους σα φίλοι και τράβηξαν στα σπίτια τους κι οι δυο, ο δράκος στο ξέφωτο, ο Χάρης στο χωριό.

Εκεί τον είδανε οι άλλοι άνθρωποι με μάτι μικρό και ζήλια μεγάλη. Που τα βρήκε τόσα ξύλα, αναρωτιόντουσαν, πώς τα κοψε όλα μόνος; Κι αυτός, καλός μα κι αφελής επίσης, σαν τον ρωτήσανε τους είπε όλη την αλήθεια. Πως ένας δράκος τον βοήθησε, και χωρίς αυτόν ούτε πέντε κούτσουρα δε θα χε.

Κι αμέσως τότε το χωριό όλο ταράχτηκε, τρόμαξε που τόσο κοντά τους ζει ένας δράκος. Οι άντρες καλέσανε συμβούλιο έκτακτο στο καφενείο, χωρίς όμως να ειδοποίησουνε το Χάρη. Κι αποφασίσανε να πάνε έξι απ’ αυτούς, οι πιο δυνατοί και νέοι, τον δράκο να ξετρυπώσουνε και άμεσα να τον σκοτώσουν.

«Μα πώς,» είπε ένας τους, «πώς θα τον βρούμε μες στο τεράστιο δάσος; Τόσα χρόνια θα ζει εδώ, κι όμως ποτέ κανείς μας δεν τον είδε. Κρυμμένος κάπου θα βρίσκεται, μακριά απ’ το βλέμμα των ανθρώπων, κι εμείς, τυφλοί, πώς θα τον ανακαλύψουμε μέσα στα τόσα δέντρα και τις πέτρες;»

«Ο Χάρης,» απάντησε ένας γέροντας, «ο Χάρης θα ξέρει που είναι κρυμμένος. Σίγουρα θα πάει να τον ξαναβρεί, να του ζητήσει κι άλλα ξύλα. Και τότε εμείς, κρυφά, θα τον ακολουθήσουμε, κι έτσι θα μάθουμε που μένει».

Και όντως, δέκα μέρες αργότερα, ο Χάρης, αν και δεν ήθελε βέβαια άλλα ξύλα να ζητήσει, φόρτωσε στο καλαθάκι του, όπως είχε υποσχεθεί, πέντε σφαγμένα κοτόπουλα και είκοσι φρέσκα αυγά, και κίνησε προς το σπίτι του δράκου. Κι οι έξι νέοι, οι επίλεκτοι, τον πήραν αμέσως στο κατόπι.

Και κάμποση ώρα αργότερα έφτασαν, ο Χάρης φανερά κι οι έξι στα κρυφά, στο ξέφωτο με το δρακόσπιτο στη μέση. Ο ξυλοκόπος μπήκε μέσα και συνάντησε το φίλο του, κι οι άντρες κάτσαν έξω να καταστρώσουνε το σχέδιο τους.

«Απλό είναι,» είπε ο ένας τους. «Θα μπούμε μέσα και θα τον αιφνιδιάσουμε. Δε θα προλάβει ν’ αντιδράσει κι έτσι κάποιος από μας θα μπορέσει και θα του κόψει το κεφάλι».

«Όχι,» απάντησε ένας άλλος, «είναι πολύ επικίνδυνο να του επιτεθούμε στο ίδιο του το σπίτι. Γνωρίζει καλά το χώρο του, σίγουρα θα χει πλεονέκτημα απέναντι μας, κι ακόμα είναι πιθανό στο σπίτι να χει όπλα κι εργαλεία δρακόντια, δέκα φορές πιο βαριά και δυνατά απ’ τα εργαλεία των ανθρώπων».

«Κι επίσης,» πρόσθεσε ένας τρίτος, «στο σπίτι θα χει μαζί του και τον ξυλοκόπο, με τον οποίο φαίνεται πως έχουν γίνει φίλοι. Είναι αρκετά δύσκολο να πολεμήσουμε το δράκο, δεν πρέπει να χουμε κι άνθρωπο απέναντί μας».

«Άρα, μια λύση μόνο μένει,» ακούστηκε μια μακρινή φωνή, βραχνή και γέρικη. Ήταν η πονηρή αλεπού, που παραμόνευε κι άκουγε τη συζήτηση τους.

«Τι θέλεις, βρωμερή αλεπού;» φώναξε ο μεγαλύτερος από τους άντρες, που δεν εμπιστευότανε κανένα από τα πλάσματα του δάσους.

«Ακούστε με,» τους έκανε, «κι αν δεν σας αρέσει αυτό που θα σας πω, τότε απλά εγώ σηκώνομαι και φεύγω».

«Μίλα».

«Όντως, για να σκοτώσετε τον δράκο θα πρέπει να τον βγάλετε απ’ το σπίτι του. Να τον δελεάσετε να μπει στο δάσος, κι εκεί, μέσα απ’ τα δέντρα, πισώπλατα να βγείτε σεις και να του επιτεθείτε».

«Και πώς θα το κάνουμε αυτό, πώς θα τον κάνουμε να πάει στο δάσος;»

«Εδώ μπορώ να σας βοηθήσω εγώ. Τον ξέρω χρόνια αυτόν τον δράκο, ξέρω πως έχει για χόμπι του να βγάζει φωτογραφίες ζώων. Θα πάω λοιπόν και θα του πω πως είδα πιο κάτω, εκεί, ένα σπάνιο είδος σαύρας. Δε θα το παρασκεφτεί, θα πάρει αμέσως τη φωτογραφική του μηχανή και θα τρέξει εκεί που θα του υποδείξω. Εκεί θα είστε εσείς και θα τον περιμένετε».

«Καλό ακούγεται το σχέδιο, αλλά γιατί να σε εμπιστευτούμε;»

«Γιατί θα μου δώσετε αντάλλαγμα, αν πετύχει φυσικά το σχέδιο μας. Ξέρω τι δώρα έφερε στο δράκο ο άνθρωπος, μύρισα το καλάθι του καθώς περπατούσε. Του φερε πέντε κοτόπουλα και είκοσι φρέσκα αυγά. Αυτά λοιπόν θέλω. Εσείς θα πάρετε το δράκο σας, κι εγώ τ’ αυγά και τα κοτόπουλα μου».

«Εντάξει,» είπε ο μεγαλύτερος, «είναι δίκαιη η συμφωνία. Εμπρός λοιπόν, πες μας που να κρυφτούμε και τράβα στο δρακόσπιτο».

Κι η αλεπού τους έδειξε λίγα μέτρα πιο πέρα κάτι βελανιδιές, κι οι έξι άντρες πήγαν εκεί να περιμένουν.

Αυτό όμως που δε γνωρίζανε ήταν πως η αλεπού ήταν καλή φίλη του δράκου μας, και παρόλο που πανούργα ήτανε και πονηρή, είχε προσόν να είναι πιστή και τίμια φίλη. Κι όταν μπήκε στο πέτρινο σπίτι, αντί να πει αυτά που στους άντρες υποσχέθηκε, είπε στον δράκο την αλήθεια, πως δηλαδή έξι άντρες τον περιμέναν πέρα, στις βελανιδιές, με μόνο σκοπό να τον σκοτώσουν.

«Μα μη φοβάσαι, φίλε δράκε μου,» του είπε η αλεπού, «γιατί τώρα έχω σχέδιο και ξέρω πως θα τους αιφνιδιάσεις. Από πίσω τους αθόρυβα θα πας, το στόμα σου θ’ ανοίξεις και θα τους φας όλους με μια χαψιά».

«Θα τους φάω;» διαμαρτυρήθηκε ο καλός δράκος. «Μα τι λες, αλεπού; Αφού εγώ δεν τρώω ανθρώπους».

«Δράκε, λογικέψου,» του είπε ο Χάρης. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι φίλοι σου, αυτοί θέλουν το κακό σου. Δεν έχεις άλλη επιλογή, παρά να δράσεις γρηγορότερα και να τους καταπιείς πριν προλάβουν να σηκώσουν τα σπαθιά τους».

«Όχι, όχι, Χάρη μου, σου λέω δε μπορώ να τους φάω, κι ούτε να τους πειράξω θέλω, γιατί την επόμενη φορά δε θα ρθουν μόνο έξι, μα όλο το χωριό θα ρθει να με σκοτώσει».

«Εδώ δεν έχεις κι άδικο. Θα πρέπει λοιπόν να βρούμε νέα λύση».

«Ακούστε,» είπε η πονηρή αλεπού. «Αφού δε θες να τους φας τότε θα πρέπει να τους δελεάσεις. Να τους δώσεις κάτι για αντάλλαγμα κι αυτοί να σε αφήσουν έτσι ήσυχο, κι όταν γυρίσουν στο χωριό να πουν πως όντως σε σκοτώσαν».

«Πολύ σωστά, αφήστε το πάνω μου και περιμένετε με να γυρίσω,» έκανε ο Χάρης, κι αμέσως έτρεξε να βρει τους έξι άντρες, με τα χέρια του ψηλά, να δείξει πως δεν είχε όπλα. Κι όταν τους είδε φώναξε:

«Συγχωριανοί μου, φίλοι μου, έρχομαι εν ειρήνη. Έμαθα τις προθέσεις σας, πως ήρθατε να σφάξετε το δράκο, μα μέγα λάθος θα πράξετε αν τολμήσετε κάτι τέτοιο. Γι’ αρχή, ο δράκος πιο δυνατός ειν από σας, πιο έξυπνος επίσης, και μια χαψιά αν ήθελε θα σας είχε ήδη κάνει. Για την ακρίβεια, εγώ ήμουν αυτός που τον συγκράτησε, εκείνος όταν έμαθε τα νέα πήγε να σηκωθεί και να ρθει να σας φάει, μα του είπα πως δεν είναι συνετό, κι ότι καλύτερα να ρθω να σας μιλήσω. Και μάλιστα τον έπεισα μαζί σας να κάνει συμφωνία. Λοιπόν, ο δράκος έξι δέντρα θα κόψει για σας, να χετε ξύλα για όλον τον χειμώνα, και σε αντάλλαγμα εσείς θα τον αφήσετε ήσυχο, κι όταν γύρισετε και στο χωριό θα πείτε πως η αποστολή εξετελέσθη».

Οι άντρες το σκέφτηκαν για λίγο βλοσυροί, και τελικά αποφάσισαν και δέχτηκαν τη συμφωνία.

Κι ο δράκος αμέσως βάλθηκε και έκοψε έξι παχιές βελανιδιές, τις τεμάχισε και τους έδωσε τα ξύλα. Κι όχι μόνο αυτό, μα τους χάρισε και τη μεγάλη την καρότσα του, αφού αλλιώς θα ήταν βέβαια αδύνατον να τα κουβαλήσoυν.

Κι όταν οι άντρες γυρίσαν στο χωριό, σέρνοντας την καρότσα με τα ξύλα σαν λάφυρο πολέμου, τρέξανε όλοι να τους χειροκροτήσουνε και να τους συγχαρούν. Μα κάποιος, γέρος, πιο σκεπτικός, τους είπε:

«Καλά και τα ξύλα που κλέψατε, σίγουρα δε θα κρυώσετε καθόλου το χειμώνα, μα πώς θ’ αποδείξετε πως όντως σκοτώσατε το δράκο; Δε φέρατε το πτώμα του, ούτε καν ένα μέλος του σώματός του, δε φέρατε τίποτε απολύτως».

«Δε μας πιστεύεις, γέροντα, ότι όντως του κόψαμε το κεφάλι;»

«Αν το κεφάλι δε δω, τότε όχι, δε σας πιστεύω».

«Ε λοιπόν αύριο κιόλας το πρωί πάλι θα πάμε στο δρακόσπιτο και θα στο φέρουμε στο τζάκι σου να το κρεμάσεις».

Δύσκολα τα πράματα για τους έξι νέους της ιστορίας, και λύση όλο το βράδι μαζεύτηκαν να βρούνε. Και τίποτε καλύτερο δεν καταφέραν να σκεφτούν, πέραν του να γυρίσουνε στο ξέφωτο κι αλήθεια τούτη τη φορά να σκοτώσουνε το δράκο.

Έτσι κι έγινε το επόμενο πρωί, οι έξι τράβηξαν πάλι για το δάσος. Μα λίγο πριν φτάσουν στο δρακόσπιτο, τους είδε με την άκρη του ματιού του ο ξυλοκόπος Χάρης, χωρίς εκείνοι να τον αντιληφθούνε. Βλέπετε, το βράδι με το δράκο είχανε πιει τόσο κρασί, που απ’ το πολύ μεθύσι είχε περάσει εκεί τη νύχτα, και μόλις τώρα επιτέλους έφευγε να πάει πίσω στο σπιτικό του. Μα φυσικά, μόλις τους άντρες είδε, αμέσως έκανε μεταβολή και έτρεξε πάλι στο φίλο του να του προλάβει τα μαντάτα.

«Μα τι τους έχω κάνει πια;» ρώτησε παραπονιάρικα ο δράκος. «Γιατί τόσο θέλουνε να με σκοτώσουν;»

«Δεν έχει σημασία τώρα αυτό, σημασία έχει μόνο να δούμε τι θα κάνεις».

«Άμα τους δώσω κι άλλα ξύλα; Ή έστω κάποιο άλλο δώρο;»

«Δίνε δίνε και θα σου ρχονται πλέον κάθε μέρα, κι όταν πια δε θα χεις άλλα να τους δώσεις τότε και θα σε σκοτώσουν».

«Και τότε; Τι να κάνω τότε;»

«Έχω μια ιδέα, δράκε. Είναι απλή και θα πετύχει χωρίς να χυθεί ούτε σταγόνα αίμα. Λοιπόν, πέσε στο πάτωμα και κάνε το νεκρό. Μη σηκωθείς αν δε σου πω να σηκωθείς, μην κάνεις κίνηση καμία, και περίμενε, θα δεις τι θα τους κάνω».

Τότε ο Χάρης έπιασε ένα κουζινομάχαιρο που βρήκε εκεί, δρακόντιο, σαν σπαθί για τους ανθρώπους, κι έσκισε ένα κοτόπουλο στη μέση, ίσα ίσα για να γεμίσει η λεπίδα του αίμα. Κι ακόμα, το αίμα που περίσσεψε, το πήρε και το τριψε επάνω στην κοιλιά του δράκου, ο οποίος μετά υπάκουσε κι έπεσε στο πάτωμα και έκανε τον ψόφιο. Βγήκε ύστερα έξω, κρατώντας το μαχαίρι, και πήγε να βρει τους έξι.

Μόλις τους είδε φώναξε:

«Α, εδώ είστε παλικάρια μου, κι ότι σας χρειαζόμουν».

«Τι θέλεις, ξυλοκόπε;»

«Βοήθεια θέλω φίλοι μου, σεις που χετε μπράτσα γερά, να πάρετε το δράκο στα χέρια σας και να μου τον φέρετε στο σπίτι».

«Πώς; Θέλεις δηλαδή να πεις πως σκότωσες μόνος σου το δράκο;»

«Ακριβώς, με τούτο το παλιό μαχαίρι του σκισα τα εντόσθια. Ελάτε αν θέλετε και μόνοι σας να δείτε».

Και πήγανε οι έξι νέοι με το Χάρη μαζί μες στο δρακόσπιτο, κι όντως αντίκρισαν το δράκο χάμω, νεκρό, και μ’ αίματα γεμάτο.

«Συγχαρητήρια, ξυλοκόπε,» είπε απ’ τους νέους ο μεγαλύτερος, «δεν στο χα μα είσαι παλικάρι. Άκουσε τώρα, θα σε βοηθήσουμε να μεταφέρεις το υπόλοιπο κουφάρι, μα άσε μας κι εσύ να κόψουμε το κεφάλι του, γιατί αυτό μας ζήτησαν απ’ το χωριό να τους πάμε».

«Το κεφάλι του; Όχι, δε γίνεται αυτό, τον θέλω ολόκληρο για να τον βαλσαμώσω. Εξάλλου εγώ τον σκότωσα, εγώ δικαιούμαι και το πτώμα».

Το σκέφτηκαν τότε τα έξι παλικάρια, και είδαν πως ο ξυλοκόπος είχε δίκιο – δικό του το θανατικό, δικό του και το πτώμα. Μα μόνο, για να μην τους πνίξει η ντροπή όταν γυρίσουν πίσω, του ζήτησαν να πει πως τον βοήθησαν κι οι έξι, κι ότι μόνος του ποτέ δε θα τα χε καταφέρει.

«Εντάξει, θα πω πως με βοηθήσατε, αλλά το πτώμα εγώ θα το κρατήσω».

Κι όπως τα συμφωνήσανε, οι νέοι φόρτωσαν το δράκο, κι όλοι μαζί κίνησαν στο χωριό να γυρίσουν. Κι εκεί πάλι τους υποδέχτηκαν θριαμβευτικά, βλέποντας όλοι και το πτώμα, και κανένας δεν τους αμφισβήτησε ούτε κανείς τους ρώτησε το λόγο.

Κι αφού τον δράκο άφησαν στο μικρό σπίτι του Χάρη, εκεί του είπε πια να σηκωθεί, να πλυθεί, κι όταν βραδιάσει πια να φύγει στα κρυφά και να γυρίσει στο δρακόσπιτο του.

Έτσι κι έγινε, τον δράκο δεν τον ενόχλησαν ποτέ ξανά, μα μόνο ο Χάρης καμιά φορά ερχόταν και του φερνε κοτόπουλα, αυγά και μπόλικο κρασάκι, και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Όραμα ενός ξυλοκόπου (Οδυσσέας Διαμάντης)

Το πευκοδάσος ήταν επιβλητικό. Παντού έβλεπες πράσινα και καφέ φύλλα, χιόνι, κορμούς με χίλιες αποχρώσεις του γκρίζου και του καστανού. Οι πευκοβελόνες ήταν απλωμένες στο έδαφος σαν τα χαλιά στα σπίτια το χειμώνα, έστω σε όσα υπάρχει τέτοια άνεση. Δεν άφηναν άλλο δένδρο να φυτρώσει, πλην ορισμένων θάμνων, οι οποίοι από το κρύο είχαν σχεδόν νεκρωθεί. Χιόνιζε και το είχε στρώσει για τα καλά. Η λευκή κουβέρτα έκανε το δάσος να μοιάζει με ονειρικό τοπίο. Μόλις που έχει αρχίσει να ξημερώνει και το δάσος κοιμόταν ύπνο βαθύ, από τον οποίο δεν ήθελε να ξυπνήσει. Όλα του τα ζώα είναι καλά κρυμμένα σε λαγούμια. Στο ποτάμι και τον καταρράκτη, χοντρές, κρυστάλλινες κρούστες πάγου είχαν σχηματιστεί.

Μέσα στο δάσος βρίσκεται ένας ξυλοκόπος. Υλοτόμος, με σύγχρονη ορολογία. Κρατάει ένα τσεκούρι βαθύ κόκκινο, όπως στη Λάμψη του Κιούμπρικ, και φοράει έναν πράσινο σκούφο και ένα χοντρό μπουφάν. Είναι ψηλός και έχει ένα παρουσιαστικό που θυμίζει τον θεό Πάνα, με έντονα ζυγωματικά, μύτη ελαφρώς γαμψή, προτεταμένο μέτωπο με μια βαθιά, οριζόντια ρυτίδα έκφρασης και μεγάλο σαγόνι. Τα μαλλιά και τα γένια του ήταν κατακόκκινα. Την αγριωπή εντύπωση του προσώπου του, τη μαλάκωναν τα δύο πράσινα μάτια του, ίδια με το χρώμα των φύλλων των πεύκων όταν ο ήλιος τα φωτίζει το ανοιξιάτικο μεσημέρι και δύο ρυτίδες κάτω από τα μάτια του, οι οποίες προκύπτουν σε όσους μπορούν να χαμογελούν συχνά και πηγαία. Έκανε γρήγορα βήματα προς το δέντρο που ήθελε να κόψει και σε κάθε δρασκελιά έπρεπε να σηκώνει ψηλά τα πόδια του για να διασχίσει το πυκνό χιόνι. Ένιωθε ότι είχε τη δύναμη να το κάνει. Είχε βάλει στο βαν του αντιολισθητικές αλυσίδες και είχε έρθει ίσαμε το δάσος για να κόψει πεύκα. Το ξύλο του πεύκου δεν είναι και το καλύτερο, καθώς αρπάζει γρήγορα αλλά και τάχιστα φλέγεται και γίνεται στάχτη πριν το καταλάβεις. Δεν είχε όμως και πολλές επιλογές.

Ζούσε μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, στον οικισμό Χ, ο οποίος βρισκόταν περίπου σαράντα λεπτά έξω από την Αθήνα. Είχε γίνει μια μεγάλη διακοπή ρεύματος, η οποία είχε ταράξει τους κατοίκους και την καθημερινότητά τους. Από την προηγούμενη μέρα, όλοι έψαχναν τρόπο να ζεσταθούν. Άλλος είχε προμηθευτεί πετρέλαιο, άλλος έκαιγε ξύλα, άλλος είχε σόμπα γκαζιού που την άναβε με τις ώρες και είχε στο υπόγειο γκαζάκια για ρεζέρβες. Κάποιοι που ζούσαν στην ανέχεια πήγαιναν στο δάσος και έκαναν παράνομη υλοτόμηση ή έκαιγαν πλαστικά και οποιοδήποτε τοξικό υλικό μπορούσε να καεί. Τα συνεργεία της ημικρατικής εταιρείας παροχής ρεύματος υποτίθεται ότι δούλευαν πυρετωδώς και ότι το αργότερο σε δύο μέρες θα είχε λυθεί το όλο θέμα. Κανείς δεν το είχε πιστέψει. Ούτε ο κοκκινομάλλης ξυλοκόπος. Για αυτό, επειδή ο καυστήρας του είχε πάθει βλάβη, αποφάσισε να κάψει τα ξύλα που θυμόταν ότι είχε στην αποθήκη. Όμως, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει να προμηθευτεί. Είχε φύγει δύο μέρες για κάποιες δουλειές και το λησμόνησε. Είχε ξεχαστεί τελείως και δεν είχε πάρει ξύλα ελιάς ή πουρναριού που είχαν την καλύτερη απόδοση. Ο προμηθευτής ξύλων δεν μπορούσε να ανταποκριθεί πλέον στις παραγγελίες του κόσμου: όταν τον πήρε τηλέφωνο, τον άκουσε με στενοχώρια να του λέει ότι αδυνατούσε να εξυπηρετήσει και του ευχήθηκε καλή δύναμη.

Η βασική του δουλειά ήταν αυτή του κασκαντέρ. Είχε καλύψει στα δύσκολα πολλούς ηθοποιούς. Είχε πηδήξει από ταράτσα σε ταράτσα, είχε πατήσει το γκάζι χωρίς δισταγμό σε σπορ αμάξια, είχε βουτήξει σε λίμνες όπου δεν ήξερες τι θα συναντήσεις μέσα, είχε κάνει σούζες πάνω σε μηχανές και είχε κάνει καταδύσεις σε μεγάλα βάθη. Είχε ξεκινήσει ως κομπάρσος και στην πορεία προέκυψε να γίνει κασκαντέρ. Το μποξ είχε βοηθήσει στο ξεκίνημα: είχε αποκτήσει αθλητικό σωματότυπο και το αγριωπό του παρουσιαστικό με τα σγουρά κόκκινα μαλλιά και τα πυκνά γένια τον καθιστούσαν ξεχωριστό στον φακό και είχε παίξει σε δεκάδες διαφημίσεις. Στην πορεία είχε ασχοληθεί, πιο επιδερμικά, με την ορειβασία και την κατασκήνωση σε συνθήκες βουνού. Ακόμη και αυτά λειτούργησαν υπέρ του.

Κάποτε,  ένας ατζέντης, είχε περάσει να δει τα γυρίσματα για το επεισόδιο μιας σαπουνόπερας. Ο κοκκινοτρίχης τον είχε προσεγγίσει και του εξέφρασε το ενδιαφέρον να ασχοληθεί με τις δύσκολες και επικίνδυνες σκηνές στα έργα και τις ταινίες. Στο βιογραφικό του φαινόταν ότι ήξερε από πολεμικές τέχνες, υπήρχαν και βίντεο από αγώνες που το επιβεβαίωναν. Ακόμη, υπήρχε αναφορά στη συμμετοχή του σε έναν ορειβατικό σύλλογο. Ο ατζέντης παλιά είχε ασχοληθεί επίσης με την ορειβασία και συμπάθησε τον κοκκινοτρίχη, όταν εκείνος άρχισε να του μιλάει για τον ορειβατικό σύλλογο της περιοχής του. Του πρότεινε μετά από λίγες μέρες να γίνει κασκαντέρ σε μια ταινία δράσης με αυτοκίνητα. Με τον τρόπο αυτό, ο κοκκινοτρίχης είχε βρει το επάγγελμά του.

Το αστείο, σκεφτόταν ο κοκκινοτρίχης ξυλοκόπος, ήταν ότι είχε εργαστεί όντως ως υλοτόμος στο παρελθόν και ότι στον ρόλο όπου είχε να αναλάβει στη νέα παραγωγή, της οποίας τα γυρίσματα ξεκινούσαν σε λίγες μέρες, είχε να καλύψει τις δύσκολες σκηνές κολύμβησης σε ποταμό για έναν… μοναχικό ξυλοκόπο. Είχε διαβάσει λίγο το σενάριο και του είχε φανεί πολύ άστοχο και προχειροφτιαγμένο. Ήταν σαν να προσπαθούσαν να μιμηθούν τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ» χωρίς τη Λαίδη Κόνι Τσάτερλυ, τον Όλιβερ Μέλλορς ή τον κύριο Τσάτερλυ. Ήθελε να ήταν κριτικός κινηματογράφου και να μπορούσε από το γραφείο του να παίρνει ένα φτυάρι και, με ζήλο, να θάβει όλες τις φτηνιάρικες παραγωγές που φτιάχνονταν για να εισπράξουν γρήγορα τα χρήματά τους οι παραγωγοί και, τελικά, δεν τις θυμόταν κανείς ύστερα από ένα με δύο χρόνια το πολύ. Αλλά, πώς θα έβγαζε τα προς το ζην ένας κασκαντέρ χωρίς ηλίθιες ή φτηνές ιστορίες στη μεγάλη οθόνη;

Περπατάει προς το δέντρο της αρεσκείας του, ένα αρκετά ίσιο πεύκο. Εδώ είναι που δημιουργείται ξέφωτο πριν τον απότομο γκρεμό. Λοξοδρομεί και κοντοστέκεται στην άκρη του και βλέπει τη θέα. Στο βάθος είναι η πόλη των Αθηνών που αχνοφαίνεται και κάποια μικρά χωριά της Αττικής γης και οι οφιοειδείς περιφερειακοί δρόμοι. Λίγο πιο πέρα, είναι ο παγωμένος καταρράκτης: είχε χρόνια να ζήσει τέτοιο κρύο ο τόπος. Προχωράει πάλι προς τα πίσω, με μεγάλες, αργές δρασκελιές, για να βρει το πεύκο που είχε επιλέξει. Σκέφτεται ότι μπορεί με μερικές θαρραλέες τσεκουριές να το ρίξει κάτω και μετά να το κόψει σε μικρότερα κομμάτια. Από το πάχος του κορμού, υποθέτει ότι δεν είναι ούτε τριάντα ετών. Δεν φυσάει καθόλου: ο άνεμος έχει εντελώς σταματήσει και τα πάντα, εκτός από το χιόνι που πέφτει ασταμάτητα, μοιάζουν ακίνητα. Κανένας άλλος άνθρωπος δεν υπάρχει γύρω. Νιώθει ότι θα ήθελε λίγη παρέα τέτοια ώρα. Τα συννεφιασμένα πρωινά πάντα ο νους του τρέχει σε διάφορες σκέψεις. Η σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό του εκείνη την ώρα ήταν τι θα φορούσε – θα φορούσε;- Εκείνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι, διότι ξύπνια αποκλείεται να ήταν. Είχε να τη δει καιρό και την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει, του έδειχνε πως δεν δεχόταν να βρεθούν οι δυο τους.

Πιάνει γερά και σφιχτά το τσεκούρι του. Στέκεται μπρος στο πεύκο. Ανασηκώνει τους ώμους του, ξεφυσάει και παίρνει μερικές βαθιές ανάσες πριν ορμήσει. Υψώνει το τσεκούρι ψηλά πριν το πρώτο χτύπημα, όπως είχε υψωθεί το κόκκινο λάβαρο πριν καρφωθεί στο Ράιχσταγκ, όπως η σημαία της αστερόεσσας πριν το ανεπανάληπτο κλικ του φωτογραφικού φακού στη Σελήνη. Χτυπάει με δύναμη το τσεκούρι πάνω στον κορμό, με αποφασιστικές και ακριβείς κινήσεις. Πρώτα φεύγουν κομματάκια του φλοιού από το σημείο όπου πέφτει με δύναμη το τσεκούρι. Ο ξυλοκόπος ζεσταίνεται και για να διευκολύνει τη διαδικασία, βγάζει το μπουφάν του και το αφήνει να πέσει κάτω. Έχει μείνει με ένα πουλόβερ και ένα άσπρο πουκάμισο από μέσα. Έχει αρχίσει να ιδρώνει: το σώμα του παίρνει φωτιά εύκολα, ακόμη και στα χιόνια. Συνεχίζει να χτυπάει. Ακούγεται ένας παράξενος ήχος, σαν διαπεραστική κραυγή. Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά. Τίποτα δεν κουνιέται, κανείς δεν φαίνεται πουθενά.

Συνεχίζει. Αλλάζει τη θέση του για να χτυπήσει κι άλλο τον κορμό και από το βάρος να πέσει μόνος του, χωρίς να τον πλακώσει. Ακόμη ένα ουρλιαχτό ακούγεται. Πάλι δεν φαίνεται κανείς. Βγάζει για λίγο τον σκούφο του και ξύνει το κεφάλι του απορημένος. Θα φταίει που δεν κοιμήθηκε πολύ καλά. Έχει σηκώσει τα μανίκια του και συνεχίζει το ξυλοκόπημα. Το δένδρο μοιάζει έτοιμο. Ακούει το τρίξιμο. Τρέχει παράμερα για να μην σκοτωθεί. Το πεύκο, από τα πιο ευθυτενή που είχε δει για κοινό μεσογειακό, πέφτει κάτω με βρόντο στο χιόνι και το βαθουλώνει ακουμπώντας στο χώμα. Εκείνος προχωράει τη δουλειά του. Αρχίζει και το κόβει σε μικρότερα κομμάτια, για να τα τρίψει με τη λίμα και να τα έχει έτοιμα για να τα ρίξει στο βαν και μετά στο τζάκι του. Έχει βγάλει τον σκούφο του. Αν δεν φοβόταν ότι θα κρύωνε, θα είχε πετάξει και το πουλόβερ. Ακούγεται ένα κλαψούρισμα, σαν μικρού παιδιού. Και πάλι, δεν μπορεί να καταλάβει από πού ακούγεται. Η συννεφιά καλά κρατούσε, μόνο αραιά και πού σχηματιζόταν μια χαραμάδα στα σύννεφα και φαινόταν για λίγο ο Ήλιος για να κρυφτεί πάλι στο παρασκήνιο. Πήγαινε τα κούτσουρα στο βαν, βάζοντας όσα χωρούσαν σε μια σκληρή τσάντα που είχε μαζί του. Είχε αφήσει το όχημα σε έναν δρόμο έξω από το δάσος. Όταν τα είχε μαζέψει όλα, έκλεισε την πόρτα και μπήκε στο όχημα. Του άρεσε η ζέστη του.

Ένιωσε ότι είδε μια ανθρώπινη φιγούρα πάνω στα δέντρα, πριν βάλει μπρος. Κοίταξε προσεκτικά: μια κοπέλα που φορούσε ένα λευκό χιτώνα στεκόταν, χωρίς να πέφτει, με τα γυμνά της πέλματα να ακουμπούν στον κορμό ενός πεύκου. Στο κεφάλι της είχε ένα στεφάνι από κλαδιά πεύκου και κουκουνάρια. Φαινόταν λυγερή, όχι ψηλή αλλά περήφανη και αγέρωχη, με μακριά καστανά μαλλιά, κάτασπρο δέρμα, λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου. Είχε πολύ σοβαρό ύφος το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με την αέρινη αύρα της. Για μια στιγμή του θύμισε Εκείνη… Αλλά, πριν προλάβει να χαθεί σε οποιαδήποτε σκέψη, του πέρασε από το μυαλό το τρομακτικά αυτονόητο: πώς ήταν δυνατόν να στέκεται οριζόντια προς το έδαφος, σε ύψος τριάντα μέτρων και να μην πέφτει; Τα μαλλιά της και το στεφάνι της, αντί να πέφτουν προς το έδαφος, αψηφούσαν τη βαρύτητα. Η γυναικεία μορφή τον κοίταξε. Είχε ένα διαπεραστικό βλέμμα και κάτι μάτια, γαλανά ζαφείρια. Εκείνος, έτριψε τα μάτια του και βγήκε έξω από το όχημα, για να πλησιάσει και να διαπιστώσει αν όντως την έβλεπε ή είχε τρελαθεί. Όντως, υπήρχε μπροστά του: την είχε πλησιάσει αρκετά και διαπίστωσε ότι το βλέμμα της, παγερά όμορφο, ήταν εχθρικό.

Η γυναικεία μορφή κατέβηκε από το δέντρο και πατούσε απαλά πάνω στο χιόνι. Του φώναξε: «Νομίζεις ότι αυτό που έκανες θα περάσει έτσι απλά; Θεωρείς ότι ήρθες εδώ και θα κάνεις ό,τι σου κατέβει, έτσι; Σήμερα έχεις μπλέξει άσχημα». Κρυστάλλινη, κοφτή φωνή, γρήγορη ροή λόγου. Εκείνος απόρησε ειλικρινά και απάντησε, ρωτώντας, «Τι ακριβώς έκανα; Θα ξεπαγιάσω στο σπίτι με το κρύο αν δεν κάψω κανένα ξύλο. Ποια είσαι, δηλαδή, που πρέπει να σου δώσω και λόγο»; Χωρίς να του απαντήσει, σε κλάσματα δευτερολέπτου, τον έφτασε αιωρούμενη και τον γρονθοκόπησε. Το χτύπημα ήταν ξαφνικό και τον βρήκε απροετοίμαστο. Παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Αναπήδησε γρήγορα προς τα πίσω και ετοιμάστηκε να της ανταποδώσει το χτύπημα. Πριν προλάβει όμως να αντιδράσει, η γυναίκα με το στεφάνι από κλαδιά πεύκου του είχε ρίξει μια κλωτσιά στο στομάχι, τον είχε ρίξει κάτω στο χιόνι και του πατούσε με μια απίστευτη δύναμη το πρόσωπο με το δεξί της πέλμα. Ένιωθε ότι θα του έσπαγαν τα μηνίγγια από την πίεση. Πώς ήταν δυνατό ένα τέτοιο πλάσμα να ασκεί τόση δύναμη; Παρεμπιπτόντως, τι όμορφα δάχτυλα ήταν αυτά στα πόδια της: το σχήμα τους ήταν ανεπανάληπτα ντελικάτο. Για μια στιγμή, σκέφτηκε ότι, αν ήθελε να τον λιώσει κάποιο πόδι, το είχε βρει.

Εκείνη του είπε αγριεμένα: «Σκότωσες έναν από τους αδερφούς μου. Αυτό το δέντρο που έκοψες και τεμάχισες ούρλιαζε, δεν άκουγες; Κάθε τι στο δάσος έχει ψυχή. Αλλά πού να ακούσεις… Ένας φαντασμένος άνθρωπος είσαι, ένας ηλίθιος θνητός, για τον οποίο η Φύση είναι κάτι ασήμαντο. Θα πληρώσεις ακριβά για αυτή σου την πράξη». Ευθύς, τον αρπάζει από τα μαλλιά και του δένει τα χέρια με έναν χαλκά που εμφανίστηκε με ένα χτύπημα των λεπτών της δακτύλων. Τρέχοντας και σχεδόν χωρίς να πατάει στο έδαφος, του κολλάει τη μούρη στον κορμό ενός πεύκου. «Σου άρεσε που έξυνες το καημένο δέντρο με τη λίμα σου; Τώρα θα σου τρίψω τη φάτσα, αλητήριε». Κι έτσι έκανε. Ο ξυλοκόπος δεν μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να χώνονται ακίδες και κομμάτια ξύλου στο πρόσωπό σου, στα μάγουλα, στη μύτη, στα φρύδια, στα χείλη σου. Έτρεχε αίμα από το πρόσωπό του. Κομμάτια επιδερμίδας είχαν αρχίσει να φεύγουν από το άγριο σύρσιμο. Αλλά, να λέμε την αλήθεια, δεν είχε ρίξει ούτε ένα δάκρυ. Αυτό, το είχε προσέξει η νύμφη και την εκνεύριζε.

Τότε, της ήρθε μια πιο επιθετική ιδέα. Τον κοίταξε με ένα πονηρό βλέμμα, σαν εκείνους τους ανθρώπους που έχουν σκαρφιστεί το θάνατό σου, τον έχουν σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια και σου μιλάνε για το πώς είναι ο καιρός έξω. «Ρώτησες πριν πώς με λένε. Είμαι η Πίτυς, και φυλάω τα πεύκα σε αυτό το δάσος. Εσύ, που δεν δάκρυσες καν, τι όνομα έχεις; Πονάς καθόλου»; Εκείνος της απάντησε, βαριανασαίνοντας και φτύνοντας αίμα: «Αφού δεν σε νοιάζει, τι νόημα έχει; Ορέστης λέγομαι. Και όχι, δεν πονάω». Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της και είπε: «Και γιατί να μη με νοιάζει, παρακαλώ; Ήρθες εδώ, δεν απολογείσαι για ό,τι έκανες και κάνεις ειρωνικές ερωτήσεις». «Αφού δεν με άφησες να πω οτιδήποτε», της αντίτεινε. «Αντιμιλάς κιόλας. Οποία ύβρις… Για να δούμε, θα πονέσεις με αυτό που θα πάθεις τώρα, Ορέστη»; Πριν καν το καταλάβει, μέσα στο στόμα του είχε μαγκωθεί ένα φίμωτρο με καρφιά που του έσπασε αρκετά δόντια και το κεντρικό καρφί του τρύπαγε τη γλώσσα. Ο πόνος ήταν τρομερός. Προσπαθούσε να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορούσε. Μούγκριζε υπόκωφα και κυλιόταν στο έδαφος σαν να είχε αποτρελαθεί. Αίμα έβγαινε από τη μύτη του και δεν μπορούσε να πάρει μια σωστή ανάσα, κοντεύοντας να πνιγεί. Δάκρυα έβγαιναν ανεξέλεγκτα από τα μάτια του. Η νύμφη Πίτυς, τον έπιασε από τους ώμους, τον ακινητοποίησε και με ένα άγγιγμα πάνω στο φίμωτρο, εκείνο χάθηκε μεμιάς. Το στόμα του ήταν κατακκόκινο από το αίμα, το οποίο έφτυνε στο πλάι: άλλο που δεν ήθελε αυτό το φάντασμα να τον βασανίσει χειρότερα έτσι και της λέρωνε τον κάτασπρο χιτώνα.

Εκείνη, τον πλησιάζει περισσότερο. Πρώτη φορά τον κοίταξε με συμπόνια. Του χαϊδεύει το πρόσωπο και του δίνει ένα φιλί στα χείλη. Με τρόπο μαγικό, αμέσως όλες οι πληγές κλείνουν και το στόμα του γίνεται όπως πριν. «Άμα ήσουν πιο ευγενικός στην αρχή, δεν θα είχα ξεσπάσει έτσι. Όπως σε βλέπω, τα τραγίσια πόδια σου λείπουν. Σωστός αγριάνθρωπος. Κάποτε, σε αμνημόνευτους χρόνους, είχα ερωτευτεί έναν θεό, τον Πάνα: ήταν δέκα φορές πιο άξεστος από σένα. Έφτιαξε έναν περίφημο μουσικό αυλό και έπαιζε δυνατά όπου πήγαινε: τον άκουγες και ήξερες ότι επρόκειτο να σε πανικοβάλλει. Δεν έχω συναντήσει από τότε πλάσμα στη Γη πιο αυθόρμητο. Εκείνα τα χρόνια, ο Βοριάς με ήθελε επίσης. Εγώ όμως, πάγωνα μόλις τον έβλεπα, δεν τον ήθελα. Εκείνος, οργισμένος, απειλούσε ό,τι με ένα του φύσημα θα με γκρέμιζε και θα με τσάκιζε. Για να με σώσει από τον Βοριά, τον πιο άκαρδο από όλους τους ανέμους, ο Παν με έκανε πνεύμα των πεύκων και, από τότε, του έχει μείνει συνήθεια να φοράει κλαδιά πεύκου στο κεφάλι για στεφάνι. Δεν μπορώ να πω ότι χάρηκα πολύ όταν ερωτεύτηκε μερικές χιλιάδες φορές μέσα στους αιώνες, αλλά έτσι έγινε. Τα κλαδιά τα κρατάει, πάντως, σαν ανάμνηση όσων ζήσαμε. Του μοιάζεις πάρα πολύ στην όψη. Έχω δει ώρα τώρα πώς με κοιτάς. Τι σκέφτεσαι»;

Ο Ορέστης σκεφτόταν ότι όλα πάνω στην Πίτυ τον έκαναν να την ποθεί, επειδή του θύμιζαν Εκείνη. Όμως, δεν θα ήταν και η πιο έξυπνη ιδέα να της πει ακριβώς τι σκεφτόταν. Θυμόταν ότι μέχρι πριν λίγο κόντευε να πνιγεί στο ίδιο του το αίμα και ότι είχε καταπιεί μερικά από τα δόντια του, τα οποία ευτυχώς είχαν φυτρώσει ξανά: πώς θα πήγαινε για γύρισμα σε λίγες μέρες, αν του έλειπαν τα δόντια; Οπότε, βρήκε και είπε: « Η αλήθεια είναι πώς σε βλέπω κα σε θαυμάζω από την πρώτη στιγμή. Δεν συναντώ πλάσματα σαν κι εσένα κάθε μέρα. Με ένα φιλί μου έκλεισες όσες πληγές μου άνοιξες. Μπορείς να το ξανακάνεις»; Η Πίτυς δεν δίστασε. Του έδωσε ένα φιλί από τα πιο ζεστά και υγρά που είχε δώσει στις χιλιετηρίδες που έβλεπε το φως του Ήλιου.

Η νύμφη, τότε, σηκώνεται, τον αφήνει και προχωράει προς το ξέφωτο. Του κάνει νεύμα να την ακολουθήσει. Περπατάει ίσια προς τον γκρεμό: από κάτω έχουν χαθεί τα πάντα και υπάρχει μόνο μια βαθιά άβυσσος, χωρίς πάτο. Μόλις φτάνει στο κενό, δεν πέφτει, αλλά περπατάει στον αέρα. Γυρνάει και τον κοιτάζει στα μάτια. Γέρνει γεμάτη χάρη και νάζι το κεφάλι της προς τα δεξιά, με ύφος περιπαθές. Σαν να συντονίζει ορχήστρα, κουνάει τα χέρια της και ανοίγει χαραμάδες εκτυφλωτικού φωτός στον Ουρανό. Η θερμοκρασία ανεβαίνει. Οι πάγοι γύρω λιώνουν. Τα νερά του ποταμού ρέουν ξανά και ο καταρράκτης πέφτει με ορμή στη λίμνη. Σταγόνες αίμα στάζουν από τον Ουρανό και πεταλούδες βγαίνουν σε σμήνη από τη βαθιά άβυσσο, πετώντας σε μορφή στροβίλων γύρω από την ονειρική οπτασία. Μια πεταλούδα χρυσή κάθεται πάνω στο κεφάλι της δρυάδος νύμφης. Το στεφάνι στο κεφάλι της έχει γίνει χρυσό, όμοιο με στέμμα, καθώς ο Ήλιος το φωτίζει. Ή μήπως το στεφάνι είναι που δίνει φως στον Ήλιο; Φυσάει δυνατός νότιος αέρας που παρασέρνει τα φύλλα και τα καστανά μαλλιά της νύμφης ανεμίζουν, ενώ κουνάει τα χέρια της σε μια μελωδία που ο κοκκινοτρίχης ξυλοκόπος δεν μπορεί να ακούσει. Μήπως όμως δεν είναι ο αέρας που κινεί τα μαλλιά και τις πευκοβελόνες αλλά τα λεπτά, λευκά της χέρια; Ένα δάκρυ κύλησε από το πρόσωπο του ξυλοκόπου. Είναι δυνατόν να δει κανείς κάτι τόσο όμορφο και να μην βουρκώσει;

Ήχοι βημάτων ακούγονται και ο Ορέστης γυρνάει να δει. Στο δάσος, γίνεται κάτι απίστευτο. Μέσα από τις συστάδες των θάμνων και των πεύκων, προχωρούν ομάδες από Σάτυρους, που κρατούν μαύρες σημαίες, ενώ κάποιοι άλλοι εξ αυτών παίζουν σκανδαλιστικούς σκοπούς σε αυλούς. Δεν μπορείς να υπολογίσεις πόσοι είναι: μοιάζουν να έρχονται από τα βάθη του δάσους και των αιώνων. Στην πλευρά του ποταμού, άλλος μεγάλος όγκος αρχίζει να φαίνεται: είναι ξανθές νύμφες που κατεβαίνουν από το διπλανό βουνό. Οι Ορεάδες –έτσι λέγονται οι νύμφες των όρεων- κρατούν καλαθάκια, και προχωρούν φορώντας λευκά φορέματα. Έχουν πιασμένα τα μαλλιά τους και από τα καλάθια τους πετούν ψηλά στον αέρα λουλούδια και κλαδιά πεύκων. Κατευθύνονται προς το ποτάμι και τον καταρράκτη.

Οι Σάτυροι, σαν έτοιμοι από καιρό, ορμούν καταπάνω τους, ανεμίζοντας τις μαύρες σημαίες τους και αλαλάζοντας. Εκείνες τρέχουν με όλη τους τη φόρα προς κάθε δυνατή κατεύθυνση. Καθώς τρέχουν, κάποιοι σάτυροι πιάνουν μερικές απ’ όπου προλαβαίνουν, τα χέρια, τα μαλλιά ή από τα πόδια και τις σέρνουν στη λάσπη που έχει δημιουργηθεί από τη βροχή αίματος. Άλλοι Σάτυροι, με πιο λεπτούς τρόπους, παίζουν μελωδίες στους αυλούς τους και προσκαλούν τις Ορεάδες για μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσουν ποτέ. Άλλοι, απλώς έχουν απλώσει τις γλώσσες τους και χοροπηδούν πίνοντας το αίμα που στάζει από ψηλά, βάφοντας όλη την πλάση κόκκινη.

Μία ομάδα από Ορεάδες έχει φτάσει στον καταρράκτη. Εκεί, πετούν τα λευκά τους φορέματα, που από τη βροχή αίματος κοντεύουν να κοκκινήσουν. Τρεις σάτυροι, σαστισμένοι από το θέαμα τις καλούν να μη φύγουν. Εκείνες πετούν τις κορδέλες που έδεναν τα μαλλιά τους, ανυψώνονται και χαιρετούν. Ένας εξ αυτών, πιάνει μία Ορεάδα από τα πόδια και πασχίζει να την κρατήσει στο έδαφος. Υψώνεται μαζί της ψηλά στον αέρα και την θερμοπαρακαλά να κατέβουν πάλι κάτω. Δύο άλλες νύμφες τον σπρώχνουν και πέφτει στην άβυσσο.

Σαν να μην έφταναν αυτά, ακούγονται ήχοι από άγρια θηρία, βρυχηθμοί. Γυναίκες ντυμένες με λεοντές και κρατώντας σπαθιά, μαστίγια και μαχαίρια εμφανίζονται από το πουθενά. Είναι οι Μαινάδες, ακόλουθες του θεού Διονύσου, όπως και οι Σάτυροι. Τις συνοδεύουν λεοπαρδάλεις, που τις κρατούν από λουριά ή τις έχουν καβαλικέψει. Μία εξ αυτών, κρατώντας ένα ρόπαλο και χτυπώντας τα μεγάλα στήθη της φωνάζει: «Κάνετε τέτοιο γλέντι και δεν μας καλέσατε; Ντροπή σας. Θα σας ξεσκίσουμε». Με μια ιαχή για σύνθημα, οι Μαινάδες βάλλουν κατά πάντων.

Αν πριν η μάζωξη θύμιζε μια παράξενη γιορτή, ένα αλλόκοτο καρναβάλι όπου μυθικά πλάσματα χτυπιόνταν, κυνηγούσαν το ένα το άλλο, έπεφταν στον γκρεμό και έσμιγαν τα σώματά τους, πλέον θύμιζε έναν οργιαστικό πόλεμο. Μέσα στο δάσος, Σάτυροι έκαναν ενέδρες σε Ορεάδες πέφτοντας από τις κορυφές των δέντρων πάνω τους· οι λεοπαρδάλεις είχαν ξαμοληθεί και κατασπάραζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και, όταν χόρταιναν, ήθελαν κάποιον να τις χαϊδεύει στην κοιλιά· Μαινάδες άρπαζαν Σατύρους από τα κέρατα και Ορεάδες από τα μαλλιά και τους βουτούσαν στην σκούρα κόκκινη λάσπη. Δίπλα σε ένα ερωτικό τρίγωνο οποιουδήποτε συνδυασμού, κάποιος ξεψυχούσε με ένα σπαθί καρφωμένο στην καρδιά του. Ένας Σάτυρος προσέφερε λουλούδια σε μια Μαινάδα και εκείνη του δάγκωνε το χέρι και τον ξάπλωνε στο έδαφος όλο όρεξη. Μία Ορεάδα κρατούσε στην αγκαλιά της έναν Σάτυρο και μένανε αγκαλιασμένοι πάνω από τα δέντρα, μούσκεμα από το αίμα που έρεε από τον Ουρανό. Μαύρες σημαίες και κοκκινισμένα φορέματα ανεμίζουν στον αέρα από όσες και όσους τρέχουν να σωθούν ή να βρουν τη λύτρωση στο πάθος τους.

Ο Ορέστης, έχοντας πλήρη θέα από το ξέφωτο μπρος στον γκρεμό, έχει σαστίσει με όλο αυτό το πανδαιμόνιο, το βγαλμένο από το μυαλό ενός τρελού. Η Πίτυς του σφυρίζει. Τον μαλώνει με το βλέμμα της, έχοντας ένα μειδίαμα τρυφερότητας στα χείλη, πλασμένο από τους αιώνες. Από τα γαλάζια μάτια της αναβλύζει ένα φως κυανό. Μέσα από τα απαστράπτοντα μάτια της, ένα σχοινί πετάγεται και η άκρη του βρίσκει στο χείλος του γκρεμού. Τώρα, ένα σχοινί μονάχα ενώνει τη στεριά με τα μάτια της, σαν μια γέφυρα που ενώνει Γη και Ουρανό. Έχει ανοίξει τα χέρια της, καλώντας τον ξυλοκόπο να έρθει εκεί. Στην αρχή, ο Ορέστης διστάζει. Ανοίγει τα χέρια του και κάνει το πρώτο, μετέωρο βήμα στο σχοινί. Ακολουθεί το δεύτερο. Η καρδιά του πάει να σπάσει. Κλείνει τα μάτια του. Προσπαθεί να βρει την ισορροπία του. Πίσω το χάος, κάτω το έρεβος, μπρος του ένα ζευγάρι μάτια στο χρώμα του Ουρανού, σε ένα κορμί που ο χιτώνας έχει κολλήσει από το αίμα. Δεν έχει και πολλές επιλογές. Περπατούσε τώρα θαρρετά πάνω στο σκοινί: τι κασκαντέρ θα ήταν, αν φοβόταν; Έχει φτάσει στη μέση της απόστασης.

Τότε, όλα αλλάζουν. Ξάφνου, ο άνεμος στρέφεται σε βόρειο, ψυχρό και παγερό. Αρχίζει πάλι να πέφτει χιόνι. Ένα μουγκρητό ακούγεται από το βουνό. Ένας κατάλευκος γίγαντας με σουβλερά δόντια πλησιάζει επικίνδυνα. Ο Βοριάς ο ίδιος. Φωνάζει με στεντόρεια φωνή που σχίζει τον αέρα: «Δεν θα σε πλησιάσει κανείς, άθλια σκύλα». Ο ξυλοκόπος καταλαβαίνει ότι η κατάσταση είναι επικίνδυνη, χωρίς να μπορεί να γυρίσει πίσω, γιατί θα χάσει την ισορροπία του. Ο γίγας εκτοξεύει σταλακτίτες στις Μαινάδες, τους Σατύρους και τις Ορεάδες, κόβοντας ολάκερα σώματα στη μέση και θρυμματίζοντάς τα. Ένας σταλακτίτης πέφτει στο σχοινί και το κόβει. Ο ξυλοκόπος πέφτει στην άβυσσο. Προσπαθεί να πιαστεί από τις πεταλούδες, μα δεν μπορούν να τον κρατήσουν. Η δρυάδα μοιάζει ανήμπορη να τον σώσει. Βαθύ σκοτάδι πέφτει.

***

Το αστυνομικό τμήμα της περιοχής δέχθηκε τηλέφωνο για την ύπαρξη ενός πτώματος στο κοντινό δάσος, συγκεκριμένα στον γκρεμό. Οι αστυνομικοί πήγαν ομολογουμένως γρήγορα. Ένας περαστικός είχε δει ίχνη στο χιόνι και από περιέργεια τα είχε ακολουθήσει. Προσέγγισαν το σημείο, αφού απέκλεισαν το δάσος περιμετρικά του ξέφωτου και ένα μέρος από τον περιφερειακό δρόμο που ήταν κοντά στο σημείο της πτώσης. Πήραν ό,τι στοιχείο μπορούσαν. Το πτώμα δεν φαινόταν να έχει δεχθεί κάποιας μορφής κακοποίηση. Ήταν μια γριά γυναίκα που είχε δηλωθεί η εξαφάνισή της εδώ και μέρες από το σπίτι της. Ήταν μια πάρα πολύ πλούσια γυναίκα που έμενε στη γειτονιά με τις παλιές εξωτικές κατοικίες, δίπλα στο δάσος. Ρωτήθηκαν κάποιοι γείτονες σχετικά με την κατάσταση της γριάς και είπαν ότι, πολύ πιθανόν, η κόρη της δεν την πρόσεχε συνειδητά, επειδή ήθελε να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα και να την κληρονομήσει. Παρουσίαζε άνοια τα τελευταία χρόνια και η κόρη της δεν της χορηγούσε τα φάρμακά της όπως έπρεπε. Η γριά κυρία είχε χαθεί αρκετές φορές στο παρελθόν και είχε απασχολήσει τη γειτονιά της.

Ο Ορέστης ήταν σώος και αβλαβής. Καθόταν στο γραφείο του, στο σπίτι. Τα χιόνια, όπως απότομα είχαν έρθει, έτσι απότομα άρχισαν να λιώνουν. Το ρεύμα είχε κοπεί για τρεις ολόκληρες ημέρες. Με το πού καλοσύνεψε ο καιρός, το ρεύμα επανήλθε και όλα είχαν γυρίσει στην κανονικότητά τους. Οι βαλίτσες του είναι έτοιμες. Θα πάρει την αυριανή, πρωινή πτήση για τον προορισμό του. Όσα είδε, τα είχε γράψει πρώτα σε χαρτί τις ημέρες που δεν υπήρχε ρεύμα και εκείνη την ώρα τα έγραφε πυρετωδώς στον υπολογιστή του. Πληκτρολογεί ένα mail, το οποίο έχει ως εξής:

«Γεια σου,

Μου είχες πει πιο παλιά ότι μια ζωή θα παίζω σε ρόλους κουβαλητή και μπρουτάλ ξυλοκόπου. Μπορεί και να είναι αλήθεια. Δεν επεδίωξα ούτως ή άλλως κάτι παραπάνω: κομπάρσος και κασκαντέρ είμαι, όχι κάποιο αστέρι της υποκριτικής. Εγώ, σαν βιβλιοφάγος, θυμάμαι ότι στο μυθιστόρημα «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ» η Λαίδη είχε γνωρίσει τον εραστή της, Όλιβερ Μέλλορς, την ώρα που εκείνος έκοβε ξύλα δίπλα στην καλύβα του. Τουλάχιστον έτσι θυμάμαι. Είναι πολύ όμορφο βιβλίο, αξίζει να το διαβάσεις αν δεν το έχεις κάνει ήδη. Θα κάνω μερικά δύσκολα γυρίσματα σε ένα – ο θεός να το κάνει- έργο βασισμένο στο μυθιστόρημα. Θα μου πεις, πώς το θυμήθηκα αυτό που είχες πει τότε; Θα σου εξηγήσω τώρα.

Σου γράφω για να σου πω ότι πρόσφατα έζησα κάτι πολύ περίεργο. Πριν περίπου πέντε μέρες, είδα ένα όνειρο, ή όραμα θα έλεγα καλύτερα, τα χαράματα ενώ είχα πάει στο δάσος να κόψω ξύλα. Το περιγράφω στο διήγημα, που ελπίζω να διαβάσεις. Ίσως σε τρομάξουν κάποιες σκηνές με βία και αίμα. Από παλιά είχα πει να γράψω διηγήματα. Ήθελα να δημιουργήσω τουλάχιστον ένα όπου ο πρωταγωνιστής μου να δέχεται σκληρή βία από μια γυναίκα, επειδή αιώνες ολάκερους σας καταπιέζουμε και σας κάνουμε τη ζωή δύσκολη. Φαίνεται ότι το όραμα αυτό, όπως το έζησα, μου έδωσε αυτήν την ευκαιρία. Συνέβησαν τρομερά και εντυπωσιακά γεγονότα, τα οποία καταγράφω όσο πιο αναλυτικά μπορώ.

Ο φίλος μου ο … λέει ότι πιθανόν να έφταιγε ο κακός ύπνος για όσα είδα, μαζί και κάτι άλλο. Ισχυρίζεται ότι πριν μια εβδομάδα, όταν είχε έρθει από το σπίτι μου και ακόμη δεν είχε χιονίσει, κουβαλούσε μαζί του κάτι μανιτάρια που είχε μόλις μαζέψει από το δάσος. Ο … ξέρει από βοτανολογία και είναι ειδήμονας στα μανιτάρια: είναι πολύ πιθανό να γνωρίζει και τα 20.000 είδη μανιταριών και απ’ έξω και ανακατωτά. Αυτά που είχε μόλις μαζέψει, αν τα φας σε μεγάλη ποσότητα, έχουν ψυχεδελικές παρενέργειες. Είχα πάρει κι εγώ μανιτάρια από τη λαϊκή. Οι σακούλες είχαν το ίδιο χρώμα. Μάλλον τις μπερδέψαμε και εκείνος το κατάλαβε μέρες αργότερα, όταν ήθελε να τα φάει και ήταν πια αργά. Εκείνο το χάραμα, είχα βάλει στην ψηστιέρα τα μανιτάρια για πρωινό με λίγο λαδολέμονο και ρίγανη. Αυτή η εκδοχή βγάζει νόημα. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι άλλος στη θέση μου θα έβλεπε όσα είδα εγώ εκείνη τη μέρα. Μεταξύ μας, η νύμφη σου έμοιαζε τόσο πολύ, αλλά έχανε στις λεπτομέρειες.

Σου επικολλώ το αρχείο εδώ.

Καλή ανάγνωση,

Ορέστης».

Ο κύριος Χάουαρντ Χουνκ (Άλεξ Κοάν)

Ο Χάουαρντ Χουνκ μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα πίσω του, έβγαλε έναν αναστεναγμό κούρασης και προχώρησε στο διάδρομο. Σταμάτησε στο υπνοδωμάτιο του, έβγαλε τα παπούτσια του και το μπουφάν, ξεκούμπωσε και το πουκάμισο του και βγήκε πάλι έξω. Είχε περάσει μια φρικτή μέρα. Το χιόνι είχε καλύψει τις σιδηροδρομικές ράγες, τα τραίνα είχαν συνεχείς καθυστερήσεις κι είχε αναγκαστεί να περιμένει στο σταθμό πενήντα ολόκληρα λεπτά. Tου πήρε σχεδόν δυο ώρες για να φτάσει στο πανεπιστήμιο, κι έχασε την πρώτη διάλεξη του. Και μετά, στη δεύτερη, απ’ τους δώδεκα φοιτητές του είχαν έρθει μόνο οι τρεις, και κανείς τους δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει για τι πράγμα μιλούσε. Κι έπειτα άλλες δυο ώρες για να γυρίσει σπίτι, μέσα στο κρύο και το χιόνι και την παγωνιά. Περπάτησε ως την κουζίνα κι έριξε λίγο νερό μέσα σε μια κατσαρόλα, άνοιξε το μάτι του γκαζιού, την άφησε πάνω και περίμενε να βράσει. Μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα πάλι, τίποτα το καινούριο. Αυτή η ζωή ήταν απαίσια. Και πληκτική, πιο πληκτική απ’ ότι πριν. Ο ρυθμός της ακόμα ήταν αβάσταχτος. Όλα τρέχαν τόσο γρήγορα, όλα περνούσαν και φεύγαν πριν προλάβεις καν να τα αναγνωρίσεις. Δε μπορούσε να τ’ αντέξει. Όχι, αυτή η ζωή δεν ήταν για κείνον. Ίσως να άξιζε για λίγο, αλλά για λίγο μόνο. Χρειαζόταν κάτι καινούριο, κάτι νέο, μα ταυτόχρονα ήξερε πως δε μπορούσε πια να γυρίσει στην παλιά του ζωή. Δεν ήταν αυτό που ήθελε, δεν ήταν αυτή η λύση. Όλα εκείνα τα παιχνίδια, τα τρεξίματα, οι ηλίθιες βόλτες, οι βρωμερές κονσέρβες και τ’ αποφάγια, όλ’ αυτά πλέον του φαίνονταν ανούσια, βλακώδη και ζωώδη. Όχι, είχε καταφέρει πάρα πολλά για να γυρίσει πίσω. Μα παράλληλα όχι αρκετά για να θέλει να μείνει στην ίδια κατάσταση. Έβγαλε την έτοιμη σάλτσα απ’ το ψυγείο, έριξε τα μακαρόνια στο νερό. Έβγαλε κι ένα ποτήρι από ένα ντουλάπι, λίγο πάγο απ’ την κατάψυξη, και πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι από τον πάγκο. Έριξε μέσα μπόλικο. Το σήκωσε και κατέβασε μια γερή γουλιά. Δε γίνεται να επιβιώσεις σ’ αυτόν τον κόσμο χωρίς αλκοόλ. Έριξε τη σάλτσα σ’ ένα τηγάνι και τη ζέστανε. Ήπιε άλλη μια γουλιά. Όταν η μακαρονάδα του ετοιμάστηκε πήγε να τη φάει στον καναπέ, στο σαλόνι. Τύλιξε στο πιρούνι του μπόλικα σπαγγέτι και μπουκώθηκε, λίγη σάλτσα έπεσε στο πάτωμα. Εντάξει, δεν ήταν κι άσχημο. Ήπιε άλλη μια γουλιά. Είχε καταφέρει τόσα πολλά. Είχε ξεκινήσει κυριολεκτικά απ’ το μηδέν, το απόλυτο μηδέν. Κι όμως, και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος. Τίποτα δεν ήταν όπως το περίμενε. Ίσως μόνο λίγο, στην αρχή. Αλλά τώρα όλα του φαίνονταν λάθος. Όλα λάθος, και πληκτικά, καταθλιπτικά κι απαίσια. Οπωσδήποτε χρειαζόταν κάτι καινούριο. Κάτι διαφορετικό. Δεν είχε ιδέα βέβαια τι θα μπορούσε να είναι αυτό το διαφορετικό. Τελείωσε το φαγητό και το ποτό του, έβαλε άλλο ένα ποτήρι ουίσκι. Παρέμενε φυσικά περήφανος για τον εαυτό του. Γνώριζε καλά πως ήταν κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το απίθανο, ένα θαύμα της φύσης. Αν δημοσιοποιούσε την ιστορία του θα γινόταν διάσημος, όλος ο κόσμος θα μιλούσε γι’ αυτόν. Συνεντεύξεις και φωτογραφίες και κάμερες και επιστήμονες κι ένα σωρό άνθρωποι έξω απ’ την πόρτα του να ουρλιάζουν τ’ όνομά του. Αλλά όχι, δε μπορούσε να πει την αλήθεια. Ούτε μπορούσε, ούτε ήθελε. Ήξερε πως όλη αυτή η φήμη θα του ταν ανούσια και άχρηστη, πως δε θα χε τίποτα ουσιαστικό να του προσφέρει. Είχε σχεδόν τελειώσει το ποτό του όταν θυμήθηκε τον γέρο στο υπόγειο. Έπρεπε να του βάλει φαΐ. Κατέβασε στα γρήγορα τις τελευταίες γουλιές, σηκώθηκε, πήρε ένα μπολ και το γέμισε με αποφάγια. Φασόλια, ρύζι και, φυσικά, μακαρόνια. Πήρε κι ένα πιρούνι, κανα-δυο χαρτοπετσέτες κι ένα μεγάλο, πλαστικό μπουκάλι νερό. Κατέβηκε τις σκάλες κι άνοιξε την πόρτα. Ο Χάουαρντ Χουνκ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, διάβαζε ένα βιβλίο. Το αριστερό του πόδι ήταν δεμένο με μια αλυσίδα που απλωνόταν ως την άλλη άκρη του δωματίου. Το δωμάτιο, παρότι υπόγειο, ήταν αρκετά φωτεινό, κι είχε μέσα ένα γραφείο, ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, μια μικροσκοπική τουαλέτα με ντουζιέρα κι ένα τραπέζι. Και βιβλία, πάρα πολλά βιβλία, εκατοντάδες βιβλία. Ο γέρος ζούσε μες στην πολυτέλεια, τι άλλο ήθελε; Σήκωσε το βλέμμα και αντίκρισε τον άλλον Χάουαρντ Χουνκ να του φέρνει το φαγητό. Ήταν έτοιμος να καταρρεύσει πάλι. «Ερμή,» είπε ο γέρος, «Ερμή, σε παρακαλώ, άσε με να βγω από δω μέσα, άσε με έστω για λίγο, να πάω έξω, να κάνω μια βόλτα μόνο, τίποτε άλλο. Σε παρακαλώ Ερμή, εδώ μέσα αργοπεθαίνω». «Λυπάμαι, γέρο. Δε μπορώ να σε αφήσω. Είναι πολύ επικίνδυνο». «Σε παρακαλώ Ερμή, δε μπορώ άλλο, δε μπορώ ν’ αναπνεύσω, πνίγομαι. Άσε με να φύγω, Ερμή, για το Θεό, άσε με!» «Λυπάμαι. Φάε το φαΐ σου». «Ερμή…». «Μη με αποκαλείς έτσι, δεν είμαι ο Ερμής πια». Ο γέρος ξέσπασε σε κλάματα και λυγμούς, καθώς ο νέος Χάουαρντ Χουνκ βγήκε απ’ το δωμάτιο. Η αλήθεια είναι πως δεν του άρεσε αυτή η κατάσταση, δεν του άρεσε που έπρεπε να κρατά το γέρο φυλακισμένο μέσα στο υπόγειο. Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Και στο κάτω κάτω δεν ήταν και τόσο άσχημα εκεί μέσα, ό,τι χρειαζόταν το είχε. Ο γέρος ήταν αρκετά έξυπνος, μπορούσε να καταλάβει τους λόγους που βρισκόταν στο υπόγειο, δεμένος στην αλυσίδα. Μπορούσε να καταλάβει τον Χάουαρντ, την ανάγκη του ν’ αλλάξει τη ζωή του, τις συνθήκες που τον οδήγησαν να γίνει αυτό που ήταν. Μπορούσε να καταλάβει, γιατί, στο τέλος, ήταν εκείνος που του τα χε διδάξει όλα. Όλα αυτός μου τα μαθε, σκέφτηκε ο Χάουαρντ. Με υιοθέτησε μόλις γεννήθηκα, κι αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο να με αλλάξει, να με κάνει κάτι κοντινότερο σε κείνον. Πρώτα τα βασικά – λέξεις όπως “φαγητό”, “νερό”, “βόλτα”, “τσίσα”, κλπ άρχισαν να αποκτούν νόημα, δεν ήταν πια κενοί ήχοι που αυθαίρετα και μέσω της επανάληψης συνέδεα με συγκεκριμένες καταστάσεις. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες μπορούσα να αναγνωρίσω κάθε αντικείμενο μες στο σπίτι, γνώριζα το όνομα του κάθε τι. Το τραπέζι, ο καναπές, το υπόγειο, το μπολ με το φαΐ, όλα. Έπειτα άρχισε να με παίρνει μαζί του στις διαλέξεις του. Εκεί άκουγα τόσες καινούριες κι άγνωστες λέξεις, και κάτι μέσα μου με πίεζε να μάθω, να μάθω το οτιδήποτε μπορεί να μαθευτεί. Προσπαθούσα να μιμηθώ τον ήχο της κάθε νέας λέξης που άκουγα. Στην αρχή μόνο άναρθρες κραυγές έβγαιναν απ’ το στόμα μου, μα σιγά-σιγά, και με τη βοήθεια του γέρου πάντα, άρχισα να τα καταφέρνω. Μου έμαθε τη σωστή θέση του στόματος και της γλώσσας έτσι ώστε οι λέξεις να βγαίνουν όπως πρέπει. Μου έμαθε και την αλφάβητο ακόμη. Έμαθα τον ήχο του Α, του Β κι όλων των άλλων γραμμάτων, κι έπειτα έμαθα και να τ’ αναγνωρίζω γραμμένα σε χαρτί. Με τον καιρό άρχισα να καταλαβαίνω πως λειτουργεί το όλο σύστημα, και μπορούσα πλέον να συσχετίσω πάρα πολλές λέξεις με τον ήχο τους και το αντικείμενο που εκπροσωπούν. Έμαθα να διαβάζω, στην αρχή παιδικά παραμύθια κι έπειτα κανονική λογοτεχνία, περνούσα το χρόνο μου έτσι, και μέσα από σύντομες συνομιλίες με τον γέρο βελτιωνόμουν συνέχεια στην παραγωγή του λόγου μου. Μετά από κάποια χρόνια μπορούσαμε να συζητάμε για ταινίες, για αθλητικά, για τον καιρό, για ένα σωρό τέτοια απλά πράματα. Ήμουν πλέον, σχεδόν, σαν αληθινός άνθρωπος. Όταν έφτασα στην ηλικία των οχτώ χρονών, μπορούσα να καταλάβω και να συζητήσω για ζητήματα φιλοσοφίας, φυσικής, πολιτικής, τα πάντα. Είχα πλήρη ανθρώπινη συνείδηση. Ένιωθα σαν άνθρωπος, εκνευριζόμουν σαν άνθρωπος, αγχωνόμουν, φοβόμουν, κουραζόμουν, στενοχωριόμουν, απελπιζόμουν, χαιρόμουν – ήμουν άνθρωπος. Μα, ταυτόχρονα, δεν ήμουν. Ήμουν παγιδευμένος σ’ ένα σώμα που δεν ήταν ανθρώπινο, που δεν ήταν δικό μου. Όλα μέσα μου και γύρω μου είχαν αλλάξει, όλα εκτός απ’ το κορμί μου που μενε ίδιο. Και φυσικά το μυαλό μου δε μπορούσε να το αντέξει αυτό. Έπρεπε ν’ αλλάξω, να γίνω αυτό που στ’ αλήθεια ήμουν. Εξασκήθηκα στο να περπατάω όρθιος, στα δυο μου πόδια, και τότε συνειδητοποίησα πως είχα πάνω-κάτω το ίδιο ύψος με το γέρο. Μπήκα στο ίντερνετ – προφανώς και το να χρησιμοποιήσω έναν υπολογιστή δε μου ταν καθόλου δύσκολο απ’ τη στιγμή που είχα μάθει να διαβάζω, να μιλάω και να γράφω – και παρήγγειλα ό,τι χρειαζόμουν, κυρίως σιλικόνη δηλαδή, που ήταν το βασικό υλικό που ήθελα. Το σχέδιο ήταν απλό. Θα έκλεβα την ταυτότητα του. Θα γινόμουν εκείνος, θα γινόμουν ο Χάουαρντ Χουνκ. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να φτιάξω μια μάσκα και μια ολόσωμη ανθρώπινη στολή που θα ήταν ίδια με το πρόσωπο και το κορμί του. Δεν ήταν βέβαια και τόσο εύκολο στην πράξη. Πέρασα πάρα πολλές νύχτες άγρυπνος, να τον παρατηρώ καθώς κοιμόταν, να μετράω προσεχτικά κι αθόρυβα το μέγεθος των άκρων του και τις γωνίες της φάτσας του. Παρατηρούσα, μετρούσα και κατέγραφα την παραμικρή λεπτομέρεια. Δούλεψα σκληρά για μήνες, ίσως και περισσότερο από έναν χρόνο, μέχρι να τελειοποιήσω την τεχνική μου και να φτιάξω το πιστό αντίγραφο. Μα τα κατάφερα. Η μεταμφίεση είχε βγει άψογη, κανείς ποτέ δε θα υποψιαζόταν τίποτα. Και γι’ αυτό λοιπόν δε μπορώ να το ρισκάρω. Όσο κι αν τον λυπάμαι, όσο άσχημα κι αν νιώθω για την κατάσταση στην οποία τον ανάγκασα να ζει, δεν μπορώ να τον αφήσω. Θα τα κατέστρεφε όλα, όλα όσα έχτισα, όλα όσα χτίσαμε ουσιαστικά μαζί. Βέβαια, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ακόμα κι αν ελευθερώνοταν και αποκάλυπτε την αλήθεια δεν θα τον πίστευε κανείς, θα τον περνούσαν όλοι για τρελό. Αλλά απ’ την άλλη, το πρόβλημα είναι πως πλέον αυτός ήμουν εγώ, κι άρα αν μιλούσε τότε θα νόμιζαν πως εγώ είμαι ο τρελός. Και γι’ αυτό δε μπορώ να το ρισκάρω. Τον αγαπώ κατά βάθος, μα πρέπει να μείνει εκεί, στο υπόγειο. Μέχρι τουλάχιστον ν’ αλλάξω πάλι, μέχρι να γίνω κάτι άλλο. Όταν τ’ αφήσω όλ’ αυτά πίσω μου, τότε θα μπορέσω να τον ελευθερώσω. Προχώρησε ύστερα προς το μπάνιο και χάζεψε για λίγο την ανθρώπινη μούρη του στον καθρέφτη. Σήκωσε τα χέρια του κι έβγαλε με προσοχή τη μάσκα. Κοίταξε τώρα το πραγματικό του πρόσωπο. Τα μακριά, μυτερά αυτιά του, τα τριχωτά του μάγουλα και το λαιμό του, τη μουσούδα του που κάποτε ήταν λεπτή και μακριά μα πλέον είχε πατηκωθεί πολύ για να χωράει στη μάσκα. Μετά έκανε το ίδιο και στο υπόλοιπο σώμα του, έβγαλε τη στολή κι άφησε ελεύθερη τη μαύρη του γούνα ν’ ανασάνει. Αμέσως ένιωσε πολύ άνετα. Βγήκε έπειτα έξω, περπατώντας ακόμα στα δυο του πόδια, πήγε στο υπνοδωμάτιο του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Θεέ μου, σκέφτηκε, είμαι απλά ένας ταπεινός βελγικός ποιμενικός, και όμως, δες με! Δες τι έχω κάνει, τι έχω καταφέρει! Έγινα άνθρωπος, και μάλιστα πιο πετυχημένος κι ισχυρός από πολλούς άλλους ανθρώπους. Και δεν είμαι καν δώδεκα χρονών ακόμα! Μα και πάλι, δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν μπορώ ν’ αντέξω αυτή τη ζωή για πολύ ακόμα. Δεν ξέρω αν αξίζει πια να είμαι άνθρωπος, αν είναι αυτό που τελικά θέλω. Όχι, δεν είναι αυτό που θέλω. Χρειάζομαι οπωσδήποτε μια αλλαγή. Χρειάζομαι κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό. Θα μπορούσα να γίνω ό,τι θελήσω, είμαι ικανός για το οτιδήποτε. Αλλά τι; Τι θα μπορούσα πια να γίνω; Τι άλλο; Κι ύστερα αποκοιμήθηκε.

Το κρυστάλλινο βουνό (Φώντας Φ.)

Εκείνο που μισούσα περισσότερο απ’ όλα στη δουλειά μου ήταν το καθάρισμα που έπεφτε όταν έκλεινε το μαγαζί. Το ωράριο ήταν έξι ώρες τη μέρα, έξι μέρες τη βδομάδα, κυλιόμενο ωράριο και λίγα λεφτά. Αυτό όμως δε με απασχολούσε και πολύ. Χρειαζόμουν τον μισθό για να πληρώνω το ενοίκιο. Και εκτός απ’ αυτό ξόδευα πολλά χρήματα για να βλέπω την κοπέλα μου, η οποία κατοικούσε σε διαφορετική πόλη από εμένα. Χάρηκα πολύ όταν μου ανακοινώθηκε η πρόσληψη μου, επιτέλους θα αισθανόμουν παραγωγικός και θα γέμιζα έστω λίγο το πορτοφόλι μου. Στην πραγματικότητα το μόνο που με δυσσαρεστούσε ήταν πως δούλευα συχνά απογευματινό πόστο. Όσοι υπάλληλοι απασχολούνταν σε αυτό ήταν υπεύθυνοι να καθαρίσουν το μαγαζί για εκείνους που θα άνοιγαν την επόμενη μέρα. Πολλές φορές καθάριζα βράδυ και ερχόμουν το πρωί να πιάσω πάλι δουλειά, με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι και με μια φάτσα που μαρτυρούσε έλλειψη ύπνου. Μην φανταστείτε πως γκρινιάζω αδίκως, το καθάρισμα ήταν απαιτητικό γιατί πουλούσαμε κυρίως τροφές. Τι τροφές δεν ήξερα. Ήξερα μόνο πως κάθε δευτέρα ερχόταν ένα φορτηγό και παρέδιδε στον διευθυντή μου μερικά σακιά, τα οποία εμείς, δηλαδή συνήθως εγώ που ήμουν και ο πιο νέος υπάλληλος, τακτοποιούσαμε σε ράφια. Συχνά κάποιο σακί σκιζόταν και διάφορα πράγματα, όπως σκόνες, ξηρή τροφή και άλλες πιο άγνωστες τροφές που δεν είχα ξαναδεί ποτέ και που πάντα μοιάζανε ή πολύ ώριμες ή πολύ άγουρες σκορπίζονταν κάτω. Τότε έπρεπε να καθαρίσουμε σχολαστικά ξανά και ξανά. Εκτός απ’ τις τροφές ένα άλλο ζήτημα που με απασχολούσε ήταν οι πελάτες, η παρουσία των οποίων ήταν σπάνια στο χωμένο σε ένα στενό, μικρό μαγαζί μας. Για την ακρίβεια δύο ή τρεις πελάτες τη βδομάδα ερχόντουσαν και συζητούσαν με το διευθυντή μου, αγόραζαν μερικά σακιά και έφευγαν. Με εμάς δεν μιλούσαν ποτέ. Θα έλεγα μάλιστα πως μας απέφευγαν. Μόνο μια φορά είχα προσέξει έναν νεαρό πελάτη που είχε μπουκλωτά ξανθά μαλλιά, να με κοιτάει μέσα απ’ τα γυαλιά ηλίου του και να χαμογελάει με έναν τρόπο που θύμιζε λύπη. Δεν έδωσα σημασία σε αυτό το περιστατικό, άλλωστε δεν ήμουν ιδιαίτερα περήφανος για τη δουλειά μου, ούτε μου άρεσε ιδιαίτερα και όσο λιγότερα ασχολιόντουσαν μαζί μου οι πελάτες τόσο καλύτερα. Μετά από μερικούς μήνες σταθερής εργασίας κι όταν πια οι υπόλοιποι υπάλληλοι με δέχθηκαν σα δικό τους, ο διευθυντής μας ανακοίνωσε πως το κατάστημα θα έκλεινε μερικές μέρες, ίσως και μία βδομάδα. Θα παίρναμε λοιπόν όλοι υποχρεωτικά εφτά μέρες άδεια τις οποίες θα τις πληρωνόμασταν με το διπλάσιο μεροκάματο. Έλαβα σε μετρητά το οφειλόμενο ποσό και αμέσως ένιωσα πανέμορφα. Ήταν σαν να μου δίνανε επιδοτούμενες διακοπές. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να περάσω μερικές μέρες με την κοπέλα μου κι αυτό επιδίωξα. Μα δυστυχώς εκείνη απέρριψε την πρόταση μου. Είχες δουλειές και διάβασμα έλεγε! Απογοητεύτηκα πολύ. Το γεγονός πως δεν ήθελε να με δει σε τόσο ευνοϊκές συνθήκες με έκανε να σκεφτώ για ακόμα μια φορά τις προοπτικές που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια σχέση. Η απογοήτευση μου με οδήγησε να βρω καταφύγιο στα μπαρ της πόλης μου με έναν καλό φίλο, το όνομα του οποίου δε θα παραθέσω. Ξεκινήσαμε το βράδυ μας με μερικές μπύρες και έπειτα εκείνος ενδιαφέρθηκε να μάθει αν ήμουν διαθέσιμος να συνεχίσουμε μέχρι πρωί. Δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω και δέχτηκα. Ακολούθησε ένα δυνατό δίωρο χορού σε ένα απ’ τα γνωστά κέντρα της πόλης, κοντά στην μεγάλη λεωφόρο των δυτικών προαστίων. Εκεί γνώρισα και μια κοπέλα, το όνομα της οποίας επίσης δεν ενδιαφέρει κανέναν. Στην αρχή ανταλλάξαμε δύο τρεις κουβέντες ενώ παραγγέλναμε τα ποτά μας. Με κέρασε ένα σφηνάκι και την κέρασα και εγώ ένα. Έμοιαζε εμφανισιακά με την κοπέλα μου, μόνο που ήταν πιο χαρούμενη, πιο γελαστή. Μου άρεσε αυτό και ενώσαμε τις παρέες μας. Ο φίλος που είχα φέρει μαζί μου περισσότερο ενδιαφερόταν για τα ποτά του μαγαζιού, πολλά απ’ τα οποία ήταν κερασμένα από εμένα. Ωστόσο υπήρχε ευχάριστη ατμόσφαιρα και καθόλου άσχημα δεν πέρναγα. Καθώς πέρναγε η ώρα και ο κόσμος έφευγε σιγά σιγά απ’ το μαγαζί, η κοπέλα την οποία είχα πλησιάσει ανταποκρίθηκε θετικά στις κινήσεις μου. Γεύτηκα έπειτα χείλη της που είχαν μια γεύση γλυκού εμποτισμένη με αλκοόλ. Μου έκανε ένα ξεκάθαρο, κάποιοι θα λέγανε πρόστυχο νεύμα να την ακολουθήσω προς τις τουαλέτες. Πήγα από πίσω της και ίσως λόγω του ενθουσιασμού μου, αμέσως την προσπέρασα και προπορεύτηκα. Έκανα να ανοίξω την πόρτα. Δεν ήμουν προετοιμασμένος για ό,τι θα ακολουθούσε. Θέλω να με πιστέψετε σε αυτό, είμαι ψύχραιμος και λογικός άνθρωπος που ποτέ δε θα έλεγε ψέματα. Το χέρι μου ακούμπησε το πόμολο της πόρτας και έκανε να το γυρίσει, αλλά εκείνη την ώρα η πόρτα άνοιξε από μέσα. Είδα ένα μοβ κοστούμι και μια ακριβή γραβάτα. Έπειτα πρόσεξα το κεφάλι. Έμοιαζε σαν να είχε χάσει το μισό του σχεδόν κρανίο σε κάποιον πυροβολισμό, μια τεράστια μαύρη τρύπα υπήρχε εκεί που θα έπρεπε να είναι το μάτι του, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του σαγονιού του είχε κοπεί. Κομμάτια έσταζαν στο έδαφος. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν κάποια προχωρημένη μεταμφίεση ή κάποιο πλάσμα που όμοιο του ή πιο αισχρό δεν είχε συναντήσει ποτέ άνθρωπος. Άπλωσε το χέρι του προς τα εμένα. Ήταν φυσιολογικό το μπράτσο του, μα οι άκρες των δαχτύλων του ήταν οι μισές καμένες. Σε κάποια σημεία των δαχτύλων τα κόκαλα είχαν τρυπήσει το δέρμα κι άλλα κοίταζαν προς τον ουρανό ενώ άλλα προς τη γη. «Τελείωσα εγώ, σειρά σου», μου είπε και με χτύπησε φιλικά στον ώμο. Έπειτα χάθηκε στο πλήθος. Η κοπέλα ήρθε σε μένα, μα όταν με είδε τόσο χλωμό, λευκό σαν άσπρο περιστέρι, αμέσως με ρώτησε αν ήμουν άρρωστος. «Λυπάμαι» της είπα εξηγώντας ευγενικά πως δεν επρόκειτο να γίνει κάτι με εμάς τους δύο. Έδειχνε να το καταλαβαίνει. Άρπαξα έπειτα το φίλο μου απ’ τον ώμο του και του ανακοίνωσα πως ήταν άμεση ανάγκη να φύγουμε απ’ το μαγαζί. Έδειξε ενοχλημένος αλλά ήταν πρόθυμος να με συνοδεύσει. Αφού βγήκαμε έξω με ρώτησε τι μου συνέβαινε. Του είπα για τον άνθρωπο που είδα. Η σκέψη του ήταν μήπως ήμουν νηστικός ή μήπως επρόκειτο για κάποιον καρνάβαλο, κάποιον γελωτοποιό ή μασκαρά εκτός εποχής. Σε κάθε περίπτωση με κορόιδεψε λίγο για την αποτυχία μου με τη γυναίκα με την οποία με είχε δει. Με ρώτησε τι θα κάναμε το υπόλοιπο βράδυ κι αν είχα όρεξη για ύπνο. Εγώ δε νύσταζα λόγω της υπερέντασης. Αναρωτήθηκε αν θα ήθελα να πάμε μια βόλτα προς το χωριό του, που βρισκόταν στην πραγματικότητα ελάχιστα έξω απ’ τα σύνορα της πόλης μας. Συμφώνησα. Πήραμε το αμάξι του και τραβήξαμε για εκείνα τα μέρη. Μας πήρε λιγότερο από μία ώρα να φτάσουμε. Στο δρόμο παρατήρησα πως τον έπιασε κάτι σαν αλλεργία κι αναρωτήθηκα αν θα ήταν καλή ιδέα να οδηγάει σε τέτοια κατάσταση. «Μην ανησυχείς μου είπε», «Δεν είμαι άρρωστος απλά έχω πίει λίγο σκόνη». Τον ρώτησα για τι πράγμα μιλούσε. Μου αποκάλυψε τότε πως στο μαγαζί που είχαμε πάει είχε δοκιμάσει ένα ναρκωτικό, το οποίο εγώ θα καταλάβαινα καλύτερα με το όνομα κρυσταλλική σκόνη ή κάπως έτσι. Ήταν διεγερτικό. Μάλιστα είχε αγοράσει και λίγο και το είχε μαζί του. Εκνευρίστηκα λίγο απ’ την ανωριμότητα του να οδηγεί έχοντας κάνει χρήση και ταυτόχρονα έχοντας πράγματα μαζί του που θα μπορούσαν να μας μπλέξουν με την αστυνομία, αν για παράδειγμα μας σταματούσε η τροχαία για έλεγχο. Σιγά σιγά όμως χαλάρωσα και μέχρι να φτάσουμε τον είχα συγχωρέσει. Σκεφτόμουν μάλιστα να δοκιμάσω και εγώ λίγο, αν και η εικόνα που είχα δει στο μαγαζί που είχαμε βγει με ωθούσε να απορρίψω τον πειρασμό. Μπήκαμε στο σπίτι. Ο φίλος μου συνέχισε να φτερνίζεται. Τον ρώτησα μήπως έχει τελικά κάποια αλλεργία. Εκείνος απάντησε πως δεν ήξερε. Έπειτα άρχισε να ξύνει το χέρι του. Διαπίστωσα τότε πως είχε αποκτήσει ένα μικρό κόψιμο στα ρούχα του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας. Για την ακρίβεια όχι κόψιμο όσο καψίματα σαν από αναπτήρα ή κερί. Απόρησα. «Δεν είμαι καλά», μου ανακοίνωσε λίγο μετά. Το είχα καταλάβει. Πλέον με κοίταζε με δύο διαφορετικά μάτια ή έτσι μου έμοιαζε. Το ένα μάτι με κοίταζε κανονικά. Το άλλο έμοιαζε σαν να είχε μετακινηθεί προς τα πάνω και να κοιτάζει το ταβάνι. Ποιος ξέρει ίσως να ήταν κάποια αλλεργική αντίδραση. Του πρότεινα να βγει λίγο να τον χτυπήσει κρύος αέρας. Συμφώνησε και βγήκε. Πρώτα όμως μου είπε, «Σου αφήνω αυτό εδώ» και μου άφησε ένα σακουλάκι με μερικούς λευκούς κρυστάλλους πάνω στο ξύλινο τραπέζι, που χρειαζόταν επειγόντως καθάρισμα. Έλειπε για κάποια ώρα ο φίλος μου. Εγώ βαριόμουνα. Δεν είχα και σήμα στο τηλέφωνο για να μπω λίγο στο ίντερνετ και να δω αν έχω κάποιο μήνυμα. Ούτε μουσική μπορούσα να βάλω και επιπλέον έπιασε και ένας δυνατός αέρας που τον άκουγες να σφυρίζει. Όλα αυτά με ώθησαν να αναζητήσω το φίλο μου. Άρχισα να τον ψάχνω στο ισόγειο αλλά δεν ήταν πουθενά. Αποφάσισα πριν βγω έξω να ανέβω και στον πάνω όροφο μήπως τυχόν είχε πάει εκεί για να κοιμηθεί χωρίς να μου το πει. Πάνω όμως δεν ήταν τίποτα. Κοίταξα απ’ έξω το τζάμι. Είχε αρχίσει να βρέχει. Ακούστηκε ο ήχος ενός κεραυνού. Τρόμαξα αλλά συγκρατήθηκα. Στο βάθος είδα τα φώτα ενός αυτοκινήτου να έρχονται όλο και πιο κοντά στο σπίτι. Κατέβηκα κάτω. Θα έβγαινα να τον ψάξω σε λιγάκι. Δεν υπήρχε λόγος βιασύνης. Άλλωστε έβρεχε και δεν τα ήξερα καλά αυτά τα μέρη. Αν έβγαινα υπήρχε κίνδυνος να χαθώ σε έναν ξένο τόπο. Πέρασε ώρα. Τελικώς αποφάσισα να ενδώσω. Πήγα προς το σακουλάκι και το περιεργάστηκα. Έπειτα έβγαλα μερικούς απ’ τους πιο μεγάλους κρυστάλλους έξω. Καθάρισα βιάστηκα το τραπέζι και τους τοποθέτησα πάνω του. Όταν όλα ήταν έτοιμα για να δοκιμάσω και εγώ μια πολύ γενναιόδωρη ποσότητα που είχα σερβίρει, παρατήρησα πως η βροχή είχε επιτέλους κοπάσει. Πήρα το δίκαιο μερίδιο μου και περίμενα να δω την επίδραση. Δεν ένιωθα να αλλάζει κάτι. Δοκίμασα λίγο ακόμα, αλλά τίποτα. Ήμουν πολύ απογοητευμένος και απλά κάθισα να ακούσω τις σταγόνες της βροχής περιμένοντας υπομονετικά το φίλο μου. Για κάποιο λόγο το μυαλό μου πήγε στον τύπο που είχα δει ή μάλλον στο πλάσμα που είχα δει στο μαγαζί, εκείνο το φρικτό, απαίσιο πλάσμα που ήθελα να βγάλω απ’ τη μνήμη μου. Ακούστηκε ένας κεραυνός και αποφάσισα πως αυτό ήταν, θα έβγαινα να βρω το φίλο μου. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και ευτυχώς τον είδα να ανηφορίζει προς τα εμένα. Έμοιαζε άρρωστος ή μάλλον γερασμένος. Δεν ξέρω τι του είχε συμβεί μα έδειχνε σα να είχε ζήσει κάποιον φρικτό εφιάλτη. Του φώναξα να έρθει προς το μέρος μου, μα αυτός με αγνόησε, του ξαναφώναξα. Δεν αντέδρασε ούτε και τώρα. Κινήθηκε προς την πόρτα και με προσπέρασε. Την άνοιξε και φώναξε πως πρέπει να φύγουμε αμέσως, πως είναι θέμα ζωής και θανάτου. Του είπα πως συμφωνώ να αποχωρήσουμε μα εκείνος αντέδρασε σαν να μην είχε ακούσει κανέναν. Έπειτα προχώρησε προς το βάθος του σπιτιού και τον άκουσα να ουρλιάζει. «Δεν έγινε τίποτα», του είπα. «Μη φοβάσαι χρησιμοποίησα λίγο από αυτό που είχες «, πρόσθεσα. Μέσα στον πανικό του με αγνόησε και πάλι, ήταν σα να μην υπήρχα γι’ αυτόν. Του φώναζα μα αυτός είχε καθίσει στον καναπέ και είχε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια. Έκλαιγε; Ναι έκλαιγε. Ρώτησα το γιατί μα δεν πήρα καμία απάντηση. Τότε ξαφνικά είδα τα μάτια του να γυαλίζουν σα να είχε συνειδητοποιήσει μόλις κάτι πολύ σημαντικό, σα να είχε μια ανακοίνωση να κάνει που ήταν το μοναδικό που στα αλήθεια τον απασχολούσε στη ζωή του. Έτρεξε προσπερνώντας με και μπήκε στο αμάξι του. Τον είδα να επιταχύνει προς κάτι άλλα φώτα που φαίνονταν μακρυά μας. Με είχε παρατήσει εδώ. Βέβαια δεν ήταν και τόσο άσχημο μέρος, θα μπορούσα να το κάνω μέχρι και μόνιμο σπίτι μου. Χαμογέλασα. Ναι έτσι θα έκανα. Θα έμενα για πάντα εδώ. Ήταν ένα ωραίο βράδυ, ακόμα και το περιστατικό με το πλάσμα στις τουαλέτες μου φαινόταν τώρα πολύ διασκεδαστικό.

Η κούκλα που ξύπνησε από έναν εφιάλτη (Case Oxmann)

«Άουτς!» φώναξε καθώς ένα γυαλί από το σπασμένο μπουκάλι μπύρας τρύπησε την παλάμη, ενόσω το μάζευε. Τα πιτσιρίκια που μόλις είχαν φύγει από το μαγαζί είχαν παρατήσει το τραπέζι τους σε πολύ κακή κατάσταση. Σπασμένο μπουκάλι, χυμένα αναψυκτικά, πεταμένα τσιπς. «Μαλακισμένα πιτσιρίκια», μουρμούρισε και σκούπισε το ματωμένο χέρι της με μια χαρτοπετσέτα. Έριξε λίγο νερό στο χέρι της και πέρασε ένα τσιρότο από πάνω ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη δουλειά της. Στα γρήγορα σκούπισε το τραπέζι με ένα βρεμένο πανί και μάζεψε τα πατατάκια και τα γυαλιά με τη σκούπα. Κοίταξε την ώρα στο ρολόι που στεκόταν στον τοίχο πίσω από το μπαρ της. Ήταν ένα λιτό ρολόι με τις ώρες γραμμένες στα λατινικά. Τόσο οι ώρες όσο και οι δείκτες είχαν στολιστεί με μπλε νέον, έτσι ώστε να ταιριάζει με την διακόσμηση του υπόλοιπου μπαρ. Τρεις παρά πέντε. Σε μία ώρα και πέντε λεπτά σχολούσε. Πήρε μια μπύρα από το μικρό μωβ ψυγειάκι πίσω της. Δεν χρειαζόταν ποτήρι, πάντα από το μπουκάλι έπινε. Κάτω από τον πάγκο είχε αφημένο το πακέτο με τα τσιγάρα της. Πάντα κάπνιζε όταν έπινε. Γενικά κάπνιζε πολύ, αλλά με το ποτό για συντροφιά ακόμα περισσότερο. Ρούφηξε τον καπνό της πρώτης τζούρας και έπειτα από λίγο τον φύσηξε. Ο καπνός σχημάτισε ένα μικρό συννεφάκι το οποίο εξανεμίστηκε γρήγορα, αφήνοντας μια θολούρα κάτω από το μωβ φως των νέον λαμπών του ταβανιού. Σάββατο βράδυ. Αραιωμένος ο κόσμος στην Πολυτεχνείου. Άλλοι περπατούσαν με ομπρέλες στα χέρια λόγω της βροχής, άλλοι ξερνούσαν τα μπόμπα ποτά που ήπιαν στα κωλόμπαρα, και άλλοι πήγαιναν από μαγαζί σε μαγαζί για δεύτερο και τρίτο γύρο. Το κέντρο ήταν πλέον το μοναδικό μέρος της πόλης όπου έβλεπες παντού καλοντυμένο κόσμο να πηγαίνει στη δουλειά του και να διασκεδάζει σα να μην τον νοιάζει το αύριο. Βέβαια, υπήρχαν μπάτσοι σε κάθε γωνιά. Τα πανελλαδικά επεισόδια του 2021 έκαναν την κυβέρνηση να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να βγάλει το στρατό στους δρόμους. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από τότε και τα σώματα ασφαλείας ήταν ακόμα εκεί. Όχι πως την ένοιαζε ιδιαίτερα βέβαια. Μια απλή μπαργούμαν ήταν που έβγαζε το μερτικό της. Δεν ήταν πολλά τα λεφτά, αλλά αρκετά για να τη συντηρούν. Έτσι πίστευε. Ένας μεσαίου αναστήματος μαυρομάλλης άντρας με κακοξυρισμένο μούσι και μαύρο αδιάβροχο φάνηκε να έρχεται προς το καφέ-μπαρ. Αφού σκούπισε τις μπότες του στο μουσκεμένο πατάκι, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Έβγαλε το αδιάβροχο και το κρέμασε στον καλόγερο αριστερά της εισόδου. «Χασάν! Πώς κι από δω τέτοια ώρα;» «Από τις εννιά μέχρι τις δυόμιση δούλευα κάτι κυβερνοϋλικά που μου παρήγγειλε ένας τύπος για το προσθετικό χέρι του. Παραδόξως, δεν με ‘πιανε ύπνος και είπα να’ ρθω μια βόλτα από δω», είπε καθώς έκατσε σε ένα από τα σκαμπό μπροστά από τη μπάρα. «Α, ναι; Τι προσθετικό;» ρώτησε με ενδιαφέρον. «Μάρσικ». «Μάρσικ;» ρώτησε με μερική έκπληξη. «Φραγκάτος πρέπει να ‘ταν». «Δε νομίζω. Για να έρθει σε μένα για σέρβις, το προσθετικό θα ‘ναι του παραεμπορίου. Στους Αμπελόκηπους βρίσκεις τόνους τέτοια». «Δεν πάω εκεί». Γέλασε στα λόγια της. «Α, ναι, ξέχασα. Εσύ είσαι της υψηλής κοινωνίας». «Λέγε τι θα πιεις τώρα και άσε την ειρωνεία», απάντησε με χαμόγελο στο πείραγμά του. «Βάλε μια σκέτη βότκα». «Έγινε!» Πήρε ένα παλιομοδίτικο ποτήρι από αυτά με την παχιά βάση και αφού πέταξε δύο παγάκια μέσα το γέμισε μέχρι τη μέση και παραπάνω με πάγο. «Στην υγειά σας, κύριε Χασάν!» «Στην υγειά σου, κυρία Σάντυ!» είπε και τσούγκρισε το ποτήρι του με τη σχεδόν τελειωμένη μπύρα της. Με μια ρουφηξιά η Σάντυ τέλειωσε όλη την μπύρα και πέταξε το μπουκάλι στο καφασάκι με τα άδεια. Έβγαλε άλλη μία από το ψυγείο. «Τι άλλα νέα;» ρώτησε προσπαθώντας να ανοίξει κουβέντα. «Τα ίδια. Είχαμε κάτι μικροεπεισόδια πάνω στην Κασσάνδρου μεταξύ αντιεξουσιαστών και μπάτσων. Τίποτα παραπάνω από έναν σύντομο πετροπόλεμο όμως», απάντησε εκείνος με ένα ψυχρό ύφος σαν αυτά των δημοσιογράφων στις ειδήσεις. «Μαλάκες και οι δυο τους», μουρμούρισε εκείνη. «Και οι δυο τους;» ρώτησε εκείνος με έκπληξη. «Αχ, Χασάν, δεν θέλω να ξανακάνω αυτή την κουβέντα μαζί σου, ξέρεις πως δεν θα βγάλει πουθενά». «Ας μην έκανες εκείνο το σχόλιο τότε», μουρμούρισε καθώς ρούφηξε δύο γουλιές από τη βότκα του. Τα παγάκια είχαν σχεδόν λιώσει. Έξω η βροχή δεν σταματούσε. Το νερό είχε γεμίσει τις λακκούβες των πεζοδρομίων μετατρέποντάς τες σε λίμνες. Η αντανάκλαση των νέον φώτων πάνω στον βρεγμένο δρόμο του προσέδιδε μια ανοιχτή μπλε και ροζ απόχρωση. Περισσότερο φως έδινε ο δρόμος, παρά ο δημόσιος φωτισμός. Η Σάντυ πήρε από το πακέτο το τελευταίο τσιγάρο και το άναψε φυσώντας τον καπνό προς τα πάνω. Έκανε έναν μορφασμό καθώς ένιωσε έναν πόνο στον αριστερό ώμο της. Άφησε το τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη της, καθώς τοποθέτησε τη δεξιά παλάμη της πάνω στο ρομποτικό εξάρτημα προσπαθώντας μάταια να ανακαλύψει την πηγή του πόνου. «Πονάς;» ρώτησε ο Χασάν που κατάλαβε τι συνέβαινε. «Όχι, της στιγμής ήταν», είπε εκείνη και μάζεψε κατευθείαν το χέρι της από κει. «Αν το αφήσεις έτσι, να ξέρεις πως θα χειροτερεύσει. Πόσο καιρό έχεις ν’ αλλάξεις εξαρτήματα;» «Ποτέ δεν έχω αλλάξει». Την κοίταξε έκπληκτος. «Πόσο καιρό το φοράς;» Πήγε ν’ απαντήσει άλλα το μυαλό της κόλλησε. Περίεργο. Δε θυμόταν πότε είχε κάνει την εγχείρηση. Προσπάθησε να ανατρέξει στο παρελθόν μπας και θυμηθεί, αλλά τίποτα. Σα να είχε σβηστεί η ανάμνηση από το μυαλό της. «Δε, δε θ-θυμάμαι», ψέλλισε. «Δουλεύεις πολλές ώρες μάλλον», μουρμούρισε εκείνος. «Προσπάθησε να ξεκουράζεσαι περισσότερο και κόψε τη φούντα». Δεν απάντησε, παρά μόνο τον κοίταξε. «Θυμάσαι τουλάχιστον τι μάρκα ήταν;» ρώτησε αλλά έσπευσε να συμπληρώσει πριν προλάβει να απαντήσει η Σάντυ: «Βασικά σήκωσε λίγο το μανίκι να του ρίξω μια ματιά». Εκείνη έκανε όπως της είπε. Έβγαλε τα πλαστικά γάντια και σήκωσε το μανίκι της μπλε εργασιακής μπλούζας ως τον ώμο. Το βιονικό μέρος ήταν καλά σχεδιασμένο εξωτερικά. Από μία πρώτη ματιά δεν καταλάβαινες ότι επρόκειτο για ρομποτικό εξάρτημα. Τα μικρά ανοίγματα ανάμεσα στις αρθρώσεις και οι μικροσκοπικές τρύπες για τις βίδες δεξιά και αριστερά τους ήταν αυτά που πρόδιδαν την προέλευση του εξαρτήματος. Εκείνος το κοίταξε προσεκτικά. «Έχεις κανένα κατσαβίδι;» τη ρώτησε. «Ναι, μισό». Έσκυψε κάτω από το μπαρ όπου υπήρχαν δύο συρτάρια το ένα κάτω από τ’ άλλο. Άνοιξε το δεύτερο. Γεμάτο εργαλεία πεταμένα το ένα πάνω στο άλλο. Το μάτι της έπεσε πάνω σ’ ένα μικρό κατσαβιδάκι χωμένο στη δεξιά γωνία του συρταριού. Το άρπαξε και του το ‘δωσε. «Ορίστε». Ξεβίδωσε το ρομποτικό κάλυμμα πάνω από το μπράτσο της. Μία στρώση συνθετικού υλικού φάνηκε από κάτω, που λειτουργούσε ως μονωτής των νευροκαλωδίων. Τα μάτια του εστίασαν πάνω σ’ αυτά. Εκείνη ακολούθησε το βλέμμα του. Υπήρχε μια ανάγλυφη επιγραφή πάνω στο συνθετικό μπράτσο, όχι ιδιαίτερα ευδιάκριτη επειδή είχε το ίδιο χρώμα με αυτό. «Τι γράφει;» τον ρώτησε. Εκείνος γύρισε το βλέμμα προς αυτήν. Φαινόταν εν μέρει έκπληκτος. «Λοιπόν;» ξαναρώτησε. «Cybergre», απάντησε εκείνος. Έκπληξη ένιωσε τώρα και κείνη. Ήταν η τελευταία μάρκα που περίμενε ν’ ακούσει. «Σοβαρολογείς;» «Εμ τι, πλάκα σου κάνω; Να, δες και μόνη σου!» Είχε δίκιο. Cybergre έγραφε η επιγραφή. Μα πως ήταν δυνατόν να φοράει εξάρτημα εταιρίας η οποία ειδικεύεται στον αστυνομικό και στρατιωτικό εξοπλισμό; Δεν ήξερε να απαντήσει. Στη μαύρη αγορά τέτοια εξαρτήματα ήταν δυσεύρετα και πανάκριβα. Κόστιζαν ολόκληρες περιουσίες. «Δ-δεν ξέρω τι να πω», ψέλλισε. «Ούτε’ γω. Άλλος θα σε περνούσε για πράκτορα, εγώ όχι», μουρμούρισε. Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Για πράκτορα;» «Ε, ναι. Για ποιο άλλο λόγο μια μπαργούμαν θα φορούσε αστυνομικό εξάρτημα;» Ήπιε λίγη βότκα πριν συνεχίσει. «Αν ήσουν πράκτορας, δεν πρόκειται να μου το ‘δειχνες. Τέλος πάντων, αν θες σέρβις, μπορώ να σε βοηθήσω». «Χασάν-» «Αν δεν θες βέβαια, κανένα πρόβλημα, η επιλογή είναι δική σου. Απλά, ως φίλος σου προσφέρομαι να κάνω τη δουλειά και να σε γλιτώσω από το να ξοδέψεις τα τρία τέταρτα του μισθού σου στο σέρβις της Σάιμπερ». «Ευχαριστώ», είπε εκείνη διστακτικά. «Βράδυ δουλεύεις αύριο;» «Αύριο έχω ρεπό». «Έλα από μένα κατά τις δύο. Μέχρι τις τέσσερις θα ‘χουμε τελειώσει». Ρούφηξε την υπόλοιπη βότκα και άφησε έξι ευρώ πάνω στον πάγκο. «Πέντε κάνει», είπε η Σάντυ. Σήκωσε το χέρι του κάνοντας νεύμα να τα κρατήσει. Έβαλε το αδιάβροχο και βγήκε από το μαγαζί. Έστριψε αριστερά και γρήγορα χάθηκε από το βλέμμα της. Καιρό είχε να δει μετρητά στο μαγαζί. Σχεδόν όλοι πλήρωναν με ψηφιακή κάρτα, μέσω του ψηφιακού ρολογιού τους. Τα μετρητά χρησιμοποιούνταν μόνο από γέρους ή από τον υπόκοσμο. Δύο ώρες αργότερα, το ιδρωμένο από τη δουλειά σώμα της λουζόταν στα μπλε και πράσινα φώτα των φωτορυθμικών του Downtown. Κουνιόταν στους ήχους της industrial μουσικής ανάμεσα στους αγνώστους που την περιτριγύριζαν. Το μαγαζί ήταν ένα από τα χειρότερα αφτεράδικα στην πόλη. Από αυτά όπου δεν ξέρεις αν το ποτό που πίνεις είναι βότκα ή αμόλυβδη. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς όμως. Την άλλη βδομάδα πληρωνόταν, και τα λεφτά που της είχαν μείνει μετά βίας έφταναν για το φαΐ της βδομάδας. Είχε ζήσει μέρες που έτρωγε κρυφά από τα περισσεύματα των σάντουιτς και πιτών που άφηναν οι πελάτες, απλώς και μόνο για να πάει χορτάτη σπίτι και να μη χρειαστεί να ξοδέψει φαΐ. Έδιωξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της και συνέχισε να κουνιέται στον ρυθμό του τραγουδιού. Ένας μελαχρινός μουσάτος άνδρας την πλησίασε. Φορούσε μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι και ένα σκισμένο τζιν. Σε κλαμπ θα έτρωγε πόρτα με τέτοιο ντύσιμο οπότε είτε από κάποιο ροκάδικο, είτε από κάποια μπυραρία θα ‘ρθε. Δεν φαινόταν πολύ μεγαλύτερος από αυτήν. Ίσως κάνα δυο χρόνια. Άρχισε να χορεύει μπροστά της και να την παρακινεί να συνεχίσει. Εκείνη δέχτηκε. Κουνιόταν και πού και πού τριβόταν δίπλα του. Το ποτό τής είχε ανεβάσει τη διάθεση κατακόρυφα. Ούτε που σκεφτόταν την κομμένη παλάμη, τον πόνο στον ώμο, ή τα έξοδα της βδομάδας. Απλώς χόρευε και διασταύρωνε τις ματιές της με τον μελαχρινό τύπο μπροστά της. Μία ώρα αργότερα βρισκόταν σπίτι του, όπου πλέον τα κορμιά τους άγγιζαν το ένα το άλλο, όμως χωρίς τα ρούχα αυτή τη φορά. Ο τύπος – Κώστα ή Δημήτρη τον έλεγαν; Δεν θυμόταν – ήταν ξαπλωμένος με τα χέρια του στη μέση της, ενώ αυτή χοροπηδούσε πάνω του. Δεν είχε έρθει σε πλήρη στύση. Φαινόταν στο βλέμμα του ότι δεν το απολάμβανε όσο εκείνη. Έσκυψε το κορμί της προς αυτόν και άρχισε να τον φιλά στα χείλη και στον λαιμό, ενώ ταυτόχρονα συνέχιζε να κουνάει τη μέση της πάνω-κάτω, κάνοντας την ψωλή του να μπαινοβγαίνει γρήγορα μέσα της. Το εγχείρημά της λειτούργησε. Πλέον, ήταν εμφανές πως και κείνος το απολάμβανε περισσότερο. Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του, περνούσε ανάμεσα από τα κατακόκκινα από το χασίσι μάτια του και κατέληγε στο πηγούνι όπου συναντιόταν με τον δικό της. Η βαριά ανάσα του στο λαιμό της, τα χέρια του γύρω από τη μέση της, τα στήθη του που άγγιζαν τα δικά της. Πλέον, δεν έβλεπε παρά μόνο ένιωθε. Τέλειωσε στο στόμα της. «Πάω να πλυθώ», είπε εκείνη. «Πού είναι το μπάνιο;» Εκείνος απλά σήκωσε το χέρι του δείχνοντας δεξιά, πριν αυτό πέσει σα νεκρό κοτσύφι από σφαίρα κυνηγού. Φαινόταν εξαντλημένος. Μπήκε στην τουαλέτα και έκανε ένα γρήγορο ντους. Δεν είχε σκοπό να κοιμηθεί εκεί. Σκουπίστηκε γρήγορα και βγήκε έξω. Τα ρούχα της ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Εκείνος είχε πέσει ξερός για ύπνο. Τα δυνατά ροχαλητά του παίζει να ακούγονταν ως το διπλανό τετράγωνο. Πάνω στο γραφείο ήταν παρατημένο το πορτοφόλι του και παραδίπλα ένα πακέτο τσιγάρα. Δειλά-δειλά το άνοιξε, με ελπίδα να βρει τίποτα. Ταυτότητα, επαγγελματική κάρτα, μια χρεωστική και δεκαπέντε ευρώ. Πήρε τα τσιγάρα και τα λεφτά και περπατώντας στις μύτες βγήκε από το διαμέρισμα. Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες με τα παπούτσια στα χέρια και τα φόρεσε μόνο όταν έφτασε στην εξώπορτα. Τράβηξε το χερούλι για να την ανοίξει. Ευτυχώς ήταν ξεκλείδωτη. Ευθεία μπροστά της ήταν η στάση του μετρό. Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και έφτασε στην αποβάθρα. Το μετρό είχε ήδη φτάσει. Μπήκε μέσα δίχως να κόψει εισιτήριο από τις ψηφιακές οθόνες. Σπάνια γίνονταν έλεγχοι άλλωστε. Μετά βίας κρατιόταν όρθια από την κούραση. Τα μάτια της έκλειναν από μόνα τους. Έκανε υπομονή. Τριγύρω της ο κόσμος αμίλητος. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Την τελευταία δεκαετία η Θεσσαλονίκη κατάφερε να μεταμορφωθεί, όσο δεν είχε τους προηγούμενους δύο αιώνες. Προς το χειρότερο φυσικά. Πλην της παραλίας, του κέντρου, των Πανεπιστημίων και φυσικά της Καλαμαριάς, όλες οι άλλες περιοχές είχαν γίνει άβατες. Τουλάχιστον έτσι έλεγαν στις ειδήσεις. «Στάση Βαρδάρης», είπε η ηλεκτρονική φωνή από τα μεγάφωνα. Βγήκε από το μετρό και ανέβηκε τις ηλεκτρικές σκάλες. Είχε σχεδόν ξημερώσει. Προχώρησε ευθεία στη Μοναστηρίου και έστριψε δεξιά, όπου χώθηκε μέσα στα στενά που ήταν γεμάτα από καταστήματα στρατιωτικού και βιονικού εξοπλισμού, ανταλλακτικά και μάντρες με σίδερα. Η πολυκατοικία που έμενε ήταν ευθεία μπροστά της. Ήταν μία παλιά πολυκατοικία διακοσμημένη μόνο με μπετό και τζαμαρίες, νεωτερικού τύπου, από αυτές που είχαν κυριαρχήσει στη μεταπολεμική Ελλάδα. Το διαμέρισμα της ήταν στον τέταρτο όροφο. Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Τα ρούχα της ήταν πεταμένα στο πάτωμα δεξιά και αριστερά. Η άσχημη μυρωδιά των σκουπιδιών διαπερνούσε τη μύτη της. Είχαν μαζευτεί δύο σακούλες, αλλά είχε ξεχάσει να τις πετάξει καθώς έφευγε το απόγευμα. Τις έβγαλε έξω στο μπαλκόνι. Στη γωνία, τα μπουκάλια με τις μπύρες τοποθετημένα σε τριγωνικό σχήμα θύμιζαν κορύνες που περίμεναν κάποιον παίκτη να ρίξει την μπάλα του μπόουλινγκ και να κάνει στράικ. Στα αριστερά του κρεβατιού της ήταν η κουζίνα και παραδίπλα μια μικρή τουαλέτα. Το διαμέρισμα παραήταν μικρό, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Τα λεφτά δεν έφταναν για κάτι καλύτερο. Άνοιξε το ψυγείο. Μερικές φέτες κασέρι, τέσσερα βρασμένα αυγά, βρασμένα μακαρόνια και μία εξάδα μπύρες. Άνοιξε μία και ήπιε. Την άφησε στο κομοδίνο και πέταξε τα ρούχα της αφήνοντας μόνο το κάτω εσώρουχο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και κοίταξε το κυβερνορολόι της. Άνοιξε την τρισδιάστατη ψηφιακή οθόνη και σέρφαρε για λίγο στα κοινωνικά δίκτυα. Τίποτα νέο. Οι ίδιες φάτσες να ανεβάζουν τις ίδιες ακριβώς φωτογραφίες στα ίδια μαγαζιά. Αναρωτήθηκε αν πράγματι ήταν τόσο χαρούμενοι όσο έδειχναν. Ήπιε και την υπόλοιπη μπύρα και ρεύτηκε. Δημόσια δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Η αστυνομία θα της έδινε πρόστιμο για προσβολή της δημοσίας αιδούς, ενώ σε μαγαζί θα την κοιτούσαν όλοι σα να ήρθε από άλλο πλανήτη και η κοινωνική πίστωση της θα έπεφτε δέκα μονάδες. Σκεπάστηκε με τη λεπτή της κουβέρτα καθώς ένιωθε τα μάτια της να βαραίνουν. ΝΤΡΙΝ! Ο δυνατός ήχος του κουδουνιού την έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι της. Κοίταξε την ώρα. Τέσσερις παρά τέταρτο και οχτώ αναπάντητες κλήσεις, όλες από τον Χασάν. «Σκατά!» είπε μέσα από τα δόντια της και τα μάτια της τριγύρισαν το κρεβάτι, ψάχνοντας για το σουτιέν της. ΝΤΡΙΝ! Το κουδούνι ξαναήχησε. Σήκωσε το θυροτηλέφωνο. «Ναι;» «Πού διάολο ήσουν; Από τη μία και μισή σε παίρνω τηλέφωνο και δεν το σηκώνεις! Σου έστειλα και μηνύματα και πάλι ουδεμία απάντηση!» «Χίλια συγγνώμη, με πήρε ο ύπνος! Σε 2 λεπτά κατεβαίνω». Συνέχισε το ψάξιμο. Τελικά ήταν κάτω από το κρεβάτι. Το φόρεσε και από πάνω έβαλε ένα μαύρο πρόχειρο συνολάκι φόρμας γυμναστικής. Χτένισε τα κατάμαυρα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη και έφτιαξε λίγο τις αφέλειες, ώστε να είναι παράλληλες η μία στην άλλη και να καλύπτουν ομοιόμορφα το μέτωπο. Η πράσινη ίριδά της έκανε έντονη αντίθεση με το υδατοειδές που είχε πάρει κόκκινο χρώμα από τον πολύωρο ύπνο. Ή μπορεί και από το χθεσινό χασίσι. Άνοιξε την παλιά αλουμινένια πόρτα. Ο Χασάν την περίμενε κάτω από το υπόστεγο που σχημάτιζε το ασοβάντιστο τσιμεντένιο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας. Έβρεχε. Εκείνος άνοιξε τη διάφανη ομπρέλα του και ήρθε προς το μέρος της. «Πάμε από πάνω», είπε καθώς εκείνη χώθηκε κάτω από την ομπρέλα. Τον κοίταξε παράξενα. Εκείνος φάνηκε να αντιλήφθηκε την απορία της. «Πρόσφυγες από τα περίχωρα πέρασαν τα συρματοπλέγματα και μπήκαν στην πόλη. Τώρα όλο το μετρό έχει γεμίσει μπάτσους που ψάχνουν να τους μαζέψουν». Κούνησε το κεφάλι της. Παλιότερα ήταν πιο επιθετική προς τους πρόσφυγες. Τους έβλεπε ως εισβολείς που διατάραζαν την ήσυχη ζωή του κέντρου. Πλέον, είχε αναθεωρήσει. Η συναναστροφή με τον Χασάν τη βοήθησε να αποκτήσει περισσότερη διορατικότητα για τον κόσμο και τα προβλήματά του. Το φανάρι άναψε πράσινο. Πέρασαν τις διαδοχικές διαβάσεις της Λαγκαδά και προχώρησαν ευθεία στο πεζοδρόμιο, δεξιά του οποίου κάποτε υπήρχε το Πάρκο των Εθνών, πριν αντικατασταθεί από ένα τετράγωνο πολυκατοικιών και πάρκινγκ. Όταν ήταν μικρή, η μητέρα της την έφερνε σ’ αυτό το πάρκο να παίξει με άλλα παιδιά, ενώ αυτή καθόταν σε ένα παγκάκι παραδίπλα διαβάζοντας κάποιο περιοδικό. Είχε ξεχάσει τα ονόματα των περισσότερων παιδιών πλέον – ακόμα και τις φάτσες τους – με την εξαίρεση της Ιωάννας. Ήταν μία ξανθιά και λεπτή κοπέλα με καστανά μάτια και ίδιο ύψος μ’ αυτήν. Ήταν πάντοτε πρόσχαρη και ευγενική με όλα τα παιδιά. Η φωνή της ήταν το ίδιο γλυκιά με αυτήν. «Αλεξάνδρα, πάσαρε σε μένα», της είχε πει μια φορά που έπαιζαν μπάλα. Είχε σκοράρει στα αντίπαλα δίχτυα – ή μάλλον δέντρα – και πανηγυρικά την είχε αγκαλιάσει. Πού να βρισκόταν τώρα άραγε; Μετά την εξέγερση έχασαν επαφή. Ο τραγικός θάνατος των γονιών της την είχε συγκλονίσει. Για καιρό είχε χάσει επαφή με τον έξω κόσμο. Παράτησε το σχολείο. Την κηδεμονία της είχαν αναλάβει για λίγο καιρό μακρινοί συγγενείς τους οποίους μετά βίας γνώριζε. Το σπίτι τους πέρασε στη δικαιοδοσία αυτών. Το πούλησαν. Τα λεφτά που πήρε η ίδια ήταν ψίχουλα. Σύντομα αναγκάστηκε να βρει δουλειά. Πέρασε από σουπερμάρκετ, κάβες, ντελίβερυ, κωλόμπαρα, μέχρι που κατέληξε στο καφέ-μπαρ Centro. Συνέχισαν ευθεία στην Αγίου Δημητρίου. Η βροχή είχε δυναμώσει. Οι κάθετοι δρόμοι στα αριστερά ήταν γεμάτοι πεταμένα φρούτα και σπασμένα καφασάκια από το πρωινό παζάρι. Η ξαφνική κακοκαιρία απέτρεψε τον κόσμο να τα μαζέψει και τώρα έστεκαν παρατημένα εδώ και κει περιμένοντας τη βροχή και τον αέρα να τα σκορπίσει. Πήγαινε συχνά στο παζάρι. Ήταν η φθηνή εναλλακτική στα σουπερμάρκετ του κέντρου. Αυτό φυσικά μόνο όταν ξυπνούσε πριν τις δύο το μεσημέρι. Έστριψαν προς την Κασσάνδρου. Αυτός ο δρόμος σηματοδοτούσε τα σύνορα του κέντρου με τις βόρειες περιοχές. Το διαμέρισμα του Χασάν δεν ήταν πολύ μακριά από κει. Η παρουσία αστυνομίας ήταν πιο έντονη στα πρώτα δύο τετράγωνα, έπειτα αραίωνε. Το μαύρο σετ κράνους, αλεξίσφαιρου και επιγονατίδων, σε συνδυασμό με τους εγκατεστημένους στα βιονικά μέρη τους, ασύρματους, τους έκαναν να μη διαφέρουν και πολύ από τον στρατό. Συνέχισαν ευθεία. Στο επόμενο τετράγωνο φάνηκαν οι πρώτες καταλήψεις. Όλη αυτή η περιοχή ελεγχόταν από διάφορες αντιεξουσιαστικές οργανώσεις με φαντεζί ονόματα. ΑΝΤΙΤΕΧ, Μαύρες Γάτες, Κόκκινο Ρόδο. Δεν ήξερε γιατί ήταν τόσες πολλές, αλλά δεν την ένοιαζε κιόλας. Αυτοί οι επαναστάτες ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατο των γονιών της. Δεν μπορούσε να ξεχάσει την εικόνα της μολότοφ που έπεσε πάνω στην τζαμαρία του μαγαζιού της μητέρας της και προκάλεσε πυρκαγιά. Ούτε εκείνη ούτε ο πατέρας της πρόλαβαν να βγουν έξω πριν πάθουν ασφυξία. Η εικόνα κυκλοφόρησε σε κάθε κανάλι και ειδησεογραφικό μέσο. Η μολότοφ είχε φύγει από χέρι αντιεξουσιαστή, έλεγαν όλοι. Μόνο οι ίδιοι το αρνούνταν. Έστριψαν αριστερά σε ένα ανηφορικό στενάκι δίχως οδό. «Εδώ είμαστε», είπε ο Χασάν μετά από λίγα βήματα. Η περιοχή αυτή ήταν γεμάτη ερείπια και εγκαταλελειμμένες πολυκατοικίες, μερικές εκ των οποίων χρησιμοποιούνταν ως καταφύγιο από άστεγους ή και ως εργαστήρια από χάκερς, λαθροπαραγωγούς αλκοόλ και ναρκωτικών, τεχνικούς και διάφορους εξτρεμιστές. Δεν είχε δει ποτέ κάποιο με τα ίδια της τα μάτια, ήξερε μόνο όσα της είχε εκμυστηρευτεί ο Χασάν που έμενε στο ισόγειο ενός διώροφου σπιτιού. Οι πάνω όροφοι κατοικούνταν από οικογένειες μεταναστών που είχαν έρθει με το δεύτερο κύμα. Θαύμα που κατάφεραν να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη. Οι περισσότεροι πυροβολούνταν στα σύνορα και όσοι τα περνούσαν τους μάζευαν οι μπάτσοι από το δρόμο. Ο Χασάν πέρασε μια γκρι κάρτα από το ηλεκτρονικό σκάνερ της πόρτας και αυτή άνοιξε. Τα περισσότερα σπίτια της περιοχής ήταν παλιά και δεν διέθεταν τέτοιες πολυτέλειες. Έτσι ήταν και η πολυκατοικία πριν μετακομίσει ο ίδιος εκεί. Η ηλεκτρονική κλειδαριά ήταν μία από τις πολλές αλλαγές που έκανε για λόγους ασφαλείας. Ευθεία στο τέλος του τσιμεντένιου πατώματος ήταν η σκάλα. Δεξιά ήταν το διαμέρισμα του Χασάν. Η αρχική πόρτα ήταν ξύλινη και δεν σήκωνε ηλεκτρονική κλειδαριά, οπότε είχε αναγκαστεί να εγκαταστήσει άλλη. Ήταν τυχερός που βρήκε μια ατσάλινη πόρτα παρατημένη έξω από έναν σκουπιδοτενεκέ στο κέντρο. Την πήρε σπίτι και την επισκεύασε. Την πρώτη φορά που είχε έρθει σπίτι του, είχε φροντίσει να της αναλύσει κάθε εξάρτημα που βρισκόταν στο χώρο, θαρρείς και ήταν μουσειακό έκθεμα. Το διαμέρισμα του Χασάν ήταν κι αυτό τόσο μικρό όσο το δικό της. Ένας ενιαίος χώρος ο οποίος περιλάμβανε κρεβατοκάμαρα, γραφείο και κουζίνα και στα αριστερά της ένα μικρό δωματιάκι ως μπάνιο. Τα μπροστινά παράθυρα ήταν σχεδόν μόνιμα σφραγισμένα. Μόνο λιγοστές ακτίνες ηλίου κατάφερναν να τρυπώσουν από τα ανοίγματα των μωβ πλαστικών συρόμενων παντζουριών, φωτίζοντας το σκοτεινό δωμάτιο. Στα ανατολικά υπήρχε άλλο ένα μικρό παράθυρο με θέα τα γειτονικά ερείπια. Ολημερίς το σπίτι φωτιζόταν από τις λάμπες φθορίου. Ποτέ δεν πλήρωνε λογαριασμούς ρεύματος. Μια αυτόνομη ομάδα της περιοχής που αποκαλούνταν ΙΛΕΓΚΑΛΛΕ κατάφερε να κλέψει ρεύμα από τους πυλώνες της Εταιρίας Ηλεκτρισμού και να βάλει μπρος γεννήτριες οι οποίες ηλεκτροδοτούσαν όλη την περιοχή. Φυσικά μόνο για τους υπολογιστές το χρησιμοποιούσαν, δεν τους έπαιρνε να δώσουν φωτισμό σε όλη την περιοχή. Τέσσερις φορές τους έκοψαν το ρεύμα, τέσσερις φορές αυτοί το επανασύνδεσαν. «Έφαγες;» τη ρώτησε. «Μπα, τώρα ξύπνησα». «Φτιάχνω τοστ και για τους δύο μας», είπε και κίνησε προς την κουζίνα, αλλά σταμάτησε μετά από δύο βήματα σα να θυμήθηκε κάτι που είχε ξεχάσει προηγουμένως. Έβγαλε το κυβερνορολόι του και της το πέταξε. Προσγειώθηκε στις χούφτες της. «Πάνε κάτω εσύ και ‘ρχομαι», είπε. «Ντάξει». «Καφέ θες;» «Σκέτο». Σήκωσε το χαλί μπροστά από το κρεβάτι. Μία κυκλική ατσάλινη πόρτα με χερούλι εσοχής εμφανίστηκε. Δεν διέφερε και πολύ από ένα καπάκι βόθρου. Πάνω στο κέντρο είχε ενσωματωμένο ένα μικρό σκάνερ. Έσκυψε και τοποθέτησε το ρολόι του σε απόσταση τριών εκατοστών από το σκάνερ. Ένας ήχος κλειδαριάς που ξεκλειδώνει ακούστηκε όταν ολοκληρώθηκε η σάρωση. Άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε κάτω. Τα φώτα ήταν αναμμένα, το ίδιο και ο υπολογιστής στο βάθος του δωματίου. Το τσιμέντο δεν είχε καλυφθεί ούτε με πλακάκια ούτε με σοβά, στο πάτωμα και στους τοίχους αντίστοιχα. Το δωμάτιο ήταν μικρό. Εκτός από το γραφείο που κάλυπτε όλο το μήκος του τοίχου απέναντί της, ένα τραπέζι γεμάτο εξαρτήματα και μία μικρή βιβλιοθήκη διακοσμούσαν τον χώρο. Προχώρησε. Έκατσε στη μαύρη δερμάτινη γυριστή καρέκλα του γραφείου και έριξε μια ματιά στον υπολογιστή. Είχε τρεις οθόνες, με τρία διαφορετικά φόντα. Η αριστερή απεικόνιζε τους γονείς του και αυτόν στη μέση, αγκαλιασμένοι και με χαμόγελα στα χείλη τους. Έμοιαζε νέος. Υπέθεσε πως ήταν ακόμα μαθητής τότε. Η κεντρική φωτογραφία ήταν τραβηγμένη σε κάποιο μπαρ. Ήταν αυτός με την κοπέλα του. Τι να είχε γίνει αυτή άραγε; Δεξιά η φωτογραφία απεικόνιζε μία ομάδα ατόμων σε μια πλατεία. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν τσουβάλια με λαχανικά και όσπρια. Μάλλον κάποιο συσσίτιο σκέφτηκε. Πάνω στο γραφείο υπήρχε ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Το άδειασε στον κάδο δεξιά. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Το βλέμμα της έπεσε πάλι πάνω στην κοπέλα του Χασάν. Ήταν μια κομψή καστανομάλλα νεαρή με καστανά μάτια και καλλίγραμμο κορμί. Φορούσε ένα μαύρο λινό πουκάμισο και από κάτω ένα σκισμένο τζιν. Δεν υπήρχε μαντίλα στα μαλλιά της. «Όμορφη δεν είναι;» Σάστισε. Δεν κατάλαβε καν πότε κατέβηκε στο υπόγειο. «Ναι, είναι πολύ όμορφη. Η κοπέλα σου είναι;» «Ήταν η αρραβωνιαστικιά μου. Έφαγε σφαίρα μπάτσου στις εξεγέρσεις του Σεπτέμβρη». «Πώς την έλεγαν;» «Αναΐτα». «Ωραίο όνομα». Της έδωσε το πιάτο με τα δύο τοστ και τον καφέ. Αυτός παραμέρισε τα εξαρτήματα στο τραπέζι και άφησε τον δίσκο του εκεί. Όσο έτρωγαν ήταν αμίλητοι. Τέλειωσε το φαΐ της πιο γρήγορα από εκείνον. Ήπιε δύο γουλιές από τον καφέ. Έκαιγε ακόμα. Ο Χασάν έβαλε την τελευταία μπουκιά στο στόμα του. «Έλα να δούμε το χέρι σου», είπε και σκούπισε το στόμα του από τα ψίχουλα. Μετέφερε την καρέκλα δίπλα του. Έβγαλε την μπλούζα της. Φορούσε μόνο ένα μαύρο σουτιέν από κάτω. Το μικρό κενό ανάμεσα στα στήθη της καλύπτονταν από ένα τατουάζ που απεικόνιζε ένα κομμένο μαύρο τριαντάφυλλο. Ο Χασάν δεν έχασε χρόνο, γρήγορα έπιασε τα κατσαβίδια του άρχισε να ξεβιδώνει τον ώμο της, στο σημείο που το βιονικό κομμάτι ενωνόταν με το οργανικό. Τον έβλεπε καθώς ξεβίδωνε τις βίδες μία μία σιγά σιγά. «Πως και δεν έβαλες κάποιο προσθετικό μέλος και συ;» τον ρώτησε στην προσπάθειά της να πιάσει κουβέντα. «Γιατί να βάλω; Για να δώσω λεφτά τζάμπα και να κάνω ευκολότερη την κρατική παρακολούθηση πάνω μου;» ήταν η απάντηση-ερώτησή του ενόσω συνέχιζε τη δουλειά του. «Ε, απλά πολλοί το κάνουν. Γι’ αυτό ρώτησα» Σταμάτησε το ξεβίδωμα και την κοίταξε. «Οι πολλοί στους οποίους αναφέρεσαι είναι ηλίθια πλουσιόπαιδα που δεν ξέρουν τίποτα άλλο πέραν του να ακολουθούν μόδες. Τα βιονικά μέρη είναι της μόδας γι’ αυτό και όλοι πάνε στα χειρουργεία να αφαιρέσουν τα χέρια, τα πόδια ή ό,τι άλλο θέλουν να αντικαταστήσουν. Βλαμμένοι. Δεν καταλαβαίνουν ότι έτσι οι μπάτσοι ξέρουν κάθε στιγμή που βρίσκονται» Δεν απάντησε. Γνώριζε πως είχε δίκιο. Αναρωτήθηκε γιατί άραγε να είχε αλλάξει εκείνη το οργανικό μέρος της. Λόγω μόδας; Απίθανο. Ποτέ δεν είχε την πολυτέλεια για τέτοια πράγματα. Μάλλον κάποιο ατύχημα είχε γίνει το οποίο είχε ξεχάσει πλέον. Πως ήταν δυνατόν όμως να ξεχάσει ένα τέτοιο ατύχημα; Δεν γνώριζε. Δεν ήξερε τι να πρωτοσκεφτεί γι’ αυτό. Της φαινόταν τόσο αλλόκοτο. Ο Χασάν έβγαλε και την τελευταία βίδα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Στη θέση του ώμου της είχε μείνει μόνο το συνθετικό εξάρτημα που λειτουργούσε ως διαμεσολαβητής μεταξύ του οργανικού και του βιονικού μέρους. Δύο κυκλικά κυβερνοηλεκτρόδια υπήρχαν στις απολήξεις των νεύρων. Η επαφή αυτών με τα νευροκαλώδια επέτρεπε στο βιονικό εξάρτημα να λειτουργεί σαν κανονικό χέρι. Όλα αυτά τα είχε μάθει από τον Χασάν όταν καμιά φορά άραζε στο σπίτι του παρακολουθώντας τον να δουλεύει. Δεν είχε άλλωστε και αλλού να πάει. Είχε χάσει επαφή με τις παλιές φίλες της και από την δουλειά δεν είχε γνωρίσει κόσμο αξιόλογο για παρέα. Μόνο κάτι τύπους, οι οποίοι φυσικά ήταν ανίκανοι για κάτι παραπάνω από σεξ μίας βραδιάς. Είχε γνωρίσει και μία κοπέλα με την οποία είχε ένα γρήγορο φλερτ, δεν την ξαναείδε ποτέ όμως. «Για να δούμε λοιπόν τι θέμα έχει» μουρμούρισε ο Χασάν ανοίγοντας και το υπόλοιπο μέρος. Το μάτι του σάρωσε όλο το εξάρτημα ψάχνοντας με προσοχή για κάποιο πρόβλημα. Εν τέλει κατέληξε πάνω στον ώμο. «Αχά, να το!» φώναξε. «Τι έγινε;» «Ένα νευροκαλώδιο είναι ένα βήμα πριν κοπεί και σε κάθε απότομη κίνησή σου οι αισθητήρες πόνου έστελναν σήμα. Δουλειά δύο λεπτών είναι. Τώρα θα σου αλλάξω το νευροκαλώδιο επί τόπου» Πήρε το βιονικό μέρος και κατευθύνθηκε προς το γραφείο. Άνοιξε τα συρτάρια του γραφείου. Τον είδε να ψάχνει και να ανακατεύει τα πράγματα. «Πάνω, πρέπει να τα άφησα. Δώσε μου δύο λεπτά» «Όσα θες» Πήρε το χέρι και ανέβηκε πάνω την σκάλα. Τον άκουσε να ανοίγει την πόρτα. «Σάντυ! Σάντυ!» τον είδε ξαφνικά να φωνάζει μπροστά στο πρόσωπο της. Πετάχτηκε επί τόπου. «Τι σκατά!» φώναξε τρομαγμένη. «Πως το κάνες αυτό; Τώρα μόλις σε άκουσα να βγαίνεις από τον χώρο!» «Τι είπες;» ρώτησε. Και κείνος φαινόταν αναστατωμένος για κάποιο λόγο. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από την τρομάρα. Πήρε μερικές αναπνοές πριν απαντήσει. «Είπα πως μόλις τώρα σε άκουσα να ανεβαίνεις πάνω, πως σκατά γίνεται να βρέθηκες μπροστά μου σε κλάσματα δευτερολέπτου;» Η ερώτησή της μεταμόρφωσε την αναστάτωση σε έκπληξη στο πρόσωπό του. «Σάντυ έχω ένα πεντάλεπτο που πήγα πάνω για τα νεροκαλώδια. Όταν κατέβηκα κάτω σε βρήκα με το κεφάλι γερμένο ανάσκελα στην καρέκλα και τα μάτια ορθάνοιχτα. Για λίγο νόμιζα ότι είχε συμβεί κάτι κακό» «Τι;» Εκείνος δεν απάντησε. Έβαλε τις παλάμες του στο πρόσωπό του και το έτριψε σε μία προσπάθεια να διώξει την αναστάτωση από πάνω του. «Δ-δε βγάζει νόημα αυτό. Δεν ένιωσα τίποτα» «Αυτό είναι το πρόβλημα! Ούτε γω ξέρω τι διάολο έπαθες». Ξεφύσησε και γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος της. «Ποια είναι η τελευταία ανάμνηση που έχεις;» «Εσένα να ανοίγεις την πόρτα» «Δεν άκουσες να την κλείνω;» «Όχι» Έκανε μία ακόμα γύρα πέρα δώθε στο χώρο. «Μακάρι να ήξερα τι σου συνέβη τώρα. Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο περιστατικό» «Τουλάχιστον συνήλθα» Το μάτι του έπεσε πάνω της. «Μπορεί να το ξαναπάθεις όμως και τότε ίσως να μην είμαι εγώ εκεί για να σε συνεφέρω» Χαμήλωσε το βλέμμα της. «Ναι έχεις δίκιο» μουρμούρισε. «Προφανώς και έχω!» φώναξε εκείνος. Με το δεξί χέρι του κάλυψε το στόμα του τρίβοντας την περιοχή των μαγούλων. Φαινόταν σκεπτικός. «Έχω ένα γνωστό που ίσως ξέρει κάτι παραπάνω πάνω σε τέτοια θέματα» είπε και έπιασε το ψηφιακό ρολόι του. Άνοιξε την τρισδιάστατη οθόνη και επιλέγοντας το κουμπί “voice search” είπε «Μίλτος». «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε με περιέργεια. Εκείνος της έκανε νόημα να σωπάσει. «Θα σου πω μετά» διάβασε στα χείλη του. Έβαλε το ψηφιακό ακουστικό στο αυτί του. Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και ο Μίλτος απάντησε στην κλήση. «Έλα ρε φίλε! Που σε βρίσκω, σπίτι; Α, ναι; Ωραία. Να σου πω, έχω ένα περιστατικό με μία φίλη που έχασε τις αισθήσεις της στα καλά καθούμενα αλλά φαινόταν σα να είναι εγκεφαλικά νεκρή. Τι είπες; Ναι ναι, με μάτια ορθάνοιχτα. Να την φέρω από κει; Ωραία, σε δέκα λεπτά είμαστε εκεί» Η κλήση τερματίστηκε. Γύρισε προς το μέρος της. «Ντύσου για να φύγουμε» «Που με πας;» ρώτησε με περιέργεια. «Σε ένα φίλο εδώ πιο κάτω που μπορεί να βγάλει άκρη και με τα δύο προβλήματα σου» απάντησε. «Μη φοβάσαι, είναι πολύ καλό άτομο. Είχε βοηθήσει και μένα στο παρελθόν» «Ντάξει» «Μ’ αυτό που πάθαμε τώρα ξέχασα να επανασυνδέσω το χέρι» μουρμούρισε. «Κάτσε εκεί που είσαι, θα το συνδέσω σε μισό λεπτό» Λίγες στιγμές αργότερα οι δυο τους έβγαιναν από το σπίτι. Το χέρι της είχε επανασυνδεθεί και πλέον λειτουργούσε τέλεια, δίχως κανένα πόνο. Ο ήλιος είχε πέσει πλέον και η νύχτα απλωνόταν πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Ο μοναδικός φωτισμός στην περιοχή ήταν οι φωτιές που είχαν βάλει σε μεταλλικά βαρέλια και κάδους οι κάτοικοι της περιοχής. Ορισμένοι έψηναν κρέας εκεί. Έριχναν γρήγορες ματιές πάνω τους. Αν ήταν μόνη της θα την κοιτούσαν περίεργα, ίσως να άκουγε και κανένα ηλίθιο σχόλιο. Στο κέντρο αυτά τα σκηνικά ήταν πολύ συχνά. Με τον Χασάν δίπλα της βέβαια, δεν κινδύνευε. Όταν έφτασαν στην Κασσάνδρου έστριψαν αριστερά και πέρασαν απέναντι τον δρόμο. «Που μένει ο φίλος σου;» «Λίγο παρακάτω. Απέναντι από την Τιέρρα Λίμπρε» Την είχε ακουστά αυτή την κατάληψη. Δύο στενά παρακάτω πρέπει να ήταν, αν θυμόταν καλά. Δίκιο είχε τελικά. Τα κρεμασμένα πανό της κατάληψης φάνηκαν στο βάθος καθώς πλησίαζαν. «ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ», «ΒΑΛΤΕ ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ», «ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ ΤΟΥ», ήταν μόνο λίγα από τα συνθήματα που μπορούσε να διακρίνει κανείς πάνω στο κτίσμα. Ήταν μία εγκαταλελειμμένη παλιά πολυκατοικία. Πιθανότατα κανείς δε νοιάστηκε γι’ αυτή όταν την ανέλαβαν οι αναρχικοί. «Δεν πάμε στην κατάληψη» είπε με ένα γέλιο. «Εδώ είμαστε» είπε και έδειξε μία γκρι πολυκατοικία σχεδόν απέναντι. Παραδίπλα ήταν ένα τυροπιτάδικο, κλειστό τέτοια ώρα. Ο Χασάν προχώρησε πρώτος στην είσοδο και χτύπησε ένα κουδούνι δίχως ονοματεπώνυμο. Μετά από λίγο μία φωνή ανταποκρίθηκε. «Χασάκερ;» «Ναι» Η πόρτα άνοιξε και οι δύο τους μπήκαν μέσα. Το ασανσέρ δεν δούλευε και πήραν τις σκάλες. «Χασάκερ;» «Από το Χασάν και Χάκερ» απάντησε εκείνος με χαμόγελο «Πιο ηλίθιο παρατσούκλι δεν έχω ακούσει» είπε με μία δόση γέλιου και ειρωνείας «Αυτή ήταν η αντίδραση μου όταν το πρωτοάκουσα και γω. Μετά το συνήθισα» Το διαμέρισμα του Μίλτου ήταν στον δεύτερο όροφο. Είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Ήταν η μοναδική πόρτα στην απαρχαιωμένη πολυκατοικία που είχε αντικατασταθεί όπως και αυτή στο σπίτι του Χασάν. Όταν τον είχε πρωτορωτήσει γιατί αυτός απάντησε: «Αυτές τις μέρες ποτέ δεν ξέρεις. Οι μπάτσοι μπορούν να κάνουν έφοδο στα καλά καθούμενα και να σε πιάσουν απροετοίμαστο» Το διαμέρισμα μύριζε μπάφο και ρετσίνα. Ο Χασάν χτύπησε την πόρτα πριν την κλείσει σηματοδοτώντας ότι έφτασαν. Ένας μαλλιάς με κοντή τζιν βερμούδα και αμάνικο φανελάκι εμφανίστηκε από το δωμάτιο στα δεξιά. «Ήρθατε;» ρώτησε με βλέμμα που πρόδιδε μαστούρα. «Όχι, ολογράμματα είμαστε» απάντησε σαρκαστικά ο Χασάν πριν του δώσει το χέρι. «Τι κάνεις ρε φίλε;» «Καλά δικέ μου, δεν είχα δουλειά σήμερα και είπα ν’ αράξω λιγάκι». Το βλέμμα του γύρισε προς εκείνη. «Γεια σου είπε ο Μίλτος!» είπε με την ίδια βαρεμένη φωνή, δίνοντας της το χέρι. Ανταπόδωσε την χειραψία. «Σάντυ, χάρηκα!». Ποτέ της δεν είχε αμφισβητήσει τον Χασάν αλλά βλέποντας τον Μίλτο δεν ήταν και τόσο σίγουρη αυτή τη φορά για την επιλογή του φίλου της. «Ο Μίλτος είναι μάστερ νευροψυχολόγος» απάντησε εκείνος σα να διάβασε τη σκέψη της. «Τα παραλές ρε φίλε» γέλασε ο Μίλτος. «Λοιπόν, να πιάσουμε δουλειά;» «Φυσικά» απάντησε εκείνη. «Αράξτε στον καναπέ» είπε δείχνοντας τον παλιό δερμάτινο καναπέ μπροστά τους. «Καφεδάκι να φτιάξω;» «Ένα νερό μόνο θέλω εγώ» είπε ο Χασάν. «Και γω το ίδιο» είπε εκείνη. «Νερό; Νερό!» είπε ο Μίλτος. «Εγώ ένα φραπεδάκι πάντως θα το πιω» Σαν έφτιαξε τον φραπέ του επέστρεψε πίσω. Άφησε τα δύο νερά πάνω στο ξύλινο τραπέζι, μπροστά τους. «Απ’ ό,τι μου είπε ο Χασάν έχασες τις αισθήσεις σου, έτσι δεν είναι;» ρώτησε αφού ρούφηξε μερικές γουλιές καφέ. «Ναι, αλλά δεν το κατάλαβα. Την μία στιγμή τον άκουγα να ανεβαίνει τις σκάλες και την άλλη στιγμή τον είδα μπροστά μου» «Τίποτα άλλο στο ενδιάμεσο;» «Σαν τι δηλαδή;» «Να ρε δικιά μου, να νιώθεις τα μάτια σου να βαραίνουν, κάποιον πονοκέφαλο ή έστω κάποια άλλη δυσλειτουργία» «Όχι, όχι τίποτα απολύτως» «Χμμ» Σηκώθηκε από τον καναπέ και έκανε μερικές βόλτες τριγύρω. Το βλέμμα της τον ακολουθούσε συνεχώς. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα κάτω και φαινόταν σκεπτικός. Κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος της. «Σου είχαν προσθέσει κάποιο άλλο εξάρτημα εκτός από το χέρι;» «Δεν θυμάμαι, αλλά δε νομίζω» «Τι εννοείς δεν θυμάμαι;» «Εννοώ πως δεν θυμάμαι γιατί άλλαξα χέρι και πότε έγινε αυτό» Ψιλογούρλωσε τα μάτια του στα λόγια της. Τα χέρια του έπιασαν τα λαδωμένα μαλλιά του τραβώντας τα προς τα πίσω. Κάποια στιγμή έκανε ένα μορφασμό σα να του ήρθε μία ιδέα εξ ουρανού. «Cybergre είναι το χέρι σου;» ρώτησε. «Ναι μα πως το ‘ξερες;» ρώτησε η Σάντυ. Τα δικά της μάτια είχαν γουρλώσει αυτή τη φορά. Κοίταξε τον Χασάν. Κι αυτός είχε μείνει με την απορία. Ο Μίλτος δεν απάντησε. Άνοιξε ένα συρτάρι και το ψαχούλεψε. Σαν βρήκε αυτό που έψαχνε το έκλεισε. Ήταν ένα μαύρο εργαλείο που θύμιζε σκάννερ. Δεν είχε ξαναδεί βέβαια τέτοιο σκάννερ. «Σκάννερ πομπών είναι. Πολλοί σύντροφοι σταμπάρονται όποτε τους πιάνουν οι μπάτσοι για μικροεγκλήματα, οπότε και πρέπει να τους ξεσταμπάρουμε εμείς» είπε σα να διάβασε τη σκέψη της. «Εσύ όμως δικιά μου, έχεις άλλο θέμα. Σκύψε το κεφάλι σου προς τα μπρος για λίγο» Έκανε όπως της είπε. Εκείνος ξεκίνησε να σκαννάρει από την κορυφή του κεφαλιού. ΝΤΙΤ ΝΤΙΤ ΝΤΙΤ Ο ήχος άλλαξε όταν έφτασε στο σβέρκο. ΝΤΙΝΤΙΝΤΙΤ ΝΤΙΝΤΙΝΤΙΤ «Σε βρήκα!» φώναξε εκείνος με ενθουσιασμό «Τι βρήκες;» ρώτησε ο Χασάν. «Τον αναμεταδότη συνείδησης» «Τι;» ρώτησαν και οι δυο τους μαζί με έκπληξη. Τι δουλειά είχε ένας αναμεταδότης συνείδησης στο σβέρκο της; Κοίταξε τον Χασάν σα προσπαθώντας να βρει μία εξήγηση σ’ αυτό που άκουσε. Την ίδια απορία είχε και εκείνος όμως. Ο Μίλτος επέστρεψε στον καναπέ. Ο ενθουσιασμός του είχε φύγει και το βλέμμα του φαινόταν εν μέρει σκοτεινό, εν μέρει μελαγχολικό. «Δεν ξέρω πώς να σας το πω για να γίνει πιο εύκολο, οπότε θα το ανακοινώσω τελείως λιανά. Σάντυ, είσαι Τεχνητή Νοημοσύνη με εμφυτευμένες αναμνήσεις» Τα λόγια του την χτύπησαν σαν αστραπή. «Ορίστε;» ρώτησε έκπληκτη. Τι ακριβώς είχε ακούσει μόλις; Δεν ήξερε αν ήταν όντως το πόρισμα του ή κάποιο κακόγουστο αστείο. «Σου φαίνεται απίστευτο, ξέρω. Είναι αλήθεια όμως. Η μόδα εμφύτευσης συνειδήσεων είναι της τελευταίας πενταετίας. Ξεκίνησε από την Κίνα και οι πολυεθνικές την έφεραν εδώ. Ξεκίνησε όταν επιστήμονες άρχισαν να πειραματίζονται πάνω σε άτομα που ήταν σε κώμα πάνω από δεκαετία. Σύντομα ανακάλυψαν τρόπο να συνδέουν τον ημικαταστρεμμένο εγκέφαλο του ασθενή, με τον εγκέφαλο μίας ΤΝ όπου τοποθετούνταν στο βιονικό εξάρτημα. Ένας αναμεταδότης συνειδήσεως τοποθετούνταν στον σβέρκο για να συνδέει τους δύο» Ο Χασάν πετάχτηκε από τον καναπέ. «Περίμενε λίγο, το γνωρίζω αυτό το πείραμα αλλά αυτό με τις εμφυτευμένες αναμνήσεις πρώτη φορά το ακούω. Σα θεωρία συνομωσίας μου ακούγεται!» είπε. «Και γω μέχρι που εξέτασα την Άννα. Ήταν ακριβώς η ίδια περίπτωση με την Σάντυ» απάντησε ο Μίλτος. «Ποια Άννα, εκείνη με τα ροζ μαλλιά;» ρώτησε ξανά ο Χασάν «Ναι, αυτή. Λείπει Βουλγαρία με κάτι άλλα συντρόφια αυτές τις μέρες, αλλά όταν επιστρέψει θα σας φέρω σε επαφή. Προς το παρόν διαβάστε αυτό» Ένα άρθρο ήρθε στο μέηλμποξ και των δύο. «Προορισμένοι για σκλάβοι» ήταν το όνομα του άρθρου, «αναρχονέα» ήταν το μπλογκ. Διάβασε το άρθρο στο σπίτι της. Η κυβέρνηση είχε αρχίσει να φτιάχνει ΤΝ με εμφυτευμένες αναμνήσεις. Οι μπάτσοι δεν τους ήταν αρκετοί. Χρειαζόταν και στρατό πολιτών-υποστηρικτών της ώστε να καταστείλει τα απομεινάρια των εξεγέρσεων. Και τι πιο έξυπνο από το να τους δαιμονοποιήσει για δολοφονίες που δεν έγιναν ποτέ; Δεν ήξερε τι να πιστέψει πλέον. Ποτέ δεν πήγε σχολείο, ποτέ δεν είχε γονείς, ποτέ δεν γνώρισε την Ιωάννα – που δεν υπήρχε κιόλας. Βγήκε από ένα εργαστήριο και την επόμενη μέρα έπιασε δουλειά σε κείνο το μπαρ. Ή σε κάποια άλλη καφετέρια. Δεν ήξερε ποια ανάμνηση της ήταν αληθινή και ποια ψεύτικη. Αυτό που ζούσε τώρα ήταν αληθινό ή ψεύτικο; Άρπαξε το ποτήρι με το νερό δίπλα της και το έριξε στα μούτρα της. Κρύο. Έμοιαζε αληθινό. Αληθινές όμως έμοιαζαν και οι προηγούμενες αναμνήσεις της. Μπορούσε να κλείσει τα μάτια και να κάνει εικόνα την Ιωάννα να της δίνει την μπάλα. Την ένιωθε στα χέρια της. Δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο η κυβέρνηση θα έδινε λεφτά για να φτιάξει μία φτωχή μπαργούμαν και όχι έναν επιχειρηματία. Ίσως τελικά ο Μίλτος να της έλεγε μαλακίες. Ναι πολύ πιθανόν. Άλλωστε ένας μαστούρας αναρχικός ήταν. Δεν φαινόταν άτομο που θα το λάμβανες σοβαρά σε υπόληψη από την εμφάνιση και μόνο. Προσπάθησε να πιστέψει την τελευταία της σκέψη αλλά δεν μπορούσε. Πολλές φορές είχε κριθεί για την εμφάνισή της από κόσμο. Δεν θεωρούσε σωστό να το κάνει αυτό σε άλλο άτομο. Ο Χασάν φαινόταν να τον πιστεύει πάντως. Εμπιστεύονταν τον Χασάν, άρα και τον Μίλτο. Κόντευε να τρελαθεί. Δεν ήταν καν άνθρωπος. Ήταν μία μηχανή. Πέρασε τις επόμενες μέρες στο σπίτι. Παραιτήθηκε από την δουλειά της. Ήξερε πως έπρεπε να ψάξει να βρει άλλη αλλιώς θα έπεφτε η κοινωνική της πίστωση, όμως δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα. Κάθε βράδυ κοιμόταν δώδεκα με δεκατρείς ώρες και τη μέρα δεν έβγαινε από το σπίτι, μόνο για να πάρει τσιγάρα ή μπύρες. Την τελευταία βδομάδα είχε καπνίσει πέντε πακέτα και είχε πιει οχτώ εξάδες μπύρες, από τις φθηνότερες που πουλούσαν τα περίπτερα. Σκέτο κάτουρο. Σκεφτόταν να έπαιρνε ενάμιση λίτρο κρασί, μήπως και της έβγαινε πιο φθηνό. Όρεξη να φάει δεν είχε. Μετά βίας έτρωγε δύο τόστ την μέρα, ή έστω μία μερίδα πατάτες τηγανιτές. Τα σκουπίδια είχαν γίνει χειρότερος σωρός από πριν. Δεν έκανε καν μπάνιο. Της είχε κοπεί η διάθεση για τα πάντα. Δευτέρα μεσημέρι χτύπησε το ψηφιακό ρολόι της. Ήταν ο Χασάν. Δεν είχαν μιλήσει καθόλου τις προηγούμενες μέρες. Η ίδια του είχε πει να μην πάρει. Ήθελε να μείνει μόνη της. Σκέφτηκε να τον βρίσει. Το μετάνιωσε και απάντησε στην κλήση. «Πες το» είπε μηχανικά. «Γεια σου Σάντυ, ελπίζω να είσαι καλά» «Σκατά είμαι, αλλά τέλος πάντων. Γιατί πήρες;» «Θυμάσαι εκείνη την κοπέλα για την οποία σου μίλησε ο Μίλτος;» «Ναι» «Επέστρεψε Θεσσαλονίκη και θέλει να σε γνωρίσει. Το απόγευμα στις έξι να σαι μπροστά από την Τιέρρα Λίμπρε» «Χασάν…» πήγε να πει, όμως η αυστηρή φωνή του την διέκοψε. «Δεν δέχομαι κουβέντα! Καταλαβαίνω πως νιώθεις, όμως δεν θα το ξεπεράσεις μόνη σου! Η κοπέλα έχει περάσει τα ίδια με σένα και έχει όλη την καλή θέληση να σε βοηθήσει! Τιέρρα Λίμπρε στις έξι, μην αργήσεις!» είπε και το ‘κλεισε. Ξεφύσηξε. Στο κομοδίνο δίπλα της, υπήρχε ένα τσαλακωμένο πακέτο με ένα τελευταίο τσιγάρο μέσα. Το άναψε. Αφήνοντάς το στόμα πήγε στην τουαλέτα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ο καπνός από το τσιγάρο θόλωσε τον καθρέφτη, αλλά μπορούσε να δει ότι είχε τα χάλια της. Όχι ότι την ένοιαζε ιδιαίτερα πως την έβλεπαν οι άλλοι – ο μόνος λόγος που καλοφτιάχνονταν ήταν για τη δουλειά και μόνο -, αλλά μπορούσε να καταλάβει πότε ήταν ατημέλητη και πότε όχι. Ρούφηξε άλλες δύο τζούρες και έριξε το τσιγάρο στη χέστρα. Μπήκε στην ντουζιέρα και άφησε το νερό να τρέχει πάνω της. Έκλεισε τα μάτια της. Όλη η ζωή της πέρασε μπροστά από τα μάτια της. Θυμήθηκε την μέρα που γνώρισε τον Χασάν, τέσσερα χρόνια πριν. Είχε μπει στο μαγαζί μούσκεμα ρίχνοντας χριστοπαναγίες. Κάποιο αμάξι τον είχε βρέξει με λασπόνερα του δρόμου για τα καλά. Μετά βίας μπορούσε να συγκρατήσει το γέλιο της. Εκείνος την αγριοκοίταξε για λίγο πάνω στα νεύρα του. Έπειτα το μετάνιωσε και έκατσε στο μπαρ. «Μία βότκα σκέτη με δύο παγάκια» είπε ψυχρά. Με τα πολλά κατάφερε να του πιάσει κουβέντα και να του φτιάξει τη διάθεση. Από τότε άρχισε να έρχεται συχνά στο μαγαζί και έγιναν φίλοι. Ίσως εκείνη η μέρα να ήταν η πρώτη αληθινή της ανάμνηση. Η μέρα που είχε γνωρίσει έναν πραγματικό φίλο. Η ώρα κόντευε έξι παρά. Έβαλε μία άσπρη μπλούζα καθώς έψαχνε να βρει παντελόνι. Δεν ξυρίστηκε. Βαριόταν. «Δεν γαμιέται» μουρμούρισε και έβαλε το πρώτο τζιν που έπιασε. Ήταν ένα στενό ξεθωριασμένο τζιν με τρύπες στα γόνατα. Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου και άρπαξε ένα πακέτο με τσιγάρα που είχε για καβάτζα και ανάβοντας ένα βγήκε από το διαμέρισμα. Είχε νυχτώσει, αλλά μπορούσε να διακρίνει τα σύννεφα στον ουρανό. Μόνιμα συννεφιασμένη αυτή η πόλη. Πέρασε το δρόμο απέναντι και πήγε στο μετρό. Δεν υπήρχαν μπάτσοι. Η διαδρομή ήταν ολιγόλεπτη. Κατέβηκε στη στάση «Ρωμαϊκή Πλατεία». Λίγο πιο πάνω ήταν η κατάληψη. Μία κοπέλα με ροζ μαλλιά στεκόταν απ’ έξω. Μόλις πλησίασε της χαμογέλασε. «Είσαι η Σάντυ;» «Ναι. Εσύ είσαι η Άννα, έτσι;» «Ναι, αυτή είμαι. Χάρηκα για την γνωριμία!» Άραξαν σε ένα πάρκο παραδίπλα. Η Άννα είχε φέρει δύο σπαστούς καφέδες μαζί της, ένα για τον εαυτό της και ένα για εκείνη. Για λίγο επικράτησε ησυχία. Ήθελε να ξεκινήσει την συζήτηση όμως δεν ήξερε από που ν’ αρχίσει. Την σιγή έσπασε η Άννα. «Σου φαίνεται περίεργο που η κυβέρνηση σε έφτιαξε έτσι όπως είσαι αντί για έναν πολίτη υψηλού κοινωνικού στάτους, έτσι;» Η Σάντυ την κοίταξε έκπληκτη. «Ν-ναι» ψέλλισε, «μα πως..» Γέλασε. «Το ίδιο ακριβώς σκεφτόμουν και γω όταν ο Μίλτος μου τα είπε. Βλέπεις, το κράτος με αυτό τον τρόπο θα δημιουργούσε περαιτέρω διάσπαση μεταξύ των εργατικών στρωμάτων». Συνέχισε να μιλά για αρκετά λεπτά. Της διηγήθηκε όλη την ιστορία της. Ήταν και κείνη μία μπαργούμαν, με ανάλογο παρελθόν, όμως είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και το χέρι της υπολειτουργούσε. Γνώριζε τον Μίλτο επειδή άραζε στο μαγαζί που δούλευε και είχε πάει σ’ έναν γνωστό του για επιδιόρθωση. Ξόδεψαν αρκετές ώρες για να καταλάβουν τι παιζόταν. Χάρη στο σκάννερ του Μίλτου βέβαια δεν χρειαζόταν καν να κάνουν εξαγωγή του αναμεταδότη. Όλη αυτή η ιστορία την είχε μπερδέψει. Παράτησε την δουλειά της, όλη μέρα έκανε μπάφο, μέχρι που η κοινωνική πίστωσή της έπιασε πάτο, την πέταξαν από το σπίτι και αναγκάστηκε να μένει στην κατάληψη. Σκέφτηκε πως ανάλογη πορεία θα είχε και κείνη αν συνεχιζόταν αυτό. «Δεν είσαι μόνη σου» είπε η Άννα αγγίζοντας τα χέρια της με τα δικά της. Τα καταγάλανα μάτια της κοίταξαν τα δικά της. «Η κυβέρνηση όχι μόνο προσπάθησε να μας προκαθορίσει τη ζωή, αλλά να μας τη γαμήσει κιόλας. Πλέον όμως ξέρουμε ποιος είναι ο εχθρός» Δεν μπορούσε να συμφωνήσει περισσότερο. Από τη μία στιγμή στην άλλη όλη η πραγματικότητά της είχε καταρρεύσει και είχε αποδειχθεί πως ήταν ένα καλοστημένο παραμύθι που υπηρετούσε συμφέροντα τρίτων. Ένιωθε μίσος γι’ αυτούς που της το έκαναν αυτό. Γι’ αυτούς που την τάισαν με ψέμα. Άρχισε να βγαίνει πιο συχνά με την Άννα. Έγιναν φίλες γρήγορα. Και γιατί να μη γινόταν άλλωστε; Τις ένωνε κάτι πολύ παραπάνω από μία κοινή εμπειρία. Της γνώρισε φίλους της από την κατάληψη και άρχισε να αράζει εκεί αραιά και που. Ο Χασάν μάζεψε μία ομάδα προγραμματιστών που υποσχέθηκαν να μελετήσουν τα λογισμικά τους και να αναπτύξουν επιπλέον λειτουργίες. «Δεν είστε διαφορετικές από τους ανθρώπους που ήσασταν πριν» ήταν τα λόγια του Χασάν μία μέρα. Δεν το πίστευε και ήταν σίγουρη πως ούτε η Άννα το πίστευε. Αυτή η συνειδητοποίηση ήταν ουσιαστικό σημείο στις ζωές και των δύο. Όχι μόνο ήταν διαφορετικές από πριν, αλλά δεν ήταν καν άνθρωποι. Απλά έμοιαζαν με αυτούς. Ένα απόγευμα Σαββάτου όλοι κατέβηκαν σε μία πορεία στην Εγνατία. Οι μπάτσοι είχαν πυροβολήσει δύο νεαρούς στο Κορδελιό και οι Θεσσαλονικείς βγήκαν στους δρόμους. Καθοδόν προς τα κει ήταν όλοι τους. Αυτή, η Άννα, ο Μίλτος, ο Χασάν, τα παιδιά από την κατάληψη. «Να ξέρεις, αυτή η ιστορία δεν σταματά με μένα και σένα. Εκεί έξω είναι πολλά παιδιά τα οποία είναι σαν και μας, απλά δεν το γνωρίζουν» Λαοθάλασσα η πορεία. Όλοι οι κεντρικοί δρόμοι είχαν πλημμυρήσει αγανακτισμένο κόσμο από το κέντρο και τις περιοχές τριγύρω που απαιτούσαν παραίτηση της πολιτειακής κυβέρνησης. Ακούγονταν συνθήματα κατά των μπάτσων, κατά του κράτους, κατά της διαφθοράς, κατά του καπιταλισμού, κατά εργατοπατέρων. Δεν μπορούσε παρά να φωνάξει μαζί τους. Μπορεί να μισούσε το κράτος για διαφορετικούς λόγους από τους πολίτες, όμως τώρα σύσσωμη μαζί τους ούρλιαζε και πετούσε πέτρες στα ΜΑΤ που είχαν μαζευτεί για να σπάσουν την πορεία. «Να ξέρεις, αυτή η ιστορία δεν σταματά με μένα και σένα. Εκεί έξω είναι πολλά παιδιά τα οποία είναι σαν και μας, απλά δεν το γνωρίζουν» ανακάλεσε τα λόγια της Άννας στο μυαλό της. «Μπορεί να είναι ο γείτονας σου, ένα από τα παιδιά που σκότωσαν οι μπάτσοι, η κοπέλα που φωνάζει συνθήματα δίπλα σου στην πορεία, ή κάποια που δεν μπόρεσε να έρθει επειδή δεν της έδωσε ρεπό το αφεντικό της» Γύρισε το βλέμμα της δίπλα και κοίταξε την φίλη της που συνέχιζε να φωνάζει με πείσμα. Χαμογέλασε και γύρισε πάλι μπροστά εκτοξεύοντας μία πέτρα από τις πολλές που είχε μαζέψει από τα ερείπια δίπλα από το σπίτι του Χασάν.

Τα Χριστούγεννα ενός ταρίφα (Οδυσσέας Διαμάντης)

Φίλες και φίλοι, Όταν γράφω συνήθως προσπαθώ να πιαστώ από αληθινά περιστατικά και να τα μασκαρέψω, να τα παραλλάξω και να τα προεκτείνω σε διαφορετικές διαδρομές από τις αρχικές διηγήσεις. Η λογοτεχνία είναι ένα καλοδουλεμένο ψέμα, αν το δείτε σαν τον Πλάτωνα, καθώς επιχειρεί -όπως λέει- να μιμηθεί τη ζωή, η οποία είναι ήδη μια απομίμηση των απόλυτων ιδεών. Φυσικά, δεν γράφουμε για να πούμε ψέματα αλλά για να μοιραστούμε κάτι που λίγοι θα καταλάβουν, ακόμη λιγότεροι θα ενδιαφερθούν και όλοι τελικώς θα εκτιμήσουν για λόγους δικούς τους και όχι για τον λόγο που παρακίνησε τον δημιουργό. Έτσι, λοιπόν, θα σας πω μια ρεαλιστική ιστορία για σήμερα: θα ήθελα πολύ να μιλήσω για τα πεφταστέρια αλλά δεν υπάρχει ανάλογο φαινόμενο αυτήν την περίοδο που διανύουμε στην ελληνική δημοκρατία. Ή, έστω, για ένα λιβάδι με κόκκινα γεράνια και μέσα σε ένα μονοπάτι να περπατάει δεμένος ένας κύριος και δίπλα του να κρατάει την αλυσίδα μια αποφασιστική κυρία καβάλα σε ένα άσπρο άλογο. Αυτό ίσως γίνει άλλη φορά. Τώρα θα μιλήσουμε για λίγο πιο πεζά πράγματα. Ο ίδιος δεν χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ ταξί: αν χρησιμοποιήσω, είναι για επείγουσες καταστάσεις. Αντίθετα, έχω έναν φίλο, τον Αργύρη, ο οποίος χρησιμοποιεί συχνά ταξί. Έχει την άνεση και το κάνει: μαγκιά του. Έχει την υπομονή και την περιέργεια να πιάνει κουβέντα με ταρίφες: κακώς. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι όπως μου τη μετέφερε εκείνος ο φίλος, με αυτούσιες στιχομυθίες αλλά και με εντυπώσεις δικές μου από το περιστατικό. Κάθε φορά που αλλάζει ο αφηγητής, αλλάζει και η ιστορία στα μέτρα του. Η ιστορία του μου έκανε εντύπωση: είχε τόσες πολλές στερεοτυπίες που, ειλικρινά, τον καθιστούσαν πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Ας σας μεταφέρω στο σκηνικό. Είναι παραμονή Χριστουγέννων στην Αθήνα. Οι δρόμοι, λοιπόν, στην Αθήνα, είναι γεμάτοι τώρα που πλησιάζουν Χριστούγεννα. Την παραμονή γίνεται ένας χαμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς αλλά ακόμη περισσότερο στην άσφαλτο. Όλη μέρα γινόταν ο χαμός στα εμπορικά καταστήματα. Τώρα, οι περισσότεροι γυρνάνε από δουλειές ή αρχίζουν σιγά-σιγά να ετοιμάζονται για επισκέψεις σε φιλικά σπίτια και για νυχτερινές εξόδους. Η άσφαλτος με το κατάμαυρο χρώμα της, με τις χιλιάδες γκρίζες αποχρώσεις της, θυμίζει την πίσσα που πέφτει από τα αναμμένα τσιγάρα. Ακούγονται κορναρίσματα. Είμαστε στη Λεωφόρο Συγγρού στο ρεύμα της ανόδου προς Σύνταγμα, λίγο πάνω από τη λεβεντομάνα της Παντείου (είναι πανεπιστήμιο, αλλά πάντα ακούγεται πιο όμορφη σαν σχολή). Εκεί, κολλημένος στην κίνηση, βρίσκεται ένας βασιλιάς της ασφάλτου, ένας απόστολος εκείνης της φατρίας του ανθρωπίνου είδους που τα ξέρει όλα: ο Γιάννης. Ο Γιάννης είναι ταξιτζής, επί το λαϊκότερον ταρίφας. Είναι σαράντα πέντε ετών, ομιλητικότατος, χωρισμένος και έχει φωτογραφίες με τα παιδιά του στο κινητό. Τα μαλλιά του τα αφήνει λίγο ανέμελα και ανακατεμένα για να μην φαίνεται πολύ η αραίωση που φέρνουν τα χρόνια στους άτυχους. Καθώς οδηγεί σκέφτεται ότι νιώθει μουδιασμένο τον πισινό του, σημάδι ότι θα τον πονέσει η μέση του σε λίγη ώρα και ότι ο γέρος που έχει να αφήσει στον Ευαγγελισμό του σπάει τα νεύρα. Αντιμιλάει: αυτό είναι μεγάλο ατόπημα. Στο ράδιο μιλάει ο τάδε κύριος που λέει ότι είναι όμορφο να είμαστε φιλάνθρωποι και να προσφέρουμε δώρα συμπαράστασης και βοήθειας σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη: ο παππούς θα λέει ότι αυτά είναι λόγια για πέταμα και ότι αν είχαν δουλειά όλοι οι αναξιοπαθούντες δεν θα χρειάζονταν ελεημοσύνη. Ο Γιάννης έχει πολύ κακή διάθεση: δεν πρόκειται να δει τα παιδιά του αυτά τα Χριστούγεννα: η γυναίκα του δεν τον αφήνει και το διαζύγιο είχε βγει αναφανδόν υπέρ της. Έτσι, μπορούσε να βλέπει τα παιδιά τα σαββατοκύριακα, αλλά επειδή τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά φέτος δεν έπεφταν σε σαββατοκύριακα, δεν μπορούσε. Έτσι, είχε μόνο τα Σάββατα, τις Κυριακές και κάποιες μέρες το καλοκαίρι όπου μπορούσε να βλέπει τα παιδιά του. Έτσι έχει η κατάσταση. Δεν είναι δυνατόν να μπαίνετε στο αμάξι κάποιου, να τον πληρώνετε και να του τη λέτε και από πάνω, κύριοι, σκέφτεται ο Γιάννης. Λέει του παππού για το πόσο ωραίες είναι οι στήλες του Ολυμπίου Διός και ο γέρος ανταπαντάει ότι αυτά δεν πιάνουν μία μπρος στη ρωμαϊκή αγορά και τον Παρθενώνα. Ο γέρος συνέχεια έχει κάτι να πει αντίθετο σε οποιαδήποτε στιγμή. Στην άποψη ότι τα Χριστούγεννα πρέπει να τα περνάμε με την οικογένεια και ο μουρτζούφλης ο γέρος απαντάει με φράσεις όπως «πάνω από όλα πρέπει να ‘χει κανείς τον εαυτό του για παρέα. Αν ο εαυτός μας μας κάνει καλή παρέα, δεν είμαστε ποτέ μόνοι». Ξερόλας το ραμολί, σκέφτεται ο Γιάννης: ή είσαι μόνος ή δεν είσαι μόνος. Και για να μην είσαι μόνος έχεις παρέα. Τόσο δύσκολο είναι πια, σκέφτεται. Η ώρα είναι 22:30. Έχουν κολλήσει τουλάχιστον δέκα λεπτά: το ταξίμετρο γράφει αλλά η ακινησία είναι πάντα αχώνευτη. Φαίνεται ότι κάποιο αμάξι έμεινε στη μέση του δρόμου και έρχεται συνεργείο να το πάρει. Ο Γιάννης Μαυρολιθιάς σκέφτεται πότε τελειώνει η βάρδια, ώστε να κάνει αλλαγή με τον γνωστό του που έχουν μαζί την άδεια του ταξί. Δέκα η ώρα θα είναι να αλλάξουν. Μέχρι τότε, υπομονή. Σήμερα του έχουν γίνει τα νεύρα κρόσια: παντού κίνηση πέρα από αυτήν που βοηθάει να γράφεται μεγαλύτερη χρέωση. Κοντεύει η ώρα, τουλάχιστον. Με τα πολλά και με τα λίγα, αφήνει το γέρο στο νοσοκομείο. Ποιον να είχε εκεί; Κανέναν αδερφό, αδερφή, σύζυγο, παιδί ή εγγόνι; Δεν ήξερε: τον ένοιαζε που το ταξί σταμάτησε να μυρίζει φαρμακίλα. Τώρα που θα το πήγαινε το όχημα; Στο διάολο θα το πέταγε και θα το άφηνε καμιά μέρα, έλεγε μέσα του. Σήμερα ήταν παλιομέρα. Δεν του είχε μπει στο όχημα ένας άνθρωπος της προκοπής. Ο ένας ήθελε τέντα κλειστά τα παράθυρα και αν έβλεπε ότι ετοίμαζε να βγάλει στριφτό τσιγάρο λίγο πριν σταματήσουν του έβαζε τις φωνές και τον επέπληττε ως μη επαγγελματία. Άλλος ήθελε ενώ φυσούσε έξω να είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά, άλλος μύριζε, άλλος μουρμούριζε. Βλάκες όλοι. Σήμερα θα είχε υποτίθεται τη νυχτερινή βάρδια. Δεν τον ένοιαζε. Θα πήγαινε να τα πιει. Σταματάει έξω από ένα τυροπιτάδικο. Παίρνει μια ζαμπονοτυρόπιτα και καφέ. Έχει φτάσει Ζωγράφου: ούτε που κατάλαβε πώς. Νιώθει ξεκομμένος από τα πάντα. Τον έχει πάρει τηλέφωνο ένα συνάδελφός του, ο Τζίμης. Είναι ένας που τον βαριέται αφόρητα αλλά τον ανέχεται επειδή όλοι για κάποιο λόγο τον συμπαθούσαν στις πιάτσες των ταξί. Εκείνος τον έβρισκε απλά τέρμα βαρετό: έλεγε όλο βαρετές ιστορίες. Ένα χέρι του κάνει σήμα. Είναι ένας νέος άνδρας, ξανθός, λίγο κάτω από τριάντα χρονών με κάτι πολύ χαρακτηριστικά τετράγωνα γυαλιά μυωπίας. Ο Αργύρης, με απλά λόγια. Σταματάει το όχημα λίγο παράμερα ο ταρίφας. – Πού πας, φίλε; – Θέλω να με αφήσετε προς Εξάρχεια. – Διεύθυνση θα πεις; – Διεύθυνση …….. . – Έλα σιγά το δύσκολο. Μιλούσα με έναν συνάδελφο πριν στο τηλέφωνο για την κατάληψη στο Μαρούσι που είχαν μαζευτεί 200 αναρχικοί και οι ματατζήδες κρύβονταν στους γύρω δρόμους, δεν φαίνονταν. Και γιατί δεν βαράνε και βρίζουν οι αντιεξουσιαστές; Πονάει το ξύλο, ε, πονάει, για αυτό λένε μόνο «μπάτσοι ρουφιάνοι» φωνάζουν… Πονάω σου λέω παντού. – Είναι και τι όπλα έχει ο καθένας στη διάθεσή του. Οι αστυνομικοί μπορούν να ρίχνουν στο ψαχνό, οι άλλοι όμως όχι. Ίσως για αυτό βρίζουν… Γιατί πονάτε; – Δεν πάνε να χεστούν όλοι, λέω ‘γω. Έπαιξα μπάλα μιάμιση ώρα την Κυριακή τώρα στα πίσω-πίσω. Άι ρε βλάκα πεζέ πετάγεσαι: και να σε πατήσω τι θα γίνει; – Όντως, βγήκε στο δρόμο χωρίς να κοιτάζει τίποτα. – Βλέπεις τι γίνεται στους δρόμους; Μαστουρωμένος θα είναι. – Δεν αποκλείεται αυτό που λέτε. Νομίζω τον έχω δει στο μετρό να παραμιλάει. Είναι γνωστή φυσιογνωμία. – Είσαι καλούλης εσύ: είχα έναν γέρο βρωμιάρη, εντατική μύριζε, που με έπρηξε… (Σε αυτό το σημείο είπε όλα όσα σας ανέφερα παραπάνω. Ας κάνουμε ένα skip forward)… Και που λες, στη φωτογραφία εδώ στο κινητό μου είναι ο γιος μου, κοίτα τον εδώ τι ωραίος είναι στη φωτογραφία. – Ω, πολύ ωραίος δείχνει. – Παίζει στην κ-12 της ΧΧΧ. Και μπήκαμε οι γονιοί να παίξουμε εναντίον των παιδιών, μηδέν προθέρμανση. Μηδέν, δύο γύρες μόνο στο γήπεδο τάχα μου για ζέσταμα. Πονάω ρε παντού. Σφυρούσε και τα οφσάιντ ο διαιτητής που να τον γαμήσω. Μας γλένταγε κανονικά. – Ήταν δηλαδή, τυπικός σε βαθμό αηδίας; – Ναι, την είχε δει άλφα εθνική. Περπάταγα, δεν μπορούσα να τρέξω, αλλά έριξα και σπριντάκια να μη ρεζιλευτεί ο γιος μου, αυτό το φοβερό πλασματάκι. Το σπρινταριστό το στυλ το πήρε από μένα: δεν με έπιανες, λέμε, νέο. Τι να κάνω; Δύο στεντάκια έχω στην καρδιά και δεν παίρνω και τα φάρμακά μου τα έχω γράψει όλα στα παλιά μου τα παπούτσια. Λες και δεν θα πεθάνουμε όλοι. Για τον γιο όλα ρε, να ξαναπαίξω και να με συναρμολογούν μετά. – Θα είστε καλός πατέρας. Πολλοί βαριούνται κάτι τέτοια και παρκάρουν τα παιδιά μπροστά από ένα κινητό. – Είμαι 45 και τα έχω κάνει όλα, φίλε. Ξύλο, μαχαιριές στην καρδιά και πυροβολισμούς. Έχω είκοσι χρόνια να πατήσω σε γήπεδο σαν οπαδός, αλλά όταν πήγαινα ήμασταν σαν αστακοί στις θύρες, έτοιμοι για ξύλο. Έχω στείλει κόσμο στην εντατική. Ήμουν παντρεμένος, παράτησα γυναίκα με δύο παιδιά για γκόμενα. Κατάλαβες; Οπότε τα καλός μπαμπάς που μου λες τα έχω κάνει γαργάρα καιρό τώρα. Και μετά από δύο χρόνια μου λέει αυτή -μουνάρα σου λέω με περνάει τρία χρόνια, 45 εγώ κι αυτή 48 τώρα- «κάτω είμαι τσολιάς». Κατάλαβες; – Είχε κάνει δηλαδή εγχείρηση διόρθωσης φύλου. Σας άρεσε, δηλαδή, μέχρι να σας το πει; – Τι διόρθωση λες ρε; Αν μου άρεσε; Τρελός είσαι; Της έλεγα να κάνουμε κι ένα παιδάκι μαζί και μου τα μάσαγε ότι δεν θέλει παιδιά. Μου ανοίξανε τα μάτια όταν είπε το «είμαι τσολιάς». Άιντε στο διάολο, της λέω, που είσαι τσολιάς και τα υπόλοιπα οι δικηγόροι. – Τι εννοείτε ότι τα υπόλοιπα ήταν υπόθεση των δικηγόρων; – Πήγα να τη μαχαιρώσω πάνω στα νεύρα μου. Με κορόιδεψε ρε. – Λέτε δηλαδή ότι νιώσατε εξαπατημένος και για αυτό γίνατε βίαιος; Πάντα συμβαίνουν περίεργα περιστατικά σε όλους τους ανθρώπους. Μπορεί κανείς να μοιραστεί εύκολα κάτι τέτοιο νομίζετε; Έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου τέτοιες πληροφορίες δεν τις μοιράζονται ποτέ οι άνθρωποι και φτιάχνουν ολόκληρο κυκεώνα από ψέματα. – Συμβαίνουν αυτά λες, ε; Γιατί όμως σε μένα; Σε πειράζει να καπνίσω; Καθόλου, ε; Καλός είσαι. Καλά είσαι ρε; Πώς σε λένε κιόλας; Εμένα με λένε Γιάννη. – Καλά είμαι. Αργύρης. – Τώρα που συστηθήκαμε, έχω να πω ότι αρχίδια καλά είσαι, σε βλέπω αγχωμένο και με σκοτούρες. – Σκοτούρες της ηλικίας. Μην αγχώνεστε για μένα. – Ο μεγάλος μου ο γιος, που λες, είναι μποξέρ. Μου έχει πει να έρθω στο σύλλογο να παίξουμε. Είναι τέρμα νταυραντισμένος Να με σκοτώσει θέλει; Μου αντιμιλά πολλές φορές τώρα πια. Του λέω «θα σε δείρω» και μου απαντά «για έλα να σε δω». Όλα τα τέρατα είναι εκεί μαζεμένα. Μυρίζει βαρβατίλα κι αγριάδα το μέρος. Πονάω όλος ρε, θα παίζω και μποξ για πλάκα; – Μέχρι αύριο κανονικά θα περάσει: ένα άσχημο πιάσιμο το πολύ να διαρκέσει τρεις ημέρες. Μετά, ξεπερνιέται και το σώμα γιατρεύεται μόνο του. – Θα περάσει λες; ΑΧ, αβαβά θα μου περάσει, ευχαριστώ πολύ μπαμπάκα, αβαβά!.. – Οφείλω να ομολογήσω ότι όσα λέτε έχουν ενδιαφέρον. Έχετε σκεφτεί ότι ένας ειδικός ψυχικής υγείας θα σας βοηθούσε αρκετά; Σκεφτείτε το λίγο: είμαι ένας απλός περαστικός ο οποίος θέλει απλά να πάει σε ένα πάρτι… – Να γαμήσεις. Πες το. Και στα παπάρια μου οι ψυχολόγοι: προτιμώ να δώσω 50 ευρώ στις πουτάνες. – Όπως νομίζετε. Δεν είναι λίγο αδιάκριτη η ερώτηση που κάνετε; – Πόσων χρονών είσαι; – Όσο είμαι. – Και αφού είσαι όσο είσαι και σε βλέπω ακμαίο πού πας ρε μεγάλε; Να μαζέψεις κυκλάμινα βραδιάτικα ή να κουρέψεις τίποτα λαγούς; – Κανονικά δεν σας αφορά. Θέλω να περπατήσω λίγο, οπότε θα ήθελα να με αφήσετε στην αρχή της Ιπποκράτους. – Καλά, εντάξει. – Να ξέρετε με έχετε τρομάξει λίγο. Εξωτερικεύετε πράγματα με πολύ χύμα και επιθετικό τρόπο. Επίσης, δεν μου φαίνεστε τόσο νηφάλιος. – Αλήθεια είναι. Κάτι έχω πιει μέσα στην ημέρα. Αν τα βάλω λίγο κάτω, είναι πέντε μπύρες, λίγο τσίπουρο και ένα ποτήρι ουίσκι. Πάω και για άλλα. – Τι να πω… Λοιπόν, πάω όντως να περάσω όμορφα. Από εσάς θέλω δύο πράγματα: να μου πείτε «καλή επιτυχία και καλή δύναμη» και το δεύτερο να μου απαντήσετε σε αυτό: μιλάτε συχνά για αυτό το θέμα σε περαστικούς; – Όχι. Μόνο σε εσένα και σε δύο φίλους. Ο ένας ήταν που χώθηκε μετά τον χωρισμό στην πρώην μου. Τα έσπασαν πρόσφατα από όσο ξέρω. Ο άλλος είναι στη στενή τώρα για κάτι χρέη από τα χαρτιά. Θα βγει σε ένα μήνα. Αυτός είναι η αλήθεια δεν μου έχει κάνει κάποια ατιμία. Ίσως όχι ακόμη. – Καλώς. Επειδή, μεταξύ μας, μου μοιάζετε λίγο ακατέργαστος αλλά όχι δα και κακός άνθρωπος, θα θέλατε να μου πείτε τον αριθμό σας, να σας κάνω αναπάντητη κλήση και για οτιδήποτε προκύψει να με πάρετε τηλέφωνο; – Ναι, φυσικά. Χικ. Εγώ θα πάω σε ένα μικρό μπαράκι στου Ψυρρή που μου αρέσει. Στα παλιά μου τα παπούτσια όλα. – Για οτιδήποτε, πάρτε με ένα τηλέφωνο. Αν κάνετε καμιά βλακεία, θα σας δώσω στεγνά, να ξέρετε. Ορίστε τα χρήματά σας. – Καλή συνέχεια! Έτσι λοιπόν, ο ταρίφας άφησε το φίλο μου στον προορισμό του και είχαν ανταλλάξει τηλέφωνα. Οφείλω να ομολογήσω πως είμαι τυχερός που έχω έναν τέτοιον φίλο. Έχει έναν ωραίο τρόπο να μου μεταφέρει τις ιστορίες του. Στο πάρτι όπου πήγε, ο Αργύρης πέρασε καλά. Πέτυχε αυτήν που έψαχνε καιρό και έδεσε το γλυκό εκείνη την νύχτα. Το μεσημέρι της 25ης Δεκεμβρίου, πριν πάω στο οικογενειακό τραπέζι, με πήρε τηλέφωνο ο Αργύρης. Ακουγόταν πολύ γαλήνιος και ανάλαφρος. Το ευχαριστήθηκε η ψυχή μου να τον ακούω. Επειδή τον ξέρω καλά, είναι από αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν με ένα βλέμμα να σου αναπτερώσουν το ηθικό και η σταθερή φωνή τους και μόνο σε βοηθά να θυμάσαι ότι η ζωή είναι όντως μούρλια σκέτη. Όλοι τον χαρακτηρίζουν ως άνθρωπο πρόθυμο, διαλλακτικό, δοτικό αξιαγάπητο και μονομάχο, ανοιχτό στις αλλαγές. Πολύ θα ήθελα να του μοιάζω. Το μόνο αρνητικό που του καταλογίζω ότι ώρες-ώρες μοιάζει αφελής ως εκεί που δεν παίρνει. Το τηλέφωνό μου άρχισε να χτυπάει στον ήχο που καλό είναι κάποτε να φιλοτιμηθώ να αλλάξω. Το σηκώνω: – Έλα, Αργύρη! – Τι λέει ρε Οδυσσέα, καλά είσαι; – Καλά είμαι, εσύ; – Πας στους δικούς σου; – Ακριβώς. Λέγε πώς πήγε χτες. Μου είχες γράψει για εκείνον τον πυροβολημένο τον ταξιτζή που παραμιλούσε και έβγαζε τα εσώψυχά του. Τι άλλο έγινε; Μιλάς σιγά. – Ε, ναι. Έχω βγει στο μπαλκόνι που βλέπει στο δρόμο και η Ζηνοβία κοιμάται ακόμη. Σήμερα είναι που θα παίξει το επεισόδιο από εκείνη την σειρά όπου είσαι κομπάρσος; – Έχει παίξει ήδη: είμαι ο κύριος που κουβαλάει τα δώρα. Πλάκα κάνεις; Νόμιζα ότι ήταν ψόφια η όλη φάση. Για να μην αμφιβάλλεις σχετικά με το επεισόδιο : «ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΛΟΥΣΙΟΣ – ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 70 : Η Μόνικα εισπράττει τον λαχνό μετά βαΐων και κλάδων, αλλά δεν δείχνει ακόμα τις αληθινές της προθέσεις και συνεχίζει να κάνει την καλή στα παιδιά της, ενώ αλλάζει τη δημόσια εικόνα της, προβάλλοντας το προφίλ του φιλάνθρωπου». – Ρε νάρκισσε, σε πιστεύω! Δεν ξέρω, αλλιώς αποδείχτηκε. Θα στα πω από κοντά, δεν θέλω να γίνομαι αδιάκριτος. Ο φίλτατος πήρε τηλέφωνο νωρίτερα, 9 το πρωί. – Όντως; Τι είχε να σου πει; Χαζός είσαι που του έδωσες το κινητό σου; Δεν έχεις αίσθηση του κινδύνου; – Φαινόταν απλά μια ακατέργαστη και ταλαίπωρη ψυχή. Πες με περίεργο, αλλά κάτι τέτοιοι μου ξυπνάνε αισθήματα συμπόνιας και ας είναι βλήματα. – Ειλικρινά, ο τύπος είναι κάφρος. Γιατί συμπόνια; – Κανείς μας δεν είναι τέλειος και δεν θέλω να ξέρω πώς θα ήμουν σε παρόμοιες συνθήκες: σίγουρα δεν θα μεγάλωσε και πολύ νορμάλ αυτός. Κάτσε, να σου τα πω, όμως, όπως μου τα είπε. Τον ακούω με τρεμάμενη φωνή να μου λέει: « Γεια. Πήδηξες ρε μαλάκα; Εγώ εδώ τα έκανα όλα λίμπα. Πήγα στο μπαρ που σου είπα. Βλέπω μια μουνίτσα πολύ δυνατή, φοράδα σου λέω. Πλησιάζω, πιάνω κουβέντα. Πολύ στρωτή και ξηγημένη φαινόταν. Ξέμπαρκη λέω, θα χωθώ να κάνω ταραχή… Μη ρωτάς ρε, άσε με να μιλήσω πού να σε πάρει! Τι, έχεις πονοκέφαλο; Πέρασες καλά ρε πουτανιάρη»; – Θα του του το είχα κλείσει ρε Αργύρη. Πιστεύω ότι από διάθεση για κουτσομπολιό θες να μαθαίνεις τέτοιες ιστορίες. Δεν εξηγείται αλλιώς. – Συνεχίζω όσα μου είπε: « Μου συστήθηκε ως Μιράντα. Τροφαντή, πιασίματα, βλέμμα φωτιά. Κερνάω, πιάνω ψιλή κουβέντα, δεν θυμάμαι καν τι έλεγα, την είχα ακούσει άσχημα από τα ποτά. Την παίρνω στο ταξί την πάω σπίτι. Μου κάνει πολύ τη δύσκολη. Τσαλίμια να μην ακουμπάω εδώ, ότι γαργαλιέται εκεί και τα ρέστα. Έχω γίνει πύραυλος. Πάμε επάνω σπίτι της, βάζει μουσική, φέρνει κρασί. Είμαι στο όριο να ξεράσω και τα άντερά μου. Πάω να της βγάλω λοιπόν τα ρούχα, δεν είμαι για άλλο ποτό. Την αγκαλιάζω της πιάνω τα στήθη και το χέρι πάει κάτω… ΠΙΑΝΩ ΚΑΤΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΙΝΗΤΟ. ΓΑΜΩΤΟ… Κατάλαβες;.. Τι γκαντέμης που είμαι! Πάλι σε «τσολιά» έπεσα… Κρύος ιδρώτας με κόβει και πάω να φύγω τρέχοντας, αυτή φωνάζει και μπαίνει μπρος στη πόρτα να μην βγω, τρώει μπουνιά και τρέχω σαν το διάολο, σκοντάφτω στις σκάλες. Ακούω φωνές, τρέχω, ανοίγω την είσοδο της πολυκατοικίας και την κλείνω με τόση δύναμη που σπάνε τα τζάμια και εξαφανίζομαι». – Ότι δηλαδή δεν την κατάλαβε; Μας δουλεύει το άτομο; Το καταλαβαίνεις ότι μπορεί να είναι και ψεύτικα πολλά από όσα είπε; – Στο μεταξύ, Οδυσσέα, ενώ μου τα έλεγε αυτά, ακούγονταν κάτι ήχοι από ζώα. Κότες, νομίζω. Τον ρωτώ τι συμβαίνει και μου λέει ότι του έστειλε η πρώην του μήνυμα που του ευχόταν για τις γιορτές και τον ρωτούσε πώς είναι. Εκείνος της απάντησε και λίγο μετά του γράφει ότι της λείπει. Τον ρωτώ να μου εξηγήσει από πού ακούγονται οι ήχοι και μου λέει ότι τον έπιασε κατούρημα δίπλα σε ένα κοτέτσι έξω από τα Φάρσαλα. Μου είπε ότι κοιμήθηκε τρεις ώρες και ότι πήγαινε να την βρει στη Θεσσαλονίκη. Εργάζεται λέει, ως μπαργούμαν σε ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης. Είπε ότι ήθελε να της κάνει δώρο Χριστουγέννων. – Αργύρη, να μπλοκάρεις τον αριθμό: λαλημένος είναι. – Εγώ νομίζω ότι τα εννοούσε όλα. Λοιπόν, πρέπει να σε κλείσω, κρυώνω έξω και δεν θέλω η παρέα μου να μείνει μόνη. – Σεβαστό. – Εύχομαι να περάσεις όμορφα με τους δικούς σου. Καλά Χριστούγεννα! – Επίσης! Υπάρχει άραγε στην ιστορία αυτή κάποιο ηθικό δίδαγμα; Νομίζω κανένα. Ωστόσο, ας θυμόμαστε πάντα ότι την περίοδο των Χριστουγέννων, όταν κλείνει ο χρόνος και σκεφτόμαστε τη ζωή μας, είναι μια καλή ευκαιρία για να σκεφτούμε τους κοντινούς μας ανθρώπους. Αυτή η ευκαιρία σε άλλους προξενεί χαρές σε άλλους λύπες, άλλους τους μαγκώνει άλλους τους παρακινεί.

Τσακωθήκαμε για τον Τομ Ρόμπινς (Ε. Κάτη)

Ένα μονόπρακτο σε μία σκηνή.
«Μα ο Τομ Ρόμπινς είναι σεξιστής» μου είπε, πίνοντας του ουίσκι του. «Μιλάει συνέχεια για μουνιά». Σκέφτηκα πόσο ωραία θα ταίριαζε να του σπάσω το ποτήρι με το ουίσκι στα μούτρα ως απάντηση σε μια τέτοια δήλωση. Συγκρατήθηκα. «Και εγώ μιλάω συνέχεια για μουνιά αγαπητέ Θ.» του είπα «δε με λες και σεξίστρια». «Όχι γιατί αν σε πω, φοβάμαι ότι θα μου βγάλεις σουγιά». Σε αυτό είχε δίκιο κατά βάθος, όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ. «Ο Τομ Ρόμπινς στο “Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν” αντικειμενοποίησε τις λεσβίες όσο κανένας σις στρέιτ συγγραφέας» συνέχιζε ακάθεκτος την επίθεση του. «Ο Τομ Ρόμπινς στο “Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν” μίλησε για τις λεσβίες με τρυφερότητα και ειλικρίνεια. Περιέγραψε το λεσβιακό σεξ χωρίς να το φετιχοποιεί ως δυο γυναίκες που περιμένουν έναν άντρα» απάντησα. «Και δεν μπορείς» είχα ξεκινήσει να ουρλιάζω «να μου υπερασπίζεσαι τον Μπουκόφσκι» σηκώθηκα όρθια κουνώντας το τσιγάρο μου μες την μούρη του, «και να μου κατηγορείς τον Τομ Ρόμπινς για σεξισμό.» Ήθελα να τον δείρω. Σκεφτόμουν μόνο πως ήταν διπλάσιος από εμένα σε όγκο οπότε έπρεπε να κινηθώ γρήγορα και να τον αιφνιδιάσω. «Ο Μπουκόφσκι αν θες να ξέρεις» σηκώθηκε και αυτός όρθιος «περιγράφει μια υπαρκτή –σεξιστική- καθημερινότητα, δεν μειώνει συνειδητά τις γυναίκες». «Τουλάχιστον επιφανειακός. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα με το Μπουκόφσκι, είναι απλά ότι είναι μέτριος και θεωρείται καλός απλά και μόνο γιατί μιλάει για μουνιά» γέλασα ψάχνοντας το κονιάκ μου. «Ο Τομ Ρόμπινς είναι και χίπστερ και σεξιστής. Και επειδή είναι εναλλακτικούλης του συγχωρείτε ο σεξισμός, ενώ ο Μπουκόφσκι είναι τίμιος και ειλικρινής». Το παραξήλωσε . Ήθελα να τον σκοτώσω. Σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να απαγγέλω τα αγαπημένα μου εδάφια απ’ το «Αμάντα» όσο του κοπάναγα το κεφάλι στη γωνία του τραπεζιού και έπειτα να του χάραζα Τρυποκάρυδους με τον σουγιά μου. Ίσως, απλά, να έφταιγε το ότι δεν σηκώνω το κονιάκ. «Καριόλη τώρα το παράκανες. Θα φτύσεις το αίμα της μάνας που σε γέννησε. Θα εύχεσαι να μην είχες διαβάσει ποτέ Γκουτιέρεζ, θα σε χορέψω τον χορό των επτά πέπλων» έβγαλα τον σουγιά μου και ξεκίνησα να τον κυνηγάω γύρω-γύρω. «Τι έγινε πουτανάκι του μαγικού ρεαλισμού, δεν ξέρουμε να υπερασπιστούμε τον Ρόμπινς και το ρίχνουμε στο βρομώξυλο;». Φαινόταν να διασκεδάζει πολύ την κατάσταση. «Άσε μας ρε φίλε, που θες γκουγκλ σερτς για να θυμηθείς τρία βιβλία του Χέμινγούει και μιλάς και από πάνω». «Σιγά μωρή, που βάζω στοίχημα ότι ποτέ δεν τελείωσες το “Κόκκινο και το Μαύρο”». «Μιλάει και ο τύπος που δεν μπορεί να εκτιμήσει τον Σαραμάγκου». Είχαμε λαχανιάσει και οι δύο από το κυνηγητό, όμως δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω τέτοιες προσβολές να πέσουν κάτω. Ήταν θέμα τιμής πλέον. «Τι έγινε ρε γατάκι, δεν έχεις σταυρώσει στίχο δυο βδομάδες και έχεις νευράκια;» είπε καθώς έβαζε μια πολυθρόνα ανάμεσα μας. Πήγε να χτυπήσει ευαίσθητο νεύρο αλλά δεν το κατάφερε. «Τουλάχιστον εγώ δεν προσπαθώ να ρίξω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια μιλώντας για Σαίξπηρ» ούρλιαξα σκαρφαλώνοντας στην πολυθρόνα. «Ναι προσπαθείς να τα ρίξεις μιλώντας για φεμινισμό». «Η διαφορά είναι ότι εμένα μου κάθονται, δεν τρομάζουν». «Ναι ρε μαλάκα, πως το κάνεις;» «Κέρνα τα επόμενα και θα σου πω». «Μέσα». Καθώς πήγαινε προς το μπαρ του έχωσα ένα μπουνίδι στα πλευρά. Πολύ το ευχαριστήθηκα. «Αυτό, για να μάθεις να μιλάς άσχημα για τον Τομ Ρόμπινς» του είπα.

Νευρώνες (Άλεξ Κοάν)

Ένα διαδραστικό παραμύθι
Όλα ξεκίνησαν ένα ψυχρό απόγευμα του Οκτώβρη, λίγο μετά το σούρουπο, λίγο πριν ο ουρανός πάρει το τελικό του μαύρο χρώμα της νύχτας. Ο Σταύρος κατηφόριζε στον έρημο δρόμο που περνούσε μέσα απ’ το πάρκο, κι ακόμα κι αυτές οι ελάχιστες λάμπες που υπήρχανε του καίγανε με το πηχτό φως τους τα μάτια. Περπάταγε γρήγορα, όχι τρέχοντας, αλλά κι έτσι έδινε την εντύπωση ότι ήθελε να ξεφύγει από κάτι. Δεν ήθελε να τον δει κανείς, και δε θα τον έβλεπε, στο πάρκο δεν υπήρχε ψυχή, ούτε καν κάποιος να βγάλει βόλτα το σκύλο του ή να ταΐσει τις αδέσποτες γάτες. Κι αυτό του έδινε τη δυνατότητα να κάνει σχεδόν τα πάντα, να φωνάξει, να κλάψει, να παραμιλήσει, να μουρμουρήσει, να τρέξει, να ξαπλώσει στο χώμα, να κλωτσήσει τις πέτρες και τα πεσμένα κλαδιά των δέντρων. Άλλα δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά, μονάχα επιτάχυνε το βήμα του, πήγαινε μπρος και πίσω στα μονοπάτια, ξανάβγαινε στην αρχή, πήγαινε πάλι στο τέλος, κι ύστερα πάλι πίσω. Ανούσιο, μα, ίσως, για ελάχιστες μόνο στιγμές, και λίγο ανακουφιστικό, με κάποιο παράδοξο και ακατανόητο τρόπο. Δεν ξέρω τι θα είχε να πει ένας παθολόγος ή ένας ψυχολόγος γι’ αυτή την ευεργετική ιδιότητα του (γρήγορου) περπατήματος, μα ο Σταύρος τουλάχιστον ένιωθε ότι τον βοηθάει. Η αρρώστια του ήταν βέβαια ανίατη, και, σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμα και θανατηφόρα. Ανίατη φυσικά μόνο με την έννοια του ότι δε μπορεί να γιατρευτεί με φάρμακα και λοιπές συνηθισμένες ιατρικές, ή και ψυχολογικές, μεθόδους. Δεν υπάρχει αντίδοτο, ούτε καν παυσίπονο, για τούτη την αρρώστια, αλλά είναι γεγονός ότι πολλές φορές ο χρόνος και η λήθη μπορούν να τη γιατρέψουν. Όχι πάντα, αλλά πολλές φορές. Ο Σταύρος λοιπόν έπασχε από έρωτα –κι ακόμα χειρότερα, από ανεκπλήρωτο έρωτα. Τα συμπτώματά του πολλές φορές ήταν σχεδόν ίδια με αυτά του τύφου και της χολέρας, με τη διαφορά ότι εμφανίζονταν πιο περιοδικά και πιο ακανόνιστα, κι έπειτα για κάποιο διάστημα, απροειδοποίητα, εξαφανίζονταν πάλι. Ο έρωτας είναι μια κατάσταση τοξική για τον άνθρωπο, νοσηρή και αφύσικη, καταστροφική με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ακόμα κι αυτές οι πεταλούδες που υποτίθεται φτερουγίζουν στο στομάχι του ερωτευμένου, ε λοιπόν αυτές μόνο πεταλούδες δεν είναι. Όχι, είναι άγχος. Έντονο κι αφόρητο άγχος. Άγχος και τίποτα παραπάνω. Τίποτα το ρομαντικό σ’ αυτό, και κανείς δεν το γνώριζε καλύτερα απ’ το Σταύρο εκείνη τη στιγμή. Το ήξερε, μα δε μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό, πέραν από υπομονή και κάθε δυνατή προσπάθεια για να μη βουτήξει με το κεφάλι στην κοντινότερη λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας. Και τι δε θα δινε για να σβήσει αυτή τη γαμημένη φωτιά στα σωθικά του, μα απέναντι σ’ αυτή τη φωτιά είμαστε όλοι τόσο φτωχοί που δεν έχουμε να δώσουμε απολύτως τίποτα -καμία επιλογή εκτός του να καούμε. Ο δρόμος ήταν το ελάχιστο, η πιο μικρή, η πιο ανεπαίσθητη παρηγοριά. Προχωρούσε και προχωρούσε, προχωρούσε τόσο πολύ και τόσο γρήγορα που δεν πρόσεχε καν τη διαδρομή του, εγκλωβισμένος στο ίδιο του το κεφάλι, πιασμένος από την αρρώστια του μέχρι στην καρδιά, το μυαλό, το αίμα, τ’ αρχίδια, παντού. Χωρίς να το πάρει χαμπάρι είχε βγει έξω απ’ το πάρκο, σε μια άγνωστη ως τότε γειτονιά. Μια γειτονιά κατά τ’ άλλα συνηθισμένη, ίσως λίγο πιο φτωχική απ’ τις περισσότερες της περιοχής, αλλά όχι κάτι το ιδιαίτερο, ίδιες πολυκατοικίες, απλά λίγο χειρότερα συντηρημένες, με ξεβαμμένους τοίχους και σκουριασμένα κάγκελα στα μικροσκοπικά μπαλκόνια. Όχι βέβαια ότι τις πρόσεξε ποτέ ο Σταύρος, ούτε που τις είδε. Η διαφορά όμως άρχισε να του γίνεται αισθητή όταν το σκοτάδι έπεσε για τα καλά και, χωρίς να το σκεφτεί, παρατήρησε μια αλλαγή χρώματος στο φως των φανοστατών. Στο πάρκο τα φανάρια έχουν αυτό το έντονο και κουραστικό λευκό φως που σου τσούζει τα μάτια όταν το κοιτάς ευθεία, εδώ όμως το χρώμα ήταν άλλο, ήταν κίτρινο, σχεδόν ωχρό, πολύ πιο απαλό κι ευχάριστο. Τότε ήταν που, αναγκαστικά, σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει γύρω του και να περιεργαστεί το μέρος. Συνειδητοποίησε πως δεν το ήξερε. Δεν είχε ξαναπεράσει από κει ποτέ. Για μια στιγμή πήγε να ανησυχήσει, αλλά μετά κατάλαβε πως η όλη αυτή διαδικασία του να ξαναβρεί το δρόμο του θα τον αποσπούσε από το βαρύ του πρόβλημα, τη νόσο του, και ανακουφίστηκε. Έβγαλε το κινητό του και κοίταξε την ώρα -είχε περάσει πολλή, αλλά δεν είχε σημασία. Ξανάρχισε το περπάτημα, με πιο αργό και χαλαρό βήμα αυτή τη φορά. Ήταν περίεργο, έμοιαζε να μην υπάρχει ψυχή σ’ αυτή τη γειτονιά. Όχι, όχι, δεν ήταν γειτονιά-φάντασμα, κάποια διαμερίσματα είχανε φώτα στα παράθυρα, αλλά δεν κυκλοφορούσε κανείς, και, ακόμα πιο παράξενο, δεν ακουγόταν κιχ, ούτε καν το βουητό κάποιας ανοιχτής τηλεόρασης σε κάποιο σπίτι. Ντάξει, σκέφτηκε. Φαντάζομαι καμιά φορά τυχαίνει. Σίγουρα θα υπάρχουν άνθρωποι εδώ πάντως, αφού έχει ένα σωρό παρκαρισμένα αμάξια. Κι ας μην περνάει κανένα απ’ το δρόμο. Συμβαίνει. Προχωρούσε λοιπόν κι αυτός, σαν φοβισμένος μήπως διαταράξει την τάξη των πραγμάτων και ξυπνήσει κάποιο μεγάλο κακό, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, πατώντας στην άσφαλτο απαλά, δαγκώνοντας ακόμα και κάποιο τυχαίο βήχα που του ρχόταν. Μονάχα κοιτούσε και περπάταγε, κι όταν εμφανιζόταν στο μυαλό του πάλι απροειδοποίητα η εικόνα εκείνης, έκλεινε τα μάτια για λίγο και γρήγορα συνερχόταν. Κάποια στιγμή, σαν από νομοτέλεια, σαν να ταν ήδη αποφασισμένο όχι από την γεωγραφία και την αρχιτεκτονική της γειτονιάς αλλά από κάποια μεταφυσική ανάγκη της μοίρας, έφτασε σ’ ένα στενό. Ένα στενό τόσο σκοτεινό που ήταν λες και ρουφούσε όλο το φως της πόλης και τ’ άφηνε, σα μαύρη τρύπα, να επιπλέει μονάχα γύρω του και να μη φτάνει ποτέ πιο μέσα. Ήταν σχεδόν ανατριχιαστικό, γιατί τίποτα δεν ξεχώριζες εκεί μέσα, ούτε σπίτια, ούτε δρόμο, ούτε αμάξια, τίποτα. Και, φυσικά, του Σταύρου του ήρθε η παρόρμηση να το εξερευνήσει. Έβγαλε πάλι απ’ την τσέπη του το κινητό για να ανοίξει το φακό του, μα… Δεν ξέρω. Πολύ περίεργο αίσθημα. Το σκέφτηκε αρκετή ώρα. Τελικά έκανε το πρώτο βήμα και… ΑΝΑΨΕ ΤΟ ΦΑΚΟ                                                                                           ΔΕΝ ΑΝΑΨΕ ΤΟ ΦΑΚΟ

Λουλούδι από πέτρα (Κρέμας)

Η Σιμώνη επέστρεψε σπίτι μετά από μια κουραστική βάρδια στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας όπου δούλευε για τέσσερα συναπτά έτη. Κατάκοπη από την κουραστική μέρα και τις εξοντωτικές συνθήκες εργασίας και μεταχείρισης εκ μέρους των προϊσταμένων, έφαγε βραδινό, μπανιαρίστηκε και ξάπλωσε ανάβοντας ένα τσιγάρο να χαλαρώσει και να κοιμηθεί διαβάζοντας ένα κεφάλαιο από το δεύτερο φύλο της Γαλλίδας συνονόματης της, της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Η Σιμώνη η Μητσάκου λοιπόν, εν αντιθέση με την Μποβουάρ, δεν ήταν φεμινίστρια με την τότε τρέχουσα έννοια του όρου. Ούτε με την σημερινή είναι. Όντας άτομο χαμηλού μορφωτικού-εκπαιδευτικού επιπέδου, έχοντας αφήσει νωρίς το σχολείο ένεκα της άμεσης ανάγκης συνεισφοράς στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα, δεν της επέτρεπαν να μορφωθεί ούτε της εξασφάλιζαν χρόνο να μελετήσει, να ψαχτεί κατά την έκφραση του σειρμού. Ωστόσο το διάβασμα και η μόρφωση δεν της ήταν απαραίτητα εφόδια για να συνειδητοποιήσει την ανισότητα και την κάθε μορφή αδικίας που βρισκόταν διάχυτη και κυριαρχούσα γύρω της. Η έμφυλη ανισότητα, η οικονομική ανισότητα, οι αποκλεισμοί και οι διωγμοί, βίαιοι ή δομικοί, ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, καθώς και ο άδικος πλουτισμός των πλουσίων εις βάρος των φτωχών και μικρομεσαίων τάξεων την εξόργιζαν. Η οργή της, η αγανάκτησή της και το αίσθημα αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο και τον αναξιοπαθούντα ήταν, εν αντιθέσει με πολλών άλλων αγωνισταράδων, αγνά και ειλικρινή. Ίσως να οφείλεται αυτή της η ροπή προς την γενναιοδωρία και την κοινωνική ευαισθησία στην αγωγή την οποία έλαβε, ενδεχομένως και να ήταν έμφυτη, δεν έχει σημασία. Πάντως ως γυναίκα επιδίωκε με όποιον τρόπο μπορούσε να γίνει ίση με τον άντρα. Σαν εργάτρια να δουλεύει υπό αξιοπρεπείς συνθήκες και να αμείβεται αναλόγως. Ζωντανή απόδειξη ότι τα πτυχία και τα διαβάσματα δεν καθορίζουν την παιδεία και την καλλιέργεια του ανθρώπου. Ευσεβείς πόθοι. Αλλά που… Το Συντηρητικό Κόμμα που ανέλαβε την εξουσία μετά την πτώση της Δικτατορίας μονάχα το κοινοβουλευτικό πολίτευμα επανέφερε, προώθησε ορισμένες συντηρητικές μεταρρυθμίσεις ως προς τις πολιτικές ελευθερίες, και φρόντισε για την τιμωρία των περισσότερων εκ των πραξικοπηματιών των προερχόμενων από τις τάξεις του στρατού. Για τους προερχόμενους από τις τάξεις της αστυνομίας και των πολιτών δεν παρουσίασε καμιά ιδιαίτερη φούρια να τους διώξει, ούτε η κυβέρνηση, ούτε το δικαστικό σώμα. Όσον αφορά τον οικονομικό τομέα, οι συντηρητικοί μεροληπτούσαν υπέρ των πλούσιων και εις βάρος των μικρομεσαίων και των φτωχών. Την επόμενη μέρα, η όμορφη Σιμώνη σηκώθηκε στην βάναυση ώρα 4 προ μεσημβρίας να πάει στο μεροκάματο, στη γραμμή παραγωγής. Φτάνοντας στις 5.30, τριάντα λεπτά πριν την έναρξη της βάρδιας, στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις, χτύπησε κάρτα και ετοιμάστηκε. Οι ώρες περνούσαν μονότονα ως συνήθως. Όταν σήμανε τελικά η ώρα του διαλείμματος, οι εργάτριες και οι μηχανικοί εξήλθαν στον προαύλιο χώρο του εργοστασίου προκειμένου να γευματίσουν και να ξαποστάσουν. Με τα διαπεραστικά πράσινα μάτια της η Σιμώνη εντόπισε τρία διαφορετικά σκηνικά βίας, καταπίεσης, αδικίας. Τρία σε μια μέρα, τρία σε μια στιγμή, όσα παρόμοιας έντασης δεν είχε δει συνολικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα κατά τα τέσσερα χρόνια που εργάζεται σε αυτό το κολαστήριο εργασιακής επιτήρησης και αθέμιτης πειθαρχεία, όμοιο με το αξιοθαύμαστο πανοπτικόν του Μπένθαμ και του Φουκώ. Στην είσοδο της αποθήκης μια από τις επόπτριες έπιασε μια εργάτρια να κλέβει κάτι τσίτια εσώρουχα ευτελούς αξίας, η απώλεια των οποίων σε καμιά περίπτωση δεν θα ζημίωνε τους μετόχους ούτε θα καθυστερούσε την διοχέτευση της παραγωγής στο εμπόριο. Η επόπτρια προέβει σε μια ατιμωτική και παραδειγματική τιμωρία της εργάτριας, τραβώντας την σερβιέτα της κάτω από την φούστα της με μια αστραπιαία κίνηση, μέθοδο ταπείνωσης που συνήθιζαν οι επόπτριες, αυτοί οι βάναυσοι θηλυκοί πατριάρχες, στις παρεκκλίνουσες εργάτριες. Στην γωνία του προαυλίου ένας εκ των επιστατών χλεύαζε έναν ομοφυλόφιλο εργάτη ξεφωνίζοντας τον ανοιχτά για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Το παλικαράκι έκλαιγε με λυγμούς και σαν τρομαγμένο πουλί προσπαθούσε να προφυλαχθεί από τον αιμοβόρο Κέρβερο. Τέλος, ο φύλακας στο φυλάκιο χτύπησε έναν εργάτη που καθυστέρησε ένεκα της μεγάλης απόστασης του σπιτιού του από τον χώρο εργασίας. Τα φύλα τελικά δεν έχουν και μεγάλη σημασία ως προς την καταπίεση, έτσι δεν είναι; Οι απανωτές αδικίες που εκτυλίσσονταν μπροστά στα μάτια της εξόργισαν την Σιμώνη. Η άλλοτε φιλήσυχη, ευγενική και συνεσταλμένη εργάτρια, η οποία ήταν δεν ήταν 23 χρονών, ζήτησε το λόγο και απαίτησε την άμεση παύση των αυθαιρεσιών. Η φωνή της απαράμιλλη και στεντόρεια ήχησε σαν σεισμός και βροντή στο εργοστασιακό συγκρότημα. Παρά την αρχική αμηχανία, οι συνάδελφοί της και όσα μέλη του προσωπικού ασφαλείας και επιτήρησης είχαν ακόμα ψυχή μέσα τους, την επιδοκίμασαν και συνομολόγησαν με το αίτημα της για παύση των βιαιοτήτων εναντίον των συναδέλφων. Ωστόσο, η εργοδοσία αμείλικτη, απέλυσε άνευ αποζημιώσεως την Σιμώνη και παρακράτησε τρία μεροκάματα από όσους την συνέδραμαν. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι η Σιμώνη, παρά την αμέριστη συμπαράσταση των γονέων και του αδελφού της, δέχθηκε δριμεία και μη αναμενόμενη αρνητική κριτική από την ξαδέλφη της την Λίνα, και την παιδική της φίλη την Μάρω. Παρότι αμφότερες παρίσταναν τις αγωνίστριες και τις υπεράνω, μικροπαντρέυτηκαν δυο μούτρα για οικονομικούς κυρίως λόγους ενώ πρωτίστως έκραζαν την Σιμώνη ως μικροαστή λόγω της απροθυμίας της να κατέρχεται σε διαδηλώσεις και πολιτικές συγκεντρώσεις. Ουαού, τόση συνέπεια εκ μέρους τους! Μεταξύ άλλων, την κουτσομπόλευαν επειδή είχε φτάσει 23 χρονών και δεν είχε παντρευτεί. Ο χρόνος βέβαια και η υπομονή δικαίωσαν την μελαχρινή Σιμώνη, η οποία όπως αποδείχθηκε ήταν ένα λουλούδι φτιαγμένο από πέτρα, όπως ακριβώς και η ιδιαιτέρα αυτής πατρίδα, η Μάνη. Έναν χρόνο μετά την απόλυσή της, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ανέλαβε την εξουσία, επαναπροσέλαβε αδίκως απολυθέντες, μεταξύ αυτών και η Σιμώνη, ενώ κατοχύρωσε νομικά την ισότητα των φύλων, και για πρώτη φορά οι εργασιακές συνθήκες βελτιώθηκαν ενώ δόθηκαν κίνητρα και ευκαιρίες στις κατώτερες τάξεις να αποκτήσουν μια κάποια ανοδική κοινωνική και οικονομική κινητικότητα. Να ζήσουν αξιοπρεπώς. Μια νίκη των δυνάμεων της προόδου και μια προσωπική δικαίωση της Σιμώνης. Λίγα χρόνια αργότερα γνώρισε τον άντρα της, τον Λάμπη, έναν καθηγητή αγγλικής φιλολογίας. Φαινομενικά αταίριαστοι, τους ένωνε η κοινή κοσμοθεωρία τους και η ταξική τους συνείδηση. Εν αντιθέση με τον άντρα της ξαδέλφης της και της φίλης της, ο Λάμπης ήταν καλός και αξιοπρεπής άνθρωπος. Μαζί έκαναν μια κόρη. Την ονόμασαν Νίκη, εις ανάμνησης των δικών τους θριάμβων της ζωής. Ένα κατοπινό ειδυλλιακό καλοκαίρι στην Μάνη, η Σιμώνη, ο Λάμπης και η Νίκη τους κοιτούσαν το όμορφο ηλιοβασίλεμα του πελοποννησιακού Νότου αναπολώντας τις πίκρες και τις χαρές του παρελθόντος και του παρόντος, καταλλήλως προετοιμασμένοι για τις αντίστοιχες πίκρες και χαρές που έρχονται.

Στριπτίζ (Ανδρέας Παπάζογλου)

Έκλεισε το τηλέφωνο πατώντας όπως πάντα -σχεδόν εμμονικά- ξανά και ξανά το πλήκτρο ακύρωσης κλήσης. Ίσως πίστευε πως έτσι μαγικά και αβάδιστα ακύρωνε τα λόγια που είχε μόλις πει, ίσως πάλι πως με την επαναληπτική -σχεδόν εμμονική- πίεση του κόκκινου πλήκτρου έσβηνε ολοκληρωτικά τον κόσμο, μαζί και τον εκάστοτε συνομιλητή του. Από παιδί σιχαινόταν το τηλέφωνο. Αμήχανες σιωπές και ανάσες που ξεβράζονταν βαριεστημένα στο αυτί του μέσα από τις τρυπούλες του ακουστικού. Δεν είχε μάθει έτσι, αυτός. Προτιμούσε τις αγκαλιές και τα βλέμματα, αυτός. Μαλάκας. Μεγάλος. Δεν της μιλούσε όμορφα τελευταία. Το καταλάβαινε κι εκείνη μα φυσικά δεν παραπονέθηκε ποτέ. Πάντοτε υποστηρικτική, πάντοτε αχόρταγα ανεκτική – φρικιαστικά υπέροχη. Ζέστη. Δεν μπορούσε να πιστέψει την ένταση της ζέστης. Ιούλιος, ναι, αλλά η κατάσταση εκείνη δεν ήταν δυνατό να υποφερθεί από κανέναν λογικό – πόσο μάλλον έστω και να περιγραφεί από κάποιον σαν και του λόγου του. Ξαπλωμένος, γυμνός, σχεδόν κολλημένος στα μουσκεμένα σεντόνια, θα ορκιζόταν πως έβλεπε το ίδιο το ταβάνι της τρώγλης που ονόμαζε υπνοδωμάτιο, να ιδρώνει. Άνοιξε τα μάτια του. Απότομα. Ήταν κάτι που του άρεσε να κάνει. Κάτι που τον έκανε να αισθάνεται κατατρεγμένος, σαν σκοτεινά γοητευτικός αντι-ήρωας κάποιου μεταμοντέρνου φιλμ-νουαρ. Κάτι, τελοσπάντων. Κοίταξε φευγαλέα το πράσινο ρολόι. Το πράσινο ρολόι ήταν σταματημένο 3 εβδομάδες τώρα, παρ’ όλα αυτά αδυνατούσε να μετριάσει την συχνότητα αυτού του φευγαλέου βλέμματος. Αφ’ ενός γιατί του θύμιζε πως ζούσε Κάπου όπου Κάποιοι έκαναν Κάτι (σκέψη που όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί του έδινε μια αμυδρή ελπίδα πως κάποτε, ίσως να γινόταν ευχάριστος, ηλίθιος κι ευτυχισμένος σαν αυτούς). Αφ’ εταίρου γιατί το πράσινο ρολόι ήταν καρφωμένο στο ταβάνι, ευθεία πάνω απ’ το μαξιλάρι του (μία απ’ τις δοκιμασίες αντοχής στις οποίες συνήθιζε να υποβάλλει συχνά τον εαυτό του, για να νιώσει μοναδικός). Είχε αποτύχει, τόσο στην επίδειξη αντοχής (τα τσακισμένα νεύρα του το επιβεβαίωναν), όσο και στην επίτευξη μιας ευδαιμονικής ανάτασης που «μόνο μέσω της απόσχισης από τα τετριμμένα και τα γνώριμα της ανθρώπινης φύσης δύναται να προκύψει» (Τάδε Έφη Κάποιος Ήδη Νεκρός). Ολόγυμνος λοιπόν και εν βρασμώ. Του ερχόταν να σκίσει το δέρμα του, να το ξεφορτωθεί σαν βαρύ πανωφόρι την ώρα μιας στύσης ακατάβλητης ή σαν σάλιο που κολλάει στον λαιμό όταν θες να ουρλιάξεις. Για πρώτη του φορά αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι που του ήταν ολότελα καινούριο. Αποφάσισε να προσπαθήσει. Του πήρε κάμποση ώρα αλλά εν τέλει δεν ήταν όσο δύσκολο το περίμενε. Χρησιμοποίησε το (πάντα ακονισμένο) κουζινομάχαιρο που φυλούσε εδώ και χρόνια στο πρώτο συρτάρι του ξεχαρβαλωμένου κομοδίνου του (γιατί ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται). Ξεκίνησε χαράζοντας ένα ημικύκλιο περιμετρικά του λαιμού του και συνέχισε τραβώντας την λεπίδα κάθετα στον αριστερό του ώμο, προς τον αγκώνα και σκίζοντας προσεκτικά ως την παλάμη. Έστρεψε το χέρι του και έκανε το ίδιο στην εσωτερική πλευρά. Καρπός, μασχάλη, πλευρό, λεκάνη, μηρό, γονατο, γάμπα, εξωτερικός αστράγαλος. Στην συνέχεια χάραξε έναν πλήρη κύκλο τέμνοντας τη φτέρνα και την πάνω πλευρά του πέλματος φτάνοντας στον εσωτερικό αστράγαλο. Απο εκεί, χαράζοντας κάθετα και προς τα πάνω την εσωτερική πλευρά του αριστερού ποδιού του, έφτασε στην βουβωνική του χώρα. Έστρεψε το (πάντα ακονισμένο) κουζινομάχαιρο και κατεβάζοντας το κάθετα στην εσωτερική πλευρά του δεξιού του ποδιού, ακολούθησε σαν σε καθρέφτη την ίδια διαδικασία, αλλά αναστρεμμένη – εως την δεξιά ακρούλα του σάρκινου ημικυκλίου του λαιμού του. Σκέφτηκε πως έτσι θα κατέληγε εαν μια φωτογραφική λεπίδα τραβούσε κάθετα το προφίλ του. Πολλές φορές έλεγε στους γύρω του πως ήταν ποιητής. Δεν ήταν. Τέλος πάντων, τα κατάφερε. Βάζοντας (λίγο περισσότερη, ομολογουμένως, απ’ όση φανταζόταν οτι θα χρειαστεί) δύναμη, τράβηξε σαν κακόγουστο παιδικό πουλόβερ που απλώς έπρεπε να βγάλει, το μπροστινό του μέρος. Η σάρκα ξεκολλούσε εύκολα, αλλά θύμωσε πολύ βλέποντας κάποιες απο τις τομές χαραγμένες πρόχειρα κι επιδερμικά. (Ανασφάλεια ή τεμπελιά;) Ξεπέρασε αυτό το μικρό πρόβλημα σχίζοντας βαθύτερα και κόβοντας δυνατότερα. Μεταξύ μας τώρα, κι ένα παιδί θα μπορούσε να το κάνει – τίποτα το τραγικό. Η σάρκα του μπροστινού μέρους του κορμιού του έπεσε στα πόδια του. Εντυπωσιάστηκε, καθώς για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου ένιωσε τη θηλή του ν’ ακουμπάει το νύχι του μεγάλου δάχτυλου του αριστερού ποδιού του. Μετά τίποτα. Προχωρούσε, ναι, μα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ολοκληρώνοντας το ημικύκλιο του λαιμού του σε πλήρη κύκλο, πλησίασε τον γεμάτο τσιμεντένια εξογκώματα, κακοφτιαγμένο και ασοβάτιστο ανατολικό τοίχο. Γύρισε, ανακάθισε και έγειρε μπροστά το κεφάλι τόσο ώστε η τομή στον σβέρκο του να έρθει σε επαφή απόλυτη με την σχεδόν ζεματιστή τσιμεντένια επιφάνεια. Λύγισε τα πόδια σα να προετοίμαζε κάποιο σπουδαίο άλμα. Αντ’ αυτού, τινάχτηκε. Προς τα πάνω και απότομα, όπως έπρεπε. Στην ανοδική του διαδρομή, το πίσω μέρος του κορμιού του γραπωνόταν στις άγριες προεξοχές της κακοφτιαγμένης και ασοβάτιστης ανατολικής πλευράς της τρώγλης, που ονόμαζε υπνοδωμάτιο. Ήξερε οτι ήταν η ανατολική διότι ακριβώς απέναντι του βρισκόταν το Παράθυρο. Και αν υπήρχε κάτι που στα σίγουρα τον ικανοποιούσε τόσα χρόνια σ’ αυτόν τον πλανήτη, ήταν η θέα ενός καλού κεχριμπαρένιου ηλιοβασιλέματος – το Παράθυρο τού είχε προσφέρει κάμποσα (ό,τι μπορούσε έκανε, το Παράθυρο). Ήταν σχεδόν έτοιμος. Σηκώθηκε και έψαξε για ένα ψαλίδι. Σκύβοντας και κοιτώντας κάτω απ’ το κρεβάτι του, βρήκε ένα κίτρινο ψαλίδι χαρτοκοπτικής με στρογγυλεμένες άκρες, απο ‘κείνα τα παιδικά. Ούτε που ήξερε ή θυμόταν πώς είχε βρεθεί εκεί μέσα. Το πήρε. «Μένει μόνο να κανονίσω τις όποιες εκκρεμότητες!», σκέφτηκε, και εξέπνευσε κοφτά, κάτι σα γέλιο. Μερικές ανυπόμονες ψαλιδιές ύστερα, είχε τελειώσει. Εντυπωσιάστηκε, συνειδητοποιώντας πως περαν του γενικότερου «ερυθρού» της καταστάσεως του, δεν υπήρχε αίμα – ένας μπελάς λιγότερος. Τεντώθηκε. Σήκωσε τις σάρκες απ’ το πάτωμα και τις κρέμασε στα αδρανή σπαγκόσχοινα απλώματος έξω απ’ το παράθυρο του. Δεν τα ‘χε χρησιμοποιήσει ποτέ πριν. Ένιωσε για λίγο φυσιολογικός – ντράπηκε. Όσα κομμάτια είχαν διαλυθεί ή χάσει έστω και στο ελάχιστο την φυσική τους φόρμα, τα μάζεψε και ένα-ένα τα πέταξε στην λεκάνη της τουαλέτας τραβώντας το καζανάκι έντεκα φορές. Όταν ξεμπέρδεψε και μ’ αυτό, το μάτι του έπεσε στον μικροσκοπικό καθρέφτη δίπλα του. Πλησιάζοντας και αρχίζοντας να παρατηρεί τον εαυτό του μέσα του, παρατήρησε το ανέπαφο κεφάλι του. Δεν είχε κανένα λόγο να γδάρει τη σάρκα απ’ το κρανίο του. Δεν ήταν δα και τρελός. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει επικίνδυνα. Πήρε ξανά το ψαλίδι, έκοψε τα πολλά μα απο απροσεξία τραυμάτισε ελαφρώς τον εαυτό του, κόβοντας ένα μικροσκοπικό κομματάκι απο το πάνω χείλος του. Κοίταξε στο ντουλαπάκι του μπάνιου, βρήκε λίγο Μπεταντίν και απολύμανε το τραύμα. Βγήκε απ’ την τουαλέτα και έσβησε το φώς πίσω του. Η ζέστη, η φριχτή εκείνη δαιμονική ζέστη είχε αρχίσει να υποχωρεί. Η ώρα ήταν αργά. Στάθηκε μπρος στην τηλεόραση και την άνοιξε. Στο γαλαζωπό της φως, έριξε μια ματιά πρώτα στις παλάμες, ύστερα στους βραχίονες, στο στήθος, στα πόδια του. Ένα μάτσο ροζ-μωβ ίνες, συμπλέγματα μυών, τένοντες κι αρτηρίες. Έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον του και στράφηκε στην οθόνη. Έπιασε το τηλεκοντρόλ και άλλαξε κανάλι. Ξανά και ξανά. Σχεδόν εμμονικά. Κάποτε εμφανίστηκε ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης. Ήταν το επεισόδιο όπου ο Μπομπ προσπαθεί να βγάλει δίπλωμα οδήγησης. Αστείο επεισόδιο. Πέταξε παραπέρα το τηλεκοντρόλ και ξάπλωσε ξανά. Θέση μηδέν. Καθώς η απροστάτευτη και μαλακή σάρκα ήρθε σε επαφή με τα σεντόνια, ένιωσε τον εαυτό του να κολλάει, σαν ένα βέλκρο σάρκινο επάνω στο κρεβάτι. Πολλές φορές έλεγε στους γύρω του πως ήταν ποιητής. Δεν ήταν. Έξω και πάνω του, το σύμπαν διαστελλόταν. Ένα ζευγάρι καυγάδιζε μεγαλόφωνα κάτω, στον δρόμο. Αστείο επεισόδιο.

Επιστροφή στο Νερό (Φώντας Φ.)

Σπρώξαμε την πόρτα και βρεθήκαμε επιτέλους έξω στο δρόμο. Η βροχή είχε κόψει τελείως και ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος ενώ όλα έδειχναν πως θα μείνει έτσι. Πάλι καλά γιατί, παρόλο που με βάση το ημερολόγιο η άνοιξη είχε μπει για τα καλά εδώ και καιρό, όλες οι τελευταίες μέρες χαρακτηρίζονταν από εναλλαγές ανάμεσα σε δυνατή βροχή και σε καύσωνα. Το μαγαζί που είχαμε κάτσει δε μου πολυάρεσε αλλά τουλάχιστον είχε σχετικά φθηνές μπύρες, φθηνές δηλαδή για τα μέτρα της μάλλον καλοστεκούμενης στα πορτοφόλια της περιοχής και επιπλέον μπορούσε κάποιος να αγοράσει καλοψημένο μπέργκερ Ταϊλάνδης, με τρεις μόνο πιστωτικές μονάδες τροφίμων. Τσάμπα σα να λέμε. Ήπιαμε αρκετά ή μάλλον παραπάνω από αρκετά με το φίλο μου αλλά ήμασταν αποφασισμένοι να το συνεχίσουμε. Μπήκαμε στο αμάξι του και έβαλε μπρος. Παλιό αμάξι που είχε αγοράσει την εποχή που υπήρχαν ακόμα μετρητά. Δεν είχα προλάβει να κλείσω την πόρτα και άκουσα έντονες φράσεις σε μια ξένη γλώσσα να εκτοξεύονται προς το μέρος μου. Ένα ιπτάμενο τουριστικό σκούτερ με προσπέρασε με ταχύτητα, πετώντας λίγα εκατοστά από πάνω μου. Ο οδηγός του μου έδειξε το μεσαίο του δάχτυλο χωρίς ενδοιασμό. «Πώς θα πάρεις δίπλωμα αν δεν καταλαβαίνεις πότε πρέπει να κλείνεις την πόρτα του συνοδηγού;», με ρώτησε ο φίλος μου. «Γάμησε με ρε μαλάκα με τους τουρίστες τώρα, έχουμε γεμίσει βιετναμέζους Απρίλη μήνα». Ο φίλος μου, που είχε μετοχές σε μια πολυεθνική που εμπορευόταν αρχαιοελληνικά σουβενίρ και στις 36 χώρες των Βαλκανίων δε φάνηκε να συγκινείται. «Και εσένα τι σε πειράζουν που έρχονται; Σπίτι σου μένουν;» «Όχι, αλλά γεμίζουν τα δημόσια πλοία από Πειραιά ασφυκτικά!» «Αυτά που εσύ μπαίνεις τσάμπα επειδή έχεις γνωστό στο δήμο;» «Αυτά!» «Πρέπει να είναι πολύ σκληρό να ακούς τόσες διαφορετικές φωνές ενώ ταξιδεύεις τσάμπα περίπου… κάθε μέρα δε χρησιμοποιείς το πλοίο;» Συνεχίσαμε να τσακωνόμαστε μέχρι που ακούσαμε μια γλυκιά φωνούλα. «Μπορείτε να σταματήσετε για έλεγχο σας παρακαλώ;». Ήταν ένας τροχονόμος. Δε θυμόμουν να είχα δει χρόνια τώρα τέτοιον. «Σας έστειλα ειδοποίηση να σταματήσετε, αλλά το κινητό του συνοδηγού σας πρέπει να είναι νεκρό», είπε κοιτάζοντας με. Έψαξα τις τσέπες μου και έβγαλα το κινητό μου. Ο τροχονόμος το επεξεργάστηκε. «Δουλεύει, είναι νόμιμο, αλλά δε μπορεί να λαβαίνει τα σήματα της τροχαίας, είναι πολύ παλιό, θα χρειαστεί να το αλλάξετε. Δε μπορείτε να είστε συνοδηγός έτσι». Ανασήκωσα αμήχανα τους ώμους μου. «Συγνώμη είπα». «Άλλωστε», συνέχισε ο τροχονόμος «Χάνετε πάρα πολλά πράγματα χωρίς ένα σύγχρονο κινητό. Χάρτες. Τέχνη. Ρομαντικά Ραντεβού. Πολεμικά Βίντεο. Όνειρα. Σύνδεση με άλλους ανθρώπους». «Έχετε απόλυτο δίκιο», απάντησα. «Αύριο κιόλας θα αγοράσω καινούργιο» «Θαυμάσια. Και τώρα για να κάνουμε ένα μικρό αλκοτεστ στον κύριο που οδηγάει. Πρώτα απ’ όλα πως ονομάζεστε;» «Αρθούρος» «Ηλικίας;» «24» «Θρησκείας;» «Εμ… Βουδιστής είμαι αλλά…» Η αλήθεια είναι πως δε θυμόμουν έτσι τα αλκοτεστ. Ο τροχονόμος σταμάτησε να σημειώνει όταν άκουσε τα θρησκευτικά πιστεύω του φίλου μου σα να άκουσε κάτι που τον παραξένεψε ή που τον εμπόδιζε να συνεχίσει τη δουλειά του. «Μισό λεπτό παρακαλώ», μας είπε. Και πήγε στη γωνία να πάρει κάποια τηλέφωνα, ενώ στο χέρι του κρατούσε διπλώματα, ταυτότητες και τα όλα τα έγγραφα μας. «Τι θα κάνουμε ρε μαλάκα;» «Δεν ξέρω», απάντησα με ειλικρίνεια. «Μήπως να καβατζώσεις το πράγμα στην κάλτσα σου;», πρότεινα, διότι στο αμάξι υπήρχαν διάφορα πράγματα που καλύτερα θα ήταν να μη βρουν οι μπάτσοι. «Μπα όχι, μπορεί να είναι χειρότερο, άσε να δούμε τι θα μας πει», είπε κι ο Αρθούρος και περιμέναμε. Λίγο μετά ο τροχονόμος γύρισε. Κρατούσε μια τσίχλα. Την έδωσε στο φίλο μου. «Όλα καλά», του είπε. «Μάσησε την». Ο φίλος μου τη μάσησε. Έπειτα ήρθε η επόμενη εντολή «Φτύστην στο χέρι μου τώρα, όχι απότομα». Έτσι κι έγινε. Ο τροχονόμος εξέτασε με το μάτι και το χέρι του την τσίχλα. «Όλα καλά παιδιά, μπορείτε να φύγετε. Κάντε μου μια χάρη μόνο και περιμένετε πριν βάλετε μπρος για ένα τέταρτο, εντάξει;». Του το υποσχεθήκαμε. Ακόμα δεν είχαμε καταλάβει γιατί και πως γλυτώσαμε. Έφυγε και πήγε να κάνει έλεγχο σε αμάξια που έρχονταν από πίσω μας. «Δεν πάμε να πιούμε κανένα ουισκάκι ρε φίλε αφού παρκάραμε που παρκάραμε;», πρότεινα κι η πρόταση μου έγινε αμέσως αποδεχτή. Περπατάγαμε λοιπόν μέσα από κάποια αραιώς κατοικημένα στενά προς ένα απ’ απ’ τα τοπικά μας στέκια, το “FULL KALT” που ξέραμε ότι σερβίρει γενναίες μερίδες στα ποτά του. «Ποπ!», ακούστηκε από ένα παράθυρο και αμέσως άναψε ένα μικρό μπλε φως. «Είναι ένα όνειρο!», είπε ο φίλος μου. «Ναι», θαύμασα και εγώ το κουράγιο του τύπου ή της τύπισσας που πρόβαλε το όνειρο που έβλεπε σε όλη τη γειτονιά. «Θες να συνδεθούμε; Με το κινητό σου μπορούμε και οι δύο». Ο φίλος μου χαμογέλασε, «Κάτσε να αναβαθμιστείς και εσύ τεχνολογικά και θα μπαίνεις εσύ στα δικά μου όνειρα και εγώ στα δικά σου». «Συμφωνούμε!», είπα και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Είχαμε περπατήσει ήδη πάρα πολύ και είχα αρχίσει να κουράζομαι. Το φεγγάρι μας είχε σκεπάσει. Έκανε κρύο. Σκέφτηκα να προτείνω να γυρίσουμε στο αμάξι αλλά έβλεπα το φίλο μου τον Αρθούρο αποφασισμένο, ενθουσιασμένο ίσως να συνεχίσουμε τη νύχτα μας έξω. Το μάτι του κυριολεκτικά γυάλιζε κάποιες στιγμές που τον πρόσεχα. «Το θυμόμουν πιο κοντά!», σχολίασα. «Ούτε τα μέρη μας δε θυμάσαι ρε», απάντησε ο Αρθούρος καθησυχαστικά και με λίγο κοροϊδία στη φωνή του. «Πάντως τυχεροί ήμασταν με τον μπάτσο, φαντάζεσαι να έβρισκε το πράγμα που είχα η αστυνομία; Την είχα γαμήσει». «Ε, να μην αγοράζεις τέτοιες μαλακίες, πολύ απλό, τέλος πάντων. Ναι τυχεροί ήμασταν» «Α, δηλαδή εσύ είσαι υπεράνω πλέον» «Δε σνομπάρω τίποτα, αλλά γιατί να πάρεις να πιείς κάτι που είναι παράνομο, που δε θα σε αφήσει να κοιμηθείς όλο το βράδυ και θα θέλεις απλά να συνεχίσεις να πίνεις; Άμα είναι να χρησιμοποιήσεις κάτι, πάρε κάτι που θα σε κάνει να διευρύνεις λίγο το νου σου, βουδιστής δεν είσαι;» «Είμαι, αλλά προτιμώ να αράζω σε ένα καλό, ζεστό μπαρ και να περνάω όμορφα, παρά να το σκέφτομαι πολύ το πράγμα. Γενικώς να περνάμε καλά Διονύση μου. Αυτό είναι το πιο σημαντικό…» «Ναι είναι πολύ σημαντικό δε λέω», συμφώνησα, «Αλλά όχι να κάψουμε και τα μυαλά μας» «Αν μπορούμε να περνάμε καλά και με καμένα μυαλά ποιο το πρόβλημα;» Με προβλημάτισε αυτή η κουβέντα. Όπως σκεφτόμουν από πριν, ήθελα πολύ, ίσως πάρα πολύ να περνάω, αρχικά καλύτερα και ως δεύτερο στόχο να περνάω “καλά”, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Και δε τα ήθελα αυτά μόνο για μένα αλλά για κάθε άνθρωπο. Ο κόσμος τριγύρω ήταν γεμάτος με υπέροχα ερεθίσματα, είτε περίπλοκα, όπως ένα μπέργκερ Ταϊλάνδης ή συνθετική ηρωίνη είτε πολύ απλά όπως να βουτάς το χέρι σου σε ένα σακί με ρεβίθια. Πως θα ήταν μια ζωή όμως αποτελούμενη μόνο από αυτά, χωρίς συνείδηση του ποιος είσαι, αν είσαι κάποιος βέβαια. «Δηλαδή να γίνουμε κάτι σα ρομπότ που παράγουν απόλαυση ρε φίλε;», τον ρώτησα. Στο μεταξύ ο δρόμος μας συνεχιζόταν και το μαγαζί που θα πηγαίναμε δε φαινόταν πουθενά. «Ναι αμέ, μηχανές απόλαυσης, γιατί όχι;» «Γιατί αν είσαι απλά μια μηχανή χωρίς συνείδηση, πως θα ξέρεις ότι απολαμβάνεις;» «Μα τι σημασία έχει να το ξέρεις; Θα είσαι χαρούμενος!» «Θα είναι απλώς μια χαρά που θα αποτυπώνεται σε ένα νούμερο, σαν το αποτέλεσμα μιας εξίσωσης, δε θα σημαίνει τίποτα». «Ναι, αλλά…» «ΧΟΝΚ-ΧΟΝΚ!», ακούστηκε δυνατά ο ήχος μιας κόρνας. Τρία μηχανάκια μας περικύκλωσαν. «Συγνώμη παιδιά διακόπτουμε;» Ήταν τρία άτομα με μάλλον επιθετικές διαθέσεις. Δύο που έμοιαζαν να έχουν την ίδια καταγωγή με εμάς γιατί μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, το ίδιο καλά, και ένας που είχε άλλο χρώμα δέρματος και άλλη προφορά και έμοιαζε μετανάστης. «Τι γίνεται παιδιά; Βολτίτσα;» Έμοιαζαν να έχουν απειλητικές διαθέσεις. Τρόμαξα. Ο φίλος μου έδειχνε εξίσου σαστισμένος, ωστόσο έμοιαζε να ανησυχεί περισσότερο για μένα. Με κοίταξε και μου ψιθύρισε «Ψυχραιμία». «Βολτίτσα ναι», απάντησα. «Ξέρετε, χαλαρά μωρέ» «Και το φιλαράκι σου από εδώ τι φάση;», με ρώτησε ο ένας αφού με προσπέρασε σκουντώντας με στον ώμο. «Ψάχνει για πούτσο;» «Θέλει να τον γαμήσεις φίλε!», πρόσθεσε κι ο άλλος της “συμμορίας”, «Θα πέσει τρελός πούτσος». Ο τρίτος της παρέας τους με πλησίασε. Φαινόταν πιο λογικός. «Πώς σε λένε παλικάρι μου;» «Διονύση φίλε», του είπα αμέσως, λέγοντας όλη την αλήθεια και μόνη την αλήθεια. «Εσένα;» «Εμείς φίλε, είμαστε μια ομάδα εδώ ξέρεις, που αράζουμε τα βράδια και κολλάμε κάνα τσιγάρο…» «Καλά κάνετε κι εγώ το κάνω αυτό» «Που και που κολλάμε και σε κανέναν περαστικό, αλλά δε φταίμε εμείς, είμαστε από φτωχές οικογένειες, καταλαβαίνεις…» «Απολύτως» «Έχουμε και όνομα, θες να στο πω;» «Φυσικά! Θέλω πολύ να το ακούσω» «Μπράβο ρε Διονύση, είσαι σπαθί παλικάρι, ονομαζόμαστε που λες “Δελφίνια”. Ούτε εγώ ξέρω γιατί το διαλέξαμε. Περίεργος ο κόσμος ε;» «Δε λες τίποτα» «Που λες Διονύση, τα υπόλοιπα δύο δελφίνια, θέλουν να γαμήσουν τον φίλο σου απόψε» «Αχα…» «Και θέλω να μάθω αν έχεις κανένα πρόβλημα να τον γαμήσουμε και οι τρεις. Βλέπεις, σε ρωτάω». Είχα φρικάρει τη ζωή μου και κοίταξα τον Αρθούρο που με κάποιο μαγικό τρόπο είχε καταφέρει να κρατήσει την ψυχραιμία του και να περπατήσει λίγο πιο μπροστά από εμάς. Ίσως σκεφτόταν πως μπορούσε να ξεφύγει έτσι αλλά οι τύποι είχαν μηχανές. Έπιασα τον τύπο λοιπόν που μου είχε μιλήσει, σχετικά φιλικά, απ’ τον ώμο και αποφάσισα να το παίξω και εγώ ψύχραιμος. «Κάτσε φιλαράκο να το συζητήσουμε και να βρούμε μια λύση». «Ωραία σε ακούω, πως θα γίνει να τον γαμήσουμε», μου είπε αυτός. «Πόσα θες;» «Δε θέλω λεφτά», είπα. «Τι θα λέγατε απλά να…» Στο μεταξύ, ένας απ’ τους πιο ανυπόμονους να γαμήσουν τον Αρθούρο έβαλε τις φωνές. «Θα λυθεί πιο απλά το θέμα. Εγώ θα χώσω μια μπουνιά σε αυτόν εδώ», είπε και έδειξε εμένα, «και μετά θα κάνουμε τη δουλειά μας». Στραβοκατάπια. Άρχισα να ιδρώνω. Και ύστερα από λίγο φτάσαμε στο τέλος του δρόμου μας. Το μαγαζί ήταν κλειστό. Άρχισε να ξημερώνει κι ο ήλιος βγήκε. «Μας πήρε ώρες», είπα στον Αρθούρο, ξεχνώντας για λίγο το πρόβλημα που είχαμε αποκτήσει. «Μην ανησυχείς», μου απάντησε αυτός. Οι ακτίνες του ήλιου με τύφλωναν. Οι δύο πιο επιθετικοί άντρες απ’ τα δελφίνια ήρθαν και με κράτησαν απ’ τα χέρια ώστε να μείνω ακίνητος. Άρχισα να έχω σπασμούς απ’ το φόβο μου. Ο πιο ήρεμος, ο τρίτος ήρθε μπροστά μου και μου μίλησε «Έχουμε λίγο χρόνο αγόρι μου, είναι κάτι που πρέπει να ξέρεις». Περίμενα να τον ακούσω. Ο ήλιος δυνάμωσε κι άλλο. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα τα μέλη της συμμορίας των τριών είχαν μεταμορφωθεί σε πραγματικά δελφίνια. Σπαρταράγανε μπροστά μου στο μπετόν της πόλης. Ο αρχηγός τους μίλησε. «Βοήθησε μας να επιστρέψουμε στο νερό!». Έπειτα όλα σκοτείνιασαν. Πρόλαβα να ακούσω μονάχα μια φωνή, έμοιαζε με του φίλου μου, «Πω, ρε μαλάκα, είναι τελείως πουρές το μυαλό σου, τι είναι αυτά που βλέπεις».

Εγκαύματα (Μαρίνα Κ.Χ.)

Σαν σήμερα, (δηλαδή στην τετάρτη δημοτικού) συνειδητοποιήσαμε την σχέση του σωματικού πόνου και της ευχαρίστησης. Λίγα χρόνια πριν, την πρώτη μέρα της πρώτης δημοτικού, ο Α. και εγώ κινδυνέψαμε με αποβολή. Του πέταγα χαλίκια στο πρόσωπο ενώ είχαμε συμφωνήσει μόνο στο σώμα γιατί την προηγούμενη χρονιά η Γ. είχε ζηλέψει το παιχνίδι με τα χαλίκια και σφήνωσε ένα στο ρουθούνι της. Εξήγησα στη δασκάλα ότι εμείς δεν θέλαμε την Γ. στο παιχνίδι, άρα ο κανόνας για το πρόσωπο ισχύει μόνο όταν είναι μπροστά εκείνη και ότι ο Α. κλέβει αν τον επικαλείται συνέχεια, μόνο και μόνο γιατί κρυώνει και τα χαλίκια πέφτουν στο μπουφάν του, άρα δεν πονάει. Δεν το δέχτηκε, είπε καθόλου χαλίκια, ακόμα και αν εγώ φορέσω μπουφάν. Ο Α. είπε πως αυτό δεν γίνεται τα χαλίκια είναι παιχνίδι πάρα πολλά χρόνια τώρα, από τότε που κατεβήκαμε από τα καρότσια και δεν θα σταματήσει. Οι μαμάδες είπαν άστα να χτυπήσουν, τότε θυμώσαμε στ’ αληθινά. Δεν έχουμε χτυπήσει πότε, μόνο στα γόνατα και όχι από τα χαλίκια, στις πλάκες χτυπάμε όταν πέφτουμε, αλλά αυτό δεν πειράζει γιατί βάζουμε πευκοβελόνες και ράβουμε τα γόνατα μεταξύ τους. Η δασκάλα επέμενε, χαλίκια τέλος. Βρήκαμε τους άλλους τρεις, χαλίκια ή δασκάλα; Πέντε παιδιά, όλα και όλα σε μια τάξη, κανένας δεν ήθελε να μας διδάξει. Στην τετάρτη μάθαμε γιατί: είναι ντροπή να μας αρέσει που πονάμε η μία τον άλλον. Μπήκαμε τιμωρία, όλη η τάξη -και οι πέντε- θα χάναμε τα διαλείμματα μιας εβδομάδας. Ξεριζώσαμε ένα ένα τα πλήκτρα της γραφομηχανής, τα κολλήσαμε στο τοίχο σχηματίζοντας «χωρίς εμάς δεν γυρνάει η μπάλα», συγκεντρώσαμε κουκουναριές, τις γεμίσαμε μινέρβες και τις πετάγαμε στο γεμάτο προαύλιο, στο τέλος ξύσαμε όλες τις ξυλομπογιές και τα μολύβια τα δέσαμε στα δάχτυλα μας και στοχεύαμε μόνο πρόσωπο. Η δασκάλα μας βρήκε όλα πληγωμένα, με ανοιγμένες μύτες και χαμογελαστά. Βγήκαμε διάλειμμα στη μισή μέρα. Ούτε μισή βδομάδα αργότερα, η βαριά σιδερένια πόρτα ανοίγει στη μέση το κεφάλι ενός. Η δασκάλα το παραλαμβάνει γεμισμένο με πευκοβελόνες και χαμομήλι. Κανένα δεν μαρτυρά- όλα μαζί, όλα μαζί και οι πέντε. Αναπαριστούμε το έγκλημα, ο ένας κάθεται και οκτώ χέρια ρίχνουν την πόρτα, και οι πέντε και οι πέντε μετά τον ράψαμε και οι πέντε δεν θέλουμε να καθαρίσετε το αίμα . Το κόκκινο του αίματος πάνω στο άσπρο του μαρμάρου, είναι η καινούρια μας σημαία. Φτιάχνουμε στεφάνι από λουλούδια στο ποτισμένο σημείο, ξύνουμε κόκκινες ξυλομπογιές και αναπαριστούμε το σημάδι σε κάθε τοίχο, εκείνο που βάζει το καλύτερο γκολ κερδίζει μια σημαία στο κούτελο του- ζωγραφιά. Πάλι τιμωρία. Ξύνουμε ξυλομπογιές ξανά, από την αρχή γρατζουνισμένα. Βάζουμε φωτιά στον κάδο σκουπιδιών και στα βιβλία ορθογραφίας. Δεν μας βγάζουν στο προαύλιο, βάζουν επιτηρητή. Βγαίνει ματωμένος, η γκρι ξυλομπογιά κρέμεται στο σακάκι του. Τον ξαναστέλνουν και μας αφαιρούν τις ξυλομπογιές. Απαγορεύονται οι ξυλομπογιές. Τρώμε έναν έναν κάθε μαρκαδόρο. Απαγορεύονται οι μαρκαδόροι. Πάνω που είχαμε νικήσει. Σταματάμε να τρώμε χρώματα, αλλά συνεχίζουμε να γεμίζουμε μελανιές.

Φυλλάδια για τον πόνο της Μούμου (Οδυσσέας Διαμάντης)

Το μετρό είναι γεμάτο ασφυκτικά. Οι γέροι κοιτούν βλοσυρά τα νιάτα, οι εργαζόμενοι πάνε στις δουλειές τους με το ύφος ανθρώπων δίχως κάποια όρεξη. Οι άνθρωποι τρέχουν βιαστικοί να μπούνε μέσα σ’ αυτόν τον συρμό, όπως τρέχουν οι κότες στο κοτέτσι τους. Ένας νεαρός που με γοργό βήμα πάει να σταθεί στην μέση των συρόμενων θυρών καθώς κλείνουν, συναντάει την αντίσταση της μηχανής και κάνει πίσω, έχοντας σπρωχτεί από τις μουντές και άστοργες θύρες. Αναφωνεί πως σε όλους όσους το έχουν κάνει πριν από αυτόν, βλέπει πάντα τις θύρες να ανοίγουν και γυρνάει πίσω και η συντροφιά του τον ρωτάει αν είναι καλά ή τυχόν χτύπησε. Δεν είμαι εγώ εκείνος ο νεαρός: πάντα είμαι συνεπής και παίρνω τον συρμό των 7:00 από την Ανθούπολη, ούτως ώστε να φτάσω στο Ελληνικό και μετά να μπω στο γραφείο να φτιάξω τους φακέλους και τα λογιστικά βιβλία, να απαντήσω σε τηλέφωνα και να κανονίσω επαγγελματικά ραντεβού για τον εργοδότη μου. Ο συρμός προχωράει θαρρετά. Τόσο το καλύτερο: βαριέμαι αφόρητα το πλήθος και θέλω να ξεμπερδεύω όσο νωρίτερα μπορώ. Εύχομαι να μην υπάρξει ούτε λεπτό καθυστέρησης. Είναι Φλεβάρης και φέτος έχει πολύ άσχημο κρύο. Στον σταθμό της Αττικής είναι κόμβος και πάντα πολλοί πάνε και πολλοί έρχονται. Κάποιος τα έχει κάνει απάνω του: βρωμάει το μπροστά βαγόνι και τούτο μου χαλάει περισσότερο την διάθεση. Οι κυρίες βάζουν τα κασκόλ τους μπροστά από τις μύτες τους και οι κύριοι παίρνουν ένα ύφος αηδίας και βάζουν τα χέρια τους μπρος από τα πρόσωπά τους, όπως όταν αισθανθεί κανείς την μυρωδιά κλούβιου αυγού. Μία παρέα ναρκομανών μιλάει για το πώς «η υπέρβαση της σαθρής ύπαρξης για μια ανώτερη εμπειρία δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο χλεύης από τους μη κατέχοντες τα μυστήρια», ενώ στην πίσω μεριά του βαγονιού, ένας μουσικός παίζει στο ακορντεόν κάποιο λαϊκό άσμα από το πρώην ανατολικό μπλοκ. Ο κόσμος του δίνει αφειδώς τα ψιλά του: όλοι αγαπούν μία νότα χαράς και ζωντάνιας στις καθημερινές μετακινήσεις στην πόλη των Αθηνών. Τον συμπαθώ: ποτέ δεν είχε το θράσος να βγει με ένα παιδάκι που αντί να πηγαίνει στο σχολείο κόβει βόλτες χωρίς αύριο στα τραίνα να εκτελεί χρέη κράχτη. Στην Αττική έχει ήδη γεμίσει ο συρμός τόσο που φοβάμαι ότι κάποιος θα καθίσει επάνω μου. Σπάνια βλέπω τόσο κόσμο ακόμη και τέτοιες ώρες. Ίσως να έχει απεργία στα λεωφορεία: δεν θυμάμαι να πέρασε κανένα όταν περπάταγα προς το μετρό. Δίπλα μου κάθεται ένα παιδί από το Πακιστάν και απέναντι μας ένας μεσόκοπος άντρας, γύρω στα πενήντα, ήδη στουπί από το μεθύσι. Ισχυρίζεται ότι είναι φίλος με τον Αλκέτ Ριζάι και έχει βγει με άδεια από τις φυλακές Αυλώνα. Ρωτάει το παιδί αν θα κατέβει στον σταθμό Λαρίσης. Το παιδί του αποκρίνεται ότι δεν πρόκειται να κατέβει και εκείνος το δείχνει με το δάχτυλο και βρίζει, λέγοντας ότι κανονικά όλοι οι Πακιστανοί πάνε στον σταθμό Λαρίσης και ψωνίζουν μαύρες πόρνες από αράπηδες, με μία χαρακτηριστική προφορά βορειοελλαδίτικης επαρχίας. Το παιδί του αποκρίνεται ότι και πρωί είναι και πουτάνες δεν θέλει και εκείνος κάνει νόημα σε εμένα, αναφωνώντας: «Ρε, τι μαλακισμένου είναι αυτό ρε; Πακιστανός να σου πιτύχει». Χαμογελώ κάνοντας τον χαζό: δεν μπορεί κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις να κάνει κι αλλιώς, ειδεμή θα βρει τον μπελά του κι από πάνω. Στην διπλανή τετράδα θέσεων είναι ένας γέρος καλοστεκούμενος που συζητάει με έναν νεότερο άνδρα για ένα χειρουργείο που είχε περάσει και είχε σωθεί παρά τρίχα από βέβαιο θάνατο. Προσέχω και μία παρέα φοιτητών, αγόρια και κορίτσια, που μιλάνε για το μάθημα που θα δώσουν και απορούν αν είναι στα καλά του ο καθηγητής που ζητάει εξέταση οχτώ το πρωί. Μέσα στον συρμό μπαίνει μία ομάδα μασκοφορεμένων. Φαίνονται νέοι άνθρωποι. Φοράνε αθλητικά μπουφάν και παπούτσια και τζιν σχισμένα από κατασκευής. Οι μάσκες τους είναι χαρτόνια προσαρμοσμένα να καλύπτουν το πρόσωπο εκτός από τα μάτια και το στόμα. Είναι πέντε άτομα. Τρεις κοπέλες και δύο αγόρια. Η πιο κοντή από όλες τις κοπέλες κρατάει ψηλά έναν φορητό υπολογιστή στον οποίο προβάλλεται ένα βίντεο. Τα δύο αγόρια, ο ένας παχουλός και πανύψηλος γίγας και ο άλλος αδύνατος και μετρίου αναστήματος κρατούν πολλά φυλλάδια ανά χείρας. Το ίδιο και οι άλλες δύο κοπέλες. Από τον φορητό υπολογιστή ακούγεται μυκηθμοί και σπαραγμοί ζώων. Κουνιέμαι λίγο πιο δεξιά για να βλέπω καλύτερα. Διακρίνω ότι είναι εικόνες από ένα εκτροφείο αγελάδων. Μηχανές απομύζησης γάλακτος στερεωμένες στους μαστούς των αγελάδων τις κάνουν να μουγκανίζουν σαν τρελές. Θα έλεγε κανείς ότι αν είχαν ανθρώπινη φωνή θα τρομάζαμε με όσα θα ούρλιαζαν απελπισμένες, όπως φαίνεται στο βίντεο. Στάση Σταθμού Λαρίσης. Ο νεαρός αλλάζει τελικά θέση από τα νεύρα του. Τώρα, μας κάνει παρέα μία μητέρα με την κόρη της. Η μικρή είναι παραπονιάρα και όλο τραβάει τα μανίκια από το παλτό της μητέρας της. Η μητέρα της τής λέει ότι αν είναι καλή στον οδοντίατρο θα την πάει στον παιδότοπο μετά. Θυμάμαι ότι όταν πήγαινα εγώ στον οδοντίατρο όλη η ιατρική ομάδα καθόταν από πάνω μου να μου λέει ανέκδοτα και να μου αποσπά την προσοχή, διότι φοβόμουν, έκλαιγα και φώναζα. Ελπίζω οι νέες εκδόσεις παιδιών να τα πηγαίνουν καλύτερα από εμένα με το συγκεκριμένο άθλημα. Δείχνει χαριτωμένη με τα γυαλάκια της και τα κοτσιδάκια της. Στην ηλικία της ήμουν ένας μικρός μπόγος με φακίδες, θυμάμαι. Ο μέθυσος ρωτάει πώς λένε το κορίτσι και βγάζει το κινητό του έξω ρωτώντας την μητέρα της αν έχει αναπτήρα για να ανάψει τσιγάρο. Εκείνη τον κοιτάζει με αποτροπιασμό και του απαντά ότι απαγορεύεται μέσα στον συρμό και τις αποβάθρες και εκείνος της αντιτείνει ένα πολλά βαρύ «αφού δεν σι τακτουποιεί ο άντρας σ τι να περ’μένω» για να εισπράξει ένα «είστε παντελώς γελοίος». Σφίγγει το παιδί στην αγκαλιά της ως αντίδραση απέναντι στον άντρα που όλο μουρμουράει κάτι για το πώς οι γυναίκες μιλάνε πολύ με τους φεμινισμούς και όλα τα συναφή που εφηύραν οι μασόνοι και οι μπάτσοι. Ακόμη προσπαθώ να καταλάβω τη νοηματική σύνδεση, πιστέψτε με. Η παρέα των ακτιβιστών δεν κάθεται σε ένα σημείο συνέχεια. Στο Μεταξουργείο κινούνται λίγο και φτάνουν σε εμάς. Δεν μιλούν. Στέκουν βουβοί και μας κοιτούν μέσα από τις μάσκες τους. Η μία από τις κοπέλες προτάσσει ένα φυλλάδιο προς την μητέρα και το παιδί. Η μικρή παιδούλα ρωτάει τι είναι αυτό. Η μάνα της προστάζει την κόρη της αν το δώσει πίσω και αποκρινόμενη στους πάντα βωβούς ακτιβιστές εκτοξεύει ένα «ανεπρόκοποι νέοι». «Συγγνώμη, κυρία μου», ξεσπάει απροσδόκητα μία από τις κοπέλες «δεν ενδιαφέρεστε για το μαρτύριο των αγελάδων και άλλων βοοειδών που υποφέρουν στα εργοστάσια του καπιταλισμού-κάτεργου επιτήρησης που μας επιβάλλει να τρώμε κρέας για να εξυπηρετούνται οι εταιρείες κρέατος και γαλακτοκομίας για να θησαυρίζουν; Έχετε συλλογιστεί ότι τα ζώα έχουν αισθήματα και υποφέρουν όπως εμείς; Διαθέτουμε κοινές εγκεφαλικές δομές με πολλά μέλη του ζωικού βασιλείου, όπως το μεταιχμιακό σύστημα όπου ως επί το πλείστον εδράζονται οι συναισθηματικές λειτουργίες. Καταλαβαίνετε ότι είμαστε φιλοξενούμενοι σε αυτόν τον πλανήτη και όχι ιδιοκτήτες του; Εμείς ως Ομάδα Αναρχικών Χορτοφάγων και Οικολόγων είμαστε ενάντια σε κάθε μορφής ζωορατσισμό και ζωοφοβία που νομιμοποιεί την εκμετάλλευση των τετράποδων φίλων μας» Η κυρία θυμωμένη λέει: «Είστε ένα μάτσο χαραμοφάηδες και ζωόφιλοι. Σας ξέρουμε όλους τους αναρχοκομμουνιστές που έχετε απορρίψει τον Θεό και για αυτό κολλάτε στα ζώα: μισείτε βαθιά τον άνθρωπο και την πίστη του». «Κρίμα στο παιδί σας αν γίνει μία βάρβαρη μικροαστή σαν εσάς που δεν σκέφτεται τον πόνο όλων των ζωντανών πλασμάτων και δη των αγελάδων όπως η μικρή Μούμου». «Ουστ, παλιόπαιδα», απαντάει εκείνη. Ομόνοια. Η μητέρα παίρνει την κόρη της και πάνε σχεδόν τρέχοντας. Κάθονται δύο γριές στις θέσεις τους. Εγώ και ο μέθυσος είμαστε μαζί. Ο ψηλός κάθεται δίπλα μου. Σε όλη την σκηνή ήταν κοντά, πιθανόν σε περίπτωση που συμβεί κάτι. Κρατάει μία στοίβα από φυλλάδια και προκηρύξεις της οργάνωσης. Του ζητάω να μου δώσει μερικά. Αμίλητος, μου δίνει. Ξεκινώ το διάβασμα. Εικόνες από αγελάδες και πουλάρια με δάκρυα στα μάτια. Δριμύτατες κατηγορίες έναντι των εταιρειών παραγωγής κρέατος, αυγών και της βιομηχανίας δημητριακών. Μαθαίνω ότι το 80% των παραγόμενων δημητριακών πάνε για την εκτροφή των αγελάδων και άλλων ζώων μέσω βίαιης, μηχανικής σίτισης. Κάθε χρόνο, εκατομμύρια μαμάδες, γράφει η προκήρυξη, βλέπουν τα μικρά τους να φεύγουν μακριά από αυτές για πάντα. Προς επιβεβαίωση, η φωτογραφία μίας κλαίουσας αγελάδας στο πάνω-πάνω με το εξής σλόγκαν: «Η Μούμου είναι μία από τις 9.000.000 μητέρες που κλαίνε για το παιδί τους». Διευκρινίζεται ότι ο αριθμός αφορά μόνο στις ΗΠΑ. Ζεστάθηκα πολύ και δεν έχω όρεξη να βγάλω το πανωφόρι μου. Σταθμός Συντάγματος. Σχεδόν όλοι μετεπιβιβάζονται. Ο μεθύστακας δίπλα μου ρεύεται και γυρνώ ξαφνιασμένος να δω αν είναι όντως άνθρωπος, μυθικό κτήνος ή καλικάντζαρος. Διαβάζω και για άλλα ζωντανά στο οπισθόφυλλο. Τα γουρουνάκια υπόκεινται σε βίαιη εξαγωγή δοντιών για να μην μασούν τις ουρές τους ενώ βιώνουν έντονο στρες, τα αρσενικά κοτοπουλάκια αλέθονται ζωντανά αφού δεν παράγουν αυγά, όσα ζώα παράγουν κρέας και γάλα ποτίζονται με ορμόνες και χημικά για να παράγουν τετραπλάσιες ποσότητες γάλακτος από το κανονικό, μηχανές χορήγησης σπέρματος κυριολεκτικά εισβάλλουν στους κόλπους δεμένων θηλυκών ζώων και χύνουν λίτρα ολόκληρα για να είναι σίγουρο πώς θα αναπαραχθούν θέλοντας και μη. «Για την παραγωγή ενός κιλού κρέατος ή σόγιας για ζωοτροφή χρειάζονται περίπου οχτώ κιλά σιτηρών και δεκαοκτώ χιλιάδες λίτρα νερού, ενώ για ένα κιλό σιτηρών μόλις δεκαπέντε λίτρα». Είμαστε στον Άγιο Ιωάννη. Ο μεθυσμένος με σκουντάει και μου λέει « Εγώ στο χουριό είχα κάποτε μια μιγάλ’ γιλάδα. Ήταν να τη σφάξου αλλ’ ίσφαξα τουν γείτουνα πού’θιλει να μου την κλέψ’, ο αγύρτ’ς. Ήταν ταχυδρόμους. Στου διάβολου ούλοι οι ταχυδρόμ’ κι οι μπάτσ’. Καλός είσι συ…». Πέφτει το κεφάλι του βαρύ και ροχαλίζει, με σάλια να στάζουν. Από πού να ξεφύτρωσε αυτός ο Νεάντερνταλ, αλήθεια, στο μετρό; Σκέφτομαι: οι άνθρωποι κάποτε είχαν θεούς με μορφή ζώων, μετά μείξεις ανθρώπων και ζώων, ύστερα καθαρά ανθρώπινους θεούς και έπειτα απρόσωπους, άχρωμους, άοσμους και άφυλους και έπειτα αρχίζουμε δειλά-δειλά να μιλάμε για θρησκευτική ουδετερότητα, ανεξιθρησκία και νέος θεός γίνεται το χρήμα που περιγράφουμε με αριθμούς. Ως λογιστής είμαι ένας μικρός ιερέας της θεότητας του χρήματος. Προφανώς είμαι μικρός επειδή υπάρχουν ορκωτοί λογιστές, χρηματιστές, επιχειρηματίες και πολλοί άλλοι. Στην Ινδία, όπου συνυπάρχουν πολλές παραδόσεις από διαφορετικούς χρόνους, έχουν την αγελάδα ζώο ιερό, θυμάμαι, επειδή θεωρούν πως από αυτήν γεννήθηκαν όλοι οι θεοί και ο κόσμος. Αν μία αγελάδα κοιμηθεί στην μέση του δρόμου, οι οδηγοί σε πολλές επαρχίες της Ινδίας περιμένουν καρτερικά το ζωντανό να πάει πιο πέρα αφού ξυπνήσει… Σε λίγα λεπτά φτάνω στο Ελληνικό. Το φυλλάδιο ήταν αρκετά ενημερωτικό και με καλοπροαίρετη διάθεση αλλά κάπου μου έμοιαζε επιτηδευμένο στην γλώσσα και στην συγκινησιακή φόρτιση που επιχειρούσε να κομίσει. Ο μεθύστακας-Νεάντερνταλ, αφού έκανε εμετό, βγήκε στην Ριζούπολη. Θα περπατήσω πέντε λεπτά. Το γραφείο είναι λίγα βήματα από τον σταθμό, όμως, υπάρχει ένας πορτοκαλί γατούλης σε μία γωνιά του δρόμου, δίπλα σε ένα σουπερμάρκετ. Είναι λες και με περιμένει κάθε μέρα εδώ και περίπου ένα εξάμηνο. Του έχω φυλαγμένη γατοτροφή και το ταΐζω όταν πάω και όταν φεύγω από την δουλειά. Δεν ξέρω από πού ήρθε, αλλά ξέρω ότι μία μέρα θα έχω ένα κλουβάκι και θα τον πάρω από εκεί, να βρει ένα σπιτάκι. Θα του πέσει λίγο μακριά, ίσως. Αλλά, όταν σκέφτομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που διαμαρτύρονται για τα δικαιώματα των ζώων σε έναν κόσμο που ούτε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν είναι δεδομένη, σκέφτομαι εκείνο το γατάκι. Και όλους όσους κρυώνουν έξω. Μία ακόμη ημέρα δουλειάς με περιμένει.

Ιδρυτική Διακήρυξις του Βασιλείου των Ανθρώπων (Larry Cool)

Διὰ τῆς παρούσης ἱδρυτικῆς διακηρύξεως καταργεῖται ἀμετακλήτως ὁ προηγούμενος κόσμος καὶ θεμελιοῦται νέος, λαμπρὸς κι ἐκπληκτικός. Ὁ παλαιὸς κόσμος τεθαμμένος ὑπὸ τῆς κόνεως τῆς πλήξεως παραδίδεται πλέον εἰς τὴν ἀρχαιολογικὴν σκαπάνην. Ἡμεῖς τὸ νέον γένος τῶν ἀνθρώπων, ἀπεκδυόμεθα τὸ παλαιόν μας δέρμα. Γυμνότεροι τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, κι ὡραῖοι ὡς ὄνειρα ἐαρινά, βαδίζομεν πρὸς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει φανερωθῇ ἀκόμη. Αἱ συνειδήσεις μας ἰριδίζουν εἰς τὸν ἥλιον ὡς πομφόλυγες· ταξιδεύομεν ἐντός τους εἰς τὸ ἄπειρον διάστημα ἀναζητοῦντες τὴν Οὐτοπίαν. Κυοφοροῦμεν τοὺς ἑαυτούς μας· πέπρωται νὰ γεννήσωμεν τὸ ἀπίθανον. Παράξενοι χυμοὶ ἀναβαίνουν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς· διαπερνοῦν τὰ πέλματά μας, ἀνέρχονται ἐν τοῖς σώμασι, μετασχηματίζονται εἰς ἀπροσδοκήτους ἰδέας, δημιουργοῦν τὴν νέαν ἀντίληψιν. Ἐκ τῶν λατομείων τῶν ἐγκεφάλων μας ἐξορύσσομεν πάλλευκα μάρμαρα εἰς τὰ ὁποῖα σμιλεύομεν ἀγάλματα καινοφανῶν θεῶν ἵνα κοσμήσωμεν τὴν πρωτεύουσαν τῆς Οὐτοπίας. Εἰς τὴν νέαν ζωήν, πρώτιστον μέλημα τῶν γυναικῶν θὰ εἶναι νὰ διατηροῦν ἀμείωτον τὴν στῦσιν τῶν ἀνδρῶν· τῶν δὲ ἀνδρῶν, νὰ στιλβώνουν τὰ χρυσᾶ κομβία τῶν χλαινῶν τους –καὶ τοὺς ἀστέρας τ’ οὐρανοῦ βεβαίως- καθὼς ἐπίσης νὰ δημιουργοῦν νέους γαλαξίας διὰ τοῦ σπέρματός των. Συμβουλὴ πρὸς τοὺς μικρόνοες: Ῥίψατε τὸν ἐγκέφαλόν σας εἰς τὰ ἀπορρίμματα· ἀφήσατε τὸ κρανίον σας κενὸν νὰ ἔλθουν αἱ χελιδόνες νὰ κατασκευάσουν φωλεάς. Νὰ ἔλθῃ ἐπιτέλους ἡ ἄνοιξις τῶν ἰδεῶν! Ἰδού! Οἱ δάκτυλοι τῶν χειρῶν μου γέγοναν φλόγες καὶ ψηλαφοῦν τὰ σκότη. Τολμήσατε, ἐπιτυγχάνει! Ἐμφανίσατε κι ἐξαφανίσατε τὸν κόσμον ἀνοιγοκλείοντες τὰ βλέφαρα. Ἡ πραγματικότης δὲν εἶναι ἀντιληπτή· εὑρίσκεται πέραν τῶν λέξεων. Μὴν φοβεῖσθε! Μᾶς ὁδηγεῖ ἐκείνη ἡ ἐπὶ τῶν ὁδοφραγμάτων νεαρά, -ἡ ἐπανάστασις! Ἰδού! σχίζει τὸ φόρεμά της· τὰ στήθη της γίνονται λευκαὶ περιστεραὶ κι ἀφίπτανται· εἰς τὴν θέαν τοῦ αἰδοίου της πᾶσαι αἱ ἐξουσίαι ὠχριοῦν καὶ τρέπονται εἰς ἄτακτον φυγήν. Ἐπανάστασις εἶναι τὸ στιγμιαῖον ρῆγμα εἰς τὸν χρόνον μέσῳ τοῦ ὁποίου διαφαίνονται προοπτικαὶ ἀπεριόριστοι κι ἀδιανόητοι. Ἐπανάστασις εἶναι ἡ διάρρηξις τοῦ σώματος, ἡ ὑπέρβασις τοῦ ποταποῦ ‘ἐγώ’ μας, ἡ ἀγρία συνουσία θεῶν καὶ ἀνθρώπων, ἡ μέθη τῆς μεθέξεως. Οἱ νόμοι εἶναι φέρετρα. Ἡ τάξις αἱ ἐσταυρωμέναι χεῖρες τῶν νεκρῶν ἐπὶ τοῦ στήθους των. Νὰ τὸ ἀποσαφηνίσωμεν ἅπαξ διὰ παντός: ἡ ἐξουσία παρασιτεῖ εἰς βάρος μας· ῥοφεῖ τὴν οὐσίαν μας, λεηλατεῖ τὰς ζωάς μας. Ἐπ’ αὐτοῦ, καμμία ἀμφιβολία, οὐδεμία ἀντίρρησις. Μὲ τὰ ράκη τῶν γόων μας, ἡ θύελλα ‘ράπτει τὸ φόρεμα τῆς νέας ἐποχῆς. Μὲ οἰμωγές, σκότη, δάκρυα, κρότους καὶ λάμψεις σφυρηλατοῦμεν τὴν νέαν λέξιν μὲ τὴν ὁποίαν θὰ εἴπουν αὔριον τὸ ‘σ’ ἀγαπῶ’ οἱ ἐρασταί. Λύκοι, νὰ φοβῆσθε τὴν ὀργὴ τῶν ἀμνῶν. Εἰς τὸ σεληνόφως θὰ λάμψουν οἱ ὀδόντες τους οἵτινες ἐμηκύνοντο μυστικῶς κι ἐγένοντο σαρκοβόροι κατὰ τὴν διάρκειαν αἰώνων δουλείας. Πανικόβλητοι θὰ τρέχετε νὰ σωθῆτε ἀλλὰ οἱ ἀμνοὶ θὰ σᾶς κατασπαράζουν ἀνηλεῶς. Μείνατε ἀτρεμεῖς εἰς τὰς θέσεις σας! Ἰδού! Διὰ μέσου τῶν καπνῶν καὶ τῶν φλογῶν τῶν πυρπολημένων πόλεων διέρχεται ἀτάραχος ἡ σελήνη. Ἀφουγκρασθεῖτε! Διὰ μέσου τῶν κραυγῶν καὶ τῶν πυροβολισμῶν, ἀκούγεται ἀπόκοσμον ἆσμα μικρᾶς κορασίδος. Μὴν κινηθῇ κανείς! Τὸ χρῆμα καταργεῖται. Ὡς νόμισμα συναλλαγῶν ὁρίζεται ὁ ἔρως. Πλούσιοι οἱ ἔχοντες πολλοὺς καὶ συνταρακτικοὺς ὀργασμούς. Ἡ ἰσοτιμία καθορίζεται ὡς ἑξῆς: πᾶς ἀποσπερματίζων ἔχει λαμβάνειν τριάκοντα μεδίμνους σίτου. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν: θὰ ἔλθῃ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ κοιτάζητε τὰ χαρτονομίσματα καὶ δὲν θὰ ἐνθυμῆσθε εἰς τί ἐχρησίμευον. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν: θὰ ἔλθῃ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν θὰ διαθέτετε ἰδιοκτησίαν –ὑλικὴν ἢ πνευματικήν– διάγοντες βίον ἀμέριμνον, ἀνέμελον καὶ εὔθυμον ἄνευ φροντίδων καὶ ἀνησυχιῶν. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν: θὰ ἔλθῃ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐνθυμῆσθε τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ δὲν θὰ κατανοῆτε διατὶ ἦσθε τόσον δυστυχεῖς. Ἐβίβα σύντροφοι! Ποιεῖτε ἀκαταπαύστως κόσμους διὰ τῆς ποιήσεως! Φίλαι καὶ φίλοι, σώζεσθαι διὰ τῆς τέχνης! Κυρίαι καὶ κύριοι, ὁμαδὸν καὶ διὰ ἅλματος θὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὸν παράδεισον!

Καρπούζια και αίμα (Φώντας Φ.)

Ως γνωστόν, οι μεγαλύτερες απ’ τις χώρες της μέσης ανατολής βρίσκονται συχνά σε πόλεμο μεταξύ τους. Όταν αυτό δε συμβαίνει, δηλαδή σπάνια, τότε ξεσπάει κάποιος εμφύλιος, κάποια ένοπλη διαμάχη στο εσωτερικό τους που αυξάνει τον αριθμό των νεκρών ακόμα παραπάνω. Η μέση ανατολή είναι ένας τόπος μαγικός και μυστηριώδης μόνο για όσους δε ζούνε σε αυτόν. Όσοι τον αποκαλούν σπίτι τους, τον ξέρουν σαν ένα μεγάλο αμμώδες ναρκοπέδιο. Δε λείπουν και οι πιο αισιόδοξες, ή έστω χαρούμενες φιγούρες βέβαια. Σας προσκαλώ να ζουμάρετε με το βλέμμα σας στον Μπαράκ. Ο Μπαράκ είναι αδύνατος, μετρίου αναστήματος, μελαχρινός, με αστραφτερό μαλλί γεμάτο στις μπούκλες. Είναι κάτοικος της μέσης ανατολής. Κάθε πρωί που ξυπνάει και είναι ζωντανός ευχαριστεί τον Θεό με μια προσευχή και το ίδιο βράδυ ευχαριστεί τον Θεό με μια ίδια προσευχή. Θα έλεγε κανείς πως ο Μπαράκ είναι ευτυχισμένος, χαρούμενος και ακόμα πολύ όμορφος. Για κακή του τύχη όμως τα έθιμα της φυλής που ανήκει ορίζουν πως ένας άντρας δε μπορεί να διαλέξει νύφη αν πρώτα δεν παντρέψει τις αδελφές του κι ο Μπαράκ έχει δύο αδελφές, μια μικρότερη, που είναι φοβητσιάρα, έξυπνη και πολύ όμορφη και μια μεγαλύτερη που μέχρι προσφάτως κύρια ασχολία της είχε να προφυλάγει τον Μπαράκ από τους μπελάδες που έμπλεκε καθώς ήταν πολύ πιο δυνατή, ικανή και εφευρετική. Πλέον όμως δε μπορεί να το κάνει γιατί ο αδελφός της δε ζει μαζί τους. Ο Μπαράκ βλέποντας πως δε θα βρει ποτέ γυναίκα με τα εισοδήματα που μπορούσαν να του εξασφαλίσουν οι παραδοσιακές εργασίες που βρίσκουν τα μέλη μιας ημι-νομαδικής φυλής, αποφάσισε να ασχοληθεί με το εμπόριο. Πλέον πουλάει καρπούζια σε ανθρώπους που έχουν μόνιμη εγκατάσταση. Ναι αμέ γιατί όχι καρπούζια; Υπολογίζει πως σε 5 χρόνια θα μπορέσει να παντρευτεί.

***

Λιγάκι πιο βόρεια, ας πούμε 48 ώρες με βάδην καμήλας, απ’ τη σκηνή του Μπαράκ, κατοικούν οι Ατχέοι, μια μικρή φυλή που έχει ωστόσο εγκατασταθεί μόνιμα σε μια όαση μέσα στην έρημο. Η φυλή συζητάει τα πράγματα που την απασχολούν: «Πρέπει άραγε να πάρουμε μέρος στο μεγάλο πόλεμο;» «Μας προσφέρουν τα πάντα για να πολεμήσουμε στο πλευρό τους… Αλλά τους εμπιστεύεσαι;» «Οι Θεοί θα θυμώσουν αν βεβηλώσουμε τα ιερά βοσκοτόπια τους…» Στο μεταξύ ένα νεαρό κορίτσι και ένα άλλο νεαρό κορίτσι πιασμένα χέρι-χέρι ξεφεύγουν απ’ το βλέμμα των γονιών τους και κατευθύνονται προς την έρημο. «Πάμε να κυνηγήσουμε για τους Θεούς!», δηλώνουν στους γονείς τους, οι οποίοι όμως είναι απορροφημένοι απ’ το πολεμικό συμβούλιο: «Αν κερδίσουμε αρκετά απ’ τον πόλεμο οι Θεοί θα συγχωρέσουν την τέλεση πολέμου στα εδάφη τους». «Θα χρειαστούν γενναίες θυσίες στους Θεούς για κάτι τέτοιο…» Η συζήτηση έχει ανάψει. Τα κορίτσια έχουν εξαφανιστεί. Οι αρχηγοί της φυλής θέλουν πόλεμο. Οι ιερείς όχι. Τελικά επιτυγχάνεται συμβιβασμός. Η φυλή θα μπει στον πόλεμο στο πλευρό της μεγάλης δύναμης, μονάχα αν τελεστεί ανθρωποθυσία υπέρ των Θεών. Εκείνη την ώρα ένας άγνωστος καταφτάνει στην όαση. «Είναι εδώ ο Μπαράκ;», ρωτάει. Το επόμενο δευτερόλεπτο δεκάδες ζευγάρια μάτια τον κοιτούν. Και το αμέσως επόμενο πέφτει σωριάζεται κάτω.

***

Δύο μέρες μετά στη φυλή των Κασσαίων επικρατεί αναστάτωση. Ένας απ’ τους μεσαίους σε ηλικία γιους του αρχηγού έχει εξαφανιστεί. Στέλνονται άνθρωποι πάνω σε καμήλες για να τον εντοπίσουν. Τελευταία φορά που τον είχαν δει ζωντανό είχε πάει να πάρει καρπούζια από τον Μπαράκ, τον περιπλανώμενο έμπορο φρούτων. «Ψώνιζε πολύ συχνά φρούτα πάντως», σχολιάζει μια ανύπαντρη υστερότοκη της φυλής. «Ήθελε να τον βλέπει συνέχεια!», επισημαίνει η μάγισσα. «Σκασμός και οι δύο σας!», ουρλιάζει ο πατέρας του χαμένου παιδιού και αρχηγός της φυλής που παρεμπιπτόντως ονομάζεται Άντελ. Οι δύο γυναίκες υπακούν στις διαταγές του Άντελ και δε λένε άλλες κουβέντες αλλά συνεχίζουν τα γελάκια τους στα κρυφά. Σύντομα οι φήμες για τη σχέση του γιού του αρχηγού και του περιπλανώμενου πωλητή φρούτων έχουν διαδοθεί. Παρόλα αυτά παύουν να έχουν σημασία όταν βρίσκεται το πτώμα. Οι σύμβουλοι του αρχηγού τον πλησιάζουν. «Είναι ξεκάθαρα δολοφονία!», του ψιθυρίζουν στο αυτί. «Και μια τέτοια πράξη μπορεί να πληρωθεί μόνο με αίμα». Ο Άντελ σκουπίζει τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο του και κοιτάζει σκεπτικός το πτώμα του γιου του. Ξέρει πως υπάρχουν δύο ενδεχόμενα. Είτε να τον σκότωσε ο εραστής του, πράγμα σχεδόν απίθανο μιας και έχει γνωρίσει τον Μπαράκ και δεν πιστεύει πως είναι ομοφυλόφιλος, είτε το παιδί του να ήταν θύμα κάποιας δολοφονικής ενέδρας των Ατχέων, εκείνων των ημίτρελων που λατρεύουν τους Θεούς που κατοικούν κάτω απ’ τις πέτρες. Ο Άντελ είναι αρχηγός της φυλής και ξέρει πως πρέπει να δράσει. Αν δράσει κατά του Μπαράκ τότε θα την πληρώσει ένας σχεδόν σίγουρα αθώος, εναλλακτικά θα προκαλέσει πόλεμο μεταξύ των φυλών της ερήμου. Κοιτάει τους συμβούλους του. «Προτείνω το διορισμό μιας επιτροπής…», αρχίζει να λέει. Αλλά δεν προλαβαίνει να τελειώσει ποτέ. Η γυναίκα του πετάγεται στην πρώτη γραμμή. Ή μάλλον στην δεύτερη. Στην πρώτη πετάγεται ο ξάδερφος του που θα ήθελε πολύ να είναι αρχηγός, για την ακρίβεια και ο Άντελ θα ήθελε να το είχε αναλάβει κάποιος άλλος απ’ την οικογένεια, αλλά δυστυχώς ο ξάδερφος είναι ευνούχος. «ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ!», ουρλιάζει ο ξάδερφος. «Ναι!», λέει δειλά-δειλά και η μάνα του αδικοχαμένου παιδιού και σιγά-σιγά όλη η φυλή αρχίζει να απαιτεί απ’ τον αρχηγό να πράξει άμεσα και δυναμικά ή να παραιτηθεί από αρχηγός. Ο Άντελ νιώθει πολύ κουρασμένος. Παραδίνεται στη βούληση της φυλής. «Θα οδηγήσω εγώ ο ίδιος τους πολεμιστές», δηλώνει. Και ο λαός του χειροκροτεί. Εκτός απ’ τον ξάδερφο του βέβαια.

***

Έχει βραδιάσει και άλλη μια ειρηνική μέρα έφτασε στο τέλος της. Ο Μπαράκ αρχίζει να κάνει την προσευχή του και να ευχαριστεί το Θεό για όσα του χάρισε. Πιάνει το πουγκί του και χαμογελάει. Δεν είναι άπληστος ο Μπαράκ, τα λεφτά σημαίνουν γι’ αυτόν μια νέα ζωή για τις αδερφές του και το δικαίωμα του να παντρευτεί επιτέλους. Ελάχιστα χρήματα του λείπουν. Λίγοι μήνες εργασίας και θα τα καταφέρει. Τώρα όμως είναι ώρα για ύπνο. Ευχαριστεί ξανά το Θεό. Απ’ το βάθος του ορίζοντα πλησιάζουν καλπάζοντας είκοσι καμήλες. Άντρες με μακριές χατζάρες κατευθύνονται προς τον κατάπληκτο Μπαράκ. Πάνω στην καμήλα που προπορεύεται βρίσκεται ο αρχηγός της φυλής. Σηκώνει το χέρι του ανόρεχτα εναντίον του Μπαράκ. Λέει: «Λυπάμαι πάρα πολύ!». Και τον αποκεφαλίζει. Το κεφάλι του πλανόδιου πωλητή φρούτων κυλάει στη άμμο της μέσης Ανατολής. Ο πόλεμος μεταξύ των φυλών αποτράπηκε. Ο Άντελ ο αρχηγός ευχαριστεί κι αυτός το Θεό.

Η αρρώστια (Σίλουαν Κ.)

Εμφανίστηκε σαν εσωτερικός ψίθυρος, κάπως παραμορφωμένος, κάπως μεταλλικός. Ένας ασταμάτητος ρομποτικός αντίλαλος. Είναι η συνείδηση μας αυτή; Είναι τα λογία κάποιου θεού καλά κρυμμένου εδώ και χρόνια; Θυμάμαι πως τις προάλλες, είδα έναν πάπα κουλουριασμένο στο πάρκο να φωνάζει πως είναι η γλωσσά του φιδιού. H φωνή απ’ το υπερπέραν, η φλεγόμενη φωνή απ’ το μεταλλικό πηγάδι, η φωνή της κόλασης: μια απλή υπενθύμιση. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά και -κυρίως- κανείς δεν έχει χρόνο για βαθυστόχαστες αναλύσεις. Τι σημασία έχει έτσι και αλλιώς; Έχουμε κολλήσει και είμαστε καταδικασμένοι. Είναι σαν επιδημία, σαν ουρλιαχτό που εξαπλώθηκε απ’ την μια στιγμή στην άλλη: ολόκληρη η πόλη βρίσκεται σ’ ένα εξωπραγματικό παραλήρημα. Τις πρώτες μέρες, έβλεπα ανθρώπους να κυκλοφορούν φορώντας κάθε είδους προστατευτικά: κράνη, αλεξίσφαιρα γιλέκα, σιδερένιες μάσκες∙ μέχρι και στολή αστροναύτη δοκίμασε κάποιος προφανώς πλούσιος. Μερικοί άλλοι προτιμούσαν να τρέχουν ή να περπατάνε κάνοντας ζιγκ-ζαγκ: η γρήγορη και συνεχής κίνηση μείωνε -τουλάχιστον στο μυαλό τους- τον κίνδυνο. Ο περισσότερος κόσμος πάντως, παρέμενε στο σπίτι του. Κλείδωνε τις πόρτες, έβαζε δυνατά μουσική, φώναζε και έσπαγε πιάτα: ασφυκτιούσε. Δυστυχώς, οτιδήποτε και αν δοκίμαζε κανείς, στο τέλος αποδεικνυόταν μάταιο. Ο ψίθυρος επέστρεφε κάθε στιγμή δριμύτερος, ο ψίθυρος στην πραγματικότητα δεν έφευγε ποτέ. Τα νήπια και όσα μωρά γεννήθηκαν αυτή την περίοδο ήταν απολύτως σιωπηλά, σαν υπνωτισμένα∙ ανόρεχτα πλάσματα που μετά από λίγο σταμάτησαν να τρώνε και πεθάναν. Οι γονείς τους δεν νοιάστηκαν και πολύ∙ η φωνή ήταν ξεκάθαρη και αμείλικτη. Παραδόξως, οι μοναδικοί που έδειχναν άθικτοι απ’ το πέρασμα της αρρώστιας ήταν οι βαριά ηλικιωμένοι. Θα περίμενε κανείς ότι το αδύναμο ανοσοποιητικό τους δεν θα άντεχε και πολλά, όμως εκείνοι παρέμεναν απολυτά υγιείς. Ώσπου σιγά-σιγά η παραφροσύνη και οι τσιρίδες και τα υγρά βλέμματα γεμάτα τρόμο των παιδιών τους, δημιούργησαν ένα απαίσιο ποτάμι που τους παρέσυρε. Πλέον είναι και κείνοι το ίδιο χαμένοι με ‘μας. Αντιμετωπίζουν την όλη κατάσταση βουτηγμένοι στην κατάθλιψη, μια κατάθλιψη κοιμισμένη και υποτονική σαν όνειρο. Όταν μεταφερθήκαμε στα πάρκα, ήταν οι μονοί που δεν ήθελαν ν’ ακολουθήσουν. Δεν τους ενδιέφερε, δεν καταλάβαιναν στ’ αλήθεια τον λόγο. Αντιθέτως για μας ήταν μια καινούρια αρχή γεμάτη ελπίδες. Όπως αντιληφθήκαμε μετά από κάποιο διάστημα, στα σπίτια δεν ήταν κανείς ασφαλής. Ο γαλανός ουρανός, ο απέραντος και διαυγής ουρανός του καλοκαιριού ήταν μια υπόσχεση. Ξαπλώσαμε στα χορτάρια και ατενίσαμε το άπειρο και ανασάναμε. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, η βελτίωση στην ποιότητα της ζωής μας ήταν αισθητή: τουλάχιστον το χώμα απορροφούσε τα λυσσασμένα χτυπήματα των χεριών, τουλάχιστον από πάνω μας δεν υπήρχαν τούβλα έτοιμα για αίμα∙ έστω και επιφανειακά, ησυχάσαμε. Οι δρόμοι της πόλης και οι παλιές κατοικίες ερήμωσαν. Κοιμόμασταν στο γρασίδι, τρώγαμε ότι βρίσκαμε στα παρατημένα μαγαζιά και συνεχίζαμε να κοιτάμε ψηλά, ζητώντας βοήθεια απ’ τα άστρα του Αυγούστου. Παλεύαμε με σθένος. Ήταν εκείνος ο καιρός που κάποιοι -από παλιά θρησκευόμενοι- άρχισαν να ισχυρίζονται πως ήμασταν καταραμένοι για τις αμαρτίες μας, πως η Τελική Κρίση συνέβαινε εκείνη την στιγμή μέσα μας και συνέβαινε με την μορφή της τρέλας. Άλλοι με ελπίδα διακήρυσσαν ότι η θεραπεία θα ’πεφτε σαν μάννα απ’ το διάστημα, το γεμάτο τάξη και λογική και αμέτρητη προνοητικότητα διάστημα. Τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβαινε και το σφυροκόπημα συνεχιζόταν. Υπόγεια και εργατικά, συνεχιζόταν. Στην ψυχή ή στο νου; Στο πνεύμα ή στην ύλη; Παγιδευμένοι σ’ έναν ηλεκτροφόρο βρόχο περιμέναμε ανήμποροι. Και τα χειρότερα ήρθαν. Οι πρώτες καταιγίδες του φθινοπώρου επιδείνωσαν δραματικά την κατάσταση μας. Δεν ήταν μονάχα οι φυσικές δυσκολίες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε εκτεθειμένοι σε κάθε μορφής κρυοπάγημα, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα, η ολοένα και αυξανόμενη ένταση του εσωτερικού μας ηχείου. Λες και οι αστραπές φόρτιζαν μυστηριωδώς εκείνη την φωνή, λες και οι κεραυνοί διέγειραν τον παθιασμένο βασανιστή μας. Γρήγορα επικράτησε γενικευμένο χάος. Κυλούσαμε στις λάσπες, μπουκωνόμασταν με φυτά και πέτρες, προκαλούσαμε πόνο και εμετούς. Και έβρεχε και συνεχίζαμε. Οτιδήποτε για να μην ακούμε, οτιδήποτε για να αντέχουμε, το κάναμε. Όμως τα λογία ήταν ξεκάθαρα και αμείλικτα. Στο τέλος υποκύψαμε: φοβισμένοι γυρίσαμε πίσω στην πόλη, στα τρομακτικά διαμερίσματα μας. Φλερτάραμε με τον θάνατο∙ ένας σεισμός, μια ηλεκτροπληξία, κάποιο σίδερο που ξεκόλλησε ή ένα απρόσμενο γλίστρημα στο πάτωμα∙ oλα πιθανά, όλα υπαρκτά. Και μπορεί ο ήλιος να εμφανίστηκε κάποιες μέρες αργότερα, αλλά τα νευρά μας ήταν πλέον τσακισμένα για τα καλά. Έπρεπε να δοθεί ένα τέλος. Στην χθεσινή συνέλευση ήρθαν όλοι. Κάποιοι περπατώντας στα τέσσερα, κάποιοι με την παλάμη κολλημένη στο σημείο της καρδιάς∙ άπαντες ταπεινωμένοι. Ήρθαν όμως. Και πάρθηκε η απόφαση. Αύριο είναι η μεγάλη μέρα. Το μεσημέρι θα μαζευτούμε στο κεντρικό πάρκο και θα αυτοκτονήσουμε μαζικά. Ο καθένας με οποίον τρόπο διαλέξει. Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ άλλη σωτηρία εκτός απ’ τον θάνατο, ξέρω με βεβαιότητα όμως, πως η πράξη μας θα ’ναι μεγαλοπρεπής και υπό μια έννοια, ηρωική. Ήδη σήμερα νιώθω πολύ καλύτερα. Η φωνή έχει σχεδόν σωπάσει και όσο έγραφα τα παραπάνω, ούτε που την άκουσα. Ένας άσχετος θα πίστευε πως έχω γιατρευτεί, πως κάποιο θαύμα συνέβη και είμαι πλέον καλά∙ εγώ γνωρίζω τα διαβολικά κόλπα της και δεν πρόκειται να με ξεγελάσει.

Το φάντασμα της σκόνης (Άλεξ Κοάν)

Δεν έχω πολύ χρόνο. Πρέπει να είμαι σύντομος και περιεκτικός. Μα ταυτόχρονα δεν πρέπει να αφήσω ασάφειες και κενά να αιωρούνται. Οπότε αναγκαστικά θα πιάσω την ιστορία απ’ την αρχή, από κει που ξεκίνησα. Λοιπόν. Ως εντροπία ορίζεται η ποσότητα αυτή που μετράει το χάος, ή αλλιώς την αταξία ενός συστήματος. Η μέγιστη τιμή της ισούται με την πλήρη αποδιοργάνωση όλης της ύλης, συνήθως μέσω της ομογενοποίησης των πάντων, μα όχι αποκλειστικά. Πλήρης αποδιοργάνωση της ύλης σημαίνει επίσης παύση της ζωής, κάθε ζωής. Οι νόμοι της φύσης μας υποδεικνύουν πως σε κάθε περίπτωση η εντροπία έχει την τάση να αυξάνεται, και πως κάθε οργανωμένο, υλικό σύστημα ρέπει προς την αποδιοργάνωση, την αταξία, το χάος. Υπάρχει μόνο μια εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα: η ζωή. Μόνο αυτή φαίνεται να προκύπτει ως προϊόν οργάνωσης από την αταξία της ανόργανης ύλης, και όχι το ανάποδο. Αν και πάντα καταλήγει και αυτή στην αποδιοργάνωση και την αύξηση της εντροπίας, το θάνατο, το σάπισμα του υλικού σώματος. Βάσει αυτού του νόμου θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε, ως έναν τουλάχιστο βαθμό, την περίφημη φράση απ’ το βιβλίο της Γένεσις, χους ει και εις χουν απελεύσει. Το χώμα, εν προκειμένω, συμβολίζει την πλήρη αταξία απ’ όπου προερχόμαστε, και η κατάληξη του, φτιαγμένου από το ίδιο χώμα, ανθρώπου, δηλώνει την ανίκητη πορεία επιστροφής προς αυτήν την αταξία. Παρ’ όλα αυτά, δεν καταφέρνει να εξηγήσει το μέγα μυστήριο, τη ζωή. Το ότι ο άνθρωπος, όπως κάθε ον, καταλήγει στο χώμα είναι σαφές, μα πως μπορούμε να ερμηνεύσουμε με φυσικούς νόμους και όχι με αυθαίρετες, μεταφυσικές θεωρίες περί θεϊκής πνοής το γεγονός ότι η ζωή δημιουργείται εξίσου από το χώμα; Αυτό ήταν το ερώτημα που παρακίνησε εμένα, έναν απλό ερασιτέχνη, αυτοδίδακτο σε θέματα φυσικής και βιολογίας, να ασχοληθώ με το μέγα μυστήριο. Αποφάσισα να αφιερώσω τη ζωή μου σ’ αυτό, στο να δημιουργήσω ζωή. Αρχικά, επηρεασμένος απ’ τους σπουδαίους αλχημιστές του παρελθόντος, βάλθηκα με τις πιο ανορθόδοξες μεθόδους να φτιάξω ένα ανθρωπάριο, ένα homunculus, όπως πιο εύηχα λέγεται στην αγγλική γλώσσα. Βασισμένος κυρίως σε γραπτά του Παράκελσου και του Άραβα Τζαμπίρ Ιμπίν Χαϋάν (ή Ψευδό-Γκέμπερ, όπως ονομάστηκε απ’ τους Λατίνους), και με την καθοριστική βοήθεια ενός φίλου μου ζωολόγου που μπορούσε να με προμηθεύσει με τ’ απαραίτητα, μετέτρεψα την αποθήκη μου σε εργαστήριο και άρχισα τα πειράματα. Η διαδικασία ήταν απλή όσο και παράδοξη. Εισήγαγα ανθρώπινο σπέρμα, το δικό μου δηλαδή, με μια σύριγγα σε μη-ανθρώπινα ωάρια. Και όχι μόνο ωάρια θηλαστικών, αλλά επίσης και σε αυγά πτηνών, ερπετών κλπ. Κι έπειτα απλά τα άφηνα να εκκολαφτούν για συγκεκριμένο διάστημα, ανάλογα με το χρόνο κύησης ή επώασης που απαιτούσε το ωάριο ή αυγό του κάθε είδους, σε ένα ειδικά διαμορφωμένο κουτί που προσομοίαζε τη θερμότητα, την υγρασία και γενικά όλες τις συνθήκες κύησης μιας μήτρας ή εκκόλαψης σε μια φωλιά. Έκπληκτος παρατήρησα ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το πείραμα είχε μια σχετική επιτυχία. Όταν έσπασα τα κελύφη κάποιων αυγών έβγαλα από μέσα κάτι σαν έμβρυο, κάποιο άσχημο και περίεργο ον που δεν έμοιαζε ιδιαίτερα ούτε με άνθρωπο ούτε με το άλλο είδος απ’ το οποίο είχε προκύψει η ένωση, κι η απόχρωση του ήταν άλλοτε μαύρη, άλλοτε γκρίζα κι άλλοτε ροζ. Όμως, μονάχα σε μια περίπτωση ένα απ’ τα έμβρυα έδειξε στοιχεία ζωής, κι ήταν αυτό που βγήκε απ’ το αυγό του δράκου του Κομόντο – ένα αυγό που παρεμπιπτόντως είχα κινήσει γη και ουρανό για να εξασφαλίσω. Συγκεκριμένα, κατάφερε να κάνει κάποιες κινήσεις, που πιο πολύ θύμιζαν σπασμούς, για περίπου τρία δευτερόλεπτα. Και μετά πέθανε. Όλα τ’ άλλα έμβρυα ήταν ήδη νεκρά όταν τα έβγαλα απ’ τα αυγά τους. Το ότι είχα μεγαλύτερη επιτυχία με αυγά και όχι με ωάρια θηλαστικών προφανώς μου είχε φανεί πολύ περίεργο, μα σύντομα κατάλαβα πως απλά είχα κάνει κάποια σημαντικά λάθη, καθώς και μερικές παραλείψεις, στην όλη διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης και κυρίως στην προσομοίωση της εκάστοτε μήτρας. Φυσικά τα διόρθωσα σύντομα, μα ταυτόχρονα αποφάσισα να εγκαταλείψω το σχέδιο δημιουργίας homunculus και να ασχοληθώ μόνο με διασταυρώσεις συγγενών θηλαστικών. Η αλήθεια είναι ότι η φρικτή εικόνα εκείνου του εμβρύου απ’ το αυγό του δράκου και οι ανατριχιαστικοί σπασμοί του είχαν αρχίσει να μου δημιουργούν εφιάλτες τις νύχτες, και η γενικότερη ιδέα του να δημιουργήσω ένα ον από σπέρμα ανθρώπου, ένα ανθρωποειδές, είχε αρχίσει να με φοβίζει. Γι’ αυτό και επέλεξα να ασχοληθώ με άλλα είδη, ν’ αφήσω τον άνθρωπο στην άκρη, για κάποιο διάστημα τουλάχιστον. Μα οι επιτυχίες μου ήταν ελάχιστες και πολύ περιορισμένες. Κάποια έμβρυα, ελαφρώς πιο όμορφα στην όψη από κείνο το τερατούργημα που είχα βγάλει απ’ το αυγό, κατάφεραν να επιβιώσουν για λίγα δευτερόλεπτα, αλλά τα περισσότερα γεννήθηκαν νεκρά. Μονάχα ένα, ένα υβρίδιο από διασταύρωση αγριόχοιρου και οικόσιτης αγελάδας, έζησε περισσότερο. Άντεξε σχεδόν δυο ώρες, και κατέβαλα κάθε δυνατή προσπάθεια για να επεκτείνω τη ζωή του λίγο παραπάνω. Του έκανα μεταγγίσεις αίματος, το έβαλα σε ειδική θερμοκοιτίδα, μα μάταια. Βέβαια, το ότι επιβίωσε για τόσο μεγάλο διάστημα μου επέτρεψε να κάνω τις απαραίτητες μετρήσεις και να διαπιστώσω ότι όντως είχε παλμό και αναπνοή, που σημαίνει ότι όντως ήταν ζωντανό. Στις άλλες περιπτώσεις που τα έμβρυα πέθαιναν, μπορεί να υπήρχαν ζωτικά όργανα όπως καρδιά, εγκέφαλος κλπ, μπορεί επίσης να υπήρχαν σημάδια ζωής, δηλαδή κίνηση, αλλά δεν είχα καταφέρει να καταλάβω αν η κίνηση αυτή οφειλόταν όντως σε λειτουργία του οργανισμού ή αν ήταν απλά σπασμωδικές αντιδράσεις ενός λειτουργικού νευρικού συστήματος και μόνο. Δεν είχα αποδείξει, μ’ άλλα λόγια, αν τα έμβρυα ήταν όντως ζωντανά, μα μονάχα πως δούλευε το νευρικό τους σύστημα. Στην περίπτωση του υβριδίου αγριόχοιρου-αγελάδας όμως τα είχα καταφέρει. Το ον είχε παλμό και ανέπνεε κανονικά. Ήταν ζωντανό. Είχα δημιουργήσει ένα νέο είδος – για λίγο έστω, αλλά το είχα δημιουργήσει. Η επιτυχία του πειράματος με είχε ικανοποιήσει, σίγουρα, αλλά δε μου αρκούσε. Δεν απαντούσε στο μέγα μυστήριο της ζωής. Είχε απλά αποδείξει ότι γίνεται να δημιουργηθεί ένα υβρίδιο από δυο συγκεκριμένα, διαφορετικά είδη, που ήταν μια σημαντική ανακάλυψη, εντάξει, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα. Για την ακρίβεια, συνειδητοποίησα πως εξαρχής η αναζήτηση μου είχε πάρει λάθος τροχιά. Δεν έπρεπε να χω προσπαθήσει ποτέ να φτιάξω ένα ον από διαφορετικά είδη, ούτε καν ένα ανθρωπάριο, γιατί αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να δημιουργήσω ένα ον απ’ το μηδέν. Έναν οργανισμό από την αταξία της ανόργανης ύλης. Όχι απλά μια διασταύρωση από ένα ωάριο κι ένα σπερματοζωάριο διαφορετικών ειδών, μα μια ολοκαίνουρια μορφή ζωής από νερό και χώμα. Στην πράξη αυτό ήταν μάλλον αδύνατο να γίνει. Δηλαδή αν πήγαινα καθαρά επιστημονικά και χρησιμοποιούσα ως βάση την δαρβινική εξέλιξη, θα έπρεπε να πάρω την πιο δημοφιλή θεωρία περί εμφάνισης ζωής στον πλανήτη – αυτή που λέει ότι οι πρώτοι οργανισμοί, κάτι αμινοξέα συγκεκριμένα, δημιουργήθηκαν από τις ηλεκτρικές εκκενώσεις κεραυνών που έπεφταν στη θάλασσα. Μα για να τεστάρω τη θεωρία αυτή, για να δείξω ότι όντως αυτή είναι η αρχική αιτία της ζωής, δε θα μου αρκούσε το να δημιουργήσω αμινοξέα μέσω ηλεκτρισμού, τα οποία εξάλλου δεν θυμίζουν σε τίποτα ζωντανό οργανισμό, εκτός απ’ το γεγονός ότι φέρουν γενετικές πληροφορίες μέσω RNA. Θα έπρεπε να φτάσω στη γέννηση ενός μονοκύτταρου τουλάχιστον οργανισμού. Κι αυτό θα έπαιρνε εκατομμύρια χρόνια. Οπότε έπρεπε να βρω άλλον τρόπο να δημιουργήσω ζωή εκ του μηδενός. Ο μυστικισμός σ’ αυτό το σημείο είχε περισσότερα να μου προσφέρει από τις θετικές επιστήμες. Διάφοροι μύθοι, όπως αυτός των εβραϊκών γκόλεμ, μου άναψαν το ενδιαφέρον και ερέθισαν τη φαντασία μου, οδηγώντας με στο να συγκεντρώσω κείμενα από διάφορες κουλτούρες και παραδόσεις σχετικές με τη μαγεία. Τα περισσότερα βέβαια ήταν απλά βιβλία του εμπορίου, που δε μπορούσαν να μου προσφέρουν τίποτα παραπάνω από κοινή, εγκυκλοπαιδική γνώση. Μέχρι που βρήκα, σχεδόν τυχαία, στο deep web ένα αρχαίο, απόκρυφο βιβλίο. Ο ανώνυμος πωλητής δεν έδινε καμία περιγραφή του, μα μόνο απ’ την εικόνα του εξωφύλλου του, το οποίο, ενώ φαινομενικά ήταν απλό, είχε κάτι το εξαιρετικά μυστήριο επάνω του που, χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, διέγειρε όλες τις αισθήσεις, πείστηκα να το αγοράσω. Και το αγόρασα. Και δε θα γράψω τίποτα παραπάνω γι’ αυτό, ούτε το τι έλεγε, ούτε καν τον τίτλο του, για να προφυλάξω τον οποιονδήποτε μπορεί να διαβάζει αυτό το σημείωμα. Σκοπεύω μάλιστα να το κάψω σύντομα, αν δηλαδή προλάβω, ελπίζοντας ότι δεν κυκλοφορεί άλλο αντίτυπό του εκεί έξω. Δεν πρέπει κανένας να μάθει για κείνο το βιβλίο. Όπως και να χει, εγώ δεν ήξερα. Το πήρα, το διάβασα και ακολούθησα τις οδηγίες του. Με λάσπη, πηλό και πέτρες έφτιαξα ένα πρόχειρο αγαλματάκι, μικρό και άτεχνο ομοίωμα ανθρώπου. Το τι έκανα μετά, για τον ίδιο λόγο που ανέφερα πριν, δε θα το αποκαλύψω. Μα έκανα αρκετά, από τελετές μέχρι ψαλμούς και διάφορα μυστικιστικά ξόρκια, για τα οποία δεν πρέπει να μάθει τίποτα, ποτέ, κανένας. Τα μετάνιωσα. Μα τα έκανα. Ύστερα από δυο βδομάδες, το πείραμα πέτυχε. Δημιούργησα ζωή. Αν δηλαδή μπορεί να λογιστεί ως ζωντανό ετούτο το φρικτό ον που γέννησαν οι τελετές μου. Συγχώρα με, Θεέ μου, γιατί ήμουν ο πιο μεγάλος ασεβής αυτού του κόσμου, γιατί χωρίς να έχω τα μέσα, ούτε την άδεια, πήρα ανήθικα το ρόλο σου ως δημιουργός. Και δημιούργησα. Το ον ήτανε άυλο, ένα πνεύμα, ένα φάντασμα. Στην αρχή είχα την εντύπωση ότι το αγαλματίδιο το ίδιο θα ζωντάνευε, μα έκανα λάθος. Το αγαλματάκι ήταν απλά η πύλη απ’ όπου απέκτησε ύπαρξη, αλλά όχι μορφή, το πνεύμα. Ήταν αόρατο, αλλά έκανε την παρουσία του αισθητή μέσω εναλλαγών στη θερμοκρασία γύρω του και μέσω ρευμάτων αέρα που κατέκλυζαν ξαφνικά το χώρο. Το φάντασμα που γεννήθηκε απ’ το χώμα ήταν εδώ, δίπλα μου, και στην αρχή δε με φόβιζε καθόλου, μονάχα δέος και θαυμασμό μου προκαλούσε. Υπέθεσα ότι, έχοντας μόλις γεννηθεί, θα ήταν κενό από γνώσεις και πληροφορίες, μια λευκή κόλλα χαρτί. Κι έτσι κάθισα να του διδάξω κάποια πράγματα, με ανορθόδοξους τρόπους, όπως πχ να του δείξω πως ανάβει μια φωτιά στο τζάκι μου. Μα το φάντασμα αυτό, άγνωστο πως, αφού και στις οδηγίες του βιβλίου ήταν σαφές πως δεν επρόκειτο για κάποιο αρχαίο πνεύμα μα για μια νέα, καθαρή ύπαρξη, γνώριζε ήδη αρκετά. Σκορπίζοντας τη σκόνη του γραφείου μου σχημάτιζε λέξεις και φράσεις, όπως «γεια» και «τι κάνεις». Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε καμία προσωπική πληροφορία να μου δώσει. Όταν το ρώτησα αν είχε όνομα μου έγραψε «δεν ξέρω», όταν το ρώτησα το σκοπό του το ίδιο. Όταν το ρώτησα πως ήξερε να γράφει στη γλώσσα μου, πάλι η απάντηση του ήταν «δεν ξέρω». Ήξερε τόσα πολλά κι όμως δεν ήξερε τίποτα. Ήταν λες και έφερε γνώσεις μέσα του που το ίδιο δεν είχε αποκτήσει ποτέ του, απλά υπήρχαν γραμμένες στο γενετικό του κώδικα, αν υποθέσουμε δηλαδή ότι διέθετε κάτι τέτοιο. Ήταν περίεργο και ανατριχιαστικό συνάμα. Ανά στιγμές σχημάτιζε πάνω στη σκόνη φράσεις σαν στίχους βγαλμένους από κάποιο σπάνιο, πανέμορφο ποίημα, κι άλλες φορές απλά έγραφε ασυναρτησίες. Ήταν δύσκολο να πιάσω όμως κουβέντα μαζί του, αδύνατο μάλλον, γιατί όποτε το ρωτούσα κάτι, οτιδήποτε, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια. «Δεν ξέρω». Μετά από μια περίοδο, ένα μήνα περίπου, το είχα βαρεθεί. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα μαζί του, δε μπορούσαμε να συζητήσουμε, δε μπορούσαμε να πάμε μια βόλτα, να του δείξω μια ταινία, να του διαβάσω ένα βιβλίο, τίποτα. Όποτε είχα προσπαθήσω να του διδάξω κάτι εκείνο έμοιαζε να με αγνοεί. Δεν έκανε καμία αλλαγή στη θερμοκρασία του χώρου, ούτε έγραφε τίποτα στη σκόνη, ακόμα κι αν του έκανα κάποια ερώτηση. Δεν είμαι σίγουρος αν με αγνοούσε ακριβώς βέβαια, γιατί, για την ακρίβεια, δεν ήξερα καν αν βρίσκεται μαζί μου στο σπίτι. Μπορεί και να φευγε ξαφνικά, να πήγαινε μόνο του βόλτα, δεν έχω ιδέα. Κι όταν μου έκανε αισθητή την παρουσία του και το ρωτούσα αυτό το πράγμα, αν δηλαδή έλειπε απ’ το σπίτι, πάλι η ίδια απάντηση πάνω στη σκόνη. «Δεν ξέρω». Ε τι να έκανα; Σταμάτησα κι εγώ ν’ ασχολούμαι και να του δίνω σημασία. Βαρέθηκα. Λογικό δεν είναι; Αφού δεν μπορούσα να το μελετήσω έστρεψα τις έρευνές μου σε άλλη μέθοδο δημιουργίας κι άρχισα να το αγνοώ. Μέχρι σήμερα. Ξύπνησα τα χαράματα νιώθοντας ένα φρικτό κάψιμο στο στέρνο. Ένιωθα πως ο κορμός μου, όλο μου το σώμα, σιγά-σιγά παρέλυε. Μια τρομακτική υπόθεση μου ρθε αμέσως στο μυαλό, πως το φάντασμα είχε άμεση σχέση μ’ όλο αυτό. Σηκώθηκα όρθιος κι άρχισα να του φωνάζω, να το ρωτάω αν είναι εδώ. Καμία απάντηση. Μα ήταν σαφές. Οι αλλαγές της θερμοκρασίας που μέχρι πρότινος δημιουργούσε στο δωμάτιο, τώρα συνέβαιναν στο κορμί μου. Το άυλο πνεύμα καταλάμβανε με τρόπο επώδυνο το σώμα μου. Σα να χα πιει κώνειο, ένα αίσθημα παράλυσης εξαπλωνόταν απ’ το στήθος μου προς τα έξω. Μα γινόταν αργά, πολύ αργά, και βασανιστικά. Πανικοβλήθηκα. Δεν ήξερα πως ν’ αντιδράσω. Μπήκα να κάνω ένα παγωμένο ντουζ, όσο με κράταγαν ακόμα τα πόδια μου. Παρά τους πόνους κατάφερα λίγο να ηρεμήσω, να σκεφτώ πιο καθαρά τα επόμενα βήματά μου. Επέστρεψα στο δωμάτιο μου και είδα το αγαλματάκι να έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια. Σκέφτηκα μήπως η πιο λογική λύση ήταν να αυτοκτονήσω πριν το φάντασμα με καταλάβει ολόκληρο. Μα δεν το τόλμησα, με κράτησε πίσω όχι μόνο η δειλία μου αλλά και η ακατανίκητη περιέργεια μου. Αποφάσισα να γράψω αυτό το σημείωμα. Θέλω να πιστεύω πως κάποιος θα το διαβάσει. Δεν ξέρω τι θ’ απογίνω. Δεν ξέρω τι θα συμβεί, αν θα συνεχίσω να υπάρχω ή όχι, αν το πνεύμα θα πάρει την ταυτότητα μου και θα γίνει εγώ ή αν απλά θα ζήσει ως νέα συνείδηση μέσα στο παλιό κορμί μου. Φοβάμαι πολύ. Και πονάω. Μα δε μπορώ πλέον να κάνω κάτι άλλο. Αυτή τη στιγμή ελέγχω και μπορώ να κουνάω κατά βούληση μόνο το κεφάλι μου, απ’ το λαιμό και πάνω, τους καρπούς, τις παλάμες μου, τους αστραγάλους και τα δάχτυλα των ποδιών μου. Όλα τ’ άλλα ανήκουν στο φάντασμα πια. Δεν έχω πολύ χρόνο. Όταν με βρείτε και το διαβάσετε αυτό κάντε ό,τι νομίζετε. Δεν ξέρω τι να σας πω. Μονάχα μια προειδοποίηση, μην ανοίξετε ποτέ αυτό το καταραμέν

Πρώτη σκηνή (Η. Η.)

Εγώ στην κουζίνα. Ετοιμάζω το μεσημεριανό μας. Εσύ στο δωμάτιο. Εγώ μαυρισμένη από το χρώμα σου και εσύ γελάς σαν να αντικρίζεις για πρώτη φορά τη χαρά. Και μετά πάλι σιωπηλός. Μπροστά στο τζάκι. Στο σαλόνι. Δε βγάζεις λέξη. Πως περιμένεις να καταλάβω τι ζητάς. Ή θα μιλήσεις ή θα πεθάνεις. Και σωριάζεσαι πάλι πάνω στον καναπέ. Σωριάζεσαι βαρύς, κλειστός. Διαρκώς σκοτεινιασμένος. Και εγώ σε κουβαλάω και τρέχω για να προλάβω. Τρέχω για να μη με καταλάβεις. Κρατάω κρυφά τις σταγόνες. Αχ θα με γδάρεις αν με δεις. Θα με γδάρεις ζωντανή και μετά θα κλαις ξανά για αυτό το έγκλημα που διαπράττεις κάθε μέρα. Πάνε χρόνια όμως που δε με αναγνωρίζεις. Πάνε χρόνια που μου έδωσες μία και εγώ σώπασα στην άκρη μου για να σε αφήσω να ανθίσεις. Αλλά εσύ δε μπορείς να ανθίσεις εδώ πέρα. Εγώ καλυμμένη μέχρι το κεφάλι από τους φόβους σου που έγιναν δικοί μου. Κι όμως. Άλλη μια μέρα που προσπαθώ να σε σώσω και εσύ δε παίρνεις μάτι. Πίσω στην κουζίνα πάλι. Αν καταφέρω να ρίξω τις σταγόνες μέσα στο φαγητό σου θα έχουμε μια ήσυχη μέρα. Ίσως κουβεντιάσουμε για πρώτη φορά. Ίσως παίξουμε μαζί στην αυλή. Ίσως κάτσεις να μου μάθεις τα πρώτα μου γράμματα. Ξανά. Ξανά εγώ στα πέντε μου. Και εσύ ξανά ο ίδιος. Και ο κρύος ιδρώτας με έχει κάνει μούσκεμα. Σφίγγω στα δάχτυλά μου τη σωτηρία σου. Και επιτέλους την τολμάω. Τρέμω. Τρέμω πολύ που θα σε σκοτώσω μια μέρα. Τρέμω τώρα γιατί θα ήθελα να με βλέπεις να το κάνω. Τρέμω για τη ζωή σου που είναι στα χέρια μου. Ζωή σε κομμάτια που αιμορραγούν ασυναρτησίες και με τσακίζουν. Όπως και να χει τα καταφέρνω στο τέλος της ημέρας. Πέφτει η πρώτη σταγόνα. Και μόλις σκότωσα ένα κομμάτι μου. Αλλά δεν μ άκουσες ποτέ να πέφτω. Πέφτει και η δεύτερη. Αυτή τη φορά εσύ θα τη πληρώσεις τρώγοντας αυτό που σου σερβίρω. Για ένα καλό που δε το βλέπεις να συμβαίνει. Για ένα δικό σου καλό που παραμένει ακατόρθωτο. Και εμείς αυτοί που δεν το καταφέραμε.

Μενέλαος (Κρέμας)

Μενελάου προοίμιο ή ομηρικόν. Τραγούδησε μου Μούσα τον άντρα τον αφελή που εγκλωβίστηκε στην πολύχρυση Τροία έτη 10 και του έλαχε γυναίκα άπιστη και αδελφός αγύρτης. Μετά την άλωση της Τροίας βρέθηκε ναυαγός στην Κρήτη και την Αίγυπτο, και ως μισθοφόρος κούρσεψε νέες πόλεις, όχι όμως σαν βασιλιάς- τοπάρχης πλέον της Λακεδαίμονος, μα σαν υποτακτικός. Πες μας Μούσα τα πάθη του μεγάλου αδικημένου, του τραγικότερου των Ατρειδών των χιλιοτραγουδισμένων. Μέρα γεμάτη ήλιο στην Κάτω Αίγυπτο σε μικρή απόσταση από το Λιμάνι του Φάρου, στην τοποθεσία όπου σήμερα βρίσκεται η Αλεξάνδρεια. Μέρα γεμάτη ήλιο και εργασία, που για άλλους αποτελεί τις υποθέσεις του κράτους, για άλλους εμπορικές συναλλαγές, για άλλους τον πόλεμο. Πάνε λίγα χρόνια από την κατάρρευση των πολιτισμών του Αιγαίου και την επακόλουθη εισβολή των λαών της Θάλασσας στην εύφορη ημισέληνο. Αυτή τη μέρα την γεμάτη λιοπύρι και αίμα από την προχθεσινή μάχη εναντίον των λαών της θάλασσας μια ολιγάριθμη ομάδα Αχαιών μισθοφόρων, ανήκοντες επίσης στην θολή κατηγορία των Λαών της Θαλάσσης, βαδίζει προκειμένου να παραταχθεί στη μάχη επικουρώντας τον τοπικό αιγυπτιακό στρατό του Λιμενάρχη Τάρου εναντίον Λυκίων και Κύπριων επιδρομέων. Αρχηγός του Αχαϊκού σώματος είναι ένας άντρας γύρω στα 50, πρόωρα γερασμένος με αραιά μαλλιά και ξέθωρα γαλάζια μάτια, αδύνατος, καθόλου όμορφος και σκυθρωπός. Φοράει μια φθαρμένη εξάρτηση υστερομυκηναϊκού τύπου τα απομεινάρια της οποίας μαρτυρούν μια για πάντα ίσως απολεσθείσα υψηλή κοινωνική θέση. Πάνω στο άρμα αφού έλαβε το πρόσταγμα έδωσε εντολή για έφοδο στη μάχη.Τα δυο ασκέρια σμίξανε με δόρατα βέλη και πέτρες να εκτοξεύονται από τους ακροβολιστές των αντίπαλων παρατάξεων. Σύντομα δόρατα και ξίφη ενώθηκαν, άντρες θερίστηκαν σαν στάχυα και τελικά οι επιδρομείς απωθήθηκαν και υποχώρησαν άτακτα με τους αρματηλάτες και τους τοξότες καταδιώκουν. Οι Αχαιοί μισθοφόροι, οι οποίοι είχα ηττηθεί προ πενταετίας από τον στρατό τον οποίο ήμερα υπηρετούσαν ερχόμενοι στην Αίγυπτο ως επιδρομείς σαν τον στρατό που νίκησαν, πληρώθηκαν με επιπλέον λάφυρα και χρυσάφι από τον Τάρο, άμεσο εντολοδόχο του Φαραώ Θεοκλύμενου, γιο του θρυλικού Ραμσή Β΄ που νίκησε τους Χετταίους στην Μάχη του Καντές. Κατά το απόγευμα οι Αχαιοί αποσύρθηκαν στο στρατόπεδο τους σε μικρή απόσταση από την πόλη. Οι επιδρομές υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να μην σταματήσουν και οι Λυκιοκύπριοι να επανέλθουν ενισχυμένοι. Ο Τάρος λοιπόν έσπευσε να συζητήσει με τον πολέμαρχο τυχόν συνέχεια της συνεργασίας τους, η οποία εδώ που τα λέμε δεν ήταν και τόσο ελεύθερη όσο φαινόταν. Συνάντησε τον αρχιμισθοφόρο στην σκηνή του όπου γευμάτιζε με άζυμο σημιτικό ψωμί και αποξηραμένα φρούτα, όπως χουρμάδες και σύκα, εδέσματα πολύ οικεία στην χώρα που κάποτε διαφέντευε. «Ξένε,» λάλησε ο Τάρος. «Ήρθα να συζητήσουμε τα σχετικά με την ανανέωση της θητείας σας σε εμάς.» «Παρακαλώ, κόπιασε άρχοντα μου,» απάντησε ο πολέμαρχος, στα ικανοποιητικά για τον χρόνο παραμονής του Αιγυπτιακά, μα με πελοποννησιακή προφορά. «Εκείνο που θέλω σε περίπτωση ανανέωσης της συνεργασίας μας είναι μια μοίρα, έναν στολίσκο δηλαδή, αξιόμαχων και καλοκατασκευασμένων πλοίων προκειμένου να επιστρέψουμε στην πατρίδα μας. Έστω και αν αυτό συνεπάγεται μείωση των μισθών μας. Ζητάω πολλά;» «Όχι φίλτατε,» αποκρίθηκε ο Τάρος. «Αν και δε νομίζω οι τριτσκατάρατοι να επιστρέψουν. Θα εισηγηθώ να πάρετε να πλοία το συντομότερο δυνατόν και θα σε ενημερώσω σχετικά με το κόστος. Αλλά αλήθεια. Πώς ονομάζεσαι; Έναν χρόνο τώρα που πολεμάμε μαζί δεν είχαμε την ευκαιρία να συστηθούμε ή να συζητήσουμε για κάτι άλλο πέραν από τον διακανονισμό των λαφύρων και την ετοιμότητα των στρατιών.» «Κάθισε παρακαλώ αν έχεις χρόνο. Μεγαπένθη! Φέρε κρασί να κεράσουμε τον φίλο μας μαζί με εκλεχτό μεζέ!» Αφότου σερβιρίστηκαν ο Αχαιός ξεκίνησε την εξιστόρηση. «Αχ. Ονομάζομαι Μενέλαος της Λακεδαίμονος, του βασιλικού οίκου των Ατρειδών από τις Μυκήνες.» Άναυδος και φανερά εντυπωσιασμένος ο Τάρος τον διέκοψε. «Μα αυτό σημαίνει ότι έλαβες μέρος στην πολιορκία της Τροίας; Στην μεγαλύτερη σύγκρουση που είδε ποτέ ο κόσμος;» «Ναι άρχοντα μου. Και αυτή είναι η ιστορία μου, ο νόστος και η γνώμη μου για το τι συνέβη. Εν αντίθεση με ό,τι λέγεται, η πολιορκία δεν διήρκεσε δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια διήρκεσε συνολικά ο πόλεμος αθροιστικά μαζί τα διάφορα στάδιά του. Αρχικά επρόκειτο για συνοριακές συγκρούσεις στην ακτογραμμή της Μικράς Ασίας μεταξύ Ροδίων και Κρητών από την μια μεριά, Κάρων, Λυκίων και Τρώων από την άλλη, λόγω της υπερφορολόγησης των προερχόμενων από τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας πλοίων και λόγω της αυξημένης πειρατείας που η κατάρρευση των δικών σας βασιλείων επέφερε. Τον τρίτο χρόνο της σύγκρουσης εξήλθαμε εμείς στον πόλεμο προς υποστήριξη των Νησιωτών και τότε η σύγκρουση κλιμακώθηκε. Βρισκόμουν σε εντεταλμένη υπηρεσία βλέπεις μαζί με μισθοφόρους από την Πύλο, τις Μυκήνες, την Αρκαδία και την Αθήνα. Οι δυο αντίπαλοι συνασπισμοί πραγματοποιήσαμε απόβαση στην Λέσβο και οι Τρώες με τους Λύκιους κατέλαβαν, ενώ επιδρομές εκατέρωθεν πραγματοποιήθηκαν και στην Χίο. Τον έβδομο χρόνο αιματοχυσίας καταναυμαχήσαμε σε σημείο εκμηδένισης το τρωικό ναυτικό στα στενά της Λέσβου, ωστόσο ο στρατός τους παρέμενε ισχυρός και εμείς είχαμε εγκλωβιστεί στο μεγάλο αυτό νησί. Έτσι υπογράψαμε ετήσια εκεχειρία με πιθανή μελλοντική σύναψη αμοιβαίας ειρήνης και εμπορικής συνεργασίας και κόπασε ο σκοτωμός για έναν χρόνο. Τον όγδοο χρόνο έστειλα κήρυκες στην Τροία για αποστολή πρεσβείας από τον Βασιλιά της, τον Πρίαμο. Έτσι, εκείνος έστειλε τον γιο του τον Πάρη, έναν αργόσχολο ερωτύλο που μέχρι τότε ήταν γενικός επόπτης των βασιλικών αιγοπροβάτων στην Ίδα. Ήρθε λοιπόν στην Σπάρτη ο μορφονιός, η ειρήνη, παρά της αντιρρήσεις του αδελφού μου του Αγαμέμνονα στον οποίον χρωστούσα την θέση μου ως βασιλιάς και στον οποίο πλήρωνα ετήσιο φόρο, επιτεύχθηκε. Ωστόσο, ο Πάρης, ως γνωστών, κλέφτηκε με την γυναίκα μου, την Ελένη της Σπάρτης, και πήγαν στην Τροία εν όσο εγώ έλειπα στην κηδεία του πατέρα μου στο Άργος.» «Και ήταν η Ελένη τόσο όμορφη όσο τα κουτσομπολιά λένε Μενέλαε;» «Ναι» απάντησε εκείνος, χαϊδεύοντας όσα μαλλιά του είχαν απομείνει, ξανθά μαζί με άσπρα. «Όμορφη, πανέμορφη, μα ψυχρή, κρύα και απροσπέλαστη. Δεν την ήθελα .Ο κακορίζικος ο αδελφός μου μου την φόρτωσε προκειμένου να ελέγξει του πορτοκαλεώνες της Λακωνίας και το λιμάνι της το Γύθειο. Εκείνη ήταν 15 και εγώ μόλις ζύγωνα τα 30 τότε, έχουν περάσει πλέον 25 χρόνια. Με απατούσε συστηματικά με διάφορους εραστές, αλλά δεν μιλούσα, βλέπεις ο Αγαμέμνων ως μεγαλύτερος και ισχυρότερος ουσιαστικά με διόρισε βασιλιά και αδυνατούσα να του αντιταχθώ. Όταν έφυγε με τον Πάρη ο αδελφός μου βρήκε την τέλεια αφορμή και ευκαιρία που ζητούσε προκειμένου να κυριεύσει τα στενά των Δαρδανελλίων για να ελέγχει τον μοναδικό εμπορικό θαλάσσιο δρόμο προς την Κιμμερία, την Ταυρίδα και την Κολχίδα. Καταλαβαίνεις Τάρε τι συνέβη;Έπεσα θύμα εκμετάλλευσης από γυναίκα, αδελφό, θεούς και μοίρα. Έτσι λοιπόν, συγκεντρώσαμε στρατό και στόλο στην Αμβλίδα το 8 προς 9 έτος. Πολλές ζωές καταστράφηκαν στον πόλεμο αυτό. Πολλοί ήρωες έλαβαν μέρος σε αυτόν, άλλοι ως υποτελείς, άλλοι με άμεσο συμφέρον, άλλοι από ματαιοδοξία, άλλοι από πατριωτισμό. Ο Αγαμέμνονας θυσίασε την κόρη του την Ιφιγένεια, το ίδιο του το παιδί, προκειμένου να φυσήξει άνεμος να φύγει η Αρμάδα. Ο Αχιλλέας, ο Βασιλιάς των Μυρμιδόνων σήκωσε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων μαζί με τον ξάδελφό του, τον Αία τον Τελαμώνιο. Είχε φιλονικήσει μάλιστα με τον Αγαμέμνονα για μια σκλάβα, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί απ την μάχη με ολέθριες για μας συνέπειες. Τελικά επανήλθε στην μάχη μετά τον θάνατο του Πάτροκλου, του «Φίλου του», από τον Έκτορα, του αξιότερου των Τρώων, για να πεθάνει και ο ίδιος αργότερα από τον Πάρη, αυτόν τον δειλό και ακόλαστο, με δόλια μέθοδο. Τον τελευταίο δεν κατάφερα να τον σκοτώσω εγώ μα ο Φιλοκτήτης. Άλλες προσωπικότητες που έλαβαν μέρος ήταν ο σοφός Νέστορας, παλιός αργοναύτης και κενταυρομάχος, βασιλιάς της Πύλου, του δεύτερου μετά τις Μυκήνες ισχυρότερου βασιλείου, και ο πανούργος Οδυσσέας, χάρις τον οποίο με το τέχνασμα του δούρειου ίππου πήραμε την Τροία τον δέκατο χρόνο του πολέμου, που η τύχη του αγνοείται.» «Και τι έγινε κατά την Άλωση της Τροίας;» ρώτησε ο Αιγύπτιος ηγεμόνας και εργοδότης του μισθοφορικού σώματος Λακεδαιμονίων και Κρητών. «Τι θες να έγινε Τάρε; Ακολουθήσαμε την πάγια τακτική που επιβάλλεται για πολιορκούμενες πόλεις που δεν συνθηκολογούν. Σκοτώσαμε τους άντρες, βιάσαμε τις γυναίκες και λεηλατήσαμε τα ανάκτορα. Κατόπιν πυρπολήσαμε την πόλη και μοιραστήκαμε τα άψυχα και έμψυχα λάφυρα. Ακόμα με στοιχειώνουν οι μνήμες αυτής της υπερδεκαετούς σύγκρουσης, της μεγαλύτερης που είδε ποτέ ο κόσμος!» Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του πάλαι ποτέ ηγεμόνα. «Εσύ ως αυτόνομος βασιλιάς και εφόσον δεν αγαπούσες την Ελένη γιατί συμμετείχες στον πόλεμο και δεν πρόσεξες το κράτος και την κόρη σας;» «Σφάλεις. Ήμουν ημιαυτόνομος και δέσμιος των Μυκηνών από κάθε πλευρά. Αλλά δεν είμαι άμοιρος ευθυνών, θεώρησα το φευγιό της γυναίκας μου με έναν μικρόψυχο σαν τον Πάρη μέγιστη ατίμωση και αποζητούσα εκδίκηση. Ο Πάρης και η Ελένη ταίριαζαν τώρα που το σκέφτομαι. Ήταν και οι δυο ανεύθυνοι, επιρρεπείς στην ακολασία και νάρκισσοι. Έσειραν τις χώρες τους στον πόλεμο και την καταστροφή. Αλλά καλοί ήμασταν και εμείς. Ορθώς είχε πει ο Θερσίτης από την Κόρινθο, ειρωνευόμενος, ότι ευτυχώς που καταλάβαμε την Τροία και προκόψαμε. Οι χώρες μας την επόμενη της άλωσης ρημάζονταν από εξεγέρσεις και επαναστάσεις, τις οποίες δεν προκάλεσαν κάποια θολά και κακόβουλα ξένα κέντρα, αλλά οι αριστοκράτες και οι δούλοι τους μαζί με τον λαό που πεινούσε ενώ η δημογραφική και οικονομική κρίση είχε λάβει άνευ προηγουμένου ανεξέλεγκτη ροπή. Εγώ έφυγα με την πρώτη ομάδα μια εβδομάδα μετά την Άλωση, μαζί με τον Οδυσσέα, τον Μέγη, τον Αία τον Οϊλειο, τον Αγαπήνορα, τον Ιδομενέα και τον Μηριώνη. Στον δρόμο όμως μας βρήκε θαλασσοταραχή και ο στόλος σκορπίστηκε. Η Ελένη έπεσε, άγνωστο πως στην θάλασσα και πνίγηκε. Πολλά πλοία και πολλοί άξιοι άντρες χάθηκαν στα κύματα, και σαν να μην έφτανε αυτό ζυγώνοντας στο Άργος κάποιος έστειλε λάθος σήμα με φρυκτωρία και μέγα του στόλου μέρος κατακρημνίστηκε στους βράχους. Με τα πολλά βρέθηκα στην έρημη και ρημαγμένη Κρήτη και από εκεί εδώ. Η συνέχεια είναι γνωστή. Ξέρεις κάτι; Οι ραψωδοί που τραγουδούν τα κατορθώματά μας ίσως τα παραλλάξουν, ίσως πουν πως ο πόλεμος έγινε για την ζωή μιας γυναίκας, ξεχνώντας ότι η αντρική ζωή είναι η μακράν πιο αναλώσιμη στον κόσμο. Αφήστε τους να πουν ότι βάδισα πλάι σε γίγαντες, ότι υπήρξα αυταρχικός σύζυγος ή κατακτητής. Αφήστε όμως και την δική μου μαρτυρία να αποτυπωθεί, διότι η αλήθεια έχει συχνά διπλή ή και πολλαπλή όψη και η ιστορία δεν γράφεται μονάχα με έναν τρόπο.» «Ενδιαφέροντα και διαφωτιστικά τα όσα μου είπες Μενέλαε. Μα και εξίσου θλιβερά. Ειλικρινά δεν περίμενα ότι ο Τρωικός πόλεμος είχε τόσο πεζά και καθόλου ηρωικά κίνητρα.» «Μα ο ηρωισμός έρχεται στο τέλος, Τάρε. Πρώτα κυριαρχεί ο φόβος και το άγχος.» «Πρέπει να φεύγω. Αύριο πέρνα από το παλάτι να συζητήσεις για τα σχετικά με την παραλαβή των πλοίων, όμως σε εκλιπαρώ μην πεις ότι είσαι Αχαιός, ο Φαραώ σας εχθρεύεται, για άγνωστο λόγο. Πάρε αυτή την επίσημη βούλα και πήγαινε εκ μέρους μου. Δεν απαγορεύεται, όπως θα έχεις καταλάβει, να κυκλοφορείτε γενικά, αλλά ειδικά μέσα στα ανάκτορα.» «Ευχαριστώ θερμά. Αύριο το πρωί θα ροβολήσω για το παλάτι. Καληνύχτα.» Το επόμενο πρωί ο Μενέλαος μόνος, χωρίς συνοδεία, καβάλησε ένα άλογο και πήγε στην πόλη, αφήνοντας τους άντρες του να ξεκουραστούν και να πενθήσουν τους νεκρούς. Ήταν ξακουστός για την, υπερβολική ενίοτε, πονοψυχιά του. Ενθυμούμενος την υπόδειξη του Τάρου δεν θα αποκάλυπτε την καταγωγή του. Ωστόσο, φτάνοντας στο παλάτι, για κάποιον ανεξήγητο και μυστηριώδη λόγο συνειδητοποίησε ότι δεν φρουρούνταν παρά μόνο από μια χούφτα στρατιώτες στο προαύλιο και λίγους δούλους στον προθάλαμο. Μια μεσήλικη σκλάβα, στην οποία απηύθυνε τον λόγο, τον ενημέρωσε ότι ο Θεοκλύμενος είχε μάθει ότι ο άντρας της ευνοούμενης του, που του την εμπιστεύτηκε ως φιλοξενούμενη μα όχι ως νύφη ο πατέρας του, είχε φτάσει, άγνωστο πως, στην χώρα και σύσσωμος ο στρατός κατόπιν σχετικής επιπόλαιης διαταγής κινητοποιήθηκε για να τον βρει και να τον σκοτώσει. Ο Μενέλαος απορημένος μα και βιαστικός για τις δουλειές του που εκκρεμούσαν εισήλθε ανενόχλητος στο παλάτι και συναντήθηκε με μια πολύ γνώριμη, αν και γερασμένη από τα χρόνια, γυναικεία φυσιογνωμία. Πλησίασε καλύτερα να δει και αντίκρισε την αφορμή του τρωικού πολέμου και την αιτία του προσωπικού του δράματος και νόστου. Την Ελένη, ή έστω κάποια που παρουσίαζε τρομακτική, παρότι μεγαλωμένη από τα χρόνια, ομοιότητα με εκείνη. «Όχι ρε γαμώτο! Λες; Ουφ… Πότε θα τελειώσουν τα βάσανά μου; Κάντε θεοί να μην είναι εκείνη.» Η συνέχεια βαριά βαριά στην Ελένη του Ευριπίδη.

Για ένα συκώτι (Άλεξ Κοάν)

Με πήρε τηλέφωνο μετά από τέσσερα χρόνια. Ούτε τον είχα δει, ούτε τον είχα ακούσει τόσο καιρό, αλλά εκείνη την Κυριακή με πήρε τηλέφωνο. Δεν απάντησα, το άφησα να χτυπάει. Το καθίκι είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης και τώρα ξαφνικά με θυμόταν. Αλλά δεν πάει έτσι, όποτε του καυλώσει, όχι. Ούτε στην κηδεία της μάνας μας δεν είχε έρθει. Και τώρα τι; Να με πάρει να μου πει τι δηλαδή; Να μου ζητήσει δανεικά; Με τίποτα, δεν του δίνω φράγκο. Να πα να γαμηθεί, είναι Κυριακή και θέλω να ξεκουραστώ, και στο κάτω-κάτω δε θέλω καμιά σχέση μαζί του. Αφού αυτός μας παράτησε και μας διέγραψε, τότε κι εγώ δεν έχω να του πω τίποτα, ούτε και θέλω να τον ακούω. Αργότερα το μετάνιωσα. Στην τελική ήταν ο μικρός μου αδερφός. Κι αν είχε πραγματικά κάποια μεγάλη ανάγκη, τότε έπρεπε τουλάχιστον να τον αφήσω να μου την πει. Ναι, αυτός μπορεί να μας είχε γράψει στ’ αρχίδια του, αλλά εγώ δεν ήμουν σαν κι αυτόν. Τον πήρα πίσω. «Στέλιο;» ρώτησα αμήχανα όταν το σήκωσε. «Ερρίκο, εσύ;» έκανε εξίσου αμήχανα. «Εγώ. Με πήρες τηλέφωνο;» «Ναι, ναι, σε πήρα.» «Α… Όλα καλά;» «Καλά… ε, δηλαδή… όχι και τόσο… άκου, πρέπει να βρεθούμε. Πρέπει να σου μιλήσω.» Δανεικά θα ήθελε το λαμόγιο, ήμουν σίγουρος, ποιος ξέρει που σκατά είχε μπλέξει πάλι. Αλλά έκανα το κορόιδο. Ήθελε μπινελίκι κανονικά, έπρεπε να του ρίξω πολύ βρισίδι, αλλά το μάσησα. Ούτε καν ρώτησα που είχε χαθεί τόσα χρόνια. Είπα μόνο: «Εντάξει, να βρεθούμε. Πότε και που;» Κανονίσαμε για Τετάρτη βράδι, σ’ ένα παρακμιακό μπαράκι κοντά στην παλιά μας γειτονιά, στα κάτω Πατήσια. Για τον Στέλιο να σας πω τι παραπάνω; Όπως είπα τον είχα χάσει εντελώς για τέσσερα χρόνια, ούτε ήξερα που βρισκόταν, τι έκανε, τίποτα. Φαντάζομαι τα ίδια που έκανε όλη του τη ζωή, θα έπινε, θα εθιζόταν σε όποια μαλακία έβρισκε, θα έχανε τα λεφτά του στο τζόγο, θα έκανε τίποτα μικροκλοπές και μικροαπατεωνιές για να επιβιώσει και τα λοιπά. Γενικότερα θα συνέχιζε να καταστρέφει τη ζωή του με όποιον τρόπο μπορούσε και θα πλήγωνε όποιον νοιαζόταν πραγματικά για κείνον. Όπως πχ τη μάνα μας, που πέθανε πριν μια τριετία. Και ούτε καν εμφανίστηκε στην κηδεία της. Ούτε καν αυτό. Στ’ αρχίδια του όλα. Συναντηθήκαμε στο μπαρ και ήταν, πραγματικά, σε κακό χάλι. Αξύριστος, άπλυτος, βρωμοκοπούσε λίγδα, τσιγάρο και αλκοόλ, με ρούχα κουρέλια και κάτι μάτια λες κι είχε γυρίσει από βομβιστική επίθεση στη Βαγδάτη, λες κι είχε δει πεντακόσια διαμελισμένα πτώματα να πέφτουνε στα πόδια του, με μαύρους κύκλους και γεμάτα απελπισία κι απόγνωση. Σκέφτηκα ότι θα χε χάσει πολλά, πάρα πολλά, θα χε μπλέξει με τοκογλύφους και ποιος ξέρει τι άλλους απατεώνες, θα χρωστούσε τα κέρατά του και ίσως και να απειλούταν ακόμα κι η ζωή του. Σ’ αυτό το τελευταίο μόνο είχα πέσει μέσα. Στην αρχή η κουβέντα ήτανε άβολη, πολύ άβολη. Ήθελα να τον βρίσω, αλήθεια, ήθελα να του πω “ρε μαλακιστήρι, τέσσερα χρόνια είχες εξαφανιστεί, ο πατέρας μας είχε τρελαθεί μέχρι που τελικά τον έπεισα να σε διαγράψει, και τώρα ξαφνικά με θυμήθηκες να μου ζητήσεις λεφτά; Όταν πέθαινε η μάνα μας που ήσουν;”. Αλλά βλέποντας τον σ’ αυτήν την κατάσταση δε μου πήγε η καρδιά. Δε μιλούσε καθόλου, κι ούτε τολμούσε να με κοιτάξει στα μάτια, μόνο έπινε γουλιά-γουλιά τη μπύρα του και περίμενε. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή, μα, μην έχοντας τι να συζητήσω μαζί του, δεν τη βρήκε. Οπότε μου το πε έτσι, απότομα και δίχως πρόλογο: «Ερρίκο, άκου… χρειάζομαι το συκώτι σου.» «Τι;» «Χρειάζομαι το συκώτι σου. Άκου, έχω καρκίνο. Στο ήπαρ, σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Θα πεθάνω, Ερρίκο, άκου, πρέπει να με βοηθήσεις.» «Καρκίνο;» «Ναι, στο ήπαρ, στο συκώτι. Σε τελικό στάδιο. Δεν έχω πολύ χρόνο, ο γιατρός μου είπε έξι μήνες το πολύ. Το πολύ έξι μήνες, Ερρίκο, ακούς; Πρέπει να με βοηθήσεις.» «Πώς; Πότε το μαθες;» «Δεν έχει σημασία, πρόσφατα. Άκου, δε θα ζήσω. Πρέπει να κάνω μεταμόσχευση είπε ο γιατρός, μόνο έτσι θα έχω ελπίδες. Μου είπε πρέπει να βρω δότη, πρέπει να βρω ένα συκώτι συμβατό με τον οργανισμό μου. Αλλιώς θα πεθάνω, είναι σίγουρο.» «Θεέ μου, τι είν’ αυτά που λες;» «Αυτό που σου λέω, Ερρίκο, πεθαίνω! Πρέπει να με βοηθήσεις, πρέπει να μου δώσεις το συκώτι σου, δε γίνεται αλλιώς!» «Ηρέμησε, Στέλιο, ηρέμησε. Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή. Έχεις καρκίνο του ήπατος.» «Ναι, και πεθαίνω.» «Περίμενε. Σε προχωρημένο στάδιο.» «Ναι, πολύ προχωρημένο.» «Σε ποιόν γιατρό πήγες;» «Σ’ έναν, σε δημόσιο.» «Στον Άγιο Σάββα;» «Τι σημασία έχει;» «Έχει.» «Ναι.» «Και τι σου πε ο γιατρός;» «Ότι πεθαίνω.» «Πιο συγκεκριμένα.» «Ότι έχω καρκίνο στο συκώτι, σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Μου έδωσε περίπου έξι μήνες ζωής αν δεν κάνω άμεσα μεταμόσχευση. Αν κάνω έχω ελπίδες, πολλές. Έτσι είπε. Και μετά βέβαια χημειοθεραπείες και λοιπά. Αλλά θα χω πολλές ελπίδες.» «Και ψάχνεις δότη;» «Ναι, συμβατό δότη.» «Και σκέφτηκες εμένα, ε;» «Ερρίκο, άκου, το ξέρω, τα χω κάνει σκατά, ναι, εντάξει. Αλλά τώρα σου μιλάω σοβαρά, θα πεθάνω. Άκου, εσύ θα σαι εντάξει, δε θα πάθεις τίποτα. Μου εξήγησε ο γιατρός, ο δότης ποτέ δεν βγάζει πρόβλημα. Δεν θα πάρουν καν όλο σου το συκώτι, μόνο ένα κομμάτι, ένα μικρό κομμάτι μόνο, κι έπειτα το υπόλοιπο θα ξαναβγεί. Και θα αντικαταστήσουν μ’ αυτό το κομμάτι το δικό μου συκώτι. Κι εγώ θα σωθώ, κι εσύ θα σαι εντάξει, δε θα πάθεις τίποτα.» Του ζήτησα λίγο χρόνο να το σκεφτώ, μου είπε δεν έχει χρόνο, του απάντησα ότι θα του πω οριστικά σε τρεις μέρες, δε μπορούσα νωρίτερα. Με πίεσε και του πα να πάει να γαμηθεί, αν βιαζόταν τόσο να έψαχνε άλλο δότη ή απλά να περίμενε να πεθάνει με τον ίδιο τρόπο που χε ζήσει όλη του τη ζωή – μόνος του και εξαθλιωμένος. Το δέχτηκε. Μου είπε θα περιμένει. Και να μην πω τίποτα στο μπαμπά. Δε θα του έλεγα ούτως ή άλλως. Το σκέφτηκα, το σκέφτηκα πολύ, έψαξα στο ίντερνετ να βρω πληροφορίες, ρώτησα και το γιατρό μου, πως γίνεται η μεταμόσχευση, ποιες οι πιθανότητες επιτυχίας για τον ασθενή, ποιοι οι κίνδυνοι για τον δότη. Δεν ήταν αλήθεια ότι δε θα πάθαινα τίποτα, αντιθέτως θα ταν σχεδόν εξίσου επικίνδυνο για μένα όσο και για τον Στέλιο. Υπήρχε 70% πιθανότητα να παρουσιάσω επιπλοκές στην υγεία μου, κι ένα, μικρό μα όχι αμελητέο, 10% ακόμα και να πεθάνω, από ηπατική ανεπάρκεια ή κάτι παρόμοιο. Κι όσο το σκεφτόμουν τόσο πιο πολύ κατέληγα πως δεν υπήρχε λόγος να ρισκάρω τη ζωή μου γι’ αυτό το ρεμάλι. Κι ας ήταν ο αδερφός μου. Φοβόμουνα. Κι έπειτα, απολύτως αναμενόμενα, μου ήρθε η ιδέα – το πιο λογικό πράγμα που θα σκεφτόταν ο οποιοσδήποτε στη θέση μου. Πήρα το Στέλιο να βρεθούμε στο μπαρ, να το συζητήσουμε. «Το καταλαβαίνω,» μου είπε. «Φοβάσαι. Δίκιο έχεις. Εξάλλου γιατί να ρισκάρεις για να σώσεις εμένα; Εγώ δεν αξίζω τίποτα. Τα χω κάνει σκατά, έχω καταστρέψει τη ζωή μου, σας έχω παρατήσει πόσα χρόνια, γιατί να με βοηθήσεις; Καταλαβαίνω, δεν υπάρχει λόγος.» «Έλα, ηρέμησε. Τα χεις κάνει σκατά, ναι, αλλά δε θα σ’ αφήσω έτσι. Αδερφός μου είσαι στην τελική. Υπάρχει κι άλλη λύση.» «Τι άλλη λύση ρε Ερρίκο; Τι μου λες τώρα; Ξέρεις πόσοι περιμένουν στην ουρά για ένα μόσχευμα; Από ζωντανό, από νεκρό, δεν έχει σημασία. Δε βρίσκεις έτσι απλά ένα συκώτι. Άστο, γάμα το, δεν πειράζει. Άσε με να πεθάνω, δίκιο θα χεις.» «Χαλάρωσε ρε μαλάκα Στέλιο. Το ξέρω ότι δε βρίσκεις έτσι απλά ένα συκώτι, αλλά αν το θέλεις πραγματικά τότε μπορεί και να βρεις.» «Τι θες να πεις;» «Δεν καταλαβαίνεις;» «Όχι.» «Μαύρη αγορά, Στέλιο.» «Τι; Συκώτι απ’ τη μαύρη;» «Ακριβώς. Κοστίζει πολύ βέβαια, ναι, αλλά χαλάλι. Αν μου υποσχεθείς ότι θα σοβαρευτείς και θα κάνεις προσπάθεια να στρώσεις τη ζωή σου θα πληρώσω.» «Το ρωτάς; Ήδη το έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου, αν σωθώ απ’ αυτό θα αλλάξω, αλήθεια λέω αδερφέ μου, θα αλλάξω.» «Ωραία. Τότε θα πληρώσω και θα σου πάρω ένα νέο συκώτι.» «Πώς θα γίνει αυτό;» «Το έψαξα λίγο, πλέον με το ίντερνετ φαίνεται πολύ απλό. Υπάρχει ένα μέρος, μια ιστοσελίδα ή κάτι τέτοιο, που λέγεται deep web. Εκεί μπορείς να ψωνίσεις ό,τι θες, έχει τα πάντα, μέσω bitcoin.» «Μέσω τι;» «Bitcoin, ένα ψηφιακό νόμισμα, δεν το χεις ακούσει;» «Όχι, ποτέ.» «Ναι, τέλοσπάντων, ούτε εγώ ξέρω πολλά απ’ αυτά, δεν τα πολυκαταλαβαίνω κιόλας, άλλα έχω έναν φίλο κομπιουτερά που μπορεί να με βοηθήσει, δε θα ναι και τόσο δύσκολο. Λοιπόν, τι λες; Το κάνουμε έτσι;» «Τι να σου πω ρε Ερρίκο; Αν υπάρχει περίπτωση να τη γλιτώσω έτσι τότε είμαι μέσα.» «Ωραία, εντάξει, θα το βάλω μπρος λοιπόν.» «Ναι, αλλά σύντομα, ε; Δεν έχω πολύ χρόνο.» «Μέχρι μεθαύριο θα το χω κανονίσει.» «Εντάξει. Σ’ ευχαριστώ ρε Ερρίκο. Αλήθεια, σ’ ευχαριστώ.» «Έλα, ντάξει τώρα.» «Όχι, αλήθεια, μου σώζεις κυριολεκτικά τη ζωή. Αλήθεια, αν βγω ζωντανός θα αλλάξω, το ορκίζομαι.» «Εντάξει, σε πιστεύω, φτάνει τώρα. Λοιπόν, έφυγα, θα είμαστε σε επικοινωνία.» «Κάτσε, περίμενε, τα λεφτά που θα τα βρεις;» «Μη σε απασχολεί αυτό.» «Θα ναι πολλά.» «Μη σε απασχολεί σου λέω.» «Άκου, έχω ένα σιγουράκι για την επόμενη βδομάδα, στα άλογα, παίζεις ένα παίρνεις εφτά, μπορούμε να βγάλουμε πολύ χρ…» «Ρε μαλάκα Στέλιο, τι είπαμε; Δεν είπαμε θα αλλάξεις;» «Ναι, θ’ αλλάξω, αλλά αυτό είναι σίγουρο, τελευταία φορά, ίσα-ίσα να βγάλουμε τα απαραίτητα και μετά τέλος.» «Όχι, ξεκόλλα. Σου είπα, μη σε απασχολούν τα λεφτά, θα τα βρω.» «Καλά, όπως θες.» «Τα λέμε.» «Ναι, ευχαριστώ. Τα λέμε.» Η διαδικασία ήταν η εξής: πρώτα έπρεπε να κατεβάσω το tor browser, ένα πρόγραμμα περιήγησης όπως το firefox κι όλα αυτά, μέσω του οποίου όμως θα αποκτούσα πρόσβαση σ’ αυτό που λέμε deep web. Έπειτα έπρεπε να βρω τη σωστή ιστοσελίδα, το σωστό μάρκετ, απ’ όπου θα αγόραζα το ήπαρ. Βρήκα ένα στην τύχη, το οποίο είχε μέσα τόση ποικιλία (από ανθρώπινα όργανα μέχρι όπλα και παιδική πορνογραφία) και τόσους χρήστες που μου φάνηκε έμπιστο. Μπήκα στην κατηγορία των συκωτιών. Είχε αρκετά, κι οι τιμές τους κυμαίνονταν από 20 μέχρι 21 bitcoins. Περίεργο, σκέφτηκα, μου φάνηκαν πολύ φτηνά. Μετά κατάλαβα ότι σε ευρώ αυτό σήμαινε από 140 μέχρι 150 χιλιάδες. Πιο λογικό αυτό, κάπου εκεί τα χα υπολογίσει κι εγώ. Το ν’ αγοράσεις ένα bitcoin ή λιγότερο ήταν σχετικά εύκολο, αλλά όταν μιλούσαμε για τόσα πολλά δυσκόλευε το πράμα. Δε γινόταν απλά να βγάλω απ’ το λογαριασμό μου 140 χιλιάρικα (που, παρεμπιπτόντως, ήταν σχεδόν όλες οι οικονομίες εμένα και της γυναίκας μου) και να τ’ αγοράσω σε bitcoins, θα φαινόταν τέρμα ύποπτο. Έπρεπε να σπάσω κάπως τα λεφτά. Κι έπρεπε, κανονικά, να γίνει αυτό σταδιακά. Μα δεν υπήρχε πολύς χρόνος. Οπότε, μέσα σε τρεις μέρες, έβγαλα όλο το χρήμα και αγόρασα bitcoins αξίας 10 χιλιάδων ευρώ σε 14 διαφορετικά sites-wallets (ψηφιακό πορτοφόλι δηλαδή, όπου θα κρατούσα τα λεφτά μέχρι να τα στείλω στη μαύρη αγορά για το συκώτι). Ε, κι έπειτα μπήκα στο μάρκετ, βρήκα έναν πωλητή αγνώστων στοιχείων και το παρήγγειλα. Στο μήνυμα του έγραψα μόνο τη διεύθυνση και το όνομα του Στέλιου, τίποτε άλλο. Μου απάντησε δυο μέρες αργότερα για να μ’ ενημερώσει ότι παρέλαβε τα φράγκα και την επόμενη θα φευγε το δέμα. Ναι, θα στελνε ένα ανθρώπινο συκώτι μέσω ταχυδρομείου. Μέσα σε φορμόλη ή κάτι τέτοιο, για να συντηρηθεί όσο γίνεται. Μου φαινόταν – και ήταν – τίγκα επικίνδυνο, αλλά δε μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Τουλάχιστον το πακέτο θα ταν εξπρές. Και όντως, έφτασε μετά από μόλις πέντε μέρες. Σε μια χαρτόκουτα με κάτι γραμματόσημα με τη φάτσα του Γκάντι. Και τότε αρχίσαν τα μισόλογα. Είχα μόλις μπει στο σπίτι του Στέλιου – μια τρώγλη στην πλατεία Αμερικής. «Έφτασε;» του φώναξα. «Ναι,» απάντησε λάμποντας. «Και; Είναι εντάξει;» «Ναι, έτσι φαίνεται, μέσα στη φορμόλη. Να, δες το.» Άνοιξε το κουτί και μου το δειξε. «Ωραία, ναι, εντάξει φαίνεται. Κομπλέ, πάμε στο γιατρό;» «Ποιο γιατρό;» «Όπου θες, και στον Άγιο Σάββα, και στον δικό μου, όπου προτιμάς.» «Κάτσε ρε Ερρίκο, πώς θα γίνει αυτό; Θα πάμε έτσι στο γιατρό και θα του πούμε σου φέραμε ένα συκώτι, εγχείρησε με;» «Ε, περίπου, ναι. Πώς αλλιώς;» «Άκου, μην ασχοληθείς άλλο εσύ, ήδη έκανες αρκετά για μένα και το εκτιμώ πολύ. Θα το αναλάβω εγώ. Θα πάρω τηλέφωνο το γιατρό και θα κανονίσω την εγχείρηση για μια μέρα που θα μπορεί. Δε γίνονται έτσι απλά αυτά, είναι πολύ χρονοβόρα επέμβαση, πρέπει να βρεις μια μέρα που θα είναι ελεύθερος ο γιατρός.» «Τι; Τι λες τώρα; Θα σαπίσει το συκώτι μέχρι να μπορέσει ο γιατρός!» «Όχι, μην ανησυχείς, διατηρείται μια χαρά εδώ μέσα.» «Μαλάκα Στέλιο, ξεκόλλα. Τώρα θα πάμε.» «Ρε Ερρίκο, άκου λίγο, δε γίνεται έτσι απλά. Καταρχάς αυτό εδώ είναι ένα συκώτι απ’ τη μαύρη, που ένας Θεός ξέρει ποιο πιτσιρίκι σκότωσαν για να το πάρουν. Δε μπορώ να πάω σ’ έναν οποιονδήποτε γιατρό και να του το δώσω, θα με πάνε φυλακή. Άκου, έχω έναν δικό μου γιατρό, θα το κανονίσω μ’ αυτόν.» «Τι μαλακίες μου λες ρε Στέλιο; Καταρχάς οι γιατροί δε μπορούν να σου κάνουν τίποτα, υπάρχει το απόρρητο.» «Δεν έχει σημασία, είναι ρίσκο.» «Και ποιος είναι αυτός ο γιατρός που ξέρεις;» «Ένας, δικός μου άνθρωπος, έμπιστος, που κάνει τέτοιες δουλείες.» «Μεταμοσχεύσεις συκωτιών;» «Ναι, κι άλλα τέτοια.» «Ρε πας καλά; Το χεις χάσει τελείως;» «Ρε Ερρίκο, ηρέμησε σου λέω, ξέρω τι κάνω. Εμπιστεύσου με μια φορά στη ζωή σου.» «Τι λες ρε βλαμμένε, τι να σ’ εμπιστευτώ; Παίζεται η ζωή σου κορώνα-γράμματα, το χεις καταλάβει; Κάθε λεπτό που περνάει σε φέρνει πιο κοντά στον τάφο κι εσύ μου λες άραξε, θα πάμε αύριο, σ’ έναν γιατρό δικό μου; Είσαι στα καλά σου;» «Ρε γαμώτο, άκουσε με, φοβάμαι. Φοβάμαι να πάω με ένα συκώτι από τη μαύρη σ’ έναν οποιονδήποτε γιατρό και να του πω εγχείρησε με. Φοβάμαι.» «Μα… Ουφ, δεν έχει νόημα. Τσάμπα το συζητάμε τόση ώρα, αφού την έχεις πάρει την απόφαση σου. Εντάξει ρε Στέλιο, όπως θες. Κάντο όπως νομίζεις εσύ.» «Το ξερα ότι θα καταλάβεις, αδερφέ μου.» Όντως είχα καταλάβει. Την είχα πια ψιλιαστεί την όλη φάση. Τα μάσαγε. Τις προάλλες με πίεζε για χρόνο και τώρα, που χε ένα ολοκαίνουριο συκώτι μπροστά του, στη φορμόλη, μου λεγε θα πάει στον γιατρό αύριο. Δε φοβότανε. Όχι. Όταν κρέμεται όλη σου η ζωή από μια κλωστή δε σκέφτεσαι έτσι. Ότι τι δηλαδή θα έκανε ένας κανονικός γιατρός; Θα τον κάρφωνε επειδή του φερε μαύρο συκώτι; Που και να τον κάρφωνε, τι σημασία είχε; Τουλάχιστον θα χε σώσει τη ζωή του. Και ποιος στον πούτσο να ταν αυτός ο γιατρός που έλεγε, ο ‘δικός του’; Ποιος ξέρει τι κωλολαμόγιο θα τανε κι αυτός. Κάτι ύποπτο παιζόταν, ήμουν σίγουρος. Μπήκα στο αμάξι μα δεν έφυγα. Όχι, δε θα τον άφηνα έτσι τον πούστη, κάτι βρώμικο μαγείρευε και θα το ανακάλυπτα. Έκανα μια γύρα στη γειτονιά και πάρκαρα σ’ ένα στενό από πίσω. Περπάτησα και μπήκα σ’ ένα μίνι μάρκετ απ’ όπου είχα θέα στο σπίτι του Στέλιου. Αγόρασα μια μπύρα και ζήτησα απ’ τον Πακιστανό πωλητή να με αφήσει να κάτσω λίγο μέσα, να την πιω. Μου είπε εντάξει. Και κάθισα. Και περίμενα. Κι ήπια κι άλλη μια μπύρα. Κι ύστερα τον είδα να βγαίνει. Και κρατούσε στα χέρια του το πακέτο με το ήπαρ. Προχώρησε προς το παλιό Τογιότα Στάρλετ της μάνας μας. Τι σαράβαλο Θεέ μου, 30 χρονών αμάξι. Κι όμως, ακόμα πήγαινε. Και μάλιστα ο Στέλιος ζήτημα να το χε πάει πέντε φορές για σέρβις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια που το χρησιμοποιούσε, και πάλι, δεν καταλάβαινε τίποτα αυτό το αυτοκίνητο. Τέλοσπάντων, πετάχτηκα και έτρεξα προς το δικό μου αμάξι (ένα Αϊγκο πενταετίας, παρεμπιπτόντως) κι έβαλα γρήγορα μπρος να προλάβω να τον ακολουθήσω. Μετά από κάνα εικοσάλεπτο έφτασε έξω από μια μεζονέτα σ’ ένα περίεργο σημείο, κάπου μεταξύ Μενιδιού κι Άνω Λιοσίων, δεν είμαι σίγουρος, δεν τις ξέρω καθόλου αυτές τις περιοχές. Σταμάτησε και κατέβηκε. Το ίδιο έκανα κι εγώ, αρκετά μέτρα πιο πίσω, σε απόσταση ασφαλείας. Στάθηκα και τον είδα να μπαίνει μέσα, κρατώντας πάντα το δέμα με το ήπαρ στα χέρια. Πλησίασα λίγο. Τρομερά κιτς μεζονέτα, βαμμένη με έντονα χρώματα, κίτρινο και κόκκινο κυρίως, και με κάτι αγάλματα, απομιμήσεις αρχαιοελληνικών γλυπτών, στην αυλή και τα μπαλκόνια του πάνω ορόφου. Και χρυσά κάγκελα. Τέλοσπάντων, περίμενα εκεί, δεν πήγα πιο κοντά, φοβήθηκα μήπως με δει κανείς απ’ το παράθυρο. Ύστερα από λίγη ώρα άνοιξε η πόρτα κι ο Στέλιος βγήκε. Χωρίς το δέμα. Κι αμέσως το κατάλαβα τι είχε παιχτεί. Αλλά δεν αντέδρασα σωστά. Θόλωσα. «Που είναι το συκώτι ρε μαλακισμένε;» «Ωχ! Ερρίκο; Πώς βρέθηκες εδώ;» «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΥΚΩΤΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ;» «Όπα, ηρέμησε, Ερρίκο, χαλάρωσε.» «Ωραία ρε χαμένε, ηρεμώ, να, ηρέμησα. Μίλα τώρα.» «Τι να πω;» «Ρε θα σε γαμήσω ρε!» «Όχι, Ερρίκο, μη, κάτσε, άκου, θα σου εξηγήσω.» «Ακούω.» «Έκανα την εγχείρηση.» «Τι;» «Αυτός ήταν ο γιατρός μου, με εγχείρησε.» «Με δουλεύεις ρε καργιόλη; Μέσα σε πέντε λεπτά; Θα σε σκοτώσω!» «Όχι, Ερρίκο, είναι γρήγορος αυτός, άκου, είναι καλός.» «ΜΙΛΑ ΡΕ ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ!» «Εντάξει, εντάξει, θα σου πω. Πάμε λίγο πιο κει.» «Πάμε στο αμάξι μου.» Πήγαμε. «Ωραία, εντάξει, άκου. Θα στα πω όλα. Ήταν όντως ζήτημα ζωής και θανάτου, δεν σου πα ψέμματα γι’ αυτό. Είχα μπλέξει, είχα μπλέξει άσχημα. Χρώσταγα, πολλά λεφτά, πάρα πολλά.» «Στο τζόγο τα χες χάσει;» «Όχι. Δηλαδή έχασα κάποια κι εκεί, αλλά τα περισσότερα όχι.» «Αλλά;» «Πήγα να στήσω μια μπίζνα. Μπήκα μέσα, έχασα πολλά.» «Τι μπίζνα;» «Μια καφετέρια.» «Άντε γαμήσου ρε, πες την αλήθεια.» «Πουτάνες. Εμπόριο λευκής σαρκός, πώς το λένε; Τράφικινγκ.» «Είσαι σιχαμένος.» «Είμαι, το ξέρω, ναι.» «Και τι έγινε;» «Εγώ είχα αναλάβει να τις φέρω. Νοίκιασα ένα φορτηγάκι, ανέβηκα πάνω, Βαλκάνια, Ρουμανία, Σερβία και τέτοια. Και φόρτωσα μπόλικες, δέκα συγκεκριμένα. Μη ρωτήσεις για το πως και το τι, που βρήκα τις άκρες κι όλα αυτά, δε μπορώ να σου πω. Δεν έχει και σημασία. Και τις έφερα τέλοσπάντων στην Αθήνα. Κι έπρεπε μετά να τις παραδώσω σ’ έναν δικό μου, νταβατζή, ξέρεις.» «Αυτόν εδώ με τα αγάλματα και τα χρυσά κάγκελα;» «Όχι, όχι, άλλο αυτός. Θα σου πω. Τέλοσπάντων, η παράδοση κανονικά έπρεπε να γίνει άμεσα, αλλά ξέρεις τώρα, είχα δέκα γκόμενες στο φορτηγό, μουνάρες όλες τους, ε, είπα να περάσω κι εγώ λίγο χρόνο μαζί τους.» «Και με τις δέκα;» «Ε, ναι, αφού ήταν τ’ όνειρο μου από μικρός.» «Να πας με δέκα;» «Με περισσότερες από μια. Ε και τι να κάνω; Δέκα είχα εκείνη τη στιγμή, γιατί να πάω μόνο με τις τρεις πχ; Καταλαβαίνεις.» «Ας πούμε.» «Και τέλοσπάντων τις έφερα σπίτι και, ε…» «Τι έγινε;» «Μου τη φέρανε.» «Το σκάσανε;» «Όχι απλά το σκάσανε, με δείρανε κιόλας και μου κλέψανε και την προκαταβολή για τη δουλειά, εφτά χιλιάρικα κολλαριστά! Με κατέστρεψαν οι πουτάνες! Και ξύλο σου λέω, άσε, ακόμα κι οι δεκαπεντάχρονες μου ρίχνανε κάτι κλωτσίδια γάμησε τα!» «Δεκαπεντάχρονες;» «Α, δεν στο πα αυτό;» «Τι λες ρε μαλακισμένο; Ακόμα και ανήλικες;» «Ε, ήταν και κανα-δυο ανήλικες…» «Κανα-δυό;» «Εντάξει, όλες ανήλικες ήταν, εκτός από μια. Αυτή απ’ ότι κατάλαβα έκλεισε τα 18 στο φορτηγό της επιστροφής, τις άκουσα όλες πίσω ένα βράδι να τραγουδάνε το χάπι μπέρθντεϊ.» «Τι λες ρε σιχαμένε άνθρωπε;» «Αλλά ήταν όλες νταβραντισμένες, Ερρίκο, αλήθεια, τις έκανες τουλάχιστον για 20. Εκτός από δυο-τρεις που φαίνονταν τελείως πιτσιρίκες.» «Θεέ μου! Είσαι τέρας!» «Είμαι, ναι, το ξέρω. Αλλά το χειρότερο δεν είναι ότι είμαι τέρας, είναι ότι είμαι μαλάκας. Γιατί αν δεν τις κράταγα και τις παρέδιδα αμέσως θα πληρωνόμουν μια χαρά κι όλα κομπλέ.» «Και τελικά;» «Ε τι τελικά; Αφού τις έχασα έπρεπε να τις πληρώσω. Δώδεκα χιλιάρικα η κάθε μια, συν τα εφτά της προκαταβολής που μου κλεψαν, σύνολο 127 χιλιάδες. Που να τα βρω;» «Κι έφτιαξες έτσι την ιστορία με τον καρκίνο στο συκώτι.» «Ναι, ακριβώς.» «Καλά ρε γαμημένε, κι αν εγώ τελικά σου έδινα το συκώτι μου τι θα έκανες; Θα το πούλαγες για να ξεπληρώσεις τις πουτάνες;» «Μη γίνεσαι βλάκας ρε Ερρίκο, είναι δυνατόν; Αν δεχόσουν να μου δώσεις το συκώτι σου θα έπρεπε να πάμε μαζί στα νοσοκομεία, να κανονίσουμε με γιατρούς κι όλα αυτά. Θα χάλαγε όλο το σχέδιο έτσι, θα το καταλάβαινες. Όχι, ήμουνα σίγουρος ότι δε θα το κανες, αλλά από την άλλη ήξερα επίσης ότι δε θα με παρατούσες έτσι, θα βοηθούσες. Και βοήθησες. Και σ’ ευγνωμονώ γι’ αυτό, αδερφέ μου.» «Ρε άσε τις μαλακίες σε μένα. Έδωσα 150 χιλιάρικα για τι; Για να ξεχρεώσεις;» «Μα θα με σκότωναν αλλιώς ρε Ερρίκο, τι να έκανα; Ήταν όντως ζήτημα ζωής και θανάτου! Δεν αστειεύονται αυτοί οι τύποι, αν τους κάνεις πουστιά σε γαμάνε.» «Και γιατί δε μου έλεγες εξαρχής την αλήθεια;» «Θα μου τα δινες τα λεφτά;» «Όχι.» «Ε να γιατί.» «Και τι θα πω ρε μαλάκα Στέλιο εγώ στην Κατερίνα για τα 150 χιλιάρικα που λείπουν απ’ το λογαριασμό μου; Ότι τα δωσα γιατί ο αδερφός μου έχασε κάτι ανήλικες πουτάνες που έφερε από τη Ρουμανία;» «Ποια είναι η Κατερίνα;» «Η γυναίκα μου!» «Α, ναι, ναι, σόρι, το ξέχασα. Ε, θα της πεις αυτό που σου πα κι εγώ, για το συκώτι.» «Α, οκέι, το λυσες κι αυτό το πρόβλημα.» «Ρε Ερρίκο, δεν καταλαβαίνεις;» «Καταλαβαίνω ρε Στέλιο. Καταλαβαίνω. Αλλά κι εμένα με γάμησες με τις μαλακίες σου.» «Το ξέρω ρε αδερφέ, το ξέρω, και ειλικρινά σου ζητάω συγγνώμη. Αλλά κάτι έπρεπε να κάνω.» «Και τώρα;» «Τώρα… τώρα τίποτα, τώρα οι δρόμοι μας χωρίζουν, μ’ αφήνεις στο αμάξι μου, φεύγω, φεύγεις, και δεν ξανασυναντιόμαστε ποτέ.» «Έτσι απλά, ε;» «Έτσι απλά.» Αυτό ήτανε. Έφυγε και τον έχασα. Δεν τον ξανάδα ποτέ. Τι έκανε και που πήγε, δεν έχω ιδέα. Μπορεί να μην πλήρωσε καν τα σπασμένα του, να πήρε τα λεφτά και να φυγε για κανένα νησί του Ειρηνικού. Μπορεί να μου λεγε και μαλακίες, πάλι, να ήταν όλη η ιστορία με τις πουτάνες απ’ το μυαλό του για να μου τα φάει, και να σκόρπισε ήδη όλα τα λεφτά στο τζόγο. Δε θα μου κανε εντύπωση με το κωλοκαθίκι. Αλλά δεν ξέρω. Δεν με νοιάζει πια. Εγώ ό,τι είχα να σας πω το είπα. Από κει και πέρα κάντε ό,τι καταλαβαίνετε. Κι αν ποτέ τον πιάσετε, εγώ θα μαι μαζί σας.

Το λευκό ελάφι (Κρέμας)

Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν πολύ μακρινό Γερμανικό Δρυμό κατά τα τελευταία έτη ζωής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης προτού το αληθινό σκοτάδι του Εθνικοσοσιαλισμού σκεπάσει τον κόσμο σαν θανατηφόρο πέπλο, μια ασπρόμαυρη όμοια με αγελάδα γάτα, αρσενική όπως μαρτυρούν τα αρχίδια της που θύμιζαν κουφέτα, βολόδερνε στο δάσος προς αναζήτηση τροφής, ανήσυχη για τα πολιτικοοικονομικά τεκταινόμενα στην χώρα της μετά την συνθήκη των Βερσαλιών. Καθώς προωθούταν αναζητώντας κάποιον τυφλοπόντικα ή κάποιο πουλί ως πιθανή τροφή, είδε με τα διαπεραστικά μάτια του ένα γνώριμο ζώο που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με κατσίκι. Πλησίασε δειλά με κίνητρο από περιέργεια καθώς ήταν αδύνατο να φάει ένα ζώο τέτοιου μεγέθους. Με έκπληξη συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο για κατσίκι, μα για ένα λευκό θηλυκό ελάφι, με την απουσία κεράτων να μαρτυρά το φύλο του, κοινωνικό και βιολογικό, ενώ το γατί δεν είχε ιδέα για την κοινωνική οργάνωση των ελαφιών, ατομικιστικό ον καθώς ήταν το ίδιο και το είδος του που συμφεροντολογικά μονάχα ανέχονταν την συντροφική εξουσία των ανθρώπων κατά το δοκούν. Το ελάφι κοίταξε τον γάτο αποσβολωμένο. Για την ακρίβεια αυτή ήταν η μόνιμη έκφραση του όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια, έμοιαζε σαν να ήταν εν αναμονή για την έλευση του «κυνηγού», γνώρισμα άλλωστε όλων των σύγχρονών του Γερμανών, ανθρώπων και ζώων, μιας και οι μεταπολεμικές και τρέχουσες εξελίξεις δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο για εφησυχασμούς. Ο αντισημιτισμός που προϋπήρχε οξυνόταν, το ναζιστικό κόμμα και τα τραμπουκικά σώματά του έσπερναν τον τρόμο στους αντιφρονούντες, η οικονομική κρίση κορυφωνόταν. Το γατί, σχεδόν αμέριμνο αλλά περίεργο να μάθει την ταυτότητα του μυστηριώδους αλπινοελάφου, πλησίασε και του απήθυνε τον γατήσιο χαιρετισμό. «Νιάου!» Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής αρκετά για να κάνουν το γατί να σκαλώσει από την θέα του φαινομενικά σκαλωμένου ελαφιού. Τότε το ελάφι μίλησε, με αντρική φωνή περιέργως. «Ευτυχώς που ελευθερώθηκε ο άνθρωπος από την φεουδαρχία και προκόψαμε.»

O κύριος Καθένας (Μαρίνα Κ.Χ.)

Ονοματεπώνυμο: Καθένας Έτος Γέννησης: ~ 10,000 π.Χ. Οικογενειακή Κατάσταση: Άγαμος – τέκνα διάφορα ανά τόπους Αίτημα: Ήσυχος θάνατος

Προσχολική Ηλικία: Μόλις τεσσάρων χρονών αντιστάθηκε στο κίνημα ζωγραφικής τοίχων σπηλαίων πάρα την μαζική απήχηση που είχε. Τα άμεσα αντανακλαστικά του επέτρεψαν να ετοιμάσει φέιγ-βολάν καταδίκης της καινούριας ζωγραφικής μόδας μόλις με την εμφάνιση των δύο πρώτων απεικονίσεων. Τα «όχι στην καταστροφή του σπηλαιικού τοπίου μας» και «δεν θα γίνεται μεσολιθικοί πότε, παλαιολιθικοί- παλαιολιθικοί» ήταν δύο από τα πιο ηχηρά μηνύματα του κινήματος που δημιούργησε. Οι ζωγραφιές όμως συνεχώς εξαπλώνονταν, αλλά ο κύριος Καθένας δεν έχασε την ευκαιρία. Με όπλο την οξυδέρκειά του κατάφερε μέσα σε πέντε χρόνια να μετατρέψει τον βανδαλισμό των σπιτιών σε θρησκευτικό κίνημα.

Πρώτα Σχολικά – Προεφηβικά χρόνια: Δέκα χρόνων είχε ήδη καταφέρει να αποκόψει τους δεσμούς των ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον, να τους αποβάλει το αίσθημα της κοινότητας, ενώ ταυτόχρονα διοικούσε μέσω της επικοινωνίας που, στο μεταξύ, είχε αποκτήσει με τον Θεό, τριάντα κοινότητες. Το μόνο πρόβλημα εκείνης της περιόδου, κάποιοι αμετανόητοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, το έλυσε με την δημιουργία του πρώτου στρατού. Γιατί ο κύριος Καθένας ήταν αυτούς που έμαθε στους ανθρώπους να σκοτώνουν μαζικά αγνώστους τους για συμφέροντα τρίτων.

Εφηβεία: Μόλις δεκατεσσάρων, ήρθε σε ρήξη με την ηδονιστική ζωή των Βαβυλωνίων όταν αυτή έγινε κτήμα όλων των κατοίκων. Στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων μετακόμισε στην Αίγυπτο όπου βασιζόμενος στην κίνηση του ποταμού Νείλου – από πάνω προς τα κάτω – έπεισε τους κατοίκους για την δύναμη της ιεραρχικής κοινωνίας. Τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα με τον κύριο Καθένα να ανεβοκατεβάζει Φαραώ και να αναστατώνει το επιτελείο τους.

Πρώτη Ενήλικη Ζωή: Όταν οι Πέρσες δόμησαν μια κοινωνία στα πρότυπα της Βασιλείας, αποφάσισε να γυρίσει στην πάτρια γη. Όμως, όπως αποδείχτηκε, ο λαός της Περσίας είχε βρει καινούριο τρόπο έκφρασης, την τέχνη. Τότε ήταν που ο κύριο Καθένας σε ηλικία 20 ετών μίσησε δια παντός την τέχνη. Την ίδια περίοδο στάθηκε αρκετά εγκρατής και δεν πλησίασε τις ελληνικές πόλεις – εκτός από κάποια αναγκαστικά διπλωματικά ταξίδια στην Μακεδονία. Οι Έλληνες είχαν ολισθήσει χειρότερα από όλους τους προηγούμενους εφαρμόζοντας την φιλοσοφία και την – θου κύριε φυλακή το στόματι του κύριου Καθένα – την Δημοκρατία.

Η ώριμη ηλικία των τριάντα χρονών ταυτίζεται με την εξασθένιση της Περσικής Αυτοκρατορίας, αποφασίζει λοιπόν να μετοικήσει στην Ιταλία όπου μια φυλή βοσκών έμοιαζε να ζει σε άριστες συνθήκες. Τους βοήθησε μάλιστα να πολεμήσουν τους Έλληνες. Με την νίκη όμως οι Ρωμαίοι έδειξαν για άλλη μια φορά την αχαριστία της ανθρώπινης φυλής, αφού μαγεύτηκαν από τους ηττημένους. Τα χρόνια έγιναν δύσκολα για τον κύριο Καθένα, μοναδικό του αποκούμπι η γραφειοκρατία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την στιγμή όμως που τα πράγματα έδειχναν να αποκτούν έναν ρυθμό, από την παλιά γνώριμη γη της ανατολικής Μεσογείου ξεπήδησε ένα νέο ανάρμοστο κίνημα ανθρώπων που πίστευαν ότι ο Θεός μπορεί να τους μοιάζει. Η πίστη τους ήταν τόσο βαθιά όπου παρά τα σκληρά βασανιστήρια και τις ταπεινώσεις επέμεναν. Η διπλωματία του όμως κατάφερε να τον βγάλει από την δύσκολη θέση όταν ανακάλυψε κενά στις διατυπώσεις για την εξουσία που είχαν τα κείμενα τους και τα εκμεταλλεύτηκε.

Μέση Ηλικία:

Ήταν πλέον σαράντα χρόνων και έβλεπε τους κόπους του να ανταμείβονται. Αν και δεν είχε καταφέρει να αποβάλει την τέχνη από τις συνήθειες των ανθρώπων, είχε καταφέρει με αυτή να εκφράζεται μόνο ο φόβος του Θεού. Σε ολόκληρη την Μεσόγειο άνθρωποι τριών διαφορετικών θρησκειών ζωγράφιζαν, έγραφαν και έπαιζαν μουσική μόνο για να υμνήσουν την απόλυτη εξουσία του Υπερδύναμου. Η πεποίθηση του ότι οι χωρικοί στα βόρεια της ηπείρου μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι επιβεβαιώθηκε μετά την θρησκευτική στρατολόγηση τους. Τους προτίμησε μάλιστα από τους Άραβες της αντίστοιχης περιόδου, αφού οι δεύτεροι δεν σταματούσαν να εξασκούν το μυαλό τους, αν και παραδεχόταν ότι ο τρόπος που διαχειριζόντουσαν τις εμπορικές τους σχέσεις ήταν σαφώς καλύτερος.

Τότε πίστεψε ότι μπορεί να πεθάνει ήσυχος. Όμως ένα κίνημα στην Ευρώπη, το όποιο – τι έκπληξη – ξεκίνησε από τις τέχνες, αμφισβητούσε ότι με κόπο είχε φτιάξει. Τρομοκρατημένος πίστεψε ότι ήταν λάθος που είχε επιτρέψει τα ταξίδια στους ανθρώπους, παρά τις οικονομική τους χρησιμότητα. Θεώρησε ότι αυτά έβαλαν αέρα στα κεφάλια τους και τώρα δεν αναγνώριζαν τον Θεό. Δεν κάθισε όμως με σταυρωμένα τα χέρια, γρήγορα χρησιμοποίησε την κατάσταση προς το συμφέρον του. Έμαθε μάλιστα από τα λάθη του δίνοντας πλέον στους ανθρώπους ψίχουλα ελευθερίας. Χωρίς να του στοιχίσει πολύ, αφού πλέον είχε κατορθώσει όλο ο κόσμος να του ανήκει.

Η αχαριστία των ανθρώπων όμως, δεν είχε τέλος. Πάνω που ολόκληρη η γη είχε ρυθμιστεί να δουλεύει όπως πρέπει – φαντασίωση που ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν είχε – οι άνθρωποι άρχισαν πάλι να απορρίπτουν ό,τι τους έδινε. Το κακό το βρήκε από εκεί που δεν το περίμενε. Άνθρωποι των άλλων ηπείρων που είχε τόσο πολύ υποβαθμίσει ξεκίνησαν την αντίσταση τους, αυτό δεν άργησε να εξαπλωθεί παντού.

Γεράματα: Ο εικοστός αιώνας έφερε στον ογδοντάχρονο πλέον κύριο Καθένα πολλαπλά μέτωπα. Σε κάθε γωνιά της γης άνθρωποι των αμφισβητούσαν. Για να τους δείξει το πραγματικό του πρόσωπο επέβαλε δύο παγκόσμιας κλίμακας πολέμους. Μάλιστα στον δεύτερο πίστεψε ότι θα καταφέρει να στρέψει ηγέτη τους τον πολυαγαπημένο του πνευματικό του γιο. Τα δάκρυα του για την ήττα και τον χαμό του μπορούμε ακόμα να τα δούμε.

Ο κύριος Καθένας λύγισε, μπήκε στον κάθε άνθρωπο και ζει μέσα μας. Μην αντιστέκεστε άλλο, επιτηρείστε τους εαυτούς σας. Επιτρέψτε στον κύριο Καθένα να πεθάνει ήσυχος γνωρίζοντας ότι το έργο του πέτυχε.

Αυτό το κείμενο είναι μια έκκληση σε όλους εσάς.

Ανάληψη Ευθύνης Για Την Απελευθέρωση Ενός Φασίστα (Φώντας Φ.)

Είχαμε αποφασίσει να πάμε για ένα χαλαρό ποτάκι. Ζούσαμε βέβαια σε καιρούς που δεν υπήρχε πια η έννοια του χαλαρού ποτού. Το καλύτερο που μπορούσες να ελπίζεις ήταν να μην πιείς κάποιο πανάκριβο ημιπαράνομο δηλητήριο που θα σου σέρβιραν, ενώ δίπλα σου γινόταν κάποιος φόνος ή βιασμός. Μπορούσες με το κατάλληλο αντίτιμο να πιείς ένα πανάκριβο νερωμένο ουίσκι και επιπλέον αντί για οπτική επαφή με τα παραπάνω θλιβερά περιστατικά να έχεις μονάχα ακουστική. Για να είμαστε δίκαιοι όμως και πριν τον πόλεμο έτσι ακριβώς ήταν τα πράγματα. Θυμάμαι στα νησιά της χώρας, πχ Σαντορίνη ή Πάρο, δε μπορούσες να βγεις καλοκαίρι χωρίς να γίνει ένας βιασμός στο παραδίπλα μαγαζί. Και μετά έτρεχαν οι μισοί που ξέρανε ποιος βίασε ποια να τα καλύψουνε, ενώ οι άλλοι μισοί γκρινιάζανε γιατί δεν βίασαν οι ίδιοι. Στα μέρη μας δεν είχε φτάσει ο φεμινισμός, ώστε να σχηματιστεί μερίδα αντρών που προσπαθεί να πηδήξει με το να κυνηγήσει το βιαστή, άρα αυτές ήταν πάνω κάτω οι καλοκαιρινές κατηγορίες αντρών. Υπήρχα και εγώ και οι παρέες μου πάντα, που κοιτάγαμε σιωπηλοί το ποτό μας. Αν δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος μέχρι Αγίους θα μας είχαν κάνει, το πιστεύω. Τώρα όμως η χώρα είχε διαλυθεί για τα καλά. Φαινόταν το πράγμα από καιρό. Οικονομική κρίση, ανεργία, απεργίες. Ο κόσμος κοίταζε το τομάρι του για δεκαετίες, όμως αυτό το τομάρι άρχισε να σαπίζει και δε μπορούσε να τον τρέφει πια. Όταν τέλειωσαν τα φθηνά ναρκωτικά και το κράτος δε μπορούσε πλέον να πληρώνει για έναν μικρό έστω αριθμό ογκολόγων και ψυχιάτρων, άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις. Δεν ήταν καθαρός πόλεμος, δεν υπήρχαν ξεκάθαρα στρατόπεδα, παρατάξεις και στόχοι. Υπήρχε βέβαια η κυβέρνηση στην Αθήνα και οι Κομμουνιστές που είχαν την έδρα τους στην ανταρτομάνα Θεσσαλία. Αυτά ήταν τα μόνο πράγματα που θύμιζαν τον προηγούμενο εμφύλιο. Κατά τα άλλα οι πόλεις και τα χωριά άλλαζαν συνέχεια χέρια, συχνά όχι κατόπιν σύγκρουσης αλλά με τελείως γελοίες αιτίες, όπως πχ ποιος ήταν σε θέση να εγγυηθεί τη διεξαγωγή του επόμενου αγώνα του πρωταθλήματος. Γιατί πρέπει βέβαια να πούμε και αυτό, ότι το πρωτάθλημα έπαιζε μεγάλο ρόλο στον δεύτερο ελληνικό εμφύλιο, με τη μεγάλη μάζα όσων στρατολογήθηκαν σε διάφορα πόστα να είναι οπαδοί ή φίλοι κάποιας μικρής ή μεγάλης ομάδας. Έτσι γνωρίστηκα με τους συντρόφους μου. Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή όμως. Το πρωτάθλημα είχε τελειώσει, και οι στρατιωτικές, οπαδικές και πολιτικές συγκρούσεις είχαν παραλύσει όλη την Αττική στην οποία ζούσα. Δεν υποστήριζα καμία απ’ τις μεγάλες ομάδες, αλλά μια μικρή που μετά βίας είχε επιβιώσει στην πρώτη κατηγορία του τοπικού της Αθήνας. Στις εξέδρες δεν ήμασταν ποτέ πάνω από πενήντα οπαδοί πλην της περίπτωσης ενός ιστορικού τελικού κυπέλου για το τοπικό Αθηνών, το οποίο και σηκώσαμε μετά από μια εμφατική νίκη με 3-0. Ήμασταν λίγοι αλλά καλοί, οι μοναδικοί στα βόρεια προάστια που δεν ήμασταν από πλούσιες οικογένειες. Ήμασταν περήφανα το πιο μορφωμένο λούμπεν προλεταριάτο των βούπου. Ονομαζόμασταν «Γάτες». Τα γραφεία του συνδέσμου ήταν σπίτι μου. Μαζευόμασταν όταν έλειπαν οι γονείς μου. «Πιάσε μια μπύρα», μου είπε ο Μιχάλης. Του την έδωσα χωρίς να πιω ούτε γουλιά. Το αλκοόλ κατέστρεφε τον άνθρωπο. «Είναι η τελευταία», του είπα. «Και έμαθα ότι δεν βρίσκεις άλλες, ούτε στις κάβες, ούτε στα σούπερ-μάρκετς, ούτε στα περίπτερα». «Πακέτο», μου απάντησε. Κανείς δεν είπε τίποτα. Σε έναν πόλεμο, ξέραμε όλοι καλά, πως η πρώτη απώλεια ήταν το αλκοόλ και το χαρτί υγείας. «Για όλα φταίνε οι δεξιοί», σχολίασε κάποιος απ’ το βάθος στρίβοντας σάπιο, αγρινιώτικο καπνό, «Ο Σαμαράς, αυτός ο φονιάς…». «Ω σκάσε επιτέλους!», είπαμε όλοι ταυτόχρονα. Οι Γάτες ήταν αριστερές αλλά δεν αντέχαμε να ακούμε τις εμμονές του τύπου με το Σαμαρά. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ήταν πρωθυπουργός αυτός ο μαλάκας. «Υπάρχει τρόπος να μην μας λείψει ποτέ ξανά τίποτα», έκανε δειλά-δειλά ο Μήτσος, ο Κόπρος απ’ το βάθος. Τον φωνάζαμε έτσι γιατί ακολουθούσε το σύνδεσμο στα πάντα με σκυμμένο κεφάλι. Προτού τον ενθαρρύνουμε, κάτι που συνήθως ήταν απαραίτητο, συνέχισε μόνος του να μιλάει: «Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΠΕΙΡΑΙΑ, δηλαδή ο Πρόεδρος του, χρειάζεται κόσμο για να φυλάει τις αποθήκες. Έρχονται όπλα για το στρατό μας, οι Κομμουνιστές έχουν αρπάξει τα τελευταία δύο φορτία με αντιαρματικές ρουκέτες και η Κυβέρνηση νοίκιασε σε αυτόν την ασφάλεια του λιμανιού. Το μεροκάματο είναι πολύ καλό και θα έχουμε τσάμπα αλκοόλ και τον καπνό μας. Επιπλέον για όποιον θέλει, μπορεί να προσληφθεί ως μισθοφόρος στο στρατό γιατί οι απώλειες είναι μεγάλες». Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Είχαμε φτιάξει τις Γάτες για να γλυτώσουμε απ’ τη σαπίλα του να υποστηρίζεις και να ανακατεύεσαι με κόσμο που εμπορεύεται άσχημα πράγματα, όπως για παράδειγμα αντιαρματικές ρουκέτες. Και τώρα ο Κόπρος ήθελε στα αλήθεια να μας κάνει υπάλληλους αυτής της σαπίλας που φέτος γιόρταζε το 12ο συνεχόμενο πρωτάθλημα της. Δεύτερη είχε η έρθει Αθλητική Ένωση Κυκλάμινων (Πάρου) και αμέσως μετά η Αθηναϊκή Ισχύς, η οποία βέβαια υποβιβάστηκε στα καπάκια, λόγω σχέσεων οπαδών της με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Σπάσαμε στο ξύλο τον Κόπρο και συνεχίσαμε τη συνέλευση. Μιας και ήμουν ο κύριος υπεύθυνος για την εκδίωξη του από τις Γάτες έπρεπε να βρω μια άλλη λύση για τις μπύρες και τα τσιγάρα μας. «Αφήστε με να κάνω μερικά τηλέφωνα…», τους είπα. *** Έτσι ξεκίνησε. Ως ένωση ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές από διαφορετικούς συνδέσμους εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Ξέραμε ότι δεν ήμασταν δεξιοί φυσικά αλλά μέχρι εκεί. Τα υπόλοιπα θα τα βρίσκαμε στην πορεία. Η ιδέα μας ήταν να φτιαχτεί μια ομάδα, ένας σύνδεσμος η «Αόρατη Αποστροφή» θα λεγόταν, που θα περιφρουρούσε τους αγώνες ποδοσφαίρου από μπράβους, παρακρατικούς, ασφαλίτες και μαφιόζους. Ξέραμε πολύ καλά πως η κυβέρνηση δε θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο αν έχανε τους οπαδούς. Και εμείς θα φροντίζαμε να τους χάσει. Αλλά βεβαίως αυτό το ρομαντικό όνειρο ηττήθηκε λίγο μετά, όταν κηρύχθηκε επιστράτευση, όταν κινήθηκαν τα τανκς, όταν λεηλατήθηκαν χωριά, όταν τα ίδια τα περίχωρα της Αττικής ισοπεδώθηκαν. Από όλη την Αόρατη Αποστροφή μείναμε τρία άτομα. Εγώ, γνωστός στους κύκλους μου και ως «Χιλ», που εκπροσωπούσα στην Αόρατη Αποστροφή τις Γάτες. Πριν τον εμφύλιο είχα προσπαθήσει να εκδώσω μια νουβέλα με τίτλο «ΔΕ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΕΣΥ ΑΝ ΘΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΕΝΤΑΞΕΙ;», ιδέα που απέτυχε. Έπειτα ήταν ο «Μιν», ένα νέο, ψηλό, γεροδεμένο παλικάρι που ασχολούνταν περισσότερο με την ποίηση και εκπροσωπούσε το σύνδεσμο της «ΑΘΗΝΑΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ», της τρίτης ομάδας του πρωταθλήματος. Τέλος ήταν ο «Νικ», απ’ τα ΚΥΚΛΑΜΥΝΑ-ΠΑΡΟΥ, ένα σύνδεσμο της Α.Ε.Κ-ΠΑΡΟΥ που ξεκίνησε στο Μαρούσι, μεταφέρθηκε στη Βοστώνη και τελικά κατέληξε στα Γιάννενα, χωρίς να καταλάβει κανείς το πότε ή το γιατί στο ενδιάμεσα. Μαζί είχαμε γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο παλιότερα, «Πώς να παραγγείλετε ναρκωτικά από το ΙΝΤΕΡΝΕΤ και να μην σας πιάσουν». Δυστυχώς αν και βρήκαμε εκδοτικό, αναγκαστήκαμε να αποσύρουμε την κυκλοφορία γιατί την ίδια περίοδο η αστυνομία με έψαχνε για μια υπόθεση εμπορίας MDMA και δε θέλαμε να έχουν περισσότερα στοιχεία απ’ όσα ήδη είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν. *** Έτσι είχαν λοιπόν τα πράγματα και είχαμε απομείνει οι Χιλ, Μιν και Νικ, πρώην λογοτέχνες, αντιδεξιοί και ποδοσφαιρόφιλοι σε μια Ελλάδα που είχε παραδοθεί στις φλόγες του εμφυλίου πολέμου. Θα μας ρωτήσετε τώρα. Γιατί δεν παίρνατε ένα όπλο να πάτε να πολεμήσετε και εσείς τους δεξιούς; Θα σας απαντήσω. Πρώτα απ’ όλα το ιδεολογικό κομμάτι. Αν και είχαμε ξεκαθαρίσει τι δεν ήμασταν, δεν είχαμε ξεκαθαρίσει τι ήμασταν. Είχαμε φυσικά κάποιες σταθερές, όπως μια αποστροφή προς την ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας. Όμως και αυτό χώραγε συζήτηση, άλλος έλεγε να τα ισοπεδώσουμε όλα και να φτιάξουμε παραλίες που θα πίνουμε μπάφους, άλλος να φτιάξουμε ρομπότ για να δουλεύουν για εμάς, άλλος δεν ενδιαφερόταν και τόσο, αρκεί να σφάζαμε τους μικροαστούς και να βιάζαμε τις κόρες τους. Υπήρχε τέλος η άποψη πως όλα ήταν ψέμα, πως ήμασταν κομμάτι ενός βιντεοπαιχνιδιού και τίποτα απ’ όσα κάναμε δεν είχε σημασία. Ποικιλία θέσεων δηλαδή που εμπόδιζε τη συγγραφή ενός κοινού μανιφέστου αλλά έδινε αφορμή για καλές, ευχάριστες, συντροφικές στιγμές. Που ήταν και το και το πιο σημαντικό άλλωστε. Το μεγάλο πρόβλημα ωστόσο ήταν πως, εγώ προσωπικά, ήμουν κάτι παραπάνω από δειλός. Για να είμαστε ακριβείς ποτέ δεν ένιωθα άνετα με την ιδέα του προσωπικού ρίσκου και της αυτοθυσίας. Ναι οι κομμουνιστές είχαν δίκιο, αλλά υπήρχε στα αλήθεια κάτι πρωτότυπο σε αυή τη δήλωση; Όποια σελίδα της ελληνικής ιστορίας κι αν σηκώσεις, ό,τι σκατά κι αν κουβαλάς μες το κεφάλι το λιγότερο που πρέπει να κάνεις είναι να ψιθυρίσεις, έστω κι ανόρεχτα, πως οι κομμουνιστές έχουν δίκιο. Σε αυτό τον τόπο πραγματικά οι δεξιοί του γαμήσαν τη μάνα. Μιλάμε για χώρα που οι δεξιοί αρχιεργάτες κλέβουν τα εργαλεία από τις κρατικές αποθήκες, τα πουλάνε, βγάζουν για χρόνια λεφτά έτσι κι έπειτα κατηγορούν τους γύφτους όταν τους κόβουν ένα πορτοκάλι από τα δέντρα. Ναι η κομμουνιστική επανάσταση είναι η μόνη λύση, αλλά θα χρειαστεί πολλούς νεκρούς. Και εγώ δε θέλω να πεθάνω. Δε θέλω καν να το ρισκάρω. Όχι ότι η ζωή είναι ωραία ή έστω υποφερτή, αλλά πραγματικά αυτές οι ιαχές τύπου «Εμπρός αδέρφια για την ελευθερία!» με κάνουν να ανατριχιάζω. Γι’ αυτό κατέληξα να αράζω σε ύποπτα μπαρ με χαμηλό φωτισμό με τύπους να μου φωνάζουν «Εμπρός, σπάσε καμιά γραμμή!». *** Τέλος πάντων! Μετά από περιπλάνηση ημερών, βρεθήκαμε οι τρεις μας μπροστά από ένα μπαρ σε μια μικρή επαρχιακή πόλη δυτικά της Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρουμε ποιος ελέγχει την πόλη αλλά υποπτευόμαστε πως είναι από αυτά τα μέρη που είναι ουδέτερα στον πόλεμο και ελπίζουν, αφελώς μάλλον, να διατηρήσουν την αυτονομία τους και μετά τη λήξη του εμφυλίου. Στο μεταξύ κερδοσκοπούν απ’ το λαθρεμπόριο και κάνουν χοντρό νταλαβέρι με όλες τις πλευρές. Μπαίνοντας στην πόλη βλέπεις δεξιούς, με τα χαρακτηριστικά τους κόκκινα αμάνικα και τα στρατιωτικά μπλε παντελόνια, κομμουνιστές που κάθονται στις άκρες των καφενείων και συζητάνε με κόσμο και σκόρπιους αναρχικούς που περιπολούν οπλισμένοι. Απ’ ότι καταλάβαμε οι αναρχικοί έχουν αναλάβει την περιφρούρηση αυτής της πόλης. Οι αναρχικοί περιφρουρούν πολλές μικρές πόλεις στην Ελλάδα χωρίς να ενδιαφέρονται για την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα. Θα φανεί στο τέλος, αν θα τους βγει σε καλό, προς το παρόν φαντάζομαι ελπίζουν σε μια μορφή κοινοτικής οργάνωσης την οποία θεωρούν προοδευτική απ’ τη φύση της. Άσε που αμείβονται καλά για τον κόπο τους. Μπαίνουμε μέσα στο μπαρ. Για καλή μας τύχη παίζει χαλαρή μουσική. Λίγα ποτά, αλλά πολλά λεφτά μετά ήμαστε χαλαίοι, βλέπουμε παντού πρόβατα και άστρα αλλά κανένα νόημα για τις ζωές μας. Ήμαστε πρακτικά τρεις συγγραφείς με ελάχιστα υλικά μέσα, νομάδες σε μια Ελλάδα που σπαράζεται απ’ τον Εμφύλιο. Τι θα κάνουμε; Ρίχνω την ιδέα να αλλάξουμε κλάδο. Μπορούμε να ασχοληθούμε με μια άλλη τέχνη. Η πρόταση μου αρέσει σε όλους, μιας και έχουμε κάτι μήνες να βγάλουμε γκόμενα απ’ τα ποιήματα μας (αν και για κάποιο λόγο όσοι μας ξέρουν, γαμάνε αρκετά από αυτό). Ο ψηλός προτείνει να γίνουμε επαγγελματίες DJ και να παίζουμε σε μαγαζιά, ο Νικ δείχνει να συμφωνεί, αλλά θα του άρεσε και μια καριέρα ραππερ. Περιμένω να τελειώσουν για να μιλήσω. «Παιδιά!» λέω, με έμφαση, «Κάνουμε κύκλους/ μέσα στη νύχτα /και η φωτιά/ μας καταβροχθίζει», πετάω, απαγγέλλοντας τους γνωστούς στίχους του Τζαμ Στρύχνερ, νεοσαιξπηρικού θεατρολόγου του 20ου αιώνα. Αυτό τους τραβάει την προσοχή. «Είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να ασχοληθούμε με τη ζωγραφική!», καταλήγω. Με κοιτάνε ύποπτα. «Ξεκόλλα επιτέλους ρε μαλάκα, πεθαίνει κόσμος εκεί έξω, σταμάτα να ασχολείσαι μαζί της». «Ναι ρε», μου λέει, στην αρχή με περισσότερη συγκατάβαση ο ψηλός αλλά έπειτα γυρίζει να κοιτάξει μια γυμνή τύπισσα με ψεύτικο πέος που χορεύει δίπλα μας για να μη με βρίσει. Μου κρατάνε κακία, γιατί τώρα τελευταία είμαι λιγάκι στον κόσμο μου. Στην τελευταία πόλη που περάσαμε οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού και των δεξιών πολιτοφυλακών προκάλεσαν δεκάδες χιλιάδες θύματα και πρακτικά φύγαμε κυνηγημένοι. Δεν είχα ασχοληθεί με τίποτα από αυτά, μάλιστα είχα σκοντάψει σε ένα απανθρακωμένο πτώμα γράφοντας ένα ερωτικό ποίημα. Όταν αγαπάς δε σε απασχολούν οι εμφύλιοι και οι ανθρώπινες απώλειες. «Όχι ακούστε!», επέμεινα εγώ. «Έχω ένα σχέδιο, μια ιδέα, ένα όραμα». «ΡΕ ΘΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΩ ΡΕ», φώναξε ο Νικ. Ήταν ο πιο ενοχλημένος απ’ όλους, γιατί μέσα στον πανικό του εμφυλίου είχε χάσει πάνω από 10 bitcoins. Τρελό πακέτο γιατί ήταν ότι καλύτερο σε χρήματα έπαιζε. Με τη δραχμή να έχει χάσει κάθε αξία, αυτό που μετρούσε αμέσως μετά τα bitcoins ήταν κυρίως τα ναρκωτικά, το φαί, το αλκοόλ, αν ήξερες να επισκευάσεις κάτι, αν ήσουν γιατρός κι αν είχες μουνί. Έφερα στο νου μου τον μεγάλο κομμουνιστή Ουίλιαμ Σαίξπηρ, να γράφει τους αθάνατους στίχους του: «Όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή/ κι όλοι οι γάτοι και οι γάτες/ είναι απλώς ηθοποιοί», που ήταν απόσπασμα από τον ύμνο της ομάδας μου και του συνδέσμου. Πήρα κουράγιο και συνέχισα: «Δε χρειάζεται ταλέντο για να ζωγραφίσεις, δε χρειάζεται να έχεις κάτι να πεις ή να έχεις μορφωθεί πάνω στην ιστορία της τέχνης. Δεν χρειάζεται να έχεις ηθική ή αισθητική, δε χρειάζεται τίποτα βασικά. Το μόνο που μετράει είναι να ζωγραφίζεις με την καρδιά σου και η επιτυχία θα έρθει από μόνη της». Με κοίταξαν άφωνοι. «Θυμάσαι όταν πιστεύαμε κάτι αντίστοιχο για τη λογοτεχνία πριν δέκα χρόνια ρε;», με ρώτησε ο Νικ. «Είχες ανεβάσει μια ιστορία με ζόμπι σε μια σελίδα στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ και έπειτα σκαρφάλωσες σε ένα τρένο την ώρα που ήταν σταθμευμένο κάπου στην επαρχεία και έγραψες σε κάθε βαγόνι με σπρέι, προτροπές προς τους επιβάτες να διαβάσουν την ιστορία σου και να ψηφίσουν ΛΑΟΣ στις εκλογές. Είδαμε και πάθαμε να σε βγάλουμε απ’ τη φυλακή. Ευτυχώς που σου φάνηκε αστείο να γράψεις υπέρ του ΛΑΟΣ κι όχι του ΚΚΕ, αλλιώς ακόμα μέσα θα ήσουν». Γέλασα. Υπερασπιζόμουν ακόμα με όλη μου την καρδιά εκείνη την πράξη κι απορούσα πως δεν την είχα βάλει σε κανένα διήγημα μέχρι τώρα. Θα το έκανα κάποτε. Άσε που όντως το ΛΑΟΣ είχε ανέβει εκείνη τη χρονιά. «Όπως και να έχει, χρειαζόμαστε κάτι πιο συγκεκριμένο», συμφώνησε με τον Νικ κι ο ψηλός. «Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους», είπα εγώ συνεχίζοντας να παραγγέλνω ποτά και να χαζεύω με τη σειρά μου την τύπισσα με το ψεύτικο πέος. «Έχω ήδη βρει το όνομα της ομάδας μας». Ανακοίνωσα. «“Ζωγραφικός Όμιλος ΜΕ ΚΑρδιά”, δηλαδή Ζ.Ο. ΜΕΚΑ» «ΜΕΚΑ; Αυτό δεν είναι ο ιερός τόπος των μουσουλμάνων;». «Ναι, με τη βοήθεια του Αλλάχ, το πινέλο μας θα κόψει τα κεφάλια των άπιστων!», δήλωσα. «Λοιπόν τι λέτε;» ρώτησα. Με κοίταξαν. Τσουγκρίσαμε. Η ΜΕΚΑ έπινε λοιπόν τις ποτάρες της κατά παράβαση των εντολών του Θεού, και παράλληλα συζητούσαμε ποιες θα ήταν οι επόμενες κινήσεις μας ενάντια στο καλλιτεχνικό κατεστημένο. Δε μας ενδιέφερε στην παρούσα φάση ούτε να ζωγραφίσουμε, ούτε να ασχοληθούμε με τον εμφύλιο πόλεμο. «Αρχικά θέλω να δηλώσω πως προτείνω η ομάδα μας να έχει φουλ θρησκευτικό χαρακτήρα, αλλά να είναι ταυτόχρονα υπέρ όλων των ηδονών της ζωής!», είπε ο ένας. «Συμφωνώ απολύτως, και επιπλέον προσθέτω πως όλες αυτές τις ηδονές πρέπει να τις βλέπουμε με ένα πνεύμα ασκητικό, δηλαδή σαν κάτι μεταξύ νηστείας και Θείας κοινωνίας, τίποτα δεν είναι αρκετό για τη ΜΕΚΑ, όλα είναι πολύ λίγα τη ΜΕΚΑ, αλλά η ΜΕΚΑ δεν αρνείται ποτέ την ανάγκη της ηρεμίας και της ησυχίας». «Ακριβώς-ακριβώς, η ΜΕΚΑ είναι μια προσευχή στο Θεό να μας κάνει άξιους να γίνουμε περισσότερο αχάριστοι απέναντι του!». Τσουγκρίσαμε πάλι. Ήμασταν τέρμα ζαλισμένοι. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ανακοίνωσε απ’ το μικρόφωνο πως ακολουθεί παράσταση από τις ΚΡΕΙΖΙ ΓΚΕΡΛΖ ΓΟΥΙΘ ΚΟΥΕΣΙΟΝΜΑΡΞ. Διακόψαμε τη συζήτηση για να δούμε τι παίζει. Στη σκηνή εμφανίστηκε αρχικά μια κοπέλα και μίλησε. «Ε βασικά ντρέπομαι λίγο κάθε φορά που μιλάω σε κοινό», είπε. «Είμαστε μια αυτόνομη χορευτική ομάδα που φτιάχτηκε στα χρόνια του εμφυλίου και…» «ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η…», φώναξα, ενώ προφανώς είχα σταματήσει να ακούω μουσικές, λόγια, να βλέπω τοίχους, να σκέφτομαι πράγματα. Κατά βάση ήμουν σπουδαγμένο και διαβασμένο παιδί από πριν τον πόλεμο και ήξερα να επεξεργάζομαι δεδομένα του περιβάλλοντος. Όλοι γύρω μου απορούσαν με το πως άδειαζε τελείως το μυαλό μου έτσι απότομα κάποιες φορές. Οι φίλοι μου με κοίταξαν σαστισμένοι. Αν και ήταν και οι ίδιοι πιωμένοι κατάλαβαν που το πήγαινα το πράγμα. Τελικώς ο Νικ που με ήξερε και κάπως καλύτερα πετάχτηκε και με τράβηξε κάτω. «Όχι ρε μαλάκα, δεν είναι. Ηρέμησε. Θα μας πετάξουν έξω. Χαλάρωσε σε παρακαλώ. Θα σκοτωθούμε. Κανονικά. Όχι όπως πριν τον πόλεμο. Όχι όπως στα διηγήματα. Κανονικός θάνατος που δεν υπάρχει συνείδηση έπειτα. Το χεις;». «Μα την είδα», κλαψούρισα. «Είναι εκεί, χορεύει». «Έλα μωρέ, παράτα τον!», πετάχτηκε ο ψηλός. «Στην πραγματικότητα δε του αρέσει καμία ρε, ζει για το σόου. Περφόμανς κάνει. Εγώ σε πιστεύω ρε», μου είπε, γυρίζοντας προς το μέρος μου. «Αυτή είναι. Πήγαινε να της μιλήσεις!». «Τι του λες και εσύ τώρα», απάντησε θυμωμένα ο Νικ. Να σημειωθεί πως όλοι μας, μα περισσότερο εγώ τα είχαμε κοπανήσει και συνεχίζαμε να πίνουμε. Άρα ανεβοκατεβάζαμε τον τόνο της φωνής μας σε τυχαία σημεία της συζήτησης, για άκυρους λόγους ή μάλλον χωρίς κανένα λόγο. «Αφού με πιστεύει ο Μιν εμένα μου φτάνει», είπα με θάρρος. «Και το γεγονός ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται δεν έχει καμία σχέση με τίποτα απ’ όσα λέμε. Δε δίνω δεκάρα για την ιστορία, το Θεό, το σύμπαν ολόκληρο και τους νόμους του, στα αρχίδια μου. Εγώ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, είμαι πιο σημαντικός απ’ όλη την κοσμική ύλη του κόσμου κι όλους τους άρρωστους παρανοϊκούς πανθεϊσμούς που έχετε φτιάξει εσείς οι τρελάρες. Πρέπει να πεθάνω; Σιγά μην πεθάνω. Αμ δε σφάξανε. Να φάτε γλαρόσουπα». Και πίνοντας ένα ποτηράκι ακόμα. Τράβηξα προς τη σκηνή. Η μία χορεύτρια ήταν πολύ όμορφη, πολύ γλυκιά, πολύ ιδιαίτερη και όντως έμοιαζε στην κοπέλα που θυμόμουν απ’ την πόλη που είχαν ισοπεδώσει οι στρατιώτες. Πάω και της μιλάω λοιπόν. Για να δούμε τι ξέρει από μαρξισμό, δηλαδή από Σαίξπηρ. Εγώ: Αλλά βέβαια ηδονή και δράση κάνουν το χρόνο να φαίνεται λίγος. Αυτή: Ξόδευα άσκοπα το χρόνο μου Ε. Τώρα ο χρόνος ξοδεύει άσκοπα εμένα. Ε: Τι υπάρχει σ’ ένα όνομα; Α: Έλα ντε. Αυτό που ονομάζουμε τριαντάφυλλο, με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε εξίσου ωραία. Ε: Η αλήθεια κάνει το διάβολο να κοκκινίζει. Α: Οι γελωτοποιοί συχνά αποδεικνύονται προφήτες. Ε:Το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε: Ας σκοτώσουμε όλους τους δικηγόρους. Και κάπου εκεί, πρωτού πάω να τη φιλήσω, αν όχι στο στόμα, έστω στο μάγουλο, ήρθαν οι μπράβοι του μαγαζιού, δυο αναρχικοί δηλαδή και με πήραν σηκωτό να με πετάξουν έξω. Ευτυχώς λίγο πριν εκπληρώσουν την πρόθεση τους που εκτός απ’ τη λήξη του θεατρικού διαλόγου θα σήμαινε και ένα γερό χέρι ξύλο, η κοπέλα μεσολάβησε. «Εντάξει δεν ενοχλεί, γλυκούλης είναι αφήστε τον, λογικά θα πληρώσουν σε λίγο και θα φύγουν. Ε;», είπε και κοίταξε παρακλητικά. Τι να πω και εγώ, συμφώνησα. Απήγγειλα ένα τελευταίο μαρξιστικό: «Κουράστηκα• να φύγω πια απ’ όλ’ αυτά εδώ πάνω! Αλλά θα μείνει η αγάπη μου μόνη της αν πεθάνω». Η αγάπη μου γέλασε. Ακόμα και οι μπράβοι χαμογέλασαν και έτσι γύρισα ασφαλής στο τραπέζι μας. Οι φίλοι μου ήταν εκεί. «Άντε ρε μαλάκα, ήμασταν οριακά να επέμβουμε», μου είπαν και μου έδειξαν τα όπλα τους που είχαν γεμάτα και έτοιμα πλέον. Τα οπλίζαμε πλέον σπάνια γιατί παρόλο τον εμφύλιο είχαμε μείνει οι τελευταίοι στην Ελλάδα που δεν ξέρανε σκοποβολή. Χαμογέλασα. Εξαιρετική ιδέα. Πιθανότατα αν έπεφτε έστω και μια σφαίρα εδώ, θα γέμιζε το μαγαζί δεκάδες νεκρούς και οι ταραχές θα επεκτείνονταν σε όλη την πόλη. Ήταν πραγματικοί φίλοι. «Εντάξει παιδιά, τα κατάφερα και μόνος μου». «Τι έγινε τελικά με την κοπέλα;». «Νομίζω με βλέπει σα φίλο». «Κλασσικά πράγματα». «Ναι μωρέ, only ΜΕΚΑ things, βάλε μου ένα ποτηράκι». Μου βάλανε. Πιάσαμε μια κάπως πιο ήρεμη κουβέντα για το πώς και που θα γινότανε η επόμενη αγωνιστική μεταξύ του πρωταθλητή Ελλάδας, ΓΙΓΑΝΤΑ ΠΕΙΡΑΙΑ και της ομάδας της Λαμίας, ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΤΡΑΠΗ. Ήταν σημαντικός αγώνας γιατί αν η ομάδα του ΓΙΓΑΝΤΑ έχανε, θα έπεφτε στη δεύτερη θέση. Δύσκολο να συμβεί, όμως οι διαιτητές της Λαμίας δεν έπαιρναν γραμμή απ’ την κυβέρνηση ως προς τα σφυρίγματα, από την αρχή του εμφυλίου μέχρι σήμερα. «Η Λαμία εδώ και καιρό δεν ελέγχεται από τον εθνικό στρατό». «Ποιός την έχει; Άκουσα ότι οι Κομμουνιστές αποχώρησαν επίσης κάνα δυο μήνες τώρα». «Ε λοιπόν φίλοι μου», χαμογέλασα εγώ που ήξερα λεπτομέρειες και έβγαλα απ’ την τσάντα μου μια πολιτική-αθλητική εφημερίδα (ήταν ένα και το αυτό πλέον), «Η Λαμία παραχωρήθηκε απ’ τους Κομμουνιστές σε μια φεμινιστική, αυτόνομη οργάνωση, την ΠΕΤΡΟΛΕΖ, με αντάλλαγμα να περάσουν τα ανταλλακτικά για το εργοστάσιο όπλων του ΚΚΕ στο Βόλο και να λήξει η απεργία των αναρχικών εκεί και επιπλέον…» «Μαλάκα μου έχει γίνει πολύ περίπλοκο όλο αυτό». «Ναι…», συμφώνησα. «Εσείς θα μείνετε πρώτη κατηγορία στο τοπικό πάντως;» «Οπωσδήποτε», είπα εγώ με αισιοδοξία. «Μπορεί να μην υπάρχουν Γάτες πλέον, αλλά φυτέψαμε τους σπόρους μιας κουλτούρας που θα ανθίσει κάποτε. Φοβούνται τη μέρα που ο νεανικός οπαδικός εγελιανισμός θα ξεχύνεται με καραμπίνες στα γήπεδα και θα σπέρνει τον πανικό στην αμορφωσιά, στην βλακεία αλλά κυρίως στη μαφία και στη δεξιά». «Στην υγειά μας λοιπόν!». «Στην υγ…». Έφτυσα πάνω στον ψηλό. Ήταν εκεί, ήταν πάνω στη σκηνή. Αυτή τη φορά δεν έφταιγε το αλκοόλ ή οτιδήποτε άλλο. Το χορευτικό πρόγραμμα είχε τελειώσει και τώρα για λογαριασμό του μαγαζιού μίλαγε ένας κλόουν. Όχι ένας γλυκούλης, ενδιαφέρον, χαρούμενος κλόουν, αλλά ένα διεστραμμένο, πουλημένο σαδιστικό καθήκι. Ήταν ο Κόπρος! «Τι έγινε ρε μαλάκα; Γιατί χλόμιασες;», με ρώτησαν οι φίλοι μου. «Τον βλέπετε αυτόν εκεί που περιμένει να μιλήσει στο μικρόφωνο; Λοιπόν αυτόν τον είχαμε στο σύνδεσμο. Όταν άρχισε να υπάρχει έλλειψη βασικών αγαθών στην Αττική, ήθελε να γίνουμε μπράβοι αυτού του μεγαλομαφιόζου που έχει τον πρωταθλητή Ελλάδος μη χέσω. Τότε τους είχαν φάει οι κομμουνιστές κάτι φορτία με όπλα στο λιμάνι και αυτός έκλεισε ντιλ με την κυβέρνηση για τα επόμενα. Προθυμοποιήθηκε μέχρι και να προσλάβει αντιφασίστες οπαδούς με καλό μεροκάματο. Οπαδοί όπως ο Κόπρος ήταν χαρακτηριστικό δείγμα υπανθρώπων που δέχτηκαν να γίνουν τσιράκια του κράτους, της κυβέρνησης, της δεξιάς και φυσικά του ΓΙΓΑΝΤΑ ΠΕΙΡΑΙΑ». «Και πως αντιδράσατε όταν σας το πρότεινε;» «Τον σαπίσαμε στο ξύλο», είπα περήφανα. «Στις Γάτες είχαμε πολλά προβλήματα αλλά ηθικής δεν είχαμε ποτέ. Πες μας ό,τι γουστάρεις, αλλά όχι μπράβους. Πως μας ξέφυγε ο Κόπρος και τον βάλαμε μέσα, αυτό είναι άλλο θέμα. Απορώ τι κάνει εδώ». «Θα το μάθουμε. Βάζε ποτό στο μεταξύ». Δύο τύποι της αναρχικής φρουράς του μαγαζιού έφεραν τότε στη σκηνή ένα κλουβί. Από μέσα του ακουγόταν να παλεύει κάτι, όμως τι ήταν, δε μπορούσα να δούμε. Υποθέταμε πως επρόκειτο για ένα άγριο ζώο, όμως μια κουρτίνα κάλυπτε όλη την επιφάνεια. Η φρουρά άφησε το κλουβί και αποχώρησε. Τότε μίλησε ο Κόπρος. «Σύντροφισσες και σύντροφοι…», ξεκίνησε. «ή όποιο άλλο φύλο είστε», σχολίασα ειρωνικά μην πιστεύοντας την μεταστροφή του. «ή όποιο άλλο φύλο και σεξουαλικός προσανατολισμός σας κάνει να αισθάνεστε άνετα. Δυστυχώς οι ταξικοί περιορισμοί κληροδότησαν σε μερικές από εμάς, το πλέον φτωχό λεξιλόγιο και δε μπορώ να σας καλύψω σε μία μου ομιλία. Θέλω ωστόσο να αισθάνεστε όσο το δυνατόν πιο άνετα. Θα κάνουμε το παν απόψε ώστε να είναι ο χώρος ένα αληθινό safespace για όλες». «Έλα Χριστέ και Παναγιά!», είπα κάνοντας το σταυρό μου. «Δε το ζω αυτό το πράγμα». «Ρε απ’ ότι φαίνεται δεν είναι ακριβώς μαγαζί εδώ, το παρεξηγήσαμε γιατί είχαμε πιεί», μου είπε ο Νικ. Κοίταξα γύρω μου. Ναι ήταν σαφές. Ήταν ο αναρχικός χώρος της πόλης κι όχι κάποιο κέντρο διασκέδασης. Οι ένοπλοι που είχα δει ήταν η περιφρούρηση κι όχι μπράβοι. Κι ο Κόπρος; Ο Κόπρος απλά παρασιτούσε στον καινούργιο χώρο που του πρόσφερε κάλυψη ή ακόμα χειρότερα δούλευε για το κράτος. Αλλά θα εμπιστευόταν το κράτος έναν τέτοιο ρόλο στον Κόπρο; Αποκλείεται, δεν περισσεύανε λεφτά στην κυβέρνηση των Αθηνών. Η πρώτη εξήγηση ήταν πιο ικανοποιητική. Υιοθετώντας τη σωστή ρητορική, ρούχα και στα πλαίσια μιας πόλης που δεν κινδύνευε ούτε απ’ τη φτώχεια, ούτε απ’ τον πόλεμο για την ώρα ο Κόπρος είχε γλυτώσει απ’ την πιθανότητα να τον τιμωρήσει κάποιο απ’ τα δεκάδες στρατόπεδα που είχαν σχηματιστεί κατά τον πόλεμο, αν όχι για τα εγκλήματα, τότε για τη μαλακία που έδερνε το κεφάλι του. Έβραζα αλλά έμεινα στη θέση μου. Ο Κόπρος συνέχισε. «Ξέρουμε ότι όλες εδώ είστε καταπιεσμένα. Έτσι θελήσαμε να σας διασκεδάσουμε για απόψε με το εξής θέαμα. Μετά τον χορό που απολαύσατε από την χορευτική μας ομάδα, την οποία ευχαριστούμε όλες, θα έχετε την ευκαιρία να ξεσπάσετε ενάντια σε έναν αληθινό εχθρό, έναν εχθρό που παρουσιάζει τις ζωές όλων σας εδώ σαν μη άξιες να βιωθούν. Ορίστε λοιπόν». Και τράβηξε την κουρτίνα που κάλυπτε το Κλουβί. Χρειάστηκε να πεταχτούν πάνω μου δύο ζευγάρια χέρια, αυτά των φίλων μου για να μην πεταχτώ όρθιος ή να μην κινηθώ προς το όπλο μου. Το παιδί στο κλουβί το ήξερα και μου έκανε εντύπωση που δεν τον ήξεραν και οι άλλοι δύο. Συμμετείχε στην Αόρατη Αποστροφή. Ήταν αντιφασίστας μάλιστα. Εντάξει του χειρίστου είδους εδώ που τα λέμε. Ήταν οπαδός μιας μεγάλης ομάδας της Βόρειας Ελλάδας, με το όνομα ΠΑΝΟΥΚΛΑ, αλλά δεν τον ένοιαζε το ποδόσφαιρο όσο να τραμπουκίζει μαγαζάτορες μαζί το σύνδεσμο του για τσάμπα ποτά και καλό χαρτζιλίκι. Αυτά στην αρχή, μετά το πράγμα εξελίχθηκε σε κανονική επιχείρηση, όμως καθώς πάντα βοήθαγε στα αντιφασιστικά και γενικώς προκαλούσε προβλήματα μόνο σε έχοντες περιουσία ποτέ δε με ενόχλησε η παρουσία του. Άσε που δε πληρώναμε ποτέ όταν βγαίναμε μαζί του. «Αυτός εδώ ο τύπος είναι φασίστας και όλα τα σχετικά που συνοδεύουν αυτό το ρόλο», είπε χαιρέκακα ο Κόπρος. Είναι δικός σας. Θα είναι απολύτως δικός σας σε πέντε λεπτά, επιτρέψτε μου ένα μικρό διάλλειμα. Κατέβηκε απ’ τη σκηνή. Γύρισα προς τους φίλους μου. Ήμουν στα πρόθυρα του αμόκ. «Παιδιά κοιτάξτε να δείτε, αυτός εκεί ο τύπος είναι τελείως μαλάκας ναι, αλλά μια φορά φασίστας δεν είναι. Σε αντίθεση με τον κλόουν από εδώ που όντως ήθελε να πείσει μια ολόκληρη ομάδα αντιφασιστών οπαδών να γίνουν φασίστες και μπράβοι, η ζωή έχει έρθει τα πάνω κάτω, όλα είναι εικόνες, τίποτα δεν έχει νόημα πια». «ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΑΣ! ΟΤΑΝ ΒΓΩ ΑΠΟ ΕΔΩ ΘΑ ΣΑΣ ΓΑΜΗΣΩ ΤΗ ΜΟΥΝΑ!», ούρλιαζε προς το κοινό εντωμεταξύ ο αιχμάλωτος. «Έχεις δίκιο», είπε ψιθυριστά ο Νίκ, «Αλλά τι να κάνουμε;». «Ας τον βγάλουμε έξω, πρότεινε χαλαρά ο ψηλός. Κοιταχτήκαμε. «Εγώ ψήνομαι», μας διαβεβαίωσε. «Όντως τώρα;» τον ρώτησα, ηρεμώντας κάπως. «Ναι ρε, ολόκληρος εμφύλιος έχει γίνει και δεν έχουμε ρίξει μια σφαίρα, αρχίζω να ντρέπομαι, ας προκαλέσουμε έστω κάτι…» «Σωστό κι αυτό», πρόσθεσε ο Νικ. «Για αισθητικούς πάντα λόγους ε;», είπα εγώ. Κανείς δε μίλαγε. Άρπαξα το όπλο μου απ’ την τσάντα. Το τράβηξα έξω. «Σηκωθείτε!», είπα. «Πάμε! Για τη ΜΕΚΑ!». Δέκα δευτερόλεπτα τζετ λακ μετά με ακολουθούσαν και οι άλλοι δύο. «Όλα θα πάνε καλά!», μου είπε ο ψηλός, βλέποντας με να προπορεύομαι αλλά να τρέμω και σα το ψάρι ταυτόχρονα. Παράδιπλα μας τραπέζια που μας έβλεπαν άρχισαν να αδειάζουν. «Ο κόσμος είναι ένα στρείδι που θ’ ανοίξει με το ξίφος μου, του απάντησα στα κλασσικά μαρξιστικά μου. Κανείς δε μας εμπόδισε να φτάσουμε ως τη σκηνή. Ίσως επειδή ήμασταν οπλισμένοι σαν αστακοί να δείχναμε πιο απειλητικοί απ’ ότι μπορούσαμε πραγματικά να γίνουμε. Ανεβήκαμε πάνω. Ο κόσμος είχε πέσει κάτω απ’ τα τραπέζια αλλά συνέχιζε να μας παρακολουθεί με τα μάτια και τα αυτιά του. Σκέφτηκα για λίγο να τους μιλήσω για το Χέγκελ, για τον Ακινάτη, για το ότι δεν είναι ντροπή να μην συγκρατείς το που σπουδάζει η άλλη, ούτε σημαίνει πως δεν την προσέχεις όταν μιλά. Να πω για τον Κάφκα, τον Ντεμπόρ, τον Κουζάνους, τους νεκρούς του Εμφυλίου, τα ντέρμπι του χάθηκαν από γαμημένα σφυρίγματα, από ανίκανες διοικήσεις, τους προπονητές που άξιζαν να μείνουν στην ομάδα, τον Σελίν και τη μιζέρια που δεν αποβάλλεται εύκολα όσους τίτλους κι αν πάρεις… «ΣΑΣ ΕΧΩ ΟΛΟΥΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥΣ ΣΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΜΟΥ!», είπα τελικά. Άνοιξα το κλουβί πυροβολώντας την πόρτα. Εκείνη τη στιγμή γύριζε κι ο Κόπρος που δεν είχε πάρει πρέφα τι είχε συμβεί. «Εμείς φεύγουμε!», του ανακοίνωσα. Με κοίταξε, με αναγνώρισε. Σίγουρα φοβήθηκε μην τον σκοτώσω, κάτι που σίγουρα μπορούσα να κάνω, αλλά τέτοια σκουπίδια δε τα σκοτώνεις, είναι ήδη νεκρά, ζούνε νεκρά και πεθαίνουν νεκρά. Αν κανένας τριγύρω τους δεν προσέχει ότι είναι σκουπίδια δεν έχει καμία σημασία και τόσο το χειρότερο για δαύτους. Μια πόλη που είναι περήφανη για το ότι δε μαζεύει τα σκατά της, δε τη βοηθάς να φτιάξει ομάδες καθαριότητας, την αφήνεις στη μοίρα της και καλή τύχη. Άλλωστε κατά βάθος γούσταρα που η μόνη σφαίρα που έριξα σε όλο τον πόλεμο ήταν για να σπάσω ένα κλουβί. Μέχρι στιγμής φυσικά. «Θα τα πούμε Κόπρε, μια οικογένεια ήμαστε!», πρόσθεσα. Και με γοργό βήμα, οι τέσσερεις μας πλέον, το σκάσαμε απ’ την πίσω πόρτα του μαγαζιού. Εκεί είχε διάφορα παρκαρισμένα αμάξια. Κλέψαμε το πρώτο που είχε κλειδιά πάνω του. «Κι αν κάποιο είναι συντρόφου;», με ρώτησε ο Νικ και κατουρηθήκαμε σχεδόν στα γέλια. Πραγματικά στα παπάρια μας. Οι τύποι οριακά θα άρχιζαν να κάνουν ανθρωποθυσίες αν τους άφηνες κάνα χρόνο ακόμα». «Αν όμως ήταν κανονικός φασίστας στη θέση του θα είχες πρόβλημα;». Δεν απάντησα τίποτα. Συνέχισα να οδηγάω. «Πού πάμε τώρα;» ρώτησε ο νέος μας καλεσμένος όταν πια είχαμε βγει απ’ την μικρή πόλη. Σταμάτησα το αμάξι. «Φοβάμαι πως εσύ κατεβαίνεις εδώ φίλε μου», του είπα και χαμογέλασα ευγενικά. Οι φίλοι μου έδειχναν να συμφωνούν. «Μα…», έκανε αυτός, «Τέλος πάντων… ναι καταλαβαίνω, εντάξει». Κατέβηκε. Συνεχίσαμε. «Αλήθεια, όντως που πάμε τώρα;», ρώτησε ο ψηλός. «Είμαστε ταπί τελείως». «Πάμε κάπου, να μην έχει πολύ πόλεμο, να πουλήσουμε το αμάξι και να ζήσουμε καλά λίγο καιρό, έχω κουραστεί με όλα αυτά τα καμένα σκηνικά, χρειάζομαι ξεκούραση», απάντησα. «Πάμε Θράκη; Κομοτηνή για παράδειγμα που έχω ακούσει τα καλύτερα». «Όχι μη του βάζεις ιδέες», πετάχτηκε ο Νικ, «Γιατί θα πίνει πάλι τον κώλο του και θα φαντάζεται κοκκινομάλλες που γνωρίζει από παλία στα μπαρ που θα πηγαίνουμε». «Υπόσχομαι ότι δε θα συμβεί κάτι τέτοιο», είπα κοκκινίζοντας ελαφρά και κοιτάζοντας τον δρόμο που ξανοιγόταν μπροστά μας. «Μα, αφού είσαι πρεζάκιας ντράμα κουίν ρε μαλάκα». «Αυτές είναι». «Κι αυτές». «Άρα που πάμε;». «Πάμε Ροδόπη; Είναι ήσυχα. Και με τη ΜΕΚΑ μπορούμε να στήσουμε μια μικρή ένοπλη μουσουλμανική κίνηση ανεξαρτησίας βασισμένη στη ζωγραφική. Αν πάει πολύ άσχημα φεύγουμε». «Ακούγεται ό,τι πρέπει ρε φίλε για να ηρεμίσουμε, μέσα». «Ναι κομπλέ, μέσα και εγώ. Να σου πω, παίζει να σταματήσουμε κάπου να κατουρήσω όμως;». «Βασικά σταματάμε τώρα; Γιατί θέλω να γράψω κάτι να ανεβάσουμε στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ». «Ωραία ναι, παρκάρω. Τι θες να γράψεις;». «Ένα κείμενο για όσα έγιναν με τίτλο… Ανάληψη Ευθύνης Για Την Απελευθέρωση Ενός Φασίστα. «Οκεί σταματάω εδώ». «Λίγο πιο εκεί, εδώ μπορεί να με δει κάποιος να κατουράω». «Είμαστε στη γαμημένη εθνική οδό και έχουμε εμφύλιο ρε μαλάκα». «Σταμάτα να με κρίνεις».

Ματωμένα ντόνατς (Σίλουαν Κ.)

H αλήθεια είναι πως αυτή η ιστορία θα μπορούσε να ξεκινήσει με πολλούς τρόπους. Ένας από αυτούς: άντρας γύρω στα πενήντα μιλάει για τον Φλωμπέρ ενώ σκουπίζει αίματα απ’το πουκάμισο του. Έξω βρέχει. Ο τύπος μιλάει για καμιά ώρα ακατάπαυστα. Ένας μικρός κόκκινος λεκές παραμένει στον γιακά του. Ο τύπος λέει πως ο Φλωμπέρ στο τέλος της ζωής του έπασχε από σχιζοειδή διαταραχή. Έπειτα ο τύπος φεύγει και επιστρέφει με μια καραμπίνα. Ένας άλλος τρόπος: μια γυναίκα χαστουκίζεται εξαιτίας μιας κατσαρίδας. Η γυναίκα κλαίει και κεινη την ώρα η κατσαρίδα πεθαίνει. Και ένας τελευταίος: δυο φίλοι βγάζουν μαχαίρια για ένα ντόνατ. Πριν απ’όλα όμως, η ιστορία αυτή ξεκινάει με εμένα να ψάχνω για δουλειά. Είχα κάνα δίμηνο που είχα μετακομίσει στην Τ. και τα λεφτά που είχα στην άκρη εξαφανίζονταν. Αργά ή γρήγορα το πήρα απόφαση: δεν ωφελεί σε τίποτα· έπρεπε να βρω τρόπο να βγάζω το ψωμί και τις μπύρες μου. Οτιδήποτε θα μου έκανε, αρκεί να πλήρωνε στην ώρα του, αρκεί να μην ήταν δουλειά σε κομμωτήριο: μισώ τα κομμωτήρια. Αποδείχτηκε πως ήταν πιο δύσκολο απ’ότι φανταζόμουν. Η Τ. ήταν νεκρή από δουλειές και εκτός από δυο καφετέριες που δεν είχαν ανάγκη προσωπικού και ένα σουβλατζίδικο το οποίο ήταν πάντα άδειο και έρημο, οι άλλες μου επιλογές ήταν σχεδόν κωμικές. Και εξίσου αποτυχημένες. Ένα ανθοπωλείο, ένα γραφείο τελετών, μια εταιρεία ηλεκτρικών συσκευών. Α, και φυσικά ένα γαμημένο κομμωτήριο. Στις αρχές της άνοιξης είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι με την ιδέα πως θα ‘πρεπε να κοιτάξω και σε άλλες περιοχές. Κανείς δε γουστάρει να κάνει μεγάλες διαδρομές απλώς για να δουλέψει, όμως οι επιλογές μου ήταν περιορισμένες, ή για να το πω καλύτερα, ανύπαρκτες. Περπατούσα προς το σπίτι μου κάπως προβληματισμένος, όχι ότι έσκαγα κιόλας, σκεφτόμενος ότι η Τ. ήταν αυτό που λέμε μια πόλη-φάντασμα, μια πόλη που δε περιμένεις να υπάρχει στ’αλήθεια στις μέρες μας. Και να που υπήρχε και να που απ’όλη την χώρα εγώ είχα καταλήξει σε αυτήν. Τέλος πάντων, σημασία έχει ότι όπως περπατούσα ξαφνικά είδα ένα μέρος που δεν το είχα προσέξει, ένα μέρος που έμοιαζε με μαγαζί, του οποίου η βιτρίνα ήταν από μαύρο φιμέ τζάμι και το οποίο ήταν όλο αυτόν τον καιρό εκεί! Πώς στα κομμάτια δεν το’χα προσέξει, αυτό είναι απ’τα άγραφτα! Δεν είχα και τίποτα να χάσω, ούτως ή άλλως δεν περίμενα και πολλά και έτσι άνοιξα την πόρτα φουριόζος. Ήταν όντως μαγαζί, ήταν ένα όμορφο μπαρ, με ξύλινα πατώματα και καθαρά τραπέζια. Επίσης ήταν άδειο από πελάτες. Υπήρχε μονάχα ένας κοντοστούπης νέος πίσω απ’την μπάρα, ένας τύπος που περισσότερο έμοιαζε με μαθητευόμενο λογιστή παρά με μπάρμαν. Πλησίασα και τον ρώτησα αν υπάρχει κάποια θέση εργασίας ελεύθερη, οτιδήποτε. Μου απάντησε με εξαιρετικά σοβαρό ύφος, πως δεν γνώριζε. Ο υπεύθυνος θα ερχόταν σε λίγο. Ταλαντευτικά για λίγο αν θα τον περίμενα ή όχι, το όλο σκηνικό μύριζε φιάσκο και μύριζε φορμόλη. Τελικά έκατσα σ’ένα τραπέζι και παρήγγειλα μια κόκα κόλα. Παρατήρησα τον χώρο. Αν προσπερνούσες το αφιλόξενο της απουσίας άλλων ανθρώπων, το μπαρ ήταν -αν μη τι άλλο- περιποιημένο. Και με υποφερτή αισθητική. Στους τοίχους υπήρχαν πορτραίτα από διάφορους μαύρους -υποθέτω τζαζίστες ή κάτι τέτοιο- και στο τοίχο πίσω απ΄την μπάρα ένα ολόχρυσο σαξόφωνο. Υπήρχε επίσης το σκίτσο μιας γυναίκας η όποια έμοιαζε με πρεζού σε απόγνωση και υπήρχαν γραμμένες κλισεδιάρικες μαλακίες για αλκοολικούς. Τραβηγμένο απ’τα μαλλιά, σκέφτηκα. Κόντευε να περάσει μισή ώρα και ο υπεύθυνος δεν είχε φανεί. Ο νεαρός μπάρμαν καθόταν και χάζευε στο κινητό του. Κάθε τόσο μου έριχνε ένα βαριεστημένο βλέμμα και συνέχιζε να ασχολείται με το κινητό του. Μόλις τέλειωσα την κόκα-κόλα έβγαλα να καπνίσω ένα τσιγάρο· ο μαθητευόμενος λογιστής μου είπε πως απαγορεύεται το κάπνισμα στο μαγαζί και’γω αποφάσισα πως είχε έρθει η ώρα να φύγω. Εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο υπεύθυνος: κρατούσε μια αναμμένη πουράκλα στο δεξί του χέρι και έναν χαρτοφύλακα στο αριστερό. Ήταν ένας μεσήλικας άντρας, γεροδεμένος, παρόλα αυτά με ευγενική φυσιογνωμία. Πλησίασε στο μπαρ, ακούμπησε τον χαρτοφύλακα σ’ένα σκαμπό και μίλησε για λίγο με τον μπάρμαν. Εκείνος του σέρβιρε ένα ουίσκι. Όταν τον κοίταξα μου έκανε ένα νόημα με τα φρύδια για να μου υποδείξει το προφανές. Πλησίασα τον υπεύθυνο και του είπα τα λόγια μου. Εκείνος με περιεργάστηκε για λίγο και μετά μίλησε: «Και με τι ασχολείσαι φίλε μου;» «Με τίποτα. Απλώς ψάχνω δουλειά.» «Πώς τίποτα; Όλοι με κάτι περνάμε τον χρόνο μας.» «Εγώ δεν κάνω τίποτα.» «Κάνα χόμπι δεν έχεις ρε ψηλέ;» «Ε ας πούμε πως διαβάζω» «Λογοτεχνία;» «Ας πούμε ναι.» «Ας πούμε. Καπνίζεις;» «Ναι αλλά αν με πάρετε στην δουλειά, αυτό δεν θα’ναι πρόβλημα.» «Χαίρομαι. Τα πρόστιμα είναι γαμήσι.» Άρχισε να γελάει και μετά από λίγο άρχισε να γελάει και ο τύπος πίσω απ’την μπάρα. Μου είπε πως και ‘κεινου του αρέσει η λογοτεχνία. Μου είπε πως ίσως να υπάρχει δουλειά για ‘μενα στο μαγαζί. Κατάλαβα πως για κάποιον δικό του λόγο με είχε συμπαθήσει. Θα άλλαζα τον νεαρό μπάρμαν. Μέχρι τότε έκανε διπλές βάρδιες και ήταν καιρός να ξεκουραστεί. Toν κοίταξα: o νεαρός μπάρμαν χαμογελούσε σαν μαλάκας. Προσαρμόστηκα γρήγορα στα νέα μου καθήκοντα, τα όποια κάθε άλλο παρά απαιτητικά ήταν. Και ο μισθός μου, ωωω ο μισθός μου ήταν πολύ καλός. Θέλω να πω: o μισθός μου ήταν από άλλο πλανήτη. Δεκαπέντε ευρώ την ώρα δεν παίζουν πουθενά εκεί έξω. Αυτό και αν ήταν ευλογία. Έπιανα δουλειά στις οχτώ το βράδυ. Συνήθως μέχρι τις δώδεκα ήμουν ολομόναχος στο μαγαζί αν και ορισμένες φορές καθόταν ο νεαρός μπάρμαν και μιλούσαμε για ποδόσφαιρο. Ήταν έξυπνο παιδί και με ωραίες ιδέες για το άθλημα. Αν είχαμε τέτοιους τύπους στο υπουργείο, σίγουρα δε θα’μασταν στα χάλια που είμαστε τώρα. Ο νεαρός μπάρμαν πίστευε πως είχε έρθει η ώρα να απαγορευτεί το κάπνισμα στα γήπεδα της χώρας. Καιρός ήταν. Πίστευε ακόμα πως το ξύλο μεταξύ των οπαδών έπρεπε με κάποιο τρόπο να θεσμοθετηθεί, στη τελική είναι μέρος της κουλτούρας μας. Σε φάση επίσημα, να υπάρχει κάποια ειδική βαθμολογία γι’αυτό. Να υπάρχουν και γαμημένοι κανόνες. Για παράδειγμα: όχι πιστόλια. Έντιμο εκ μέρους του, όπως και να το δεις. Ο νεαρός μπάρμαν είχε φίλους σε συνδέσμους της ομάδας του, αλλά ο ίδιος δεν ήταν συνδεσμίτης. Έτσι έλεγε. Ήταν απλώς ένας παθιασμένος υποστηρικτής. Του άρεσε το ιταλικό πρωτάθλημα περισσότερο απ’το αγγλικό, και του άρεσε ο Μπάτζιο περισσότερο απ’τον χοντρό Ρονάλντο. Περισσότερο απ’ολα όμως, του άρεσε το αργεντίνικο πρωτάθλημα και η Σαν Λορέντζο. Μου έβαζε βιντεάκια στο γιουτιούμπ με τους οπαδούς της, ήξερε τα συνθήματα της κερκίδας απ’έξω. Από τακτική πάντως δε σκάμπαζε και πολλά: αδυνατούσε να κατανοήσει τον θαυμασμό του κόσμου για τον Γκουαρντιόλα, θεωρούσε πως το πρώτο καθήκον μιας ομάδας είναι η άμυνα και το πάθος. Ίσως να’χε και δίκιο, γούστα είναι αυτά. Όταν πάντως έφευγε και έμενα μόνος στο μπαρ, είχα χρόνο για το οτιδήποτε. Έπινα κάνα ποτό, έβαζα μουσική και κυρίως περίμενα. Μπορεί να διάβαζα και κάνα βιβλιαράκι ή να σκεφτόμουν καμιά ιστορία για γράψιμο. Δε θα διστάσω να πω ότι ήταν η δουλειά των ονείρων μου. Μια στο τόσο έμπαινε και κάποιος πελάτης, αλλά αυτό ήταν μονάχα μια στο τόσο και χωρίς πολλά-πολλά. Έπινε-πλήρωνε- έφευγε. Τα μεσάνυχτα ερχόταν το αφεντικό. Τον σέρβιρα ένα ουίσκι και συνήθως αμίλητος πήγαινε σ’ένα δωματιάκι που υπήρχε στο υπόγειο. Υποθέτω πως έκανε τα λογιστικά της επιχείρησης. Γύρω στις δύο ανέβαινε πάνω για να πιει άλλο ένα ουίσκι και τότε, αρκετά σπάνια πάντως, μπορεί να πιάναμε καμιά κουβέντα. Είχε ένα πατρικό ύφος όταν μου μιλούσε, που αν και στην αρχή με εκνεύριζε, μετά το συνήθισα και μετά ίσως το εκτίμησα. Του άρεσε όντως η λογοτεχνία, είχε πολλές γνώσεις επί του θέματος και έτσι η συζήτηση μαζί του, απέφευγε τον κίνδυνο να γίνει πληκτική. Εκτός απ’όταν έπιανε την προσωπική ζωή των συγγραφέων, που οι αναλύσεις του δεν είχαν τέλος. Και συνήθως δεν είχαν και καμιά λογική βάση. Ήξερε κουτσομπολιά για όλους, πράγματα που δύσκολα θα αναφέρονταν σε κάποια βιογραφία, αλλά όπως έλεγε και ο ίδιος συχνά-πυκνά, άμα διάβαζες το έργο τους προσεχτικά θα τα καταλάβαινες. Για παράδειγμα, o Μπορίς Βιαν ήταν πούστης (με τον αρχαιοελληνικό τρόπο) και ο Κάφκα βουτηγμένος στο όπιο μέχρι τα φρύδια. Δεν έβγαζα άκρη. Δυο φορές τον μήνα, έρχονταν δυο παλικάρια και φέρνανε μια κλειστή κούτα με ντόνατς. Την έβαζα στην άκρη και όταν έφτανε το αφεντικό την έπαιρνε στο λογιστήριο. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι η κούτα είχε στ’αλήθεια ντόνατς μέσα, αλλά αφού έτσι έλεγαν δεν είχα λόγο να το ψάξω παραπάνω. Ποιος νοιάζεται; Κάποιο απόγευμα, το αφεντικό μπήκε μέσα φανερά ταραγμένο. Απόδειξη γι’αυτό είναι ότι ήπιε δυο ουίσκια αντί για ένα, και ότι είχε κέφια για κουβέντα απ’την αρχή. Επίσης, αν και αυτό μπορεί να’ταν συμπτωματικό, το πουκάμισο του είχε δυο-τρεις φανερούς λεκέδες αίματος. Ή σάλτσας ντομάτας. Ίσως να’τρωγε κοκκινστό πιο πριν, δε μ’αρέσει να είμαι απόλυτος. Όπως και να’χει, μιλήσαμε για γαλλική λογοτεχνία, μιλήσαμε για τον Μπαλζάκ και τις σχέσεις του με την κηπουρική. Κάποια στιγμή, σαν κάτι να θυμήθηκε, το αφεντικό σηκώθηκε και πήγε στο υπόγειο. Όταν επέστρεψε κρατούσε μια καραμπίνα και μου ζήτησε να την βάλω στο ράφι κάτω απ’την μπάρα. Είπε: καλού κακού, και συνεχίσαμε την συζήτηση μας. Κατά καιρούς σκάγανε και κάτι άλλοι τύποι στο μαγαζί, φίλοι του νεαρού μπάρμαν ή του αφεντικού, και μια στο τόσο έφευγα νωρίτερα γιατί ήθελαν να μιλήσουν. Και όταν μιλούσαν δε μπορούσα να’μαι μπροστά. Εντάξει δεν είμαι μαλάκας, καταλάβαινα ότι κάτι έτρεχε με το μέρος, απ’την πρώτη στιγμή το είχα ψιλιαστεί. Αλλά ξαναλέω: ποιος νοιάζεται; Έπαιρνα δεκαπέντε ευρώ την ώρα για να κάθομαι· δε πα να πουλούσαν και τα όργανα των παιδιών τους; Το κρίμα στα κεφάλια τους. Εγώ είχα την συνείδηση μου ήσυχη, και καμία διάθεση να μπλεχτώ παραπάνω. Και τότε ήρθε ο Δεκέμβρης. Ο νεαρός μπάρμαν την παρουσίασε σαν γκόμενα του. Δεν ήταν. Ο νεαρός μπάρμαν είπε πως είχε καταγωγή απ’την Ιταλία. Δεν είχε. Όμως εμείς την φωνάζαμε Ιταλίδα και ο νεαρός μπάρμαν πολύ θα ήθελε να την είχε για γκόμενα. Έπιασε δουλειά στο μπαρ σαν σερβιτόρα· στην πραγματικότητα απλώς καθόταν και κοίταζε τους καλοβαμμένους τοίχους όπως όλοι μας. Ήταν κοντούλα, μελαχρινή, δυναμίτης κανονικός. Όταν χαμογελούσε δε μπορούσες να μη χαμογελάσεις και συ. Και ας μην υπήρχε λόγος. Ήταν ξεκάθαρο απ’την πρώτη στιγμή ότι είχα μπλέξει άσχημα, έπρεπε όμως να δείξω χαρακτήρα. Τα δύσκολα του επαγγέλματος, σκέφτηκα. Η Ιταλίδα παρ’όλα αυτά είχε δυο κουσούρια: τραγουδούσε κάτι παράφωνα λαϊκά που σου τρύπαγαν το μυαλό και δεν γούσταρε τον νεαρό μπάρμαν. Κυρίως το τελευταίο. Σε κάθε περίπτωση, η Ιταλίδα δούλευε στα ωράρια του νεαρού μπάρμαν και καθόταν κάνα δίωρο μετά με εμένα. Και ο νεαρός μπάρμαν καθόταν. Προσπαθούσε να την στριμώξει σε κάθε ευκαιρία, όμως εκείνη με πολύ στυλ τον απέφευγε, τον έκανε να καίγεται πάνω στα σκατά του. Σχεδόν τη θαύμαζα για τον τρόπο της, μου φαινόταν πανέξυπνος και ταυτόχρονα αυθόρμητος. Ο νεαρός μπάρμαν διατηρούσε τις ελπίδες του αλλά στην πραγματικότητα ήταν χαμένος από χέρι. Απ’την άλλη, με’μένα η Ιταλίδα ήταν πολύ πιο ζεστή, όμως εγώ πάλευα να κάνω τον αδιάφορο. Ίσως αυτό την έλκυε στα μούτρα μου, ποιος ξέρει. Την σκεφτόμουν συνέχεια, την ήθελα δική μου, όμως ένας άντρας πρέπει να βάζει τις προτεραιότητες του σε τάξη: άντεξα ελάχιστα. Λίγο καιρό αργότερα άρχισε να υπάρχει ξεκάθαρο φλερτ μεταξύ μας, πράγμα που δεν άργησε να πάρει είδηση ο νεαρός μπάρμαν. Η συμπεριφορά του προς εκείνη άλλαξε. Της φερόταν απότομα, σαν να’ταν ο γαμημένος ιδιόκτητης του μπαρ, και ορισμένες φορές την διέταζε με ύφος δε ξέρω τι. Εκείνη με ευκολία τα κατάπινε και συνέχιζε. Με εμένα παρέμενε ο ίδιος μαλάκας που ήξερα. Και όταν του έλεγα πως το κατενάτσιο δεν έχει θέση στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, έβαζε τα γέλια. Ένα βράδυ που ο νεαρός μπάρμαν είχε φύγει εξαιτίας κάτι δουλειών τρέχα-γύρευε, η Ιταλίδα και’γω βάλαμε να πιούμε. Και αφού ήπιαμε, μερικές στιγμές αργότερα φιλιόμασταν. Και λίγο αργότερα το κάναμε πάνω στο τραπέζι. Και μετά στο πάτωμα. Και μετά πάλι στο τραπέζι. Ήταν το κάτι άλλο. Της είπα πως ο νεαρός μπάρμαν δε πρέπει να καταλάβει το παραμικρό και συμφώνησε. Της είπα πως καλό θα ήταν να μην ξαναγίνει και έδειξε σκεπτική. Το ίδιο και’ γω. Πιάσαμε να κοροιδεύουμε τον νεαρό μπάρμαν και να δοξολογούμε την τύχη μας. Απ’οτι φαίνεται η Ιταλίδα τον είχε γνωρίσει στην προηγούμενη δουλειά της, σ’ενα ιταλικό εστιατόριο. Εξ’ου και το παρατσούκλι. Ήταν τακτικός θαμώνας και της είχε προτείνει μια εργασία με πολύ λιγότερο κόπο και πολύ περισσότερα λεφτά. Μέχρι να της εξηγήσει περί τίνος πρόκειται, νόμιζε πως την προόριζε για πουτάνα. Ευτυχώς τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Για μια στιγμή ένιωσα κάπως άσχημα: o τύπος ήταν στ’αλήθεια καψουρεμένος. Την ίδια νύχτα το αφεντικό και’γω είχαμε μια συζήτηση για τον Ντοστογιέφσκι. Του είπα πως κατά την γνώμη μου εκείνο που τον ξεχώριζε ήταν η νηφαλιότητα του, η διαύγεια του. Το αφεντικό διαφώνησε. Κατά την γνώμη του εκείνο που τον ξεχώριζε απ’τους υπόλοιπους ήταν η ενσυναίσθηση του. «Αυτό μικρέ. Η ενσυναίσθηση. Έπαιρνε της αμαρτίες των άλλων πάνω του, σαν ένας άγιος.» Στα λόγια του υπήρχε μια βαθιά κατανόηση· μου έδωσε την εντύπωση ότι μιλούσε για τον εαυτό του, ότι και ο ίδιος κουβαλούσε ένα φορτίο βαρύτερο απ’το τομάρι του. Ίσως πάλι να ‘ταν και ιδέα μου· όλα όσα είχαν γίνει με την Ιταλίδα προηγουμένως είχαν αλλοιώσει την αίσθηση της πραγματικότητας. Ήμουν σαν υπνοβάτης. Έτσι λοιπόν φτάνουμε στην παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Θα πήγαινα στο μπαρ στις οχτώ και θα το έκλεινα στις δέκα. Ανεξαρτήτως των συνθηκών, παραμένει υπερβολικά μίζερο να αλλάζεις χρόνο εν ώρα εργασίας και ευτυχώς το αφεντικό ήθελε οι υπάλληλοι του να το διασκεδάζουν. Και απ’οτι φαίνεται ο νεαρός μπάρμαν – σαν πιστό σκυλί- το’χε ρίξει έξω από νωρίς, γιατί όταν έφτασα στο μαγαζί, ήταν ξεκάθαρο πως είχε ρουφήξει το κατιτίς του. Και άλλες φορές μου έλεγε να σνιφάρουμε καμιά γραμμή, αλλά δεν τον θυμάμαι ποτέ σε αυτήν την κατάσταση. Απ’την άλλη, Πρωτοχρονιά ήταν, μην γίνομαι και μαλάκας. Η Ιταλίδα έβαζε μουσική, κάτι εορταστικό, έναν τύπο που προσπαθούσε να μιμηθεί τον Σινάτρα. Έβαλα να πιω μια μπύρα, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια και οι τρεις μας, ανταλλάξαμε μερικές ευχές. Ο νεαρός μπάρμαν έκανε βόλτες μόνος του χαμογελαστός, προσπαθούσε να πείσει την Ιταλίδα να χορέψουνε. Της φερόταν πάλι όπως πρώτα μετά από καιρό, η σκόνη τον είχε κάνει πραγματικά ευδιάθετο. Εκεί έγινε το πρώτο λάθος: η Ιταλίδα τον απέρριπτε εμφατικά, συζητούσε μαζί μου σαν μην τον άκουγε. Εν’ολίγοις, τον έφτυνε στα μούτρα. Κάποια στιγμή πήγα να κατουρήσω, και όταν γύρισα το σκηνικό είχε αλλάξει ολοκληρωτικά. Είχαν έρθει τα πάνω-κάτω. Ο νεαρός μπάρμαν ούρλιαζε στ’αυτιά της Ιταλίδας. Της έλεγε ότι ήταν μια άχρηστη πουτάνα, που δε μπορεί να κάνει ούτε τα βασικά. Η πρόφαση γι’αυτόν τον χαμό ήταν μια κατσαρίδα που είχε πάρει το μάτι του να κόβει βόλτες κάτω απ’τα τραπέζια. Την χαστούκισε και η Ιταλίδα ξέσπασε σε κλάματα. Εγώ τα είχα χάσει· είπα στο νεαρό μπάρμαν να κάνει στην άκρη, γιατί το παρατράβηξε. Του φώναξα: αρκετά ρε! Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε το αηδιαστικό έντομο. Ήταν χοντρό σαν αρουραίος και για να το λιώσω χρειάστηκε να το πατήσω δυο φορές. Του τινάχτηκαν τ’ άντερα έξω. Ο νεαρός μπάρμαν είπε στην Ιταλίδα να εξαφανιστεί, και εκείνη αφού πήρε την τσάντα και το παλτό της έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Έκλαιγε και ψέλλιζε κάτι ακατανόητες κατάρες. Μείναμε οι δυο μας. Ο τύπος που πάλευε να μοιάσει στον Σινάτρα ήταν αφόρητος, η φωνή του έμοιαζε να βγαίνει από ένα πηγάδι με σκατά. Αυτό δεν πτόησε τον νεαρό μπάρμαν που γρήγορα ξαναβρήκε το κέφι του, εγώ όμως ένιωθα τα μηνίγγια μου να τρέμουν απ’τα νεύρα. Με είχε πιάσει ένας απίστευτος πονοκέφαλος: προσπάθησα να ηρεμήσω. Ο νεαρός μπάρμαν τριγυρνούσε πέρα-δώθε και μονολογούσε ότι αυτός ήθελε απλώς να χορέψει. Κάθε τόσο έβριζε την Ιταλίδα, και έφτυνε στο πάτωμα· ήταν ξεκάθαρο πως είχε πάθει κάποια κρίση θιγμένου εγωισμού. Έβαλα να πιω ένα ουίσκι. Ο νεαρός μπάρμαν συνέχιζε τις αόρατες απειλές του, και’γω όταν σήκωσα το ποτήρι, παρατήρησα πως τα χέρια μου έτρεμαν σαν παλαβά. Δε σταματούσε να μιλάει ο τύπος, το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να εκραγεί. Τι εκνευριστικός βλάκας! Ο νεαρός μπάρμαν μου χαμογέλασε και μου είπε πως θα την έβρισκε και θα την σκότωνε. Δεν ήξερε με ποιον είχε μπλέξει το τσουλάκι! Θόλωσα, ένιωθα πως ο μαλάκας θα με κανε να εκραγώ. Τα αυτιά μου βούιζαν και ο νεαρός μπάρμαν δεν είχε σταματημό: κάποιος έπρεπε να το κάνει να το βουλώσει. Και αφού δεν ήταν κανείς άλλος εκεί γύρω, και αφού ο Μαστουρωμένος Τιμωρός συνέχιζε να ρωτάει “ξέρεις ποιος είμαι εγώ’’ φλίπαρα για τα καλά· έδρασα ενστικτωδώς. Όταν γύρισε την πλάτη του, έβγαλα την καραμπίνα απ’το ράφι και τον πυροβόλησα. Το λέω ξεκάθαρα: με όλη μου την ψυχή τον πυροβόλησα. Και ευτυχώς η καραμπίνα ήταν γεμάτη. Η σφαίρα τον βρήκε στο σβέρκο και ο νεαρός μπάρμαν αφού τρέκλισε για λίγα εκατοστά, έπεσε στο έδαφος σαν ένα τσουβάλι με χώμα. Το κοντοστούπικο πτώμα του προσγειώθηκε πάνω στην κατσαρίδα. Κοίταξα τον τοίχο: το σκίτσο της πρεζούς σε απόγνωση, είχε γεμίσει αίματα. Σκατά και απόσκατα, είπα. Ωστόσο ήδη ένιωθα πολύ καλύτερα. Κατάλαβα πως έπρεπε να την κάνω απ’το μέρος στα γρήγορα. Δεν ένιωσα καμία διάθεση φιλανθρωπίας, δεν πήγα καν να τσεκάρω αν ζούσε ή ήταν ψόφιος. Σημασία είχε να φύγω. Παρ’όλα αυτά, είχα να κάνω μια τελευταία δουλειά. Κατέβηκα στο υπόγειο και βρήκα τις κούτες με τα ντόνατς. Άνοιξα μια και σοκαρίστηκα με το θέαμα: είχε στ’αλήθεια μερικούς μπαγιάτικους λουκουμάδες εκεί μέσα. Οι οποίοι όμως ήταν τυλιγμένοι με χαρτί. Και γύρω από αυτό το χαρτί, υπήρχε μια δέσμη με κατοστάρικα. Άρπαξα έναν και τον έχωσα στη τσέπη μου. Έπειτα ξανάκλεισα την κούτα. Ανέβηκα πάνω και είδα για μια τελευταία φορά τον χώρο. Ο νεαρός μπάρμαν ούτε που σάλευε. Έκλεισα την μουσική και τα φώτα, τελείωσα με μια γουλιά το ουίσκι μου και βγήκα έξω. Κλείδωσα το μπαρ και έβαλα τα κλειδιά στην τσέπη μου. Άρχισα να περπατάω, στην αρχή βιαστικά, μετά πιο ήρεμα. Ο κρύος αέρας με συνέφερε, με έκανε να χαμογελάσω. Ένιωθα πάλι κύριος του εαυτού μου. Όχι και άσχημα σκέφτηκα: τρία χιλιάρικα και ένα ντόνατ βανίλια. Και η νύχτα έξω ήταν παγωμένη και γιορτινή. Το επόμενο πρωί έφυγα απ’την χώρα.

Πορσελάνες (Ε. Kάτη)

Εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε ποτέ πορσελάνες -μας έλειπε η αριστοκρατική καταγωγή- ή μάλλον δεν έλειπε, είχε χαθεί κάπου στα χρόνια -ο προπάππους ήταν πλούσιος και μορφωμένος, έχασε τα λεφτά του για να σωθεί -στις γκόμενες τα έφαγε μην λες ψέματα στα παιδιά. Στο σπίτι μας ήταν πάντα κακό να λέμε ψέματα εκτός αν ήταν ψέματα που αγκαλιάζουν και γλύφουν τις πληγές. και κάτι Χριστούγεννα σπάσαμε όλες τις μπάλες για το δέντρο -η έλλειψη πορσελάνης σήμαινε και έλλειψη καλών τρόπων, αν και πάντα μας φαίνονταν αντιαισθητικά τα σπασμένα πιάτα πάνω σε πίστες- κι είπαμε ψέματα πως καμία δεν στεναχωρήθηκε που μείναμε χωρίς στολίδια. Ήταν μια κίνηση εκδίκησης φυσικά, ευνουχίσαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο και μετά στολίσαμε μια μήτρα από κόκκινη γιρλάντα στην βιβλιοθήκη. Την βγάλαμε αργότερα, αισθάνονταν άβολα οι επισκέπτες, οι άντρες κυρίως, βέβαια και μετά όποιος άντρας έμπαινε στο σπίτι καθόταν στην άκρη του καναπέ ή έμπαινε μόνο σε ένα δωμάτιο και πάντα μίλαγε χαμηλόφωνα. Εμάς το σπίτι μας έδιωχνε τους άντρες αφού πρώτα τους πιπίλαγε τον λαιμό και τους έκανε να κλαίνε, κι εμείς, στεκόμασταν στο κατώφλι της πόρτας, πάντα με μια μικρή χαρά, μόνο καμιά φορά κάποια από εμάς δάκρυζε λίγο και μετά είχε νεύρα – δεν της μιλάγαμε τότε, την αφήναμε, και έπειτα σφίγγαμε τα χέρια μας και σαν όρκο λέγαμε θα τα καταφέρουμε, πάντα τα καταφέρνουμε, και η Θεά πάνω από το κεφάλι μας γέλαγε και έβαζε τα κλάματα από τα γέλια. Εμείς στο σπίτι μας μετράγαμε τις χρονιές με την δουλειά ή και με την ανεργία και πάντα λέγαμε “του χρόνου θα πάρουμε πορσελάνες και κολονάτα ποτήρια και κηροπήγια” “να βγάλεις το καλό σερβίτσιο” και γελάγαμε γιατί εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε ποτέ καλό σερβίτσιο μόνο πάντα κάποια άνεργη ή κάποια στο όριο της ανεργίας ή κάποια συμβασιούχα ή κάποια που δεν τις κόλαγαν ένσημα ή κάποια με πρησμένα πόδια ή κάποια με κρίσεις πανικού ή κάποια που δεν ξέρει τι θέλει να κάνει στην ζωή της. Εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε πορσελάνες μόνο μια συναδέλφισσα κάποια στιγμή μας είχε φέρει κάτι κούπες δώρο από την Βουλγαρία, ήταν άρρωστος ο εγγονός της ή κάτι τέτοιο και κάτι πόδια με σπασμένες φλέβες φρόντισαν να πάρει άδεια, όμως ποτέ δεν τα χρησιμοποιούμε είναι στο πάνω ντουλάπι γιατί εμείς στο σπίτι μας ότι χρησιμοποιούμε το σπάμε, το πετάμε κάτω με δύναμη, του φωνάζουμε, εμείς στο σπίτι μας μάθαμε πως δεν είναι κακό να σπας, παρά μόνο να προσέχεις τα μικρά μικρά γυαλιά που μένουν κάτω από το χαλί, που κρύβονται δίπλα στα ντουλάπια της κουζίνας, πάντα να προσέχεις τα γυαλιά όταν σπας αλλιώς σπάσ’ τα όλα, σπάσε μέχρι και τις πορσελάνες που δεν έχουμε, σπάσε την ιστορία του προπάππου σου που ήρθε από τον Πόντο και η κάθε εγγονή λέει άλλη ιστορία -ξεπεσμένες μαρκησίες- καμιά δεν παραδέχεται πως η ιστορία μας είναι ραγισμένη όπως θα ήταν και οι πορσελάνες μας, αλλά ποτέ σκονισμένη πάντα την φυσάμε και την ξεσκονίζουμε, εμείς στο σπίτι μας έχουμε για ξεσκονόπανα ληγμένες συμβάσεις και απολύσεις, άγριες ματιές αφεντικών και κυβερνήσεων εμείς στο σπίτι μας γλείφουμε την σκόνη με την γλώσσα και μετά δοκιμάζουμε το γλυκό πριν τελειώσει, πάντα ανυπόμονες, εμείς στο σπίτι μας πάντα βιαζόμαστε και πάντα αργούμε, έχουμε πάντα πολλές δουλειές, εμείς στο σπίτι μας ποτέ δεν προλαβαίνουμε κι όμως βρίσκουμε μια στιγμή να αναρωτηθούμε αν ο προπάππους μας είχε πορσελάνες αν η γιαγιά μας ήξερε τι πάει να πει προλετάρια αν η μητέρα μας, μας αγαπάει στ’ αλήθεια, αν κάνει να πιούμε το γάλα που έχει λήξει. Εμείς στο σπίτι μας γρατζουνάμε τα χέρια μας και λέμε πως φταίει η γάτα, ξεχνάμε πως δεν έχουμε γάτα και νιαουρίζουμε το βράδυ, δαγκώνουμε το μαξιλάρι μας και κλαίμε στα κρυφά, παρακαλάμε την Θεά να είναι καλή μαζί μας, να βγουν καλές οι εξετάσεις, να πάει καλά η συνέντευξη, να πετύχει το παιδί στις πανελλήνιες. εμάς στο σπίτι μας πιο πολύ μας λείπουν οι πορσελάνες παρά η Θεά

Πρωτοχρονιά ενός σπιντάκια (Φώντας Φ.)

Ήταν απογευματάκι προς βράδυ και καθώς ο Χρήστος γύριζε, ως συνήθως με το μετρό, σπίτι του, ακούμπησε για λίγο το κεφάλι του στο τζάμι του βαγονιού και κουρασμένος καθώς ήταν, αποκοιμήθηκε. Η ιστορία φυσικά δεν τελειώνει εδώ, όμως κάλλιστα θα μπορούσε να τελειώσει η αφήγηση της και να ασχοληθούμε όλοι μας με πιο σημαντικά πράγματα. Παρόλα αυτά δε συμβαίνει έτσι. Αυτό σε πρώτη φάση γιατί ο ύπνος του Χρήστου έφτασε στο τέλος του, μόλις λίγα δεκάλεπτα μετά τη βύθιση του στην αγκαλιά του Μορφέα. Μια βροντερή φωνή, που είχε πάντως και μια νότα λύπησης μέσα στις λέξεις που άρθρωνε τον είχε ταράξει: «Σηκωθείτε κύριε! Τέρμα!» Ήταν ο οδηγός του συρμού που διέκοπτε βίαια τον ύπνο του. Δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να μουρμουρίσει ένα «συγνώμη» κι ένα «ευχαριστώ» και να εξαφανιστεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Καθώς ανέβαινε τις κυλιόμενες ένιωσε για λίγο το βλέμμα του υπαλλήλου που τον ξύπνησε καρφωμένο πάνω του. Λυπήθηκε για την εικόνα που έδινε, αλλά αποφάσισε να μη δώσει σημασία. «Σκατά!», σκέφτηκε τελικά όταν βγήκε έξω απ’ το σταθμό. Τον είχε πάρει ο ύπνος και εξαιτίας αυτού κατέληξε στο τέρμα της γραμμής. Τη σιχαινόταν αυτή τη στάση εδώ και χρόνια και αν και πέρναγαν από εκεί λεωφορεία που τον πήγαιναν σπίτι του, αυτός την απέφευγε όποτε μπορούσε. Προτιμούσε τις δυο προηγούμενες που του κόστιζαν μια ελαφριά καθυστέρηση κάθε φορά, αλλά δεν συνεπάγονταν πικρές αναμνήσεις. «Εμ, βέβαια», μίλησε πάλι στον εαυτό του. «Τέτοιο σκουπίδι που έχω καταντήσει είναι λογικό να κοιμάμαι συνέχεια στο μετρό. Δε θα αργήσει η μέρα που αντί να κοιμάμαι, θα κλέβω ή ακόμα χειρότερα θα ζητιανεύω απ’ τους υπόλοιπους επιβάτες. Ή το πιο χείριστο! Θα μουρμουρίζω μόνος μου, ενημερώνοντας με κραυγές τους υπόλοιπους στο βαγόνι για το ποιο ιστορικό πρόσωπο μιλάει διαμέσου μου σε αυτό το δρομολόγιο». Μικρότερος και σα φοιτητής ο Χρήστος τους έκανε χάζι τους τρελούς του μετρό. Με τα χρόνια όμως άρχισαν να τον απωθούν και να τον φοβίζουν. Δεν είχε περάσει άλλωστε ούτε βδομάδα από τότε που είχε πετύχει, στο Σύνταγμα και σε ώρα αιχμής μια καλοκάγαθη γριούλα που τον πλησίασε κι άρχισε να του μιλάει, να του φωνάζει περισσότερο, για το Θεό, που όλα τα έβλεπε και δε θα άφηνε τα παιδιά του, τους Έλληνες, να πάνε χαμένα. Το μίλησε επίσης για το πόσο πίστευε στο “Πας μη Έλλην, βάρβαρος” που ήταν και η αγαπημένη της φράση απ’ την αρχαιότητα. «Μα υπάρχει τίποτα πιο σοφό να πει κανείς, μετά από αυτό;», τον είχε ρωτήσει. «Και γιατί το πιστεύετε;», είχε απαντήσει αυτός ξεχνώντας για λίγο πως αυτό που κάνεις στο συγκεκριμένο μέσο είναι να βαδίζεις έναν Γολγοθά, γεμάτο προσπάθεια να αγνοήσεις τους παρανοϊκούς, διαγνωσμένους και μη επιβάτες του συρμού. Σε περίπτωση αποτυχίας έβαζες υποψηφιότητα για να γίνεις εσύ ο επόμενος, ολοκαίνουργιος τρελός του μετρό. «Το “Πας μη Έλλην, βάρβαρος” είναι η πιο σοφή φράση στον κόσμο!», είχε επιμείνει τότε η κυριούλα. «Δε διαφωνώ, αλλά γιατί;», είχε ρωτήσει ξανά ο Χρήστος. «Μα φυσικά γιατί το είπαν οι αρχαίοι Έλληνες! Άντε αγόρι μου, στο καλό και καλές γιορτές εύχομαι, ο Θεός μαζί σου». Και είχε χωθεί στον επόμενο συρμό λήγοντας τη συζήτηση. Περπατούσε λοιπόν ο Χρήστος στο δρόμο για το σπίτι του μιας και βαρέθηκε να περιμένει λεωφορείο και θυμόταν αυτό το περιστατικό. «Άνθρωποι που τεκμηριώνουν το άριστο μιας άποψης με επίκληση στην αυθεντία, κάποιου, όλως τυχαίως αυτού που την είπε; Τελείως παλαβό!», σχολίασε ο Χρήστος. «Όμως…», συνέχισε, «…αυτή η τρελή ήταν η μοναδική που μου ευχήθηκε μέχρι τώρα για τις γιορτές, ποιος ξέρει; Ίσως να υπάρχει κάτι μέσα τους που τους κάνει πιο καλούς από τους φυσιολογικούς ανθρώπους». Όπως και να είχε όμως, ο Χρήστος είχε ξενερώσει για τα καλά μετά τη ενθύμηση του συμβάντος. «Άλλη μια πρωτοχρονιά που έρχεται και εγώ είμαι μόνος!», κλαψούρισε. Κι έτσι φτάνουμε στο δεύτερο και πιο σημαντικό απ’ τους δύο λόγους που η αφήγηση της ιστορίας συνεχίζεται. Πλησίαζε πρωτοχρονιά του 2018, λίγες ώρες είχαν μείνει για την αλλαγή του χρόνου κι ο Χρήστος ένιωθε να τον κατακλύζει ένα συναίσθημα μοναξιάς και εγκατάλειψης. Κύρια προέλευση του εν λόγω συναισθήματος ήταν φυσικά η προσωπική του ζωή. Για λίγο καιρό όλα έμοιαζαν να του πηγαίνουν καλά, καθώς είχε αρχίσει να τραβιέται πάλι με μια πρώην του, που όπως λίγοι και καλοί ήξεραν δεν είχε σταματήσει ποτέ να του αρέσει. Για να λέμε την αλήθεια το κορίτσι τον είχε διεκδικήσει με σθένος κι αποφασιστικότητα και μετά από μήνες στενής πολιορκίας (στην οποία, όπως έλεγε ο ίδιος, αντιστεκόταν για ιδεολογικούς λόγους) ενέδωσε. Το τι ακολουθεί, το φαντάζεται εύκολα ο καθένας. Πλέον δεν υπήρχε περίπτωση να δει κάποιος τον Χρήστο χωρίς να είναι γεμάτος δαγκωματιές, τσιμπήματα, σημάδια από ζώνη και κυρίως όλα αυτά που αφήνουν πίσω τους τα γυναικεία χέρια όταν σε γδέρνουν. Τι είχε πάει στραβά λοιπόν; Ε, για να είμαστε ειλικρινείς ο Χρήστος είχε αποφασίσει να φύγει λίγο πριν τα Χριστούγεννα απ’ την Αθήνα, για να περάσει λίγες μέρες με την αγαπημένη του. Δεν περίμενε τίποτα συναρπαστικό, ούτε είχε και τρομαχτικά μεγάλα σχέδια, μιας και είχε επιτέλους (και πολύ αργά στη ζωή του μάλλον) μάθει πως για μερικά πράγματα δεν πρέπει να καταβάλεις, στα φανερά τουλάχιστον, την οποιαδήποτε προσπάθεια αλλά να περιμένεις να ωριμάσουν μόνα τους. Ο Χρήστος ήθελε απλά να περάσει μερικές όμορφες στιγμές με την καλή του. Φυσικά οι απόψεις και οι επιθυμίες δεν ταυτίζονται πάντα. Μετά λοιπόν από ένα πολύωρο, πολυέξοδο (γιατί ήταν και λίγο γύφτος και τα σκεφτόταν κάτι τέτοια ο φίλος μας) ταξίδι ο Χρήστος είχε φτάσει ως την πόρτα που έμενε το πολύ αγαπημένο του εκείνο πρόσωπο και την είχε χτυπήσει. «Πρέπει να μιλήσουμε!», ήρθε η απάντηση, αντί για κάτι όπως «Γεια σου!» ή «Καλημέρα». «Να μιλήσουμε, ξέρω γω…», είχε απαντήσει και καλά άνετα ο Χρήστος. «Γενικά την όλη φάση με το κέρατο πως τη βλέπεις;», τον ρώτησε εκείνη με τη μία. «Εεε…», έκανε να απαντήσει αυτός συνειδητοποιώντας αυτόματα το λάθος του να κουβαληθεί ως εκεί. Στη συνέχεια ακολούθησε μια συζήτηση πάνω στην οποία υποτίθεται το ζευγάρι θα εξομολογούταν, ο ένας στο άλλο, τι παραβάσεις είχε κάνει την περίοδο που ήταν μαζί, ως προς το μονογαμικό του πράγματος. Ο Χρήστος δε θέλησε να μιλήσει για τον εαυτό του, μόνο κάθισε και απορημένος άκουγε την αγαπημένη του να του μιλάει για τις δικές της μικρές, τόσες δα, ατασθαλίες. «Κρίμα», σκέφτηκε ο Χρήστος. «Νόμιζα ότι είχαμε χωρίσει επειδή έκανα κάτι εγώ κι όχι για αυτό το λόγο». Ασχέτως ηθικής ή όχι κρίσης, για διάφορους λόγους ο φίλος μας είχε επιλέξει τότε να μη το κάνει μεγάλο ζήτημα άσχετα αν, σαν αγοράκι κι αυτός, ένιωθε τον εγωισμό του να βαράει κόκκινο. Από καιρό σκεφτόταν άλλωστε ορισμένα θλιβερά τέλματα που έχουν δυνάμει οι σχέσεις και στα οποία καταλήγουν αν τις αντιμετωπίσεις όντως σα σχέσεις κι όχι σαν κατοικίδια σκαντζοχοιράκια για παράδειγμα. Όλα αυτά τον έκαναν να πει εντέλει: «Ε γενικά είσαι τελείως για τα μπάζα, αλλά μπορούμε να το ξεχάσουμε». «Αλήθεια το λες;», είπε εκείνη με ειλικρινή εκτίμηση στη φωνή της. «Ναι μωρέ», πρόσθεσε κατόπιν σκέψης και ενός νεοαποκτηθέντα πόνου στο στομάχι ο Χρήστος. «Δεν τρέχει τίποτα για τέτοια ψιλοπράγματα, εφόσον υπάρχει αγάπη, διάθεση για προσπάθεια…». Τέλος πάντων για να μην μακρηγορούμε, το ζευγάρι μας έμεινε τελικώς κάποιες μέρες μαζί, πέρασε πολύ καλύτερα σε σχέση με τότε που ήταν κανονικό ζευγάρι και γενικώς αν και υπήρχε κάτι δυσάρεστο στην ατμόσφαιρα, όλα πήγαιναν καλά. Μέχρι που η κοπέλα ξεκαθάρισε πως καμία διάθεση δεν είχε να προσπαθήσει για τίποτα. Όχι για σχέσεις και τέτοια… γενικά να προσπαθήσει για το οτιδήποτε. «Μα…», σχολίαζε ξανά και ξανά απορημένος ο Χρήστος. «Τότε για ποιο λόγο όλα αυτά; Για ποιο λόγο τόση διεκδίκηση, τόσες αχρείαστες εξομολογήσεις, τόση ψυχική ταλαιπωρία; Γιατί απλά δε τα αφήναμε όπως ήταν τα πράγματα; Τι κερδίσαμε; Γιατί έπρεπε να συμβεί όλο αυτό το τσίρκο;» Η κοπέλα δεν ήξερε να απαντήσει στις κάπως φορτικές και πιεστικές ερωτήσεις του Χρήστου και το είχαν αφήσει εκεί το θέμα. Χώρισαν για πάντα οι δρόμοι τους. Λυπηρό. Για εκείνον ήταν δε λυπηρό σε βαθμό που να πάει λίγο καιρό μετά μέχρι το σταθμό του τραίνου μήπως και πετύχει το εν λόγω “πρόσωπο”. Θα χρησιμοποιούσε οπωσδήποτε τραίνο περνώντας απ’ την Αθήνα και «αν ο Θεός είναι μαζί μου, θα την πετύχω όταν θα ετοιμάζεται να επιβιβαστεί». Φυσικά ο Θεός καθώς προετοιμαζόταν σε πυρετώδεις ρυθμούς για τον 2016ο εορτασμό των γενεθλίων του υιού του και για την αρχή του 2017ου έτους από αυτή την πολύ σημαντική για όλη την Αγία Οικογένεια επέτειο, αδιαφόρησε τελείως για το αίτημα του Χρήστου, ο οποίος τελικώς, αντί να βρει το κορίτσι, συνάντησε μόνο αγχωμένους σεκιουριτάδες, που για κάποιο λόγο έδειχναν να τον έχουν βάλει στο μάτι μετά την εικοστή πέμπτη φορά που έκανε πάνω κάτω τις αποβάθρες των τρένων. Απογοητευμένος απ’ την αποτυχία του λοιπόν, το μόνο που έκανε ήταν να μπει στο μετρό και να γυρίσει σπίτι του. Ούτε σε αυτό τα πήγε πολύ καλά όμως, διότι όπως είδαμε και παραπάνω, τον πήρε ο ύπνος μες το συρμό. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και δεν έμοιαζε να του πάνε πολύ καλά τα πράγματα. «Στο διάολο!», σκέφτηκε ενώ περπατούσε. «Θα κλειστώ σπίτι μέχρι να αλλάξει η χρονιά, στα τσακίδια οι κοινωνικές υποχρεώσεις, είμαι χάλια. θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί!», αποφάσισε κι έπειτα κάθισε να στρίψει ένα τσιγάρο στο παγκάκι του δήμου που ήταν μπροστά του. Ενώ κοίταζε με γουρλωμένα μάτια το κενό ένιωσε μια παρουσία, μια φιγούρα να κινείται κοντά του. Αρχικά αδιαφόρησε, όμως έπειτα η φιγούρα ήρθε και κάθισε δίπλα του. «Κανάς παλαβός θα είναι πάλι!», σκέφτηκε, αλλά γύρισε να δει από περιέργεια. Και τότε την είδε. *** Δεν ήταν βεβαίως η κοπέλα που περίμενε να βρει στο σταθμό του τρένου. Μακάρι στη ζωή να υπήρχαν όντως τέτοια ρομαντικά πλοτ-τουιστ, αλλά κάτι τέτοιο απλά δε συνέβαινε. Επρόκειτο τελικά για ένα κορίτσι που ήξερε κάποια χρόνια τώρα. Μάλιστα τον τελευταίο, σχεδόν ολόκληρο χρόνο αποτελούσε ένα απ’ τα λίγα πλατωνικά (στο βαθμό που υπάρχει κάτι τέτοιο), τσιμπήματα που είχε καταφέρει να αισθανθεί στην καρδιά του. Είχαν ωστόσο να μιλήσουν πολύ καιρό, πόσο μάλλον από κοντά. Για την ακρίβεια, όπως και με πολλές φίλες και φίλους του, ο Χρήστος είχε ξοδέψει το μεγαλύτερο διάστημα της σχέσης του με το άτομο που είχε τώρα δίπλα του, με το να μη του μιλάει επειδή το θεωρούσε τελείως παλαβό. Όποτε πάλι άλλαζε γνώμη κι ήταν πιο δεχτικός μαζί της, εκείνη αποφάσιζε να πιστέψει γι’ αυτόν τα χειρότερα. Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει καμία ουσιαστική επικοινωνία. Ήταν βέβαια όμορφη και φυσικά, τελείως πειραγμένη στα μυαλά της. Υπάρχει τίποτα καλύτερο; «Πλάκα μου κάνεις…», της είπε ο Χρήστος, που δεν περίμενε να την ξαναδεί για κάνα χρόνο τουλάχιστον. «Γεια σου Χρήστο», του είπε κι εκείνη χαμογελώντας. «Τι κάνεις;» «Εεε… εδώ… Ξέρω γω; Καλά είμαι», απάντησε αυτός που είχε ολίγον τι, χαζέψει. «Γρατζουνιές βλέπω…», παρατήρησε κοιτάζοντας τον. «Ε…», απάντησε και αυτός αμήχανα. Κάποια μέρα θα γινόταν κι αυτός σα τα άλλα αγοράκια που διατυμπανίζουν τις υπαρκτές ή (πιο συχνά, ιδιαίτερα για εκείνον) φανταστικές επιτυχίες τους με το άλλο φύλο. Όμως η μέρα αυτή δε θα ήταν με τίποτα η σημερινή. «Άσε καλά», συνέχισε η κοπέλα. «Για πες, παίζει κάνα καινούργιο φλερτ;», ρώτησε και του έκλεισε το μάτι. «Μα», έκανε αυθόρμητα ο Χρήστος που συνήλθε λίγο στο μεταξύ. «Αφού ξέρεις πολύ καλά πως εσύ είσαι το φλερτ μου». Αμηχανία και χαμόγελα κατανόησης κι απ’ τις δύο πλευρές. «Έχω και εγώ γρατζουνιές πάντως!», τον πληροφόρησε εκείνη. «Αμέ! Να, δες!», είπε και σήκωσε τα μανίκια της. «Τι τραβάω Θεέ μου;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος χωρίς να χάσει το αποβλακωμένο χαμόγελο που είχε καρφωθεί στη φάτσα του. Κοιτάζοντας όμως πιο προσεκτικά τις γρατζουνιές, διαπίστωσε πως δεν προέρχονταν από άνθρωπο. «Πήρες γάτα;», ρώτησε τέλος. «Ε, ναι!», του απάντησε αυτή. «Τη λένε […] Δεν είναι υπέροχο όνομα;», τον ρώτησε. Ο Χρήστος πίστευε πως τέτοια ονόματα ήταν χαζά, ωστόσο λιγότερο χαζά απ’ αυτά που στη γλώσσα της πιάτσας ή και στην επίσημη ιατρική ορολογία, σήμαιναν κάποιο ναρκωτικό, κάποιο δηλητήριο και γενικώς την κουλ χημική ένωση του μήνα. Ένα αποτέλεσμα τέτοιου βαπτίσματος ήταν για παράδειγμα ο “Μπούμπλε”, γάτος μιας νεαρής γειτόνισσας του Χρήστου που είχε καταφέρει να γίνει φοιτήτρια και το γιόρταζε κάνοντας κάθε πιθανή ανοησία. Ο καημένος ο “Μπούμπλε” αγνοούσε φυσικά πως το όνομα του ήταν το γνωστό ψευδώνυμο των υπνωτικών χαπιών “Vublegal”, που ήταν εξαιρετικά στη δουλειά τους, όμως η χαμηλή τους τιμή τα καθιστούσε την αγαπημένη προτίμηση των χρηστών ηρωίνης. Αυτό το τάργκετ γκρουπ, μοιραία στιγμάτιζε και τα ίδια τα χάπια και όσους τα αγοράζανε για άλλους λόγους πλην της… διασκέδασης. «Ναι ωραίο είναι», της είπε. «Χαίρομαι πολύ που σου αρέσει! Γενικά ήταν πολύ όμορφα που σε πέτυχα σήμερα… Λοιπόν… σε φιλώ… και να βρεθούμε!», του είπε εκείνη χαιρετώντας τον και συνεχίζοντας το δρόμο της με μικρούλικα, πεταχτά βήματα που θύμιζαν κουνέλι. Ο Χρήστος έπαιξε μηχανικά με τον αναπτήρα του και έπειτα πήρε κι αυτός το δρόμο του. *** Όταν πια έφτασε σπίτι, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ξαπλώσει στον καναπέ του σαλονιού και να στρίψει ένα καλό μπάφο. Προσπαθούσε να μην πίνει γενικά, καθώς είχε παρελθόν κατάχρησης των περισσότερων ουσιών που κυκλοφορούν στις 4-5 μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας. Όμως σα ξαφνικά να είχε όρεξη για χαβαλέ μέσα του. Έφταιγε η απελπισία για την ερωτική ιστορία που μόλις είχε κλείσει στη ζωή του; Μπορεί. Έφταιγε που συνάντησε την άλλη κοπέλα κι αυτό είχε επηρεάσει για κάποιο λόγο θετικά τη διάθεση του; Δεν ήταν κι απίθανο. Το θέμα ήταν πως ο Χρήστος είχε αρχίσει στα σοβαρά να αναθεωρεί την ιδέα του να μείνει σπίτι, μόνος με την αλλαγή του χρόνου. Κι έτσι αποφάσισε εντέλει να ενταχθεί στη συνομοταξία εκείνη που περιλαμβάνει όσους και όσες κανονίζουν τελευταία στιγμή τι θα κάνουν στις γιορτές, αφού έχουν ξοδέψει βδομάδες να πρήζουν τους γύρω τους για το εμπορικό, θεαματικό χαρακτήρα της Πρωτοχρονιάς και την καταναλωτική υστερία της. *** Μετά από πολλά αποτυχημένα τηλεφωνήματα, η λύση είχε τελικώς βρεθεί. Θα πέρναγε την Πρωτοχρονιά του στο Γνωστό, ένα μαγαζί αρκετά μακριά απ’ το σπίτι του που όμως είχε γίνει πλέον κάτι στα στέκι του. Θα είχε μαζί του τον φίλο του τον Πέτρο, τη Μαίρη, που ήταν δυστυχώς επίσης –μόνο- φίλη του και κάποια ακόμα παιδιά. Καθώς όμως όλοι οι παραπάνω θα έκαναν αλλαγή με τις οικογένειες τους, ο Χρήστος αναζήτησε παρέα για να μη μείνει μόνος του στο μεταξύ. Η μόνη που ανταποκρίθηκε ήταν η Λίζα, μια φίλη, που κάποτε ήταν φίλος του. Η Λίζα ήταν ένα υπέροχο άτομο, καμία σχέση με τον Χρήστο και την παρέα του αφού ήταν εξόχως παραγωγική στη ζωή της. Το μόνο αξιοπρόσεχτο πάνω της ήταν το γεγονός πως πριν ένα χρόνο είχε αλλάξει φύλο καθώς και κάτι κρίσεις άγχους που πέρναγε κατά τις οποίες ζούσε τελείως όπως ‘ναι. «Ψήνεσαι;», την είχε ρωτήσει ο Χρήστος. «Πες μου σε παρακαλώ ναι, αλλιώς θα αναγκαστώ να μείνω μέσα!» «Ναι ρε, εννοείται», του είχε πει αυτή και είχανε δώσει ραντεβού κάπου κεντρικά *** Όταν βρεθήκανε, η ώρα είχε πάει 9 το βράδυ. Η Λίζα τον περίμενε έξω απ’ το μετρό. «Έλα ρε τι κάνεις; Τι γίνεται;», τον είχε ρωτήσει. «Που να στα λέω…», είχε ξεκινήσει ο Χρήστος και σε λιγότερο από μισή ώρα, είχε καταφέρει, μιλώντας ακατάπαυστα, να εξιστορήσει μήνες και μήνες της ζωής του. «Μάλιστα, εγώ τι να σου πω από νέα… Kαλά είμαι!», είπε εκείνη. «Από λεφτά πως πάς;» «Κομπλέ! Πήραμε και ένα επίδομα που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη μάνα μου κι είμαστε μια χαρούλα». «Τέλεια, άντε μπράβο… Για τον Πέτρο έχεις κανά νέο να μου πεις; Να προετοιμαστώ πριν τον δούμε». Η Λίζα αναστέναξε. «Φαίνεται πως έχει πέσει με τη μούρη στην πρέζα». «Σκατά…» «Ε ναι, αλλά τι να κάνεις, προσπάθησες, του είπες δύο κουβέντες, δεν είναι δικιά σου ευθύνη από εκεί και πέρα». Ο Χρήστος διαφωνούσε αναφορικά με το μερίδιο ευθύνης που είχε απέναντι στον Πέτρο. Ο Πέτρος μπορεί να σκόπευε να γίνει κανονικός πρεζάκιας, όμως ο Χρήστος ήταν αυτός που τον είχε βάλει να δοκιμάσει πρώτη φορά, κι όσο να ‘ναι, ένιωθε τύψεις. «Δεν ξέρω ρε Λίζα…» «Αν θες τη γνώμη μου Χρήστο, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να ξεκόψεις από αυτή την παρέα, δε θα σου βγει σε καλό, κι ούτε τους βοηθάς και σε τίποτα με την παρουσία σου, θα καταλήξεις ακόμα ένας που την πίνει παρέα με άλλους που την πίνουν, ό,τι χειρότερο. «Ναι ίσως να κάνω κι έτσι». Πες-πες, αφού περπατήσανε κάμποσο, βρέθηκαν στην Πατησίων. Με την κουβέντα ο Χρήστος είχε ηρεμίσει λιγάκι και είχε πάρει ακόμα περισσότερο τα πάνω του. «Να είχαμε να πιούμε και τίποτα όμως ε; Καλή φάση θα ήταν για απόψε». «Ναι, αλλά τι; Άσε που έχουμε ελάχιστα λεφτά, κρατάω είκοσι ευρώ και δε θέλω να τα δώσω όλα». «Χμ, ναι και εγώ το ίδιο, αλλά απ’ την άλλη είναι Πρωτοχρονιά απόψε». «Μάλιστα…» «Άσε με να κάνω μερικά τηλέφωνα», ζήτησε ο Χρήστος και η Λίζα, χωρίς πολύ όρεξη, δέχτηκε. *** Λίγα τηλέφωνα μετά, το αποτέλεσμα ήταν τζίφος. Κανείς δεν είχε σταφ πάνω του κι όσοι λίγοι είχαν, σκόπευαν να το καταναλώσουν με την αλλαγή του χρόνου. Καμία όρεξη δεν είχαν να το μοιραστούν με τον Χρήστο. «Λίγο σπιντάκι ζητάω ρε γαμώτο, μια-δυο καλές γραμμές να αλλάξει η χρονιά». «Απ’ ότι φαίνεται, θα πρέπει να τη βγάλουμε με αλκοόλ…» «Όχι απαραίτητα!», απάντησε ο Χρήστος. «Δηλαδή τι θα κάνουμε;» «Υπάρχει πάντα η λύση να πάμε μέχρι το Πεδίον να γίνουμε». «Μα είναι τελείως σκατά το Πεδίον, κι είναι βράδυ. Άσε που και δεν έχει καν σπιντ εκεί». «Ναι το ξέρω», έκανε ο Χρήστος, «Όμως μπορούμε κάλλιστα να πάρουμε ένα δεκάευρω σίσα». «Όχι ρε φίλε, ας το αποφύγουμε σε παρακαλώ». «Δεν έχει καμία διαφορά το σίσα απ’ το σπίντ!», αντέτεινε ο Χρήστος. Κι ό,τι διαφορά υπάρχει είναι υπέρ του σίσα και μόνο. Ο Χρήστος μπορεί να είχε σταματήσει νωρίς-νωρίς την πρέζα, αλλά το σίσα είχε έρθει για να μείνει στη ζωή του. Με τα πολλά έπεισε τη φίλη του. «Εντάξει», είπε η Λίζα, «Αλλά δε θα πάρεις πρέζα, το υπόσχεσαι;» «Φυσικά», δεσμεύτηκε κάπως δυσαρεστημένα είναι η αλήθεια ο Χρήστος. Κι έτσι ανηφόρησαν προς το πεδίον. Γιορτινές μέρες κι η πιάτσα αντί να έχει στηθεί μέσα στο πάρκο σε κάποια σκοτεινή γωνία, καταλάμβανε όλη την εξωτερική πλευρά του, ενώ ξεκινούσε απ’ το μέρος που βρισκόταν η στάση των ΚΤΕΛ. «Σκατά!», σχολίασε ο Χρήστος βλέποντας όλο αυτό το πλήθος, που έμοιαζε με καραβάνι νεκροζώντανων να μαζεύεται σε πηγαδάκια, να καπνίζει και να μιλάει σε δεκάδες γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών. «Είναι στα αλήθεια το πιο απαίσιο μέρος του κόσμου εδώ». «Μπορούμε πάντα να φύγουμε», σχολίασε η Λίζα. «Μπα, αφού ήρθαμε…», απάντησε ο Χρήστος και πλησίασε έναν τύπο που στεκόταν μπροστά από μια παρέα ζάκια. «Τι θες φίλε;», τον ρώτησε εκείνος. «Σίσα! Δέκα ευρώ». «Εντάξει», είπε ο τύπος κι άρχισε να γεμίζει το σακουλάκι που κουβαλούσε απ’ το σπίτι του ο Χρήστος. Κάποια στιγμή σταμάτησε να γεμίζει. «Ναι…», σχολίασε αμήχανα ο Χρήστος. Ήταν εμφανές πως ο τύπος τον έκλεβε, όμως ήθελε να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από εκείνο το μέρος. «Μισό λεπτό!», πετάχτηκε ένας κατάχλωμος, αδύνατος από το βάθος. «Φτου σου ρε γαμώτο! Θα φάμε φέρμα», σκέφτηκε η Λίζα. Ο τύπος που είχε φωνάξει, έφτασε δίπλα στη Λίζα και στο Χρήστο. Έπειτα έπιασε τον τύπο που έκανε το ντιλ απ’ τον ώμο και τον πήρε παραδίπλα. Θεωρητικά θα ήταν μια καλή ευκαιρία να το σκάσουν χωρίς να πληρώσουν. Πρακτικά ήταν τελείως ηλίθιο σχέδιο, που πιθανότατα θα κατέληγε σε μαχαιριές και έτσι δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Έπειτα από λίγο, ο ντίλερ και ο τύπος που τον είχε πάρει παράμερα επέστρεψαν. «Άκου φίλε», είπε στον Χρήστο εκείνος που έδινε το σίσα. «Αυτό που αγόρασες, αξίζει 7 ευρώ, όχι 10». Ο Χρήστος έδωσε το δεκάευρω. Παρόλα αυτά δεν έγινε καμία κίνηση για να του επιστραφούν τα τρία ευρώ. Κυριάρχησε για λίγο η αμηχανία και κανείς δε μιλούσε σε κανέναν. «Ωραία…», είπε εντέλει ο Χρήστος. «Δώσε μου και λίγο πρέζα και είμαστε εντάξει». Το πρόσωπο του ντίλερ φωτίστηκε και έδωσε γρήγορα-γρήγορα ένα μικρό καφέ βραχάκι στον πελάτη του. Έπειτα έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Προτού προλάβουν όμως να κάνουν το ίδιο ο Χρήστος με τη Λίζα, πετάχτηκε μπροστά τους εκείνος ο τύπος που είχε κρατήσει στο πλάι τον ντίλερ. «Να σου μιλήσω λίγο ιδιαιτέρως φίλε;», ρώτησε. «Αμάν, θα μας φάνε λάχανο», σκέφτηκε ο Χρήστος. Ο τύπος μπροστά του είχε εμφανή χαρακτηριστικά από ανατολικό μπλοκ, πιθανότατα Ρουμάνος και έδειχνε καλοστεκούμενος για πρεζόνι. «Ναι… Ξέρω γω; Εντάξει», είπε ο Χρήστος. Ο Ρουμάνος τους τράβηξε προς μια παρέα που καθόταν κοντά στη στάση των ΚΤΕΛ. Έπειτα άρχισε να μιλάει. «Εμένα με λένε Φρανκ», είπε. «Αυτό που αγόρασες είναι για 5 ευρώ, όχι για 10. Αν δεν είχα επέμβει δε θα σου έδινε καν την πρέζα που αγόρασες». «Αγόρασες πρέζα;», ρώτησε η Λίζα αηδιασμένη, αλλά αμέσως το σκέφτηκε καλύτερα και σταμάτησε. «Να τον ακούς τον Φρανκ», πετάχτηκε ένας απ’ την παρέα μπροστά τους. Ήταν ένας μεσήλικας νέγρος που κρατούσε περασμένη στον ώμο του μια πατερίτσα. «Αυτή τη φορά δε σε κλέψανε πολύ, όμως στο μέλλον…». Και ξαφνικά η Λίζα και ο Χρήστος περικυκλώθηκαν από μια παρέα πρεζονιών που όλα τους ήθελαν να μαλώσουν τον Χρήστο για το γεγονός πως άφησε εκείνον τον τύπο να τον κλέψει. «Πρόσεχε τα λεφτά σου αγόρι μου!», του είπε ο Φίλ, ένας γέρος με μούσια που έφταναν ως το πάτωμα. «Προσέχω, αλλά ξέρετε…», έκανε να δικαιολογηθεί ο Χρήστος. «Πάντα όταν ψωνίζω εδώ, έχω σα δεδομένο ότι κάποιος θα με κλέψει λιγάκι». «Και γιατί; Δεν υπάρχει λόγος!», του απάντησε με γουρλωμένα μάτια ο Φρανκ που τελικά ήταν όντως Ρουμάνος. «Έεε…», έκανε με αμηχανία ο Χρήστος. «Τέλος πάντων!», μεσολάβησε ο νέγρος με την πατερίτσα. «Εντάξει, απλά άλλη φορά να προσέχεις. Κι αφού σε κλέψανε, θα σε κεράσουμε εμείς», σχολίασε και γέμισε ένα κρακ πάιπ. Έπειτα το πρόσφερε. Ο Χρήστος μισούσε τα κρακ πάιπ και δεν καταλάβαινε γιατί δεν το πίνανε από τη μύτη. Δέχτηκε όμως. «Εσύ γιατί δε θες;», ρώτησε ο Φρανκ τη Λίζα. «Αδερφή είσαι;» «Τι να σου πω και σένα τώρα…», απάντησε εκείνη. Με τα πολλά το πάιπ πήρε φωτιά και ο Χρήστος άρχισε να ρουφάει τον καπνό. «Όχιιιιιι!», ούρλιαξε ο Φρανκ. «Το κάνεις λάθος!» «Δεν πειράζει», είπε ήρεμα ο νέγρος, «Το παιδί είναι μικρό και κάνει λάθη, πρώτη του φορά είναι». «Ε όχι και πρώτη μου φορά!», έκανε να πει ο Χρήστος αλλά τελικώς δε μίλησε. «Φαίνεσαι καλό παιδί…», σχολίασε ο νέγρος. «Είσαι από εξωτερικό;» «Όχι… Έλληνας είμαι». «Αποκλείεται! Σίγουρα θα έχεις ζήσει στο εξωτερικό». «Όχ… Βασικά ναι! Έχω ζήσει μερικά χρόνια στην Τσεχία», απάντησε ο Χρήστος. Ψέμματα φυσικά για να κλείσει η συζήτηση. «Φαίνεται! Είδες που στο είπα. Εγώ που με βλέπεις, έχω γυρίσει το μισό κόσμο, Αφρική, Γαλλία, Τουρκία… Μόνο στην Ελλάδα βρήκα το Θεό όμως». «Μάλιστα». «Να σε ρωτήσω κάτι, πως σε λένε φίλε μου;» «Χρήστο». «Και μήπως έχεις αμάξι Χρήστο να με πετάξεις μέχρι το σπίτι, γιατί πονάνε πολύ τα πόδια μου;» «Ε… βασικά όχι και εμείς θέλουμε να φύγουμε, με τα πόδια πάντα» «Κρίμα, πολύ κρίμα. Λοιπό αντίο σας!» Και ο νέγρος αγκάλιασε τον Χρήστο, ψιθυρίζοντας του στο αυτί: «Καλή Χρονιά!». Η Λίζα και ο φίλος της, ευχήθηκαν και αυτοί για τη νέα χρονιά στην παρέα που κάθονταν και έπειτα κατηφόρισαν μακριά. *** Φτάνοντας κοντά στο «Γνωστό», το μαγαζί που ήταν να κάνουν πρωτοχρονιά, η Λίζα και ο Χρήστος διαπίστωσαν πως ήταν κλειστό και θα άνοιγε κατά τις 12 30-1 παρά. «Ας κάτσουμε καλύτερα πλατεία», πρότεινε ο Χρήστος κι αφού πήραν καφέ από ένα σάπιο, ανοιχτό 24/7 μαγαζί, ξαπόστασαν σε ένα παγκάκι. «Περίεργα πράγματα ρε συ», σχολίασε ο Χρήστος. «Ναι. Νομίζω ότι δεν έπρεπε να αγοράσεις πρέζα όμως», απάντησε η Λίζα. «Ω, δε βαριέσαι τώρα. Πάει, τέλειωσαν τα κουλά περιστατικά, πες μου τα υπόλοιπα νέα σου». «Το μόνο ιδιαίτερο που έχω να σου πω, είναι πως δε μου μιλάει πια ο Λευτέρης» «Και γιατί; Σου έχει θυμώσει επειδή δε του κάθισες;» «Όχι δεν είναι αυτό, απλά όπως ξέρεις τα έχει με μια φίλη μου». «Ωραία και που είναι το κακό;» «Μου κρατάει κακία επειδή της είπα να μη κάνει κάτι μαζί του». «Και γιατί έκανες κάτι τέτοιο;» «Ε ξέρεις, η πρώην του ήταν επίσης γνωστή μου, μου είχε πει πως έχει πολλά κόμπλεξ και θεώρησα σωστό να τα μάθει κι αυτή προτού το προχωρήσει σοβαρά μαζί του». «Χαχαχα! Κακώς ανακατεύτηκες, αλήθεια τι της είπες ακριβώς;» «Ε, να», σχολίασε κάπως πιο ένοχα τώρα η Λίζα. «Της είπα ότι την έχει μικρή κι αυτό του δημιουργεί κάποια θέματα». «Σοβαρά τώρα;» «Ναι» Ο Χρήστος ξέσπασε στα γέλια. «Είσαι τυχερή που απλώς δε σου μιλάει. Που ακούστηκε να πηγαίνεις στην κοπέλα του άλλου ή ακόμα χειρότερα, σε αυτή που θέλει να γίνει κοπέλα του και να σχολιάζεις για την πούτσα του». «Ίσως να έχεις δίκιο αλλά…» «Καλά-καλά, δε με ενδιαφέρει και τόσο. Πολύ αστείο πάντως, πάντα τέτοια!» Η Λίζα χαμογέλασε και έκανε να πει κάτι, όμως την πρόλαβαν. «Συγνώμη, μήπως ξέρετε πως μπορώ να πάω Σύνταγμα;», ακούστηκε μια φωνή. Η Λίζα και ο Χρήστος γύρισαν προς το μέρος της κι αντίκρισαν έναν περίεργο τύπο, με αλβανόφατσα και μπουκλωτά μαύρα μαλλιά, που φορούσε λευκό πουκάμισο, ανοιχτό στο στήθος. Στα χέρια του κρατούσε μια κιθάρα. «Στο Σύνταγμα;», επανέλαβε ο Χρήστος την ερώτηση. «Ναι εκεί. Δε με νοιάζει να βγάλω πολλά λεφτά, ίσα-ίσα ένα εικοσάευρο, δε τα θέλω όλα δικά μου, καταλαβαίνετε». Η Λίζα και ο Χρήστος που δεν καταλάβαιναν τίποτα, χρειάστηκαν πολύ ώρα για να βγάλουν άκρη με αυτόν τον νέο τους επισκέπτη. Απ’ ότι φαίνεται ήταν περιπλανώμενος οργανοπαίχτης απ’ την Κέρκυρα που είχε έρθει να μείνει λίγες μέρες στην Αθήνα και τον φιλοξενούσε ο γαμπρός του. «Μη νομίζετε πως επιβαρύνω και πολύ, είμαι διακριτικό άτομο. Τρεις βδομάδες μόνο έχω που μένω σε αυτόν», είχε πει. Με τα πολλά, αφού του εξήγησαν πως τέτοια ώρα, το μετρό έχει πια κλείσει για Πρωτοχρονιά, ο τύπος κάθισε παραδίπλα κι άρχισε να τραγουδάει γρατζουνώντας την κιθάρα. Προτού προλάβει να σχολιάσει κάτι ο Χρήστος, χτύπησε το κινητό του. Άγνωστο νούμερο. «Παρακαλώ;» «Ναι Χρήστο εσύ; Είμαι ένας φίλος της Μαίρης που θα ερχόταν μαζί της αλλά τελικά μου το ακύρωσε τελευταία στιγμή και δε τη βρίσκω στο τηλέφωνο, μήπως μπορώ να έρθω να σας βρω κάπου γιατί είμαι ήδη στο σημείο που είχαμε δώσει ραντεβού». «Ναι αμέ, είμαστε…». *** Τώρα βέβαια ο Χρήστος δεν την πολυέτρωγε αυτή την ιστορία με το φίλο της Μαίρης. Στανταράκι θα ήταν γκόμενος της ή τύπος που ήθελε να γίνει γκόμενος της. Με τη Μαίρη αυτές οι δύο κατηγορίες δε ξεχώριζαν και πολύ μεταξύ τους, εκτός αν επρόκειτο για τον ίδιο το Χρήστο. Με τα πολλά είχαν τελικώς κινήσει να τον βρούνε. Τους περίμενε σε μια στάση λεωφορείων κοντά στο «Γνωστό». «Χρήστος». «Λίζα». «Χάρηκα που σας γνωρίζω παιδιά!», είχε πει χαμογελώντας ο τύπος. «Εγώ είμαι ο Πλάτωνας». «Ο γνωστός φιλόσοφος;», χαμογέλασε ο Χρήστος. «Χαχα, μου το λένε συνέχεια όμως όχι, λοιπόν που κάθεστε;» «Πουθενά ακόμα, σε μια πλατεία είμαστε εδώ κοντά, έλα». Με το που κάθισαν, κοντά πάντα στον περιπλανώμενο οργανοπαίχτη, ο Πλάτωνας έστριψε ένα τσιγάρο και το πρόσφερε στην παρέα. Στρίβοντας το, έπεσε απ’ την τσέπη του μια υπερβολικά γεμάτη ζελατίνα χόρτο». «Να τα μας», σκέφτηκε ο Χρήστος, ενώ ο Πλάτωνας ζητούσε συγνώμη και τη μάζευε. «Να σου πω ρε φίλε», πετάχτηκε ο τύπος που έπαιζε την κιθάρα. «Το πίνεις όλο αυτό ή το πουλάς;» «Κυρίως το δίνω σε φίλους, αλλά επίσης καπνίζω, πουλάω λίγο, ξέρεις. Eίναι πολύ σωστό χορταράκι δικέ μου», απάντησε ο Πλάτωνας με ψυχραιμία και γύρισε το τσιγάρο στον οργανοπαίχτη. Αυτός τράβηξε μια γερή τζούρα. «Δεν είναι κακό», είπε χαμογελώντας μέχρι τα αυτιά. «Όμως ξέρετε τι λείπει; Τι θα ήθελα;» «Τι;», αναρωτήθηκαν όλοι. «Λίγη πρέζα ρε παιδιά». Κανείς δεν απάντησε. «Μη μου πείτε πως δεν έχετε δοκιμάσει ζουζού Πελοποννήσου!» «Και τι είναι αυτό ρε φίλε;», ρώτησε γελώντας ο Πλάτωνας. «Η ζουζου Πελοποννήσου, είναι η καλύτερη πρέζα στην Ελλάδα, μόνο στην Πελοπόννησο μπορείς να τη βρεις». «Εντάξει, αν ποτέ περάσω από εκεί θα ζητήσω», απάντησε ο Πλάτωνας. «Δηλαδή δεν έχετε ε;» «Δεν έχουμε τέτοια εδώ, όχι». Ο τύπος αναστέναξε και παράτησε την κιθάρα. «Και ξέρετε τι μου λείπει εδώ τόσες μέρες Αθήνα;», είπε κοιτώντας τον Χρήστο. «Καμιά ένεση;», ρώτησε αυτός νευρικά. «Καλέ όχι, πουτάνες φίλε μου! Μπουρδέλα! Ψάχνω να γαμήσω πουτάνες και δε βρίσκω!» «Τι να σου πούμε και εμείς…» «Μπορείς να δοκιμάσεις στο Μεταξουργείο», πρότεινε ο Πλάτωνας. «Τι είναι αυτό;» «Είναι το μέρος που βρίσκεις πουτάνες!» «Είναι εδώ κοντά;» «Όχι», έκανε με λύπηση ο Πλάτωνας που προφανώς θα ήθελε πολύ να δει τον τύπο να πηγαίνει στο μπουρδέλο. «Είναι μερικές στάσεις μετρό μακριά μας, Μεταξουργείο λέγεται ο σταθμός». «Ώχου!», διαμαρτυρήθηκε ο πλανόδιος, «Όλα στην Αθήνα είναι πολύ μακριά από μένα, τίποτα δε βρίσκω. Στο σπίτι μου όλα είναι κοντά και αρκεί να περπατήσεις λιγάκι για να τα βρεις». «Έχετε μπουρδέλα στην Κέρκυρα;», ρώτησε ο Χρήστος. «Παντού υπάρχουν μπουρδέλα!», απάντησε αυτός και γύρισε το τσιγάρο. *** Στο μεταξύ, είχαν μαζευτεί και οι υπόλοιποι που περιμένανε, έφτασαν νωρίς σχετικά, αφού δεν είχαν κάνει τελικά αλλαγή του χρόνου στα σπίτια τους. Έτσι το παρεάκι όπως είχε σχηματιστεί, άρχισε να μιλάει και να ασχολείται διασκεδάζοντας κυρίως με τον πλανόδιο κιθαρίστα που είχε βγει για να βγάλει το νυχτοκάματο. «ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!», ακούστηκε μια φωνή που δεν ήταν κανενός απ’ την παρέα. Γύρισαν όλοι προς τα εκεί αγχωμένοι. Άλλος γιατί πούλαγε χόρτο, άλλος γιατί είχε πάνω του, άλλος γιατί είχε πάνω του πρέζα και σίσα. «Μπορεί να πάει τόσο σκατά η φάση;», αναρωτήθηκε ενδόμυχα ο Χρήστος. Όμως αντί για μπάτσος, πηγή της φωνής ήταν ένας μαυρούλης, πιθανώς πακιστανός που στεκόταν μπροστά τους. Ήταν αρκετά αποκρουστικός ως θέαμα, καθώς τα ρούχα του ήταν σκισμένα, φόραγε παντόφλες και έσταζαν σάλια απ’ το στόμα του. Το κεφάλι του απ’ τις ντάγκλες αδυνατούσε να κρατηθεί σε μια θέση για πάνω από δύο δευτερόλεπτα. Έμοιαζε όντως με μπάτσο κατά κάποιον τρόπο. «ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!», ξαναείπε. Όλοι βάλανε τα γέλια, ακόμα κι ο ίδιος ο Πακιστανός. «Τσιγάρο!», ζήτησε. Του έδωσε ένα ο Πλάτωνας και του το άναψε. Αμέσως όμως του έπεσε κάτω. Τα χέρια και το στόμα του Πακιστανού τρέμανε. Ο Πλάτωνας το σήκωσε και του το έδωσε, όμως και πάλι έπεσε κάτω μιας και ο τύπος δε μπορούσε να καταφέρει και πολλά πράγματα. «Ας μη του δώσουμε άλλο», σχολίασε ο Χρήστος, που διασκέδαζε. Το σκηνικό του θύμιζε διάφορους φίλους του άλλωστε. «Ναι», συμφώνησε ο Πλάτωνας, «Τσάμπα θα πάει». Κι ενώ γελούσανε, ο Πακιστανός ήρθε και στάθηκε κολλητά μπροστά τους. Αμέσως έκανε το σταυρό του εμφατικά και κοιτάζοντας το ρολόι της εκκλησιάς, είπε: «CAPTAIN-POLICE-PAKISTAN!» Και έκανε να απομακρυνθεί προς το μέρος που ήταν παρατημένη η κιθάρα του οργανοπαίχτη. Εκείνος πετάχτηκε και την κράτησε στα χέρια του. Τελικώς ο Πακιστανός απομακρύνθηκε τόσο που δε μπορούσαν πια να τον δουν. «Συγνώμη, αποκάλεσε τον εαυτό του αξιωματικό της αστυνομίας του Πακιστάν στα αγγλικά;», ρώτησε η Λίζα. «Απ’ ό,τι φαίνεται, άκουσες πολύ σωστά». «Και έκανε το σταυρό του;» «Ναι», απάντησε ο Χρήστος. «Μισό λεπτό παιδιά!», πετάχτηκε ο Πλάτωνας. «Είναι 12 και 2 λεπτά, άλλαξε ο χρόνος! Ευτυχισμένο 2017 σε όλους!». Ακολούθησαν μερικά σφυρίγματα και τσουγκρίσματα μπύρας. Έπειτα η παρέα αποφάσισε να κατηφορίσει σιγά σιγά προς το μαγαζί που θα πέρναγε το βράδυ της. «Αντίο!», είπε ο τύπος με την κιθάρα προς το μέρος του Χρήστου. Εκείνος τον κοίταξε λυπημένα. Ήξερε πως η χρονιά που μόλις ξεκινούσε θα ήταν άσχημη, δε μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο παρά άσχημη κι όμως εξακολουθούσαν να υπάρχουν μέσα στους δρόμους της Αθήνας, οι πιο άκυροι, μυστήριοι κι αστείοι χαρακτήρες που πέντε πάνω, πέντα κάτω, υποφέρανε περισσότερο απ’ ότι αυτός. «Να σου πω ρε φίλε λίγο», του είπε ο Χρήστος. «Έλα μαζί μου». Αυτός τον ακολούθησε και καθίσανε μόνοι τους σε μια άκρη όπου κανείς δε τους έβλεπε. «Πώς σε λένε λοιπόν;», ρώτησε ο Χρήστος. «Νίκο», του απάντησε ο άλλος. «Λοιπόν Νίκο…», είπε ο Χρήστος και αφού έβγαλε απ’ την τσέπη του τις ζελατίνες με την πρέζα και το σίσα τις πρόσφερε στο χέρι του τύπου που αποχαιρετούσε. «Σου εύχομαι καλή χρονιά!». Ο Νίκος τον αγκάλιασε με ευγνωμοσύνη. «Εγώ», του είπε, «Θα είμαι κάθε μέρα εδώ αν θες να μου φέρεις τίποτα». Ο Χρήστος γέλασε, «Εντάξει, θα το δούμε!», είπε εντέλει και πήγε προς το μέρος των άλλων για να ξεκινήσουν για το «Γνωστό». «Λοιπόν θα πιούμε τίποτα καλό απόψε παιδιά;», ρώτησε ο Πλάτωνας. Η Λίζα και ο Χρήστος κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, χαμογέλασαν συνωμοτικά και έψαξαν να δουν τι λεφτά τους περισσεύανε για μπίρες». «Μπα!», απαντήσανε και οι δυο τους μαζί.

ΤΖΑΝΚ ΦΙΞΙΟΝ (Άλεξ Κοάν)

Ήτανε ένα όμορφο, ηλιόλουστο φθινοπωρινό απόγευμα κάποιας Πέμπτης και, όπως κάθε Πέμπτη, ο Πέτρος ο Χάλιας είχε ξεχυθεί στα κακόφημα στενά του κέντρου προς αναζήτηση ενός γραμμαρίου πρέζας. Ήτανε κάμποσοι μήνες τώρα που ο Πέτρος είχε μπλέξει μ’ αυτά. Ξες τώρα, αφραγκίες, ανεργίες, καυγάδες με γονείς και συγγενείς, αγαμίες, φρίκες, καταθλίψεις, κακές παρέες και λοιπά. Ε δε θες και πολύ. Μια ευκαιρία σου δίνεται, σου λέει ένας φίλος ή ένας φίλος φίλου αυτό κι αυτό, θα παίξει στουφ, ψήνεσαι έτσι για μια δοκιμή, λες ντάξει, σιγά, και τι θα γίνει με μια φορά, κλάιν, ρουφάς τις πρώτες μυτιές και συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό που μόλις ήπιες. Λες και ανακάλυψες το νόημα της ζωής, το νόημα της ζωής σου, διότι καταλαβαίνεις, όσο κι αν δεν ψήνεσαι να γίνεις ζέος, πώς καμία εμπειρία, κανένα σκηνικό, καμία άλλη ουσία δε θα σε κάνει να νιώσεις τόσο υπέροχα όσο η πρέζα. Ξέρεις πως, ό,τι κι αν γίνει από δω και στο εξής, η εμπειρία εκείνη της ζουζούς θα παραμείνει για πάντα η ομορφότερη εμπειρία της ζωής σου. Ξέρεις πως τίποτα δε θα την ξεπεράσει, ξέρεις πως η ηδονή και η απόλαυση που σου δωσε δε θα ξεχαστεί ποτέ. Ε, κι όσο τα σκέφτεσαι και τα ξανασκέφτεσαι όλα αυτά πέφτεις στα κλασσικά τριπάκια – τι είχα και τι έχασα, και ντάξει, μπορώ να πίνω μια στο τόσο χωρίς να εθιστώ, και υπάρχουν τόσα και τόσα πρεζάκια που μια χαρά έζησαν και πέθαναν και σε μεγάλη ηλικία κι όλα αυτά. Ε και τυχαίνει κι ένα ακόμα σκηνικό με την παρέα και παίζει πάλι στουφ, και την επόμενη βρίσκεσαι στην πλατεία να κανονίζεις με το κονέ του φίλου του φίλου σου, που σας έφτιαξε εκείνη την πρώτη φορά. Ε και κάπως έτσι είχε κυλήσει κι ο Πέτρος ο Χάλιας. Το να είχε φέρει τ’ άλλο, και πλέον ο Πετράκης είχε γίνει ζάκιας. Αν και ντάξει, για να είμαι δίκαιος δεν ήτανε τόσο ακραία χωμένος στη φάση, όχι ακόμα τουλάχιστον. Δηλαδή είχε θέσει ένα πρόγραμμα στον εαυτό του και γενικά το τηρούσε. Συγκεκριμένα, έπινε μόνο ένα γραμμάριο τη βδομάδα – κάθε Πέμπτη γινόταν το ρεφίλ – κάνοντας μάλιστα και αποχή κάθε Τετάρτη. Επίσης, δεν έπινε ποτέ πριν τις τρεις το μεσημέρι και ποτέ μετά τις πέντε το χάραμα, και, το σημαντικότερο, είχε ορκιστεί πως ποτέ δε θα μπηγε βελόνι μες στις φλέβες του. Αυτός ήταν ο βασικός και απαράβατος κανόνας. Ποτέ σουτ, μόνο μύτη. Από μικρός τις φοβότανε εξάλλου τις ενέσεις και, παρόλο που χε ακούσει για τρελά σκηνικά με σύριγγες και βελόνια κι είχε πιάσει τον εαυτό του να σκέφτεται να κάνει και μια τέτοια δοκιμή, συγκρατιότανε. Όχι, αυτόν τον κανόνα θα τον τηρούσε μέχρι το τέλος, δεν υπήρχε περίπτωση. Μύτη και πάλι μύτη. Εξάλλου, δε θα χε και καμιά μεγάλη διαφορά, σιγά, αυτά τώρα που λένε για τα βελόνια είναι οι κλασσικές υπερβολές των πρεζέων. Πάνω κάτω το ίδιο θα ταν, απλά λίγο πιο άμεσο. Ε κλάιν μάιν δηλαδή. Και τελοσπάντων, εκείνη την Πέμπτη είχε φάει πακέτο απ’ το κλασσικό κονέ κι ήταν σε μια κατάσταση λίγο περίεργη. Εντωμεταξύ ο άλλος ο μαλάκας ενώ ήξερε ότι ο Πέτρος ψωνίζει κάθε Πέμπτη απόγεμα από ένα τζικάκι, εκείνη την Πέμπτη είχε αποφασίσει να το σπρώξει όλο λίγο νωρίτερα και να μην κρατήσει ούτε δυο γραμμούλες καβάτζα – έτσι, μόνο για να του τη σπάσει, για να τον ρίξει στη χαρμάνα. Αλλά ντάξει τώρα, τι περίμενες δηλαδή κι απ’ τον πρεζέμπορα; Στ’ αρχίδια του όλα. Του τα ζητήσανε και τα δωσε, τόσο απλά. Ας έπαιρνε να κανονίσει πιο νωρίς, δεν του φταίει ο τύπος που τον πήρε τηλ τελευταία στιγμή. Κι έτσι λοιπόν ο Πέτρος είχε φάει όλες τις πιάτσες να βρει λίγο σταφάκι να γιάνει – διότι, μην ξεχνάμε, ήταν και η δεύτερη μέρα αποχής και είχε ήδη αργήσει πολύ να γίνει και να επιστρέψει στο πρόγραμμα του, και τα στερητικά είχαν ήδη αρχίσει να βαράνε. Λίγο ιδρώτας, λίγο άγχος, λίγο καρδιοχτύπι, μια μαυρίλα ψυχολογική και τα λοιπά. Όχι τόσο άσχημα ακόμα, αλλά τα πράματα θα ζόριζαν πολύ αν δε γινόταν σύντομα. Αλλά, του πούστη, τι διάολο συνέβαινε σήμερα; Τι Νομική είχε πάει, τι Τοσίτσα, τι Βάθης, τι Ομόνοια, τι Πεδίον – τίποτα. Δεν έβρισκε ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ! Μόνο έναν μαύρο είχε πετύχει, μια κλασσική φάτσα εκεί στα Εξάρχεια, κι αυτός είχε βιαστεί να του ξεκαθαρίσει πως «μόνο κόκα εγκώ φίλο, μόνο κόκα.» Τι στον πούτσο; Λες να χε γίνει καμιά επιχείρηση σκούπα στην Αθήνα και να μην είχε πάρει χαμπάρι; Δε μπορούσε να καταλάβει. Πραγματικά, ήταν λες και βρισκότανε ξαφνικά στο δεκαπενταύγουστο, παρέα με τον Τσίου. Μα ήταν Νοέμβρης! Τι στον πούτσο;.. Είχε αρχίσει να βαράει μπιέλα, κι η παράνοια έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα του, έφτανε σχεδόν στο κέντρο του εγκεφάλου. Τα μάτια του βουρκώνανε, κι όταν κάθισε σ’ ένα παγκάκι να ξεκουραστεί ένιωσε να τον διαπερνά μέχρι το κόκκαλο ένα τρομερό κρύο, μια παγωνιά, ένα ψύχος. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη κι άρχισε να ψάχνει τις επαφές του. Είναι απίστευτο πόσες άχρηστες επαφές μπορεί να χει ένας άνθρωπος στο κινητό του, άτομα που ούτε που θυμόταν ποια ήταν η τελευταία φορά που χε μιλήσει, μα θα χαν περάσει μήνες, χρόνια, δεκαετίες. Κάτι παλιοί συμμαθητές, κάτι παλιές γκόμενες, κάτι παλιές άκρες για φούντα, κάτι άκυροι, κάτι ονόματα που τα χε διαγράψει τελείως απ’ τη μνήμη του, ούτε που του έλεγαν πια τίποτα, ούτε που είχε ιδέα ποιοι ήταν όλοι αυτοί. Ακόμα και τον αριθμό του παππού του είχε μέσα, που χε πεθάνει προ τριετίας. Μα τουλάχιστον είχε και κάποια χρήσιμα τηλέφωνα, όπως πχ το τηλέφωνο του Χρήστου. Ο Χρήστος ήταν κι αυτός μέλος της αρχικής πρεζοπαρέας. Και μάλιστα, αρκετά πιο ακραίος απ’ τον Πέτρο, μιας και για μια περίοδο είχε πέσει κυριολεκτικά με τα μούτρα, έπινε κάθε μέρα, όλη μέρα, αύξανε συνεχώς την ποσότητα, είχε σουτάρει και μερικές φορές, κυριολεκτικός πρεζέος δηλαδή. Παρόλα αυτά, τον τελευταίο καιρό, θα ταν κανάς μήνας τώρα, είχε ξεκόψει. Και απ’ τη ζούζου και απ’ την παρέα, κατ’ ανάγκη, μιας και το ένα έφερνε πάντα το άλλο. Οπότε είχανε πολύ καιρό να μιλήσουν οι δυο τους. Θα μου πεις τώρα, γιατί τότε ο Πέτρος να πάρει τηλ τον Χρήστο που χε ξεκόψει και όχι κάποιον άλλον από την παρέα; Και θα σου πω κι εγώ ότι με τους άλλους δυο της παρέας που συνέχιζαν να πίνουν είχε σπάσει, μετά από έναν άσχημο καυγά, όταν ανακάλυψε συγκεκριμένα ότι του χαν ψειρίσει ένα πενηντάρικο απ’ το σπίτι, μια φορά που αράζανε και την πίνανε μαζί. Ε και δεν έψηνε να μιλήσει με κάποιον απ’ αυτούς. Επιπλέον, ο Χρήστος ήταν ο πιο κοινωνικός της παρέας και ο πιο χωμένος στη φάση, τότε τουλάχιστον, οπότε είχε περισσότερες πιθανότητες, ακόμα και τώρα που χε κόψει, να χει κάποια άκρη που δεν ήξερε κανείς άλλος. Δεν έχανε και τίποτα δηλαδή αν του κανε μια κλήση. Το τηλέφωνο άρχισε να δονείται – το είχε πάντοτε στη δόνηση ο Χρήστος, για να χρησιμοποιεί σαν δικαιολογία το ότι δεν το άκουσε, όποτε δεν ψηνόταν ν’ απαντήσει. Μα, παραδόξως, ενώ εκείνη την ώρα καθότανε στο μισοσκόταδο του παιδικού του δωματίου, στο πατρικό του, και χάζευε φωτογραφίες ανήλικων κορασίδων στο φέησμπουκ, μόλις είδε το όνομα στην οθόνη το σήκωσε. «Έεεελα ρε Πέτρακη, τι γίνεται;» «Έλα ρε Χρήστο, καλά ρε, εσύ;» «Καλά μωρέ κι εγώ, εδώ. Τι λέει, που χάθηκες;» – ερώτηση παγίδα ήταν αυτή, αφού δεν ήταν ο Πέτρος που χε χαθεί, αλλά ο ίδιος. «Ε, εδώ μωρέ, ξέρεις, χαλαρά…» «Ναι, ναι, ξέρω… Και για πες.» «Να ρε συ, απλά παίχτηκε ένα πακέτο σήμερα, και… ξέρεις…» «Πακέτο, ε;» «Ναι, κι έλεγα μήπως, ξες, παίζει καμιά άκρη…» «Ρε μαλάκα Πέτρο, σοβαρά τώρα; Με παίρνεις για να με ρωτήσεις αυτό το πράμα; Έχω ξεκόψει 27 μέρες τώρα από την πρέζα και με ρωτάς αν παίζει καμιά άκρη;» «Σςςς, μην την λες αυτή τη λέξη απ’ το κινητό ρε φίλε… Εντάξει, απλά ρωτάω.» «Τελοσπάντων, όχι ρε φίλε, δεν παίζει.» «Α…» «Νομική πήγες;» «Και Νομική και Εξάρχεια και παντού, όλη την Αθήνα έχω φάει.» «Και δε βρήκες τίποτα ρε μαλάκα;» «Δε βρήκα ρε φίλε, δεν ξέρω τι έχει γίνει, δε βρήκα τίποτα.» «Τι λες ρε; Περίεργο.» «Πολύ περίεργο, δεν ξέρω τι έχει παιχτεί.» «Μενίδι;» «Στους τσιγγάνους;» «Εκεί, στους γύφτους, ναι.» «Ουφ, όχι, εκεί δεν πήγα ρε φίλε…» «Ε δεν πας να δοκιμάσεις;» «Λες, ε;» «Ε ναι.» «Ουφ, δεν ξέρω ρε φίλε. Το φοβάμαι λίγο να σου πω την αλήθεια, δεν έχω πάει ποτέ να γίνω από Μενίδι. Δεν ξέρω. Τι φάση είναι εκεί;» «Ε τι φάση ρε μαλάκα; Καταυλισμός φάση. Τσαντίρια και λοιπά.» «Αχά… Δεν ξέρω ρε…» «Ε τι να σου πω ρε φίλε; Εγώ αυτό ξέρω. Αλλιώς πήγαινε από καναν Χουίτη να πάρεις καναν αλβανό.» «Όχι ρε Χρήστο, τι λες; Ποιόν Χουίτη, ποιόν αλβανό; Τι είναι αυτά που λες ρε φίλε; Τι να μου κάνει ο αλβανός ρε, σου λέω εδώ έχω βγάλει πρόβλημα ρε φίλε, δεν είμαι καλά.» «Ρε συ Πετράκη, σε καταλαβαίνω ρε φίλε, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι. Σου λέω, πήγαινε στο Μενίδι, κι εκεί λογικά θα γίνεις. Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο.» «Καλά ρε φίλε, εντάξει, έχεις δίκιο. Αυτό θα κάνω. Και πως θα τον βρω τον τύπο εκεί;» «Λοιπόν, θα σου στείλω ένα μήνυμα σε πέντε λεπτά και θα σου εξηγήσω ακριβώς τι και πως. Οκέι;» «Οκέι ρε Χρήστο, να σαι καλά, σ’ ευχαριστώ, το εκτιμώ.» «Τίποτα ρε Πετράκη, μην το συζητάς. Λοιπόν, τα λέμε.» «Έγινε ρε, να μιλήσουμε να κανονίσουμε να πάμε και για καμιά μπύρα καμιά μέρα.» «Ναι ρε, θα το κανονίσουμε. Έλα, γεια.» «Γεια. Το μήνυμα, ε! Μη με ξεχάσεις.» «Ναι ρε, σε πέντε λεπτά. Άντε γεια.» «Γεια.» Και το κλεισε. Ρε τον κακομοίρη τον Πετράκη, πολύ είχε στεναχωρηθεί που τον είχε ακούσει έτσι. Είχε μπλέξει για τα καλά. Κι η αλήθεια είναι πως είχε κι αυτός μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό. Αυτός τον είχε κεράσει τη δεύτερη φορά που ήπιε, κι ήταν μαζί και την πρώτη, και παρόλο που εκείνη την πρώτη φορά δεν είχε κανονίσει ο ίδιος ο Χρήστος, ε και πάλι έφταιγε γιατί ήξερε κάτι παραπάνω, ήταν πιο ψαγμένος. Εξάλλου, όταν πρωτοήπιε ο Πέτρος, εκείνος έκλεινε ήδη σχεδόν μήνα κατάχρησης – έπρεπε να τον είχε προφυλάξει καλύτερα, δεν έπρεπε να τον αφήσει καν να δοκιμάσει. Μα τελοσπάντων, δε μπορούσε ν’ αναλάβει την ευθύνη και για την κατάντια του Πέτρου. Αρκετά προβλήματα είχε ο ίδιος για τον εαυτό του, δεν την πάλευε να σηκώσει και τα προβλήματα αλλονών στην πλάτη του. Έγραψε το μήνυμα – ποιο λεωφορείο έπρεπε να πάρει, που να κατέβει, που ακριβώς να πάει, το όνομα του τύπου κλπ – το στειλε, κι επέστρεψε στο στόκινγκ δεκαπεντάχρονων του φουμπού. Τράβηξε μια καλή μαλακία με μια πρόχειρη συλλογή λίγων εικόνων που χε μαζέψει, κι έπειτα έβγαλε κι έστριψε και κάπνισε ένα τσιγάρο. Χάζεψε τον ήλιο που όλο και βυθιζόταν στον ορίζοντα από το παράθυρο. Η ώρα ήταν πέντε και κάτι. Άλλη μια μέρα που χε αφήσει να χαθεί δίχως να κάνει απολύτως τίποτα έφτανε προς το τέλος της. Άλλη μια κενή και βαρετή μέρα. Ούτε καν τις αγγελίες δεν είχε κοιτάξει σήμερα. Μα κι όταν τις κοιτούσε, τι καταλάβαινε; Τέσσερις θέσεις σερβιτόρας για νέες κι εμφανίσιμες κοπέλες, μια για ντελιβερά με δικό του μηχανάκι, δυο για λάντζα, η μια στο Μαραθώνα κι η άλλη στην Κερατέα. Ποιος καριόλης πάει για φαΐ στην Κερατέα; Και μερικές άλλες δουλείες τελοσπάντων που ο Χρήστος δε μπορούσε να κάνει καν αίτηση γιατί απαιτούσαν πτυχίο πανεπιστημίου, που δεν είχε, αφού τη σχολή την είχε παρατήσει στο δεύτερο έτος. Στ’ αρχίδια του. Σκότωσε τη γόπα στο τσίγκινο κουτάκι των καπρίς που χρησιμοποιούσε για τασάκι κι έβγαλε να στρίψει άλλο ένα. «Τουρούν!» ακούστηκε κάποια στιγμή ο ήχος του μέσσεντζερ. «Ελα ρε τι κανεις? Παμε για κανα καφε?» έγραφε το μήνυμα. Ήταν ο παλιόφιλος του ο Μάικ, που τώρα τελευταία, που ο Χρήστος έκανε την προσπάθεια του να ξεκόψει μια και καλή απ’ αυτό το διάολο τη ζουζού, είχε γίνει κολλητός του. Απ’ το γυμνάσιο κάνανε παρέα, συμμαθητές στο ίδιο τμήμα και τα ρέστα. Ε, και κλασσικά όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μια χάνονταν, μια βρίσκονταν, και πάλι απ’ την αρχή. Γενικά, δηλαδή, ήταν απ’ αυτές τις φιλίες που ντάξει, σίγουρα υπάρχει μια χημεία, κάποια κοινά ενδιαφέροντα, κάποιες κοινές εμπειρίες, κάποια κοινά χαρακτηριστικά κλπ, αλλά ο κύριος λόγος που διατηρούταν ακόμα και κράταγε στα χρόνια ήταν η γεωγραφική ευκολία. Δηλαδή ο Μάικ έμενε ένα τέταρτο μακριά απ’ τον Χρήστο – στο πατρικό του κι αυτός. Ε, κι απλά αν κάποιος απ’ τους δυο μετακόμιζε σε άλλη περιοχή, πιθανότατα εκεί θα τέλειωνε και η μεταξύ τους σχέση. Αλλά ντάξει, ήταν ωραίος τύπος ο Μάικ, συμπαθητικός, ενδιαφέρων άνθρωπος, και, κατά κανόνα, ευχάριστος. Λίγο περίεργος βέβαια – μα και ποιος δεν είναι περίεργος τη σήμερον ημέρα; Ήτανε πάντως λίγο μπερδεμένο τυπάκι, λίγο αναρχοφασέος, λίγο χασίκλας, λίγο σταρχιδιστής και ταυτόχρονα και λίγο πολιτικοποιημένος, λίγο σταλίνας, λίγο διαβασμένος, έγραφε που και που στα κρυφά και κανα ποίημα, γενικά λίγο απ’ όλα. Αλλά ωραίος τύπος. «Ne re,» απάντησε ο Χρήστος. «Pame sto gnosto?» «Στο γνωστο σε μιση ωρα.» «Egine ta leme ekei.» Μπήκε λοιπόν ο Μάικ για ένα γρήγορο ντουζάκι, βούρτσισε και τα δόντια του, στέγνωσε, φόρεσε ένα σώβρακο, ένα τζιν, ένα μπλουζάκι και το καλό του το φούτερ του το μαύρο και ξεκίνησε για το γνωστό καφέ – που βασικά δεν ήταν καν καφέ, αλλά ένας φούρνος, που χε και τραπεζάκια να κάτσεις κι έδινε το φρέντο 1,40 και τον διπλό ελληνικό 1,20. Ο Μάικ έφτασε ακριβώς στην ώρα του και πήρε έναν ελληνικό σκέτο, ο Χρήστος ένα τέταρτο πιο μετά, και το παιξε νες μέτριο. Είχε βάλει λίγη ψύχρα απόψε και δεν ψήθηκε κανείς τους για κρύο καφέ. Χαιρετηθήκανε και τα λοιπά. Βγάλανε τα καπνοσύνεργα απ’ τις τσέπες τους και στρίψανε ταυτόχρονα τσιγάρο. Πήραν γουλιά απ’ τους καφέδες τους και τ’ άναψαν. «Και για πες ρε κανά νέο,» έσπασε σε κάποια φάση τη σιωπή ο Μάικ. «Ε τι να πω ρε φίλε; Δεν έχω και κανα νέο. Όπως τα ξέρεις, πάντα. Ηρεμία.» «Καμιά δουλειά μήπως βρήκες;» «Μπα… Εσύ;» «Μπα, τίποτα… Και να σου πω την αλήθεια ρε Χρήστο έχω σταματήσει πια και να ψάχνω. Έχω απελπιστεί.» «Κι εγώ το ίδιο ακριβώς ρε φίλε. Καμία ελπίδα.» Για να λέμε πάντως και την όλη αλήθεια, η φαμίλια του Μάικ ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα απ’ τη φαμίλια του Χρήστου. Και ναι, σίγουρα, τ’ άκουγε κι αυτός τα μπινελίκια του που δεν είχε βρει ακόμα μια δουλειά να ξεκουμπιστεί επιτέλους απ’ το σπίτι – λες και ήταν στο χέρι του ξέρω γω – αλλά γενικά οι δικοί του την πάλευαν καλύτερα, δεν τους ήταν ιδιαίτερο βάρος να συντηρούν ακόμα το μοναχογιό τους. «Χάλια ο νες,» είπε σε κάποια φάση ο Χρήστος. “Μέτριο λες, γλυκό τον κάνουνε…» «Πόσο τον έχουνε το νες;» «1,20.» «Α, ντάξει, καλά είναι. Όσο και τον ελληνικό.» «Ναι.» Ο Μάικ δεν ήξερε τίποτα για την πρέζα, δεν του χε πει πότε τίποτα. Δεν ήταν ότι θα φρίκαρε ή τίποτα τέτοιο, ήταν ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, θα καταλάβαινε, απλά δεν υπήρχε και κάποιος ιδιαίτερος λόγος να το μάθει. Ειδικά τώρα που χε κόψει. «Έχεις κανονίσει τίποτα γι’ απόψε;» ρώτησε ο Μάικ. «Μπα. Γιατί;» «Θα βγω μωρέ με μια φίλη πιο μετά, κι έλεγα αν θες να ρθεις παρέα.» «Φίλη; Για πες ρε,» έκανε και χαμογέλασε. «Ναι, δεν την ξέρεις.» «Φίλη ή;..» «Όχι, φίλη, φίλη…» «Α. Μπα, σ’ ευχαριστώ ρε φίλε, αλλά δεν ψήνω, προτιμώ να γυρίσω σπίτι να δω καμιά ταινιούλα, χαλαρά. Δεν είμαι και για πολλά έξοδα γενικά.» «Όπως θες ρε, πάντως κι εμείς, μη φανταστείς, πλατεία θ’ αράξουμε, θα πιούμε καμιά μπύρα, κανα τσιγάρο, χαλαρή φάση, όχι πολλά πολλά.» «Ναι, κατάλαβα. Μπα, άσε ρε φίλε, δεν είμαι σε φάση. Θ’ αράξω σπίτι.» «Όπως θες ρε Χρήστο… Και για πες, είδες καμιά καλή ταινία;..» «Είδα μια του Κουροσάβα, ναι, άκου…» Και τελοσπάντων, μες στην κουβέντα η ώρα πέρασε, οι καφέδες τελείωσαν, το τασάκι παραγέμισε με γόπες και οι δυο φίλοι, αφού πρώτα κοίταξαν τα ρολόγια των κινητών τους, αποχαιρετήθηκαν και σπάσανε. Ο Χρήστος πήρε το δρόμο για το σπίτι του, ο Μάικ για την πλατεία, όπου σύντομα θα συναντιόταν με τη φίλη του τη Μαίρη. Η αλήθεια πάντως είναι πως, ανεξάρτητα απ’ το τι έλεγε, τη Μαίρη δεν την έβλεπε σα φίλη. Εκείνη τον έβλεπε σα φίλο. Η Μαίρη ήταν το μεγάλο του κόλλημα. Δεν τολμούσε να το πει βέβαια, αλλά ναι, μέσα του το ήξερε, η Μαίρη ήταν ο έρωτας της ζωής του. Κι όπως συμβαίνει συνήθως με τους έρωτες, έτσι κι αυτός ήταν απόλυτα μονόπλευρος. Όσο και να της την έπεφτε, άλλο τόσο αυτή τον χίωνε. Έτσι απλά και βασανιστικά. Έτσι απλά. Και το χειρότερο δεν ήταν η απόρριψη, όχι, αυτό μπορούσε να το καταπιεί. Όσο την είχε δίπλα του, έστω και σα φίλη, όσο μπορούσε να αγγίζει την ομορφιά της, έστω και μόνο με τα μάτια του, όσο άκουγε την τόσο γλυκιά φωνή της, όσο την είχε, έστω κι έτσι, στη ζωή του, την άντεχε την ερωτική απόρριψη. Αρκούσε που ήταν δίπλα του, αυτό του ήταν αρκετό. Αλλά όχι, δεν ήταν και για κείνη. Εκείνη ήθελε να τον βασανίσει κι άλλο. Εκείνη ήθελε να τον βλέπει να υποφέρει. Εξάλλου δε γινόταν να μην το είχε καταλάβει, ήταν αδύνατο να μην το βλεπε στα μάτια του, το πόσο την αγαπούσε. Σίγουρα ήξερε. Αλλά δεν την ένοιαζε. Γι’ αυτό και κάθε φορά το κύριο θέμα της κουβέντας της ήταν οι διάφοροι γκόμενοι που την πηδούσαν κάθε τόσο. Κάθε φορά και κάποιος άλλος. Κάθε φορά η ίδια ιστορία με διαφορετικό πρωταγωνιστή. Και ντάξει, οκέι, ως ένα βαθμό το δεχότανε – ελεύθερο πνεύμα, αναρχική στον έρωτα, λίγο χίπισσα, ναι, ήταν ανυπότακτος άνθρωπος η Μαίρη, το καταλάβαινε, αν δεν ήταν εξάλλου έτσι δε θα την αγαπούσε τόσο, εντάξει. Αλλά δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι κάθε φορά έπρεπε να του εξηγεί πως ήταν ο γκόμενος, και πόση την είχε, σε τι στάση την πήρε, και πως την έγλειφε, και αν του δωσε κώλο ή όχι κι όλα αυτά, λες κι ήταν ο γκέι φίλος της. Ε όχι ρε πούστη! Ε όχι κι έτσι ρε γαμώτο! Θα μου πεις βέβαια τώρα, γιατί καθότανε ο Μάικ και το περνούσε όλο αυτό το μαρτύριο και δεν ξέκοβε απ’ την τύπισσα μια και καλή να ηρεμήσει; Και θα σου πω κι εγώ ότι, αφενός, άμα έχεις φάει τέτοιο κόλλημα το να ξεκόψεις είναι απλά μια κουβέντα και σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο εύκολο όσο μπορεί ν’ ακούγεται. Και αφετέρου, επειδή ο Μάικ, παρόλο που αυτό δεν ήθελε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό του, βαθιά μέσα του ήλπιζε πώς κάποτε η Μαίρη θα σοβάρευε, θα καταλάβαινε πως δεν μπορεί να συνεχίσει τη ζωή της έτσι. Ε και πια θα το βλεπε, πως ο μόνος άνθρωπος που πραγματικά την αγαπούσε και που μπορούσε να σταθεί δίπλα της και να τη στηρίξει στα δύσκολα, ήταν αυτός. Ναι, κάποια στιγμή θα το καταλάβαινε. Η Μαίρη έπιασε το κινητό της κι έστειλε ένα μήνυμα στο Μάικ, του είπε πως θ’ αργούσε λίγο. Είχε γίνει ένα ατύχημα στη Μεσογείων και το λεωφορείο είχε κολλήσει στην κίνηση. Έφτασε στην πλατεία είκοσι λεπτά αργοπορημένη. Παρ’ ότι είχε αρχίσει να βάζει ψύχρα τις τελευταίες νύχτες υπήρχε ακόμα αρκετός κόσμος που άραζε στις εξέδρες και τα παγκάκια. Ο Μάικ την περίμενε στα σκαλάκια, μοναχός του, πίνοντας μια Βεργίνα. Είδε τη Μαίρη να πλησιάζει και της χαμογέλασε αυθόρμητα. Εκείνη έφτασε δίπλα του και τον αγκάλιασε. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε γλυκά. «Καλά μωρέ, εσύ;» «Καλά κι εγώ. Περιμένεις ώρα;» «Εε, όχι τόσο, κανά δεκάλεπτο.» «Α. Πολύ γρήγορα την ήπιες τη μπύρα τότε.» «Ε, ναι, ντάξει, ξέρεις, άμα πίνεις μόνος πίνεις πιο γρήγορα… Και τώρα που το πες, θα πάω να πάρω άλλη μια. Θες;» «Άσε, πάω εγώ, θέλω να πάρω και καπνό. Βεργίνα;» «Ναι. Κάτσε, μισό.» Έκανε να βγάλει τα ψιλά απ’ την τσέπη του. «Μου τα δίνεις μετά,» είπε η Μαίρη κι έφυγε για το περίπτερο. Ένιωθε το βλέμμα του Μάικ καρφωμένο στα καστανά και μακριά μαλλιά της όσο περπατούσε. Πήρε τις μπύρες από το ψυγείο και έναν ολντ χόλμπορν άσπρο. Ο περιπτεράς την κόζαρε και χαμογέλασε. Της είπε κάτι – δεν κατάλαβε καλά τι. Την ήξερε. Σχεδόν κάθε βράδι την έβλεπε, και κάθε φορά κάτι της έλεγε, κάποιο αστειάκι, κάτι, μα εκείνη ποτέ δεν καθόταν λίγο παραπάνω να του πιάσει την κουβέντα, εκτός από μερικές φορές που ταν μαζί της ο Μάικ. Επέστρεψε, έδωσε τη μπύρα στο φίλο της, κάθισε δίπλα του, βγάλανε κι οι δυο τους αναπτήρες τους και τις ανοίξανε. Έπειτα του ζήτησε ένα φιλτράκι κι έστριψε ένα τσιγάρο. Ακολούθησε κι ο Μάικ. Τ’ ανάψανε. «Και για πες,» της έκανε, «τι λέει;» «Ε, καλά μωρέ, τα κλασσικά, τίποτα καινούριο.» «Τίποτα;» «Ε, τίποτα… Εκτός από ένα παιδί, τις προάλλες…» «Ωχ, καλά, άσε.» «Ε, εσύ με ρώτησες…» «Η σχολή πώς πάει;» Η Μαίρη σπούδαζε στο ΦΠΨ, στο Καποδιστριακό. «Ε, ντάξει, καλά. Λογικά, αν πάει καλά σ’ αυτή την εξεταστική τώρα που έρχεται, το επόμενο εξάμηνο παίρνω πτυχίο.» «Έκτο έτος είσαι, ε;» «Έκτο, ναι.» «Και πόσα χρωστάς;» «Εννιά.» «Α, ντάξει, μια χαρά είσαι.» «Ναι. Και θα δώσω τώρα τα πέντε, και άλλα τέσσερα τον Ιούνιο.» «Και γιατί δεν τα δίνεις όλα μαζί τώρα;» «Γιατί δε θα τα περάσω όλα. Τώρα θα συγκεντρωθώ στα πέντε, θα περάσω, κι έπειτα άλλα τέσσερα και τέλος. Άσε που ένα εξάμηνο ακόμα στη σχολή δεν με χαλάει, δε θα ναι κι άσχημα.» «Χαχα, ε αυτό να μου πεις, και που θα τελειώσεις δηλαδή τι θα καταλάβεις; Σάμπως θα βρεις δουλειά;» «Σέρβις σε κανά καφέ, στην καλύτερη.» «Ε, αυτό ακριβώς… Πάντως, να ξέρεις, εγώ σε σένα θα ρχομαι να πίνω τον καφέ μου και θα σου αφήνω και καλά τιπς.» «Μμμ, σ’ ευχαριστώ πολύ…» «Έλα, πλακίζω.» Η Μαίρη σκότωσε το τσιγάρο κι έβγαλε καπάκι να στρίψει άλλο ένα. Ο Μάικ της έδωσε δυο μπάρες από τα φιλτράκια του, για να χει. «Λέω μήπως προς χριστούγεννα πάω καμιά εκδρομούλα, κανά τριήμερο, κανά Παρνασσό ξερώ γω.» «Παρνασσό; Για σκι;» «Ε, και για σκι, ναι, γιατί όχι;» «Κάνεις σκι;» «Έκανα πιο παλιά, ναι, ξέρω να κάνω. Εσύ;» «Μπα, δεν έχω δοκιμάσει ποτέ;» «Ψήνεις να ρθεις μαζί μου;» «Στον Παρνασσό;» «Ε ναι, τι λέμε;» «Με τι λεφτά;» «Έλα μωρέ Μαίρη τώρα, σιγά τα λεφτά που θέλει για Παρνασσό.» «Ε δε θέλει για να πας, αλλά που θα μείνεις; Θα κάνεις κάμπινγκ μες στα χιόνια;» «Ε ντάξει μωρέ, κανά ξενοδοχείο, για δυο νύχτες, σιγά.» «Πανάκριβα θα ναι!» «Ε ντάξει ρε Μαίρη, στα βάζω εγώ τα λεφτά, σιγά.» «Μπα, δε νομίζω, δύσκολο…» «Καλά, μια ιδέα είπα… Μπορούμε να πάμε και πουθενά αλλού, δε χρειάζεται να πάμε Παρνασσό ντε και καλά, μπορούμε να τσεκάρουμε κανά φθηνότερο μέρος.» «Καλά ρε συ Μάικ, θα δούμε, κάτσε να ρθουν πρώτα τα χριστούγεννα καταρχάς, και βλέπουμε μετά… Δεν είναι πάντως τώρα καιρός για ταξίδια…» «Γιατί, τι έχει ο καιρός;» «Κρύο, αυτό έχει.» «Καλά, ντάξει, ό,τι θες… Απλά, λέω… Να πιούμε κανά τσιγάρο;» «Αμέ. Έχεις;» «Έχω, πώς δεν έχω; Ο Μάικ να μην έχει σταφ;» «Χαχα, ναι, σωστά, ο Μάικ δεν ξεμένει ποτέ.» «Εμ, τι;» Έβγαλε τα σύνεργα, κόλλησε μια διφυλλιά, η Μαίρη του φτιαξε μια τζιβάνα, έριξε μέσα λίγο ταμπάκο και λίγο φου, το στριψε, το γλειψε, το κόλλησε, το χτύπησε στην πέτρινη επιφάνεια που καθόντουσαν να το στουμπώσει και το σκασε. Το ήπιαν, το σκότωσαν, ο Μάικ σηκώθηκε να φέρει άλλες δυο μπύρες, γύρισε και συνεχίσαν την κουβέντα τους περί ανέμων και υδάτων. Κάθε φορά πάντως που η Μαίρη πήγαινε να μιλήσει για κάποιο γκόμενο, ο Μάικ την έκοβε γρήγορα γρήγορα – φαινόταν αποφασισμένος αυτή τη φορά. Κι εκείνη λοιπόν μετά από δυο-τρεις προσπάθειες δεν ξανανέφερε τίποτα γκομενικό, φοβούμενη μην του γυρίσει κανένα λαμπάκι και της κάνει καμιά ερωτική εξομολόγηση μες στο βράδι. Έπειτα ήπιανε ένα ακόμη. Η ώρα περνούσε, η Μαίρη θα χε καπνίσει καμιά εικοσαριά τσιγάρα μέσα σε δυο ώρες, ο Μάικ κάπως λιγότερα. Κάποια στιγμή της τελειώσαν και τα χαρτάκια. Πήγε πάλι περίπτερο, πήρε κι άλλες δυο μπύρες. «Τελευταία για μένα,» είπε του φίλου της καθώς την άνοιγε. «Πρέπει να φύγω όπου να ναι.» «Που θα πας;» «Παίζει ένα πάρτι στο Πολυτεχνείο.» «Πάρτι; Τρανσοφάση;» «Δεν είμαι σίγουρη, φαντάζομαι ναι. Ψήνεις να ρθεις;» «Ποιός άλλος θα ναι;» «Κάτι φίλοι, δε νομίζω ότι τους ξέρεις.» «Α, φίλοι…» «Ναι… Α, θα ναι κι ο Πλάτωνας.» «Ο φιλόσοφος;» «Χαχα, γελάσαμε κι απόψε.» «Έλα, ποιος Πλάτωνας; Τον ξέρω;» «Νομίζω τον είχες γνωρίσει μια φορά, σ’ ένα πάρτι πάλι.» «Χμμ, ίσως… Τώρα που το λες κάτι μου λέει τ’ όνομα. Αλλά δε θυμάμαι καλά.» «Ναι, τελοσπάντων. Τι λες, θα ρθεις;» «Μπα, άσε μωρέ. Είμαι και λίγο κουρασμένος σήμερα, καλύτερα να πάω σπίτι.» «Καλά, ό,τι θες. Παίζει να βρούμε και μουντού πάντως.» «Μουντού, ε; Μπα, όχι, δεν ψήνομαι για κραιπάλες απόψε, άσε. Δεν έχω και φράγκα για μουντού κιόλας.» «Α, για να πας εκδρομή Παρνασσό έχεις φράγκα, για μουντού όχι, ε;» «Ε δεν έχω τώρα πάνω μου εννοώ ρε Μαίρη.» «Καλά ντε, μην τσαντίζεσαι.» «Ε δεν τσαντίζομαι… Απλά, λέω…» Τελοσπάντων, τελείωσαν τις μπύρες, κάπνισαν και κάμποσα τσιγάρα ακόμα, ο Μάικ έδωσε και δυο μπάρες εξτρά στη Μαίρη, της έδωσε κι ένα παπαδάκι να το στρίψει αργότερα, όταν θέλει, κι αποχαιρετήθηκαν, και τραβήξανε δρόμους αντίθετους. Η Μαίρη έφτασε στη στάση. Τι περίεργο παιδί κι αυτός ο Μάικ… Ο ορισμός του ανθρώπου που όσο τον φτύνεις τόσο κολλάει. Τι κι αν του μιλούσε για γκόμενους, για γαμήσια, τι κι αν δεν τον έπαιρνε τηλέφωνο, δεν του απαντούσε καν τις μισές φορές στα μηνύματα του, τίποτα. Δεν έπαιρνε χαμπάρι. Και ντάξει, καλό παιδί ήτανε, συμπαθητικός και γλυκούλης πολύ, ωραίος για παρέα, αλλά ερωτικά δε μπορούσε να τον δει, τι να κάνει; Κι εξάλλου αυτός ήθελε σχέση, φαινότανε, φαινότανε πως είχε κολλήσει άσχημα, αλλά η Μαίρη δεν ήταν σε τέτοια φάση, που και να ήτανε, και πάλι δε θα μπορούσε να δει έτσι τον Μάικ. Απλά δε μπορούσε. Γιατί να μην έλεγε να το καταλάβει αυτό, γιατί να μη μπορούσε να ερμηνεύσει τα σημάδια; Εντάξει, ήξερε γιατί. Ήξερε πως καταλάβαινε, απλά δε μπορούσε να ξεκολλήσει, όσο κι αν προσπαθούσε. Αλλά και πάλι. Γιατί να είναι τόσο ερωτευμένος πια μαζί της, τι της έβρισκε τελοσπάντων;.. Κι αυτή τι να κάνει δηλαδή; Δε μπορούσε να του το πει ευθέως, ήταν πολύ δύσκολο. Αλλιώς τι; Να κόψει έτσι ξαφνικά κάθε επαφή μαζί του; Μπλοκ και ντιλίτ; Ούτε καλημέρα άμα τον δει τυχαία στο δρόμο; Όχι, με τίποτα. Θα το παιρνε πολύ βαριά. Δε μπορούσε… Σήκωσε το χέρι της, το λεωφορείο σταμάτησε και μπήκε μέσα. Δεν είχε πολύ κόσμο, ήταν πολλές οι άδειες θέσεις. Πήγε και κάθισε σε μια πίσω πίσω. Τελοσπάντων. Δεν ήθελε να σκέφτεται άλλο τον Μάικ. Είχε κουραστεί. Θα σκεφτότανε τον Πλάτωνα. Αυτός… Εντάξει… Ήτανε λίγο μαλάκας εδώ που τα λέμε, αλλά ήταν πιο κουλ άτομο. Στον κόσμο του τελείως μεν, ναρκωτικά, γκόμενες, πάρτι, κι ιστορίες τέτοιες, αλλά δούλευε το μυαλό του, στρόφαρε, καταλάβαινε πότε του λέγανε όχι και πότε ναι. Ήταν πιο συνεννοήσιμος άνθρωπος, απ’ τον Μάικ τουλάχιστον, σίγουρα. Εντάξει, με τα ελαττώματα του, οκέι. Αλλά στο βάθος, η Μαίρη το ήξερε, είχε καλή ψυχή. Έφτασε Πολυτεχνείο – ήταν νωρίς ακόμα, δεν είχε έρθει ακόμα κόσμος. Μετά από δυο τσιγάρα έστειλε του Πλάτωνα ένα μήνυμα. Σιγά μην απαντούσε… Bάραγε το κινητό ασταμάτητα, κλήσεις, μηνύματα, η Μαίρη, ο ένας, ο άλλος, στ’ αρχίδια του. Να περιμένανε, δε θ’ αργούσε. Στο δρόμο ήτανε, τι να κάνει, να τρέχει; Ηρεμία ρε γαμημένοι. Προπάντων ηρεμία. Τσιλ άουτ. Κάθισε ένα λεπτό σ’ ένα παγκάκι να ξαποστάσει, να στρίψει κι ένα τσιγάρο. Το κεφάλι του είχε αρχίσει να νιώθει λίγο περίεργα, το σώμα του επίσης. Είχε αρχίσει και του τα σκαγε. Ε, ώρα ήταν… Άναψε το τσιγάρο και συνέχισε το μακρύ και δύσκολο ταξίδι του για το Πολυτεχνείο. Είχε επίσης αρχίσει να χάνει λίγο και τον προσανατολισμό του, μα ευτυχώς γρήγορα άκουσε τα υπόκωφα τρανσίδια που βαρούσαν από μακριά, και άφησε τη μουσική να τον οδηγήσει ως τον προορισμό του. Ε και μετά από λίγο ήταν εκεί. Σήκωσε το γυαλί του ηλίου και προσπάθησε, χορεύοντας παράλληλα, να εντοπίσει κανάν άνθρωπο μες στα σκοτάδια και τις μουσικές – μουσικάρες όμως, ε; Πρώτα βρήκε τον Κοσνί – χαιρετήθηκαν και τα λοιπά. Έπειτα βρήκε το Νοσμά – το ίδιο. Έπειτα την πλάτη της Μαίρης. Την πλησίασε από πίσω και της έκλεισε με τα χέρια του τα μάτια. «Που σαι Μαιρούλα μου;» Την γύρισε, την αγκάλιασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Άντε ρε μαλάκα Πλάτωνα, που είσαι; Σε περιμένω τόση ώρα!» «Σόρρυ ρε Μαιρούλα, έπεσα σε κίνηση.» «Ασ’τις μαλακίες ρε Πλάτωνα, τόσα τηλέφωνα σε πήρα!» «Έχεις δίκιο ρε συ Μαίρη, σόρρυ, μαλακία μου, δίκιο έχεις. Απλά, να, ήμουνα πριν στου Στέλιου και πίναμε κάτι μπαφίδια κι είχαμε γίνει ζάντες, ε, και ξεχάστηκα. Ε και τον ξέρεις τώρα το μαλάκα το Στέλιο πως είναι, όλη μέρα σπίτι και φούντες και δεν ξεκουνάει. Μια ώρα τον έπρηζα να ρθει απόψε εδώ και τίποτα. Ε και τι να κάνω, να τον αφήσω μόνο του; Δε μου πάει η καρδιά.» «Καλά…» «Έλα ρε αγάπη, συγχώρεσε με.» «Καλά είπα…» «Τα παιδιά τα ξέρεις; Για ελάτε εδώ, μάγκες. Μαίρη, ο Νίκος κι ο Μάνος, Νίκο, Μάνο, η Μαίρη.» «Γεια.» «Γεια.» «Τι λέει;» «Καλά, εσύ;» «Μια χαρά.» Είπανε λοιπόν δυο κουβέντες η Μαίρη με τα παιδιά, κι έπειτα τα παιδιά πήγανε λίγο παραπέρα να τα σπάσουν με την ησυχία τους. Η Μαίρη γύρισε στον Πλάτωνα. «Πλάτωνα;» του φώναξε – ε, μες στο πάρτι έπρεπε να φωνάζεις γενικά για ν’ ακούγεσαι., μ’ όλο αυτό το ντάπα ντούπα δηλαδή. «Έλα.» «Βρήκες τελικά τίποτα;» «Σαν τι να βρω;» «Ε, ξέρεις, για να πιούμε.» «Ααα, Μαιρούλα, ώστε έτσι, ε; Πάλι για πιώμα είσαι;» «Πες ρε.» «Κάτι βρήκα, κάτι ζειπαί.» «Μουντού;» «Μπα, κάτι άλλο.» «Τι;» «Μάντεψε.» «Κο;» «Όχι, άλλο, άλλο.» «Ε άντε, πες μου!» «Για δες λίγο τα μάτια μου,» είπε και κόλλησε πάνω στη φάτσα της. «Δε βλέπω καλά μες στο σκοτάδι ρε Πλάτωνα, πες μου.» «Παίζουν κάτι πάκιατρι, Μαιρούλα.» «Τριπάκια;» «Αχα, ακριβώς. Κι είναι μπόμπα!» «Έχεις φάει εσύ;» «Ε τι σου λέω;» «LSD;» «A γεια σου.» Η Μαίρη στάθηκε λίγο σιωπηλή να το καλοσκεφτεί. Ο Πλάτωνας χόρευε σα μανιακός. Σε κάποια φάση γυρνάει και τη ρωτά αν τελικά ψήνεται να φάει ένα χαρτάκι. «Μπα, όχι, άσε καλύτερα… Δεν είμαι σε φάση για ψυχεδέλεια, όχι απόψε.» «Τι έγινε Μαιρούλα, κωλώσαμε;» «Απλά δε θέλω απόψε ρε.» «Καλά μωράκι μου, μη δαγκώνεις, δε σε πιέζω… Πάντως χάνεις.» «Δεν πειράζει, ας χάνω.» Έπειτα αφοσιωθήκαν και οι δυο στο χορό, μπλεγμένοι μαζί μ’ ένα σωρό άλλους τύπους και τύπισσες μέσα στην αποπνικτική εκείνη αίθουσα – ρέηβερς, κάγκουρες, χιπχοπάδες, αναρχοφασέοι, διαφόρων ειδών καμμένοι κλπ, και ντουμάνια, ντουμάνια παντού, ντουμάνια να μη μπορείς να πάρεις ανάσα. Η Μαίρη κάθε τόσο έβγαινε λίγο έξω, έκανε κανά τσιγάρο, καμιά βόλτα στην περιοχή, έπαιρνε και καμιά μπυρίτσα να δροσίζει το στόμα της. Ο Πλάτωνας στ’ αρχίδια του όλα, δεν καταλάβαινε τίποτα, τα σπαγε ανελέητα δίχως σταματημό. Είχε γίνει ένα με το μπιτ και με τα κύματα του ήχου της τρανς που δονούσανε το χώρο και ολόκληρο το σύμπαν. Η συνείδηση του ήταν πλέον μια πανανθρώπινη συνείδηση, και ως τέτοια μεταδιδόταν και μέσω της μόνης πανανθρώπινης γλώσσας – αυτή της μουσικής. Και τελοσπάντων, η ώρα πέρναγε, ο Πλάτωνας χόρευε, τους άλλους τους είχε χάσει, η Μαίρη είχε φύγει με το πρώτο πρωινό, και στο πάρτι είχαν μείνει πλέον καμιά δεκαριά τύποι, πιο καμμένοι κι απ’ τον ίδιο τον Πλάτωνα. Η επήρεια του τριπ είχε αρχίσει να περνά, είχε ακόμα ενέργεια μεν, αλλά το νιώθε πως του βγαινε σιγά σιγά η κούραση, τα πόδια του αρχίζαν κάπως και βαραίναν. Και ντάξει, τα σπαγε όλο το βράδι, χτυπιόταν σα σουπιά, λογικό κι επόμενο ήτανε. Χόρεψε λίγο ακόμα, κι έπειτα βγήκε έξω, στον καθαρό αέρα. Αμέσως ένιωσε άλλος άνθρωπος. Ένας θεός ξέρει πόσα κυβικά ντουμάνια είχε κατεβάσει στα πνεμόνια του εκεί μέσα όλη τη νύχτα. Πλέον ο ήλιος είχε βγει κι ακούμπαγε απαλά τις αχτίδες του πάνω στην πόλη, κι η πρωινη δροσιά χτυπούσε τον Πλάτωνα στη μούρη και τον αναζωογονούσε. Αυτό ακριβώς χρειαζότανε. Ξαφνικά, ένιωσε το λαιμό του να καίει. Προσπάθησε να καταπιεί το ελάχιστο σάλιο που του χε μείνει, κι ούτε κι αυτό δεν κατέβαινε κάτω. Ήταν ξερός σαν άμμος. Συνειδητοποίησε πως δεν είχε πιεί τίποτα εδώ και ώρες, τίποτα εκτός από μπύρες και τσιγάρα. Δίψαγε. Έψαξε στις τσέπες του και βρήκε ένα δίευρο. Αρκετά για ένα μπουκαλάκι νερό. Έτρεξε ως το κοντινότερο περίπτερο και πήρε ένα, το κατέβασε σχεδόν όλο μονορούφι. Του μέναν αρκετά και για ένα καφεδάκι. Έβγαλε το κινητό του. Τέσσερις αναπάντητες, δυο μηνύματα, κι η ώρα ήταν εφτά και δέκα. Κομπλέ. Προχώρησε προς τον Γρηγόρη για ένα φρέντο. «ΕΕΕ ΝΙΚΟ!» φώναξε σε κάποια φάση όπως περπάταγε. Ο φίλος του ο Νίκος, που τον είχε χάσει όλο το βράδι, περνούσε όλως τυχαίως από κει. Ο μαλάκας είχε ξεμείνει κι αυτός στο πάρτι – ο Μάνος την είχε κάνει με το πρωινό – και δεν είχε πάρει χαμπάρι ούτε αυτός τον Πλάτωνα, ούτε κι ο Πλάτωνας αυτόν. Ε το μαλάκα, σκέφτηκε. Εντωμεταξύ κι ο Νίκος τρίπιος ήτανε. Στάθηκαν λίγο να βριστούνε που χάσανε ο ένας τον άλλο όλη τη νύχτα, κι έπειτα συμφώνησαν να πάνε μαζί για καφεδάκι. Ε και τέλοσπαντων, καμιά ώρα αργότερα, όταν η επήρεια του LSD πέρασε τελείως και οι δυο φίλοι είχαν φτάσει στο σημείο που βαρούσαν διάλυση, σκοτώσαν τα τσιγάρα, πετάξαν και τα πλαστικά ποτήρια σ’ έναν κάδο και σπάσανε και την κάναν για τα σπίτια τους. Ο Πλάτωνας ευτυχώς έμενε εκεί κοντά στα Εξάρχεια, οπότε θα ταν στο κρεβάτι του στο τσακ μπαμ. Στο γλυκό του κρεβατάκι… Κι έφτασε λοιπόν μετά από λίγο στην πολυκατοικία του, πήρε το ασανσέρ, ανέβηκε στον τέταρτο, μπήκε στο διαμέρισμα του και προχώρησε προς την τουαλέτα, να κατουρήσει. Κι όπως κάνει κι ανοίγει την πόρτα ακούγεται από μέσα ένα «ΕΕΕΕΕ!» Ήταν η συγκάτοικος του, η Καίτη. «Σόρρυ,» είπε ο Πλάτωνας και την έκλεισε. Τι σκατά; Τι ώρα ήτανε; Κοίταξε το ρολόι στην κουζίνα. Οχτώμισι. Η καφετιέρα επίσης ήταν γεμάτη μέχρι τη μέση. Γιατί διάολο είχε σηκωθεί τόσο νωρίς σήμερα; Δούλευε; Δεν είχε ρεπό τα σαββατοκύριακα; H Καίτη που λες ήταν, εκτός από συγκάτοικος, και πολύ καλή φίλη με τον Πλάτωνα. Στο πρώτο έτος είχαν γνωριστεί. Ο Πλάτωνας – επειδή είναι ωραίο γκομενάκι η Καίτη γενικά – είχε πάει να χωθεί κι έφαγε ένα μεγαλοπρεπέστατο Χι, όχι όμως επειδή δεν της άρεσε ή κάτι τέτοιο. Απλά η Καίτη ήταν σκληροπυρηνική λεσβία, τόσο που ούτε έχει πάει, ούτε ενδιαφερόταν να πάει ποτέ με άντρα. Ε κι εντάξει, αφού ξεκαθαρίστηκε αυτό και ο αντρισμός του Πλάτωνα δεν πλήχθηκε, γίνανε φιλαράκια. Κι ευτυχώς δηλαδή, γιατί αν δεν υπήρχε η Καίτη ο Πλάτωνας θα ήταν, λογικά, άστεγος, αφού οι γονείς του τον είχαν διώξει από το σπίτι πριν δυο χρόνια και κανένας φίλος του δε δεχότανε να τον φιλοξενήσει τσάμπα σπίτι του για περισσότερο από μήνα. Και φυσικά δουλειά δεν υπήρχε περίπτωση να βρει – δεν έψαχνε καν. Μόνο που και που, αν καθότανε η φάση, έσπρωχνε κανα ντρόγκι. Καμιά φούντα, κανα μουντού, κανα λουσουδού, καμιά κο, ό,τι έπεφτε στα χέρια του τελοσπάντων. Κι αυτά που έβγαζε βέβαια απ’ αυτή τη μπίζνα ίσα ίσα φτάνανε για να καλύψουν τα έξοδα του – δηλαδή καπνούς, πιοτά, καφέδες και σουβλάκια. Η Καίτη λοιπόν τον είχε σώσει κυριολεκτικά που τον άφηνε να μένει σπίτι της στο τσάμπα. Φυσικά, τον τελευταίο καιρό δε βλέπονταν σχεδόν ποτέ οι δυο τους, αφού η Καίτη δούλευε μέχρι το βράδι, σερβιτόρα σ’ ένα καφέ στα βόρεια, κι ο Πλάτωνας τα βράδια δεν έμενε ποτέ στο σπίτι. Ε και τα σαββατοκύριακα που είχε ρεπό, και πάλι σπάνια αράζανε μαζί – δεν είχανε και πολλές κοινές παρέες. Τελοσπάντων, η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε κι ο Πλάτωνας πήγε προς τα κει. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και γεμάτα μαύρους κύκλους και κούραση. Η Καίτη τα κοίταξε με μια μικρή δόση απέχθειας, τόσο μικρή όμως που κανείς δε θα μπορούσε να την αναγνωρίσει. «Επ,» έκανε ο συγκάτοικος της προτού συρθεί μέχρι τη χέστρα. «Πώς και τόσο νωρίς;» «Δουλεύω,» απάντησε κοφτά η Καίτη, προχωρώντας προς την κουζίνα και την καφετιέρα της. «Σαββατιάτικα;» «Παρασκευή είναι.» «Α ναι. Ε άντε, καληνύχτα.» «Καλημέρα…» «Ναι, ναι…» Κι έκλεισε την πόρτα πίσω του κι άφησε το κάτουρο να κυλήσει στην παλιά λεκάνη. Η Καίτη γέμισε μια κούπα με καφέ, έριξε μια κουταλιά ζάχαρη, ανακάτεψε, ήπιε μια γουλιά, έβγαλε κι άναψε ένα τσιγάρο. Μισάνοιξε το παράθυρο και κάθισε στο τραπεζάκι. Νύσταζε ακόμα – χθες έβλεπε σειρές στο πισί της μέχρι αργά και με το ζόρι θα χε κοιμηθεί κανά τετράωρο. Κοίταξε το ρολόι. Εννιά παρά τέταρτο. Είχε ακόμα πάνω κάτω ένα μισάωρο. Ήπιε την πρώτη κούπα τσάκα τσάκα και γέμισε τη δεύτερη. Το μυαλό της άρχιζε να παίρνει μπρος. Θεέ μου πως βαριότανε σήμερα. Καμία όρεξη δεν είχε να τρέχει στου διαόλου τη μάνα να σερβίρει καφέδες και μπύρες σε ποιος ξέρει τι μαλάκες μέχρι το βράδι. Αλλά η δουλειά είναι δουλειά, και μέσα της το ξερε πως έπρεπε να είναι και ευγνώμων που την είχε βρει. Εξάλλου και η πληρωμή καλή ήτανε, και τα ωράρια παλέψιμα, και το αφεντικό της σχετικά κομπλέ άνθρωπος. Εντάξει, καλά ήταν. Δεν είχε λόγο να παραπονιέται. Άναψε ένα ακόμα τσιγάρο. Γέμισε και μια τρίτη κούπα. Δέκα λεπτά ακόμα. Κοίταξε την Αθήνα που απλωνόταν έξω απ’ το παράθυρό της. Ήταν πιο γκρίζα απ’ ότι συνήθως, γιατί ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Ίσως και να βρεχε πιο μετά. Ίσως και να χε αρχίσει να ψιχαλίζει ήδη. Δε μπορούσε να πει με σιγουριά μέσα απ’ το γυαλί. Ένα τελευταίο τσιγάρο παρέα στις τελευταίες γουλιές καφέ. Έπειτα σηκώθηκε, φόρεσε το παλτό και τα παπούτσια της, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Το λεωφορείο ήταν εκεί στην ώρα του, κι η Καίτη επίσης. Έφτασε στην καφετέρια λίγο πριν τις δέκα κι έπιασε ένα βετέξ να καθαρίσει τα τραπέζια. Έπειτα σκούπισε και σφουγγάρισε το πάτωμα. Κανά μισάωρο αργότερο, κι ενώ είχαν καθίσει και οι πρώτοι πελάτες, έσκασε το αφεντικό. Πήγε χαμογελαστός να της πιάσει την κουβέντα, μα η Καίτη δεν είχε όρεξη. Απάντησε μονολεκτικά στις ερωτήσεις του και τον άφησε για να κάνει μια βόλτα στα δυο τραπέζια που χαν κόσμο, να ρωτήσει αν θέλουν τίποτε άλλο. Ήταν σαφές πως το αφεντικό της της την έπεφτε, παρόλο που το γνώριζε ότι ήτανε λεσβία. Μα εντάξει, τουλάχιστον ήταν ευγενικός… Ανθρώποι έρχονταν, πίναν τους καφέδες τους και έφευγαν. Με κανέναν δεν έπιανε κουβέντα, κανέναν δε γνώριζε, κανέναν δε θα μάθαινε ποτέ της. Εξάλλου και όσοι είχανε όρεξη και κάνανε να της μιλήσουν το κάνανε μόνο και μόνο επειδή τους άρεσε σα γκομενάκι. Δεν προσπαθούσαν να το κρύψουνε. Γι’ αυτό και απλά σέρβιρε και δε μιλούσε σε κανέναν. Το απογεματάκι, κατά τις πέντε, έσκασε κι ο Μάικ, μαζί μ’ ένα φίλο του. Καθίσαν σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στην έξοδο και βγάλανε να στρίψουν δυο τσιγάρα. Η Καίτη τους πλησίασε και τους ρώτησε τι θέλουν να πάρουν. «Έναν ελληνικό, διπλό, σκέτο για μένα,» είπε ο Μάικ. «Κι έναν φρέντο εσπρέσσο μέτριο,» είπε ο φίλος του. Η Καίτη πήγε στη μπάρα κι έβαλε τους καφέδες, ο Μάικ, επηρεασμένος απ’ το άνιμε που χε αρχίσει να βλέπει το προηγούμενο βράδι, βάλθηκε να εξηγήσει στο φίλο του γιατί οι Γιαπωνέζοι πολεμίστες ήταν ανώτεροι από τους Κινέζους. «Δεν είναι μόνο η κάστα των Σαμουράι φίλε, είναι ότι γενικότερα οι Γιαπωνέζοι είναι πιο πειθαρχημένοι σα λαός κι έχουν πολεμική παιδεία. Δηλαδή ας πούμε οι καμικάζι στον Β’ παγκόσμιο – αυτοί οι τύποι θυσίαζαν κυριολεκτικά τη ζωή τους για την Ιαπωνία και τον Αυτοκράτορα τους.» «Και τι, καλό είναι αυτό;» «Όχι, δε λέω αυτό, λέω ότι είναι λαός πειθαρχημένος και μαθημένος στον πόλεμο. Σαν τους Σπαρτιάτες που γνωρίζοντας ότι θα σκοτωθούν όλοι στις Θερμοπύλες μείνανε και πολεμήσανε. Το ίδιο είναι. Κι αυτό, το γεγονός ότι είναι διατεθειμένοι να χάσουν τη ζωή τους ανά πάσα στιγμή αν τους ζητηθεί, σημαίνει ότι είναι καλοί πολεμιστές. Αυτό λέω. Ενώ οι Κινέζοι δεν το έχουν αυτό στην κουλτούρα τους.» Ο φίλος του φαινόταν να χει χάσει το ενδιαφέρον του για το αντικείμενο της κουβέντας, κι αυτή διακόπηκε μια και καλή όταν ήρθε η σερβιτόρα και τους άφησε τους καφέδες. Έπειτα από κάμποσα λεπτά σιωπής, ο φίλος γύρισε και ρώτησε τον Μάικ για το νταραβέρι που χε κανονίσει. «Ε σου πα ρε μαλάκα, στις εφτά μου είπε. Πίνουμε τους καφέδες και φεύγουμε.” «Εξάρχεια, ε;» «Ναι.» «Και πως τον είπες τον τύπο;» «Την άκρη;» «Ναι.» «Δεν ξέρω ρε, δε θυμάμαι. Σου πα δεν έχω ξαναπάρει απ’ αυτόν. Αλλά μου τον πρότεινε ένας φίλος και μου πε ότι είναι έμπιστος και φέρνει καλό σταφ. Χέηζ. Θα γίνουμε, άραξε.» «Και δε θυμάσαι το όνομα του ρε μαλάκα;» «Δεν το ξέρω καν ρε, δε μου το πε ο φίλος μου. Μου πε απλά ότι είναι ένας μαλλιάς με μούσια.» «Α οκέι ρε, στα Εξάρχεια θα ναι ο μόνος μαλλιάς με μούσια, θα τον βρούμε εύκολα.» «Σιγά ρε φίλε, λες κι αν ξέραμε το όνομα του θα βγαίναμε και θα το φωνάζαμε με τη ντουντούκα μες στην πλατεία να μας ακούσει.» «Καλά, τελοσπάντων…» Και τελοσπάντων η ώρα πέρασε, οι καφέδες τέλειωσαν, το τασάκι γέμισε με γόπες, και κόντευε εξίμιση. Ο Μάικ έκανε νόημα, η Καίτη ήρθε, της δώσαν τα γκαφρά – σε ψιλά και ακριβώς – τους ευχαρίστησε, χαμογέλασαν και σηκώθηκαν να πάρουν το μετρό να πάνε κέντρο. Φτάσανε Εξάρχεια, ο Μάικ εντόπισε εύκολα τον τύπο – καθόταν μοναχός του σε μια άκρη στο πεζούλι και φορούσε γυαλιά ηλίου μες στο βράδι – και έκανε στο φίλο του να του δώσει το χρήμα και να τον περιμένει. Προχώρησε προς τον τύπο. Ο Πλάτωνας σηκώθηκε και χαμογέλασε. «Γεια χαρά,» του πε ο Μάικ. «Που σαι μαν;» απάντησε ο Πλάτωνας και του δωσε το χέρι του. Η χειραψία βέβαια αυτή ήταν απλά καμουφλαρισμένο ντιλ, αφού ουσιαστικά την έκανε για να του δώσει το σακούλι με τα δυο τζι. Ο Μάικ το κοίταξε λίγο στα κλεφτά και το χωσε στην τσέπη του. «Είναι πολύ σωστό χεηζάκι μαν μου, θα το δεις, αξίζει.» «Κομπλέ, σε πιστεύω. Τριάντα ε;» «Τριάντα, ναι.» Έβγαλε τα λεφτά από την άλλη τσέπη και του τα δωσε. Ο Πλάτωνας τα μέτρησε στα γρήγορα και τα χωσε στη μπανάνα του. Χαιρετήθηκαν κι ο Μάικ την έκανε. Έπειτα ο Πλάτωνας έβγαλε το κινητό του και πήρε ένα τηλέφωνο. «Που είσαι ρε μαλάκα;» «Έρχομαι ρε,» ακούστηκε η φωνή απ’ το ακουστικό, «σε πέντε λεπτά είμαι εκεί.» «Ε άντε.» Κι όντως, σύντομα έσκασε μύτη ο Χρήστος, κρατώντας δυο βεργίνες στο χέρι. Άραξε δίπλα στον Πλάτωνα και του δωσε τη μία. Εκείνος την άνοιξε με τον αναπτήρα του. Τσουγκρίσανε και κατεβάσανε από δυο γουλιές. «Και τι λέει ρε μαν; Καιρό έχω να σε δω,» έκανε τότε ο Πλάτωνας. «Ναι, όντως… Ε τι να λέει ρε; Τα ίδια.» «Σαπίλα;» «Σαπίλα μόνο.» «Γιατί έτσι ρε Χρηστάκο;» «Ε ντάξει ρε, τι να σου πω; Τα κλασσικά. Γιατί δεν παίζει δουλειά, δεν παίζουν φράγκα, γενικά δεν παίζουν και πολλά.» «Κανά γκομενάκι;» «Ε αυτό ίσως…» «Ωπ! Ε άντε πες ρε μαλάκα.» «Τίποτα ρε, απλά κανόνισα με μια τύπισσα να πάμε για καμιά μπύρα πιο μετά. Θα δούμε, δεν ξέρω.» «Για κάτσε ρε, τι έννοεις πιο μετά;» «Ε σε κανά δίωρο.» «Τι; Τι λες ρε μαλάκα; Έχουμε ν’ αράξουμε τόσο καιρό κι απόψε που βρισκόμαστε μου λες ότι θα φύγεις σε δυο ώρες να βγεις με γκόμενα;» «Εντάξει ρε μαλάκα, μην κάνεις έτσι, σιγά, τι να κάνω; Αφού σήμερα μπορούσε.» «Καλά ρε Χρηστάκο, δεν ξηγίεσαι σωστά αλλά χαλάλι σου. Για πες, καλό;» «Καλό είναι, ναι.» «Ποιά είναι ρε; Την ξέρω;» «Μπα, δεν παίζει. Μια κοπέλα από την περιοχή μου κοντά, βόρεια. Τη γνώρισα τελοσπάντων πριν μερικές μέρες σ’ ένα στέκι εκεί, ε κι είπαμε να βγούμε.» «Ε άντε, άντε να χωθείς κι εσύ σε κανά μουνάκι μπας και ξεμιζεριάσεις λίγο.» «Ναι, άντε να δούμε.» «Κανά καπνό έχεις;» «Έχω ρε, να, στρίψε.» Ε και με τα πολλά, τρεις μπύρες και κάμποσες τράκες αργότερα, ήρθε και η ώρα του του Χρήστου. Αποχαιρέτησε τον Πλάτωνα, αφού πρώτα δώσανε ραντεβού για την επόμενη βδομάδα στο ίδιο μέρος, κι έφυγε για το μπαρ που θα συναντιόταν με την κοπελιά. Έφτασε και δεν την εντόπισε πουθενά στο μαγαζί. Είχανε πει στις δέκα, κι ήταν ήδη δέκα και εφτά. Εντάξει, θα περίμενε λίγο, θα πινε καμιά μπύρα, κι αν δεν ερχόταν σε κανά τέταρτο θα της τηλεφωνούσε. Πήρε μια μικρή, φτηνή ντράφτ, πλήρωσε επί τόπου κι άραξε σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι. Μην τα πολυλογώ, μετά από λίγο έσκασε και η Μαίρη στο μπαρ. Κι ήταν τόσο απλή κι υπέροχη. Φορούσε ένα στενό τζιν κι ένα μαύρο ζιβάγκο κάτω απ’ το παλτό της, και το λεπτό της σώμα σχηματιζότανε πανέμορφο μέσα από τα ρούχα, και τα καστανά της μακριά μαλλιά πέφτανε ατημέλητα στις πλάτες της και τα καφετιά της μάτια παίρναν μια απόχρωση μελί, σχεδόν πράσινη, κάτω από τα φώτα. Προχώρησε και κάθισε στο τραπέζι, απέναντι στο Χρήστο. «Γεια, συγγνώμη που άργησα, περιμένεις ώρα;» «Όχι μωρέ, πριν λίγο ήρθα.» «Α…» «Τι κάνεις;» «Καλά, εσύ;» «Καλά κι εγώ.» «Κάτσε να πάω να πάρω μια μπύρα. Θες;» «Άσε, πάω εγώ, να πάρω μια και για μένα.» «Οκέι.» Ο Χρήστος σηκώθηκε και πήγε στη μπάρα. Ένιωθε, και φαινόταν, αγχωμένος. Είχε τόσο καιρό να βγει με γυναίκα που δε θυμότανε τι έπρεπε να πει, πως να φερθεί, τι να κάνει. Παρήγγειλε τις μπύρες. Ηρεμία. Δεν υπήρχε λόγος να το πολυσκέφτεται και να το περιπλέκει το θέμα. Απλό ήταν. Θα του βγαινε φυσικά. Γκόου γουίθ δε φλόου. Πήρε τις μπύρες, πλήρωσε και γύρισε στο τραπέζι χαμογελαστός. Έπειτα έβγαλε κι έστριψε ένα τσιγάρο, η Μαίρη έκανε το ίδιο. Για κάμποση ώρα το μόνο που ακουγόταν ήταν η μουσική και η βαβούρα απ’ τους άλλους θαμώνες που φωνάζαν και γελούσανε. Έπειτα η Μαίρη κάτι είπε, μα ο Χρήστος δεν άκουσε τι. Έσκυψε κοντά της. Και πάλι δεν κατάλαβε τι του πε. Χαμογέλασε αμήχανα. Γιατί ρε γαμώτο είχανε έρθει σε τέτοιο μέρος, με τόση βαβούρα, που δε μπορούσε να ακούσει ούτε τη σκέψη του; Χάθηκαν οι πλατείες, οι πεζόδρομοι, τα καφέ, τα σινεμά – ειδικά τα σινεμά, που δε χρειαζόταν καν να μιλήσουνε καθόλου. Θα μου πεις, είχε λεφτά για σινεμά; Όχι. Είχε όμως για μπύρες και μπαρς; Ούτε, αλλά και πάλι εκεί ήταν και ξόδευε τα τελευταία του. Η Μαίρη σκέφτηκε πως έπεσε σε μαλάκα, κι έβγαλε καπάκι να στρίψει ένα τσιγάρο. Έπειτα έβγαλε και το κινητό της και χάζεψε. «Και για πες.» ρώτησε, όσο πιο δυνατά μπορούσε, σε κάποια φάση ο Χρήστος. «Τι να πω;» έκανε η Μαίρη. «Ε, ξέρεις… Σπουδάζεις;» «Σπουδάζω, ναι. Στο ΦΠΨ.» «Τι;» «ΣΠΟΥΔΑΖΩ ΛΕΩ!» Κουφός ήταν ο άνθρωπος, δεν παίζει κάτι άλλο. «Α! Που;» Και τελοσπάντων, η συζήτηση συνεχίστηκε έτσι, αμήχανη και άβολη και με πολλές επαναλήψεις, για κάμποση ώρα. Μέχρι που ο Χρήστος σηκώθηκε να πάει να κατουρήσει. Όταν γύρισε, η Μαίρη δεν ήταν εκεί. Στο τραπέζι βρίσκονταν τρία ευρώ σε ψιλά. Έχεις βρεθεί ποτέ σε τέτοια θέση, φίλε; Μπορείς να καταλάβεις πώς ένιωσε ο Χρήστος, φίλε; Σαν ένα κομμάτι σκατά ένιωσε. Σαν κουράδα σκύλου στο πεζοδρόμιο. Αλλά, η αλήθεια είναι, η Μαίρη δεν είχε φύγει επειδή είχε ξενερώσει τόσο πολύ μαζί του. Ήταν άλλος ο λόγος. Πιο τίμιος. Περπάτησε βιαστικά και σε μερικά λεπτά ήτανε στον Ευαγγελισμό. Στο νοσοκομείο εννοώ, όχι στο σταθμό του μετρό. Μπήκε μέσα κι έτρεξε στα επείγοντα. Βρήκε τους γονείς της καθισμένους σε μια γωνία. Η μάνα της έκλαιγε, ο πατέρας της κοιτούσε το πάτωμα ανέκφραστος. Προχώρησε ταραγμένη προς το μέρος τους. Η μάνα της την είδε και σηκώθηκε να την αγκαλιάσει όσο πιο σφιχτά μπορούσε. «Τι έγινε; Πώς είναι;» ρώτησε η Μαίρη. Για λίγο το μόνο που ακούστηκε ήταν οι λυγμοί της μάνας. Έπειτα ο πατέρας της. «Μαίρη, τον χάσαμε…» Σιωπή. «Τι;» Τα μάτια της αρχίσαν να βουρκώνουν. «Ο Πέτρος πέθανε.» Έτρεξε στην κοντινότερη αίθουσα κι έσπρωξε την πόρτα. Δεν ήταν εκεί. Έπειτα πήγε στην παραδίπλα. Ούτε εκεί. «Που είναι; Που τον έχουν;» φώναξε. «Τον πήρανε,» είπε ο πατέρας, κομπιάζοντας. «Πριν λίγο… Τελείωσε, Μαίρη. Πέθανε…» Η Μαίρη έπεσε δίπλα στη μητέρα της και την αγκάλιασε, πιο σφιχτά τώρα. Βάλανε τα κλάματα κι οι δυο. Έπειτα κι ο πατέρας το ίδιο, δεν άντεξε. Υπερβολική δόση. Όχι, ψέμματα. Απλά κακό στάφ. Νοθευμένο. Η δόση ήταν η ίδια. Απλά η πρέζα είχε κοπεί με χίλιες δυο μαλακίες μέσα. Ποιος ξέρει τι. Δεν είχε σημασία. Το μόνο που χε σημασία ήταν ο Πέτρος. Ο Πέτρος που ταν πια νεκρός. Ο Πέτρος που δε θα πινε ποτέ ξανά ηρωίνη, που δε θα βλεπε ποτέ ξανά τη μάνα του, τον πατέρα του, την αδερφή του, τους φίλους του. Ο Πέτρος που δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ κανείς. Ο Πέτρος που σε λίγες μέρες θα θαβότανε κάτω από το χώμα. Τόσο απλά. Κι όλα τελείωσαν εκεί. Για τον Πέτρο. Τον Πέτρο που η παρέα του τον φώναζε “Χάλια,” γιατί αυτό ήτανε. Ο Πέτρος ο Χάλιας. Και γι’ αυτόν τελείωσαν όλα. Γι’ αυτόν και μόνο. Σε λίγο θα ξημέρωνε Σάββατο. Η ζωή στην Αθήνα συνεχίστηκε κανονικά. Σα να μην άλλαξε τίποτα. Και όντως. Δεν άλλαξε και τίποτα…

Η κοπέλα, η αφίσα, το χάος (Οδυσσέας Διαμάντης)

Η θεία μου η Ελένη ήταν και είναι ένας ιδιαίτερα καλός και ευγενικός τύπος ανθρώπου. Ποτέ δεν θα φωνάξει ή θα τσακωθεί με κάποιον άλλον άνθρωπο, παρά θα επιδιώξει να σταματήσει την κουβέντα. Αν, πάλι, το κακό έχει συμβεί, τότε θα φροντίσει ως πνεύμα πρακτικό που είναι, να επωφεληθεί της καταστάσεως ή έστω να μην προκληθεί περαιτέρω ζημία σωματική, οικονομική, συναισθηματική, ηθική σε καμία πλευρά. Τούτο, σημαίνει ότι η εκδίκηση και τα αντίποινα ξενίζουν ως ιδέες την θεία μου. Ίσως να αποτελεί ένδειξη υγιούς ανατροφής μια τέτοια στάση ζωής. Όμως, οι καιροί είναι σκληροί και οι άνθρωποι τα αγριότερα των θηρίων. Σε πιο παλιές εποχές όμως, μια τέτοια στάση είχε το νόημά της. Μια τέτοια εποχή ήταν και αυτή της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ το 1981-1985. Τότε οι άνθρωποι αναζητούσαν πολύ πιο απλές χαρές από ό,τι σήμερα: ήθελαν λίγο κρασί, λίγο ήλιο, λίγη θάλασσα και κοινοβουλευτικό δρόμο για τον σοσιαλισμό, νοούμενο ως ταυτόσημο με την διόγκωση των κομματικών στρατών και του –πάντα ταξικού- κράτους. Πόσο πιο απλά και όμορφα μπορούσαν να είναι τα πράγματα; Καμία αγωνία, κανένα Χρηματιστήριο, ούτε μεγάλα έργα και τέταρτος δρόμος για τον σοσιαλισμό και κρίση: ήτο μια εποχή για αρχόντους… Η θεία Ελένη είχε μεγαλώσει στην Καρδίτσα. Τα παιδικά της χρόνια μύριζαν τυρί, γάλα από την φάρμα όπου δούλευαν οι γονιοί της και κοπριά. Το 1977, ενώ η Ελένη ήταν ακόμη στην δευτέρα τάξη του γυμνασίου, μετακόμισε με τους γονείς της στην Αθήνα, κοντά στην Πλατεία Κύπρου στην Καλλιθέα, στην οδό Κρέμου, αριθμός 99. Οι γονείς της είχαν πέσει έξω με τις δουλειές στα χωράφια και επειδή ως πρώην πολιτικοί εξόριστοι δεν είχαν καλά προηγούμενα με αρκετούς από τους γνωστούς τους σε εκείνα τα μέρη, αποφάσισαν ότι έπρεπε να πάνε στο κλεινόν άστυ. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια μέχρι το 1981 προσπάθησαν πολύ σκληρά για να ορθοποδήσουν ως οικογένεια. Αλλά, τελικά τα κατάφεραν. Ο κυρ Θωμάς δούλευε σερβιτόρος σε μια καφετέρια στην Ομόνοια, όπου έπρεπε να ανεβοκατεβαίνει τους ορόφους των γύρω πολυκατοικιών σαν σίφουνας για τις παραγγελίες, ενώ η κυρά Φρόσω έκανε την μοδίστρα για να βοηθάει όσο μπορούσε. Στα 1981 η ζωή τους άλλαξε: από δύο ταλαίπωροι μεροκαματιάρηδες, στιγματισμένοι από τους δεξιούς ότι είχαν περάσει από την Μακρόνησο και τους άλλους τόπους μαρτυρικής εξορίας παντός αριστερού και κομμουνιστή, οι γονείς της θείας μου μπόρεσαν και έστησαν μια δική τους βιοτεχνία ρούχων. Η κυρά Φρόσω είχε αναλάβει να βοηθάει τον άνδρα της στα ραψίματα, τα μπαλώματα και στην ύφανση πουκαμίσων και φανελών στο χέρι, ενώ παράλληλα κρατούσε και τα φορολογικά βιβλία της επιχείρησης, απόφοιτος ούσα της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής. Ήταν η περίοδος που κανένας κόπος, καμία αφισοκόλληση, καμία στάλα ιδρώτα δεν πήγαινε στράφι για τους υποστηρικτές, τους οπαδούς, τους εραστές της μεγάλης σοσιαλιστικής παράταξης. Ο Ήλιος ανέτελλε πράσινος και τούτο σήμαινε πάρα πολλά, όπως έλεγε μια ταινία της δεκαετίας του 1980. Ακόμη και οι μη ψηφοφόροι, βολεύονταν από σπόντα. Η σύνταξη Εθνικής Αντίστασης, ήταν μια ωφέλεια την οποία χαίρονταν όλοι οι πρώην εξόριστοι –και ορισμένοι μη εξόριστοι που περνούσαν να παίρνουν την σύνταξη από την τράπεζα, βεβαίως- καθότι οι σοσιαλιστές αγωνιστές της εποχής χαρακτηρίζονταν κυρίως από άμιλλα, ανθρωπιά και ανυστεροβουλία και ας ψήφιζαν ΚΚΕ και όχι το παλαιό, καλό, γλυκό, παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Στα 45 του χρόνια ο κυρ Θωμάς μπόρεσε να βγάλει δίπλωμα αυτοκινήτου για να παίρνει τις παραγγελίες: πιο πριν η επάρατος Δεξιά δεν του επέτρεπε να έχει δίπλωμα, λόγω «φακέλου κοινωνικών φρονημάτων». Στα 1981, η Ελένη μπήκε στο Πανεπιστήμιο, στο Χημικό Τμήμα. Τότε έκλειναν οι βιομηχανίες, αλλά ήξερε ότι το πιο πιθανό ήταν να γίνει καθηγήτρια σε κάποιο γυμνάσιο ή λύκειο. Αγαπούσε το αντικείμενο της, αλλά ήθελε να ζήσει: και αυτό σήμαινε ότι και τις βόλτες της έκανε, που της είχε στερηθεί λόγω του κάπως αυταρχικού τρόπου και της πεισματικής εμμονής και ιδιοτροπίας του πατέρα της σε ηθικά ζητήματα, και το χαρτζιλίκι της μόνη το έβγαζε και για κάποια πράγματα που κάνουν τα κορίτσια όταν ξενυχτάνε δεν έλεγε ποτέ στους γονιούς της. Ήταν σε όλα της τύπος και υπογραμμός η θεία μου η Ελένη. Μέχρι που πήρε εκείνον τον λιμοκοντόρο τον δεξιό το σπουδαγμένο στο Αμέρικα με τα λεφτά του μπαμπά, την αστική λινάτσα και έφυγε για το Μονμπλάνς στην Ελβετία με όσα πρόλαβαν και άρπαξαν από τις μετοχικές φούσκες στο Χρηματιστήριο. Ακόμη και τώρα, εν καιρώ κρίσεως και απουσίας της μεγάλης σοσιαλιστικής παράταξης της ουσιαστικής αλλαγής και της προόδου αυτού του έρμου τόπου, χαίρονται τα εγκληματικά λεφτά του χρηματιστηριακού χάους. Τότε όμως ήταν άλλα χρόνια, αγνά και όμορφα! Η θεία Ελένη, το «Λενιώ» όπως την έλεγε ο πατέρας της, έκανε κατά καιρούς διάφορες δουλειές. Είχε περάσει από ταμίας σε φούρνο, είχε μοιράσει φυλλάδια διαφημιστικά σε σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, είχε περάσει ως σερβιτόρος σε καφετέρια και, σποραδικά, πήγαινε και σε κάστινγκ για κομπάρσος σε διαφημιστικά. Τα κάστινγκ δεν ήταν σίγουρη πηγή εισοδήματος τότε, πόσο μάλλον στην σημερινή εποχή. Αλλά, με μία ή δύο ημέρες παρουσίας στα γυρίσματα, μπορούσε να βγάλει τα λεφτά για όλες τις βόλτες και τα έξοδα που μπορούσε να έχει μια φοιτήτρια μέσα σε έναν μήνα: ήταν πολύ σημαντικό για αυτήν να είναι ανεξάρτητη. Ο αρτηριοσκληρωτικός κομμουνιστής πατέρας της την έλεγε «ατομικίστρια» επειδή δεν ήθελε να ασχολείται με την πολιτική, καθώς η ίδια ήθελε να κάνει απλά την ζωή της. Εκείνη δεν έβρισκε λόγο να του απαντήσει. Ήξερε πως όταν μεγαλώνουν οι άνθρωποι δεν μετακινούνται από τις θέσεις τους. Η θεία Ελένη δεν πτοείτο. Αποφάσιζε μόνη της τι θεωρούσε σημαντικό για αυτήν. Έτσι, μια ανοιξιάτικη μέρα, έχοντας μόλις αφήσει μια δουλειά στο ταμείο ενός συνοικιακού φούρνου, πήρε την εφημερίδα με της αγγελίες δουλειάς. Βρήκε μια που την βρήκε αρκετά συμπαθητική, αν και κάπως αόριστη. Δίνανε καλά λεφτά για φωτογράφηση, σε νέες και νέους μέχρι τριάντα χρονών. Το γραφείο κάστινγκ που είχε αναλάβει την συγκεκριμένη διαφήμιση, της οποίας το περιεχόμενο αγνοούσε η θεία μου, ήταν ένα από τα πιο γνωστά της εποχής. Πήγε, πέρασε, απάντησε σε ερωτήσεις σχετικές με τα χόμπι της και –παραδόξως- αν ασχολούταν με την πολιτική και τα κόμματα. Μίλησε για τις ασχολίες της και τα ενδιαφέροντα της και απάντησε ότι δεν ασχολούταν τόσο με την πολιτική. Ο συνεντευκτής την κοίταξε λίγο σκεφτικός και της είπε ότι δεν πειράζει και όλα είναι εντάξει. Έδωσε το σταθερό του σπιτιού της και τα στοιχεία της σε ένα έντυπο που της χορηγήθηκε μετά την συνέντευξη και έφυγε. Την επομένη κιόλας μέρα την πήραν τηλέφωνο και της ανακοίνωσαν ότι τους ταίριαζε με βάση τα όσα είπε στην συνέντευξη και την συνολική της παρουσία. Της είπαν ότι τα γυρίσματα δεν θα διαρκέσουν και πολύ, ήταν πολύ συγκεκριμένες οι λήψεις που θα γίνονταν. Εκείνη χάρηκε που θα έβγαζε καλά λεφτά με λίγο κόπο και έκλεισε το τηλέφωνο. Την επομένη, ξεκίνησε για την διεύθυνση που της είχαν ορίσει, κάπου κοντά στο Πανεπιστήμιο. Έφτασε στην ορισμένη διεύθυνση ελαφρώς ιδρωμένη, αλλά ευδιάθετη και κομψή. Ένας νεαρός, γύρω στα είκοσι, με γενάκι δέκα ημερών και μαλλί βαμμένο έτσι που θύμιζε τον Τζωρτζ τον Μάικλ αλλά σε ετεροφυλοφιλική εκδοχή, της χαμογέλασε γλυκά και την ρώτησε αν είχε έρθει και αυτή για τα γυρίσματα. Εκείνη του απάντησε θετικά και αυτός πέταξε το τσιγάρο που κάπνιζε εκείνη την ώρα και μπήκαν μαζί. Ο νέος- αφού συστήθηκε ως Λάμπης- πήγε μαζί της μέσα. Πέρασαν τον στενό διάδρομο και ένας τύπος με πράσινο ελεκτρίκ πουκάμισο του υπέδειξε την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου δεξιά, «ποτέ την αριστερή», όπως είπε. Έστριψαν δεξιά, έχοντας ανταλλάξει πολλά λάγνα βλέμματα, και μπήκαν. Είδαν πολλούς νέους ανθρώπους, κοντά εικοσιπέντε άτομα, άντρες γυναίκες, ο καθένας ντυμένος όπως του είχε έρθει να ντυθεί. Δεν υπήρχε κανένας ενδυματολογικός κώδικας μεταξύ όλων όσων παρευρίσκονταν για τα γυρίσματα. Άλλος είχε ανοιχτό πουκάμισο με σταυρό στο στήθος και μουστάκι, άλλος ξυρισμένος κόντρα με μαλλί χτενισμένο πίσω έτσι που να έχει έναν όγκο μπροστά, κοπέλες με μίνι και έντονο βάψιμο στα χείλη, άλλες με παντελόνια καμπάνα και μεγάλα σκουλαρίκια στα αυτιά και κάπου μια πανκ γκόμενα και ένας ροκάς με μούσια και μπότες. Ο Λάμπης είπε στην τότε νέα και όμορφη θεία Ελένη να πιάσουν την κουβέντα μέχρι να ξεκινήσει το γύρισμα για να περάσει η ώρα. Γνώρισαν την Ρίτα, μια φοιτήτρια της Νομικής, η οποία είχε έρθει από επαρχία να σπουδάσει. Πριν το 1981 και τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, η Ρίτα δεν θα είχε ξεκολλήσει ποτέ από την στάνη του πατέρα της. Τώρα, ο πατέρας της είχε πάρει επιδοτήσεις με το τσουβάλι για να βελτιώσει την κτηνοτροφική του μονάδα και να φέρει καλό εξοπλισμό, αλλά εννοείται ότι σαν πνεύμα ανυπότακτο και επαναστατημένο δίχως αιτία προτίμησε να τα κάνει εξοχικό στην θάλασσα και να στείλει την κόρη για σπουδές. Γνώρισαν τον Γιάννη, ένα παιδί μάλαμα, ο οποίος δούλευε σερβιτόρος κυρίως, είχε πάει και στρατό στα 18 και τώρα ήταν σε μια επαγγελματική σχολή ειδικευόμενος υδραυλικός. Είχε πολύ πικάντικό χιούμορ και πείραζε την πανκ κοπέλα με τα βαμμένα πράσινα μαλλιά και τα γαλάζια μάτια όπου παραδόξως μπορούσες να χαθείς μέσα τους. O σκηνοθέτης ήταν ένας φαλακρός με φαρδιά κοιλιά και πούρο στο στόμα. Όλο μουρμούραγε, θα έλεγε κανείς ότι βρίσκεται σε κάποιο παραλήρημα αν δεν είχε και ανθρώπους από το επιτελείο να απαντούν στα ακατανόητα μουρμουρητά του. Ο σκηνοθέτης ζήτησε από όλους να ησυχάσουν για να πάρει τον λόγο. Είπε πως σήμερα είναι μια σημαντική μέρα και όλοι κοιτάχτηκαν περίεργα καθώς δεν καταλάβαιναν τι εννοούσε. Η νέα γενιά είναι που ανοίγει τους δρόμους για το αύριο και τα νιάτα έχουν ψυχή, έχουν μπέσα, έχουν όνειρα, έχουν καύλα και αλητεία και φιλοσοφία, όρεξη για τέχνη, καυγάδες, μπελάδες και παιδικά αστεία, έλεγε ο σκηνοθέτης. Πάλι, όλοι έμοιαζαν να μην καταλαβαίνουν. Ζητήθηκε από τους παρευρισκόμενους κομπάρσους να κρατάνε άλλοι ο ένας το χέρι κάποιας από τις κοπέλες, άλλοι να κοιτούν αριστερά σαν να δείχνουν κάτι, άλλοι να κοιτούν σκεφτικοί δεξιά, άλλοι κι άλλες να αγκαλιάζονται και άλλοι πάλι να γελάνε ή να κοιτούν σοβαροί μπροστά στον φακό. Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η βασική ιδέα της φωτογράφησης. Η θεία Ελένη κι ο Λάμπης είχαν ρωτήσει τον φωτογράφο τι συμβαίνει. Εκείνος τους ρώτησε αν τους ενοχλούσε κάτι ή αν δεν τους άρεσε το ποσό που θα πληρώνονταν. Εκείνοι του απάντησαν ότι δεν τους ενοχλούσε κάτι· απλά ήθελαν να ξέρουν τι σκατά θα γινόταν με αυτές τις φωτογραφίες. Ο φωτογράφος δεν απάντησε. Τους κοίταξε με ένα μυστήριο βλέμμα και τους είπε ότι καλό είναι να μην ρωτούν, αφού θα πληρώνονταν καλά και πώς η περιέργεια έφαγε την γάτα. Ο φωτογράφος πετάχτηκε για λίγο, αφήνοντας το τσούρμο να τον περιμένει για λίγο. Είπε ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα του προσωπικού, η οποία βρισκόταν στην αριστερή πόρτα του διαδρόμου, η οποία ήταν αποκλειστικά και μόνο για το προσωπικό. Οι δύο νέοι δεν άντεξαν να μείνουν με την απορία. Σκέφτηκαν ότι αν άνοιγαν την πόρτα λογικά θα βρισκόντουσαν σε τίποτα γραφεία ή κάτι παρόμοιο, θα έβρισκαν κάποιον άνθρωπο να τους πει τι συμβαίνει και όχι να τους αμολά μυστήριες φράσεις και αινιγματικές ατάκες της κακιάς ώρας βγαλμένες από φθηνιάρικες βιντεοταινίες. Ανέβηκαν τα σκαλιά και βγήκαν πάλι στον διάδρομο. Η απαγορευμένη πόρτα έγραφε «ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ». «Τι μας λες;» , είπε σκωπτικά ο Λάμπης και συγκατάνευσε η θεία Ελένη. Ο Λάμπης πιάνει το χερούλι της πόρτας και την ανοίγει. Άπλετο φως. Για λίγα δεύτερα χάνουν την αίσθηση των πραγμάτων γύρω τους. Νιώθουν κάτι γλιστερό να τους ακουμπάει. Η φωτεινότητα επιστρέφει στα κανονικά της επίπεδα και μπορούν να δουν. Ο φωτογράφος στέκεται απέναντι τους με ένα μαύρο χιτώνιο. Ο σκηνοθέτης είναι επίσης εκεί, αλλά φοράει ένα χαβανέζικο πουκάμισο και πράσινα γυαλιά ηλίου. Τους γυροφέρνουν κάτι παράξενα όντα ντυμένα σαν διαστημάνθρωποι που βγάζουν άναρθρες κραυγές. Και οι δύο έχουν κλάσει μέντες. Η θεά Ελένη κοντεύει να χεστεί ενώ ο Λάμπης έχει ήδη κάνει μούσκεμα το βρακί του. Νιώθουν κάτι κολλώδες πάνω τους. Συνειδητοποιούν όταν δύο μεγάλο σαλιγκάρια με πλοκάμια τους κρατάνε ακίνητους και η κολλώδης ουσία είναι το σάλιο που βγαίνει με το τουλούμι από τις βεντούζες στα πλοκάμια τους. Από το ταβάνι ανοίγει μια τρύπα τηλεμεταφοράς και εμφανίζεται ακόμη ένας μαυροφορεμένος, του οποίου το πρόσωπο κρύβεται κάτω από μια μαύρη μάσκα. Δεν τους γελούν τα μάτια τους: είναι ο Νταρθ Βέιντερ, ο μέγας Σηθ που θα φέρει το σκότος στον γαλαξία. Τους πλησιάζει και τους λέει ότι μπορεί επιτέλους να δείξει σε όλους το πρόσωπό του. Ο σκηνοθέτης με τα χαβανέζικα ρούχα τον ρωτάει αν είναι βέβαιος. Εκείνος απαντά «ναι, θέλω πολύ να δεις». Βγάζει την μάσκα. Ακούγεται ο ακόλουθος διάλογος: -Μπαμπά; -Γιε μου! -Μπαμπά, έλα να σε αγκαλιάσω! -Όλοι θα αγκαλιαστούμε. Φέρε το αρκουδάκι σου… Τα φώτα, έσβησαν παντελώς… Λίγους μήνες μετά έχει αρχίσει η προεκλογική περίοδος. Η μεγάλη δύναμη της ανθρωπιάς, της προόδου, του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της εθνικής ανεξαρτησίας, το ΠΑΣΟΚ της καρδιάς μας, πολεμάει εναντίον της επαράτου «Δεξάς», όπως προφερόταν συχνά, και κατά των διασπαστικών δυνάμεων της κομπλεξικής και μη αυτοδύναμης Αριστεράς που μιλάει για επαναστάσεις χωρίς να υπολογίζει τους ξενοδόχους. Το ΠΑΣΟΚ είναι σοσιαλιστικό και έτοιμο να τα δώσει όλα. Οι διαφημίσεις, οι καβγάδες στα τηλεπαράθυρα, οι εμπρηστικοί τίτλοι των εφημερίδων της κάθε πλευράς έδιναν και έπαιρναν. Η θεία Ελένη είχε κάνει τελικά κάτι με τον ωραίο Λάμπη αλλά δεν φτούρησε το νταλαβέρι και το έσπασαν. Ωστόσο, κάτι είχε μείνει: η αφίσα του ΠΑΣΟΚ που τους έδειχνε αγκαλιά με σλόγκαν «Η Νεολαία ψήφισε Αλλαγή, τώρα θα ψηφίσει την Συνέχεια». Έπαιρναν φίλοι και γνωστοί τον κυρ Θωμά και του έλεγαν ότι η Ελενίτσα είναι σε αφίσα του ΠΑΣΟΚ. Αυτός τους σιχτίριζε και τους έλεγε ότι δεν θα είδαν καλά και πως η Ελένη είναι πολύ καλό κορίτσι για να κάνει τέτοια. Για όσα είδε με τον Λάμπη και όσα έγιναν το μόνο που σκέφτεται είναι ότι με τόση μαστούρα που είχε πέσει δεν θυμόταν την τύφλα της αυτός και αυτή, παρά μόνο κάτι τύπους με μαύρα χιτώνια. Δεν ήθελε να μάθει περαιτέρω. Τουλάχιστον είχε βγει μια σκέτη κουκλίτσα και θα την είχε να την θυμάται την αφίσα. ΠΑΣΟΚ-ΑΛΛΑΓΗ-ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ

Η Μακεδονία και ο Βάτραχος (Φώντας Φ.)

Στη ζωή μου από παλιά είχα βάλει έναν στόχο, «Ακόμα κι αν καταλήξεις αποτυχημένος αγόρι μου» έλεγα, «πρέπει να καταβάλεις κάθε προσπάθεια να είσαι ξεχωριστός απ’ τους υπόλοιπους ανθρώπους». Στο πρώτο μέρος τα είχα πάει θαυμάσια, ήμουν δηλαδή εξαιρετικά αποτυχημένος. Είχα ωστόσο κάτι θεματάκια να πετύχω το δεύτερο. Εν πάση περιπτώσει με τα πολλά και με πολύ πρήξιμο απ’ την οικογένεια μου είχα καταφέρει να τελειώσω το χημικό μιας απ’ τις μεγάλες επαρχιακές πόλεις της χώρας και να κάνω ένα σχετικό μεταπτυχιακό. Όπως ήταν επόμενο όλοι περίμεναν τα καλύτερα από εμένα, μα όταν γύρισα στην Αθήνα αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Ήμουν δηλαδή, ένας απλώς λίγο πιο εύστροφος απ’ τους αυτιστικούς που περνάνε με τις χούφτες στα ελληνικά πανεπιστήμια και αυτός ήταν και ο μόνος λόγος που κατάφερα να μαζέψω ένα-δυο χαρτιά. Κατά τα άλλα, δεν ήξερα τίποτα για το αντικείμενο μου παρά τον περιοδικό πίνακα, λίγα μαθηματικά, μια συνταγή κατασκευής MDMA που αγόρασα στο ίντερνετ από έναν κινέζο και το θεώρημα της μη-πληρότητας του Γκέντελ που είχα αποστηθίσει μια μικρή περίοδο που έπινα πρέζα, επειδή μου είχε φανεί κομβικό σημείο για την παγκόσμια φιλοσοφία. Φυσικά δεν είχα καμία ειδίκευση ή προϋπηρεσία έστω και σα σερβιτόρος, ούτε καμία διάθεση να δουλέψω πάνω σε τίποτα. Η οικογένεια μου βέβαια, γερασμένοι και άρρωστοι άνθρωποι πλέον, αφού έδειξαν κατανόηση τον πρώτο χρόνο, ιδιαίτερα με τα τρεχάματα μου ώστε να εξασφαλίσω την πολυπόθητη απαλλαγή από τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, εντέλει μου ανακοίνωσαν: «Κοίτα να δεις Τέλη, εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε, σε μεγαλώσαμε… σε σπουδάσαμε…» «…Τώρα πρέπει να τα καταφέρεις μόνος σου!» Και μου άφησαν το σπίτι, κάπου χίλια ευρώ ως αρχή, τακτοποίησαν τους λογαριασμούς και έφυγαν μόνιμα για το χωριό. *** Ήμουν γενικά ένας άνθρωπος που δεν ξόδευε πολλά, έπινε καφέ σε θερμός, μπύρα από περίπτερα, το φαγητό του ήταν κυρίως μακαρόνια. Παρόλα αυτά συνειδητοποίησα πως έπρεπε να βρω μια δουλειά. Πίστευα ανέκαθεν πως τα χρήματα είναι πολύ χρήσιμα στον καπιταλισμό ώστε να σου εξασφαλίσουν τη δυνατότητα να μην έχεις πολλές επαφές με κανίβαλους, δηλαδή με ανθρώπους. Όσο λιγότερα χρήματα έχεις τόσο πιο πολύ πρέπει να μιλάς και να εξηγείς τα αυτονόητα. Ένας φτωχός πρέπει να εξηγεί γιατί θέλει να πιεί καφέ, γιατί είναι κουρασμένος, γιατί θέλει να κοιτάξει τον ουρανό, γιατί υπάρχει σε τελική ανάλυση. Ο πλούσιος όχι απλά έχει αιτιολογημένη επαρκώς την παρουσία του αλλά είναι και περιζήτητος σε κάθε λογής παρέες και κύκλους. Γενικώς οι άνθρωποι είναι ένα πλήρως διεφθαρμένο από τον καπιταλισμό είδος κι επειδή δεν είχα καμία πρόθεση, ούτε δυνατότητα να τους αλλάξω μυαλά, χρειαζόμουν χρήματα ώστε να μην έχω σχέσεις μαζί τους. Φαντάζεστε να είσαι άστεγος και να πρέπει να αιτιολογήσεις την ανάγκη να σου να πας σε νοσοκομείο ή να κοιμηθείς έξω από μια τράπεζα, ενώ ο σεκιουριτάς που θα σε διώχνει θα λέει «Τι να κάνω φίλε, αυτή είναι η δουλειά μου!». Να μην την διάλεγες αυτή τη δουλειά καραγκιόζη! Όπως και να έχει ήταν προφανές πως το μόνο πράγμα που είχα μάθει στα φοιτητικά μου χρόνια ήταν να ασχολούμαι με τα ναρκωτικά. Δεν υπήρχε μαλακία που δεν ήπια, ψυχεδελικά, οπιούχα, διεγερτικά, ηρεμιστικά, κεταμίνες… Ομολογουμένως όμως, μόνο στα πολύ κακομαθημένα φοιτητούδια της μεσαίας τάξης φαινόμουν «φρικιό» και «πρεζάκιας». Οι λίγο πιο χωμένοι ήξεραν ότι περισσότερο είχα ως κίνητρο μια διάθεση για πειραματισμό κι ίσως μια κάποια ορμή προς θάνατο που όλως τυχαίως με έπιανε κάθε φορά που χώριζα, με χώριζαν ή δε μου κάθονταν καν εξαρχής και φρόντιζαν να το τονίσουν με τον πιο κάθετο τρόπο. Αυτή η τελευταία κατηγορία είχε φυσικά και τους πιο όμορφους. Τα παραπάνω όμως ήταν λίγο ή πολύ περασμένα ξεχασμένα. Ήμουν ο Αριστοτέλης Βαμπιράκης, ετών 25, ερασιτέχνης αν και κάτοχος πτυχίου, χημικός, κάτοικος Αθήνας και έπρεπε να βρω κάτι να κάνω για να επιβιώσω. Η λύση βρέθηκε στο MDMA. Όχι, δεν αποφάσισα να πιώ τόσο ώστε να πεθάνω. Μου είχαν μείνει ωστόσο μερικές γνωριμίες στην Αθήνα που μπορεί να ενδιαφέρονταν να αγοράσουν κι εφόσον μπορούσα να τους προμηθεύσω, γιατί όχι; Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. *** Έμεινα κλεισμένος μέρες στο σπίτι ξοδεύοντας ό,τι λεφτά είχα στο να παραγγείλω τα απαραίτητα υλικά που χρειαζόμουν από αμφιλεγόμενης εμπιστοσύνης εργαστήρια στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και του Βιετνάμ, μέρη που ο σοσιαλισμός γαμούσε κι έδερνε τώρα τελευταία! Μοναδική μου παρέα ήταν η τηλεόραση και το ραδιόφωνο που με ενημέρωναν για τις εξελίξεις στο σκοπιανό: «Βράζει η Θεσσαλονίκη για το όνομα της Μακεδονίας!» «Εκατομμύρια ΠΑ-ΤΡΙ-Ω-ΤΕΣ θα υπερασπιστούν την Ελλάδα από τους Σλάβους!» «Προκαλούν οι δηλώσεις των Σκοπιάνων: “Θέλουμε και εμείς να υπάρχουμε” δήλωσε ο υπουργός εξωτερικών του κρατιδίου» «Πρόταση νόμου καταθέτει στη βουλή η Εκκλησία της Ελλάδος!» Κι άλλα τέτοια που επιβεβαίωναν την άποψη μου πως εγώ, ένας κακομοίρης, ημίτρελος, ημι-πρεζάκιας ήμουν ότι πιο λογικό κυκλοφορούσε σε αυτή τη χώρα… Η αλήθεια είναι βέβαια πως τα προηγούμενα χρόνια δεν με είχε απασχολήσει και πολύ το όλο θέμα. Το λεγόμενο «σκοπιανό» ή «μακεδονικό», ανάλογα με ποια πλευρά ήσουν ήταν η πικρή ιστορία ενός ηλίθιου κράτους, του δικού μας, που εκτός από πολιτικό θέμα είχε και πολιτισμικές διαστάσεις. Το να καταλάβει το ελληνικό κράτος το δικαίωμα ενός άλλου κράτους να ονομάζεται όπως θέλει, θα ήταν σα να ζητάγαμε από έναν απ’ τους χιλιάδες επιφανείς μικροαστούς-νταβατζήδες-κωλομπαράδες της ελληνικής επαρχίας να καταλάβουν το τρίτο ρεύμα φεμινισμού. Δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ, παρά μόνο με το ζόρι. Εμένα όμως δε με ένοιαζαν όλα αυτά γιατί ήξερα καλά πως οι συμπατριώτες μου ήταν μοσχάρια με λαλιά ανθρώπου. Οι γείτονες μας ήθελαν να λέγονταν Μακεδόνες επειδή… πάνω σε αυτό συγκροτήθηκε η εθνική τους ταυτότητα. Φυσικά και ήταν ψέματα, όλα αυτά τα πράγματα είναι ψέματα, η ιστορία με τα έθνη είναι ένα συλλογικό ρόουλ-πλέινγκ που παίζουμε με σκοπό να σφάξουμε ο ένας τον άλλο. Τουλάχιστον θα ήταν χρήσιμο να αναγνωρίζουμε το δικαίωμα του άλλου να παίξει κι αυτός πριν τον σκοτώσουμε. *** Κάτι μέρες μετά και ενώ οι συζητήσεις για το σκοπιανό συνεχίζονταν, η πρώτη παρτίδα MDMA είχε τελειώσει. Ήταν πεντακόσια γραμμάρια και υπολόγιζα την καθαρότητα τους στο 84%. Αν είχα κάνει λάθος, πιθανότατα θα σκότωνα πάνω από εκατό άτομα. Έπρεπε να βρω κάποιον να τη δοκιμάσει. Κι αυτός ο κάποιος δεν θα ήμουν εγώ. Χριστιανικές τάσεις είχα από παλιά, αλλά τάσεις αυτοθυσίας δεν είχα ποτέ. Δυστυχώς όμως δε μου ερχόταν κανένας στο μυαλό ο οποίος αν πάθαινε κάτι να μην είχα τις προφανείς νομικές συνέπειες. Καθώς αναρωτιόμουν πως θα μπορούσε να λυθεί αυτό το πρόβλημα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η πρώτη φορά που χτυπούσε εδώ και μήνες. Να ήταν άραγε κάποιος πρώην; Φυσικά και όχι. Άγνωστο νούμερο. Εγώ συνήθως δε σήκωνα ούτε τα γνωστά βέβαια, γι’ αυτό και ο κόσμος είχε γενικότερα σταματήσει να με παίρνει τηλέφωνο. Μα κάτι μέσα μου με έσπρωξε, κάτι σουρεαλιστικό αν θες, να αποδεχτώ την κλήση. «Παρακαλώ;» είπα. «Είστε ο κύριος Βαμπιράκης;» ακούστηκε μια φωνούλα στην άλλη άκρη της γραμμής. «Ο ίδιος…» απάντησα διστακτικά. Δεν είχα συνηθίσει να μου μιλάνε όμορφα. «Ξέρετε ανακάλυψα ένα κείμενο σας στο ίντερνετ, το “Ο μυστικός Χριστιανισμός και η χρήση ψυχεδελικών ναρκωτικών μετά την Άλωση” » Χαμογέλασα. Που σκατά το είχε βρει άραγε; Νόμιζα ότι οι αποδείξεις πως κάποτε σκόπευα να γίνω θεολόγος είχαν καταστραφεί οριστικά. «Μάλιστα» απάντησα «Και πώς μπορώ να σας βοηθήσω σχετικά;» «Ενδιαφέρομαι για ναρκωτικά, πιστεύω ότι είστε ο άνθρωπος μου, κανένας άλλος δε μπορεί να καταλάβει τις ιδιαίτερες συνθήκες της ιδιαίτερης κατάστασης μου… αν μπορείτε να με προμηθεύσετε λοιπόν…» «Γκλουπ!» σκέφτηκα «Αυτός ο καμένος νομίζει ότι έτσι απλά παίρνουμε τηλέφωνο και ζητάμε ό,τι θέλουμε, ποιος ξέρει σε τι σπίτι μεγάλωσε. Ωστόσο… Είναι μια καλή ευκαιρία να δοκιμάσει κάποιος αυτό που έφτιαξα». «Ακούστε κύριε μου, ελάτε σας παρακαλώ να συζητήσουμε όλες τις ανησυχίες σας από το σπίτι, δεν υπόσχομαι τίποτα όμως, σημειώστε τη διεύθυνση μου..» «Είμαι ακριβώς από κάτω!» «Τι σκατά!» «Μπορώ να ανεβώ ε;» «…Πώς ονομάζεστε;» «Οι φίλοι μου με λένε Λουίτζι, ο κούνελος» «… εντάξει Λουίτζι θα σου ανοίξω» *** Η μεγαλύτερη έκπληξη μου ήταν ωστόσο όχι το τηλεφώνημα, μα το γεγονός πως όταν άνοιξα την πόρτα, δεν αντίκρισα κάποιον ιταλό γκάνγκστερ από τη Σικελία, αλλά ένα… γλυκύτατο κουνελάκι. «Είναι κάποιο αστείο;» ρώτησα το κουνέλι «Όχι» μου απάντησε εκείνο. «Ενδιαφέρομαι να αγοράσω ναρκωτικά, κανένας δεν παίρνει στα σοβαρά τις ανάγκες των ζώων. Ακόμα κι οι βίγκαν, ζωή να χουν οι άνθρωποι, νομίζουν πως θέλουμε απλώς να μη ζούμε σε κλουβιά. Τώρα όμως με το μακεδονικό οι περισσότεροι Έλληνες ξεχνάνε ακόμα να φάνε κι έτσι πολλοί από εμάς το σκάσαμε από τις φάρμες που ζούσαμε. Θέλω λοιπόν να αγοράσω ναρκωτικά. Έχεις ναρκωτικά;» Είχα ναρκωτικά κι έτσι κάπως ζαλισμένος οδήγησα το κουνέλι μέσα στο σπίτι μου. «Κάτσε όπου βρεις» του είπα, αν και το είχε ήδη κάνει, πάνω στον καλό καναπέ της μάνας μου. «Θα έπρεπε να καθαρίζεις συχνότερα» σχολίασε το κουνέλι χαζεύοντας την ακαταστασία γύρω του «Εργένης είσαι ε;». «Ομολογουμένως…» απάντησα εγώ κοφτά. «Για πες τώρα… πόσο θες να αγοράσεις; Πρέπει να σου πω επίσης, έχω μόνο μουντού». «Εντάξει δεν είναι πρόβλημα αυτό» είπε ο Λουίτζι, το κουνέλι. «Να σου πω την αλήθεια δεν ξέρω τίποτα από ναρκωτικά, επαφίεμαι στα χέρια σου…» «Τι γλυκούλης!» σκέφτηκα. Κανείς ποτέ δε με εμπιστευόταν σε τίποτα μέχρι τώρα. «Εντάξει» του είπα χωρίς να το ψάξω και πολύ-πολύ «Σε κερνάω εγώ αυτή τη φορά» πρόσθεσα. «Εξαιρετικά γιατί δεν έχω λεφτά». «Μάλιστα» σχολίασα και του γέμισα μια ζελατίνα. *** Καμιά ώρα αργότερα κανείς απ’ τους δυο μας δεν είχε πεθάνει, παρά καθόμασταν στο σαλόνι μου και γελούσαμε ανταλλάζοντας ιστορίες απ’ τη ζωή μας. «Ώστε όλα τα ζώα μπορούν να μιλήσουν όπως και οι άνθρωποι ε;» έλεγα εγώ χαρούμενος αλλά κλαίγοντας ταυτόχρονα. «Ώστε όλοι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα ονόματα των κρατών τους πιο κτητικά απ’ ότι εμείς τις φωλιές μας την περίοδο της ανατροφής των μικρών μας;» απάνταγε εκείνος γελώντας τσιριχτά. «Τι έχεις σκοπό να κάνεις στη ζωή σου λοιπόν;» με ρώτησε. Εγώ με το κεφάλι τίγκα στο MDMA απάντησα με κάθε ειλικρίνεια. «Θα πουλάω ναρκωτικά για να ζήσω κι όπου με βγάλει». «Τέλεια ιδέα!» είπε ο Λουίτζι χοροπηδώντας σαν κουνέλι, ίσως επειδή ήταν κουνέλι. «Θες να σε βοηθήσω;» με ρώτησε «Ξέρω πολύ κόσμο στην Αθήνα που ενδιαφέρεται να πάρει ναρκωτικά και με όλη αυτή τη φασαρία που γίνεται με τη Μακεδονία αποκλείεται οι μπάτσοι να ασχοληθούν μαζί μας». «Δεν είναι κακή ιδέα» απάντησα εγώ, «Τι αμοιβή θες για κάτι τέτοιο;». «Α, τίποτα σπουδαίο» μου αποκρίθηκε ο Λουίτζι «Το νερό μου, τα καρότα μου, το μουντού μου…». «Ε φυσικά, εννοούνται αυτά». «Και να μένω με κάποιον που θα με αγαπά και θα με φροντίζει». «Εννοείς εδώ;» «Ακριβώς» Αναστέναξα. Το κουνέλι αυτό μου ήταν πολύ πιο συμπαθές απ’ τον εαυτό μου και δεν άντεχα πια άλλη μοναξιά σε αυτό το σπίτι. «Εντάξει Λουίτζι, μπορείς να μείνεις μαζί μου αλλά περιμένω να εργαστείς σκληρά…». «Μην ανησυχείς αφεντικό!» μου είπε εκείνος κλείνοντας μου το μάτι. Η συμφωνία επικυρώθηκε. Καθότι ήμουν πολύ σαλταρισμένος απ’ το ναρκωτικά που πετυχημένα είχα φτιάξει, θεώρησα καλό να λήξω εκεί τη μέρα και να πάω για ύπνο. Έριξα ένα χασμουρητό και σηκώθηκα απ’ τον καναπέ. Ο Λουίτζι με ακολούθησε. «Τι θέλεις πάλι;» τον ρώτησα. «Δε θα κοιμηθούμε μαζί δηλαδή;» μου είπε κοιτάζοντας με στα μάτια με νόημα. «Θεέ μου!» σκέφτηκα και κοίταξα το ταβάνι. «Πώς φτάσαμε ως εδώ;» «Η αλήθεια είναι αφεντικό…» είπε ο Λουίτζι ο κούνελος «…Ότι δεν ήθελα τόσο να αγοράσω ναρκωτικά, όσο να σε γνωρίσω, το κείμενο που έγραψες για τον Χριστιανισμό ήταν το πιο όμορφο κείμενο που έχω διαβάσει ποτέ, πιστεύω πως είσαι απ’ τους πιο σπουδαίους θεολόγους του 21ου αιώνα. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου!» «Έλα Χριστέ και Παναγιά» είπα εγώ «Άκου αγόρι μου, εγώ δεν είμαι αυτής της φάσης γενικά, εντάξει; Εγώ δε θέλω να ζήσω όμορφα πράγματα και τέτοια ούτε να την ψάξω και τόσο. Γενικά δε θέλω να ζήσω πολύ, το να ζήσεις πολύ είναι άκρως επικίνδυνο πράγμα για την επιβίωση του ανθρώπου. Δεν ξέρω πως συμβαίνει σε εσάς, αλλά εμένα με νοιάζει η επιβίωση μου και η ησυχία μου προτού κάποιος ψυχάκιας καταστρέψει τον πλανήτη με πυρηνικές βόμβες και επιπλέον…» Τότε το κουνέλι με αγκάλιασε. «Ναι…» είπα, κόβοντας τη φράση μου στη μέση. Είχα πολύ καιρό να νιώσω την οποιαδήποτε συναισθηματική, πόσο μάλλον ερωτική στοργή. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει. Το ίδιο και το παντελόνι μου. Κι άλλωστε, ο Κύριος είχε φτιάξει όλα τα πλάσματα αυτού του κόσμου ίσα ώστε να ζήσουν μαζί αγαπημένα εν’ ειρήνη και αγάπη. Ποιος ήμουν εγώ στο κάτω-κάτω της γραφής για πάω κόντρα στον Κύριο; «Πάμε να ξαπλώσουμε Λουίτζι» του είπα και του χάιδεψα τα αυτιά. *** Ήταν πια κάτι μήνες που συγκατοικούσαμε με τον Λουίτζι. Λεφτά βγαίνανε αρκετά για να μπορούμε να έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε χωρίς να δουλεύουμε, ενώ στον ελεύθερο μας χρόνο, που ήταν ο περισσότερος, διαβάζαμε βιβλία, βλέπαμε ταινίες, μαστουρώναμε και πηδιόμασταν. Είχα να περάσω τόσο καλά από τότε που… βασικά δεν είχα περάσει ποτέ τόσο καλά. Ωστόσο δεν ήταν όλα ρόδινα. Το πολιτικό κλίμα της χώρας όλο και χειροτέρευε και η άκρα δεξιά δυνάμωνε. Το ζήτημα του ονόματος της Μακεδονίας, αντί να θαφτεί ως ζήτημα όπως όλα τα πολιτικά θέματα και να μείνει στη μνήμη όλων απλά ως μια θεματική για memes, συνέχιζε να απασχολεί τους πολίτες της χώρας. Εν’ όψη μάλιστα των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με εκείνης των γειτόνων μας όλοι είχαν βαλθεί να προετοιμάζουν τους δικούς τους τρόπους να πείσουν τον πρωθυπουργό, αν όχι να πάει σε πόλεμο (κάτι που ίσως και να υποψιάζονταν πως ήταν υπερβολικό), έστω να μην δεχτεί καμία πρόταση και κανένα συμβιβασμό, για κανένα λόγο. Εμένα όλα αυτά δε με ενδιέφεραν ιδιαίτερα, το ότι ο ελληνικός λαός ήταν πρόθυμος να κάνει μαζικές γενοκτονίες για μια θέση στο δημόσιο το είχε αποδείξει πάρα πολλές φορές στην ιστορία του. Το θέμα ήταν πως θα γλύτωνα εγώ, χωρίς να με αγγίξουν όλα αυτά. Δυστυχώς όμως αποδείχτηκε πως δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Στις αρχές της κρίσης του «Μακεδονικού ζητήματος» οι περισσότεροι Έλληνες αντιμετώπιζαν το πρόβλημα ως πανηγυράκι, μαζεύονταν στους συνδέσμους του Ολυμπιακού, στις ταβέρνες, στις ταράτσες και σε λοιπά μέρη και κουβέντιαζαν για αυτό. Όλη αυτή η χαλαρότητα είχαν βοηθήσει τις πωλήσεις του MDMA και είχαν φέρει χρήματα σε εμένα και τον Λουίτζι. Όταν όμως τα πράγματα σοβάρεψαν και οι συμπατριώτες μου δημιούργησαν πολεμική ατμόσφαιρα, έπαψαν πια να θέλουν να θέλουν να μαστουρώνουν. Αντιθέτως άρχισαν να έχουν κακή γνώμη για τα ναρκωτικά και όσους τα πούλαγαν, κάτι που δε βοήθησε καθόλου τα οικονομικά μας. «Πάλι δεν έδωσα τίποτα» είπε ο Λουίτζι γυρίζοντας σπίτι ένα μεσημέρι. «Κουράγιο!» του είπα εγώ, ενώ ετοίμαζα να φάμε «Θα έρθουν και καλύτερες μέρες». «Δε θα έρθουν μόνες τους όμως» παρατήρησε ο σύντροφος μου. Η αλήθεια ήταν πως τώρα τελευταία ήταν κάπως επικριτικός μαζί μου. «Δεν φταίω εγώ για τον εθνικισμό και το ρατσισμό βρε Λουίτζι μου» του είπα ήρεμα. Εκείνος δεν συγκινήθηκε. «Θα μπορούσες πάντως να φτιάξεις και τίποτα άλλο να πουλήσουμε αντί να κάθεσαι όλη μέρα εδώ μέσα, να κοιτάς το ταβάνι και να τρως». «Μα, βρε αγάπη μου… δεν ξέρω να φτιάχνω άλλα ναρκωτικά» «Πφ… Απορώ ώρες-ώρες τι χημικός σπούδασες… Το καλύτερο για σένα θα ήταν να τα παρατήσεις και να πας να σπουδάσεις τίποτα άλλο που να έχει δουλειά, τουριστικά πχ» «Ναι, αλλά αν τα παρατήσω, πως θα φτιάχνουμε MDMA…» του είπα φοβισμένα. Τότε ο Λουίτζι, ο κούνελος που είχα μοιραστεί τα ναρκωτικά, το κρεβάτι μου και την καρδιά μου, πήρε το βλέμμα του από πάνω μου και έπειτα μίλησε. «Ε όλο και κάποιος θα βρεθεί να το φτιάχνει». Απόρησα. «Δηλαδή;» «Δηλαδή… σκεφτόμουν μήπως μέχρι να είσαι σε θέση να προσφέρεις κάποια βασικά πράγματα σε αυτή τη σχέση, να συνεργαζόμουν με κάποιον άλλο χημικό, καθαρά επαγγελματικά φυσικά, μιας και ξέρεις ότι εσένα αγαπάω και θα αγαπάω για πάντα» «Ααα» έκανα εγώ με μια κάποια αμηχανία «Και γιατί να με πειράζει κάτι τέτοιο;» «Γιατί θα χρειαστεί να μετακομίσω» «Ε; Γιατί να μετακομίσεις;» «Διότι ο νέος μου συνεργάτης είναι κάπως ζηλιάρης και πλέον δεν ανέχεται να έχω ερωτικές σχέσεις με άλλους…» Τα χρειάστηκα. «Μα Λουίτζι… δεν είπες ότι εμένα αγαπάς, ότι το άλλο είναι καθαρά επαγγελματικό και… πως γίνεται να υπάρχει ήδη αυτό το άλλο;» «Τον γνώρισα σε μια συνάντηση της ΕΝΩΣΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΟΥΝΕΛΙΩΝ ΧΩΡΙΣ ΣΠΙΤΙ, ήταν πολύ όμορφος, κατάλαβε τις δυσκολίες που περνάω μαζί σου και…» «Μα… εσύ είχες σπίτι… και τότε είχε μόλις αρχίσει η κρίση του MDMA, μπορούσαμε κάλλιστα να την είχαμε ξεπεράσει αν σε ανησυχούσε τόσο και…» «…Και τέλος πάντων» με διέκοψε ο Λουίτζι «Δεν έχω κανένα πρόβλημα να μιλάμε όποτε θες, άλλωστε ξέρεις ότι σε αγαπάω, δεν πιστεύω ότι θα αγαπήσω ποτέ άνθρωπο όσο εσένα». Να λοιπόν που το κουνέλι, που τόσο ήθελε να με γνωρίσει επειδή ήμουν ο μεγαλύτερος θεολόγος του 21ο αιώνα, που ζούσε μαζί μου, πούλαγε τα ναρκωτικά μου, με αγαπούσε όσο κανέναν άλλον κι αγκαλιαζόμασταν μαζί τα βράδια, με είχε κερατώσει με έναν άγνωστο σε μένα τύπο, στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης που βάρεσε η παράνομη επιχείρηση που είχαμε στήσει και της επίπτωσης που είχε το σχεδόν κλείσιμο της πάνω μου. Αυτό το τελευταίο δηλαδή δε μου το είπε δηλαδή αλλά έκανε μπαμ. Κι όχι μόνο με είχε κερατώσει, αλλά φρόντισε να μου πει κι όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ενώ μάζευε τα πράγματα του για να πάει να μείνει εκεί όπου η ζωή του θα ήταν προφανώς καλύτερη απ’ ότι μπορούσα να του εξασφαλίσω εγώ. Φυσικά τι χριστιανική ηθική μπορεί να περιμένει κανείς από ένα κουνέλι που θεωρεί έναν αποτυχημένο χημικό που πουλάει MDMA, τον μεγαλύτερο θεολόγο του 21ου αιώνα; Έπρεπε να το περιμένω. Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω, το μόνο για το οποίο είχα όρεξη ήταν να βάλω τα κλάματα. Ωστόσο είχα ένα ελάττωμα από μικρός να μην κλαίω εύκολα. Το μουντού δε θα μου έλεγε κάτι σε αυτή τη φάση. Γέμισα μια μικρή κανάτα κρασί και την ήπια όλη μονορούφι μέχρι που παραλίγο να πνιγώ. Έπειτα κοίταξα τα κουζινομάχαιρα. Πήρα ένα. Είχα ανέκαθεν την υποψία πως ήμουν μια κατώτερη μορφή ζωής αλλά απεχθανόμουν να βλέπω την υποψία αυτή να γίνεται βεβαιότητα. Ήμουν πεπεισμένος επίσης πως ο καθένας μας θα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε στην προσωπική του ζωή, χωρίς να διαλέγει το δρόμο του αθεράπευτου σαδισμού, κι άλλο τόσο ήμουν πεπεισμένος πως από αυτό τον σαδισμό λογικά θα πρέπει να αντλείται κάποια παράλογη ευχαρίστηση σε βάρος του άλλου, αλλιώς δε βγαίνει κανένα νόημα από τέτοιες συμπεριφορές όπως αυτή που δέχτηκα. Αντιλαμβανόμουν τέλος πως οι σκέψεις μου απ’ τη σύγχυση κι απ’ το κρασί είχαν μπει σε περίεργα μονοπάτια κι έπρεπε κάπου να ξεσπάσω. Κράταγα ακόμα το μαχαίρι. Πρώτα κοίταξα τις φλέβες του χεριού μου. «Ακραίο!» σκέφτηκα. Έπειτα κοίταξα το πάνω μέρος του χεριού μου, εκεί που δεν είχε και πολλά να σκοτώσει κανείς. «Μια χαρά φαίνεται» αποφάσισα. Ακούμπησα το μαχαίρι και το τράβηξα με δύναμη. Κόκκινο. Ανακούφιση. Έπειτα το ίδιο πάλι, μονάχα λίγο πιο πάνω. Έπειτα το ίδιο ξανά και ξανά. Το βράδυ μπόρεσα να κοιμηθώ σα πουλάκι. ***DONT***TRY***THIS***AT***HOME*** Είχαν περάσει πάνω από δύο βδομάδες και στη Θεσσαλονίκη είχε προκηρυχθεί συλλαλητήριο ενάντια στην ονομασία της γειτονικής χώρας ως «Μακεδονία». Το εντυπωσιακό είναι πως οι Έλληνες χρησιμοποιούνε ακόμα όρους όπως βόρεια Ήπειρος, ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Έφεσος, Αλικαρνασσός και τα σχετικά για να μιλήσουνε για περιοχές άλλων χωρών και το θεωρούν αναφαίρετο δικαίωμα τους. Ορισμένες φουκαριάρικες φωνές τα έλεγαν αυτά και στην Ελλάδα αλλά πνίγονταν (κυριολεκτικά πολλές φορές) από τον κυρίαρχο λαό. Εγώ δεν έκανα τίποτα. Ήμουν κλεισμένος σπίτι. Δε μίλαγα σε κανέναν κι ούτε ήθελα να μου μιλήσει κανένας. Είχα σταματήσει τους αυτοτραυματισμούς, αλλά δεν είχα καμία πρόθεση να αντιμετωπίσω τον κόσμο. Συνέχιζα να φτιάχνω MDMA και να διαβάζω κανένα βιβλίο κυρίως για να σκοτώνω την ώρα μου και για να μην σκοτώσω τίποτα άλλο, όπως πχ τον πρώην μου. «ΝΤΡΙΝ!» ακούστηκε το κινητό μου (παλιό μοντέλο, για να μην μας παρακολουθούν και πολύ). Ήταν ο πρώην μου! Ήταν η αγάπη μου, ο έρωτας μου, ο Λουίτζι! Σίγουρα είχε μετανιώσει πικρά για όσα μου είχε κάνει. Το σήκωσα. «Λουί;» έκανα δειλά. «Έλα τρελέ τι κάνεις;» μου απάντησε αυτός «Ακούς λίγο γρήγορα γιατί δεν έχω πολύ κάρτα;» «…» «Έλα δε σε ακούω Τέλη; Ελπίζω να μην κάνει παράσιτα, λοιπόν έρχεται ένας φίλος μου Αθήνα αύριο, που μόλις βγήκε από πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ και χρειάζεται κάπου να μείνει. Του είπα ότι μπορεί να έρθει σε εσένα, τον λένε Κορνήλιο και του έδωσα το τηλέφωνο σου, θα σε πάρει σε κάνα δεκάλεπτο να συναντηθείτε στον φούρνο που είναι κοντά στο σπίτι σου, μη άσε με καλέ, χιχιχιχι, κλικ!» Έμεινα με το ακουστικό στο χέρι. Ταλαντεύτηκα για λίγο να πάρω τα κουζινομάχαιρα πάλι και να σφάξω ό,τι κουνέλι υπάρχει στην Αθήνα μέχρι να έρθει η σειρά του Λουίτζι αλλά τελικά συγκρατήθηκα. Αποφάσισα να ντυθώ και να πάω να πάρω τον Κορνήλιο από τον φούρνο. Θα του εξηγούσα ότι δε μπορεί να μείνει σε μένα και ότι αν ο Λουίτζι του είπε πως οι σχέσεις μας είναι τόσο καλές ώστε να φιλοξενώ και φίλους του είπε ψέματα. Σε λίγα λεπτά ήμουν στο μέρος που συμφωνήθηκε. Εκεί δεν ήταν κανείς και μάλιστα ο φούρνος ήταν κλειστός. «Πρεζόνια!» σκέφτηκα. «Αν με στήσει δεν υπάρχει περίπτωση να περιμένω». Τότε χτύπησε το κινητό μου. Άγνωστο νούμερο. Το σήκωσα. «Λέγετε!» «Ναι… συγνώμη αν ενοχλώ, είστε ο κύριος Αριστοτέλης Βαμπιράκης;» «Ο ίδιος» «Ονομάζομαι Κορνήλιος. Τι κάνετε; Είμαι φίλος του Λουίτζι και έχουμε μαζί ένα ραντεβού…» «Ναι κοίταξε δεν ξέρω τι σου έχει πει εκείνος ο… όμως…» «Μισό λεπτό να μου τα πείτε από κοντά καλύτερα» είπε και έκλεισε το κινητό. «Περίεργο!» σκέφτηκα. Τότε ένα «ΤΣΑΦ!» ακούστηκε. Με έναν πήδο ένα τεράστιο βατράχι προσγειώθηκε μπροστά μου. «Καλησπέρα σας» μου είπε ευγενικά και μάλλον χαμηλόφωνα. «Ονομάζομαι Κορνήλιος, μιλήσαμε πριν στο τηλέφωνο. Μήπως μπορούμε να κουβεντιάσουμε κάπου πιο ζεστά γιατί κρυώνω πάρα πολύ;» *** Ο Κορνήλιος ήταν ένα βατράχι ξηράς από αυτά που μιλάνε. Ναι ούτε εγώ το ήξερα ότι υπάρχουν. Ήταν τουλάχιστον πέντε φορές μεγαλύτερος απ’ τα συνηθισμένα βατράχια και έμοιαζε με λούτρινο. Το πιο όμορφο πάνω του ήταν τα χρώματα του. Ήταν κατακόκκινος με κίτρινες γραμμούλες, σα τη σημαία της Μακεδονίας καλή ώρα. Μου διηγήθηκε για τη ζωή του. Ήταν από καλή και πλούσια οικογένεια αλλά τα είχε απαρνηθεί όλα αυτά. Δεν άντεχε την ηθική του καπιταλισμού και τους ανθρώπους που παρήγαγε το σύστημα. Αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στη νύχτα. Πίστευε ότι το περιθώριο θα ήταν διαφορετικό, με διαφορετικούς κανόνες, με μια άτυπη ηθική, με πνευματικότητα. Φυσικά όπως μου παραδέχτηκε, έκανε λάθος. Οι άνθρωποι με τους οποίους μπλέχτηκε ήταν μεγάλα καθάρματα, εξίσου μεγάλα με αυτά που θα έμπλεκε αν ακολουθούσε τον φυσιολογικό δρόμο της εκπαίδευσης, της εργασίας, της πολιτικής, της επίσημης θρησκείας και τα σχετικά. Εντέλει απογοητεύτηκε και βρήκε διέξοδο στην ηρωίνη. Όχι πως είπε συνειδητά «Εγώ τώρα αποσύρομαι και θα αρχίσω την ηρωίνη» Κανείς δε το λέει αυτό, είναι από τα πράγματα που τα κάνεις αλλά δε τα λες. Όσοι το είπαν, άντε να ήπιαν κάνα μπουκάλι ούζο μόνοι τους. Βάλαμε να πιούμε μουντού και μιλάγαμε για ώρες, ούτε που το καταλάβαμε πως πέρασε τόσος χρόνος. Έπειτα μας πήρε ο ύπνος στο σαλόνι. Δε νύσταζα όμως πολύ αυτή τη φορά και μου τα είχε σκάσει περίεργα. Δυο ώρες μετά ξύπνησα. Ήταν καταμεσής της νύχτας. Μαζί μου ξύπνησε και ο Κορνήλιος. «Μήπως πεινάς ρε συ;» του είπα. «Ε, όσο να ‘ναι» «Συγχώρεσε με» του είπα χαμογελώντας «Είμαι χάλια οικοδεσπότης, τι να σου βάλω;» «Ένα ποτήρι χυμός αρκεί, τρώω σπάνια» «Όμως ρε συ» του είπα ενώ του ετοίμαζα το χυμό του «Σου κάνω καλό που σε κερνάω ναρκωτικά τώρα που έχεις βγει από την απεξάρτηση;» «Μη στεναχωριέσαι, πρέζα να μην είναι κι όλα τα άλλα τα έχω» «Τέλεια» Τσιμπολογούσαμε κάτι μαλακίες μέσα στην άκρη της νύχτας κι εντέλει αποφασίσαμε να βάλουμε λίγο μουντού ακόμα πριν ξαναπέσουμε για ύπνο. «Και για πες» με ρώτησε «περίπου πως είναι η ζωή σου;» «Πώς να είναι; Χάλια, κανείς δεν αγοράζει mdma, άρα δεν έχω καν λεφτά» απάντησα στεναχωρημένος κι ωστόσο γελώντας. Είχα καιρό να γελάσω. «Εσύ τι σκέφτεσαι να κάνεις στο εξής;». «Θα φύγω για βόρεια μάλλον. Υπάρχουν πολλές δουλειές για μένα εκεί. Θα πάρω το τρένο αύριο κιόλας. «Φεύγεις αύριο;» ρώτησα. «Ναι. Δε χαίρεσαι που με ξεφορτώνεσαι τόσο γρήγορα τελικά;» «Ε βασικά ναι… ή μάλλον όχι… θέλω να πω… σε συμπαθώ πολύ» «Κουάξ κουάξ!» έκανε ο βάτραχος και πήδηξε πάνω μου. Πόνεσα λίγο γιατί ήταν βαρύς. Τον χάιδεψα τρυφερά στη μέση κι αυτός γουργούρισε. Δεν ήξερα ότι οι βάτραχοι μπορούν να γουργουρίσουν. «Και τώρα;» με ρώτησε. «Και τώρα…» είπα και εγώ κλείνοντας τα μάτια μου… «Θεέ μου» σκέφτηκα «Γιατί όλα να είναι τόσο περίπλοκα σε αυτή τη ζωή, γιατί το μυαλό μου να είναι τόσο άρρωστο;» «Θεέ μου» πρόσθεσα πάλι κοιτάζοντας τον μεγαλόσωμο κιτρινοκόκκινο βάτραχο «Με ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα, δεν έκανα τίποτα κακό και η ψυχούλα μου είναι αγνή. Γενηθήτω το θέλημά Σου». Την τελευταία πρόταση την είπα δυνατά. «Και τώρα τι ρε Κορνήλιε;» του είπα ακουμπώντας τα χείλη μου στα δικά του. Χτύπαγε η καρδούλα μου από άγχος, μα ευτυχώς ανταπέδωσε. Αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Το μυαλό μου ήταν γεμάτο ερωτηματικά, ούτε που καλοκαταλάβαινα πια τι συνέβαινε. Όταν όμως είδα τον Κορνήλιο από πάνω μου και άρχισα να χαϊδεύω την πλάτη του, κατάλαβα ότι το ψάχνω πάρα πολύ το θέμα. Ήμουν τυχερός που ήταν εδώ. Ήμουν τυχερός για την ειλικρίνεια των συναισθημάτων μου. Ήμουν τυχερός που δεν υπήρχε τίποτα το σαδιστικό σε όλο αυτό. «Κάπου πρέπει να έχω αφήσει μια δερμάτινη ζώνη, μισό λεπτό» του είπα φιλώντας τον στο μάγουλο. Και κάπως έτσι αφήσαμε την υπόλοιπη νύχτα και κάποιες ώρες τις μέρας να πάνε στο διάολο. *** Ξύπνησα αργά την επόμενη μέρα. Ο Κορνήλιος είχε φύγει να προλάβει το τρένο του, μου άφησε όμως ένα σημείωμα στο οποίο με αποχαιρετούσε, μου έλεγε ότι πέρασε πολύ όμορφα μαζί μου και λυπόταν που δεν ήταν εφικτό να κάτσει παραπάνω. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, δεν στεναχωρήθηκα καθόλου που έφυγε, διάβασα το σημείωμα του κι αμέσως προχώρησα χαμογελώντας να φτιάξω τον καφέ μου. Η αίσθηση της πληρότητας που μου είχε δώσει η επαφή με αυτό το βατράχι ήταν άνευ προηγουμένου και οπωσδήποτε δεν ήταν καθαρά σεξουαλικοί οι λόγοι. Ανέκαθεν πίστευα πως υπάρχουν μερικά άτομα που άπαξ’ και τα συναντήσεις στη ζωή σου και γνωριστείτε το οποιοδήποτε άγγιγμα μεταξύ σας φέρνει μια άλλου τύπου φόρτιση, ενεργειακή, μεταφυσική, οτιδήποτε. Δεν ήθελα προφανώς να το πω έρωτα, ήξερα τις ποιοτικές διαφορές. Αν ο έρωτας είναι μια πνευματική κατάσταση τόσο δυνατή που μόνο μέσα στον υλικό κόσμο μπορεί να πραγματωθεί, αυτό που ένιωθα εγώ ήταν σα να με τράβαγε πάνω του ο μόνος μαγνήτης που εκπέμπει θερμότητα, ενώ βρισκόμουν για πεζοπορία στο βόρειο πόλο. Μια καθαρά υλική κατάσταση που μόνο μέσα στο πνεύμα μπορεί να πραγματωθεί δηλαδή. Αφού συμμάζεψα λίγο το σπίτι από ό,τι τέλος πάντων είχαμε χρησιμοποιήσει το προηγούμενο βράδυ, άναψα ένα τσιγάρο, ήπια μια γουλιά καφέ και χάζεψα έξω απ’ το παράθυρο. «Σκατά!» είπα με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά και πρόσθεσα «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» μιλώντας πάντα μόνος μου. Αν ο Θεός ήταν εκεί για να με ακούσει καλώς. Αν δε ήταν, μπορούσα να ζήσω και μόνος μου για την ώρα. *** Μπορεί να είχα ισορροπήσει επιτέλους στην ψυχολογία μου, ωστόσο εξακολουθούσα να έχω αντικειμενικά προβλήματα στη ζωή μου. Το πρώτο και το κύριο ήταν το οικονομικό. Δεν υπήρχε φράγκο και δεν ήξερα κανέναν που να θέλει να αγοράσει MDMA. Για λίγο, σε μια κρίση απελπισίας, ταλαντεύτηκα να πάρω τηλέφωνο τον Λουίτζι μήπως είχε ανακαλύψει κανέναν πελάτη, αλλά αμέσως ήρθα στα συγκαλά μου. «Πφφ» φύσαγα και ξεφύσαγα. Στο τέλος άρχισα να ψάχνω τις μικρές αγγελίες. «Ζητείται σερβιτόρος, εμφανίσιμος». Απορρίπτεται. Με είχε παρατήσει μέχρι και το κουνέλι με το οποίο ζούσα. Πόσο εμφανίσιμος ήταν δυνατόν να ήμουν δηλαδή; «Ζητείται υπάλληλος γραφείου, για τακτοποίηση χρεών, με πυγμή και αποφασιστικότητα». Η τελευταία φορά που είχα δείξει αποφασιστικότητα εγώ ήταν όταν ένας βλαμμένος, κάγκουρας αναρχοσυνδικαλιστής είχε απειλήσει έναν φίλο μου. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε, πάντως είχαμε μαζευτεί μια παρέα ετερόκλητων ατόμων, πρεζάκια, χριστιανοί, ψυχοπαθείς, χαπάκηδες, κομμουνιστές κλπ που είχαμε όμως φιλίες μεταξύ μας κι είχαμε συμφωνήσει πως στην πρώτη φασαρία, όσες συμπάθειες κι αν έχουμε προς τον αναρχοσυνδικαλισμό, του τύπου θα του καίγαμε το σπίτι, την οικογένεια και τα κατοικίδια του. Είχα μετανιώσει πολύ για τα κατοικίδια. Με εξαίρεση αυτό το περιστατικό πάντως, ήμουν ό,τι πιο φλώρικο υπήρχε στην ελληνική επικράτεια. Απορρίπτεται. Τέλος είδα και μια αγγελία που ζητούσαν καθηγητή χημείας «Με άνεση στην επικοινωνία». Έβαλα τα γέλια και έκλεισα την εφημερίδα. Ήμουν άχρηστος και έπρεπε να το αποδεχτώ. Χτύπησε το τηλέφωνο. Νούμερο άγνωστο. «Παρακαλώ;» είπα δειλά. «Τέλη;» άκουσα μια γνώριμη φωνή «Τι κάνεις;» «Κορνήλιε!» απάντησα όλο χαρά. «Σπίτι είμαι, εσύ τι κάνεις; Πού βρίσκεσαι;» «Τέλη, μου έλειψες πάρα πολύ. Άκουσε με σε παρακαλώ γιατί είναι σημαντικό…» Έκανα ησυχία και περίμενα να ακούσω, χωρίς να είμαι ιδιαίτερα συγκεντρωμένος. Αχ πόσο ευτυχής ήμουν που ξαναμίλαγα με τον αγαπημένο μου κιτρινοκόκκινο βάτραχο. «Σου έχω έναν τρόπο να βγάλεις λεφτά» είπε ο Κορνήλιος. Εκεί συνήλθα απ’ την ονειροπόληση μου. «Πες μου λεπτομέρειες!» τον προέτρεψα. «Άκου, αύριο πρόκειται να γίνει στη Θεσσαλονίκη το συλλαλητήριο για το όνομα της Μακεδονίας…» «Εκεί είσαι;» τον ρώτησα «Είναι πολύ επικίνδυνο!» «Μη με διακόπτεις, εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια Έλληνες θα ανέβουν στη Θεσσαλονίκη για τη συγκέντρωση, είναι η ευκαιρία σου να βγάλεις χοντρά λεφτά» «Πώς δηλαδή; Να τους πουλάω ελληνικές σημαίες και κοκορέτσι σε ταπεράκια;» απόρησα. «Μ’ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι, αλλά όπως καλά ξέρεις ο λαός δε μαστουρώνει μόνο με εθνικά σύμβολα, τη βρίσκει και με κανονικά ναρκωτικά. Είναι μεγάλη ευκαιρία το συλλαλητήριο. Μέσα στην έξαψη τους οι Έλληνες θα μετατρέψουν σίγουρα το πολεμικό κλίμα σε πανηγυράκι, όπως παλιότερα με τις αντιμνημονιακές συγκεντρώσεις στην πλατεία Συντάγματος… Σε αυτό το πανηγυράκι θα υπάρχει έλλειψη προϊόντος την οποία εσύ, ο Αριστοτέλης Βαμπιράκης θα μπορείς να καλύψεις». Το σκέφτηκα. «Δηλαδή πιστεύεις ότι…» «Μπορείς να σπρώξεις άνετα πάνω από δύο κιλά, ίσως ακόμα και δέκα αν είμαστε τυχεροί. Πάρε το βραδινό τρένο και έλα. Τηλεφώνησε μου. Κλικ!» *** Τώρα βέβαια πρέπει να πούμε πως κανένας σοβαρός άνθρωπος δε θα γέμιζε δύο βαλίτσες με κρυστάλλους MDMA για να πάει να τους πουλήσει σε φασίστες που θα μαζεύονταν απ’ όλη την Ελλάδα στη συμπρωτεύουσα για να απαιτήσουν να διατηρήσουμε τα αποκλειστικά πνευματικά δικαιώματα του Μέγα-Αλέξανδρου και του βασιλείου του για τα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια και βλέπουμε. Κι αν ακόμα κάποιος το έκανε, σίγουρα δε θα το έκανε κατόπιν πρότασης ενός γλυκούλη, ακραία σαγηνευτικού κιτρινοκόκκινου βατράχου που έμοιαζε με λούτρινο μα μίλαγε σαν άνθρωπος. Ευτυχώς εγώ δεν ήμουν σοβαρός άνθρωπος. Το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό, μιας και εκτός απ’ τις βαλίτσες που έπρεπε να προσέχω σα τα μάτια μου για οχτώ ώρες τουλάχιστον, είχα να αντιμετωπίσω και την ενοχλητική παρουσίας μιας γάτας σε κλουβί στο μπροστινό από εμένα κάθισμα. Το γατάκι ήταν μαύρο και μικρό σε ηλικία και ούρλιαζε μέχρι την άφιξη μας στην Θεσσαλονίκη για την ελευθερία του. «Μα γιατί το κάνετε αυτό στη γάτα;» ρώτησα την κοπέλα που το κουβάλαγε. «Δεν είναι καν δικό μου εντάξει;» μου απάντησε αυτή ξερά. «Το πηγαίνω στον πρώην της φίλης μου. Δεν είμαι υποχρεωμένη να ξέρω τίποτα από γάτες, παράτα με!» Αναγνωρίζοντας πως η κοπέλα μάλλον γρατζουνούσε περισσότερο απ’ τη γάτα, έβγαλα το σκασμό, ανέχτηκα τα νιαουρίσματα που μεταφράζονταν σε απελπισμένα «ΒΟΗΘΕΙΑ! ΣΩΣΤΕ ΜΕ!» και κάποια ώρα έφτασα, όταν είχε για τα καλά χαράξει πλέον, έφτασα στον προορισμό μου αρκετά ζαλισμένος. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα για να επικοινωνήσω με τον Κορνήλιο. Μπήκα σε μια καφετέρια κοντά στον σταθμό της Θεσσαλονίκης. Παραδίπλα μου όλα τα τραπέζια γεμάτα με κόσμο που κρατούσε ελληνικές, βυζαντινές, ρωσικές, σέρβικες και άλλες σημαίες και φώναζε για τη Μακεδονία. Σε κάποια φάση ορισμένοι Έλληνες που δεν αναγνώρισαν τη σημαία της Σερβίας και την πέρασαν για κάποια άλλη εχθρική σε αυτούς χώρα, επιτέθηκαν σε αυτούς που την κράταγαν, σπάζοντας ορισμένες καρέκλες, πόδια και κεφάλια. «Τι θα πάρετε;» με ρώτησε η σερβιτόρα. Πρέπει να τα είχα τελείως χαμένα γιατί αν και γυναίκα μου φάνηκε αρκετά ελκυστική. Είχε κάτι ωραία μπουκλάκια στα μαλλιά που άξιζε να κάτσεις να τα χαζέψεις. Παραδίπλα μια παρέα διαφωνούσε για το πώς θα μοιραστούν τα εδάφη των Κοσοβάρων μετά την κατάκτηση τους από εμάς και τους αδερφούς Σέρβους. «Νες, μέτριο, χωρίς, με ζαχαρίνη!» «Βασικά έχουμε μόνο στέβια» «Χμμ» το ξανασκέφτηκα κοιτάζοντας το μαγαζί που γέμιζε κι άλλο, συγκεκριμένης ποιότητας κόσμο, όσο πέρναγε η ώρα. «Βάλε μου ένα τριπλό ουίσκι με κόκα κόλα λάιτ καλύτερα, ξηρούς καρπούς δε θέλω» Η σερβιτόρα μου έριξε ένα βλέμμα κατανόησης και πήγε να φέρει την παραγγελία μου. *** «Θα βρεθούμε στον Άγιο Δημήτριο» μου είχε πει ο Κορνήλιος. Κι εγώ ήμουν κάτω από τον Άγιο Δημήτριο ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους που είχαν αρχίσει να μαζεύονται για το συλλαλητήριο, να φωνάζουν συνθήματα και να τραγουδάνε Ξυλούρη. Την απαίσια αυτή ατμόσφαιρα επιβάρυνε το γεγονός πως εκείνη τη μέρα είχε πολύ ήλιο και εγώ και με το μυαλό καμένο λιγάκι από τις καταχρήσεις και την αϋπνία αναγκαζόμουν να κυκλοφορώ συνέχεια με γυαλιά καθώς με που έπεφταν οι αχτίνες του ηλίου στα μάτια μου ένιωθα να πονάω. Ο Κορνήλιος είχε αργήσει και μάλιστα δε με είχε πάρει τηλέφωνο απ’ την ώρα που δώσαμε το ραντεβού. Δεν πίστευα πως δε θα εμφανιζόταν. Δεν είχε δώσει τέτοια δείγματα αναισθησίας και σκατανθρωπιάς. Ωστόσο καλού-κακού πλησίασα έναν πατριώτη που τώρα τραγούδαγε Παπακωνσταντίνου (Βασίλη) και τον ρώτησα: «Συγνώμη, μήπως έχετε δει έναν βάτραχο;» «Έναν βάτραχο;» «Ναι έναν βάτραχο, είναι ο πιο όμορφος βάτραχος του κόσμου, είναι κίτρινος και κόκκινος και μοιάζει με λούτρινο και…» «Παλικάρι μου, ένα θα σου πω… αυτοί οι προδότες φταίνε που κατέστρεψαν την χώρα, μολύνανε τον αέρα μας και φτάσανε εσάς τους νέους να κυκλοφορείτε τρελοί στους δρόμους» «Δεν είμαι τρελός βρε πατερούλη, υπάρχει ο βάτραχος. Τον λένε Κορνήλιο, έχουμε κοιμηθεί μαζί, δεν φαντάζεσαι πως είναι να κάθεσαι να τον κοιτάς. Πιστεύω με όλη μου την καρδιά πως αν τον είχαν σε ζωολογικό κήπο, θα του είχαν βάλει και ταμπέλα -Χάιδεψε με- » «Είσαι τρελός!» μουρμούρισε ο πατριώτης και έκανε να φύγει προς μια παρέα που άκουγε στη διαπασών Σφακιανάκη. Τότε, στο βάθος πίσω από αυτή την παρέα, είδα έναν, κίτρινο-κόκκινο βάτραχο να μου κουνάει το χέρι του. Ήταν ο Κορνήλιος. Χωρίς να συνειδητοποιώ τι μαλακία κάνω, τράβηξα τον τύπο που μίλαγα πριν και του έδειξα με το χέρι μου τον βάτραχο της ζωής μου, τον πιο όμορφο βάτραχο, στην εθνική ή γεωγραφική ή οτιδήποτε περιοχή της Μακεδονίας. «Να τος! Στο είπα ότι υπάρχει, δεν είναι υπέροχος;» τον ρώτησα. Ο πατριώτης, ο εθνικός σύντροφος, ο φρουρός της πατρίδας, σάστισε βλέποντας τον Κορνήλιο. Μη μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα ζευγάρι γυαλιά και τα φόρεσε, πιθανώς για να βεβαιωθεί ότι δεν επρόκειτο περί οφθαλμαπάτης. «Ώστε είναι αλήθεια…» μουρμούρισε. «Εμ, φυσικά, τι σου λέω τόση ώρα…» είπα εγώ. Κι αφού τον άφησα, περπάτησα ως τον Κορνήλιο. Τον πήρα μια τρυφερή αγκαλιά και δώσαμε ένα γρήγορο φιλί στο στόμα. «Ομόρφυνες» μου είπε. «Άσε τις βλακείες τώρα» απάντησα χαμογελώντας μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Αυτά τα πλάσματα που σε κάνουν ευτυχισμένο με την παρουσία τους και μόνο πρέπει να βρούμε γρήγορα τον τρόπο να τα κλωνοποίησουμε ή έστω να μεταδώσουμε επακριβώς το συναίσθημα που αισθανόμαστε παρέα τους. Το πιο λυπηρό είναι βέβαια πως αυτά τα ίδια δε θα μάθουν ποτέ ακριβώς τι σημαίνει να βρίσκεται κάποιος μαζί τους στον ίδιο χώρο κι αν ακόμα μπαίναμε στον κόπο να τους το εξηγήσουμε μάλλον τρελούς θα μας λέγανε ή ερωτευμένους. Αλλά εμείς δεν είμαστε τίποτα από τα δύο φυσικά και ως εκ’ τούτου δεν υπάρχει κανένας λόγος να μάθουν τίποτα απολύτως. «Συγνώμη» γύρισα προς το πατριωτάκι «Θα μας βγάλετε μια φωτογρ…» Το πατριωτάκι είχε βγάλει πιστόλι. «Δεν είναι γκόμενος σου έτσι δεν είναι;» ρώτησα τον Κορνήλιο. «Πας καλά μωρέ;» μου απάντησε. Ο …πατριώτης πυροβόλησε τότε στον αέρα. Οι μουσικές σταμάτησαν και όλοι γύρισαν τρομαγμένοι προς το μέρος μας. «ΕΛΛΗΝΕΣ!» φώναξε «ΔΩΣΤΕ ΚΑΛΑ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΟΥ» αλλά είχε ήδη πυροβολήσει ανάμεσα σε πλήθος χιλιάδων ατόμων επομένως όλοι τον πρόσεχαν, αντί για παράδειγμα να τον αφοπλίσουν. «Οι Σκοπιανοί είναι σήμερα εδώ με πράκτορες τους, ζηλεύουν τη χώρα μας, θέλουν τα εδάφη μας, λεηλατούν την ιστορία μας…» «Προσέχεις ότι χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη δομή στο λόγο του όταν μιλάει για το τι θέλουν οι Σκοπιανοί ε;» με ρώτησε ο Κορνήλιος. Έβαλα τα γέλια. Ο εθνικός μας σύντροφος πυροβόλησε πάλι στον αέρα αλλά αυτή τη φορά σημαδεύοντας αισθητά προς το μέρος μας. «Είσαι τελείως ψυχάκιας έτσι;» του είπα «Εντάξει έχω γνωρίσει πολύ κόσμο με προβλήματα, με τους περισσότερους από αυτούς είχα σχέση κιόλας, αλλά εσύ έχεις ξεφύγει». «Κι εσύ…» μου είπε ψυχρά εκείνος «Είσαι ένας προδότης που πούλησε την πατρίδα μας στα Σκόπια» Α στο καλό. Πότε το είχα κάνει πάλι αυτό; «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΥΤΟΣ» συνέχισε να μιλάει για μένα ο παλαβιάρης εθνικιστής δείχνοντας εμένα, «Είναι σήμερα εδώ ως πράκτορας της κυβέρνησης των Σκοπίων, σκόπευε να παραδώσει όλες τις πληροφορίες για το συλλαλητήριο στον εκπρόσωπο τους, σε αυτό το θλιβερό εκφυλισμένο πλάσμα, με το οποίο διατηρούν ερωτική σχέση» είπε και έδειξε τον Κορνήλιο. «Βασικά δεν έχουμε ορίσει τι έχουμε!» είπε αυτός. «Κι είμαστε πολύ περήφανοι για αυτό!» πρόσθεσα εγώ. Κι άλλος πυροβολισμός πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Η μονογαμία αντεπιτίθεται. «Αποδεικνύονται όλα αυτά απ’ την ομοφυλοφιλία τους, γνωστή ασθένεια των απάτριδων και των μη-Ελλήνων και απ’ το γεγονός πως το μεταλλαγμένο πλάσμα είναι βαμμένο στα χρώματα της σημαίας των Σκοπιών. Χρειάζεται κανείς άλλη απόδειξη;» «ΌΧΙ!» απάντησε όλο το πλήθος με απόλυτο συγχρονισμό. Ούτε ο Ιωάννης Μεταξάς να ήταν. Βασικά τώρα που το ξανασκέφτομαι ήταν. Ένιωθα την κατάσταση να αγριεύει επικίνδυνα. Έπρεπε να απαντήσω κάτι. «Μισό λεπτό ρε φίλε» του είπα «Εδώ πέρα σήμερα θα μαζευτεί πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμος που αγαπάει την πατρίδα του, σωστά;» «Λογικά περισσότεροι» απάντησε ανόρεχτα ο ένοπλος συνομιλητής μου. «Ε είναι δυνατόν να μου λες, ότι στο ένα εκατομμύριο ή στα δύο εκατομμύρια που θα έρθουν, που είναι όλοι σίγουρα πατριώτες, βαμμένοι δεν αμφιβάλλω, να μην υπάρχει ένας ομοφυλόφιλος; Από πότε είναι ένδειξη η ομοφυλοφιλία για την απουσία εθνικής συνείδησης, πως μηδενίζεις έτσι τον κόσμο που θέλει να αγωνιστεί για το έθνος του;» Είχα μάθει τέτοια επιχειρήματα από τότε που σπούδαζα στο χημικό και ήθελα να πείσω την ενορία της γειτονιάς μου να φτιάξουμε χριστιανική LGBTQI+ ομάδα. Φυσικά τότε είχα αποτύχει. Οι παπάδες είναι συντηρητικοί και πολλές φορές, τις περισσότερες μάλλον, μισάνθρωποι και σκοταδιστές. Όσο να πεις όμως, αναγκάζονται να μάθουν λίγο από θεολογία και δεν πείθονται εύκολα. Ο τύπος απέναντι μου ωστόσο είχε σκαλώσει με αυτά που του είπα. «Ναι χμμμ…» έκανε. Λίγα σαλάκια έφυγαν απ’ το στόμα του. «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να μάθουμε την αλήθεια!» πετάχτηκε τότε ένας απ’ το πλήθος. «Γιατί Θεέ μου;» σκέφτηκα με απελπισία και περίμενα να ακούσω τι είχε να πει. Ο δεύτερος πατριώτης όμως, που προερχόταν απ’ την παρέα που προηγουμένως άκουγε Σφακιανάκη, αντί να προτείνει το οτιδήποτε έτρεξε απότομα προς το μέρος μου και τράβηξε τη μια βαλίτσα απ’ το χέρι μου. Ούτε που πρόλαβα να αντιδράσω. «Για να δούμε με τι σκοπό ήρθε στη Θεσσαλονίκη ο κύριος από εδώ» είπε θριαμβευτικά ο φαν του Νοτη και άνοιξε τη βαλίτσα. Δεκάδες μικρά σακουλάκια με μια απ’ τις πικρότερες για τη γλώσσα, πιο γλυκές για το μυαλό και την καρδιά σκόνες έπεσαν έξω και χύθηκαν στην άσφαλτο της συμπρωτεύουσας του ελληνικού κράτους. «Ναρκωτικά!» είπε το πλήθος. «Ναρκωτικά!» είπε κι αυτός. Τι να απαντήσω και εγώ σε όλα αυτά… «Με των σαράντα ευρώ το γραμμάριο παιδιά, όποιος προλάβει!» φώναξα κι αρπάζοντας τον Κορνήλιο στην αγκαλιά μου, αρχίσαμε να τρέχουμε. *** «Πιάστε τους! Τους πληρώνουν οι Σλάβοι για να πουλάνε στα παιδιά μας ναρκωτικά! Φώναζε ένα πλήθος χιλιάδων ατόμων, που κυνηγούσε εμένα, έναν κακομοίρη χημικό με κλίση στη θεολογία, 25 χρονών παλικάρι, και το πλασματάκι που αγαπούσα. Ο παλαβός με το όπλο στο μεταξύ προπορευόταν του όχλου που έτρεχε στο κατόπι μας και που και που έριχνε καμία σφαίρα προς το μέρος μας. Για καλή μας τύχη το πιο κοντινό σε άνθρωπο που είχε πετύχει ήταν ένας κάδος σκουπιδιών. «Κι οι Σέρβοι που γουστάρεις Σλάβοι είναι ρε καθυστερημένε!» του φώναξα. Βρισιές για τη μάνα μου, για εμένα, για πράγματα που μου αρέσει να βάζω στον κώλο μου και ένας πυροβολισμός ακόμα ήταν η απάντηση. «Τι σκατά θα κάνουμε;» ρώτησα τον Κορνήλιο που ήταν σκαρφαλωμένος στον ώμο μου, «Κάνουμε κύκλους μέσα στην πόλη, έχω κουραστεί, θα μας πιάσουν!» «Πρέπει να μπούμε κάπου για να γλυτώσουμε» απάντησε ο σύντροφος μου. Κοίταξα τριγύρω. Όλα κλειστά. Σε σπίτια δε θα μας άνοιγε κανείς. «Δυστυχώς ούτε με θαύμα δε σωζόμαστε» είπα και άρχισα να προετοιμάζομαι για το λυντσάρισμα στα χέρια του ελληνικού όχλου. Όμως αμέσως μου ήρθε σαν επιφοίτηση κάτι στο μυαλό. «Κι όμως ίσως με ένα θαύμα να σωθούμε» μουρμούρισα. «Σε παρακαλώ μην αρχίσεις να προσεύχεσαι» μου είπε ο Κορνήλιος, «Απλά τρέχα» «Προσευχήσου εσύ για εμάς γλυκούλη» του απάντησα, «Εγώ θα κάνω κάτι άλλο». Με τις τελευταίες μου δυνάμεις έτρεξα προς την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου κουβαλώντας μαζί μου τον Κορνήλιο, από πίσω το πλήθος μας κυνηγούσε, μας έβριζε, μας πυροβόλαγε, οτιδήποτε. Χτύπησα την πόρτα της εκκλησίας. Καμία απάντηση. «Κοιτάχτε να δείτε!» φώναξα «Δεν είναι δυνατόν να είμαι ο μόνος χριστιανοκομμουνιστής στην Ελλάδα. Δε μπορεί να μην υπάρχει ένας άνθρωπος εδώ μέσα που να κρίνει πως είναι καλύτερα να μας σώσει απ’ ότι να μας αφήσει να γίνουμε κομματάκια στα χέρια του κάθε ψυχοπαθή!». Η πορτούλα άνοιξε και ένας ιερέας μεγάλης ηλικίας, αλλά αρκετά καλοστεκούμενος φάνηκε στην είσοδο. «Ο χριστιανοκομμουνισμός είναι αίρεση!» μου είπε αυστηρά. Χαμογέλεσα. «Τις ευλογίες σας πάτερ!» του είπα και μην περιμένοντας την άδεια του μπούκαρα μέσα στο ναό μαζί με τον Κορνήλιο. Ο κληρικός, κοίταξε λίγο σκεφτικός προς το μέρος μας και έπειτα κοίταξε προς το μέρος του πλήθους που ερχόταν προς την εκκλησία. «Κι αν τους αφήσει να μπουν;» ρώτησε ο Κορνήλιος. «Τότε ήρθε το τέλος…» του είπα απλά. Κανείς μας δε μίλησε. «Πάμε κάπου οι δύο μας;» με ρώτησε. «Πάμε» του είπα. Τον κατέβασα απ’ τους ώμους μου και τον κράτησα απ’ το χέρι. «Ψηλά στο καμπαναριό;» πρότεινα δειλά. «Θα μπορούμε να βλέπουμε τι γίνεται με αυτούς τους τρελούς και να είμαστε μονάχα εμείς» «Εντάξει» Ανεβήκαμε ως το πιο ψηλό καμπαναριό του Άγιου Δημητρίου, φύλακα και προστάτη της Θεσσαλονίκης. Στηρίχθηκα σε κάτι κάγκελα κι αυτός πήδησε στην καμπάνα. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια» μου εξομολογήθηκε. «Εγώ πάλι» του είπα γλυκά «Καταλαβαίνω όλο και περισσότερα όσο περνάει ο καιρός». Χαμογέλασε. «Εσύ είσαι περίεργος» απάντησε, «Γι’ αυτό σου αρέσω κιόλας». «Είμαι σίγουρος ότι αρέσεις σε πολύ κόσμο» είπα όχι χωρίς έναν τόνο ζήλειας στη φωνή μου. «Ναι αλλά με εσένα είναι διαφορετικά, δεν θες ούτε απλά να έχεις κάτι να βρίσκεται στη ζωή σου, ούτε το περιορίζεις στο σεξουαλικό, ούτε είσαι ερωτευμένος μαζί μου, μόνο στέκεσαι συνέχεια και με κοιτάς με ένα βλέμμα, που αν δεν ήξερα ότι με γουστάρεις θα έλεγα ότι το προορίζεις για κάποιο αυτιστικό ξαδερφάκι σου» Δεν είπα τίποτα. «Είσαι τρελός;» με ρώτησε. «Σοβαρά το ρωτάς;» «Ναι… το ρωτάω σοβαρά» «Έχει μαζευτεί κόσμος Κορνήλιε… έχουμε πιο σοβαρά προβλήματα απ’ την ψυχική μου υγεία» «Θα ήθελα να το λήξουμε» Αναστέναξα. «Δεν είμαι τρελός Κορνήλιε» του είπα λυπημένα «Ελπίζω να μη σε απογοητεύω» «Τότε» απάντησε εκείνος «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τίποτα, αλλά δεν έχει σημασία!» Και πήδηξε απ’ την καμπάνα πάνω μου. Αγκαλιασμένοι αρχίσαμε να φιλιόμαστε. «ΛΟΙΠΟΝ ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΣΑΣ ΤΟ ΛΕΩ…» ακούσαμε μια δυνατή φωνή κι αναγκαστήκαμε να διακόψουμε για να δούμε τι ήταν. Ήταν ο ιερέας που απευθυνόταν στο πλήθος. «ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΙΡΑΞΕΙ ΚΑΝΕΝΑΝ ΟΣΟ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΠΑΠΑΣ ΣΤΟ ΝΑΟ, ΤΑ ΜΑΖΕΥΕΤΕ ΚΑΙ ΦΕΥΓΕΤΕ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΖΗΤΗΣΩ ΕΓΩ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΝΑ ΑΦΟΡΙΣΤΕΊΤΕ ΕΝΑΣ ΠΡΟΣ ΕΝΑΣ!». Το πλήθος, αφού πρώτα τον έλουσε βρισιές με πρώτη και κύρια την αναφορά στην φανταστική πιθανότητα εβραϊκή καταγωγή του, άρχισε να διαλύεται και να επιστρέφει εκεί που ήταν αρχικά να πραγματοποιηθεί το συλλαλητήριο του. Είχαμε γλυτώσει. «Δόξα σοι ο Θεός!» αναστέναξα. «Ω, σκάσε επιτέλους» είπε ο Κορνήλιος και μου πέταξε ένα γρήγορο φιλί στο στόμα. Έπειτα με κοίταξε παιχνιδιάρικα. «Να σου πω ρε Τέλη…» «Έλα» «Τελικά με αυτό το θέμα της Μακεδονίας, ποιος έχει δίκιο;» «Ρε φίλε» είπα εγώ σκάζοντας στα γέλια «Πραγματικά δεν έχω ιδέα πλέον» Ο σύντροφος μου όμως επέμενε. «Αν έπρεπε να πεις ότι έχει δίκιο κάποιος, ποιόν θα διάλεγες;» «Θα έλεγα ότι η Μακεδονία ανήκει στο Θεό» είπα πολύ σοβαρά. «Ωραία!» είπε ο βάτραχος που αγαπούσα και πετάχτηκε προς το σκοινί που έθετε την καμπάνα σε λειτουργία. «Ας τον ρωτήσουμε κι αυτόν μια γνώμη, τι λες;» μου είπε κρατώντας το από την άκρη. Στην αρχή μου φάνηκε κακή ιδέα, ίσως και να φοβήθηκα λίγο. Έπειτα είπα: «Δε γαμιέται, εδώ που φτάσαμε…». Σηκώθηκα απ’ τη θέση μου και κράτησα και εγώ το σκοινί της καμπάνας. Το επόμενο δευτερόλεπτο το τραβούσαμε ταυτοχρόνως μαζί. Οι μελωδίες του Αγίου Δημητρίου ακούγονταν σε όλη τη Σαλονίκη και το βατραχάκι που αγαπούσα ακουμπούσε το κεφάλι του στοργικά στους ώμους μου απολαμβάνοντας τις μαζί μου. Ήμουν πολύ ευτυχισμένος και ούτε που μπορούσα να φανταστώ εκείνη τη στιγμή πως ενώ εμείς ακούγαμε απλές μελωδίες καμπάνας, όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός της πόλης άκουγε κάτι διαφορετικό… πως μου είπανε ότι πήγαινε… κάπως έτσι: Денес над Македонија се раѓа, ново сонце на слободата! Македонците се борат, за своите правдини! Македонците се борат, за своите правдини! Не плачи Македонијo мајко мила, Крени глава гордо, Високо, Старо, младо, машко и женско, На нозе се кренало! Старо, младо, машко и женско, На нозе се кренало! Одново сега знамето се вее, на Крушевската република! Гоце Делчев, Питу Гули, Даме Груев, Сандански! Гоце Делчев, Питу Гули, Даме Груев, Сандански! Горите македонски шумно пеат, нови песни, нови весници! Македонија слободна, слободно живее! Македонија слободна, слободно живее!

H κρυφή καταδίωξη (Σίλουαν Κ.)

1 Είμαστε ντετέκτιβ. Στα 60 δευτερόλεπτα της Αγωνίας στεκόμαστε πίσω απ’τον ιδρώτα, πίσω απ’το τρέμουλο των χεριών, κάτω απ’την καρδιά που πάλλεται μανιασμένη. Είμαστε ντετέκτιβ και δεν δεχόμαστε τα προφανή ως δεδομένα. Τα 60 δευτερόλεπτα της Αγωνίας είναι απλώς το πεντανόστιμο τυρί της φάκας, την ωρα που η Πραγματικότητα βρισκεται κρυμμένη πίσω απ’την μωβ κουρτίνα. Ο ήχος του πιάνο φτάνει στις πιο υψηλές νότες και έπειτα χάνεται στο σκοτεινό δάσος. Ευτυχώς δεν είμαστε μόνοι, η Εμπειρία μας βοηθάει. Είναι το μοναδικό μας όπλο, το άλογο που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει. Τα φώτα μιας κάντιλακ πέφτουν στο σκοτεινό δρόμο και η Εμπειρία στέκεται εκεί ακλόνητη ως φακός της αφόρητης Πραγματικότητας. Οι λέξεις με την βοήθεια της αποκτάνε βάθος, η αμφιβολία γίνεται μια κατεύθυνση, το ίδιο και ο φόβος. Η γλώσσα αισθάνεται την ολοκλήρωση της, η Αλήθεια φανερώνεται σαν φωτιά. 2 Είμαστε ντετέκτιβ και η μωβ κουρτίνα ξεθωριάζει αφού πρώτα πέσουμε στο έδαφος σφαδάζοντας. Η Εμπειρία είναι ο αδερφός μας απ’την κόλαση και ο μοναδικός δρόμος προς την διελευκανση του Εγκλήματος. Απ’τον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας ακούγεται 1 ψίθυρος: οι ντετέκτιβ πρέπει να σκάψουν με ψυχραιμία και οργάνωση. Οι σπασμωδικές κινήσεις βοηθάνε τον Εχθρό, σηκώνουν χώμα που τον κρύβει. Το μωβ γίνεται παχύ κόκκινο και η Πραγματικότητα χαχανίζει γεμάτη αυταρασκεια. Η Εμπειρία μας καλεί να φανούμε γενναίοι: τo πτώμα θα ξεβραστεί μόνο του στην στεριά αρκεί να πιέσουμε με όλη μας την δύναμη. Η Εμπειρία θα σταθεί δίπλα μας αρκεί να την αγαπήσουμε. Έτσι λοιπόν εγκαταλείπουμε τα σπίτια μας, τις δουλειές, τις πατρίδες μας. Στεκόμαστε κάτω απ’τον απέραντο ουρανό και βρεχόμαστε απ’την ηλεκτρική καταιγίδα. Εγκαταλείπουμε τα όρια για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στο καθήκον. Τότε η Εμπειρία μας ευγνωμονεί και τραντάζει τα δάχτυλα μας ακόμα και όταν συλλαμβάνουμε 1 διαστημικό καουμπόι. Η μωβ κουρτίνα της ομίχλης διαλύεται, το πτώμα κυλιέται στις πέτρες. Καρδιές τυλιγμενες με ατσάλι αντέξτε! 3 Είμαστε ντετέκτιβ. Στο σκοτεινό δωμάτιο δεν προχωράμε ψηλαφώντας. Βαδίζουμε με την σιγουριά ενός τυφλού, γνωρίζουμε τα πόμολα, τα έπιπλα, τις απρόσμενες παγίδες. Βαδίζουμε προς την Αποκάλυψη παρά τις φωνές που την αρνούνται. Βουτάμε στο πηγάδι της αβύσσου, γνωρίζοντας πως αυτό δεν είναι αρκετό. Η Εμπειρία μας καθοδηγεί. Οι ντετέκτιβ αντιλαμβάνονται πως ο μοναδικός ρεαλισμός είναι ο βιωμένος. Τα στοιχεία καταγράφονται με προσοχή: είναι χειμώνας και η Πραγματικότητα πίνει κονιάκ σε 1 μπαρ. Τα χνώτα της βρωμάνε. Ο Ντετέκτιβ ξαναδιαβάζει το χαρτί με προσοχή και δε χάνει ούτε λεπτό. 1000 χαρακιές απλώνονται στο μέτωπο του, όμως πλέον βρίσκεται πιο κοντά: η Ζωή πέφτει πολύ βαριά στους ωμούς του, παρ’ολα αυτά αντιστέκεται σαν λύκος. Η Πραγματικότητα ουρλιάζει φοβισμένη, την ώρα που ο ντετέκτιβ σπάει με μια κλωτσιά την πόρτα του μαγαζιού. . 4 Είμαστε ντετέκτιβ και φτύνουμε στην μούρη τον ρεπόρτερ. Μας είναι άχρηστος και είναι επικίνδυνος, γιατί διαστρέφει την Ζωή προς την Απλότητα. Μπλέκεται στα πόδια μας και μας εμποδίζει. Εμείς του λέμε: η Απλότητα είναι 1 ψέμα φορτωμένο με ένοχες. Η Απλότητα είναι η άμυνα των φοβισμένων και εμείς παλεύουμε να εκτεθούμε. Μια αυτονόητη μωβ κουρτίνα, ένας αόρατος θάμνος. Ο δήθεν ρεαλισμός της καταγραφής, είναι μια γαμημένη διαδήλωση από ζόμπι. Η Πραγματικότητα καταφέρνει να ξεφύγει, όμως η Εμπειρία μας δίνει 1 γερο χαστούκι και μας υπενθυμίζει: οι ντετέκτιβ δε δέχονται το μακιγιάζ του δολοφόνου, αποκλείουν την μηχανική του συναισθήματος. Οι συμβάσεις ξεπερνιούνται μονάχα με την βοήθεια του πιστού μας φίλου. Η μεγάλη υπέρβαση μυρίζει αίμα, και αλκοόλ και σπέρμα και ανάσα μιας καταδίωξης μέσα στην χειμωνιάτικη πόλη. Είμαστε ντετέκτιβ και πρέπει να σκάψουμε, να σκάψουμε με οργάνωση και ψυχραιμία. Στη μέση διασταυρωμένων πυρών. Στο μέτωπο. 5 Είμαστε ντετέκτιβ και γνωρίζουμε πως ο δολοφόνος είναι γεμάτος από κόλπα αντιπερισπασμού: το Όνειρο μας σαγηνεύει, όμως εμείς γνωρίζουμε πως είναι μια ακόμη φλούδα. Ο δολοφόνος το χρησιμοποιεί για να μας κάνει να χαθούμε, όμως εμείς το εκμεταλευομάστε όπως μπορούμε. Τίποτα δε πάει χαμένο. Το Όνειρο δεν είναι εχθρός μας, αλλά 1 στοιχείο, 1 βοηθητικό καθρεφτάκι. Βρίσκεται εκεί αλλά από μόνο του μας κάνει να ξερνάμε με την υποκρισία του. Πρέπει να το καλοπιάσουμε, να το βασανίσουμε, να το κάνουμε να μαρτυρήσει. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε πως εκείνο δεν είναι ο δολοφόνος, πως εκείνο την ώρα του φόνου κοίταζε μέσα απ’την κλειδαρότρυπα. Ένας μάρτυρας είναι το Όνειρο, ένας μάρτυρας! Πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε με εξυπνάδα και σύνεση, πρέπει να το αφήσουμε εκεί ως κομμάτι του σκηνικού. Πρέπει να το καταγράψουμε με δυσπιστία. 6 Είμαστε ντετέκτιβ και ο δολοφόνος σύντομα θα βρίσκεται στα χέρια μας. Μια μελαχρινή χορεύει στο γκρουβ μπιτάκι και το μυστήριο τρυπώνει στον κώλο μας. Δεν έγινε αυτό και εκείνο, δεν έγινε ούτε το άλλο. Ο περιπλανώμενος ντετέκτιβ που αιμορραγεί, βυθίζεται στην άσφαλτο χαμογελώντας. Κρατάει το χέρι της όμορφης γυναίκας και ψελλίζει 1 ακόμη στοιχειό.

Το νησί των προβάτων (Άλεξ Κοάν)

Όταν μπήκε εκείνο το καλοκαίρι είχα ήδη αποφασίσει πως θα έφευγα μερικές μέρες για ένα ταξιδάκι. Δεν ήταν ότι ένιωθα σκασμένος ή ότι έπρεπε οπωσδήποτε να ξεφύγω απ’ τη φρίκη της πόλης ή κάτι παρόμοιο. Εξάλλου, είχα μόλις ένα μήνα που χα επιστρέψει στην Αθήνα, μετά από περίπου έξι μήνες σπουδών στην ξενιτιά. Βέβαια εντάξει, κι αυτός ο ένας μήνας ήταν αρκετός για να παίζουν και αυτά που προανέφερα, μα η αλήθεια είναι ότι αυτό το σκάσιμο κι αυτή η τάση να ξεφύγω είναι ούτως ή άλλως η συνηθισμένη μου κατάσταση, οπότε όχι, δε μπορώ να πω πως έπαιξαν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην απόφασή μου. Απλά, μιας και είχα την οικονομική άνεση (ευχαριστώ, πατέρα) και δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω, τότε γιατί όχι; Εξάλλου πάντα μου αρέσαν τα ταξίδια – όπως φαντάζομαι και στον περισσότερο κόσμο – κι όποτε μου δινόταν η ευκαιρία μάζευα το σάκο μου και την έκανα απ’ την πίσω πόρτα. Ήθελα να διαλέξω κάποιον σχετικά άγνωστο και, όσο γινόταν, εξωτικό προορισμό. Όσο λιγότεροι τουρίστες τόσο το καλύτερο. Κι αυτό όχι μόνο λόγω της αγοραφοβίας μου και της απέχθειας που τρέφω γι’ αυτό το ανθρώπινο υποείδος των τουριστών, μα επίσης και γιατί ήθελα να το παίζω ψαγμένος και αλτέρνατιβ στα γκομενάκια. Το να πεις ότι πήγες στο Παρίσι σίγουρα θα σηκώσει κάποια βλέμματα και θα εγείρει κάποιες ερωτήσεις του τύπου “πώς ήτανε;” ή “πώς πέρασες;” ή ακόμα και “τι έκανες εκεί;”, μα το να πεις ότι πήγες πχ στο Ελ Σαλβαδόρ σημαίνει αυτόματα τουλάχιστον τις διπλάσιες ερωτήσεις. “Που είναι αυτό;” “Πώς πήγες εκεί;” “Και τι συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα;” “Γιατί διάλεξες να πας εκεί;” “Ισχύει ότι μέχρι πρόσφατα είχανε εμφύλιο;” κλπ. Οπότε, εκτός από τα τετριμμένα, σου δίνεται και η ευκαιρία να αναπτύξεις τις ιστορικές/ γεωγραφικές/ πολιτικές σου γνώσεις. Τελοσπάντων, δεν πήγα στο Ελ Σαλβαδόρ, μου έπεφτε κομμάτι μακριά. Έψαξα στο χάρτη και βρήκα ένα νησάκι στον Ατλαντικό, λίγο έξω απ’ την Πορτογαλία, με το παράξενο όνομα “Isle des ovejas” (Νησί των Προβάτων). Το γκούγκλαρα και βρήκα πως επρόκειτο περί ενός μικρού νησιού με πληθυσμό γύρω στις 30 χιλιάδες νοματαίους, που τυπικά άνηκε στην Ισπανία, μα το διεκδικούσε κι η Πορτογαλία, και ουσιαστικά ήταν αυτοδιοίκητο, με δικιά του κυβέρνηση. Επίσης, το όνομα του το είχε πάρει, προφανώς, απ’ τον τεράστιο πληθυσμό προβάτων που υπήρχε στο νησί – τα πρόβατα ήταν περίπου εφταπλάσια απ’ τους ανθρώπους. Ωραία ως εδώ. Κατέβηκα λίγο πιο κάτω και διάβασα για το πυρηνικό ατύχημα του 1979. Θα μου πεις, πυρηνικά σ’ ένα τόσο μικρό νησάκι; Και όμως, η Ισπανία λέει είχε εγκαταστήσει εκεί το πρώτο της εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας το 1965. Οι λόγοι δεν ήταν μόνο η απομακρυσμένη θέση του νησιού και ο μικρός πληθυσμός του, μα και το γεγονός ότι ήθελε να εδραιώσει πως το νησί της ανήκει για να αποφύγει τυχόν επεισόδια με την Πορτογαλία, και να δημιουργήσει και το αίσθημα της Ισπανικής εθνικής ταυτότητας στους κατοίκους δίνοντας τους θέσεις εργασίας. Πριν απ’ αυτό, οι μόνες δουλείες που υπήρχαν ήταν αυτή του βοσκού κι αυτή του ψαρά και τίποτε άλλο – αφού ακόμα κι ο τουρισμός ήταν τελείως υποανάπτυκτος, ούτε καν οι ίδιοι οι Ισπανοί δεν πήγαιναν εκεί. Το 1979 λοιπόν, κατά τη διάρκεια μιας δοκιμής, έγινε μια έκρηξη σ’ έναν απ’ τους αντιδραστήρες. Η καταστροφή, για κάποιο επιστημονικό λόγο που δεν πολυκατάλαβα, ήταν πολύ μικρότερη από άλλες αντίστοιχες όπως αυτή του Τσέρνομπιλ, και οι νεκροί ήταν πολύ λίγοι σε σχέση με όσους θα περίμενε κανείς – περίπου το ένα τρίτο του προσωπικού και μερικές κατοστάρες πρόβατα που βόσκανε στην περιοχή. Μετά τα κλασσικά, η περιοχή εκκενώθηκε, οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού φύγανε, και διάφορες ομάδες Ισπανών επιστημόνων κατέφθασαν για να κάνουν μια αποτίμησή του μεγέθους και των αιτιών του ατυχήματος. Παραδόξως, ανακοίνωσαν πως το νησί ήταν ασφαλές – η ραδιενέργεια που εκκρίθηκε στην ατμόσφαιρα ήταν ελάχιστη, οι άνθρωποι και τα ζώα δεν διατρέχανε κανένα κίνδυνο υγείας, και ακόμα και οι εκτάσεις μπορούσαν να καλλιεργηθούν (ή καλύτερα, να βοσκηθούν). Οι περισσότεροι κάτοικοι λοιπόν γύρισαν πίσω μέσα σε δυο μήνες. Οι επιστήμονες όμως είχαν κάνει λάθος. Λίγο καιρό αργότερα αναπτύχθηκαν τα πρώτα συμπτώματα μιας πυρηνικής μετάλλαξης που θα έπληττε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Αρχικά, μερικοί απ’ τους εργάτες, άντρες και γυναίκες, που είχαν σωθεί άρχισαν να εμφανίζουν τριχοφυΐα σε περίεργα μέρη του σώματος, όπως στην πλάτη, στην κοιλιά, στα μπούτια κλπ. Με τον καιρό, όλο τους το κορμί άλλαζε. Έβγαζαν ουρά, οι πατούσες κι οι παλάμες τους γίνονταν σαν οπλές μηρυκαστικού ζώου, οι τρίχες όλο και αυξάνονταν και ασπρίζανε και γινόντουσαν μπούκλες. Μόνο το κεφάλι τους και καμιά φορά κάποιο άλλο άκρο, κάποιο χέρι ή κάποιο πόδι, παρέμενε ανθρώπινο. Το μυαλό τους δούλευε κανονικά, μιλούσανε και είχανε συνείδηση και όλα, μα που και που, χωρίς κανέναν λόγο, έβγαζαν κάτι μουγκρητά σα να βελάζουνε. Είχαν μετατραπεί σε προβατάνθρωπους. Σε λίγα χρόνια, γύρω στους δυο χιλιάδες ανθρώπους είχαν προσβληθεί απ’ αυτήν την περίεργη μετάλλαξη – όχι μόνο οι εργάτες. Η κυβέρνηση της Ισπανίας πρότεινε μερικές ακραίες λύσεις, όπως πχ η ευθανασία ή ο εγκλεισμός σε ψυχιατρικά και ιατρικά κέντρα για μελέτη, μα τα όντα αυτά που είχαν ακόμα ανθρώπινη συνείδηση προφανώς δεν το δέχτηκαν. Και ούτε οι υπόλοιποι κάτοικοι του νησιού το δέχτηκαν, γιατί παρ’όλο που είχαν φρίξει με το θέαμα αυτών των πλασμάτων, αναγνώριζαν ότι επρόκειτο για τους ίδιους ανθρώπους που γνωρίζαν τόσα χρόνια, τους συγγενείς τους, τους φίλους τους. Η Ισπανία υποχώρησε. Σύντομα ανακαλύψανε πως το πρόβλημα ήταν ακόμη μεγαλύτερο, διότι αυτά τα πλάσματα μπορούσαν και να αναπαραχθούν – μεταξύ τους βέβαια μόνο. Η στείρωση που προτάθηκε έφερε και πάλι ακραίες αντιδράσεις, κι έτσι αποφασίστηκε να γίνεται μόνο με συναίνεση του μεταλλαγμένου. Οι μισοί περίπου το δέχτηκαν και στειρώθηκαν, μα το πρόβλημα παρέμενε. Παιδιά γεννιόντουσαν μισά πρόβατα-μισά άνθρωποι, κι έπειτα δεν είχαν τίποτα να κάνουν εκτός απ’ το να ζητιανεύουν για να ζήσουν, αφού παραγωγικά ήταν εντελώς άχρηστα και δε μπορούσαν σε καμία περίπτωση να δουλέψουν. Ο μέσος όρος ζωής αυτών των ανθρώπων ήταν γύρω στα είκοσι χρόνια, μα και πάλι απ’ τη στιγμή που συνεχίζανε να αναπαράγονται ο πληθυσμός τους δεν μειωνόταν. Αντιθέτως, κατά περιόδους αυξανόταν, φτάνοντας στο ζενίθ στις αρχές του 2002, όταν ο πληθυσμός τους έφτασε σχεδόν τις τέσσερις χιλιάδες. Εκείνο το καλοκαίρι που πήγα εγώ υπολογίζονταν στις τρισίμησι χιλιάδες. Ε, σκέφτηκα αφού τα χα διαβάσει όλα αυτά, αν αυτό δεν είναι ένα μέρος που αξίζει να επισκεφτώ, τότε ποιο είναι; Έκλεισα τα φτηνότερα εισιτήρια – γενικά όλα ήταν φτηνά μιας και δεν πήγαινε παρά ελάχιστον κόσμος στο νησί – ετοίμασα το σακίδιο μου και μετά από μια βδομάδα ξεκίνησα κατά κει. Αθήνα-Μαδρίτη, Μαδρίτη-Βίλα Τράνκα (η πρωτεύουσα του νησιού). Κατέβηκα απ’ το μικρό αεροπλάνο και βγήκα έξω απ’ το αεροδρόμιο, πήρα μια τζούρα καθαρό αέρα κι έστριψα τσιγάρο. Πανέμορφο τοπίο. Μπροστά μου απλώνονταν μερικοί καταπράσινοι λόφοι γεμάτοι ζωή (και πρόβατα), δεξιά μου αχνοφαινότανε μια καταπράσινη σα σμαράγδι θάλασσα και γύρω της, πάνω σε χρυσαφένια άμμο, ένα σωρό φοίνικες, κι αριστερά μου μια μικρή γλυκούλα πόλη, σα χωριουδάκι, ανισόπεδη και με μικρά, πολύχρωμα σπιτάκια. Από κεινη την κατεύθυνση με πλησίασε και το πρώτο προβατόμορφο πλάσμα, και πίσω του καμιά δεκαριά άλλα τέτοια να πηγαίνουν σε όποιον απ’ τους λιγοστούς τουρίστες βλέπανε. Είχα δει κάτι φωτογραφίες, μα το να το βλέπεις από κοντά είναι τελείως άλλη εμπειρία. Φρικτό και σιχαμένο, μες στη βρώμα, περπάταγε στα τέσσερα παρ’ όλο που το δεξί του χέρι ήταν ανθρώπινο. Η φάτσα του ήταν γλοιώδης και παράξενη, ανθρώπινη μεν μα τόσο άσχημη που δε μπορούσα καν να την κοιτάω. Φαινόταν πρόωρα γερασμένη, μα και πάλι μπορούσα να καταλάβω ότι δεν ήταν πάνω από 15 χρονών. Τα δόντια του ήταν κατακίτρινα ή και μαύρα, η μύτη του πλακουτσωτή σα σπασμένη, τα χείλη του μικρά και ξερά. Άπλωσε το χέρι του, βέλασε και είπε κάτι σε μια διάλεκτο ισπανοπορτογαλική. Δεν είμαι βέβαιος τι ακριβώς ήταν αυτό που ψέλλισε, μα σίγουρα κάτι σε στυλ “μπεεε, δώσε κανά ευρώ να φάω.” Κούνησα το χέρι για να του δείξω ότι δεν είχα, και κατευθύνθηκα προς το μοναδικό ταξί που περίμενε. Μπήκα μέσα και είπα στον ταρίφα το όνομα της παραλίας που θα κατασκήνωνα, τουλάχιστον γι’ απόψε. Χαμογέλασε και ξεκίνησε. «Πρώτη φορά στο νησί μας;» με ρώτησε. Μιλούσε κάτι κουτσοαγγλικά – και κάτι κουτσογαλλικά όποτε χρειαζόταν – και μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. «Ναι, πρώτη.» «Α, ωραία! Θα το λατρέψεις! Είναι υπέροχο, με τα βουνά, τη θάλασσα, τις παραλίες! Το πιο όμορφο νησί στον κόσμο… Από που είσαι;» «Απ’ την Ελλάδα.» «Α, Ελλάδα! Δεν έχω πάει ποτέ. Πρέπει να χετε και κει ωραία νησιά όμως, ε;» «Ε, έχουμε, σίγουρα.» «Πώς είναι τα πράματα στην Ελλάδα; Εννοώ, ξέρεις, με την οικονομία κι όλ’ αυτά.» «Ε… πώς να ναι; Κάθε φέτος και χειρότερα.» «Έτσι ε; Πφφ, τι να πεις; Αυτή η Γερμανία σας έχει διαλύσει.» «Ναι, ντάξει…» «Και όχι μόνο εσάς. Όλη την Ευρώπη. Ακόμα κι εμείς κρίση έχουμε. Τα τελευταία χρόνια είναι πολύ χειρότερα απ’ ότι παλιότερα. Αλλά εντάξει, τι να κάνεις; Θα περάσει και αυτό. Εμείς εδώ εξάλλου δε θέλουμε πολλά, ζούμε και με τα λίγα. Είμαστε απλοί άνθρωποι.» «Ναι, το φαντάζομαι…» Περίμενα να πει κάτι και για τους προβατανθρώπους, κάποιο σχόλιο, κάτι, αλλά δεν έγινε ποτέ, κι εγώ ντρεπόμουνα να τον ρωτήσω. Δε φαινόταν όμως να το κρύβει, να μη θέλει να το πει για να μη δυσφημίσει το νησί του. Απλά δεν του περνούσε καν απ’ το μυαλό ως κάτι αξιοσημείωτο. Γι’ αυτούς η κατάσταση ήταν έτσι εδώ και τόσα χρόνια και δεν τους φαινόταν πια και τόσο περίεργο. Ο ταξιτζής μου πρότεινε εντωμεταξύ και κάποια μέρη να επισκεφτώ – χωρίς βέβαια να τον έχω ρωτήσει. Κάτι φαγάδικα, κάτι μνημεία, κάτι μπαρς και τέτοια. Κι επίσης ένα ξενοδοχείο, μα του είπα ότι θα κάνω κάμπινγκ και τότε μου πρότεινε ένα οργανωμένο. Τελοσπάντων, φτάσαμε στην παραλία, τον πλήρωσα, κατέβηκα και έφυγε. Στην παραλία είχε λίγους λουόμενους, μα, ευτυχώς, ούτε έναν προβατάνθρωπο. Έστησα τη σκηνή κάπου λίγο απόμερα και την άραξα. Είχανε περάσει δυο μέρες, χωρίς τίποτα το αξιόλογο πέρα από κάτι βόλτες στην πρωτεύουσα κι ένα χωριουδάκι (συνοδευόμενο από καμιά δεκαριά προβατανθρώπους που χαν συρθεί πάνω μου να μου πουν την ιστορία τους και τελικά να με παρακαλέσουν για ψιλά, χωρίς αποτέλεσμα) κι είχε έρθει επιτέλους η ώρα για ένα σωστό ξενύχτι στη Βίλα Τράνκα. Το βραδάκι λοιπόν φόρεσα τα καλά μου και ξεκίνησα για πόλη. Ήταν περίπου ένα σαραντάλεπτο με τα πόδια, αλλά ντάξει, δεν υπήρχε λόγος να χρυσοπληρώσω όλους τους ταρίφες του νησιού (τρεις-τέσσερις δηλαδή, έστω). Έφαγα ένα παραδοσιακό φαστφούντ, – ένα πράμα που έμοιαζε με τάκος ψαριού, καλό ήταν – έκανα μια βόλτα στην πόλη μέχρι να μπει για τα καλά η νύχτα, κι έπειτα τράβηξα για το πρώτο τυχαίο μπαρ που βρήκα. Δεν ξέρω αν το χετε κάνει ποτέ, αλλά κατά κανόνα το να πηγαίνεις μόνος σου σε άγνωστο μπαρ, αν είσαι άντρας ειδικά και μάλιστα αντικοινώνας σαν εμένα, είναι απ’ τα πιο καταθλιπτικά πράματα που μπορείς να κάνεις. Κάθεσαι, στη μπάρα αν έχει θέση, παραγγέλνεις, πίνεις, κοζάρεις τους θαμώνες κι ελπίζεις ότι θα έρθει κανας μεθυσμένος να σου μιλήσει ή ότι θα σκάσει κάποια γκόμενα μόνη της να πας να την κεράσεις κανά σφηνάκι. Συνήθως δε συμβαίνει τίποτα απ’ τα δυο. Στην καλύτερη μπορεί να σου πιάσει την κουβέντα ο μπάρμαν, κι αυτό περισσότερο γιατί σε λυπάται που σαι έτσι μόνος παρά γιατί του φάνηκες τυπάκι ενδιαφέρον ή γιατί είναι μεθυσμένος κι έχει όρεξη να γνωρίσει κόσμο. Όχι, ο μπαρμάν μπορεί να πίνει, μα σχεδόν ποτέ δε μεθάει. Γι’ αυτό και η κουβέντα μαζί του μπορεί να είναι εξίσου θλιβερή με τη μοναξιά σου, και συνήθως δεν κρατάει πάνω από δυο λεπτά. Στην περίπτωση μου τουλάχιστον κράτησε λίγο παραπάνω, κι αυτό γιατί πάντα βρίσκεις κάτι να πεις με κάποιον ξένο. Τον ρωτάς από που είναι, πώς είναι η χώρα του, πώς βρέθηκε εδώ κλπ. Στο τέταρτο μπαρ που πήγα μπήκα αποφασισμένος να πιω μια τελευταία μπύρα και να φύγω για την καβάτζα μου στην παραλία. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχαν και πολλά ακόμα μπαρς στην περιοχή, νομίζω μόνο άλλα δυο κι ένα κλαμπ – και σε κλαμπς εγώ δεν πάω. Μα όπως λέει και το κλισέ, η μοίρα παίζει παράξενα παιχνίδια. Κάθισα στη μπάρα και παρήγγειλα, ο μπάρμαν γέμισε το ποτήρι απ’ το βαρέλι και μου το δωσε. Ήπια μια γουλιά. Γύρισα το κεφάλι μου. Λίγο παραδίπλα στεκόταν μια μικρή παρέα με δυο τύπους και μια κοπελίτσα. Θα ταν πάνω κάτω στην ηλικία μου και οι τρεις τους. Η κοπελίτσα ήταν μια πετίτ, αιθέρια ύπαρξη με υπέροχα κατάμαυρα μαλλιά, αφέλειες, και κάτι μεγάλα, καστανά μάτια. Το δέρμα της ήταν ολόασπρο, μα και πάλι ακτινοβολούσε με μια μεσογειακή τσαχπινιά. Δε μπορώ να περιγράψω ακριβώς τα χαρακτηριστικά των Ισπανίδων, μα σίγουρα θα αναγνώριζα την εθνικότητα της ακόμα κι αν την έβλεπα να περπατάει στην Αθήνα. Φορούσε ένα στενό αμάνικο που σχημάτιζε υπέροχα το στήθος της, κι ένα φαρδύ, γκρι παντελόνι, χιπχοπάδικο στυλ. Την χάζευα αρκετή ώρα, και κάποια στιγμή με πρόσεξε και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν και μου σκασε ένα πλατύ χαμόγελο. Πήγα να ανταποδώσω, μα κατάφερα μόνο έναν αμήχανο μορφασμό που δε νομίζω ότι έμοιαζε και τόσο με χαμόγελο, και γύρισα απότομα και ντροπαλά το κεφάλι μου απ’ την άλλη. Έπινα τη μπύρα αργά, που και που κοιτούσα πάλι προς το μέρος της και την έπιανα καμιά φορά να με κοιτάει κι αυτή, μα δεν τόλμησα να κάνω κίνηση. Η μπύρα σχεδόν τελείωνε κι είχα ήδη βγάλει και μετρούσα τα ψιλά μου να πληρώσω. Ο μπάρμαν ήρθε προς τα μένα χαμογελώντας, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν αυτό το κακό χαμόγελο της λύπησης. Όχι, φαινότανε αυθεντικό. Μου πιασε κουβέντα, με ρώτησε από που ήμουνα. «Απ’ την Ελλάδα;! Τι λες ρε φίλε; Πρώτη φορά βλέπω Έλληνα στο νησί. Έλα, πάρε άλλη μια μπύρα, κερασμένη από εμένα. ΕΕΕ, ΠΑΙΔΙΑ,» φώναξε στα ισπανικά, «ΑΥΤΟΣ ΕΔΩ Ο ΤΥΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!» Αμέσως τότε κάμποσοι μεθυσμένοι τρεκλίσανε και ήρθαν προς το μέρος μου, φωνάζοντας και κάνοντας μου ερωτήσεις τη μια μετά την άλλη – μισές στα ισπανικά, μισές στ’ αγγλικά. Προσπαθούσα ν’ απαντάω σ’ όσες μπορούσα, μα τις περισσότερες δεν τις καταλάβαινα καν. Σύντομα πλησίασε και η κοπελίτσα, μαζί με τον έναν τύπο απ’ την παρέα της. Έστρεψα κατευθείαν την προσοχή μου πάνω της και της χαμογέλασα – αυτή τη φορά κανονικά. Δε μου μίλησε αμέσως, ούτε αυτή ούτε ο φίλος της, περίμεναν λίγο να σπάσει ο κλοιός των μεθυσμένων. “ΕΕΕ, ΗΡΕΜΙΑ,” φώναξε ο μπάρμαν, “ΘΑ ΤΟΝ ΠΝΙΞΕΤΕ!” Σύντομα οι περισσότεροι με βαρέθηκαν και γυρίσαν στα τραπέζια τους. Η κοπελίτσα, ο φίλος της και άλλοι δυο άκυροι έμειναν δίπλα μου. Της έδωσα το χέρι μου. «Αλέξανδρος.» «Κάρμεν. Κι από δω ο φίλος μου, ο τάδε.» «Χάρηκα. Κάρμεν, ε; Πολύ πρωτότυπο ισπανικό όνομα.» Χαζογέλασε. Ο φίλος της μου είπε κάτι που δεν κατάλαβα, κι απάντησα “ναι.” «Από ποιο μέρος της Ελλάδας είσαι;» με ρώτησε η Κάρμεν. «Απ’ την Αθήνα. Αλλά η καταγωγή μου είναι από ένα νησί του Αιγαίου. Είμαι κι εγώ νησιώτης, δηλαδή.» «Αλήθεια; Ποιο;» «Κάρδαμος λέγεται, στα νότια, κοντά στην Αφρική. Είναι πανέμορφη.» «Αχ, το πιστεύω! Θα θέλα τόσο πολύ να έρθω στην Ελλάδα!» «Θα την λάτρευες, είναι υπέροχη χώρα. Ντάξει, η Αθήνα είναι λίγο σκατούπολη εδώ που τα λέμε, αλλά υπάρχουν τόσα άλλα όμορφα μέρη. Όπως η Κάρδαμος. Ντάξει, τραβάει και τα ζόρια της όπως θα χεις ακούσει τελευταία η όλη χώρα, αλλά και πάλι. Είναι πολύ όμορφη… Εσύ, από δω είσαι;» «Ναι, απ’ τη Βίλα Τράνκα.» «Και με τι ασχολείσαι, τι κάνεις;» «Διακοπές!” Χαζογελάσαμε κι οι δυο. “Τελείωσα πριν λίγο καιρό τις σπουδές μου στη Μαδρίτη και επέστρεψα.» «Τι σπούδαζες;» «Κοινωνιολογία… Ναι, και τώρα δεν ξέρω. Θέλω να φύγω, να ταξιδέψω, να γνωρίσω τον κόσμο, να γυρίσω όλες τις χώρες.» «Ουφ, άρα σιγά σιγά πρέπει να ετοιμάζεις βαλίτσες αν θες να προλάβεις…» Ούτε που κατάλαβα πόση ώρα συζητούσαμε έτσι περί ανέμων και υδάτων, γενικά κι αόριστα, για όνειρα και μέρη και φιλοσοφίες κι όλα τα ωραία. Εντωμεταξύ είχε σκάσει και ο δεύτερος τύπος της παρέας της, μα καθόταν λίγο πιο δίπλα με τον άλλον και τα λέγανε, και που και που σκουντούσανε την Κάρμεν και της λέγανε κάτι στα ισπανικά κι αυτή απαντούσε και γύριζε πάλι προς το μέρος μου. Ήθελα να τη ρωτήσω αν έπαιζε κάτι με κάποιον απ’ τους δυο (ή και τους δυο), αλλά ντρεπόμουν, και στην τελική δεν είχε και καμία σημασία, ήταν σαφές πως μόνο εγώ είχα την προσοχή της. «Με τα παιδιά θα πάμε σε λίγο στο κλαμπ,» μου είπε σε κάποια φάση. «Θες να ρθεις;» Σφίχτηκα λίγο, μα πώς μπορούσα ν’ αρνηθώ; «Εντάξει, όποτε θέλετε πάμε.» Και πήγαμε στο κλαμπ. Μαγκώθηκα όσο να ναι με τα φώτα και τις κακές, δυνατές μουσικές και με τον κόσμο (που ντάξει, εδώ που τα λέμε δεν ήταν και τόσος πολύς). Η Κάρμεν ήθελε να χορέψει, και της έκανα για λίγο το χατήρι και χόρεψα αμήχανα ως συνήθως, μα κάποια στιγμή την πήρα και πήγαμε στο μπαρ. Την κέρασα κάτι σφηνάκια τεκίλα, και μετά με κέρασε κι αυτή. Εντωμεταξύ οι τύποι που τανε μαζί της είχαν σπάσει και μας είχαν αφήσει επιτέλους μόνους. Πιάσαμε λίγο πάλι την κουβέντα, μα με τόση φασαρία εκεί μέσα δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, με το ζόρι άκουγα τι μου λεγε. Πήγαμε ξανά να χορέψουμε. Πριν καν το καταλάβω μ’ είχε πιάσει από το χέρι και βγαίναμε έξω από κεινη τη βαβούρα, έξω στους ήσυχους δρόμους της πόλης. Λογικά πηγαίναμε σπίτι της. Δεν άντεξα, την τράβηξα πάνω μου και κόλλησα τα χείλη μου στα δικά της σαν αφηνιασμένος. Ήθελα να τη ρουφήξω ολόκληρη. Γέλασε, μ’ έσπρωξε λίγο πίσω κι έτρεξε παιχνιδιάρικα μπροστά. «Περίμενε,» μου είπε, μα δε μπορούσα να περιμένω. Την ήθελα εδώ και τώρα. Περπάτησα γρήγορα πίσω της και την ξανατράβηξα, μα κείνη την ώρα πετάχτηκε ένας προβατάνθρωπος από ένα στενό και μπουσούλησε προς το μέρος μας να ζητιανέψει. Ξαφνιάστηκα και πήρα τα χέρια μου από πάνω της, κι εκείνη έβγαλε και του δωσε ένα ευρώ. «Εντάξει,» είπα μόλις έφυγε το άσχημο πλάσμα, «θα περιμένω.» Φτάσαμε στο σπίτι της, άνοιξε την πόρτα και με το που μπήκαμε την άρπαξα και την κόλλησα στον τοίχο. «Σςςς,» έκανε, «κοιμούνται οι γονείς μου.» Πήγαμε στο δωμάτιο της, και τώρα δε μπορούσε να μου ξεφύγει. Την έπιασα, τη φίλησα, με τράβηξε και πέσαμε στο κρεβάτι. Φιλιόμασταν για ώρα, χάιδευα το κορμί της απαλά και προσεχτικά έκανα να ξεκουμπώσω το παντελόνι της. «Κάτσε;» έκανε και με απώθησε ελαφρά. Το βλέμμα της σοβάρεψε. «Τι τώρα;» «Πρέπει να σου πω κάτι.» Την κοίταξα απορημένος. Μετά άρχισα να καταλαβαίνω. «Κάτι παίζει με κάποιον από κείνους τους τύπους, έτσι;» «Όχι, όχι, δεν είναι αυτό, τα παιδιά είναι απλά φίλοι μου.» «Αλλά;» «Αλλά… να…» «Πές το!» «Είμαι αλτερνάτε.» «Τι είσαι;» «Να… μεταλλαγμένη.» Ένιωσα λες και μου έπεσε μια μπάλα του μπόουλινγκ στο κεφάλι. «Θες να πεις ότι είσαι…» «Ναι.» «Είσαι δηλαδή…» «Αχά.» «Προβατάνθρωπος;» «Μη με λες έτσι!» «Όχι, συγγνώμη, δεν το ήθελα. Μα… Μα πώς; Αφού φαίνεσαι…» έψαξα να βρω τη σωστή λέξη. Δεν τη βρήκα. «Φαίνεσαι κανονική.» «Είμαι κανονική!» «Σε παρακαλώ, κατάλαβες τι θέλω να πω.» «Δε σου φαίνομαι για κανονική;» «Μα μου φαίνεσαι, γι’ αυτό είμαι μπερδεμένος.» «Να, έχω μια ουρίτσα.» «Ουρίτσα;» «Ναι.» «Να δω;» Γύρισε, κατέβασε λίγο το παντελόνι της και μου έδειξε. Ήταν μια μικρή, άσπρη, φουντωτή ουρά. Πώς σκατά δεν την είχα προσέξει όλο το βράδι; Όσο φαρδύ κι αν είναι ένα παντελόνι, πώς διάολο μπορεί κάποιος να κρύψει μια ουρά; Πάντως, θα μπορούσες να την πεις και γλυκούλα, μα εκείνη τη στιγμή δεν το σκέφτηκα έτσι. «Κι επίσης,» συνέχισε, «η μια μου πατούσα είναι σαν οπλή.» Έβγαλε τη μπότα της και τα μπαμπάκια και τους πάτους που τη στηρίζανε στο πόδι, έβγαλε και την κάλτσα και μου έδειξε την οπλή της. Πρέπει να τανε πολύ άβολο να κυκλοφορεί έτσι, μ’ ένα παπούτσι σε μια τέτοια πατούσα-οπλή. Το κοίταγα για κάμποση ώρα, σκαλωμένος. Δεν ήξερα τι να πω. «Άμα θες μπορείς να φύγεις,» είπε τελικά η Κάρμεν. Να φύγω; Ήθελα να φύγω; Τι σκατά ήθελα, δεν ξέρω. Κι αν έμενα; Θέλω να πω… Ήμουν αρκετά μεθυσμένος (και αρκετά αγάμητος) ώστε να μη με νοιάζει και τόσο. Όχι, ντάξει, με ένοιαζε. Το μυαλό μου είχε κολλήσει στην οπλή και την ουρά της και δε μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Θεέ μου, πώς ήταν δυνατόν; Η Κάρμεν είχε σχεδόν αρχίσει να βουρκώνει. Λογικό, την κοιτούσα λες και έβλεπα κάποιο τέρας. «Εντάξει,» είπε, «φύγε, άντε!» Και τότε την άρπαξα και πάλι και την ξαναφίλησα. «Δε γαμιέται, είσαι πανέμορφη όπως και να χει.» Άρχισα να τη χαϊδεύω πάλι, μα ασυναίσθητα το χέρι μου έπεσε πάνω στην ουρά της. Πετάχτηκα, χωρίς να το θέλω, πίσω. «Απλά, να…» είπα προσπαθώντας να καλύψω την αμηχανία μου. «Εεε, έχεις ξαναπάει με… με…» «Με ‘κανονικό’;» «Ναι.» «Ναι, έχω ξαναπάει.» «Και…» «Μη φοβάσαι, δε θα πάθεις τίποτα.» Ξεροκατάπια. Θυμήθηκα πως δεν είχα μαζί μου καπότες. «Δεν έχω προφυλακτικό.» «Δεν έχεις;» «Όχι… και ξέρεις, να…» «Εντάξει, κατάλαβα.» «Όχι, άκουσε με, προσπάθησε λίγο να καταλάβεις τη θέση μου, πως νιώθω εγώ τώρα, τόσο μπερδεμένος.» «Καταλαβαίνω σου λέω.» «Πάω ν’ αγοράσω.» «Δεν υπάρχει τίποτα ανοιχτό τέτοια ώρα.» «Τίποτα;» «Τίποτα.» Τι επιλογές είχα; Τι να έκανα; Χωρίς προφυλακτικό; Όχι, αγάμητος μεν, αλλά δε μπορούσα να διανοηθώ καν να πάρω τέτοιο ρίσκο. Δεν υπήρχε περίπτωση. «Άκου,» είπα τελικά. «Χρειάζομαι λίγο χρόνο. Δε μπορώ να το κάνω χωρίς προφυλακτικό.» «Εντάξει, καταλαβαίνω. Εξάλλου, έχεις δίκιο.» «Αύριο.» «Αύριο;» «Ναι, αύριο. Αύριο το βράδι θα συναντηθούμε πάλι εδώ, στην πόλη. Θα πάμε για μερικές μπύρες, χαλαρά, και μετά θα ρθουμε πάλι σπίτι σου. Πες μου το κινητό σου.» Το γραψα και της έκανα αναπάντητη. «Θα φύγω τώρα.» «Εντάξει.» «Αύριο θα σε πάρω.» «Καλά.» «Αλήθεια λέω.» «Εντάξει. Αύριο;» «Ναι, αύριο βραδάκι.» «Εντάξει.» «Γειά.» «Γειά.» Έφυγα και κίνησα για την παραλία μου. Περπατούσα και σκεφτόμουνα όλα αυτά που είχα ακούσει, όλα αυτά που είχα δει. Τι παράξενη κι ετούτη η βραδιά. Ένιωθα απορημένος, μπερδεμένος, κουρασμένος, μεθυσμένος. Ένα ψυχολογικό και σωματικό ράκος. Θεέ μου, κι ήταν τόσο όμορφη! Τόσο όμορφη ρε πούστη μου. Κατάφερα κι έφτασα αλώβητος μέσα απ’ τα σκοτάδια στην παραλία και τη σκηνή μου. Μπήκα μέσα και ξάπλωσα, και ξαφνικά, ενώ οι ίδιες σκέψεις περνούσαν και ξαναπερνούσαν από το μυαλό μου, συνειδητοποίησα ότι έλειπε ο σάκος μου. Πετάχτηκα όρθιος κι έριξα λίγο φως με το φακό του κινητού μου. Ω ναι, ο σάκος έλλειπε, και μαζί του και όλα τα ρούχα που χα φέρει, τα τετράδια μου, τα βιβλία μου και κάμποσα χρήματα. Τουλάχιστον είχα προνοήσει και είχα καβατζώσει αρκετά στην τσέπη του παντελονιού μου, αρκετά για να βγάλω το φαγητό μου και μερικά πιοτά ακόμα, και δεν τα χα χάσει όλα – κι επίσης είχα μαζί μου και το διαβατήριο. Όλα τ’ άλλα μου τα πήρανε. Δε μπορούσα να το σκέφτομαι κι αυτό, δεν είχα τις αντοχές. Ξάπλωσα πάλι μέσα στον υπνόσακο, έκλεισα τα μάτια και κάποια στιγμή κοιμήθηκα. Το πρωί όταν ξύπνησα, χαλέος ακόμα από το χθεσινό μεθύσι, βρήκα πάνω στον πάτο της σκηνής κάτι σγουρές άσπρες τρίχες. Τι σκατά θα τα κάναν τόσα ρούχα αυτοί οι προβατόμορφοι μπάσταρδοι; Δυο μέρες αργότερα γυρνούσα Αθήνα. Δεν περίμενα ότι θα το πω – όχι τόσο σύντομα τουλάχιστον – μα μου χε λείψει. Απλά ήθελα να γυρίσω σπίτι και να τα ξεχάσω όλα. Αυτό το νησί ήταν μια σκέτη φρίκη και δεν ήταν τυχαίο που δεν πατούσε άνθρωπος. Τουλάχιστον γάμησα…

Πώς επέστρεψαν τα κοπάδια απ’ τα βοσκοτόπια τους. (Φώντας Φ.)

Ήταν ακόμα μια άσχημη μέρα για τον Φρόγκι, ετών 25 μεσήλικας Νεάντερνταλ που κατοικούσε σε μια σπηλιά στην κεντρική Ευρώπη μαζί με την οικογένεια του που αποτελούταν από αυτόν, την γυναίκα του Χμα και τις δυο του κορούλες Χαλά και Ιώ. Ο Φρόγκι ήταν ένας άνθρωπος, όσο άνθρωποι τέλος πάντων ήταν οι Νεάντερνταλ, πολύ κουρασμένος. Είχε δουλέψει σκληρά για να κερδίσει αυτή τη σπηλιά απ’ τα αγρίμια που την κατοικούσαν πριν από αυτόν κι όταν τέλος πάντων τα εξόντωσε και έφτιαξε απ’ το δέρμα τους πολύτιμα ρούχα για τους χειμώνες που μέλλονταν να ‘ρθουν, αποφάσισε να στήσει οικογένεια. Αυτό δεν ήταν βέβαια τόσο απλό. Στην εποχή των μακρινών προγόνων του, όπως του είχε εξιστορήσει ο πατέρας του, χτυπώντας τον παράλληλα με ένα μεγάλο κόκκαλο για να του το μάθει να φτιάχνει πήλινα αγγεία, κάπου στο 100.000 προ Χριστού (κανείς δεν ήξερε τι ήταν αυτός ο Χριστός αλλά όλοι τον περιμένανε για κάποιο λόγο) οι γυναίκες ήταν άφθονες, όπως τα χορτάρια στο χώμα και το σεξ ήταν τόσο εύκολο σα να πίνει κανείς νερό. «Θα ξανάρθουν αυτές οι εποχές μπαμπά;» είχε ρωτήσει ο Φρόγκι τον πατέρα του. «Ίσως στο μέλλον αγόρι μου, όταν παραδειγματιστεί κάποιος απ’ τους προγόνους μας!» «Μα γιατί δε το κάνουμε εμείς που τα έχουμε και πιο πρόσφατα;» «Γιατί πρέπει να περάσουμε πρώτα το στάδιο της δουλείας, της δουλοκτησίας και κυρίως γιατί δεν καίγομαι κιόλας. Έχουμε ήδη τη μάνα σου να πηδάω και να καθαρίζει τη σπηλιά, τράβα να βγάλεις έξω τις γίδες να βοσκήσουν τώρα!» Ο Φρόγκι λοιπόν που δεν έλαβε σωστή διαπαιδαγώγηση απ’ τη σπηλιά του ως προς το πώς να προσεγγίζει το άλλο φύλο, είχε θέμα να βρει σύζυγο. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν η γενικότερη μείωση του γυναικείου πληθυσμού. Νοτίως της κεντρικής Ευρώπης είχε κάνει την εμφάνιση του ένα νέο είδος νοήμον πιθήκου, ο λεγόμενος και «Χόμο-Σάπιενς». Οι Σάπιενς, αν και έμοιαζαν πολύ με τους πιθήκους της ράτσας του Φρόγκι ήταν πιο μικρόσωμοι, λιγότεροι μαλλιαροί και για να πατσίσουν για την έλλειψη αρρενωπότητας τους, πιο έξυπνοι. Επειδή καμιά γυναίκα ποτέ δεν θα τους ακολουθούσε μονάχα επειδή ήταν έξυπνοι, έκαναν επιθέσεις συνέχεια στους πληθυσμούς των Νεάντερταλ και απήγαγαν τα θηλυκά. Έτσι οι διαθέσιμες παρτενέρ είχαν μειωθεί πολύ και δεν έφταναν για όλους τους “συνανθρώπους” του Φρόγκι με αποτέλεσμα το ζευγάρωμα να εξελιχθεί σε ένα παιχνίδι τύπου «μουσικές καρέκλες». Συνήθως ο Φρόγκι έχανε. Έτσι τα πρώτα χρόνια της εφηβικής του ζωής είχαν κυλήσει πολύ μοναχικά. Όταν όμως μεγάλωσε αρκετά και βαρέθηκε να φροντίζει τις γίδες της οικογένειας, αποφάσισε να ζήσει μόνος του και να μαζέψει το δικό του κοπάδι. Κάθε μέρα ξεκίναγε με το πρώτο φως του ηλίου και οδηγούσε τις γίδες στο πιο κοντινό βοσκοτόπι. Το δειλινό τις οδηγούσε πίσω στη σπηλιά όπου κοιμόντουσαν όλοι μαζί. Έπειτα γνώρισε την Χμα. Η Χμα ήταν μια Νεαντερνταλίνα λίγο μικρότερη του Φρόγκι και αρκετά πιο όμορφη από αυτόν. Ήταν 13 χρονών όταν παντρεύτηκαν ενώ εκείνος στην ώριμη ηλικία των 15. Το ίδιο έτος απέκτησαν την πρώτη τους κόρη την Χαλά και τον αμέσως επόμενο χρόνο την Ιώ. Η καθημερινότητα του ζευγαριού δεν άλλαξε και πολύ. Η Χμα, συνέχισε τη ζωή που έκανε στη σπηλιά της οικογένεια της, πρόσεχε τα παιδιά, καθάριζε, μαγείρευε και καθώς ο σύζυγος της ήταν αρκετά πιο μαλθακός απ’ τον πατέρα της που τουλάχιστον είχε συμμετάσχει σε πολλές μάχες με τους Χόμο Σάπιενς, γκρίνιαζε ασταμάτητα απ’ το πρωί ως το βράδυ: «Πάλι βρώμικος είσαι…» «Είχα βγάλει τις γίδες να βοσκήσουν» «Όλοι οι άντρες βγάζουν τις γίδες να βοσκήσουν αλλά πηγαίνουν στο ποτάμι να πλυθούν μετά, μόνο εσύ γυρίζεις βρώμικος!» «Σου έχω εξηγήσει τόσες φορές ότι λερώνομαι επειδή σκάβω στο χώμα…» «Α, ναι… είχα ξεχάσει αυτή την τρέλα που έχεις, πρέπει να σταματήσεις να το κάνεις, εκτός του ότι λερώνεις τη σπηλιά συνέχεια, μας κουτσομπολεύουν οι γείτονες. Λένε ότι είσαι δαιμονισμένος, ότι έχεις γεννηθεί με αίμα γίδας μέσα σου και άλλα πράγματα που δε θέλω να πιστέψω για σένα Φρόγκι…» «Οι γείτονες είναι ηλίθιοι, θα έπρεπε να με ευχαριστούν γι’ αυτό που κάνω!» «Πού κλέβεις τους νεκρούς κάθε οικογένειας όποτε δε σε βλέπουν;» «ΜΑ ΤΟΥΣ ΤΡΩΝΕ! ΤΟΥΣ ΤΡΩΝΕ!» ούρλιαξε τώρα ο Φρόγκι με ειλικρινή αγανάκτηση στα μάτια του. «Και εσένα τι σε νοιάζει;» ρώτησε η Χμα «Δεν είναι δική σου δουλειά, σταμάτα να ανακατεύεσαι. Κι έπειτα τι άλλο να κάνανε; Χιλιάδες χρόνια τώρα τρώμε τους νεκρούς μας, τι πιο λογικό; Γιατί να πάει χαμένο το κρέας όταν μπορεί να θρέψει τόσα στόματα;» «Να κάτι τέτοια με κάνουν να σιχαίνομαι το είδος μας» είπε με στόμφο ο Φρόγκι «Ώρες ώρες σκέφτομαι μήπως έχουν δίκιο οι Χόμο-Σάπιενς που μας λένε τέρατα, μα όπως και να ‘χει είναι απαράδεχτο να τρως αυτούς που έζησες μαζί τόσα πράγματα, θα μπορούσες δηλαδή να με φας όταν πεθάνω;» «Με τίποτα, μου αρκεί που σε τρώω στη μάπα όσο ζεις!» είπε νευριασμένη η Χμα και συνέχισε «Και για να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία, συνέχισε να κάνεις τα παιχνιδάκια σου, αρκεί να μην κινδυνεύσουν τα παιδιά, η σπηλιά και οι γίδες μας. Κατά τα άλλα κλέβε όσα πτώματα θες και συνέχιζε να τα θάβεις πίσω από αυτόν τον λόφο που έχεις βρει και να καρφώνεις πάνω απ’ τους λάκκους που σκάβεις αυτά τα κλαδάκια που ανάθεμα κι αν ξέρει κανείς τι σημαίνουν…» «Εντάξει…» έκανε δειλά ο Φρόγκι κι σηκώθηκε να φύγει. «Πάντως!» είπε η Χμα «Μη νομίζεις πως δεν ξέρω ποιος σου έχει βάλει αυτές τις ιδέες στο κεφάλι, σε έχω δει πως την κοιτάς…σιγά που είχες εσύ “μεταφυσικές ανησυχίες” και τι σημαίνει τέλος πάντων μεταφυσικές ανησυχίες;» Ο Φρόγκι κοκκίνισε σαν παντζάρι και βγήκε έξω απ’ τη σπηλιά. Ήταν η ώρα να βοσκήσουν οι γίδες. Προτού προλάβει να τις μαζέψει όλες, ήδη η μία του κορούλα είχε έρθει από κοντά κι είχε αρχίσει να κλαίει και να παρακαλάει τον πατέρα της να την πάρει μαζί του. Μην αντέχοντας τα ουρλιαχτά της μικρής ο Φρόγκι συναίνεσε. «Εντάξει Χαλά, αλλά μόνο για σήμερα, εντάξει;» «Νι!» απάντησε εκείνη χαρούμενη και αγκάλιασε τον πατέρα της. Ο Φρόγκι ξεκίνησε μαζί με την Χαλά και το κοπάδι για τα βοσκοτόπια, μαζί την ίδια ώρα ξεκινούσαν και οι υπόλοιποι άντρες Νεάντερταλ που έβγαζαν τις δικές τους γίδες. Ο ήλιος φώτιζε για τα καλά την κεντρική Ευρώπη. Υπήρχε φαγητό για όλους κι όλοι έμοιαζαν χαρούμενοι. «Θα είναι ωραία χρόνια φέτος ε;» ρώτησε κάποιος τον Φρόγκι. «Πώς πάει η γυναίκα;» ρώτησε άλλος «Είναι αλήθεια ότι θάβεις τους νεκρούς αντί να τους τρως;» του είπε ψιθυριστά ένα τρίτος. «Πφ!» σχολίασε μέσα απ’ το δόντια του ο Φρόγκι και πήρε τη Χαλά και απομακρύνθηκαν μαζί με το κοπάδι μακριά απ’ τους υπόλοιπους. Καθώς η κόρη του έτρεχε μαζί με τις γίδες ο Φρόγκι σκεφτόταν διάφορα, καθόλου ευχάριστα πράγματα. Πρώτα απ’ όλα για τη ζωή του. Ο γάμος του δεν τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα, η γυναίκα του και ο ίδιος τσακώνονται διαρκώς και δε συμφωνούσαν ποτέ και σε τίποτα. Αυτή προερχόταν βέβαια από καλή σπηλιά και ο Φρόγκι είχε αναγκαστεί να παλέψει με έναν τεράστιο, τριχωτό Νεάντερταλ για να την κερδίσει. Όλοι το είχαν σίγουρο πως ο Φρόγκι θα πέθαινε τη μέρα της μάχης, αλλά είχε καταφέρει να επικρατήσει του αντιπάλου του, χάρη στη μεγάλη απελπισία που είχε κυριεύσει την ψυχή του εξαιτίας της σιγουριάς του πως ποτέ δε θα βρει θηλυκό. Αυτή η ψυχική κατάσταση νίκησε τους μύες του διπλάσιου σε μέγεθος αντιπάλου του και ο πατέρας της Χμα, έστω και ανόρεχτα έδωσε την κόρη του στον νικητή μεν ελαφρώς ιδιόρρυθμο και εκκεντρικό δε Φρόγκι. Ο Φρόγκι όμως δεν ήταν ευτυχισμένος. Προσπαθούσε να πείσει τη Χμα να σηκώνονται κάθε πρωί και να στέκονται στην είσοδο της σπηλιάς κοιτώντας τον ήλιο και να μουρμουρίζουν μεγάλες, περίπλοκες λέξεις που εξέφραζαν ευχαριστίες για όσα καλά είχαν γίνει και παρακλήσεις για όσα ήθελαν να συμβούν. Εκείνη το έβρισκε ηλίθιο και προτιμούσε να κοιμάται. Μια μέρα πάλι που ένας αρσενικός Νεάντερταλ ήρθε να διεκδικήσει την Χμα για γυναίκα του, ο Φρόγκι προσπάθησε να αποφύγει τη μάχη: «Κατά τη γνώμη μου, απ’ τη στιγμή που δυο άνθρωποι είναι μαζί δε θα έπρεπε να μπορούν να είναι και με κάποιον άλλο ή αυτός ο άλλος να αναμειχθεί στο ζευγάρι, παρά μόνο αν και ο διεκδικούμενος του ζευγαριού επιθυμεί να χωρίσει!» Αυτά τα λόγια ακούστηκαν πολύ περίεργα. «Δεν καταλαβαίνω» είπε η Χμα «Δεν θα παλέψετε;» «Ναι!» συμφώνησε και αυτός που την διεκδικούσε «Δεν έβγαλα άκρη με όσα είπες, γιατί δεν το λύνουμε όπως πρέπει, σαν άντρες;» Ο Φρόγκι τότε είχε ρωτήσει την Χμα αν ήθελε να τον αφήσει για τον άλλον άντρα. Η Χμα ξέσπασε σε λυγμούς. «Με φοβίζουν αυτά που λες, σταμάτα σε παρακαλώ, μπου-χου-χου» είπε και τα δάκρυα της κυλούσαν σα το Ρήνο ποταμό. «Απλά πολεμήστε μεταξύ σας και θα πάω με τον καλύτερο πολεμιστή, δε μου αρέσουν αυτά που λες, δε μου αρέσουν καθόλου!» Κι έτσι ο Φρόγκι είχε αναγκαστεί να σκοτώσει τον αντίζηλο του με ένα μαχαίρι που είχε φτιάξει. Σπανίως χρησιμοποιούνταν μαχαίρια ή εργαλεία γενικότερα σε μάχες αλλά ο Φρόγκι το είχε κάνει. «Δε θα τον φάμε;» είχε ρωτήσει η μία κορούλα του ζεύγους. «Όχι θα τον θάψουμε, παραλίγο να ήταν ο μπαμπάς σας τώρα» είπε με σεβασμό και ειρωνεία ανάμεικτα ο Φρόγκι. «Θα ήταν καλύτερος μπαμπάς από εσένα;» ρώτησε η μικρή «Το πιθανότερο!» είχε απαντήσει κοφτά η μητέρα της. Αλλά η κύρια αναποδιά για τη ζωή και την ευτυχία του Φρόγκι είχε συμβεί έναν χρόνο πριν, όταν κοντά στις σπηλιές των Νεάντερταλ της Γερμανίας είχε έρθει να μείνει μια γυναίκα, αν ήταν ακριβώς γυναίκα, η οποία αντί για σπηλιά επέλεξε να ζήσει στην κουφάλα ενός χοντρού δέντρου. Πολλοί άντρες της φυλής την επισκέφτηκαν για να ζευγαρώσουν μαζί της και … πράγματι τα κατάφεραν. Αλλά η γυναίκα δεν έλεγε να μείνει έγκυος. Παραξενεμένος από αυτό ο Φρόγκι είχε πάει να τη γνωρίσει. Η εμφάνιση της του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ήταν πολύ ψηλή, πιο ψηλή απ’ τους περισσότερους άντρες, είχε καθαρό πρόσωπο με πάρα πολύ κοντά μαύρα μαλλιά που ήτα συνεχώς βρεγμένα. Κατά τα αλλά έμοιαζε να μην έχει πλυθεί ποτέ της. Το πρώτο πράγμα που την είχε δει να κάνει ο Φρόγκι ήταν να κοπανάει ένα μαχαίρι στον κορμό του δέντρου, έπειτα το έκανε ξανά και ξανά. Κατάλαβε έτσι πως η γυναίκα ήξερε να σχεδιάζει. Ο Φρόγκι θεωρούσε τον εαυτό του έξυπνο αλλά δεν ήξερε να σχεδιάζει. «Θες να γίνεις γυναίκα μου;» της είχε πει, αγνοώντας τελείως το πρωτόκολλο της εποχής. Εκείνη τον κοίταξε καλοσυνάτα κι απάντησε: «Όχι ρε συ!». Εκείνος έκανε να φύγει. «Ωστόσο…» του φώναξε. «Ναι;» έκανε αυτός με ελπίδα «Να έρχεσαι με κάθε τέταρτο φεγγάρι να βλέπω αν είσαι καλά, σύμφωνοι;» «Έχεις πολύ σοβαρό πρόβλημα μου φαίνεται!» είχε πει ο Φρόγκι εκνευρισμένα κι αμέσως είχε φύγει, αν και για κάποια τέταρτα φεγγάρια είχε περάσει απ’ τα μέρη της. Η γυναίκα αυτή, η τελευταία μάγισσα των Νεάντερταλ της κεντρικής Ευρώπης υπήρξε κι ο μεγάλος έρωτας του Φρόγκι, η σύζυγος του φυσικά που μπορεί να μην είχε κανένα θέμα να τον σφάξει ο κάθε τριχωτός πίθηκος για να την κερδίσει από αυτόν, είχε ζηλέψει και του έκανε τη ζωή κόλαση, τα παιδιά του τον είχαν γραμμένο και οι γίδες δε του πρόσφεραν κανένα εισόδημα και καμία απόλαυση. Τέλος οι προσπάθειες του να πείσει τους άλλους Νεάντερταλ να υιοθετήσουν τις δικές του συνήθειες έπεφταν στο κενό. «Είμαστε χαμένοι αγάπη μου» είχε πει στη Χμα μια μέρα «Τι εννοείς, πάλι δε θες να δουλέψεις τεμπέλη;» «Αγάπη μου, δε το βλέπεις; Έρχονται όλοι αυτοί οι Χόμο Σάπιενς και μας σφάζουν στον ύπνο μας, δεν κάνουμε τίποτα για να αλλάξουμε τις συνήθειες μας, πιστεύουμε ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου, οι πιο ισχυροί, πιο δυνατοί, οι καλύτεροι. Αλλά δεν είμαστε. Ξημερώνει ένας κόσμος που δε θα μας χωράει. Θα πεθάνουμε! Θα πουληθούμε σα σκλάβοι! Οι κόρες μας θα βιαστούν! Πρέπει να ξεπεράσουμε την αλαζονεία μας, υπάρχει χρόνος αλλά είναι λιγοστός» «Είσαι τρελός Φρόγκι, απορώ γιατί δε σε σκοτώνω στον ύπνο σου μερικές φορές…» Κι έτσι ο Φρόγκι ήταν ένας δυστυχισμένος, απογοητευμένος Νεάντερταλ. *** Καθώς λοιπόν προχωρούσε με το κοπάδι και την κόρη του την Χαλά, στάθηκαν για λίγο να ξαποστάσουν στην ανατολική πλευρά ενός ποταμού όπου θα ήταν μόνοι τους. Η μικρή έτρεξε να παίξει μακριά απ’ την επίβλεψη του πατέρα της και αυτός ξάπλωσε στο μαλακό χορτάρι. Τότε συνέβη. Πρώτα μια μεγάλη σκιά στάθηκε πάνω απ’ τον Φρόγκι. Αυτός δεν έδωσε σημασία, φαντάστηκε πως ήταν απλά ένα σύννεφο. Έπειτα λούστηκε ξανά στο φως «Ευτυχώς όλα καλά!» σκέφτηκε με το αθώο του μυαλό. Τότε ακούστηκε ένα ισχυρό βουητό μες το κεφάλι του Φρόγκι. Για λίγο όλα σκοτείνιασαν. Έπειτα ο Φρόγκι μπόρεσε να ανοίξει τα μάτια του. Η κορούλα του ήταν δίπλα του τυλιγμένη πάνω του κι απέναντι τους, εκτός απ’ τις γίδες τους, ήταν και τρεις καινούργιες φιγούρες. Καθόλου συνηθισμένες. Οι τρεις φιγούρες με τις κόκκινες φορεσιές που προέρχονταν προφανώς από το δέρμα κάποιου ακαθόριστο ζώου πλησίασαν διερευνητικά αλλά ευδιάθετα τα δύο μέλη της αξιαγάπητης αυτής οικογένειας Νεάντερταλ. «Συγνώμη είστε όντως άνθρωποι των σπηλαίων;» ρώτησε ο ένας «ΟΥΑΟΥ! Πρόσεξε Τζεφ, θα τους τρομάξεις και θα φύγουν!» είπε ο δεύτερος «Προσοχή! Μπορεί να έχουν μικρόβια» πρόσθεσε ο τρίτος. «Συγνώμη ποιοι είστε; Τι είστε;» ρώτησε ο Φρόγκι «Εχμ» είπε ο πρώτος, καθάρισε το λαιμό του και έπειτα συνέχισε «Γεια σας αγαπητέ μου, ονομάζομαι Τζεφ, έρχομαι από… δεν έχει σημασία το από πού έρχομαι βασικά, είναι από έναν πολύ μακρινό γαλαξία, δε θα καταλαβαίνατε» «Δεν ξέρω τι είναι αυτός ο γαλαξίας. Πείτε μου γρήγορα τι θέλετε, τρομάζετε τη μικρή μου κόρη» «Καλέ μου κύριε, δεν έχουμε τίποτα εναντίον σας, σεβόμαστε πολύ τους πρωτόγονους, θα σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις και στο τέλος θα σας δώσουμε την ευκαιρία να κερδίσετε ένα μικρό δώρο. Έπειτα θα φύγουμε, σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι…» είπε διστακτικά ο Φρόγκι. «Ωραία!» είπε αμέσως ο τρίτος εξωγήινος και έβγαλε έναν υπολογιστή για να κρατάει σημειώσεις. «Πείτε μου αγαπητέ μου, έχετε ιδιοκτησία;» «Δεν ξέρω τι είναι αυτό» «Να ανήκει κάτι σε εσάς, μόνο σε εσάς και να μπορείτε να το δώσετε σε κάποιον άλλο μόνο εσείς…» «Έχω τη σπηλιά, τις γίδες μου, τα εργαλεία μου και τη γυναίκα μου… αλλά αν τα χρειαστεί κάποιος ή τα διεκδικήσει μπορεί να τα πάρει, ειδικά όταν δεν πρόκειται για γυναίκες μοιραζόμαστε τα πράγματα μας» «Τα παιδιά σας θα κληρονομήσουν τη σπηλιά και τα εργαλεία σας;» «Αν θέλουν να πάρουν τα εργαλεία μου ναι, αλλά το πιο πιθανό είναι να ψάξουν να βρουν δική τους σπηλιά, τις γίδες θα τις μοιράσω μισές μισές» «Τι χρειάζεστε τόσες γίδες αν δεν έχετε ιδιοκτησία;» «Τις γίδες δεν τις έχουμε ακριβώς δικές μας, καθένας έχει το κοπάδι του αλλά στο τέλος τα κοπάδια ζούνε όλα μαζί και όλοι πίνουμε απ’ το γάλα της γίδας του άλλου ή τρώμε απ’ το κρέας της, απλά ο καθένας φροντίζει αυτές που του αναλογούν». «Θαυμάσια, θαυμάσια… εξαιρετικά. Έχετε γυναίκα;» «Όσο να ‘ναι» «Την αγαπάτε;» «Όσο να ‘ναι» «Αγαπάτε κάποια άλλη γυναίκα;» «Θέλετε να απαντήσω για τρίτη φορά το ίδιο πράγμα;» «Όχι εντάξει κύριε…» «Φρόγκι!» «Εντάξει κύριε Φρόγκι, νομίζω πως τελειώσαμε, περιμένετε λίγο». Ο Φρόγκι κάθισε στη γωνία ενώ οι εξωγήινοι σιγομουρμούριζαν μεταξύ τους. Έπειτα ο πρώτος εξωγήινος, ο Τζεφ, γύρισε στον Φρόγκι. «Όπως καταλαβαίνω, μπορεί να μην έχετε ιδιοκτησία αλλά απ’ την άλλη τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας σας δεν έχουν κανένα λόγο για τη ζωή τους, εσείς ως ο πατριάρχης της οικογένειας δίνετε τις διαταγές, σωστά;» «Θεωρητικά…» «Επίσης έχετε καταλάβει μέχρι τώρα πως ιδιοκτησία σημαίνει να έχεις δικό σου ένα αντικείμενο και να μπορείς να το ανταλλάξεις για ένα άλλο αντικείμενο; Αυτό είναι η ανταλλαγή προϊόντων ή αντικειμένων πιο απλά, το εμπόριο» «Νομίζω πως κατάλαβα, αλλά όπως σας είπα δεν έχω καθόλου… προϊόντα» «Εμείς όμως κύριε Φρόγκι έχουμε να σας δώσουμε ένα!» είπε χαμογελαστά ο Τζεφ και άνοιξε το χέρι του αποκαλύπτοντας μια σιδερένια σφαίρα με ένα κόκκινο κουμπί πάνω της. «Είναι απλό και πρακτικό αν και παίζει μόνο ένα τραγούδι, πατήστε αυτό το κόκκινο που προεξέχει κύριε Φρόγκι!» «Τι όμορφο χρώμα!» σχολίασε ο Φρόγκι και το πάτησε. Απ’ τη σφαίρα ακούστηκε αμέσως μια σαγηνευτική μελωδία που τη συνόδευαν οι παρακάτω στίχοι: Όταν η νύχτα προχωρά, σε συλλογίζομαι. Μόλις εσένανε σκεφτώ παραλογίζομαι. Και θέλω να ’ρθω να σ’ αρπάξω από τον Έλιοτ να τον ρωτήσω με τα μάτια δακρυσμένα με ποιο δικαίωμα σε πήρε από μένα και ποια θυσία, ποια θυσία έχει κάνει ο Τ.Σ. Έλιοτ για σένα. Όταν η νύχτα προχωρά, για σένα καίγομαι. Ξέρω πως ο άλλος σε κρατά, κι εγώ τρελαίνομαι. Και θέλω να ’ρθω να σ’ αρπάξω από τον Έλιοτ να τον ρωτήσω με τα μάτια δακρυσμένα με ποιο δικαίωμα σε πήρε από μένα και ποια θυσία, ποια θυσία έχει κάνει ο Τ.Σ. Έλιοτ για σένα. «Υπέροχο!» είπε ο Φρόγκι συγκλονισμένος «Δεν έχω ακούσει ποτέ κάτι τόσο όμορφο στη ζωή μου» «Είναι όντως πολύ ωραίο» είπε συγκαταβατικά ο Τζεφ «Κύριε Φρόγκι, λυπάμαι που δε μπορώ να σας δώσω και ένα ποίημα του Έλιοτ αλλά φοβάμαι πως αυτό θα περιέπλεκε πολύ τα πράγματα…» «Τι εννοείτε, ποιο ποίημα; Τι είναι ποίημα;» «Δεν έχει σημασία… λοιπόν σας αρέσει αυτή η σφαίρα που βγάζει αυτόν τον όμορφο ήχο κύριε Φρόγκι;» ρώτησε ο Τζεφ. Ο Φρόγκι το σκέφτηκε. Μια τόσο όμορφη μελωδία θα μπορούσε κυριολεκτικά να αλλάξει τον κόσμο, να πείσει τους άλλους Νεάντερταλ να αλλάξουν συνήθειες, τη γυναίκα του να γίνει πιο ευγενική μαζί του, τα παιδιά του να τον σέβονται και άλλα πολλά πράγματα. Αλλά κυρίως κάτι τέτοιο θα μπορούσε επιτέλους να κερδίσει την καρδιά της μάγισσας. Αν της το έκανε δώρο; Ναι αυτό ήταν. Έτσι θα έφευγαν οι δυο τους μαζί, μακριά από τα υπόλοιπα βάρβαρα κτήνη που ούτε μια προσευχή το πρωί δεν ήξεραν να κάνουν. «Μου αρέσει πάρα πολύ…» ψέλλισε. «Και μπορεί να γίνει δικό σας» χαμογέλασε ο Τζεφ «Αν μας δώσετε κι εσείς κάτι, θυμάστε όσα είπα για το εμπόριο, θα ανταλλάξουμε ένα προϊόν με ένα άλλο προϊόν» «Μα δεν έχω τίποτα» έκανε απογοητευμένος ο Φρόγκι «Έχετε κύριε Φρόγκι, έχετε. Την οικογένεια σας» «Και συγκεκριμένα την μικρούλα από εδώ!» πετάχτηκε ο τρίτος ερευνητής «Ανταλλάζουμε τη σφαίρα που παίζει αυτή τη μελωδία με την κόρη σας!» «Την κόρη μου;» έκανε απορημένος ο Φρόγκι και κοίταξε την Χαλά, την μικρή κορούλα του. «Όχι μπαμπά δεν θέλω να πάω μαζί τους!» τσίριξε αυτή. «Τα παιδιά σας ανήκουν!» υπενθύμισε ο Τζεφ. Ο Φρόγκι κοίταξε απορημένος το κενό. Ποιος να ήταν άραγε ο Έλιοτ; «Εντάξει» ψέλλισε «Είμαστε σύμφωνοι;» ρώτησε ο Τζεφ «ΜΠΑΜΠΑ!» ούρλιαξε η μικρή «Φυσικά, ανταλλάζω την Χαλά για αυτό εδώ το πράγμα που βγάζει τον ήχο που άκουσα πριν!» «Τέλεια!» είπε ο Τζεφ και αμέσως μια λάμψη φώτισε τα πάντα. Για λίγο το μόνο που ακουγόταν ήταν οι λυγμοί της μικρής Χαλάς. Έπειτα ο Φρόγκι άνοιξε τα μάτια του. Οι επισκέπτες τους είχαν εξαφανιστεί μαζί με την κόρη του αλλά η σφαίρα που του είχαν υποσχεθεί είχε μείνει εκεί. Την δοκίμασε και δούλευε ακόμα κανονικά. Το τραγούδι ήταν υπέροχο όπως πάντα και η ανάμνηση του παιδιού του, που έκλαιγε και τον παρακαλούσε να μην το ανταλλάξει για ένα άψυχο αντικείμενο ούτε στο ελάχιστο δεν τον ενοχλούσε. Είχαν όλα τελειώσει. Άρχισε, χαρούμενος για πρώτη φορά στην ζωή του, να μαζεύει τις γίδες για να τις γυρίσει στη σπηλιά. Το ίδιο έκαναν την ίδια ώρα, σε διαφορετικά μέρη της περιοχής και οι υπόλοιποι Νεάντερταλ που ανυπομονούσαν να γυρίσουν στις γυναίκες τους και σε ένα καλό πήλινο πιάτο με φαγητό. Έτσι ήταν όλοι τους ευτυχισμένοι, χωρίς να καταλαβαίνουν πως το είδος τους σιγά παρήκμαζε και έφτανε στο τέλος του. Λίγες δεκάδες χιλιάδες χρόνια έπειτα, οι Χόμο Σάπιενς θα είχαν σκοτώσει τους περισσότερους από αυτούς, ενώ οι ελάχιστοι, μονάχα θηλυκού γένους, που θα επιβίωναν θα βιάζονταν με αποτέλεσμα να κληροδοτήσουν το ελάχιστο ποσοστό από dna Νεάντερταλ που έχει ο άνθρωπος του 21ο αιώνα. Και μπορεί ο Χόμο Σάπιενς, δηλαδή εμείς, να ξεκίνησε την ιστορία του σε αυτό τον πλανήτη με έναν μαζικό βιασμό και με μια ακόμα πιο μαζική γενοκτονία, πάντως όσον αφορά την ιστορία που διηθηθήκαμε εδώ, υπό τους ήχους μιας μελωδίας που δεν είχε ξανακουστεί στην κεντρική Ευρώπη, μια μελωδία που κόστισε την ανταλλαγή ενός προϊόντος με ένα άλλο προϊόν, τα κοπάδια επέστρεψαν απ’ τα βοσκοτόπια τους.

Ηθική Κατάπτωσις (Αλέξανδρος Οικονομίδης)

Η ώρα έχει φτάσει πέντε το απόγευμα. Ακόμα μία εργάσιμη μέρα έφτασε στο τέλος της. Μαζεύω τα πράγματά μου και φεύγω από το γραφείο. Με το που βγαίνω από το μεγαλοπρεπές κτήριο της πολυεθνικής εταιρίας που αναγνώρισε στο πρόσωπό μου έναν άξιο συνεργάτη, νιώθω το κινητό μου τηλέφωνο να δονείται. Βλέπω στην οθόνη το όνομα που άλλαξε την ζωή μου προς το καλύτερο. Χωρίς να καθυστερήσω, απαντάω στην κλήση. «Ελεφαντάκο μου, δεν θα προλάβω να περάσω από το αεροδρόμιο να παραλάβω τους φίλους σου. Έχω πολύ δουλειά στο μαγαζί. Έχουν έρθει κάτι παιδιά από τον σύνδεσμο της ομάδας και θέλουν να τους εξυπηρετήσω τώρα. Μπορείς να πας εσύ;». «Φυσικά, παντσεράκι μου, μην ανησυχείς. Θα πάω εγώ. Φιλιά. Σε αγαπώ!». Αυτό το όνομα ήταν το εξής: «Ελισάβετ»! Η Ελισάβετ είναι η μέλλουσα γυναίκα μου. Εγώ την φωνάζω «παντσεράκι μου» κι αυτή με φωνάζει «ελεφαντάκι μου», εμπνευσμένοι από τα γερμανικά τεθωρακισμένα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, Panzer και Elefant. Φυσικά και δεν υιοθετούμε την ναζιστική ιδεολογία (μακριά από εμάς τα άκρα), αλλά, όπως κάθε άνθρωπος με φιλοδοξίες και ικανότητες, δεν μπορούσαμε παρά να μαγευτούμε από το μεγαλείο που ενέπνεε η Γερμανία του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Την Ελισάβετ την είχα γνωρίσει πριν από δύο χρόνια, σε ένα από τα πολυάριθμα επαγγελματικά ταξίδια που έκανα με την προηγούμενη πολυεθνική εταιρία που είχε αναγνωρίσει στο πρόσωπό μου έναν άξιο συνεργάτη. Εγώ μόνιμος κάτοικος Αθήνας, αυτή μόνιμη κάτοικος Μπρατισλάβας. Κι όμως, ο έρωτας μας έμεινε δυνατός παρά την απόσταση. Έτσι, πήρα την απόφαση πριν από μερικούς μήνες να βρω δουλειά στην Μπρατισλάβα, για να ζήσω μαζί με την γυναίκα της ζωής μου. Φυσικά, ένας άνθρωπος με τα προσόντα μου και την δική μου διάθεση για δουλειά, δεν θα δυσκολευόταν να βρει μια καλοπληρωμένη θέση εργασίας. Έτσι, τους τελευταίους τέσσερις μήνες συζώ με την Ελισάβετ σε ένα πολύ ωραίο διαμέρισμα κοντά στο κέντρο της Μπρατισλάβας. Το σπίτι δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο. Είναι, όμως, ένα σπίτι φτιαγμένο με το μεράκι και την όρεξη για δουλειά δύο ανθρώπων που βγάζουν το ψωμί τους μόνοι τους, χωρίς να τους γεμίζει το πορτοφόλι η μαμά και η γιαγιά. Η Ελισάβετ έχει ένα δικό της μαγαζί που κάνει τατουάζ. Κατά κύριο λόγο, οι πελάτες της ήταν είτε μέλη της νεολαίας του πατριωτικού κόμματος «Η Σλοβακία μας», είτε μέλη του συνδέσμου της Σλόβαν Μπρατισλάβας (της μεγαλύτερης ποδοσφαιρικής ομάδας της χώρας), είτε άτομα που συνδυάζουν και τις δύο αυτές ιδιότητες. Κάποιοι αδαείς κατηγορούν τα μέλη του συνδέσμου ότι είναι νεοναζί κι ότι είναι οι χειρότεροι οπαδοί της Ευρώπης, μαζί με αυτούς της Λέγκια Βαρσοβίας. Προσωπικά δεν παρακολουθώ ποδόσφαιρο, θεωρώ πως αυτά είναι μόνο για κάτι φοιτητές και για κάτι αργόσχολους. Όμως, δεν μπορώ να μην θαυμάζω το πάθος και τον πατριωτισμό αυτών των παιδιών της Σλόβαν. Σήμερα θα ερχόντουσαν από την Αθήνα για να με δουν δύο φίλοι μου, ο Ντομούζ και ο Καλιγούλας, με σκοπό να κάτσουν μία βδομάδα. Εννοείται πως, ως καλός οικοδεσπότης, τους κάλεσα να μείνουν στο σπίτι μου και να μην πάνε σε κάποιο χόστελ (με τι λεφτά θα πήγαιναν, άλλωστε;). Είχα πει στην Ελισάβετ να πάει να τους πάρει από το αεροδρόμιο, καθώς υπήρχε περίπτωση να μην προλάβω μετά από την δουλειά να πάω μέχρι εκεί. Όμως, δεδομένου πως είχε πολύ δουλειά ακόμα στο μαγαζί, έπρεπε να πάω τρέχοντας. Στην διαδρομή έκανα μια στάση, καθώς τους αγόρασα από δύο εβδομαδιαία εισιτήρια για τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Όχι, δεν μου το ζήτησαν αυτοί. Με δική μου πρωτοβουλία τα αγόρασα και, φυσικά, με σκοπό να τους τα κάνω δώρο. Μπορεί αυτά τα 22€ που έδωσα να ήταν 22 μικρές μαχαιριές στα καρδιά μου, αλλά τους λυπήθηκα, καθώς ήταν άνεργοι. Περισσότερο, όμως, το έκανα γιατί λυπήθηκα τους άμοιρους γονείς τους, οι οποίοι ακόμα τους τρέφουν. Έφτασα στο αεροδρόμιο περίπου μισή ώρα μετά την προγραμματισμένη άφιξη της πτήσης από Αθήνα. Ευτυχώς, η πτήση τους καθυστέρησε, καθώς, λόγω της ισχυρής χιονόπτωσης που έλαβε χώρα στην Μπρατισλάβα, το αεροπλάνο έκανε αναγκαστική προσγείωση στην Βουδαπέστη. Το «ευτυχώς» δεν το λέω προφανώς με την έννοια ότι χάρηκα για την ταλαιπωρία που υπέστησαν οι δύο φίλοι μου, δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος σε καμία περίπτωση. Απλά, δεν ήθελα να δώσω δικαιώματα στους εκπροσώπους της Ελλάδας, της «μαύρης τρύπας της Ευρωπαϊκής Ένωσης», όπως την αποκαλεί χαριτολογώντας εδώ σχεδόν σύσσωμος ο σλοβάκικος λαός. Τελικά, μετά από δύο ώρες αναμονής (δύο ώρες που θα μπορούσα να δουλεύω και να βγάζω χρήματα, αλλά τι να κάνεις…), το αεροπλάνο φτάνει στην Μπρατισλάβα και βγαίνουν σιγά σιγά οι πρώτοι επιβάτες. Εγώ, απίστευτα ταλαιπωρημένος, περιμένω στωικά να βγουν οι δύο φίλοι μου για να πάμε σπίτι μου να ξεκουραστώ, καθώς εγώ το επόμενο πρωί έπρεπε να παώ στην δουλειά μου. Τελικά, μετά από αρκετά λεπτά, είδα να βγαίνει ο Ντομούζ. Τον Ντομούζ τον είχα γνωρίσει πριν από τρία χρόνια, σε μια βιβλιοπαρουσίαση. Είναι πρόσφυγας στην Ελλάδα, Κουρδικής καταγωγής και είναι 25 χρονών. Ήταν για χρόνια στον ένοπλο στρατό του PKK, συγκεκριμένα στρατολογήθηκε στην τρυφερή ηλικία των 15. Είχε έρθει στην Ελλάδα πριν από τέσσερα χρόνια, κυνηγημένος από την τουρκική κυβέρνηση, όπως μας έλεγε. Εγώ, όμως, ήξερα την αλήθεια. Τον είχαν διώξει από το PKK, όταν τον κατηγόρησαν 4 έφηβες συμπολεμίστριές του για απόπειρα βιασμού. Ο λοχαγός του αποφάσισε να του χαρίσει την ζωή και να μην τον εκτελέσει για εσχάτη προδοσία, όπως όριζε ο όρκος των Κούρδων μαχητών. Έτσι, ήρθε ατιμασμένος στην Ελλάδα και επινόησε την ιστορία του κυνηγητού από την τουρκική κυβέρνηση για να διασώσει ότι μπορούσε από την καταρρακωμένη του αξιοπρέπεια. Ζούσε παρασιτικά στην Ελλάδα, τρώγοντας τα λεφτά των γονιών του, αλλά ήταν καλό παιδί. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα… «Τι λέει ρε Ντομούζ;», τον ρωτάω. «Ο Καλιγούλας που είναι;». «Έρχεται τώρα. Καθυστέρησε να βγει η βαλίτσα του», μου είπε ο Ντομούζ. Και όντως, πέντε λεπτά μετά βγήκε και ο Καλιγούλας. Τον Καλιγούλα τον ήξερα αρκετά περισσότερα χρόνια από τον Ντομούζ, συγκεκριμένα έξι. Ήταν 18 ετών τότε, στο πρώτο έτος. Υπήρξε συνοδοιπόρος μου σε πολλές τρέλες που έκανα ως νέο παιδί. Και στην ένταξή μου στην ΚΝΕ, καθώς και στην ενασχόλησή μου με την συγγραφή μυθιστορημάτων, ο Καλιγούλας ήταν εκεί. Μετά, εξακολουθήσαμε να κάνουμε πολύ στενή παρέα, παρόλο που είχαμε τελείως διαφορετικές πορείες. Εγώ, από την μία, κατάλαβα πως ήμουν πολύ μεγάλος και για να είμαι συγγραφέας, αλλά και για να είμαι στην ΚΝΕ, ή έστω κάπου κοντά σε αυτήν πολιτικά. Αυτός, από την άλλη, συνέχισε το ίδιο μοτίβο. Έμεινε στο πλευρό της ΚΝΕ (ως φίλος πλέον), ενώ συνέχιζε να ασχολείται με την συγγραφή. Ως εκ τούτου, δεν άργησε να πέσει στα ναρκωτικά. Τώρα λέει ότι κάνει περιστασιακή χρήση, αλλά φυσικά καταλαβαίνω ότι λέει ψέματα Ήταν ξεκάθαρα ένα άτομο με το οποίο δεν είχα τίποτα κοινό πλέον. Αλλά με συνέδεε με το παρελθόν, με τα νιάτα μου, με τα χρόνια της ανεμελιάς. Είναι όμως σωστό να κρατάς δεσμούς με το παρελθόν; «Ρε Καλιγούλα, πόση ώρα έκανε αυτή η βαλίτσα να βγει;», ρώτησα, κάνοντας πως δεν είχα καταλάβει πως είχε πάει σε κάποια γωνιά να πάρει την δόση του. «Ε, ξέρεις πως είναι αυτά…», μου λέει, προσπαθώντας μάταια να με κοροϊδέψει ότι δεν συμβαίνει τίποτα ύποπτο. «Ελάτε, πάμε προς την στάση των λεωφορείων να πάμε σπίτι», τους είπα. Έτσι βγήκαμε από το αεροδρόμιο και τους έδωσα τα εισιτήρια που τους είχα αγοράσει (με τα λεφτά που έβγαλα από την δουλειά μου). Όση ώρα περιμέναμε το λεωφορείο, καθώς και όση ώρα ήμασταν μέσα σε αυτό κατευθυνόμενοι προς το σπίτι, μου έλεγαν τα νέα τους. Φυσικά, ήταν αυτά που περίμενα: ούτε δουλειά, ούτε σχέση, ούτε τίποτα παραγωγικό στην ζωή τους. Μόνο ναρκωτικά, αλκοόλ και έκλυτη ζωή. «Τι θα κάνω με αυτούς εδώ;», σκέφτηκα… Φτάνουμε στο σπίτι μετά από αρκετή ώρα. Εξηγώ στα παιδιά ότι εδώ δεν μπαίνουμε με τα παπούτσια στο σπίτι και ο Ντομούζ μου λέει πως το ίδιο ισχύει και στην Τουρκία. Η Ελισάβετ συστήνεται με τον Ντομούζ (τον Καλιγούλα τον είχε γνωρίσει μια μέρα που είχε έρθει να με επισκεφτεί στην Αθήνα, όταν ακόμα έμενα εκεί). Νόμιζα ότι είδα κάτι περίεργο στο βλέμμα του όταν την είδε, αλλά ήμουν σίγουρος ότι ήταν ιδέα μου, ότι απλά ήμουν κουρασμένος από την σκληρή μου δουλειά στην πολυεθνική εταιρία. Το πρώτο πράγμα που ρώτησε ο Ντομούζ ήταν –τι άλλο- το τι θα φάμε. Ο Καλιγούλας δεν πείναγε ιδιαίτερα (η έλλειψη όρεξης για φαγητό είναι βασικό σύμπτωμα της χρήσης ναρκωτικών), αλλά για να μην καρφωθεί μας είπε ότι θα τσιμπήσει λίγο. Κι εγώ κι η Ελισάβετ ήμασταν πολύ κουρασμένοι από την δουλειά για να μαγειρέψουμε, έτσι παραγγείλαμε πίτσες και φάγαμε. Νομίζω πως τους άκουσα να παραπονιούνται μεταξύ τους για το γεγονός πως δεν τους μαγειρέψαμε, αλλά μάλλον θα έκανα λάθος. Η κούραση από την δουλειά μάλλον… Αφού φάγαμε, πήγαμε για ύπνο. Ο Ντομούζ με τον Καλιγούλα κοιμήθηκαν στο σαλόνι, ο ένας στον καναπέ κι ο άλλος σε ένα σούπερ ανατομικό στρώμα που αγοράσαμε αποκλειστικά και μόνο για αυτούς. Την ώρα που προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε, τους ακούγαμε από το δωμάτιό μας να μουρμουρίζουν, χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε τι ακριβώς λένε. «Μα τι θα γίνει, ρε ελεφαντάκο μου; Εμείς δουλεύουμε αύριο το πρωί και θέλουμε να κοιμηθούμε», μου λέει με παραπονεμένο ύφος η Ελισάβετ. «Ηρέμησε, παντσεράκι μου», της είπα και την πήρα αγκαλιά. «Μικροί είναι, μόλις βρουν δουλειά θα γίνουν άνθρωποι». Στην συνέχεια, αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά μου, σαν την Εύα στην αγκαλιά του Αδόλφου την ημέρα της αυτοκτονίας τους. Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε στις 7 ακριβώς και φύγαμε για δουλειά. Μπορεί να κάναμε λίγη φασαρία στο σαλόνι που κοιμόντουσαν τα παιδιά, κυρίως όταν ανταλλάσσαμε τα πρωινά φιλιά και γλυκόλογα με την Ελισάβετ, πριν αποχωρήσουμε για την δουλειά του ο καθένας. Αλλά όταν κοιμάσαι 11 και 12 ώρες την ημέρα, δεν είσαι τόσο ευαίσθητος να ξυπνήσεις με τον παραμικρό θόρυβο. Λίγες ώρες αργότερα, ενώ βρισκόμουν στην δουλειά, προσπαθώντας να καλύψω την τεμπελιά των περισσότερων εκ των συναδέλφων μου, χτυπάει το κινητό μου τηλέφωνο. Ήταν ο Ντομούζ. «Έλα ρε. Ψάχνουμε τα κλειδιά να πάμε μια βόλτα στην πόλη. Που τα έχεις;». Παραξενεύτηκα. Τους είχα πει ότι δύσκολα θα μπορούσα να τους αφήσω αντικλείδια, καθώς υπήρχαν μόνο δύο: εμού και της Ελισάβετ. Φυσικά, δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος. Όσο και να τους αγαπάω κι όσο φίλοι μου και να είναι, δεν παύουν να είναι ένα πρεζόνι κι ένας βιαστής. Ποιος θα τους εμπιστευόταν να τους αφήσει κάτι τόσο πολύτιμο, όπως το κλειδί για το προσωπικό του καταφύγιο; Αντίστοιχα κι αυτοί, όσο φίλοι μου και να ήταν, θα μπορούσαν να καταπιέσουν την αποκλίνουσα συμπεριφορά τους; Ποιος θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι ο Καλιγούλας δεν θα πούλαγε τα υπάρχοντά μου, που αγόρασα με τα λεφτά της σκληρής μου δουλειάς, για να αγοράσει τις αγαπημένες του σκόνες, ή ότι ο Ντομούζ δεν θα έφερνε σπίτι τα έφηβα κορίτσια που θα απήγαγε, με συνέπεια να έχω μπλεξίματα με τον νόμο για υπόθαλψη εγκληματία; «Ε παιδιά, σας είπα ότι μάλλον δεν θα μπορέσω να σας έχω αντικλείδια. Αλλά μην ανησυχείτε, όταν τελειώσει η Ελισάβετ την δουλειά της σε 2 ώρες, θα περάσει να σας ανοίξει και να σας ξεναγήσει στην πόλη. Απλά, αν μπορείτε, να κρατήσετε το σπίτι σε μία σχετικά καλή κατάσταση.». «Ναι ρε, για ποιους μας πέρασες;», μου λέει άνετος ο Ντομούζ, προσπαθώντας να με καθησυχάσει και κλείνει το τηλέφωνο. Δύο ώρες μετά, μιλάω με την Ελισάβετ. Μου λέει πως θα πάρει τα παιδιά και θα τα πάει για φαγητό. Της λέω μετά το φαγητό να τους πάει στην μπυραρία στο κέντρο της πόλης που είναι πλέον το στέκι μας και, φυσικά, καθ’ όλη την διάρκεια της βόλτας, να κρατάει σφιχτά την τσάντα της, για να την προστατεύει από τον Καλιγούλα. Τον Ντομούζ δεν τον φοβόμουνα, δεν έχει καθόλου καλό γούστο για να επιτεθεί σε μία κλασσάτη κυρία σαν την Ελισάβετ. Μόλις τελειώνω την δουλειά στην εταιρεία, πηγαίνω στην μπυραρία να βρω την Ελισάβετ και τα παιδιά, καθώς και να πιω την μπύρα που δικαιούμαι να πιω έπειτα από οχτώ ώρες σκληρής δουλειάς . Πηγαίνω και βλέπω την Ελισάβετ με την παρέα της και τα παιδιά. Ο Ντομούζ με τον Καλιγούλα, αντί να πιάσουν κουβέντα με δύο από τις τόσες φίλες της Ελισάβετ, μιλάνε συνέχεια με το μοναδικό αρσενικό της παρέας. Αυτό ήταν ο Μάρεκ, ένας γκέι φίλος της Ελισάβετ και το άτομο που συμπαθώ λιγότερο από την παρέα της. Δεν έχω τίποτα με τους ομοφυλόφιλους, άνθρωποι σαν κι εμάς είναι κι αυτοί. Αλλά δεν μπορώ να τους ανεχτώ να μου προβάλλουν το πάθος τους σαν κάτι φυσιολογικό, που πρέπει να το δέχομαι αδιαμαρτύρητα. Βέβαια, δεν καταλαβαίνω γιατί μου έκανε εντύπωση που ένιωσε τόσο οικεία με τον Καλιγούλα και τον Ντομούζ. Ο Μάρεκ τα πρωινά δουλεύει ως χαμηλόμισθος υπάλληλος σε ένα σουπερμάρκετ και τα βράδια μπλέκεται σε λούμπεν καταστάσεις στα καταγώγια που αναζητεί να βρει τους περιοδικούς ερωτικούς του συντρόφους. Μία φορά τον είχαν βρει να κοιμάται σε ένα πάρκο. Ο ίδιος είχε πει τότε πως τον είχαν ληστέψει και τον χτύπησαν, αφήνοντάς τον αναίσθητο. Έκανα πως τον πίστεψα, καθώς δεν ήθελα να μάθω ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από τις ομοφυλοφιλικές περιπτύξεις που λαμβάνουν χώρα στις λεωφόρους του περιθωρίου της Μπρατισλάβας. Ως εκ τούτου, σίγουρα θα είχε να μοιραστεί πολλές εμπειρίες με τους δύο περιθωριακούς μου φίλους. Αργότερα το βράδυ, πάμε για φαγητό. Ήμασταν εγώ, η Ελισάβετ, ο Ντομούζ, ο Καλιγούλας και η Αντριάννα, η κολλητή της Ελισάβετ. Η Αντριάννα είναι λίγο περίεργη, αλλά πολύ καλή κοπέλα και πολύ εργατική Βγάζει τίμια τα προς το ζην δουλεύοντας σαν μαγείρισσα. Μάλιστα, ήταν τόσο ευγενική που προσφέρθηκε να έρθει το επόμενο πρωί από το σπίτι να μαγειρέψει για τα παιδιά. Αυτό σημαίνει πως έπρεπε να τους αφήσω τα κλειδιά. Αρχικά είχα πολλούς ενδοιασμούς, καθώς δεν θα ήθελα να έχουν τα κλειδιά του σπιτιού μου δύο άτομα με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Τελικά, όμως, σκέφτηκα πως θα είναι η Αντριάννα να τους συγκρατεί. Φυσικά την ενημέρωσα για το ποιόν αυτών των δύο και να είναι πολύ προσεκτική, αλλά  και πως, παρόλα αυτά, είναι πολύ καλά παιδιά κατά βάθος. Την ώρα που καθόμασταν στο εστιατόριο, η Αντριάννα είπε στην Ελισάβετ ότι βρίσκει ερωτικά ενδιαφέροντες τους δύο φίλους μου. Αυτοί με ρωτάνε τι είπε (καθώς η συζήτηση ανάμεσα στα δύο κορίτσια έγινε στα σλοβάκικα) και τους μετέφερα το ερωτικό ενδιαφέρον της. Είδα μια απέχθεια στο πρόσωπό τους. Δεν το κατάλαβα. Σίγουρα δεν μπορείς να την πεις ωραία, αλλά έχει έναν τύπο. Πράγμα που δεν μπορείς να το πεις ούτε για τις λούμπεν πρεζούδες που μπλέκει ο Καλιγούλας, ούτε για τα έφηβα κοριτσάκια που αποπλανεί ο Ντομούζ. Στην συνέχεια, τους πάμε για ένα παραδοσιακό αψέντι. Η Αντριάννα κερνάει δύο γύρους και ζητάω πολύ ευγενικά από τα παιδιά να την κεράσουν κι αυτοί από ένα ποτό. Ενδεχομένως κι εγώ να ήμουν διστακτικός να κεράσω, αν με ζούσαν οι γονείς μου, αλλά αυτό ήταν θέμα τυπικής ευγένειας. Έπειτα από αρκετή ώρα, αποφασίζουν να κάνουν το κέρασμα τελικά. Την ώρα που πάμε να φύγουμε, βλέπω την Αντριάννα κάπως κατσουφιασμένη. «Τι έχεις; Έγινε κάτι;», την ρωτάω. «Ρε, ξέχασα το πορτοφόλι σπίτι, τώρα πρέπει να τα πληρώσουν όλα τα παιδιά», μου λέει λίγο λυπημένη. «Δεν πειράζει μωρέ, τους τα δίνεις αύριο τα λεφτά. Τόσα λεφτά θα έχουν πάρει από τους δικούς τους για αυτό το ταξίδι», της λέω. Το μεταφέρω στα παιδιά τα οποία, έπειτα από αρκετή γκρίνια, τελικά έδωσαν τα λεφτά στην σερβιτόρα. Γυρνάμε στο σπίτι και η Ελισάβετ πάει κατευθείαν για ύπνο. Κι εγώ νύσταζα, καθώς έπρεπε να πάω στην δουλειά την επόμενη μέρα, αλλά τα παιδιά επέμεναν να αράξουμε λίγο. Άρχισαν να με ρωτάνε για το τι παίζει με την πορνεία στην Μπρατισλάβα. Έπρεπε να το περιμένω. Ο Καλιγούλας κατάλαβε ότι εδώ δεν θα έβρισκε τις πρεζούδες που βρίσκει με το κιλό σε λούμπεν περιοχές στην Αθήνα, ενώ ο Ντομούζ κατάλαβε ότι εδώ το τμήμα ηθών δεν αστειεύεται, όπως στην Ελλάδα. Μου είπαν πως ρωτάνε αποκλειστικά για ενημερωτικούς λόγους κι εγώ, σαν καλός φίλος που είμαι, υποκρίθηκα ότι τους πίστεψα. Μπαίνω μέσα στο δωμάτιο και κατά λάθος ξυπνάω την Ελισάβετ. Της δίνω ένα φιλί και της λέω να κοιμηθεί ξανά. Αυτή, όμως, είχε να μου πει κάτι πριν πέσει και πάλι στην αγκαλιά του Μορφέα. «Πρόσεξες καθόλου το σαλόνι;», μου λέει με νυσταγμένο ύφος. «Όχι, δεν το πρόσεξα καθόλου, μου συγχωρείται μετά από την σκληρή μου δουλειά, νομίζω.». «Έχει κάτι πατημασιές από τα παπούτσια των παιδιών. Φρόντισε να μην επαναληφθεί.». «Φυσικά, παντσεράκι μου», της λέω και κοιμόμαστε αγκαλιά. Την επόμενη μέρα ξυπνάμε την ίδια ώρα το πρωί. Η Ελισάβετ μου υπενθυμίζει πως θα έρθει η Αντριάννα για να μαγειρέψει. Εγώ, με πάρα πολλούς ενδοιασμούς, αφήνω τελικά τα κλειδιά στο τραπεζάκι και πάω στην δουλειά. Λίγες ώρες αργότερα, με παίρνει τηλέφωνο ο Ντομούζ. «Ρε, δεν έχει έρθει η Αντριάννα. Είχες πει ότι θα έρθει στις 10:00 και είναι 11:30. Εμείς παίρνουμε τα κλειδιά και φεύγουμε». «Ναι, κανένα πρόβλημα. Ελάτε από την δουλειά μου γύρω στις 13:30 που έχω διάλλειμα για να πάμε για φαΐ», του λέω εγώ. Ένιωσα λίγο άσχημα που δεν πήγε τελικά να τους μαγειρέψει η Αντριάννα. Σκέφτομαι να γυρνάνε στην Ελλάδα και να μας κατηγορούν ότι τους φάγαμε και τα λεφτά, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο. Βέβαια, δεν μπορώ να κατηγορήσω και την Αντριάννα που τελικά δεν πήγε. Μία κοπέλα ανυπεράσπιστη με δύο άτομα σαν αυτά, είναι σαν απόσπασμα από έργο του αγαπημένου μου συγγραφέα, του Μαρκήσιου Ντε Σαντ. Τουλάχιστον, στις 13:30 θα έπαιρνα πίσω τα κλειδιά μου, βάζοντας τέρμα σε οποιαδήποτε βρώμικη σκέψη μπορεί να έκαναν για το σπίτι μου, είτε αφορούσε ναρκωτικά, είτε έφηβα κοριτσάκια. Συναντιόμαστε στο διάλλειμα μου και πάμε για φαγητό. Τους ρωτάω αν όλα έχουν κυλήσει ομαλά στο ταξίδι τους κι αν έχει υπάρξει κάποιο πρόβλημα. Μου είπαν πως όλα ήταν μια χαρά. Ελπίζω να μου λένε αλήθεια, αν και με αυτούς τους δύο δεν μπορώ να είμαι και πολύ αισιόδοξος για αυτό. Κάποια στιγμή, τους λέω αυτό που μου είπε η Ελισάβετ για τα παπούτσια. Τους βλέπω να στραβώνουν, αλλά αποφασίζω να το καταπιώ. Τελικά, αφού κατάφερα με αρκετή δυσκολία να αποσπάσω τα κλειδιά, πήγα ήρεμος να συνεχίζω την δουλειά μου. Τους είπα να περιμένουν στο στέκι μας την Ελισάβετ μόλις τελειώσει την δουλειά τους και συμφώνησαν. Έτσι, πήγαν στην μπυραρία για να πιουν καμία μπύρα ή κανέναν καφέ, δηλαδή ότι κάνουν και στην υπόλοιπη ζωή τους. Την ώρα που συνέχιζα την σκληρή δουλειά στο γραφείο μου, προσπαθώντας να καλύψω τα λάθη των άχρηστων συναδέλφων μου, νιώθω το κινητό μου να δονείται. Ήταν η Ελισάβετ. «Έλα, παντσεράκι μου. Τι έγινε;», της λέω. «Έλα, ελεφαντάκο μου», μου λέει αυτή, με την φωνή της όμως να μην έχει την γλυκύτητά που έχει συνήθως, αλλά να έχει ένα έντονο συναίσθημα λύπης, συνοδευόμενο από κλάματα που με έκαναν να δυσκολεύομαι να καταλάβω τι λέει. «Παντσεράκι μου, είσαι καλά; Πες μου τι έγινε. Ποιος σε πείραξε; Πες μου ποιος είναι, για να γνωρίσει την οργή του ιππότη του Έρωτα». «Μόλις γύρισα σπίτι και το βρήκα σε μαύρο χάλι», μου λέει, με τον ήχο των δακρύων της να χτυπάει την καρδιά μου σαν ρωσικό κνούτο. «Γιατί, τι έχει;», ρωτάω με την καρδιά μου να είναι έτοιμη να σχιστεί σε χίλια κομμάτια. «Οι φίλοι σου έχουν ξεχάσει δύο φώτα αναμμένα, έχουν αφήσει το ψωμί εκτός ψυγείου και το αποσμητικό είναι μέσα στην λεκάνη. Πρέπει να κάτσω εδώ να συμμαζέψω την βομβαρδισμένη Δρέσδη.». «Εντάξει, παντσεράκι μου, όπως θέλεις», της λέω και κλείνω σοκαρισμένος το τηλέφωνο. Σκέψεις κατακλύζανε το μυαλό μου. Γιατί; Γιατί να μου το κάνουν αυτό; Γιατί να έρθουν μέχρι εδώ για να με εξευτελίσουν έτσι; Τους φέρθηκα με τον καλύτερο τρόπο, τους άνοιξα το σπίτι μου. Γιατί να μου συμπεριφερθούν με αυτόν τον τρόπο; Ίσως τώρα εξηγείται γιατί αυτό το βλέμμα προς την Ελισάβετ την ήμερα που ήρθανε. Ζηλεύουν. Ζηλεύουν την ονειρεμένη σχέση μου με την Ελισάβετ, την ώρα που ο ένας πηγαίνει μόνο με πρεζούδες επειδή τους δίνει τα ¨φάρμακά¨ τους κι ο άλλος έχει καταλήξει βιαστής. Ζηλεύουν την δουλειά μου, την ώρα που αυτοί τρέφονται ακόμα από τους γονείς, τους θείους και τους παππούδες. Ζηλεύουν που εγώ έχω λαμπρές προοπτικές για το μέλλον μου, ενώ αυτοί βρίσκονται μία ανάσα είτε από τον θάνατο, είτε από την φυλακή. Με τα πολλά, αποφασίζω να πάρω τηλέφωνο τον Ντομούζ. «Έλα, Ντομούζ. Η Ελισάβετ δεν θα μπορέσει να έρθει τώρα. Συνέβη κάτι φοβερό στο σπίτι, με έχετε απογοητεύσει πολύ. Μείνετε στην μπυραρία και θα έρθω να σας βρω μόλις τελειώσω την δουλειά.». Είχα σκοπό να μιλήσω σε πολύ ήρεμο ύφος, παρά τον εκνευρισμό μου. Ότι και να μου είχαν κάνει, είναι φίλοι μου. Έπρεπε να δείξω μια κατανόηση. Άλλωστε, έπρεπε να περιμένω ότι δύο λούμπεν άτομα θα ανέπτυσσαν και μια αντίστοιχη συμπεριφορά, μη αντιλαμβανόμενοι την σκληρή δουλειά που έχουμε ρίξει με την Ελισάβετ για να στήσουμε αυτό το νοικοκυριό. Μόλις τελειώνω, πάω κατευθείαν στην μπυραρία. Βλέπω τον Ντομούζ με τον Καλιγούλα να κάνουν αυτό που κάνουν πάντα: να πίνουν και να μιλάνε για ναρκωτικά και κοπέλες που τους έχουν απορρίψει. Πηγαίνω να κάτσω μαζί τους και τους εξηγώ τι μου είπε η Ελισάβετ στο τηλέφωνο. Η αντίδρασή τους μου προκάλεσε το πιο περίεργο συναίσθημα που ένιωσα στην ζωή μου, πιο περίεργο ακόμα κι από αυτή την μίξη φόβου, δέους και ηδονής που ένιωσα όταν είδα για πρώτη φορά τον «Θρίαμβο της Θέλησης» της Λένι Ρίφενσταλ. «Κοίτα, νιώσαμε πολύ προσβεβλημένοι με τον τρόπο που μας μίλησες στο τηλέφωνο και αποφασίσαμε ότι δεν μπορούμε να μένουμε στο σπίτι σου πια. Πήγαμε και νοικιάσαμε σε χόστελ για τις επόμενες τέσσερις μέρες που θα μείνουμε εδώ.», μου λένε με ένα στόμα ο Καλιγούλας με τον Ντομούζ. Ένιωσαν προσβεβλημένοι… Εντάξει, μπορώ να δεχτώ ότι υπάρχει μία μικρή (στα όρια της απειροελάχιστης) πιθανότητα όντως να ήμουν λίγο πιο επιθετικός από όσο έπρεπε στο τηλέφωνο. Αλλά είναι δυνατόν να ένιωσαν προσβεβλημένοι; Με τόσα που έχω κάνει για να περάσουν καλά στο ταξίδι τους; Και στην τελική, από τότε απέκτησαν αυτοί οι δύο λούμπεν τύποι τέτοιες ευαισθησίες; Αλλά ως καλός φίλος, προσπάθησα να τους μεταπείσω. «Όχι ρε παιδιά, δεν χρειάζεται. Με προσβάλλετε με αυτό που κάνατε.», τους λέω. «Όχι, το έχουμε αποφασίσει τώρα, δεν αλλάζουμε απόφαση. Αλλά δεν αλλάζει κάτι στην σχέση μας.», μου λένε προσπαθώντας με κάθε τρόπο να με καθησυχάσουν Δεν κατάφερα τελικά να τους μεταπείσω και πήγαμε από το σπίτι να μαζέψουν τα πράγματά τους. Η Ελισάβετ είχε μαγειρέψει και τους είπα τουλάχιστον να μείνουν να φάμε. Το δεχτήκανε. Ο Ντομούζ –μην μπορώντας να πει όχι σε τζάμπα φαγητό- έφαγε μαζί μας. Ο Καλιγούλας δεν έφαγε τίποτα, επειδή κατά πάσα πιθανότητα είχε πάρει την δόση του όση ώρα με περίμεναν στην μπυραρία και του είχε κοπεί η όρεξη. Πήραν τα πράγματά τους, πήγαμε στο χόστελ να εγκατασταθούν και μετά βγήκαμε οι τρεις μας για μια μπύρα. Καθώς εκείνη την ημέρα ήταν Παρασκευή, τους πρότεινα ένα σχέδιο για το επερχόμενο σαββατοκύριακο. Σάββατο πρωί να τους πάω στο Mall της Μπρατισλάβας, το Σαββατόβραδο να πάμε σε ένα πάρτι που γινόταν λίγο έξω από την Μπρατισλάβα και την Κυριακή να πάμε ένα μικρό ταξιδάκι στην γειτονική Ουγγαρία, μήπως δούνε κι εκεί τι κακό έκανε ο κρατισμός της Σοβιετικής περιόδου και σταματήσουν να υπερασπίζονται αυτές τις βλακείες. Ο Ντομουζ με ρώτησε αν θα μπορούσαμε να πάμε στην –επίσης γειτονική- Πολωνία, έχοντας την ψευδαίσθηση πως έστω και μία από τις τόσες πανέμορφες Πολωνές θα γυρνούσε να κοιτάξει έναν αποτυχημένο σαν του λόγου του. Εγώ, όμως, σκεπτόμενος πως και στην Πολωνία θα έβγαζαν τα απαραίτητα συμπεράσματα για την τυραννία της ανελευθερίας της αγοράς, του απάντησα ότι θα το συζητήσουμε ξανά αύριο μέσα στην ημέρα. Με το που μπαίνω στο σπίτι, πάω κατευθείαν στο κρεβάτι. Η Ελισάβετ ήταν ξαπλωμένη, αλλά δεν κοιμόταν, παρόλο που μου είχε πει ότι θα κάτσει σπίτι γιατί είναι κουρασμένη. «Παντσεράκι μου, δεν κοιμάσαι;», την ρώτησα. «Δεν με πιάνει ύπνος», μου λέει. «Έχω απογοητευτεί πολύ από τους φίλους σου». «Μα σου είχα πει πως είναι λούμπεν στοιχεία. Πρέπει να το καταλάβεις κάποια στιγμή. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έξυπνοι και δουλευταράδες σαν κι εμάς. Άλλωστε, τώρα δεν τους έχουμε μέσα στα πόδια μας», της εξηγώ. «Το ξέρω, ελεφαντάκο μου. Αλλά δεν νιώθεις πως έχεις μεγαλώσει για να κάνεις παρέα με τέτοια κατακάθια;», μου λέει, γεμίζοντάς με με σκέψεις, ενώ αυτή αποκοιμιέται γλυκά. Το επόμενο πρωί ξύπνησα και πήγα στο χόστελ που έμεναν τα παιδιά, για να πάμε στο Mall. Τους περίμενα στην κεντρική είσοδο και παρατηρούσα τους πελάτες. Λούμπεν στοιχεία από όλες τις γωνίες της Ευρώπης έβγαιναν και έμπαιναν στο χόστελ. Άχρηστοι άνεργοι, ναρκομανείς και χαραμοφάηδες φοιτητές χάλαγαν την αισθητική μου με τον σιχαμένο τους αέρα κακομοιριάς. Εγώ τους έβλεπα από την κεντρική είσοδο, όπου περίμενα δύο τέτοια στοιχεία να βγουν. Κάποια στιγμή, βλέπω ένα τσούρμο από άχρηστα αγόρια και κορίτσια νεαρής ηλικίας που τρώνε τα λεφτά των γονιών τους να κατευθύνονται προς την έξοδο. Φοβήθηκα μήπως έρχονται προς το μέρος μου για να μου ληστέψουν τα λεφτά που έβγαλα με τον τίμιο ιδρώτα μου, με σκοπό ίσως να έχουν λεφτά για να πάρουν ναρκωτικά. Μέσα στο τσούρμο, αναγνωρίζω τον Ντομούζ και τον Καλιγούλα. «Γκουντμπάι γκάιζ. Θενκς φορ δε λαστ νάιτ. Γουι χαντ ε γουόντερφουλ τάιμ. Γουί χόουπ το ση γιου εγκαίν.», τους άκουσα να λένε στο υπόλοιπο τσούρμο. «Τι ήταν αυτά τα παιδιά;», τους λέω, τρομαγμένος για το τι θα ακούσω από το στόμα τους. «Είναι κάτι Ισπανοί που γνωρίσαμε χθες το βράδυ, όταν γυρίσαμε από την μπύρα. Αράξανε στο δωμάτιό μας χθες και περάσαμε πάρα πολύ ωραία», μου είπαν αυτοί. Δεν μου είπαν λεπτομέρειες. Ούτε εγώ ρώτησα, δεν ήθελα να ακούσω ιστορίες από το λυκόφως της ανθρώπινης κοινωνίας. Ποιος ξέρει τι έκαναν και πέρασαν τόσο καλά. Υπήρχαν άραγε πόρνες; Ναρκωτικά; Έφηβα κοριτσάκια; Μήπως επιδόθηκαν σε άρρωστες σεξουαλικές πράξεις μεταξύ τους; Ποτέ δεν θα μάθω. Το τι συνέβη αυτήν την βραδιά θα μείνει πάντα ένα άλυτο μυστήριο. Και ίσως, να είναι καλύτερα να μείνει για πάντα ένα τέτοιο. Μετά βγήκαμε έξω στον δρόμο και κατευθυνθήκαμε προς το Mall. Κάποια στιγμή, ο Καλιγούλας σκοντάφτει κάπου και πέφτει λίγος καφές στο φτηνιάρικο μπουφάν του, που μάλλον θα είχε αγοράσει από κάποιο φθηνό μαγαζί με μεταχειρισμένα, σε κάποια φτωχική γειτονιά της Αθήνας. Εγώ του πρότεινα να πάρει ένα καινούργιο μπουφάν από κάποιο φθηνό μαγαζί που βρήκαμε στον δρόμο μας Δυστυχώς, ο κακομοίρης δεν είχε λεφτά να πάρει μπουφάν από κάποιο μαγαζί του Mall. «Δεν πειράζει, ρε συ. Θα το σκουπίσω λίγο και θα είμαι κομπλέ.», μου είπε ο Καλιγούλας, έχοντας συνηθίσει από τα μέρη με τους ρακένδυτους ναρκομανείς που συχνάζει στην Αθήνα. Μετά, περάσαμε έξω από το πανεπιστήμιο της πόλης και μου ζήτησαν να μπούμε μέσα να ρίξουμε μια ματιά. Με ρωτάνε διάφορα πράγματα για την ζωή των φοιτητών, καθώς και αν υπάρχουν φοιτητικές παρατάξεις στις σχολές μας. «Εδώ δεν είναι Ελλάδα.», τους λέω με σοβαρό ύφος. «Οι φοιτητές μας ασχολούνται μόνο με τις σπουδές τους, όχι με αυτές τις βλακείες.». «Κάτσε ρε.», μου λέει ο Ντομούζ. «Κάνε ότι κριτική θέλεις για τις φοιτητικές παρατάξεις των ελληνικών πανεπιστημίων και για το πώς συμπεριφέρονται μέσα στις σχολές, αλλά δεν είναι βλακείες το να διεκδικούν οι φοιτητές μια βελτίωση τη ζωής τους». Δεν ήθελα να συνεχίσω την κουβέντα και έκανα πως κατανοούσα την άποψή του. Κι εγώ, ως μικρό παιδάκι που ήμουν, έκανα τις τρέλες μου στο πανεπιστήμιο. Ήμουν κι εγώ μέλος της ΚΝΕ. Αλλά τώρα μεγάλωσα, όπως κι ο Καλιγούλας με τον Ντομούζ, άσχετα που δεν το έχουν αντιληφθεί ακόμα. Δεν ήταν δυνατόν να υποστηρίζω ακόμα αυτές τις ανοησίες. Ήξερα πλέον πως δεν μπορεί να έχει κάποιος πολιτική άποψη, χωρίς να έχει δουλέψει ούτε μια μέρα στην ζωή του. Φυσικά, υπολογίζοντας πως δύο χαραμοφάηδες σαν αυτούς τους δύο δεν θα το καταλάβαιναν, σώπασα και συνεχίσαμε τον δρόμο προς τα Mall. Κόψαμε δρόμο μέσα από ένα υπέροχο δασάκι, για να τους δείξω τις φυσικές ομορφιές της Μπρατισλάβας. Γκρίνιαξαν αρκετά για το δύσβατο της διαδρομής, με τον Ντομούζ να μου λέει ότι αν πηγαίναμε από τον δρόμο, ήταν μια ευθεία μέχρι τα Mall και τον Καλιγούλα να τον σιγοντάρει. Προσβλήθηκα, καθώς δεν δεχόμουνα από δύο άτομα που δεν ξέρουν τίποτα άλλο εκτός από τα στενά δρομάκια των Εξαρχείων, να μου κάνουν υποδείξεις για τους δρόμους της πόλης όπου χτίζω την νέα μου ζωή ως επιτυχημένο στέλεχος επιχείρησης. Καταπίνω την οργή μου όμως και συνεχίζουμε την διαδρομή μας. Τελικά φτάνουμε στα –ομολογουμένως, ιδιαιτέρως εντυπωσιακά και πολυτελή- Mall. «Ορίστε η φτώχεια που δήθεν θα έφερνε ο Καπιταλισμός στην χώρα.», τους λέω περιπαικτικά, λίγα λεπτά από την στιγμή που μπήκαμε. Όμως, αυτοί ξεκίνησαν να ειρωνεύονται και να υπερασπίζονται με πάθος το προηγούμενο καθεστώς. «Από πότε τα Mall είναι δείκτης του βιοτικού επιπέδου μίας χώρας;», μου λέει ο Καλιγούλας. «Ναι, και στα Mall στην Ελλάδα να πας, φαίνεται πως είναι πάμπλουτη χώρα.», συμπληρώνει ο Ντομούζ. Αναρωτήθηκα που στο καλό ξέρει πως είναι τα Mall της Αθήνας ο Ντομούζ. Το έπαιζε και καλά κουλτουριάρης (όπως όλοι οι χαραμοφάηδες αγωνιστές του καναπέ) και δεν είχε και λεφτά να πάει. Αλλά μετά θυμήθηκα πως στα Mall της Αθήνας συχνάζουν πολλά έφηβα κορίτσια. Μετά από μια βόλτα στο Mall, γυρνάμε στο κέντρο της πόλης και πάμε για φαγητό. Με ρωτάνε αν θα πάω το βράδυ στο πάρτι που τους είχα πει. Δεν είχα αποφασίσει ακόμα τι θα κάνω. Δεν εμπιστευόμουν τον κόσμο που θα πήγαινε εκεί, αλλά δεν ξέρω αν θα έπρεπε να αφήσω αυτούς τους δύο μόνους τους εκεί πέρα. Τους είπα ότι θα το συζητήσουμε και πάλι το απόγευμα και συζητούσαμε για την εικόνα που έχουν αποκομίσει για την ζωή στην Σλοβακία, με βάση αυτά που έχουν δει. Αφού αναπαρήγαγαν όλα τα ψέματα που τους έχουν πει η ΚΝΕ και το PKK για το πόσο καλό ήταν το προηγούμενο καθεστώς, γυρίσαμε σπίτια μας. Μόλις μπαίνω στο σπίτι, βλέπω την Ελισάβετ να κάθεται στον καναπέ. Δούλευε πριν και ήταν πολύ κουρασμένη. Αρχίσαμε να συζητάμε για το τι θα κάνουμε το βράδυ. «Εμένα μου έχουν πει τα παιδιά το βράδυ για ένα παρτάκι. Θέλεις να έρθεις;», της λέω, με την ελπίδα να έχω έναν ώμο να στηριχτώ απέναντι στα κατακάθια της σλοβάκικης κοινωνίας. «Ούτε μέχρι το περίπτερο δεν πάω με αυτούς τους αλήτες!», μου κάνει νευριασμένη η Ελισάβετ. «Εσύ, αν θέλεις, πήγαινε.», μου λέει. «Αν δεν έρθεις, τι να κάνω μόνος μου εκεί;», της λέω. «Ε, δες το και αποφάσισε μετά.», μου λέει ενώ πηγαίνει προς την κρεβατοκάμαρά μας. Το απόγευμα πήγαμε στην κλασσική μπυραρία και τηλεφώνησα στα παιδιά να περάσουν πρώτα από εμάς. Αφού έρχονται, τους λέω πως μάλλον δεν θα μπορέσω να τους ακολουθήσω στο πάρτι. Λίγο μετά, γνωρίζουν μια παρέα τριών αντρών και δύο γυναικών που καθόταν στο διπλανό τραπέζι και θα πήγαιναν κι αυτοί στο πάρτι. Τα ήξερα τα παιδιά, ήταν κάτι άνεργοι που έμεναν σε μια γειτονιά του κέντρου. Μαζεύονταν συχνά σε μια κεντρική πλατεία, κατά πάσα πιθανότητα για να καπνίζουν χόρτο με τα λεφτά των γονιών τους. Δυστυχώς, η κυβέρνηση έχει θεσπίσει αρκετά υψηλά επιδόματα ανεργίας και κάτι χαραμοφάηδες σαν αυτούς τα εκμεταλλεύονται για να μην δουλεύουν και να τεμπελιάζουν. Όπως ήταν φυσικό, κόλλησαν πολύ καλά με τον Ντομούζ και τον Καλιγούλα και συζητάνε αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή, ο Καλιγούλας βγαίνει για λίγα λεπτά έξω από το μαγαζί με μία από τις κοπέλες της παρέας. Δεν ξέρω αν φασώθηκαν ή αν πήγαν έξω για να ανταλλάξουν ναρκωτικά. Αν και μάλλον ο Καλιγούλας, εκμεταλλευόμενος το δεύτερο, προσπάθησε να κάνει και το πρώτο. Κάποια στιγμή, όλη η παρέα έρχεται να μας χαιρετήσει και να φύγει για το πάρτι. Ξαφνικά, βλέπω την Ελισάβετ να με κοιτάει περίεργα. «Ελεφαντάκο μου, είσαι σίγουρος ότι πρέπει να τους αφήσεις μόνους τους στο πάρτι;», μου κάνει. «Εδώ δεν είναι Ελλάδα, κάτσε να μην κάνουν τίποτα περίεργο αυτοί οι δύο.». Είχε δίκιο. Όσο κι αν ήθελα να περάσω την νύχτα με την γυναίκα της ζωής μου, δεν μπορούσα να τους αφήσω μόνους τους. Ακόμα και τα κατακάθια που θα πήγαιναν στο πάρτι, ήταν επιτυχημένα στελέχη επιχειρήσεων μπροστά στους λούμπεν που συναναστρέφονται ο Ντομούζ με τον Καλιγούλα στην Αθήνα. Πως θα μπορούσα να τους εμπιστευτώ μόνους τους; Κι αν ο Καλιγούλας πήγαινε να πουλήσει ναρκωτικά στους θαμώνες; Κι αν ο Ντομούζ παρενοχλούσε κάποιο έφηβο κοριτσάκι; Θα κατέληγαν στο αστυνομικό τμήμα και θα έμπλεκαν και το όνομά μου. Η καριέρα μου στην πολυεθνική εταιρία θα έμπαινε σε κίνδυνο! Δεν μπορούσα να το επιτρέψω αυτό με τίποτα. Το αποφάσισα. Έπρεπε να πάω να τους ελέγχω, πριν κάνουν τίποτα που θα έκανε ανεπανόρθωτη ζημιά στην υπόληψή μου. Ρίχνω ένα γρήγορο τρέξιμο προς την στάση των λεωφορείων. Ευτυχώς δεν είχε έρθει ακόμα το λεωφορείο που θα τους πήγαινε στο πάρτι. «Τι έγινε, ρε; Θα έρθεις τελικά; Δεν θα κάτσεις με την Ελισάβετ το αποψινό βράδυ;», μου λέει χασκογελώντας ο Καλιγούλας, προσπαθώντας να ειρωνευτεί την σοβαρή μου σχέση. «Ναι, θα περάσω για λίγο.», τους λέω. Είπα να προσπεράσω το κακεντρεχές σχόλιο για την σχέση μου. Από ανθρώπους ανίκανους να βρουν δουλειά (πόσο μάλλον μία σοβαρή κοπέλα σαν την Ελισάβετ για σχέση), δεν μπορούσα να περιμένω κάτι άλλο. Μετά από κάποια ώρα, φτάνουμε επιτέλους στο πάρτι. Η είσοδος ήταν 8 ευρώ. Τα έδωσα με μισή καρδιά. Όχι επειδή μου λείπουν, άλλωστε ένας εργαζόμενος με τις δικές ικανότητες μόνο μεγάλο μισθό θα μπορούσε να έχει. Όμως, τα έδωσα με μισή καρδιά γιατί σκεφτόμουν τους γονείς όλων αυτών των παιδιών (συμπεριλαμβανομένων του Καλιγούλα και του Ντομούζ), που το χαρτζιλίκι που δίνουν στα τεμπέλικα τέκνα τους, πάει σε ναρκωτικά και σε πάρτι σαν κι αυτό. Με το που μπαίνω μέσα, η ηλεκτρονική μουσική που έπαιζε μου πήρε τα αυτιά. Πιο μικρός, όταν ήμουν κι εγώ φοιτητής κι έκανα τρέλες, είχα πάει σε αρκετά τέτοια πάρτι. Όμως, πλέον είμαι ένας μεγάλος και ώριμος άνθρωπος, με σταθερή καλοπληρωμένη δουλειά και μια σοβαρή σχέση που πάει για γάμο. Μπορεί αυτή η λούμπεν κατάσταση να ταίριαζε απόλυτα στον Ντομούζ και τον Καλιγούλα, αλλά όχι σε μένα. Παρόλα αυτά, ήξερα πως είμαι απόλυτα αναγκασμένος να το υποστώ όλο αυτό, έστω και για λίγο. Αφού παίρνουμε από μια μπύρα, καθόμαστε σε ένα σημείο στο κέντρο του πάρτι. Κάποια στιγμή βλέπω τον Καλιγούλα και τον Ντομούζ να κοιτάνε προς μία διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας. Όταν παρατήρησα προς τα που κοίταζαν, σταμάτησα να παραξενεύομαι. Ο Καλιγούλας κοίταζε προς μια παρέα από λούμπεν νεολαίους, μάλλον βλέποντας στα πρόσωπά τους πιθανούς πελάτες για αγορά ναρκωτικών. Ο Ντομούζ, από την άλλη, κοίταζε έντονα το επόμενο θύμα του, ένα έφηβο ξανθό κοριτσάκι που χόρευε στον ρυθμό της μουσικής, μην μπορώντας να διανοηθεί τα βρώμικα σχέδια που καταστρώνονται για αυτήν. Έπρεπε να τους απασχολήσω, για να μην βάλουν μπροστά τα πλάνα τους. Δυστυχώς, η φύση με κάλεσε και έπρεπε να επισκεφτώ την τουαλέτα. Τους είπα να με περιμένουν στο ίδιο σημείο, με την δικαιολογία ότι μπορεί και να τους έχανα. Όταν γύρισα, δεν βρήκα τα παιδιά στην θέση που τους άφησα. Τους έψαξα λίγο και, τελικά, έγινε αυτό που φαντάστηκα. Ο Καλιγούλας είχε πιάσει κουβέντα με την παρέα που κοίταζε νωρίτερα, με σκοπό, κατά πάσα πιθανότητα, να τους πουλήσει ναρκωτικά. Ο Ντομούζ ήταν λίγο πιο πέρα. Είχε πιάσει κουβέντα με το ξανθό κοριτσάκι που ήθελε να αποπλανήσει. Έπρεπε να παίξω το τελευταίο μου χαρτί, να τους πως ότι πρέπει να φύγω, με την ελπίδα να μην ξέρουν τον δρόμο της επιστροφής και να αναγκαστούν να με ακολουθήσουν. «Παιδιά, εγώ πρέπει να φύγω. Η Ελισάβετ είναι μόνη της στο σπίτι και θέλω να πάω να της κάνω παρέα.», τους λέω αφού τους μαζεύω δίπλα μου και τους δύο. Μιλάνε δύο λεπτά μεταξύ τους και, τελικά, με ακολουθούν. Μου φάνηκε λίγο περίεργο, αλλά το δέχτηκα χωρίς ερωτήσεις. Άλλωστε μπορεί πολύ απλά η λούμπεν παρέα να είχε δικά της ναρκωτικά και το ξανθό κοριτσάκι να είχε πατέρα αστυνομικό. Αφού απομακρυνόμαστε από το πάρτι όσο πρέπει για να μην μπορούν να γυρίσουν, τους αποχαιρετώ και τους λέω ότι θα μιλήσουμε αύριο για το ταξιδάκι στην Ουγγαρία που λέγαμε. Εγώ φτάνω στο σπίτι και βρίσκω την Ελισάβετ ξαπλωμένη. «Γεια σου, παντσεράκι μου.». «Γεια σου ελεφαντάκο μου. Όλα καλά με αυτούς τους δύο στο πάρτι;». «Ναι, μην ανησυχείς. Φρόντισα να μείνουν φρόνιμοι, παρά τις προσπάθειές τους για το αντίθετο. Αύριο λογικά θα πάμε Ουγγαρία, να τους δείξω κι εκεί πόσο καλύτερα είναι τα πράγματα με το σημερινό καθεστώς». «Κάνε ότι καταλαβαίνεις. Αρκεί να μην με πλησιάζουν.». Το επόμενο πρωί παίρνω τηλέφωνο τον Ντομούζ να συνεννοηθούμε για το ταξίδι. Μέτα από αρκετά τηλέφωνα, δεν μου απάντησε ποτέ. Θα έπαιρνα και τον Καλιγούλα, αλλά φοβόμουν, καθώς το κινητό του θα μπορούσε άνετα να είναι κλεμμένο. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνανε χθες βράδυ με τους λούμπεν πελάτες του χόστελ χθες βράδυ. Σίγουρα θα κοιμόντουσαν μέχρι αργά, γιατί θα έμειναν απασχολημένοι όλο το βράδυ, κάνοντας ένας θεός ξέρει τι ακριβώς. Σκεπτόμενος ότι θα κοιμόντουσαν με τις ώρες, μπόρεσα με την ησυχία μου να αφιερώσω χρόνο στην γυναίκα της ζωής μου στο σπίτι μας. Το βράδυ κανονίσαμε με την Ελισάβετ να πάμε για ένα ρομαντικό δείπνο στο εστιατόριο “Valhalla”, το οποίο ανήκε σε έναν πολύ στενό μας φίλο, τον γραμματέα του πυρήνα κεντρικού τομέα Μπρατισλάβας του κόμματος “Η Σλοβακία μας”. Την ώρα του γεύματος, υπό την μουσική της σλοβακικής πατριωτικής πανκ, η Ελισάβετ μου εξέφρασε τα παράπονά της για τους δύο φίλους μου. «Ωραίους φίλους έχεις στην Αθήνα, ελεφαντάκο μου.», μου λέει με σκωπτικό ύφος. «Έλα, βρε παντσεράκι μου.», της λέω. «Φοιτητής ήμουν κι έκανα τρέλες. Υπήρχαν στην παρέα μου και δύο λούμπεν στοιχεία. Τι να κάνω, να τους σκοτώσω;», συμπληρώνω. «Κοίτα, δεν νομίζω ότι ταιριάζει σε ένα άτομο της δικής σου κλάσης και το δικού σου στάτους κβο να κάνει παρέα με τέτοιους περιθωριακούς. Αλλά δικοί σου φίλοι είναι, δεν θα σου πω εγώ τι να κάνεις.». «Τόσα χρόνια είναι φίλοι μου, καταλαβαίνεις…», λέω εγώ. «Μα δεν είδες πως συμπεριφέρθηκαν όσο έμεναν στο σπίτι; Ούτε ζώα να φιλοξενούσαμε!», μου λέει εκνευρισμένη η Ελισάβετ. «Έχεις δίκιο σε αυτό, παντσεράκι μου. Αλλά ας το αφήσουμε εδώ για σήμερα καλύτερα.». Αφού πληρώσαμε, κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι. Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, σκεπτόμενος αυτά που μου είπε η Ελισάβετ. Το ήξερα ότι έπρεπε να κλείσω τα μάτια μου, για να είμαι παραγωγικός την επόμενη μέρα στην εταιρία που με αμείβει για να της παρέχω τις πρώτης τάξεως υπηρεσίες μου, απλά δεν μπορούσα. Αλήθεια, τι δουλειά είχα εγώ με αυτούς τους δύο τύπους; Δεν ήμουν πια κανένας χαραμοφάης φοιτητής. Είμαι ένα επιτυχημένο στέλεχος επιχείρησης, με μια σταθερή σχέση που οδεύει για γάμο. Δεν έχω πλέον όρεξη να αράζω σε πεζούλια στα Εξάρχεια με μπύρες όποτε πήγαινα Αθήνα, δεν είχα όρεξη πια να συζητάω για πλάκα με τον Ντομούζ για έφηβα κοριτσάκια, ή με τον Καλιγούλα για ναρκωτικά (αυτοί πάντα μίλαγαν σοβαρά για τα συγκεκριμένα θέματα). Ίσως θα ήταν καλύτερο για εμένα να ξεκόψω τελείως από αυτούς τους δύο. Ξημερώνει η επόμενη μέρα, η τελευταία που θα ήταν τα παιδιά στην Μπρατισλάβα. Εξακολουθούσα να τηλεφωνώ στον Ντομούζ. Δεν ξέρω αν ήθελα κι αν έπρεπε να τους χαιρετήσω, αλλά μου είχαν δανειστεί έναν φορτιστή και τον ήθελα πίσω. Μέχρι το μεσημέρι, δεν μου είχαν απαντήσει. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να αποχαιρετήσω μια για πάντα τον φορτιστή μου, καθώς λογικά σε λίγες μέρες θα μετατρεπόταν σε 0,1 γραμμάριο MDMA, σε κάποια πιάτσα των Αθηνών. Γυρίζω σπίτι το απόγευμα και, λίγο μετά, μπαίνει κι η Ελισάβετ, απόλυτα νευριασμένη. «Τι έγινε, παντσεράκι μου;», της λέω και την παίρνω αγκαλιά. «Άσε, είδα πριν μία ώρα έξω από την μπυραρία να περνάνε οι δύο οι φίλοι σου. Έτρεξα να τους προλάβω και τους ρώτησα που έχουν εξαφανιστεί δύο μέρες τώρα. Μου είπαν κάτι ηλίθιες δικαιολογίες, όπως ότι ήταν κουρασμένοι και έφυγαν. Ποιος ξέρει που έχουν μπλέξει…» Δεν είμαι κανένας ηλίθιος. Ξέρω πολύ καλά ότι δεν ήταν τόσο κουρασμένοι. Κι επίσης, ξέρω ότι όπου κι αν έχουν μπλέξει (σίγουρα θα έμπλεξαν κάπου), δεν ήταν αυτός ο λόγος που εξαφανίστηκαν. Το έκαναν αυτό γιατί είχαν παράπονα από εμένα, ξεγράφοντας μονομιάς την φιλοξενία μου. Είχαν παράπονα που δεν τους μύησα στον υπόκοσμο της πόλης. Έχουν παράπονα που με είδαν να ζω μια φυσιολογική ζωή. Έχουν παράπονα που με είδαν να έχω μια πολύ καλή και αγαπημένη σχέση. Έχουν παράπονα που κατάφερα όσα αυτοί δεν πρόκειται να καταφέρουν ποτέ στην ζωή τους. Ως εδώ, όμως. Το πήρα απόφαση και δεν πρόκειται να έχω ξανά επαφές με αυτούς τους δύο. Η Ελισάβετ για ακόμα μια φορά με έσωσε από το έρεβος του περιθωρίου και για αυτό θα την αγαπάω για πάντα. Λίγη ώρα μετά, με παίρνει ο Ντομούζ και μου λέει ότι αύριο, πριν φύγουν για το αεροδρόμιο θα αφήσει τον φορτιστή στην ρεσεψιόν του χόστελ. Απορώ που δύο χαραμοφαήδες σαν κι αυτούς τους έπιασε το φιλότιμο. Μάλλον θα φοβήθηκαν πως θα τους κυνηγούσα για έναν φορτιστή, λες και τους έχω δώσει δείγματα ότι είμαι κανένας τρελός. Αλλά όταν είσαι μπλεγμένος με ναρκωτικά και παιδεραστία, είναι λογικό να αναπτύσσεις σύνδρομο καταδίωξης. Το βράδυ βλέπαμε τηλεόραση με την Ελισάβετ, πίνοντας μπύρες. Κάποια στιγμή γυρνάει και μου λέει με μια φωνή γεμάτη γλύκα: «Ξεκουμπίζονται αύριο αυτοί οι δύο;». «Ναι, παντσεράκι μου», της λέω. «Από αύριο, επιστρέφουμε στην κανονική ροή της ζωής μας.». Το επόμενο πρωί γύρισαν στην Αθήνα. Μία ώρα πριν την πτήση, γύρω στις 12 το μεσημέρι, έστειλα στον Ντομούζ ένα απλό: «καλό ταξίδι». Αυτή έμελλε να ήταν κι η τελευταία μου συνομιλία μαζί τους. Πλέον, μια νέα εποχή ξεκινά, χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος. Όσοι θέλουν να ζουν παρασιτικά και να μένουν κολλημένοι στα ίδια, ας το κάνουν. Εγώ, όμως, αγναντεύω το μέλλον, που με περιμένει να το αρπάξω. Κι όλοι αυτοί που προανέφερα, είτε το θέλουν είτε όχι, θα με κοιτάνε από μακριά, με ένα αίσθημα φθόνου. Αλλά εγώ δεν έχω χρόνο πλέον να ασχολούμαι με όλους αυτούς. Και συνεχίζω να δουλεύω, διορθώνοντας τα λάθη των άχρηστων συναδέλφων μου…

Τι μπορείτε να κάνετε με ένα πτυχίο φιλοσοφίας (Φώντας Φ.)

Ήταν καλοκαίρι, έβραζα στην Αθήνα και εκτός απ’ την Αθήνα έβραζα και στο ζουμί μου γιατί ένα καλό γκομενάκι που είχα βάλει στο μάτι δεν έλεγε να πει το ναι με τίποτα. Μην κοιτάτε που τα παρουσιάζω απλά και γλυκούλικα εδωπέρα. Δεν ήταν καθόλου. Μιλάμε για γερή καψούρα που με είχε κάνει να τρέχω πάνω-κάτω το κέντρο σαν μανιακός σε κρίση, χωρίς κάποιο σκοπό και νόημα. Κάποιες φορές υπήρχε ανταπόκριση, άλλες όχι και αντίστοιχα άλλαζε και η διάθεση μου, όπως και το είδος του αλκοόλ με το οποίο θα ξεκινούσα τη μέρα μου. Έχοντας αποδεχτεί πως μέσα σε όλο αυτό το παραλήρημα που με είχε πιάσει θα ήταν αδύνατον να βρω τον εαυτό μου, αποφάσισα συνειδητά να τον χάσω τελείως, μήπως κι αυτός ο έρμος αφού αποκοπεί απ’ το πιο τοξικό άτομο που γνώρισε στη ζωή του, εμένα δηλαδή, έβρισκε κάποιαν άκρη στο χάος. Σταμάτησα λοιπόν τα χάπια που έπαιρνα για την κατάθλιψη και ξεκίνησα να πίνω απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ξοδεύοντας εκεί τα όχι και ιδιαίτερα πολλά χρήματα που μου είχαν αφήσει οι δικοί μου φεύγοντας για το χωριό. Αν ήταν περίοδος που το γκομενάκι με έκανε κέφι ξεκινούσα με βότκα, ουίσκι ή κάτι άλλο βαρύ. Αν πάλι ήταν περίοδος που έκανε οποιονδήποτε άλλο εκτός από εμένα κέφι τότε ξεκινούσα με όλα τα ελαφριά ποτά, μαλαματίνες, κρασιά, μπίρα κλπ αναμειγμένα όπως-όπως μεταξύ τους μπας και με πιάσουν κι αυτό συνεχιζόταν μέχρι να με πάρει ο ύπνος ή να ξεραθώ καλύτερα στο κρεβάτι μου ή κάποιο παγκάκι, θάμνο ή πεζούλι της πρωτεύουσας.

Κατά προτίμηση με παρέα γιατί φοβόμουν. Αφού λοιπόν αυτή η κατάσταση τράβηξε όλο τον Ιούνη και τον Ιούλη και είχα φτάσει πια σε κατάσταση αποσύνθεσης, κήρυξα άτακτη υποχώρηση και υπέγραψα παράδοση άνευ όρων. Εχθρός δεν υπήρχε ακριβώς βέβαια για να του παραδοθώ αλλά είχα παραδοθεί στο έλεος της φτώχειας μιας και τα λεφτά για το αλκοόλ είχαν τελειώσει και φαί δεν υπήρχε στο σπίτι ούτε για δείγμα. Τις πρώτες μέρες του Αυγούστου την πάλεψα είτε με δανεικά είτε τρώγοντας κατευθείαν στα σπίτια φίλων, όταν όμως άρχισα να χρησιμοποιώ τα δανεικά για να αγοράζω μπύρες και να γυρίζω τα βράδια στο σπίτι από τον πιο μακρύ δρόμο για να μπορέσω να ψάξω όλους τους σκουπιδοντενεκέδες για τίποτα φαγώσιμο κατάλαβα πως δεν είχα και κανένα λαμπρό μέλλον αν συνέχιζα έτσι. Όλο και κάποιος γείτονας θα το σφύριζε στους γονείς μου, αυτοί θα υπέθεταν τα χειρότερα, όπως πχ ότι είχα αρχίσει την ηρωίνη (ενώ εγώ σαν καλό fashion victim του trainspotting, ούτε μήνα δεν έπινα αυτή την αηδία πριν τη σταματήσω εντυπωσιασμένος απ’ την επικινδυνότητα της), αυτοί θα ξαναγύριζαν σπίτι και αυτό ήταν! Όλες μου οι αποτυχίες των προηγούμενων ετών, που δεν ήταν και λίγες, θα χρεώνονταν στις περιστασιακές μου καταχρήσεις και θα κατέληγα σε καμιά ωραιότατα ιδιωτική κλινική απεξάρτησης. Κρίμα και άδικο! Παρόλα αυτά το είχα παρακάνει και δε θα είχαν άδικο να αντιδράσουν έτσι. Έλεγχο ακριβώς του εαυτού μου δεν είχα. Με κοίταξα από πάνω ως κάτω. Ήμουν πιο βρώμικος από ποτέ, δεν υπήρχε ρούχο που να βρίσκεται στη ντουλάπα μα όλα ήταν πεταμένα όπου να ‘ναι μες το σπίτι και ήταν γεμάτα λεκέδες κρασιού και άλλων αηδιαστικών πραγμάτων. Κουζίνα και μπάνιο προφανώς φιλοξενούσαν πολλούς μικρούς ιάπωνες ειδάλλως δεν εξηγούταν οι ατομικές βόμβες που είχαν πέσει εκεί μέσα και γενικότερα επικρατούσε ένα χάος. Το μόνο ζωντανό πλάσμα μέσα στο σπίτι δεν ήμουν εγώ δυστυχώς αλλά και πολλά άλλα ζωύφια ενώ κάτι ενοχλητικοί ήχοι που έμοιαζαν με μικρά σταθερά βήματα και επαναλαμβάνονταν κάθε βράδυ με είχαν πείσει για τα καλά πως πλέον ήμουν συγκάτοικος με τουλάχιστον μια οικογένεια τρωκτικών. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Είπα «Ρε μαλάκα Διονύση τι χάλια είναι αυτά;» είχα να φάω κάτι που δεν προερχόταν από σκουπιδοντενεκέ κάτι μέρες τώρα και πάλι είχα παχύνει όμως «Βρωμάς και ζέχνεις γαμώ την παναγία σου!» είπα στο είδωλο μου και κάθισα στο κρεβάτι να το σκεφτώ λιγάκι το πράγμα. Ήμουν σε κατάσταση αποσύνθεσης, είχα βάλει κιλά, βρώμαγα είχα καταστρέψει οτιδήποτε μπορούσε να καταστραφεί και είχα πάει κάτι χρόνια πίσω όποια βελτίωση είχα καταφέρει στην ψυχική μου υγεία τα τελευταία χρόνια. Έπρεπε να κάνω κάτι τώρα, σήμερα. «Αλλά τι;» αναρωτήθηκα. Είχα γίνει από ένας κομψός γλυκούλης πτυχιούχος τμήματος φιλοσοφίας ένα βρωμιάρικο γουρούνι που έπινε τόσο πολύ που δεν άντεχε καν να κάτσει να χτυπήσει στο χαρτί τις σουρεαλιστικές ιστορίες που προκαλούσε η μέθη. Που δεν ήταν καν σουρεαλιστικές, εκτός αν είχε προκύψει στο μεταξύ κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα που το λέγανε «Βρώμικο Σουρεαλισμό» και αυτός δε το είχα πάρει χαμπάρι. «Πρέπει να φύγω απ’ αυτό το μέρος» ξεκίνησα να οργανώνω κάπως τη σκέψη μου «Και που να πάω;» αναρωτήθηκα «Στους γονείς μου μήπως;» έδωσα μια πρώτη απάντηση την οποία και απέρριψα. Χρειάζομουν φροντίδα αλλά όχι γονική σε αυτή τη φάση. «Τι έκανα πριν με πάρει η κάτω βόλτα;» σκέφτηκα «Κυνήγαγες αυτό το παρδαλό θηλυκό τέρας γιατί προφανώς καλό ζώο είσαι και εσύ» μου απάντησα αυστηρά. «Όχι πιο πριν» συνέχισα χωρίς να δώσω σημασία στις επικρίσεις που μου έκανα «Πού είχα αφήσει τη ζωή μου, τι προσδοκίες είχα τέλος πάντων απ’ τη ζωή;» Η εύκολη απάντηση ήταν βέβαια ότι δεν είχα σχέδια για τη ζωή ούτε κάποιο ιδιαίτερο πλάνο για το μέλλον. Δυστυχώς η ανατροφή μου εκτός από άσχημη ήταν μάλλον και ελαφρώς αποτυχημένη και έτσι δεν είχα σχηματίσει κάποια συγκροτημένη ταυτότητα ή κάποιο όνειρο για το τι θα ήθελα να κάνω τα επόμενα χρόνια. Ή μάλλον, και ενώ τα σκεφτόμουν αυτά χαμογέλασα, είχα σκεφτεί κάτι που θα μου άρεσε. Συγγραφέας ήθελα να γίνω, το έβλεπα ρομαντικά το θέμα μάλιστα, το πρωί θα με συλλαμβάνουν για δημόσια μέθη οι μπάτσοι, στη φυλακή θα γνωρίζω άγριους μα καλόκαρδους, καταπληκτικούς τύπους, θα στέλνω ένα ποίημα σε μια τοπική εφημερίδα κι όταν αποφυλακίζομαι θα γυρίζω σπίτι μου και θα βρίσκω ένα γράμμα να με περιμένει που θα λέει. «Το ποίημα σας μας άρεσε πολύ, θα θέλαμε να σας προσφέρουμε μια μόνιμη στήλη στην εφημερίδα μας. Η αμοιβή σας θα είναι…» κλπ Αντ’ αυτού βέβαια διαπίστωσα μεγαλώνοντας πως όλη η χώρα μεθάει, πίνει χάπια, βαράει ενεσούλες και πως πάλι καλά που δεν μαζεύουμε ακόμα κόσμο με καροτσάκια από τους κάδους. Κανένας μπάτσος δε με έλεγχε καν για κανένα λόγο ακόμα κι όταν κυκλοφορούσα με ότι να ‘ναι πάνω μου γιατί ήμουν πολύ γλυκούλης στη φάτσα και ποτέ δεν ήμουν προκλητικά αγενής απέναντι τους χωρίς λόγο, κάτι που θεωρούσα αυτιστικό έτσι κι αλλιώς. Κανά δυο φορές που έμπλεξα με άγριους τύπους, αποδείχτηκαν όχι πολύ καλόκαρδοι μα σίγουρα καταπληκτικοί στο ξύλο. Κάτι καλές ιστορίες με σπασμένα δόντια, ματωμένες μύτες και μαυρισμένα μάτια τις έγραψα. Όταν όμως λάμβανα απάντηση από περιοδικά, διαδικτυακές σελίδες και άλλα μέρη που τα έστελνα το ύφος περίπου ήταν: «Κάπου το χάσαμε, μπορείτε να μας το ξαναστείλετε;» «Μα είναι ποίηση αυτό το πράγμα τώρα;» «Γελάσαμε πάρα πολύ με την ιστορία σας!» «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ γιατί, αν και εμένα προσωπικά δε μου αρέσει καθόλου η λογοτεχνία τυχαίνει να αρέσει πολύ σε μια νεαρή και όμορφη κοπέλα που βγαίνω αυτή την περίοδο η οποία ξετρελάθηκε μαζί σας και με την ιστορία σας και εντυπωσιάστηκε που την στείλατε σε μένα. Η σχέση μας επιτέλους ολοκληρώθηκε!» Έτσι απογοητεύτηκα και εγώ, από τον τόπο που ζούσα, τους ανθρώπους που αναγκαζόμουν να τον μοιραστώ και πρώτα και κύρια απ’ τον εαυ